Συχνά στην εύθυμη συντροφιά του Διόνυσου συμμετέχει κι ένας άλλος παράξενος θεός, ο Πάνας. Η μορφή του είναι αλλόκοτη και τρομάζει όσους πλησιάζει. Έτσι, συνήθως ο δύστυχος Πάνας είναι μόνος του. Μόνο στην παρέα των Σάτυρων γίνεται δεκτός μ' ενθουσιασμό, αφού αγαπά κι ο ίδιος το τραγούδι και το χορό.
Ο Πάνας ήταν γιος του αγγελιοφόρου των θεών, του Ερμή. Σ' ένα υπέροχο μέρος της Αρκαδίας έβοσκε τα πρόβατα ενός θνητού ο φτερωτός θεός· ανάμεσα στις ομορφιές της φύσης διέκρινε την ομορφιά της ΝύμφηςΔρυόπης και την ερωτεύτηκε. Κατάφερε να την κάνει δική του και σύντομα η Νύμφη γέννησε τον καρπό του έρωτά τους.
Το παιδί που γέννησε είχε αποκρουστική όψη: τα πόδια του ήταν πόδια τράγου, το πρόσωπό του καλυπτόταν από πυκνή γενειάδα, τ' αυτιά του ήταν μυτερά και είχε δυο κέρατα στο κεφάλι ανάμεσα στ' ανακατεμένα μαλλιά του. Τρομαγμένη η Δρυόπη τράπηκε σε φυγή εγκαταλείποντας το γιο της. Ο Ερμής που τον λυπήθηκε, τον πήρε στην αγκαλιά του και τον έφερε στην κατοικία των θεών, στον Όλυμπο. Όλοι οι θεοί μόλις τον είδαν άρχισαν να γελούν γοητευμένοι από τη μορφή του και περισσότερο απ' όλους ο θεός του κεφιού, ο Διόνυσος, που με χαρά δέχτηκε να έρθει στη συντροφιά του. Κι επειδή είχαν ευχαριστηθεί οι πάντες όταν τον είδαν, τον ονόμασε Παν.
Ο Πάνας τον περισσότερο καιρό τον περνούσε στη φύση. Τριγυρνούσε ανάμεσα στα βράχια, στα βουνά και στα ρυάκια σκορπώντας στην πλάση τις μελωδίες του σουραυλιού του. Αυτός πρώτος είχε φτιάξει τη σύριγγα, δηλαδή το σουραύλι. Μια ιστορία λέει ότι το έφτιαξε μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να κατακτήσει την όμορφη Νύμφη Σύριγγα. Καθώς την καταδίωκε κι εκείνη προσπαθούσε να του ξεφύγει βρέθηκε μπροστά στον ποταμό Λάδωνα. Η Σύριγγα ικέτευσε το θεό ποταμό να τη γλιτώσει κι εκείνος τη λυπήθηκε· τη στιγμή που ο Πάνας άπλωνε τα χέρια του να την πιάσει, βρέθηκε να κρατά, αντί την ωραία Νύμφη, ένα καλάμι.
Απογοητευμένος ο δύστυχος Πάνας στεκόταν δίπλα στην όχθη του ποταμού κρατώντας το καλάμι· τότε άκουσε τον ήχο του αέρα που περνά μέσα απ' αυτό. Έκοψε κι άλλα καλάμια σε διαφορετικό μήκος, τα ένωσε κλιμακωτά με κερί κι έτσι έφτιαξε τη σύριγγα. Ο Πάνας ήταν πολύ καλός μουσικός· μάγευε με τις μελωδίες του τα ζώα, τα πουλιά, τις Νύμφες του δάσους. Τα τραγούδια του έδιναν ρυθμό στα βήματα κάθε χορευτή. Κάθε στιγμή ήταν έτοιμος για χορό και για γλέντι, είτε με τις Νύμφες είτε με τη συντροφιά του Διόνυσου.
Πάντα στο ένα χέρι του κρατούσε τη σύριγγα, που γι' αυτό λέγεται "αυλός του Πανός" και στο άλλο συνήθως μια γκλίτσα. Ο Πάνας ήταν θεός των τσομπάνηδων. Αυτόν θεωρούσαν ως προστάτη τους οι βοσκοί, αλλά κι όσοι μάχονταν κι αγωνίζονταν δίκαια, γιατί θεωρούσαν ότι με τη βοήθεια του Πάνα θα καταφέρουν να τρέψουν σε φυγή τους εχθρούς τους, να σπείρουν δηλαδή στους αντιπάλους τον πανικό, όπως ονομάστηκε, από το όνομα του θεού, ο φόβος που καταλαμβάνει τους ανθρώπους και που τους κάνει να βλέπουν τη φυγή ως μόνη σωτηρία.
Εκτός από τη Σύριγγα και άλλη φορά προσπάθησε ο άσχημος θεός να κατακτήσει κάποια Νύμφη. Μάταια όμως. Ούτε η Νύμφη Ηχώ, που με τη μελωδική φωνή της τον σαγήνεψε, δε θέλησε να ενωθεί με τον τραγοπόδαρο θεό. Για να την εκδικηθεί έβαλε τους προστατευόμενούς του, τους τσομπάνηδες, να επιτεθούν στην άτυχη Νύμφη. Μόνο η Νύμφη Πίτη δέχτηκε να μείνει μαζί του. Θυμωμένος όμως ο αντίζηλός του, ο Βορέας, την γκρέμισε από ένα βράχο. Η Γη τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε πεύκο. Έτσι, δυστυχώς, κι αυτός ο έρωτάς του έμεινε ανεκπλήρωτος.
Ο Πάνας ήταν γιος του αγγελιοφόρου των θεών, του Ερμή. Σ' ένα υπέροχο μέρος της Αρκαδίας έβοσκε τα πρόβατα ενός θνητού ο φτερωτός θεός· ανάμεσα στις ομορφιές της φύσης διέκρινε την ομορφιά της ΝύμφηςΔρυόπης και την ερωτεύτηκε. Κατάφερε να την κάνει δική του και σύντομα η Νύμφη γέννησε τον καρπό του έρωτά τους.
Το παιδί που γέννησε είχε αποκρουστική όψη: τα πόδια του ήταν πόδια τράγου, το πρόσωπό του καλυπτόταν από πυκνή γενειάδα, τ' αυτιά του ήταν μυτερά και είχε δυο κέρατα στο κεφάλι ανάμεσα στ' ανακατεμένα μαλλιά του. Τρομαγμένη η Δρυόπη τράπηκε σε φυγή εγκαταλείποντας το γιο της. Ο Ερμής που τον λυπήθηκε, τον πήρε στην αγκαλιά του και τον έφερε στην κατοικία των θεών, στον Όλυμπο. Όλοι οι θεοί μόλις τον είδαν άρχισαν να γελούν γοητευμένοι από τη μορφή του και περισσότερο απ' όλους ο θεός του κεφιού, ο Διόνυσος, που με χαρά δέχτηκε να έρθει στη συντροφιά του. Κι επειδή είχαν ευχαριστηθεί οι πάντες όταν τον είδαν, τον ονόμασε Παν.
Ο Πάνας τον περισσότερο καιρό τον περνούσε στη φύση. Τριγυρνούσε ανάμεσα στα βράχια, στα βουνά και στα ρυάκια σκορπώντας στην πλάση τις μελωδίες του σουραυλιού του. Αυτός πρώτος είχε φτιάξει τη σύριγγα, δηλαδή το σουραύλι. Μια ιστορία λέει ότι το έφτιαξε μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να κατακτήσει την όμορφη Νύμφη Σύριγγα. Καθώς την καταδίωκε κι εκείνη προσπαθούσε να του ξεφύγει βρέθηκε μπροστά στον ποταμό Λάδωνα. Η Σύριγγα ικέτευσε το θεό ποταμό να τη γλιτώσει κι εκείνος τη λυπήθηκε· τη στιγμή που ο Πάνας άπλωνε τα χέρια του να την πιάσει, βρέθηκε να κρατά, αντί την ωραία Νύμφη, ένα καλάμι.
Απογοητευμένος ο δύστυχος Πάνας στεκόταν δίπλα στην όχθη του ποταμού κρατώντας το καλάμι· τότε άκουσε τον ήχο του αέρα που περνά μέσα απ' αυτό. Έκοψε κι άλλα καλάμια σε διαφορετικό μήκος, τα ένωσε κλιμακωτά με κερί κι έτσι έφτιαξε τη σύριγγα. Ο Πάνας ήταν πολύ καλός μουσικός· μάγευε με τις μελωδίες του τα ζώα, τα πουλιά, τις Νύμφες του δάσους. Τα τραγούδια του έδιναν ρυθμό στα βήματα κάθε χορευτή. Κάθε στιγμή ήταν έτοιμος για χορό και για γλέντι, είτε με τις Νύμφες είτε με τη συντροφιά του Διόνυσου.
Πάντα στο ένα χέρι του κρατούσε τη σύριγγα, που γι' αυτό λέγεται "αυλός του Πανός" και στο άλλο συνήθως μια γκλίτσα. Ο Πάνας ήταν θεός των τσομπάνηδων. Αυτόν θεωρούσαν ως προστάτη τους οι βοσκοί, αλλά κι όσοι μάχονταν κι αγωνίζονταν δίκαια, γιατί θεωρούσαν ότι με τη βοήθεια του Πάνα θα καταφέρουν να τρέψουν σε φυγή τους εχθρούς τους, να σπείρουν δηλαδή στους αντιπάλους τον πανικό, όπως ονομάστηκε, από το όνομα του θεού, ο φόβος που καταλαμβάνει τους ανθρώπους και που τους κάνει να βλέπουν τη φυγή ως μόνη σωτηρία.
Εκτός από τη Σύριγγα και άλλη φορά προσπάθησε ο άσχημος θεός να κατακτήσει κάποια Νύμφη. Μάταια όμως. Ούτε η Νύμφη Ηχώ, που με τη μελωδική φωνή της τον σαγήνεψε, δε θέλησε να ενωθεί με τον τραγοπόδαρο θεό. Για να την εκδικηθεί έβαλε τους προστατευόμενούς του, τους τσομπάνηδες, να επιτεθούν στην άτυχη Νύμφη. Μόνο η Νύμφη Πίτη δέχτηκε να μείνει μαζί του. Θυμωμένος όμως ο αντίζηλός του, ο Βορέας, την γκρέμισε από ένα βράχο. Η Γη τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε πεύκο. Έτσι, δυστυχώς, κι αυτός ο έρωτάς του έμεινε ανεκπλήρωτος.
Πηγή: