Αεροφωτογραφία του αρχαιολογικού χώρου του Σελινούντα |
Κατά
την περίοδο που οι Έλληνες αποίκιζαν την ανατολική ακτή της
Σικελίας (τέλος 8ου αι. π.Χ.) οι Φοίνικες διατηρούσαν τα δικά
τους «εμπορεία» (εμπορικούς σταθμούς) στο δυτικό τμήμα της.
Φαίνεται ότι η Πάνορμος (σημερ. σικελική πρωτεύουσα Παλέρμο)
ήταν η παλαιότερη αποικία τους. Η Μοτύη ιδρύθηκε περί το 700
π.Χ. από τους Φοίνικες της Καρχηδόνας. Η θέση της ήταν
ιδιαίτερα στρατηγική και καλά προστατευμένη, έχοντας ιδρυθεί σε
μια νησίδα κοντά στη σικελική ακτή. Ταυτόχρονα οι Καρχηδόνιοι
ίδρυσαν τα «εμπορεία» της Μαζάρας και της Μακάρας στη
νοτιοδυτική ακτή, των οποίων η φοινικική προέλευση έχει
εξακριβωθεί από τις χαναανικές ονομασίες τους και από την
αρχαιολογία. Η Μακάρα ιδρύθηκε μάλλον στη θέση κάποιας
παλαιότερης Μινωικής ναυτικής βάσης, επειδή οι Έλληνες την
αποκαλούσαν «Μινώα» και αργότερα ‘Ηράκλεια Μινώα’ ή απλά
‘Ηράκλεια’. Τέλος, Ιταλοί αρχαιολόγοι έχουν υποθέσει ότι η
μεταγενέστερη πόλη των Ιμεραίων Θερμών, την οποία ίδρυσαν οι
Καρχηδόνιοι μετά την καταστροφή της Ιμέρας (τέλος 5ου αιώνα
π.Χ.), προϋπήρχε ως φοινικική αποικία πριν την ίδρυση της
τελευταίας.
Το
δυτικό τμήμα της Σικελίας δεν ήταν άγνωστο στους Έλληνες και
γενικά στους κατοίκους του Αιγαίου. Κύριοι κάτοικοι της
περιοχής και πιστοί σύμμαχοι των Φοινίκων ήταν οι Έλυμοι, λαός
ο οποίος είχε από νωρίς εμπορικές και πολιτισμικές συναλλαγές
με τους Έλληνες. Θεωρείται μάλιστα ότι η εθνογένεση της
ελυμικής εθνότητας και η οργάνωση της σε πόλεις-κράτη οφείλεται
στη φοινικική και την ελληνική επίδραση σε ένα τμήμα του
ευρύτερου λαού των Σικανών, ενδεχομένως δε και στην εγκατάσταση
Μικρασιατών προσφύγων στο έδαφος τους. Οι Έλληνες, οι οποίοι
είχαν εκτοπίσει τους Φοίνικες από την υπόλοιπη Σικελία, δεν
άργησαν να εμφανιστούν ως άποικοι και στη δυτική περιοχή της.
Το 648 π.Χ. «εγκαινίασαν» έναν έντονο γεωστρατηγικό ανταγωνισμό
με τους δεύτερους όταν πλησίασαν επικίνδυνα τις τελευταίες
εγκαταστάσεις τους στο νησί ιδρύοντας κοντά σε αυτές την Ιμέρα
(κοινή αποικία Χαλκιδαίων και Συρακουσίων). Οι Καρχηδόνιοι
αναγκάστηκαν να εκκενώσουν το «εμπόρειο» τους στις Θέρμες, κατά
το πιθανότερο μετά από επίθεση των Ιμεραίων.
Περί
το 628 π.Χ. οι περισσότεροι Μεγαρείς οι οποίοι έναν αιώνα
νωρίτερα είχαν ιδρύσει τα Υβλαία Μέγαρα στην ανατολική Σικελία
(727 π.Χ.), εγκατέλειψαν την αποικία τους η οποία δεν
ευδοκίμησε και ίδρυσαν τον Σελινούντα στο δυτικό τμήμα της
νήσου. Ο Σελινούς έμελε να εξελιχθεί σε μία από τις
λαμπρότερες ελληνικές πόλεις της μεγαλονήσου. Τους αποίκους
ενίσχυσαν Μεγαρείς από τη μητρόπολη οι οποίοι έδωσαν και τον
οικιστή Πάμιλλο. Η ενέργεια τους υπήρξε παράτολμη επειδή
εγκαταστάθηκαν εντός της περιοχής καρχηδονιακής επιρροής.
Εντούτοις, οι Καρχηδόνιοι έχασαν σύντομα τις δύο γειτονικές
στον Σελινούντα αποικίες τους, Μαζάρα και Μακάρα. Σε λίγο οι
δύο πολίχνες εμφανίζονται ως «εμπορεία» του Σελινούντα γι’ αυτό
θεωρείται πιθανό ότι η ελληνική πόλη τις κατέκτησε με πόλεμο.
Τότε οι Σελινούντιοι μετονόμασαν τη Μακάρα σε «Μινώα». Αργότερα
η Μινώα καταλήφθηκε από Λακεδαιμόνιους αποίκους και τότε
μετονομάσθηκε σε ‘Ηράκλεια Μινώα’.
Η
εξήγηση της διαρκούς υποχώρησης των Φοινίκων έναντι των Ελλήνων
αποίκων στη Σικελία αλλά και στις περισσότερες μεσογειακές
ακτές εντοπίζεται στην αριθμητική βαρύτητα των δεύτερων έναντι
των πρώτων. Όπως έχει υπολογιστεί, οι μητροπολιτικοί Φοίνικες
(της Συρίας) αριθμούσαν περίπου 200.000 κατά τον 8ο αιώνα
π.Χ., ενώ την ίδια εποχή οι ελληνικοί πληθυσμοί ανέρχονταν σε
αρκετά εκατομμύρια. Μάλιστα οι Φοίνικες προσπαθούσαν να
ενισχύσουν τον αριθμό των αποίκων τους ανά τη Μεσόγειο,
συμπληρώνοντας τις αποστολές με Αραμαίους, Ισραηλίτες, Αμορρίτες
και άλλους Σημίτες συγγενείς τους, επίσης και με Φιλισταιους.
Αντιθέτως, οι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν αλλοεθνείς αποίκους με
την εξαίρεση των πόλεων της Ιωνίας οι οποίες ενσωμάτωναν
ενίοτε Κάρες και Λυδούς στις αποικιστικές εκστρατείες τους.
Κιονοστοιχία στον Σελινούντα.
–
Η
πλειοψηφία των αρχαϊκών φοινικικών αποικιών ήταν απλά «εμπορεία»
με μερικές δεκάδες ή το πολύ εκατοντάδες κατοίκους. Αντίθετα,
οι νεοϊδρυθείσες ελληνικές αποικίες ήταν εκτεταμένες
εγκαταστάσεις με εκατοντάδες ή χιλιάδες κατοίκους. Μπροστά σε
αυτόν τον ιδιαίτερα αρνητικό συσχετισμό, οι Φοίνικες
υποχρεώνονταν να εκκενώσουν την οποιαδήποτε αποικία τους όταν
ιδρυόταν πλησίον της κάποια ελληνική (μόνο αργότερα οι
Καρχηδόνιοι [άποικοι της φοινικικής Τύρου] ανέτρεψαν αυτή την
κατάσταση, καθιστάμενοι οι υπερασπιστές των φοινικικών αποικιών
της Δυτικής Μεσογείου έναντι των Ελλήνων και Ετρούσκων).
Εντούτοις, κατά την αρχαϊκή εποχή υπήρξε αντίδραση στην
ελληνική επέκταση στη Δυτική Σικελία από τους τοπικούς Φοίνικες
αποίκους. Λίγο μετά την ίδρυση της Ιμέρας, η φοινικική
Πάνορμος ίδρυσε την πόλη του Σολούντα στην ενδιάμεση
διαμφισβητούμενη περιοχή με την πρώτη, ως πρόφραγμα έναντι της
ελληνικής επιθετικότητας. Εξάλλου, οι εναπομείνασες φοινικικές
πόλεις (Μοτύη, Πάνορμος και Σολόεις ή Σολούς) ενισχύθηκαν
πληθυσμιακά με τους πρόσφυγες από τις απολεσθείσες αποικίες
τους ενώ οι ελυμικές πόλεις-κράτη Έρυξ και Έγεστα (ή Σεγεστα)
τέθηκαν υπό καρχηδονιακή στρατιωτική προάσπιση.
Οι
Σελινούντιοι συνέχισαν την κατακτητική πορεία τους συγκρουόμενοι
με τους Εγεσταίους. Οι Έλληνες άποικοι προσπαθούσαν να
υποτάξουν την Έγεστα προκειμένου να βρουν εδαφική διέξοδο στη
βόρεια σικελική ακτή, κάτι το οποίο θα εξυπηρετούσε πολύ τις
εμπορικές συναλλαγές τους με την Ετρουρία και την Ισπανία. Οι
Σελινούντιοι σκόπευαν να ιδρύσουν αποικία στον κόλπο του
Καστελαμάρε, το προστατευμένο λιμάνι της οποίας θα εξυπηρετούσε
τον αναφερόμενο σκοπό. Μερικές δεκαετίες αργότερα, οι Γελώοι
και οι Ακραγαντίνοι είχαν τους ίδιους σκοπούς για εδαφική
διέξοδο στη βόρεια ακτή, οδηγώντας την κατακτητική προσπάθεια
τους προς τη Ζάγκλη και την Ιμέρα αντιστοίχως, τις οποίες
κατόρθωσαν να κατακτήσουν το 493 και το 484 π.Χ. αντιστοίχως.
Οι Σελινούντιοι συνάντησαν την επίμονη αντίσταση των Εγεσταίων
οι οποίοι είχαν ενισχυθεί από τους Φοίνικες συμμάχους τους.
Τοπογραφικό διάγραμμα του Σελινούντα. Στα νότια διακρίνεται η ακρόπολη και στα βόρεια η αγορά.
–
Ταυτοχρόνως oι Σελινουντιοι διεκδικούσαν τη νότια περιοχή της
νήσου μεταξύ των ποταμών Αλύκου και νοτίου Ιμέρα, η οποία
αποτελούσε σφαίρα επιρροής της Γέλας. Το 583 π.Χ. οι Γελώοι
τερμάτισαν τη διεκδίκηση των Σελινουντίων, ιδρύοντας στην
αμφισβητούμενη περιοχή τον ισχυρό Ακράγαντα. Κατά το πιθανότερο
επήλθε κάποιος συμβιβασμός ανάμεσα στον Σελινούντα και τους
Ροδίους κυρίαρχους της Γέλας και του Ακράγαντα. Οι Σελινούντιοι
παραιτήθηκαν οριστικά από τη διεκδίκηση των διαμφισβητουμένων
εδαφών με αντάλλαγμα την ενίσχυση τους από Δωριείς αποίκους
(όπως ήταν και οι ίδιοι), προερχόμενους από τη Ρόδο και τη
μικρασιατική πόλη Κνίδο, οι οποίοι έφθασαν στη δυτική Σικελία
μέσω της Γέλας το 580 π.Χ. Η κεραμική του Σελινούντα δείχνει
ότι η πόλη είχε σχέσεις με τη Ρόδο και ίσως ένα μέρος του
πληθυσμού του είχε ροδιακή καταγωγή.
–
ΠΗΓΕΣ
(1) Διόδωρος ο Σικελιώτης : ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ
(2) Ηρόδοτος: ΙΣΤΟΡΙΑΙ
(3) IΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Εκδοτική Αθηνών 1970 κ.ε.
Πηγή: