Ο Νάννος κάλεσε και τους Έλληνες στο συμπόσιο, χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες της πρόσκλησης. Ο βασιλέας έδωσε ένα κύπελο με νερό στην κόρη του, ζητώντας της να το προσφέρει στον άνδρα που ήθελε ως σύζυγο. Η Γύπτις προσπέρασε αδιάφορα τους Λίγυρες μνηστήρες και προσέφερε το κύπελο στον Πρώτη. Ο Νάννος έκανε τον Φωκαέα γαμβρό του και του προσέφερε μέρος της χώρας του για την ίδρυση της νέας πόλης, της Μασσαλίας. Πίσω από τη ρομαντική αφήγηση του Τρώγου, κρύβεται η ιστορική πραγματικότητα: Φαίνεται ότι επήλθε κάποια συμφωνία ανάμεσα σε Έλληνες και Λίγυρες για παραχώρηση εδαφών, η οποία επισφραγίστηκε με τον γάμο του Φωκαέα οικιστή με την κόρη του Σεγόβριγα βασιλέα. Αμφότεροι ωφελούνταν. Οι Έλληνες βρήκαν έδαφος για εγκατάσταση ενώ οι Σεγόβριγες απέκτησαν έναν ισχυρό στρατιωτικά σύμμαχο για τους πολέμους τους εναντίον των γειτονικών φυλων. Ο αρχικός οικισμός της Μασσαλίας γιγαντωνόταν με το πέρασμα του χρόνου, αφαιρώντας όλο και περισσότερα εδάφη από τους ιθαγενείς, απειλώντας πλέον την ύπαρξη τους. Ο διάδοχος του Νάννου, Κομανός, θέλησε να ανατρέψει την κατάσταση. Οι Μασσαλιώτες δεν εμπιστεύονταν τους Λίγυρες και τους επέτρεπαν να εισέρχονται στην πόλη μόνο μετά τον αφοπλισμό τους στις πύλες της. Ο Κομανός σκέφθηκε να κατακτήσει την πόλη με προδοσία, κατά την μεγάλη ελληνική εορτή των Ανθεστηρίων. Σύμφωνα με το σχέδιο του –μια παραλλαγή του ομηρικού επεισοδίου του Δουρείου Ίππου- μια ομάδα οπλισμένων Λιγύρων θα κρύβονταν κάτω από τις φυλλωσιές των αρμάτων της εορταστικής παρέλασης που θα εισερχόταν στην πόλη και θα περίμενε να νυχτώσει. Τη νύκτα θα άνοιγε τις πύλες της Μασσαλίας προκειμένου να εισβάλει σε αυτήν ο σεγοβριγικός στρατός που θα περίμενε κρυμμένος στα γειτονικά υψώματα. Για καλή τύχη των Ελλήνων, μια γυναίκα των γηγενών αποκάλυψε στον Μασσαλιώτη εραστή της το λιγυρικό σχέδιο και αυτός ενημέρωσε αμέσως τις αρχές. Την ημέρα των Ανθεστηρίων οι Έλληνες ήταν προετοιμασμένοι. Επιτέθηκαν πρώτοι στους Λίγυρες και σφαγίασαν τον Κομανό μαζί με 7.000 άνδρες του, σχεδόν το σύνολο των μαχίμων του. Η φυλή των Σεγοβρίγων σχεδόν εξολοθρεύθηκε και οι επιζώντες κατέστησαν υπήκοοοι της Μασσαλίας. Δεν μπορεί να διευκρινισθεί αν το επεισόδιο της ημέρας των Ανθεστηρίων είναι πραγματικό ή μυθικό. Το βέβαιο είναι ότι η διαρκής επέκταση των Ελλήνων αποίκων επέφερε τον ολοκληρωτικό πόλεμο με τους Λίγυρες. Τελικά οι Μασσαλιώτες, παρότι αρκετά λιγότεροι σε αριθμό, νίκησαν συντριπτικά τους εντόπιους χάρη στον ανώτερο πολεμικό εξοπλισμό και τακτικές τους. Η εκμηδένιση των Σεγοβρίγων πρέπει να θεωρείται πραγματικότητα: δεν μπορούσε να υπάρξει παρά μονο ένας λαός στην περιοχή γύρω από τη Μασσαλία. Μετά την απόπειρα του Κομανού, η στάση των Μασσαλιωτών άλλαξε. Η κοινωνία τους έγινε κλειστή, στιβαρή και σημαντικά στρατικοποιημένη. Οι άλλοι Έλληνες έμποροι και ναυτικοί που έφταναν στον Λακυδόνα, το λιμάνι της Μασσαλίας, παρατήρησαν ότι οι Μασσαλιώτες ήταν μονίμως αγέλαστοι, σοβαροί και αυστηροί. Ο μικρός στρατός τους ισχυροποιήθηκε χάρις στα συνεχή γυμνάσια ενώ το ναυτικό τους εξελίχθηκε σε ένα από τα καλύτερα της Μεσογείου. Η ανάπτυξη της Μασσαλίας υπήρξε ραγδαία. Μετέτρεψε τους γειτονικούς λιγυρικούς πληθυσμούς σε υποτελείς της ενώ προσάρτησε στο κράτος της και την γειτονική ελληνική Ηράκλεια-Μαστράβαλα (περί το 520 π.Χ.). Ίδρυσε πολλές δικές της αποικίες, «διοχετεύοντας» σε αυτές τους νέους Φωκαείς και άλλους Έλληνες αποίκους που έφθαναν στο λιμάνι της. Φημισμένες σύγχρονες γαλλικές και ισπανικές πόλεις ιδρύθηκαν ως μασσαλιώτικες ή φωκαϊκές αποικίες. Στη Γαλλία η Νις (αρχ. Νίκαια), η Αντίμπ (αρχ. Αντίπολη), η Αρλ (Θηλίνη), η Αβινιόν (Αυενιών), η Αγκντ (Τύχη Αγαθή), το Μονακό (Μονοίκου Ηρακλέους Λιμήν), το Σεν-Τροπέ (Αθηνόπολις), οι Κάννες (με το ίδιο όνομα) και στην Ισπανία η Βαρκελώνη (Καλλίπολις), η Αλικάντε (Άκρα Λευκή) και ενδεχομένως η Βαλένθια και η Έλτσε (Ιλικιάς ή Ελίκη;) είναι μερικές από αυτές. Άλλες σημαντικές ελληνικές πόλεις των ίδιων ακτών ήταν ο Ταυρόεις, η Ολβία, το Εμπορείο, η Ρόδη, η Ζακανθα, η Αλωνίς, η Θηλίνη, το Περγάντιο και το Ημεροσκόπειο. Οι Μασσαλιώτες απέκρουσαν τις επιθέσεις από θαλάσσης των Ετρούσκων, των Καρχηδονίων και των Λιγύρων πειρατών, κερδίζοντας πολλές νίκες. Η ναυτική δύναμη της Μασσαλίας ήταν τέτοια ώστε περιόρισε το πανίσχυρο καρχηδονιακό ναυτικό στην θαλάσσια περιοχή νοτίως των Βαλεαρίδων νήσων και έθεσε υπό τον έλεγχο της ολόκληρη την ακτή από το σύγχρονο Αλικάντε της Ισπανίας έως την Γένουα της Ιταλίας (η οποία ήταν Ετρουσκική αποικία). Το μασσαλιώτικο κράτος περιελάμβανε τους περισσότερους από τους 80-100.000 συνολικά Έλληνες της Απώτατης Δύσης, είχε υπό τον άμεσο έλεγχο του μια έκταση περίπου 3-4.000 τετρ. Χμ. (όση είχε το κλασικό αθηναϊκό κράτος μαζί με τα νησιά Ίμβρο, Λήμνο και Σκύρο), ενώ η πολιτική επιρροή του εκτεινόταν σε άλλα 8-9.000 τετρ. Χμ. εδαφών των ιθαγενών. Όπως φαίνεται οι μόνες άλλες ελληνικές πόλεις της Απώτατης Δύσης που ήταν ανεξάρτητες από τη Μασσαλία αλλά μόνο κατά διαστήματα ήταν το Εμπορείο, η Θηλίνη, η Ρόδη των Ροδίων, η Ζακανθα και η Νίκαια. Το άστυ της κλασσικής Μασσαλίας (5ος-4ος αιώνες π.Χ.) είχε πληθυσμό 40.000-50.000 κατοίκων, ίσο με αυτόν των σύγχρονων του πολεοδομικών ενότητων Αθηνών-Μακρών Τειχών-Πειραιώς και Κορίνθου-(κορινθιακών) Μακρών Τειχών-Λεχαίου. Ο μασσαλιώτικος στρατός αποτελείτο από Έλληνες οπλίτες και Γαλάτες και Λίγυρες ελαφρά οπλισμένους υποτελείς και μισθοφόρους. Περίφημο ήταν το μασσαλιώτικο ιππικό, στο οποίο οι Ρωμαίοι απένειμαν τα εύσημα για την προσφορά του κατά τον Β΄ καρχηδονιακό πόλεμο στην περιοχή του Ροδανού. Ακόμη πιο ισχυρό ήταν το ναυτικό της Μασσαλίας, αποτελούμενο αρχικά από πεντηκοντόρους και διήρεις και αργότερα από τριήρεις, ενδεχομένως και πεντήρεις κατά την ελληνιστική περίοδο. Η Μασσαλία διατηρούσε σημαντική βιομηχανία παραγωγής όπλων λόγω της στρατικοποίησης της, αρκετά από τα οποία εξήγε στους Γαλάτες της ενδοχώρας.
Το δυστύχημα για την Μασσαλία ήταν ότι η ιστορία της γράφτηκε κυρίως από Λατίνους συγγραφείς. Η πόλη ήταν μακρινή για τους μητροπολιτικούς Έλληνες. Έτσι οι ρωμαιοκεντρικοί και υπερπατριώτες Ρωμαίοι συγγραφείς (ανάμεσα τους και ο Έλληνας Πολύβιος), αγνόησαν σημαντικά την ιστορία της ή μείωσαν σε αρκετές περιπτώσεις τη συνεισφορά της στις μεταγενέστερες ρωμαϊκές επιτυχίες, π.χ. τον σημαντικό ρόλο του μασσαλιώτικου ναυτικού στη νίκη του ρωμαϊκού στόλου επί του καρχηδονιακού στις εκβολές του ποταμού Ίβηρα (217 π.Χ.) κατά την εκτίμηση Γάλλων ιστορικών. Όπως γράφει ενας Αγγλος ιστορικός: «Η Ιστορία της Μασσαλίας εμφανίζεται στον σύγχρονο κόσμο όπως η κορυφή ενός παγόβουνου που ξεπροβάλει πάνω από τα κύματα. Είμαστε πεπεισμένοι ότι υπάρχει (η άγνωστη Ιστορία της) αλλά η πρόσβαση σε αυτήν είναι σχεδόν αδύνατη. Αυτό είναι το μυστήριο της Μασσαλίας. Η Μασσαλία είναι ο λησμονημένος Κολοσσός».
Πηγή:
periklisdeligiannis.wordpress.com