Για τους Έλληνες το όντως ΟΝ [=αυτό που Είναι] εστί νοητός Νους νοητικού Νοός, ή απλά ένας Νους που νοεί τον εαυτό του – «νόηση νοήσεως νόηση» όπως λέγει ο Αριστοτέλης στα «Περί της Πρώτης Φιλοσοφίας» [Μετά τα Φυσικά] έργο του.
Εν ολίγης το μόνο που «ΕΙΝΑΙ» [«αιώνιο υπερ-χρονικό υπάρχει»]
είναι το τρισυπόστατο όντως ΟΝ, το τρισυπόστατο ΟΝ που είναι μονάχο του
! Ένα, μόνο του και μέσα του !! Ένα νοητό σύμπαν ή ιδεατό ζωντανό ΟΝ
που εμπεριέχει και εμπεριέχεται από ένα νοητικό Σύμπαν ή αλλιώς
δημιουργό και ταυτόχρονα πατέρα νοητικό Νου που με την ουσία του και την
ενέργειά του υποστασιοποιεί κατά είδος ένα αισθητό Σύμπαν.
Η κάθε «ύπαρξη» – Ον – εντελέχεια – είδος αρχίζει να υφίσταται από τη στιγμή που ένα από τα «σπερματοζωάρια» του «Δύνασθε – ΕΙΝΑΙ» [ιδεατό ζωντανό ΟΝ – Φάνης] «γονιμοποιεί» ένα από τα ωάρια του νοητικού Νοός [Ζευς – Δίας]. Ουσιαστικά δηλαδή το «Είναι» διαθέτει Νόηση και διέπετε από αυτήν. Το «Είναι» σκέπτεται και ενεργεί τον ίδιο του τον εαυτό. Άλλωστε και ο Πλάτων στον «Σοφιστή» όταν αναφέρεται στο «καθ ΄ ολοκληρία ΟΝ – παντελώς ΟΝ»
λέγει ότι αν είναι σεμνό και τίμιο το όντως ΟΝ, εκεί βρίσκεται ο
πρωταρχικός Νους, γιατί δεν επιτρέπεται αυτό να μένει ακίνητο, σεμνό και
άγιο, χωρίς να έχει νου. Αν όμως ο νους υπάρχει μέσα στο παντελώς ΟΝ,
κινείται οπωσδήποτε ο νους, γιατί δεν είναι δυνατόν ούτε χωρίς κίνηση
ούτε χωρίς στάση να λάβει ποτέ υπόσταση ο νους. Αν όμως ο νους κινείται
και μένει σταθερός, υπάρχει τότε στο ΟΝ και ζωή και κίνηση. Τρία λοιπόν
έχουν παρουσιαστεί : η ουσία, η ζωή και ο Νους. Ο δε νους, ο οποίος
βρίσκεται υπεράνω της ψυχής και αποτελεί το σύνολο που συμπληρώνεται από
τη ζωή και την ύπαρξη, αυτός είναι ο εγκόσμιος επιμέρους νους ή
μυθολογικός Διόνυσος, διευθετεί με τρείς τρόπους τα πάντα : κατά πρώτον
φωτίζοντας με τη δύναμη της νοητικής ικανότητας όλα όσα μπορούν να
γνωρίσουν, κατά δεύτερον και τρίτον χορηγώντας τη συμμετοχή στη ζωή σε
περισσότερα και την συμμετοχή στην ουσία σε όλα όσα υπάρχει το
πρωταρχικό ΟΝ.
Δηλαδή η Ύπαρξη [=Είναι] του Όντος, δηλ. η κατ’ ενέργεια ουσία κατά τον Αριστοτέλη, άλλωστε……………..γιατί όλα όσα γίνονται, γίνονται από Ον που υπάρχει εντελέχεια……………..ἔστι γὰρ ἐξ ἐντελεχείᾳ ὄντος πάντα τὰ γιγνόμενα…………………(Βλ. Αριστοτέλης «Περί Ψυχής», 431a. 3 – 4), και φυσικά η Νόηση – ή ορθά το περιεχόμενο – ήτοι το ενόραση αντικείμενο του ενέργεια «νοητικού Νοός»
-, είναι ένα και το αυτό! Το ένα, η ύπαρξη, δηλ. η εντελέχεια – ψυχή –
είδος, υπάρχει μέσα στο άλλο, στο Νου – Νόηση, και δεν είναι δυνατόν να
αποχωριστούν, ή όπως θα έλεγε ο Παρμενίδης με την γνωστή αρχή:………....είναι το αυτό το νοείν και το είναι……………….τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι. ………..(Βλ. Παρμενίδης απ. Νο. 3. 7).
Αλλά όμως
και η ψυχή μετά από αυτά ανακαλύπτεται με αυτά. Γιατί πρέπει και η ζωή
και ο Νους, τα οποία πρώτα υπήρχαν από μόνα τους [ην καθ’ εαυτά],
να εμφανιστούν και μέσα στην ψυχή. Γιατί κάθε ψυχή είναι σύνολο
συμπληρωμένο από τη ζωή και τον νουν, αφού μετέχει και στα δύο. Έχει,
λοιπόν, λάβει «υπόσταση» ο Νους και η ζωή πριν από την ψυχή, ο ένας ως
κίνηση και στάση ταυτόχρονα, και η άλλη ως κίνηση και στάση. Και αυτές
οι τέσσερεις ενιαίες μονάδες έχουν εξυμνηθεί από τον Πλάτωνα, η ψυχή, ο
νους, η ζωή και το ΟΝ. Και όπως ακριβώς μέσα στην ψυχή υπάρχουν όλα,
επειδή μετέχει σε αυτά, έτσι και στον νου υπάρχουν τα προηγούμενα του
και στη ζωή το προηγούμενό της. Γιατί και η ζωή λέμε ότι υπάρχει και ότι
ο νους υπάρχει και ζει, γιατί κινείται και είναι μέρος της ουσίας.
Μετέχουν, λοιπόν, τα κατώτερα στις πιο συγκεντρωτικές ενώσεις. Αλλά
παντού πρέπει πριν από τα όντα τα οποία επιδέχονται συμμετοχή να
προϋπάρχουν τα αίτια τα οποία δεν επιδέχονται. Το ΟΝ λοιπόν πρωταρχικά
δεν επιδέχεται συμμετοχή. Και η ζωή που πρώτη μετέχει στο ΟΝ, δεν
επιδέχεται συμμετοχή, καθώς είναι ξεχωριστή από τον νου. Και ο
συμπληρώνεται από την ουσία και τη ζωή και δεν επιδέχεται συμμετοχή από
τις ψυχές και όσα τον ακολουθούν. Και ο νους έχει τεθεί επικεφαλής της
ψυχής, εκπέμποντας σε αυτήν τη συμμετοχή της ζωής και του Όντος, ενώ
αυτή υπάρχει πριν από τα σώματα και επιδέχεται συμμετοχή. Τελευταία
λοιπόν βαθμίδα των όντων είναι αυτή στην οποία έχουν προσκολληθεί και τα
σώματα , πρώτα τα ουράνια και μετά τα υποσελήνια μαζί με την προσθήκη
των υλικών. Η πρόοδος λοιπόν των όντων είναι αυτή, η οποία μέσα από τη
ζωή, τον νου και την ψυχή κατέληξε στην σωματική φύση. Αν είναι ανάγκη
οι υπερούσιες ενιαίες μονάδες των θεών οι οποίες έλαβαν υπόσταση από την
αιτία των πάντων που δεν επιδέχεται συμμετοχή, άλλες να δέχονται τη
συμμετοχή των πρώτων, άλλες των ενδιάμεσων και άλλες των τελευταίων,
είναι φανερό ότι άλλες θεοποιούν το μέρος των όντων που δεν επιδέχεται
συμμετοχή, άλλες τη ζωή, άλλες τον νου, άλλες την ψυχή και άλλες τα
σώματα φωτίζουν. Από τις υπερκόσμιες ενάδες των θεών έχει εξαρτηθεί ο
νους και η ψυχική δύναμη η οποία προϋπάρχει μέσα στον νου. Από όσες
μονάδες βρίσκονται υπεράνω αυτής εξαρτάται ο νους που δεν επιδέχεται
συμμετοχή και είναι νοητικός, αυτός είναι μυθολογικά ο Ζευς – Δίας. Από
τις ακόμα πιο πάνω μονάδες εξαρτάτε η αμέτοχη πρωταρχική ζωή και από τις
κορυφαίες εξαρτάται το ίδιο το πρωταρχικό και πιο θείο από τα όντα ΟΝ.
Για αυτό και ο Πλάτων στον «Παρμενίδη, 142.b» από εκεί ξεκινώντας, από το Ένα ΟΝ παράγει όλες τις βαθμίδες των θεών.
Προς επίρρωση των λόγων μας ο Πλωτίνος, στις «Εννεάδες, 5.3.5. 28 – 48», θα μας πει ότι ο Νους
και το νοητό είναι ένα, είναι το ΟΝ και το πρώτο ΟΝ, και επίσης ο
πρώτος Νους που κατέχει τα όντα ή μάλλον που ταυτίζεται με τα Όντα.
Αν όμως η νόηση και το νοητό είναι ένα, πως, λόγω τούτου, το υποκείμενο
της νόησης θα νοήσει το εαυτό του ;; Διότι η νόηση θα περιλάβει, κατά
κάποιον τρόπο, το νοητό, ή θα ταυτίζεται με το νοητό, ενώ ο Νους δεν θα
φαίνεται ακόμα ότι νοεί τον εαυτό του. Αν, όμως, νόηση και νοητό
ταυτίζονται – διότι το νοητό είναι κάποιας μορφής ενέργεια. Δεν
είναι, άλλωστε, δυνατόν ούτε κάτι χωρίς νόηση ούτε στερούμενο ζωής, ενώ
επίσης δεν είναι ζωή και σκέψη που ήρθε από έξω προς κάτι άλλο, επί
παραδείγματι σε μία πέτρα ή σε κάτι άψυχο -, τότε το νοητό είναι η πρωταρχική ουσία.
Αν, πάλι, είναι ενέργεια, και μάλιστα η πρώτη και η ωραιότερη ενέργεια,
θα είναι νόηση, η ουσιώδης νόηση. Διότι είναι η κατ’ εξοχήν αληθινή. Η νόηση όμως του είδους αυτού, που είναι και πρώτη και πρωταρχικώς νοούσα, θα είναι ο πρώτος νους. Διότι ο Νους αυτός δεν είναι δυνάμει ούτε είναι αυτός ένα και η νόηση του άλλο. Κατ’ αυτό τον τρόπο, δηλαδή, ο ουσιώδης χαρακτήρας του πάλι θα ήταν δυνάμει. Αν,
λοιπόν, είναι ενέργεια και η ουσία του ενέργεια, θα ήταν ένα και το
αυτό με την ενέργεια του. Ένα όμως με την ενέργεια είναι το ΟΝ και το
νοητό. Όλα θα είναι μαζί ένα, ο Νους, η νόηση, το νοητό. Έτσι,
αν η νόηση του Νου είναι το νοητό, και το νοητό είναι αυτός, σημαίνει
ότι αυτός θα νοεί τον εαυτό του. Θα νοεί, δηλαδή, μέσω της νοήσεως, που
είναι ο ίδιος, και θα νοεί το νοητό, που είναι ο ίδιος. Άρα, και με τους
δυο τρόπους θα νοεί τον εαυτό του, στον βαθμό που η νόηση είναι ο ίδιος
και στο βαθμό που το νοητό είναι ο ίδιος, το οποίο – νοητό – το νοούσε
μέσω της νόησης που ήταν ο ίδιος.
Εξηγώντας θα
πούμε ότι : κάθε νους νοεί είτε τον εαυτό του είτε το προηγούμενό του.
Αν νοεί το επόμενό του, τότε, ενώ είναι νους θα στραφεί στο κατώτερό
του. Και έτσι δεν θα γνωρίσει αυτό ακριβώς, προς το οποίο στράφηκε,
επειδή ο ίδιος δεν βρίσκεται μέσα σε αυτό αλλά έξω από αυτό, και θα
γνωρίσει μόνο το αποτύπωμα του, το οποίο έχει δημιουργηθεί μέσα του από
εκείνο. Γιατί γνωρίζει αυτό που έχει και αυτό που έχει πάθει, όχι αυτό
που δεν έχει και αυτό από το οποίο το έχει πάθει.
Αν νοεί το
προηγούμενό του, τότε, αν το γνωρίζει μέσω της εαυτού γνώσεως, θα
γνωρίσει ταυτόχρονα τον εαυτό του και εκείνο. Αν, όμως, γνωρίζει μόνο
εκείνο, τότε, ενώ είναι Νους, θα αγνοεί τον εαυτό του. Και γενικά, αν
γνωρίζει το προηγούμενό του, τότε γνωρίζει και ότι εκείνο είναι αίτιο
και αυτά των οποίων είναι αίτιο. Γιατί, αν αγνοεί αυτά, θα αγνοεί και
εκείνο που τα παράγει με το είναι του [ουσία του], εφόσον δεν γνωρίζει αυτά που εκείνο παράγει.
Αν, όμως,
γνωρίζει αυτό στο οποίο το προηγούμενό του δίνει υπόσταση και αυτά των
οποίων είναι αίτιο, θα γνωρίζει ότι και ο εαυτό του έλαβε υπόσταση από
εκεί. Αρά σε κάθε περίπτωση, αν γνωρίζει το προηγούμενό του, θα γνωρίζει
και τον εαυτό του.
Ο νοητός
λοιπόν Νους αν γνωρίζει τον εαυτό του και αφού ο εαυτό του είναι νοητός,
τότε γνωρίζει και το νοητό του που είναι ο ίδιος. Καθένας, όμως, από
τους επόμενούς του νόες νοεί ταυτόχρονα το νοητό που βρίσκεται πριν από
αυτόν : όπερ και σημαίνει ότι και νοητό εντός του Νοός και νους εντός
του νοητού. Αλλά ο ένας είναι νους ο ίδιος με το νοητό, ενώ ο άλλος
είναι ίδιος με το νοητό που υπάρχει εντός του και δεν είναι ίδιος με το
προηγούμενό του νοητό μιας και είναι άλλο πράγμα το απλό [απόλυτο] νοητό και άλλο πράγμα το νοητό που βρίσκεται εντός αυτού που νοεί.
Μάλιστα, όπως λέγει ο Πρόκλος στην «Θεολογική στοιχείωση, θεώρημα 167» : «Πᾶς
νοῦς ἑαυτὸν νοεῖ· ἀλλ᾽ ὁ μὲν πρώτιστος ἑαυτὸν μόνον, καὶ ἓν κατ᾽
ἀριθμὸν ἐν τούτῳ νοῦς καὶ νοητόν· ἕκαστος δὲ τῶν ἐφεξῆς ἑαυτὸν ἅμα καὶ
τὰ πρὸ αὐτοῦ, καὶ νοητόν ἐστι τούτῳ τὸ μὲν ὅ ἐστι, τὸ δὲ ἀφ᾽ οὗ ἐστιν – κάθε
νους νοεί τον εαυτό του. Αλλά ο πρωταρχικός Νους νοεί μόνο τον εαυτό
του, και σε αυτόν ο νους και το νοητό είναι ένα ως προς τον αριθμό. Κάθε
επόμενος Νόες νοεί ταυτόχρονα τον εαυτό του και τα προηγούμενά του, και
για αυτό το νοητό είναι και ο εαυτός του και αυτό από το οποίο
προέρχεται».
Όλως
φυσικός, λοιπόν, αν είναι κατ’ ενέργεια νους και νοεί τον εαυτό του που
δεν είναι διαφορετικός από το αντικείμενο της νόησής του, τότε γνωρίζει
τον εαυτό του, όταν νοεί, και γνωρίζοντας τον εαυτό του, όταν ορά,
γνωρίζει ότι είναι νους κατ’ ενέργεια. Και γνωρίζοντας αυτό, γνωρίζει
ότι νοεί και όχι μόνο αυτά που νοεί. Άρα γνωρίζει ταυτόχρονα και τα δύο,
και το νοητό και ότι νοεί το νοητό και νοείται από τον εαυτό του ο
οποίος νοεί : έτσι, κατά πως λέγει ο Πρόκλος στην «Θεολογική στοιχείωση, θεώρημα 168» : «Πᾶς νοῦς κατ᾽ ἐνέργειαν οἶδεν ὅτι νοεῖ· καὶ οὐκ ἄλλου μὲν ἴδιον τὸ νοεῖν, ἄλλου δὲ τὸ νοεῖν ὅτι νοεῖ – κάθε
κατ’ ενέργεια νους (δηλ κατά την πράξη της νόησης) γνωρίζει ότι νοεί.
Και δεν είναι χαρακτηριστικό άλλου το να νοεί και άλλου το να νοεί ότι
νοεί».
Όμως, αν ο
Νους νοεί τον εαυτό του και ο νους και το νοητό ταυτίζονται, τότε και η
νόηση θα ταυτίζεται με τον νου και με το νοητό. Γιατί, καθώς η νόηση
βρίσκεται ανάμεσα σε αυτό που νοεί και σε αυτό που νοείται, τότε αν αυτά
ταυτίζονται, και η ίδια η νόηση θα ταυτίζεται και με τα δύο. Είναι
φανερό εξάλλου, ότι η ουσία του νου είναι αιώνια, μιας και υπάρχει όλη
μαζί. Και το ίδιο και η νόηση, εφόσον ταυτίζεται με την ουσία. γιατί ο
νους είναι ακίνητος και δεν μετριέται από τον χρόνο ούτε ως προς την
ουσία του ούτε ως προς την ενέργειά του. Και αν η ουσία και η ενέργεια
είναι αμετάβλητες, τότε και η δύναμη του θα είναι αιώνια. Όπερ και
σημαίνει ότι κατά πως λέγει ο Πρόκλος στην «Θεολογική στοιχείωση, θεώρημα 169» : «Πᾶς νοῦς ἐν αἰῶνι τήν τε οὐσίαν ἔχει καὶ τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἐνέργειαν – Κάθε νους έχει την ουσία, τη δύναμη και την ενέργειά του μέσα στην αιωνιότητα».
Αν, όμως,
κάθε νους εδραίωσε την ουσία του εντός του Αιώνα και αν εδραίωσε μαζί με
την ουσία του και την ενέργειά του, τότε κάθε νους θα νοήσει ταυτόχρονα
τα πάντα, ή ο πως λέγει ο Πρόκλος στην «Θεολογική στοιχείωση, θεώρημα 170» : «Πᾶς νοῦς πάντα ἅμα νοεῖ· ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἀμέθεκτος ἁπλῶς πάντα, τῶν δὲ μετ᾽ ἐκεῖνον ἕκαστος καθ᾽ ἓν πάντα – Κάθε
νους νοεί ταυτόχρονα τα πάντα. Αλλά ο αμέθεκτος Νους νοεί απλώς
[τέλεια] τα πάντα, ενώ καθένας από τους επόμενούς του νοεί τα πάντα από
μια άποψη». Όμως, «Πᾶν μὲν τὸ ἀπὸ ἀκινήτου γινόμενον αἰτίας ἀμετάβλητον ἔχει τὴν ὕπαρξιν – καθετί που παράγεται από ακίνητη αιτία είναι αμετάβλητο ως προς την ουσία του», κατά πως λέγει ο Πρόκλος στην «Θεολογική στοιχείωση, θεώρημα 76».
Ο Νους μάλιστα, είναι ακίνητος, επειδή είναι από κάθε άποψη αιώνιος και
μένει μέσα στην αιωνιότητα κατά τον στοχασμό του Πλωτίνου που στις «Εννεάδες, 3.7.3. 16 – 38» αναφερόμενος στο τι είναι ο Αιώνας μας λέγει ότι : Η
Αιωνιότητα είναι μια αμετάβλητη ζωή, που κατέχει συγχρόνως τα πάντα στο
παρόν, χωρίς να είναι στο παρελθόν το ένα και στο μέλλον το άλλο, αλλά
σαν να είναι ένα υπερ-χρονικό σημείο συγκέντρωσης όλων των κοσμικών
γραμμών που παραμένει αμετάβλητο στον εαυτό του και αναλλοίωτο στο «αεί»
παρόν. Η
αιωνιότητα είναι παρούσα ζωή που ποτέ δεν υπήρξε στο παρελθόν ούτε θα
υπάρξει στο μέλλον, αλλά πάντα είναι στο τώρα, μέσα στην άχρονη ενότητα. Η
εν τω Είναι ζωή, περί το ΟΝ, ομού πάσα, πλήρως αδιάστατη, πανταχού
παρούσα, χωρίς έκταση, μεταβολή και εξέλιξη, είναι η φύση που ζητούμε
για την αιωνιότητα». Δηλαδή, απομένει για αυτό που είναι
ΟΝ το να είναι, μέσα στο Είναι του, ότι είναι, όπερ και σημαίνει ότι η
ζωή που ανήκει σε αυτό που είναι ΟΝ και Είναι, στο σύνολό της και στην
πληρότητά της, αδιάστατη και σε κάθε σημείο : Έτσι και όλως φυσικώς
παράγει, ο Νους αυτός, με το «Είναι» του [ουσία του] όσα τυχόν παράγει κατά τον στοχασμό του Πρόκλου που στην «Θεολογική στοιχείωση, θεώρημα 26» μας λέγει ότι «Πᾶν τὸ παρακτικὸν αἴτιον ἄλλων μένον αὐτὸ ἐφ᾽ ἑαυτοῦ παράγει τὰ μετ᾽ αὐτὸ καὶ τὰ ἐφεξῆς – κάθε αίτιο που παράγει άλλα, παράγει τα επόμενα και όλα τα μεθεπόμενα μένοντας το ίδιο στον εαυτό του». Αν, όμως, είναι πάντα και αν είναι με τον ίδιο τρόπο, τότε αεί παράγει και ωσαύτως [με τον ίδιο τρόπο]. Άρα, δεν είναι αίτιος άλλοτε όντων και άλλοτε μη όντων αλλά των αεί Όντων.
Κατανοούμε λοιπόν ότι, όπως λέγει και ο Αριστοτέλης στα «Μετά τα Φυσικά του, 1072.a 19 – 1072.b 30»,
αρχή εν προκειμένω είναι η νόηση. Η κίνηση του νου προκαλείται από το
νοητόν. Το νοητόν είναι η άλλη συστοιχία, η οποία υπάρχει αυτή καθ’
αυτήν. Μέσα πάλι στην συστοιχία αυτήν, πρώτη θέση κατέχει η ουσία,
ανάμεσα δε στην ουσίαν η κατ’ ενέργεια ουσία. Δεν είναι όμως το Ένα, το
αυτό με το απλό, διότι το Ένα σημαίνει μέτρο, το δε απλό εκφράζει μια
ορισμένη κατάσταση του ίδιου του πράγματος. Η νόηση πάλιν καθ’ εαυτή,
έχει αντικείμενο της το άριστον καθ’ εαυτό, καθ’ όσον δε σε ύψιστο
βαθμό, είναι και το αντικείμενο της άριστον. Τον εαυτόν του δε σκέπτεται
ο νους, παίρνοντας μέσα ως περιεχόμενο το νοητόν. Διότι καθίσταται ο
ίδιος νοητός (ο νους) σε επαφή με το αντικείμενο του και
σκεπτόμενος αυτό, κατά τρόπον ώστε νους και νοητόν να συγχωνεύονται.
Πράγματι, εκείνο που μπορεί να πάρει μέσα του το νοητόν και την (ειδητική)
ουσία, είναι ο νους. Αλλά ο νους ενεργεί όταν κατέχει το αντικείμενο
του. Κατ’ ακολουθία, εκείνη η ενεργητική κατοχή του αντικειμένου, και
όχι η δυναμική – αποτελεί το θεϊκό στοιχείο που φαίνεται να υπάρχει στο
νου. Η δε ενεργητική ενατένιση της θεωρίας, είναι η ευχαριστότερη και
άριστη ενέργεια. Εάν λοιπόν ο θεός έχει πάντοτε μίαν ευτυχία ωσάν αυτήν
που εμείς σε στιγμές μόνον απολαμβάνουμε, είναι μια θαυμαστή ύπαρξη,
όσον δε η ευτυχία του αυτή είναι υπερτέρα, τόσο και η ύπαρξη του είναι
θαυμαστοτέρα. Πράγματι έτσι είναι. Αποτελεί δε ο θεός την βασική αρχή
της ζωής. Διότι ζωή είναι η ενέργεια του νου, εκείνος πάλιν είναι
ενέργεια. Η καθαρότατη όμως ενέργεια είναι η άριστη και αΐδιο άριστο ON.
Επομένως, η συνεχής και αιώνια χρονική διάρκεια, ανήκουν στο θεό, γιατί
αυτά ακριβώς είναι ο θεός. Συμπεράνουμε λοιπόν ότι όπως θα έλεγε και ο
Πρόκλος στην «Θεολογική στοιχείωση, θεώρημα 173» : «Πᾶς
νοῦς νοερῶς ἐστι καὶ τὰ πρὸ αὐτοῦ καὶ τὰ μετ᾽ αὐτόν· τὰ μὲν γάρ ἐστι
κατ᾽ αἰτίαν, ὅσα μετ᾽ αὐτόν, τὰ δὲ κατὰ μέθεξιν, ὅσα πρὸ αὐτοῦ· νοῦς δὲ
αὐτός ἐστι καὶ νοερὰν ἔλαχεν οὐσίαν· κατὰ τὴν ἑαυτοῦ ἄρα ὕπαρξιν
ἀφορίζει πάντα, καὶ ἃ κατ᾽ αἰτίαν ἐστὶ καὶ ἃ κατὰ μέθεξιν – κάθε
νους είναι με νοητικό τρόπο και τα προηγούμενά του και τα επόμενά του.
Γιατί είναι τα επόμενά του ως αιτία τους και είναι τα προηγούμενά του
κατά μέθεξη σε αυτά. Ο ίδιος, όμως, είναι Νους που έλαβε νοητική ουσία.
άρα προσδιορίζει τα πάντα με την ύπαρξή του, και όσα αυτός είναι ως
αιτία τους και όσα αυτός είναι μετά από μέθεξη με αυτά». Συνεπώς η
ουσία του είναι νοητική και άρα έχει με νοητικό τρόπο και τα αίτια των
πάντων. Επομένως είναι τα πάντα με νοητικό τρόπο, τόσο τα προηγούμενά
του όσο και τα επόμενά του, δηλ. έχει και τα νοητά και τα αισθητά με
νοητικό τρόπο.
Ο Πρόκλος στην «Θεολογική στοιχείωση, θεώρημα 174» λέγει πως «Πᾶς νοῦς τῷ νοεῖν ὑφίστησι τὰ μετ᾽ αὐτόν, καὶ ἡ ποίησις ἐν τῷ νοεῖν, καὶ ἡ νόησις ἐν τῷ ποιεῖν – κάθε νους δίνει υπόσταση στα επόμενά του, και η δημιουργία του είναι νόηση, και η νόηση του δημιουργία». Αν, όμως, το νοητό και ο νους ταυτίζονται όπως επίσης το «Είναι του» [η ουσία του] δημιουργεί όσα δημιουργεί, και συνάμα παράγει με το να είναι ότι είναι, τότε με την νόησή του παράγει τα παράγωγά του. Γιατί «τὸ γὰρ εἶναι καὶ τὸ νοεῖν ἓν ἄμφω», μιας και «ὁ νοῦς καὶ [πᾶν] τὸ ὂν τὸ ἐν αὐτῷ ταὐτόν». Αν, λοιπόν, δημιουργεί με το «είναι» του, και αν το «εἶναι νοεῖν ἐστι»,
τότε δημιουργεί με την το νοείν, με την νόησή του! Και βέβαια η κατ’
ενέργεια νόησή του είναι η πράξη της νόησης. Αυτή, όμως, ταυτίζεται με
το «είναι» του [ουσία του]. Και το «είναι» του [η ουσία του] είναι δημιουργία – γιατί αυτό που δημιουργεί μένοντας ακίνητο «ἐν τῷ ποιεῖν ἀεὶ ἔχει» το «είναι» του [ουσία του]. Άρα η νόηση του Νοός είναι δημιουργία.
Εν κατακλείδι όταν ο καθολικός Nους νοεί την νόηση του, ή ορθά τον ίδιον του τον εαυτό, δια του εαυτού του, «νόησις νοήσεως νόησις» λέγει ο Αριστοτέλης την Αθηνά, αυτό εστί Γένεσις, ήτοι μετάληψη της ουσίας = ιδέας = νοητό (μνήμη). Τούτω το λαμβάνει γνώσιν των Ιδεών είναι εις την ουσία του πράγματος η Γένεσις των όντων. Όμως, όπως λέγει ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες, 5.9.5. 6 – 10», αν ο νους νοεί από μόνος του και με αφετηρία τον εαυτό του, είναι ο ίδιος το αντικείμενο της νόησης του.
Διότι, αν η ουσία του ήταν άλλη και τα αντικείμενα της νόησης του
διαφορετικά από ότι αυτός, τότε η ίδια η ουσία του θα ήτο ανόητη. Και
δυνάμει, όχι ενέργεια. Συνεπώς, το ένα δεν πρέπει να χωριστεί από το άλλο. Ιδού η παρμενίδεια ταυτότητα «τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι».
Έτσι, και σύμφωνα με τον Πλωτίνο «Εννεάδες, 5.9.5. 12 – 16», είναι προφανές ότι, σαν νους που είναι, νοεί πραγματικά τα όντα και τους δίνει υπόσταση. Είναι, άρα, τα όντα. Διότι θα τα νοεί σαν να είναι κάπου αλλού είτε σαν να είναι στον εαυτό του και σαν αυτά να είναι ο εαυτός του. Άρα, τα νοεί σαν να είναι στον εαυτό του και σαν αυτά να είναι ο εαυτός του.
Δηλαδή ο Νους νοεί πραγματικά τα όντα, όχι σαν αυτά να ήταν κάπου αλλού. Διότι δεν είναι ούτε πριν από αυτόν ούτε μετά από αυτόν. Μοιάζει σαν να είναι ο πρώτος νομοθέτης ή μάλλον ο ίδιος ο νόμος του Είναι. Άρα
είναι σωστό ότι «η νόηση ταυτίζεται με το είναι» και ότι «η γνώση των
άυλων πραγμάτων ταυτίζεται με το αντικείμενο της» και ότι «διερεύνησα
τον εαυτό μου» ως ένα των όντων. Το ίδιο και οι
αναμνήσεις. Διότι κανένα από τα όντα δεν είναι έξω ούτε σε τόπο, αλλά
παραμένουν πάντοτε στον εαυτό τους ανεπίδεκτα μεταβολής ή φθοράς. Για
τούτο και είναι όντως όντα.
[Βλ. Πλωτίνος στις «Εννεάδες, 5.9.5. 24 – 34»].
Άρα, όπως λέγει ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες, 5.9.6 1-3», θα
δεχτούμε ότι ο νους είναι τα όντα, κατέχοντας τα όλα όχι σαν αυτά,
ευρισκόμενα σε εκείνον, να βρίσκονται σε τόπο, αλλά σαν να κατέχει τον
εαυτό του και να είναι ένα από αυτά. «Όλα τα πράγματα είναι μαζί εκεί και εξίσου διαχωρισμένα».
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι αν η νόηση έχει αντικείμενο αυτό που ενυπάρχει στο νου, εκείνο είναι ενυπάρχουσα μορφή. Κι αυτό είναι η Ιδέα. Τι είναι τούτο δηλ. ;; Νους και νοητή ουσία με κάθε μία Ιδέα όχι διαφορετική από τον νου, αλλά κάθε μία είναι νους. Κι ο νους ως όλον είναι όλες οι μορφές και κάθε ξεχωριστεί μορφή είναι ένας ξεχωριστός νους,
όπως η γνώση ως όλον είναι το σύνολο των θεωρημάτων της, αλλά κάθε
θεώρημα είναι μέρος του όλου όχι σαν να είναι διαχωρισμένο τοπικά, αλλά
σαν να έχει την ιδιαίτερη δύναμη του μέσα στο όλον. Ο Νους αυτός,
λοιπόν, είναι στον εαυτό του και, κατέχοντας τον εαυτό του εν ηρεμία,
είναι αιώνια κόρος. Αν ο νους συλλαμβάνονταν ως πρότερος του όντως,
έπρεπε να πούμε ότι ο νους κατά την εκδήλωση της ενέργειας και της
νόησης του τελειοποιεί και γεννά τα όντα. Επειδή, όμως, είναι αναγκαίο
να συλλαμβάνουμε το Ον ως πρότερο του νου, πρέπει να δεχτούμε ότι τα
όντα είναι τοποθετημένα μέσα στον νουν υποκείμενο, ενώ η ενέργεια και η
νόηση βρίσκονται στα όντα, για να μπορούν να έχουν τα ίδια τον νου
ενιαίο ως ενέργεια τους. Είναι, όμως, και το Ον ενέργεια. Άρα, και τα δυο έχουν μια ενέργεια ή μάλλον και τα δυο είναι ένα. Άρα, Ον και Νους είναι μια φύση. Για
αυτό είναι και τα όντα και η ενέργεια του όντος και ο νους του είδους
αυτού. Και οι νοήσεις που εκδηλώνονται έτσι είναι η μορφή και το σχήμα
του όντος και η ενέργεια του. [Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδες, 5.9.8. 1 -19»].
Έτσι καταλαβαίνουμε ότι, όπως λέγει ο Αριστοτέλης στο «Περί ψυχής, 431.b 21 – 432.a 3», «η
ψυχή είναι σχεδόν τα όντα. Γιατί όλα τα όντα είναι ή αισθητά ή νοητά,
και η μεν επιστήμη είναι σχεδόν τα νοητά, η δε αίσθηση τα αισθητά.
Πρέπει να εξετάσουμε πως γίνεται αυτό. Χωρίζεται λοιπόν η επιστήμη και η
αίσθηση στα αντικείμενα, η δυνάμει επιστήμη και αίσθηση σε δυνάμεις, η
εντελέχεια σε εντελέχειες. Το αισθητικό και το επιστημονικό
μέρος της ψυχής είναι δυνάμει αυτά τα αντικείμενα, το ένα το επιστητό,
το άλλο αισθητό. Κατ’ ανάγκη επομένως η ψυχή είναι ή τα ίδια τα πράγματα
ή τα είδει αυτών. Αυτά μεν τα πράγματα δεν είναι η ψυχή, γιατί
στην ψυχή δεν υπάρχει ο λίθος αλλά το είδος του λίθου. Ώστε η ψυχή
είναι όπως το χέρι. Γιατί και το χέρι είναι όργανο των άλλων οργάνων,
και ο νους εξάλλου είναι το είδος των ειδών, και η αίσθηση το είδος των αισθητών».
Έτσι συμπεραίνομαι ότι δεδομένου
ότι ο Κόσμος τούτος είναι ένα ζωντανό πλάσμα που περιέχει όλα τα
ζωντανά πλάσματα και αντλεί την ύπαρξη του και τη συγκεκριμένου είδους
ύπαρξη του από κάτι άλλο, και η προέλευση αυτού του άλλου από το οποίο
αντλεί ανάγεται στον Νουν, το αρχέτυπο του στο σύνολο του πρέπει να
είναι στον Νουν, και ο Νους αυτός πρέπει να είναι ένα νοητός Κόσμος, ο
οποίος, λέγει ο Πλάτων, υπάρχει «στο ζωντανό πλάσμα καθαυτό». [Πλωτίνος «Εννεάδες, 5.9.9. 3 – 8»].
Άρα, λοιπόν, όπως λέγει ο Πλωτίνος, στις «Εννεάδες, 5.9.10. 1 – 2», όσα πράγματα, λοιπόν, υπάρχουν ως μορφές στον αισθητό κόσμο έρχονται από τον νοητό κόσμο. Δηλαδή, όπως ένας λόγος που προφέρεται είναι εικόνα το λόγου που βρίσκεται μέσα στην ψυχή, έτσι και η ίδια η ψυχή είναι ο λόγος του νου, η σύνολη ενέργεια του και η ζωή που παρέχει προς τα έξω για την δημιουργία μιας άλλης υπόστασης. [Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδες, 5.1.3. 7 – 9»]
Έτσι,
προερχόμενη, από τον Νουν, η ψυχή είναι νοητή, και ο νους της έγκειται
στους λογισμού της, ενώ και η τελειότητα της πάλι προέρχεται από τον
Νουν, σαν πατέρα που ανατρέφει το παιδί του το οποίο γέννησε και το
οποίον σε σύγκριση με τον ίδιο τον πατέρα δεν είναι τέλειο. Η υπόσταση, λοιπόν, της Ψυχής οφείλεται στον Νουν και η λογική της έκφραση αποβαίνει ενέργεια με το να βλέπει τον Νουν. [Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδες, 5.1.3. 12 – 16»,]
Ο
Παρμενίδης επίσης, πιο παλιά, διατύπωσε, μιαν ανάλογη γνώμη, καθόσον
ταύτισε ΟΝ και Νουν χωρίς να τοποθετήσει το ΟΝ μεταξύ των αισθητών
πραγμάτων, λέγοντας «είναι το αυτό το Νοείν και το Είναι» δηλαδή «η νόηση και η ύπαρξη είναι ένα και το αυτό». Και λέει ότι το ΟΝ τούτο είναι «ακίνητο» – μολονότι του προσθέτει την νόηση – αφαιρώντας του κάθε σωματική κίνηση, για να παραμένει αμετάβλητο, και το παρομοίασε με «όγκο σφαίρας», διότι διατηρεί τα πάντα στο κυκλικό σώμα του και διότι η νόηση δεν του είναι κάτι εξωτερικό, αλλά βρίσκεται στον ίδιο τον εαυτό του.
Αλλά ο Πλωτίνος, στις «Εννεάδες, 5.3.7. 13 – 21»λέγει ότι για
τον Νουν η ησυχία δεν είναι η έξοδος από τον Νουν – αντίθετα η ησυχία
του Νουν είναι η ενέργεια που ηρεμεί από τις άλλες δραστηριότητες.
Άλλωστε, και για τα άλλα όντα, που ησυχάζουν από τα άλλα πράγματα,
απομένει η οικεία τους ενέργεια, και μάλιστα για εκείνα που το Είναι
τους δεν είναι δυνάμει αλλά ενέργεια. Το
Είναι, λοιπόν, είναι ενέργεια, και δεν υπάρχει τίποτα προς το οποίο να
κατευθύνεται η ενέργεια. Άρα, κατευθύνεται προς τον εαυτό του και έχει
την ενέργεια του στραμμένη προς τον εαυτό του. Διότι, αν κάτι προέρχεται από αυτό είναι στον εαυτό του και κατευθύνεται προς τον εαυτό του
Όμως, ο
Νους γνωρίζει ο ίδιος τον εαυτό του χωρίς να συλλογίζεται για τον εαυτό
του. Διότι είναι πάντοτε παρών στον εαυτό του, ενώ εμείς μόνο όταν
κατευθυνόμαστε προς αυτόν. Πράγματι, η ζωή μας είναι μοιρασμένη και έχουμε πολλές ζωές, ενώ εκείνος δεν έχει καθόλου ανάγκη από άλλη ζωή ή άλλες ζωές, αλλά εκείνες τις ζωές τις παρέχει, τις παρέχει σε άλλους, όχι στον εαυτό του. [Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδες, 5.3.9. 21- 25»].
Για τούτο και αυτός ο πολλαπλός Νους, όπως λέγει ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες, 5.3.11 1 – 5»,
όταν θέλει να νοεί αυτό που είναι επέκεινα, νοεί το ίδιο εκείνο που
είναι ένα, αλλά θέλοντας να στραφεί σε αυτό σαν σε απλό εξέρχεται
συλλαμβάνοντας διαρκώς κάτι άλλο που γίνεται πολλαπλό μέσα στον εαυτό
του. Έτσι, εκκινεί μεν προς αυτό, όχι όμως ως νους αλλά ως όραση η οποία
δεν έχει ακόμα δει, παρά εξήλθε κατέχοντας αυτό που η ίδια έκανε
πολλαπλό.
Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα, κατά πως λέγει ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες, 5.4.2. 1 – 26», πως αν
ο γεννήτορας είναι Νους, το δημιούργημά του πρέπει να είναι ενδεέστερο
από τον Νου, αλλά κοντινότερο προς αυτόν και όμοιο του. Δεδομένου, όμως,
ότι ο γεννήτορας είναι επέκεινα του Νου, κατά ανάγκη το δημιούργημα του
θα είναι Νους. Αλλά γιατί ο γεννήτορας δεν είναι νους, του οποίου η
ενέργεια είναι νόηση ;; Νόηση
που βλέπει το νοητό, στρέφεται προς αυτό και λαμβάνει, θα έλεγε κανείς,
από αυτό τη συγκρότηση της, ενώ όταν τελειοποιείται, η ίδια είναι μεν
αόριστη σαν όραση, ορίζεται όμως από το νοητό. Για αυτό και ειπώθηκε ότι την αόριστη δυάδα και το ένα προκύπτουν τα είδη και οι αριθμοί. Τούτο είναι ο Νους. Για
τον λόγο αυτό ο νους δεν είναι απλός αλλά πολλά, φανερώνοντας κάποια
σύνθεση, νοητή βέβαια, και ήδη βλέπει πολλά πράγματα. Είναι, λοιπόν,,
αυτός αντικείμενο αλλά και υποκείμενο της νόησης. Για αυτό είναι ήδη δύο.
Επίσης είναι ένα διαφορετικό νοητό με το να έρχεται μετά από το ένα.
Πώς, όμως, ο νους τούτος προέρχεται από το νοητό ;; Το νοητό, το οποίο
παραμένει αφ’ εαυτού και δεν είναι ενδεές, όπως αυτό που βλέπει και νοεί
– έως ότι αυτό που νοεί είναι ενδεές σε σχέση προς τον Νουν – δεν
είναι, ωστόσο, σαν κάτι που στερείται την αίσθηση, αλλά τα πάντα ανήκουν
σε αυτό, είναι σε αυτό και μαζί με αυτό, απολύτως ικανό να διαχωρίζει
τον εαυτό του, έχοντας μέσα του ζωή, έχοντας τα πάντα μέσα του, και η
νόηση του εαυτού του είναι το ίδιο αυτό, υπάρχοντας μέσω κάποιας μορφής
συναίσθησης, δε διαρκή στάση και με μία νόηση διαφορετική από την νόηση
του Νου. Αν λοιπόν, κάτι
δημιουργείται ενόσω ο Νους παραμένει στον εαυτό του, δημιουργείται από
αυτόν όταν είναι ότι είναι στον μεγαλύτερο βαθμό. Όταν,
λοιπόν, το νοητό παραμένει «στην οικεία του κατάσταση», αυτό που
λαμβάνει γένεση, λαμβάνει γένεση ως νόηση. Όντας, λοιπόν, νόηση και
νοώντας αυτό από το οποίο προέρχεται – διότι δεν έχει άλλο – γίνεται
Νους, σαν άλλο νοητό και σαν εκείνη την αρχή, μίμηση και εικόνα της.
Δηλαδή, όπως λέει και ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες, 5.4.2. 43 – 48», το ΟΝ δεν είναι κάτι νεκρό ούτε κάτι χωρίς ζωή ή χωρίς νόηση. Ο
Νους και το ΟΝ ταυτίζονται. Διότι ο Νους δεν έχει να κάνει με πράγματα
που προϋπάρχουν αυτού – όπως η αίσθηση -, αλλά ο ίδιος ο «Νους είναι τα αντικείμενα του», εφόσον δεν λαμβάνει τις μορφές τους από κάπου αλλού. Από πού, άλλωστε ;; Αντίθετα,
είναι εδώ με τα αντικείμενα του, ένα και το αυτό με εκείνα. Και η
γνώση των χωρίς ύλη πραγμάτων είναι τα αντικείμενα του.
Έτσι,
λοιπόν, και πολύ περισσότερο ο νους είναι όλα μαζί και πάλι όχι μαζί,
διότι καθένα είναι ξεχωριστή δύναμη. Ο όλος νους, όμως, τα περιέχει όπως
το γένος τα είδη του, όπως το όλον τα μέρη του. [Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδες, 5.9.6. 7 – 10»].
Δηλαδή, κατά πως λέγει ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες, 5.1.3 7 – 9», όπως ένας λόγος που προφέρεται είναι εικόνα του λόγου που βρίσκεται μέσα στην ψυχή, έτσι και η ίδια η ψυχή είναι ο Λόγος του νου, η σύνολη ενέργεια του και η ζωή που παρέχει προς τα έξω για την δημιουργία μιας άλλης υπόστασης.
Δηλαδή για τους Έλληνες, όπως γράφει και ο Πλωτίνος στις «Εννεάδας, 4.1.1. 1 – 10», η αληθινή ουσία βρίσκεται στον νοητό Κόσμο. Νους είναι το άριστο αυτού. Εκεί
βρίσκονται και οι ψυχές. Από εκεί άλλωστε ήρθαν και εδώ. Εκείνος ο
Κόσμος έχει ψυχές χωρίς σώματα, ενώ τούτος τις ψυχές που γίνονται εντός
σωμάτων και κατανεμήθηκαν στα σώματα. Εκεί είναι μαζί ο νους όλος και
όχι διαχωρισμένος ούτε μερισμένος, και όλες μαζί οι ψυχές είναι στον
Κόσμο ο οποίος Αιωνιότητα, και όχι σε τοπική απόσταση. Ο Νους
είναι πάντοτε αδιαχώριστος και όχι διαιρετός, αλλά η ψυχή είναι
αδιαχώριστη και αδιαίρετη εκεί. Η φύση της όμως είναι να μερίζεται.
Διότι η διαίρεση της είναι η απομάκρυνσή της από τον νου και η έλευση
της στο σώμα.
Καθώς, λοιπόν, όπως λέγει ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες, 4.8.3. 6 – 19»,
ο Νους του σύμπαντος υπάρχει στον τόπο της νόησης ως όλον και παν, τον
οποίον θεωρήσαμε ως νοητό Κόσμο, και καθώς επίσης εκεί υπάρχουν οι
νοητές δυνάμεις, περιεχόμενες σε αυτόν και στους επιμέρους νόες – διότι ο
νους δεν είναι μόνο ένας αλλά ένας και πολλοί -, έπρεπε και οι ψυχές να
είναι και πολλές και μια, και από τη μια να προέρχονται οι πολλές και
διαφορετικές ψυχές, όπως από το ένα γένος τα είδη, αλλά καλύτερα και
άλλα χειρότερα, αλλά με πιο σαφή τον νοητό χαρακτήρα και άλλα λιγότερο
ενεργεία τέτοια. Διότι εκεί, στον Νου, υπάρχει, αφ’ ενός, ο Νους που
περιέχει δυνάμει τα άλλα, σαν μεγάλο ζωντανό πλάσμα, και, αφ’ ετέρου, οι
ενεργεία επιμέρους Νόες, τους οποίους δυνάμει περιέχει το άλλο σύμπαν.
Όπως, στην περίπτωση που υπάρχει μι πόλη έμψυχη που περιέχει άλλα έμψυχα
πράγματα, η ψυχή της πόλης θα ήταν τελειότερη και δυνατότερη, τίποτα
όμως δεν θα εμπόδιζε και τις άλλες να αποκτήσουν την ίδια φύση.
Όμως, καθώς
υποστηρίζουμε ότι αυτός ο Κόσμος είναι αιώνιος και δεν υπάρχει χρονική
στιγμή κατά την οποία αυτός δεν υφίστατο, θα ήταν σωστό και συνεπές να
πούμε ότι πρόνοια για το σύμπαν είναι να υπάρχει αυτό σύμφωνα με τον
Νου, ότι ο νους είναι πρότερος του σύμπαντος, όχι υπό την έννοια της
χρονικής προτεραιότητας, αλλά επειδή το σύμπαν προέρχεται από τον νου
και ο νους είναι πρότερος στην φύση και αιτία του σύμπαντος σαν ένα
είδος αρχέτυπου και υποδείγματος, καθώς το σύμπαν είναι εικόνα εκείνου,
υπάρχει λόγω εκείνου και υφίσταται αιώνια, κατά αυτόν τον τρόπο. Η φύση
του Νου και του Όντος είναι ο αληθινός και πρωταρχικός Κόσμος, που δεν
είναι χωρισμένος από τον εαυτό του, που δεν εξασθένησε με τη διαίρεση,
που δεν είναι ελλιπής ακόμα και στα μέρη του, καθόσον κάθε μέρος δεν
έχει αποκοπεί από το όλον. Η σύνολη ζωή του όμως και ολόκληρος ο Νους
του ζει ναι νοεί μαζί μέσα σε κάτι ενιαίο και κάνει το μέρος όλον και
σύμπαν φιλικό προς τον εαυτό του, δεδομένου ότι το ένα μέρος δεν είναι
χωρισμένο από το άλλο και δεν έχει γίνει απλώς άλλο, αποξενωμένο από τα
υπόλοιπα. Συνεπώς, το ένα δεν βλάπτει το άλλο. Καθώς μάλιστα, μένει
σταθερό και δεν αλλοιώνεται, διότι δεν κάνει όπως τα πράγματα που
επιδρούν το ένα επί του άλλου. Για χάρη τινός πράγματος άλλωστε
να ενεργούσε, αφού δεν του λείπει τίποτα ;; Γιατί μια λογική αρχή να
κάνει μεν άλλη λογική αρχή ή ένας νους να κάνει έναν άλλο νου ;; Το να
μπορεί να κάνει κάτι από μόνο του προσιδιάζει σε κάτι που δεν είναι στο
σύνολο του σε καλή κατάσταση, αλλά δημιουργεί και κινείται κατά το ότι
είναι χειρότερο. Για τα πράγματα όμως που έχουν πλήρη μακαριότητα αρκεί
και μόνο το να μένουν σταθερά στον εαυτό τους και να είναι ότι είναι,
ενώ η πολυπραγμοσύνη δεν είναι ασφαλής για εκείνους που κινούνται έξω
από τον εαυτό τους. Το σύμπαν εκείνο όμως είναι μακάριο υπό την
έννοια ότι με το να μην ενεργεί πραγματοποιεί ταυτόχρονα μεγάλα έργα και
με το να παραμένει στον εαυτό του δημιουργεί πράγματα όχι ασήμαντα. Πράγματι, από τον Κόσμο εκείνο τον αληθινό και ένα λαμβάνει υπόσταση ο Κόσμος τούτος που δεν είναι στα αλήθεια ένας. Διότι
έχει πολλαπλότητα και είναι χωρισμένος σε πλήθος πραγμάτων, το ένα
μέρος του βρίσκεται σε απόσταση από το άλλο και γίνεται κάτι αλλότριο,
και δεν υπάρχει μόνο η φιλία αλλά και η εχθρότητα που οφείλεται στην
απομάκρυνση, ενώ μέσα στην έλλειψη το ένα μέρος γίνεται κατά ανάγκη
πολέμιο του άλλου. Διότι το μέρος δεν είναι αρκετό για τον εαυτό του,
αλλά σωζόμενο γίνεται πολέμιο του άλλου, από το οποίο σώζεται. Η
γένεση του σύμπαντος δεν είναι αποτέλεσμα λογισμού για το τι πρέπει να
γίνει, αλλά προήλθε από την ανάγκη να υπάρξει κάποια δεύτερη φύση. Διότι
εκείνο το σύμπαν δεν ήταν τέτοιο ώστε να είναι το έσχατο των όντων.
Ήταν, πράγματι, το πρώτο και είχε πολλή δύναμη, όλη την δύναμη. Και αυτή
ήταν η δύναμη του να δημιουργεί κάτι άλλο, χωρίς να επιζητεί να το
δημιουργήσει. Διότι, αν το επιζητούσε, δεν θα την είχε από μόνο
του ούτε αυτή θα προερχόταν από την ίδια του την ουσία, αλλά θα έμοιαζε
με τον τεχνίτη που δεν μπορεί να κατασκευάσει από μόνος του, αλλά η
κατασκευή είναι μια επίκτητη ικανότητα που την αποκτά με την μαθητεία. Ο
Νους, λοιπόν, δίνοντας κάποιο στοιχείο του στην ύλη, δημιουργεί τα
πάντα σε σταθερότητα και ησυχία. Και το στοιχείο αυτό που απορρέει από
τον Νου είναι λογική αρχή, και απορρέει διαρκώς, όσο ο Νους είναι παρών
μεταξύ των όντων. [Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδες, 3.2.1.20 – 3.2.2.18»].
Πράγματι, κατά πως λέει στις «Εννεάδες, 3.2.2. 1 – 41»
ο Πλωτίνος, από τον Κόσμο εκείνο τον αληθινό και ένα, τον Νοητό Κόσμο,
λαμβάνει υπόσταση ο Κόσμος τούτος εδώ, ο αισθητός, που δεν είναι στα
αλήθεια ένας. Διότι έχει πολλαπλότητα και είναι χωρισμένος σε πλήθος
πραγμάτων, το ένα μέρος του βρίσκεται σε απόσταση από το άλλο και
γίνεται κάτι αλλότριο, και δεν υπάρχει μόνο η φιλία αλλά και η
εχθρότητα που οφείλεται στην απομάκρυνση, ενώ μέσα στην έλλειψη το ένα
μέρος γίνεται κατά ανάγκη πολέμιο του άλλου. Διότι το μέρος δεν είναι
αρκετό για τον εαυτό του, αλλά σωζόμενο γίνεται πολέμιο του άλλου, από
το οποίο σώζεται. Η γένεση του σύμπαντος δεν είναι αποτέλεσμα λογισμού
για το ότι πρέπει να γίνει, αλλά προήλθε από την ανάγκη να υπάρξει
κάποια δεύτερη φύση. Διότι εκείνο το σύμπαν δεν ήταν τέτοιο ώστε να
είναι το έσχατο των όντων. Ήταν, πράγματι, το πρώτο και είχε πολλή
δύναμη, όλη τη δύναμη. Κι αυτή ήταν η δύναμη του να δημιουργεί κάτι
άλλο, χωρίς να επιζητούσε, δεν θα την είχε από μόνο του ούτε αυτή θα
προερχόταν από την ίδια του την ουσία, αλλά θα έμοιαζε με τον τεχνίτη
που δεν μπορεί να κατασκευάσει από μόνος του, αλλά η κατασκευή είναι μια
επίκτητη ικανότητα που αποκτά με τη μαθητεία. Ο Νους, λοιπόν, δίνοντας
κάποιο στοιχείο του στην ύλη, δημιουργεί τα πάντα σε σταθερότητα και
ησυχία. Και το στοιχείο αυτό είναι η λογική αρχή που απορρέει από τον
Νου. Διότι αυτό που απορρέει από τον νου είναι λογική αρχή, και απορρέει
διαρκώς, όσο ο νους είναι παρών μεταξύ των όντων. Όπως όμως στη λογική
αρχή σε ένα σπέρμα όλα τα μέρη βρίσκονται μαζί στον ίδιο τόπο, και
κανένα δεν μάχεται, δεν έχει διαφορές και δεν εμποδίζει κάποιο άλλο, και
τότε κάτι δημιουργείται στον όγκο, οπότε τα διάφορα μέρη βρίσκονται σε
διαφορετικούς τόπους και στην περίπτωση αυτή το ένα θα μπορούσε να
εμποδίσει το άλλο ή ακόμα και να το αναλώσει, κατά τον ίδιο τρόπο από
τον νουν, ο οποίος είναι ένας, και από την λογική αρχή, η οποία
προέρχεται από αυτόν, ανίσταται το σύμπαν τούτο και χωρίζεται στην μέρη,
οπότε κατά ανάγκη άλλα γίνονται φιλικά και προσηνή, άλλα όμως εχθρικά
και αντίπαλα, και βλάπτουν το ένα το άλλο, τα μεν με την θέλησή τους, τα
δε χωρίς τη θέλησή τους, και μερικά με τη φθορά τους προκαλούν γέννηση
των άλλων, και πάνω από όλα τούτα, που ενεργούν και πάσχουν κατά αυτόν
τον τρόπο, αρχίζουν έναν αρμονικό ήχο, και καθένα με την δική του φωνή,
όπου η λογική αρχή, πάνω από αυτά, παράγει τον αρμονικό ήχο και την
ενιαία διάταξη του συνόλου. Το εδώ σύμπαν δεν είναι νους ή λογική αρχή,
όπως είναι το σύμπαν εκεί, αλλά μετέχει στον νου και στην λογική αρχή.
Για αυτό και χρειάστηκε την αρμονία με την συνένωση «νου και ανάγκης»,
όπου η τελευταία έλκει προς το χειρότερο και οδηγεί προς το παράλογο,
καθώς η ίδια δεν είναι λογική αρχή, αλλά «ο νους κυβερνάει την ανάγκη».
Το νοητό σύμπαν δεν είναι παρά μόνο λογική αρχή, και δεν μπορεί να
υπάρξει κάτι άλλο το οποίο να μην είναι παρά μόνο λογική αρχή. Κι αν
γινόταν κάτι άλλο, θα έπρεπε να είναι μικρότερο από το άλλο εκείνο
σύμπαν και όχι λογική αρχή, ούτε, πάλι, κάποιου είδους ύλη, διότι θα
χαρακτηριζόταν από ακοσμία. Συνεπώς θα έπρεπε να είναι μεικτό. Τα σημεία
όπου καταλήγει είναι η ύλη και η λογική αρχή, και αυτό από όπου αρχίζει
είναι η ψυχή που εποπτεύει το μεικτό πράγμα, για την οποία δεν πρέπει
να θεωρούμε ότι υφίσταται κανένα κακό καθώς διοικεί με μεγάλη ευκολία το
σύμπαν τούτο μέσα από την, τρόπο τινά, παρουσία της. Και
δεν θα ήταν δίκαιο να μέμφεται κάποιος το σύμπαν τούτο ότι δεν είναι
ωραίο ή ότι δεν είναι το άριστο ανάμεσα στα πράγματα που έχουν σώμα ή να
κατηγορεί την αιτία της ύπαρξης του, τη στιγμή που, πρώτα από όλα, η
γένεση του οφείλεται στην ανάγκη και δεν είναι αποτέλεσμα λογισμού αλλά
μιας ανώτερης φύσης η οποία γεννά, με φυσικό τρόπο, κάτι που είναι όμοιό
της. Αλλά ακόμη κι αν αυτός που το είχε δημιουργήσει ήταν ο
λογισμός, δεν θα ντρεπόταν για το δημιούργημα του. Διότι δημιούργησε ένα
όλον ωραιότατο και αυτάρκες, φιλικό με τον εαυτό του και με τα μέρη
του, και τα κυριότερα και τα δευτερεύοντα, που όλα είναι εξίσου
κατάλληλα. Αυτός λοιπόν που
κατηγορεί το όλον βάσει των μερών του θα ήταν παράλογος στην κατηγορία
του. Πρέπει να εξετάζουμε τα μέρη σε συσχετισμό προς το όλον, αν είναι
σύμφωνα και ταιριαστά με εκείνο, όταν όμως εξετάζουμε το όλον, δεν
πρέπει να στρεφόμαστε προς τα μέρη, τα όποια μέρη. Με τούτο δεν
κατηγορεί κανείς το σύμπαν, αλλά απομονώνει κάποια μέρη του, σαν κάποιος
να έπαιρνε από ένα συνολικό ζωντανό πλάσμα μια τρίχα ή ένα δάχτυλο του
ποδιού και να αγνοούσε τον άνθρωπο ως σύνολο, που είναι κάτι θεϊκό να το
βλέπεις, ή, μα τον Δία σαν να αφήνει όλα τα άλλα ζωντανά πλάσματα και
να παίρνει το πιο ευτελές ή να προσπερνά ολόκληρο το γένος, φερ’ ειπείν
το ανθρώπινο, και να φέρνει στον κέντρο τον Θερσίτη. Δεδομένου
λοιπόν ότι αυτό που έγινε είναι ο σύμπας Κόσμος, αν τον ατενίσεις θα
μπορούσες ίσως να τον ακούσεις να λέει : «Είμαι δημιούργημα Θεού και
προήλθα από αυτόν, τέλειος μέσα σε όλα τα ζωντανά πλάσματα, πλήρης στον
εαυτό μου, αυτάρκης και χωρίς καμία έλλειψη, διότι τα πάντα ενυπάρχουν
σε μένα, φυτά και ζώα και η φύση όλων των πραγμάτων που υπόκεινται σε
γένεση, κι επίσης πολλοί θεοί, πλήθος πνευμάτων, αγαθές ψυχές και
άνθρωποι ευδαίμονες μέσα στην αρετή τους. Δεν ισχύει, πράγματι,
το ότι ενώ η γη είναι στολισμένη με όλα τα φυτά και με κάθε λογής ζώα
και η δύναμη της ψυχής εκτείνεται μέχρι τη θάλασσα, ο αήρ όμως όλος και ο
αιθέρας και ο σύμπας ουρανός είναι άμοιρος ψυχής. Αντίθετα,
εκεί βρίσκονται όλες οι αγαθές ψυχές, που δίνουν ζωή στα άστρα και στην
εύτακτη και αιώνια περιφορά του ουρανού , που με φρόνηση κινείται
κυκλικά πάντοτε γύρω από το ίδιο σημείο, κατά μίμηση του Νου. Διότι δεν
αναζητεί τίποτα έξω από τον εαυτό του[1].Καθετί δικό μου έχει την έφεση προς το αγαθό και το καθένα το συναντά ανάλογα με την δύναμή του. Ολόκληρος
άλλωστε ο ουρανός εξαρτημένος από εκείνο, και ολόκληρη η ψυχή μου και
οι θεοί που υπάρχουν στα μέρη μου, και το ίδιο όλα τα ζώα και τα φυτά κι
ακόμα τα άψυχα που μπορεί να θεωρηθεί ότι ενυπάρχουν σε μένα.
Άλλα δίνουν την εντύπωση ότι μετέχουν απλώς στην ύπαρξη, άλλα στη ζωή,
άλλα ότι μετέχουν σε υψηλότερο βαθμό κατά το ότι διαθέτουν αισθητηριακή
αντίληψη, άλλα όμως έχουν πια λογική και άλλα, τέλος, ολοκληρωμένη ζωή.
Δεν πρέπει κανείς να απαιτεί τα ίσα για πράγματα που δεν είναι ίσα.
Άλλωστε, η όραση δεν είναι δουλειά του δαχτύλου αλλά του οφθαλμού. Άλλη
είναι η δουλειά του δαχτύλου, το να είναι, νομίζω, δάχτυλο και να έχει
ότι του ανήκει».
Δηλαδή, το εδώ σύμπαν, όπως θα πει ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες», 3.2.2. 31 – 37»,
δεν είναι νους ή λογική αρχή, όπως είναι το σύμπαν εκεί, αλλά μετέχει
στον Νου και στην λογική αρχή. Για αυτό και χρειάστηκε την αρμονία και
την συνένωση «νου και ανάγκης», όπου η τελευταία έλκει προς το χειρότερο και οδηγεί προς το παράλογο, καθώς η ίδια δεν είναι λογική αρχή, αλλά «ο νους κυβερνάει την ανάγκη».
Το νοητό σύμπαν δεν είναι παρά μόνο λογική αρχή, και δεν μπορεί να
υπάρξει κάτι άλλο το οποίο να μην είναι παρά μόνο λογική αρχή.
Δεδομένου λοιπόν, και κατά πως λέγει ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες, 3.2.3. 19 – 36», αυτό που έγινε είναι ο σύμπας Κόσμος, αν τον ατενίσεις θα μπορούσες ίσως να τον ακούσεις να λέει : «Είμαι
δημιούργημα Θεού και προήλθα από αυτόν, τέλειος μέσα σε όλα τα ζωντανά
πλάσματα, πλήρης στον εαυτό μου, αυτάρκης και χωρίς καμία έλλειψη, διότι
τα πάντα ενυπάρχουν σε εμένα, φυτά και ζώα και η φύση όλων των
πραγμάτων που υπόκεινται σε γένεση, κι επίσης πολλοί θεοί, πλήθος
πνευμάτων, αγαθές ψυχές και άνθρωποι ευδαίμονες μέσα στην αρετή τους.
Δεν ισχύει, πράγματι, το ότι ενώ η γη είναι στολισμένη με όλα τα φυτά
και με κάθε λογής ζώα και η δύναμη της ψυχής εκτείνεται μέχρι τη
θάλασσα, ο αήρ όμως όλος και ο αιθέρας και ο σύμπας ουρανός είναι
άμοιρος ψυχής. Αντέθετα, εκεί βρίσκονται όλες οι αγαθές ψυχές, που
δίνουν ζωή στα άστρα και στην εύτακτη και αιώνια περιφορά του ουρανού,
που με φρόνηση κινείται κυκλικά πάντοτε γύρω από το ίδιο σημείο, κατά
μίμηση του Νου. Διότι δεν αναζητεί τίποτα έξω από τον εαυτό του. Καθετί
δικό μου έχει την έφεση προς το αγαθό και τα καθένα το συναντά ανάλογα
με την δύναμη του. Ολόκληρος άλλωστε ο ουρανός εξαρτάται από εκείνο, και
ολόκληρη η ψυχή μου και οι θεοί που υπάρχουν στα μέρη μου, και το ίδιο
όλα τα ζώα και τα φυτά κι ακόμα τα άψυχα που μπορεί να θεωρηθεί ότι
ενυπάρχουν σε μένα. Άλλα δίνουν την εντύπωση ότι μετέχουν απλώς στην
ύπαρξη, άλλα στη ζωή, άλλα ότι μετέχουν σε υψηλότερο βαθμό κατά το ότι
διαθέτουν αισθητηριακή αντίληψη, άλλα όμως έχουν πια λογική και άλλα,
τέλος, ολοκληρωμένη ζωή».
Ο Νους λοιπόν δεν «υπάρχει» αλλά Είναι. Είναι η Αρχή. Αν θεωρήσουμε λοιπόν, και ορθά θα πράξουμε, ως Αρχή τον Νου – όντως ΟΝ το οτιδήποτε υφίσταται από τη στιγμή που νοείτε από τον «υπερκόσμιό» νοητικό Νου. Και βέβαια αν κάτι δεν νοείται από αυτόν δεν υφίσταται, δεν υπάρχει. Ενώ από τη στιγμή που αρχίζει να υφίσταται – υπάρχει ως «φαινόμενο»
μπορεί να γίνει παρατηρητής και παρατηρούμενο. Δηλαδή από τη στιγμή που
κάτι – μια Ιδέα εις την ουσία – νοείται από τον υπερκόσμιο νοητικό Νου
μπορεί να θεωρηθεί υπαρκτό/η ως μορφή και διάταξη ήτοι είδος ή ορθά
γίνεται Εντελέχεια – ψυχή.
Δια αυτό, κατά Αριστοτέλη «Περί ψυχής, 429.a 27 – 29»,
έχουν δίκιο αυτοί που λένε ότι η ψυχή είναι τόπος ειδών, με την διαφορά
πως δεν είναι ολόκληρη αλλά μόνον η νοητική, ούτε εντελέχεια είναι τα
είδη, αλλά δυνάμει. Όπερ και σημαίνει ότι η ψυχή ονομάζεται τόπος ειδών,
όχι επειδή περιέχει τα είδη, αλλά διότι αυτή η ίδια γίνεται (είναι) ενέργεια, είναι η ενέργεια του Νου.
Κάθε μία από αυτές, τις ψυχές – Είδος, είναι μια μορφή, μία έκφανση του «Είναι«, γιατί το κάθε ένα είναι = «υπάρχει«, είναι αυτό που είναι και έτσι συμμετέχει στο «Είναι«. Αν δεν συμμετείχε, δεν θα υπήρχε. Αν και το «Είναι»
και τα πάντα, όλα τα όντα δηλαδή ως Σύμπαντα Κόσμος, μπορούν κάλλιστα
να χρησιμοποιηθούν συνωνύμως, δεν ταυτίζονται εννοιολογικά, διότι τα
πάντα εκφράζουν πολλότητα, τα πολλά, ενώ το «Είναι» εκφράζει το
Ένα – Αγαθό, δηλαδή τα πολλά ως ενότητα. Τα πολλά, τα πάντα είναι, για
να εκφραστούμε με τις οντολογικές κατηγορίες του μεγίστου Αριστοτέλους,
η ύλη του «Είναι» και το «Είναι» είναι το είδος των πάντων, άλλωστε κατ’ Αριστοτέλη ο νους είναι το είδος των ειδών, των όντων. Όλα είναι «Είναι» αλλά το κάθε ένα έχει το δικό του «Είναι«,
άλλωστε η ψυχή, δηλαδή η ενέργεια του Νου, κατά Αριστοτέλη, είναι ο
τόπος των Ειδών. Ο δε Νους όμως είναι δυνάμει νοητό, επομένως όταν νοεί
ενέργεια, νοεί τον εαυτόν του. Η σχηματοποίηση, δηλαδή η νόηση και η
κατανόηση μιας Ιδέας εκ του νοητικού νοός, εντός του, «αποκαλύπτει»
ή ορθά δημιουργεί και υποστασιοποιεί την κάθε ύπαρξη ήτοι ψυχή –
εντελέχεια – είδος. Ο νοητικός Νους είναι η μήτρα των όντων. Πριν δηλαδή
υπάρξει οτιδήποτε, δεν υπάρχει αλλά «Είναι» ο νοητικός Νους.
Αν
υποθέσουμε ότι μπορούσαμε να ρωτήσουμε τον νοητικό Νου ποιος είσαι,
αυτός θα μας απαντούσε : Είμαι αυτός που ΕIΝΑΙ. Έτσι ο Πλούταρχος, ο
Ιερεύς του Δελφικού Ναού, θα μας πει ότι : …………………Εμείς,
πάλι, απαντώντας στο θεό λέμε «Είσαι» (= ΕΙ), θεωρώντας ως αληθή,
αψευδή και μόνη ταιριαστή μόνο σε εκείνον προσφώνηση αυτήν που σημαίνει
το Είναι. ………….ο θεός υπάρχει, αν χρειάζεται να το πούμε, και
υπάρχει όχι κατά οποιοδήποτε χρονικό μέτρο, αλλά κατά τον αιώνα τον
ακίνητο, τον άχρονο, τον αμετάβλητο, που δεν έχει πριν και μετά, ούτε
μέλλον και παρελθόν, ούτε παλιότερα και νεότερα. Αλλά ο θεός, όντας
ένας, πληρεί την αιωνιότητα του μέσα στο τώρα, και το μόνο που υπάρχει
είναι αυτό που υπάρχει κατά τον τρόπο του θεού, δηλαδή αυτό που δεν
υπήρξε ούτε θα υπάρξει και ούτε άρχισε ούτε θα τελειώσει. Ως εξής,
λοιπόν, πρέπει να με σεβασμό να χαιρετίζουμε και να προσαγορεύουμε το
θεό : Είσαι. Και, μα τον Δία, όπως ορισμένοι από τους παλαιούς: Είσαι
Ένα. Γιατί το θείο δεν είναι πολλά, όπως ο καθένας από μας είναι
ετερόκλιτο άθροισμα μύριων διαφοροποιήσεων που οφείλονται στις μεταβολές
μας, ένα ανακάτεμα. Αλλά το όν πρέπει να είναι ένα, όπως και το ένα όν,
ενώ η ετερότητα, καθόσον διαφέρει από το όν, μεταπίπτει στην γέννηση
του μη όντος. Επομένως, ταιριάζει καλά στον θεό και το πρώτο και το
δεύτερο όνομά του. Γιατί είναι Απόλλωνας, καθόσον αρνείται τα πολλά, και
αποποιείται το πλήθος. Ιήος ως ένας και μόνος. ………..(Βλ. Πλούταρχος «Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς», 392.A. C.1).
Τον εαυτό
του λοιπόν σκέπτεται ο καθολικός Νους, η δε νόηση του είναι νόηση της
νοήσεως. Επειδή, λοιπόν, το νοούμενο και ο νους αποτελούν ταυτότητα, ο
πρώτος νους και η νόηση του αποτελούν αριθμητική ταυτότητα ή όπως έλεγε ο
Παρμενίδης με την γνωστή αρχή: «είναι το αυτό το νοείν και το είναι. – τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι»
(Βλ. Παρμενίδης απ. Νο. 3. 7).
[1]
Η ομοιότητα μεταξύ της ουράνιας περιφοράς και της ενέργειας του νοός
δηλώνεται και από τον Πλάτωνα – βλ. και «Νόμοι» 898 a-b.
Συγγραφέας κειμένου : Κεφάλας Ευστάθιος [28-11-2008, ΕΛΛΑΣ]
Πηγή:
eleysis69.wordpress.com