Το
2009 εκδόθηκε στις ΗΠΑ ένα βιβλίο, που φυσιολογικά έπρεπε να
μεταφρασθεί γρήγορα στα ελληνικά και να κάνει ρεκόρ πωλήσεων. Αφορά
άμεσα τον ελληνικό λαό....
Είναι το βιβλίο μιας αμερικανίδας κατασκόπου, της Βάλερι Πλέιμ «Fair Game, My Life as a Spy, My Betrayal by the White House» (Δίκαιη Ανταπόδοση, Η Ζωή μου ως Κατασκόπου, Η Προδοσία από τον Λευκό Οίκο). Στο βιβλίο της η Πλέιμ παρουσιάζει την καριέρα της στη CΙΑ και τις επιχειρήσεις στις οποίες συμμετείχε.
Και ενώ φυσιολογικά θα έπρεπε να γίνει σάλος στην Ελλάδα γι’ αυτό το βιβλίο, περιέργως υπάρχει μία συνομωσία σιωπής. Τι συμβαίνει:
Ολα ξεκίνησαν το 1985, όταν η 22χρονη Βάλερι τελείωνε το τμήμα Διαφήμισης
στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια με άριστα. Στη διάρκεια των σπουδών της είχε διακριθεί για τα άρθρα της στα οικονομικά θέματα της φοιτητικής εφημερίδας και, όπως φαίνεται, είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον των ανθρώπων της CIA, που έχουν αποστολή να εντοπίζουν φρέσκα και ικανά πρόσωπα. Σε μια προσωπική συνέντευξη για την εκπαίδευση κατασκόπων εντυπωσίασε τους πάντες, απαντώντας με ευστροφία στην ερώτηση «τι θα κάνατε αν χτυπούσαν αστυνομικοί την πόρτα του δωματίου σας σε ξενοδοχείο, την ώρα που προσπαθούσατε να εκμαιεύσετε πληροφορίες από ξένο πράκτορα». Η νεαρή Βάλερι απάντησε χωρίς δισταγμό ότι θα έβγαζε αυτομάτως την μπλούζα της και θα έπεφτε στο κρεβάτι μαζί με τον πράκτορα, προσφέροντας και στους δύο άλλοθι.Οι άνθρωποι της CIA ενθουσιάστηκαν, την πήραν αμέσως για τη βασική εκπαίδευση, την έστειλαν στο τμήμα Ξένων Γλωσσών της Υπηρεσίας Πληροφοριών ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΕΛΛΗΝΙΚΑ και ύστερα από τρία χρόνια την έστειλαν στην Αθήνα! Το 1989, σε ηλικία 26 ετών, η Βάλερι Πλέιμ διορίζεται στην αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας. Επισήμως, είναι υπάλληλος του τμήματος που εκδίδει βίζες, ανεπισήμως όμως, ήταν μυστική πράκτορας με την ιδιότητα του NOC (Non Official Cover), που σημαίνει ότι αναλαμβάνει αποστολές χωρίς την επίσημη διπλωματική κάλυψη. Οι πράκτορες NOC είναι επίλεκτοι και αναλαμβάνουν τις πιο ΜΥΣΤΙΚΕΣ (most clandestine) αποστολές. Εκείνη την εποχή, Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα ήταν ο Μάικλ Σωτήρχος και σταθμάρχης (άμεσος προϊστάμενος της Πλέιμ) ο Νταγκ Σμιθ. Λέγεται ότι η Βάλερι Πλέιμ συγκέντρωνε πληροφορίες για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΕ ανθρώπους να την πληροφορούν. Ερχόταν λοιπόν σε επαφή με πολλά πρόσωπα της ελληνικής ζωής και είχε συναντήσεις στα καφέ του Κολωνακίου .Η Βάλερι Πλέιμ έφυγε από την Ελλάδα γύρω στο 1996, για τις Βρυξέλλες. Το 1997 γνώρισε και παντρεύτηκε τον Αμερικανό διπλωμάτη Τζόζεφ Γουίλσον.
Η Βάλερι Πλέιμ δουλεύοντας για τη CΙΑ στην πρεσβεία της Αθήνας, υπό την καθοδήγηση του «σταθμάρχη» Νταγκ Σμιθ, είχε σαν βασικό καθήκον να στρατολογεί στην CIA, ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ, ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ, ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ. Η νεαρή Αμερικανίδα σαγήνευε με την εμφάνιση της τους Έλληνες σε εκδηλώσεις και κοσμικές δεξιώσεις, κάνοντας «χρήσιμες» γνωριμίες. Η άριστη εκπαίδευση, το διπλωματικό της προφίλ, τα ελληνικά της, τα ξανθά μαλλιά και ο «εκδηλωτικός» της χαρακτήρας μάγευαν τους «επιρρεπείς έλληνες» και τους οδηγούσαν σαν πεταλούδες στο φως!
Αν και άριστη γνώστης των πολεμικών τεχνών και των όπλων (αξέχαστη η ικανότητα της στο ΑΚ-47), η Βάλερι Πλέιμ φοβόταν για την ασφάλεια της, όταν κατέβαινε με το αυτοκίνητο της κάθε πρωί τη Λεωφόρο Κηφισίας για την πρεσβεία.
Ο Ρίτσαρντ Γουέλς δεν ήταν ο μόνος πράκτορας που είχε δολοφονηθεί στην Αθήνα, αν και ήταν ο πιο σημαντικός, αφού υπήρξε σταθμάρχης της CΙΑ. Αργότερα η CΙΑ την έστειλε στην Ευρώπη για σπουδές και εκεί ξεκίνησε τη βαθιά της κατασκοπευτική δράση με την κάλυψη της ειδικού επί θεμάτων ενέργειας ως στέλεχος της εταιρείας-βιτρίνας Brewster Jennings & Associates. Δύσκολα θα μάθουμε τα ονόματα των Ελλήνων συνεργατών της CΙΑ που στρατολογήθηκαν από τη Βάλερυ Πλέιμ.
H CΙΑ επιδίωξε να εξαφανίσει όλες τις αποδείξεις για τη μακρόχρονη θητεία της Πλέιμ, συμπεριλαμβανόμενης και της χρονιάς που την προσέλαβαν (1985), όπως και την πρώτη της τοποθέτηση, που ήταν στην Αθήνα το 1989.
Το βιβλίο της δημιούργησε σάλο στις ΗΠΑ. Η «Υπόθεση Βάλερι Πλέιμ» αποτέλεσε ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια της αμερικανικής εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής και έχει συγκλονίσει τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και πολλών άλλων χωρών, όπως και τον Λευκό Οίκο.
Βέβαια το βιβλίο έχει λογοκριθεί απόλυτα από τη CΙΑ που έχει διαγράψει ολόκληρες σελίδες (50, 51, 52, 53,63, 72 κ.ά.).
Έχουν επίσης διαγραφεί πολλά σημεία ακόμη και τίτλοι κεφαλαίων και χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι μόνον μία από είκοσι επτά σελίδες του πρώτου κεφαλαίου είναι ελεύθερη από μαύρες διαγραφές.
Ο σχετικός νόμος που ισχύει στις ΗΠΑ δίνει στη CΙΑ το δικαίωμα της παρέμβασης και της λογοκρισίας κειμένων που γράφονται από πρώην πράκτορες και όσοι δεν συμμορφώνονται διώκονται και τιμωρούνται αυστηρά.
Οι εβραίοι εκδότες (Simon and Schuster) κατάφεραν να ξεπεράσουν τα εμπόδια του νόμου και να υποστηρίξουν το βιβλίο προσλαμβάνοντας την εξαιρετική ρεπόρτερ Λόρα Ρόζεν, η οποία έχει να επιδείξει περγαμηνές στην ερευνητική δημοσιογραφία και σε θέματα εθνικής ασφάλειας. Η Ρόζεν ανέλαβε να γράψει ένα εκτεταμένο «υστερόγραφο» από 80 σελίδες μετά τον επίλογο της Πλέιμ, ώστε να προσδώσει στο βιβλίο την υπεραξία και τις εξηγήσεις που ήσαν απαραίτητες για τους αναγνώστες. Η δημοσιογράφος εργάστηκε ανεξάρτητα και βασίστηκε σε δημοσιεύματα και πληροφορίες, ενώ η ίδια η Βάλερι Πλέιμ δεν τη συνάντησε ποτέ πριν από την έκδοση του βιβλίου και διάβασε το «υστερόγραφο» αυτό μαζί με τους αναγνώστες. Είναι η Ρόζεν που συμπληρώνει και αποκαλύπτει πολλά από τα σημεία που η CΙΑ διέγραψε, δίνοντας ονόματα και ξεκαθαρίζοντας περιστατικά, καθώς η ίδια δεν υπήρξε ποτέ πράκτορας και επομένως δεν δεσμεύεται από τον σχετικό νόμο.
Το βιβλίο αναφέρεται στην προσωπική ιστορία της Βάλερι Πλέιμ, στην πρόσληψη της από τη CΙΑ και στην εκπαίδευση της στη «Φάρμα», στον γάμο, στη μητρότητα και την οικογενειακή της ζωή, τη δουλειά της στον τομέα των όπλων μαζικής καταστροφής, στην παρακολούθηση του «δικτύου Qadir Khan» με τη διακίνηση πυρηνικών και σε πολλά άλλα. Μερικές φορές οι λογοκριτές της CΙΑ μοιάζουν αφελείς και ανούσιοι, όμως, αυτό δεν είναι αλήθεια, καθώς και η παραμικρή λεπτομέρεια έχει τη σημασία της.
Η ΠΛΕΪΜ γράφει στο βιβλίο της για τον ρόλο που της ανέθεσε η CIA στην Ελλάδα:
«Η αποστολή μου ήταν να βρίσκω πηγές και να στρατολογώ πράκτορες που θα βοηθούσαν την κυβέρνηση των ΗΠΑ να κατανοήσει, να προβλέψει και να επηρεάσει καλύτερα τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα»
«Κάθε ημέρα στο γραφείο, συγκρίναμε με τους συναδέλφους μου τις σημειώσεις μας για το ποιούς πολιτικούς κλπ. είχαμε συναντήσει και με ποιούς θα έπρεπε να επιδιώξουμε να συνεχίσουμε τις επαφές μας».
Μετά ο Τζιμ (υψηλόβαθμο στέλεχος της CIA στην Αθήνα) μας ρωτούσε ποιούς είχαμε συναντήσει το περασμένο βράδυ.
Του δείχναμε με περηφάνια τη μικρή στοίβα με τις επαγγελματικές κάρτες, τις κοίταζε στα γρήγορα, απορρίπτοντας κάθε μία λέγοντας: «τον έχουμε ήδη στρατολογήσει – μην ασχολείστε – αναξιόπιστος – τον έχουμε ήδη στρατολογήσει – ίσως».
Η πρώτη της επιτυχημένη αποστολή «στρατολόγησης»:
«Ασχολούμουν με ένα πολύ έξυπνο και με υψηλές γνωριμίες νέο έλληνα πολιτικό, που απολάμβανε της εμπιστοσύνης ορισμένων από τους πιο υψηλόβαθμους παίκτες του πολιτικού παιχνιδιού» (δεν αναφέρει όνομα).
Εντύπωση προκαλεί η προθυμία με την οποία «Έλληνες πολιτικοί, επιστήμονες, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι και κοσμικοί της συμφοράς, σπεύδουν να παραδοθούν στην αγκαλιά της CΙΑ, για να αποκομίσουν τα κέρδη της επιτυχίας και της ανέλιξης».
Τι έγινε στη συνέχεια με τους ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ που αναδείχθηκαν από το πουθενά και τις προσκλήσεις τους από διάφορες «διεθνείς λέσχες», τους ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ που έκαναν λαμπρή «καριέρα» μέσα από δήθεν «μη κυβερνητικές οργανώσεις» και «ιδρύματα», με τις εταιρείες που «πρόκοψαν», τους ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ και όλους τους άλλους «παράξενους»; Πράκτορες του FΒΙ με την ιδιότητα του «legal attache» βραβεύτηκαν δημόσια και από κοινού με Έλληνες «συναδέλφους» για τη δράση τους στην Ελλάδα, πράκτορες της CΙΑ με ελληνικά ονόματα συμμετείχαν σε προγράμματα απαγωγών, πράκτορες του ΝSA και άλλων υπηρεσιών οργάνωσαν με τη σύμπραξη Ελλήνων τις υποκλοπές και τελικά αυτό που μένει, διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, είναι ότι ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ κυβερνούν σήμερα την αγαπημένη μας πατρίδα.-
Πηγή:
e-diseis.gr
Είναι το βιβλίο μιας αμερικανίδας κατασκόπου, της Βάλερι Πλέιμ «Fair Game, My Life as a Spy, My Betrayal by the White House» (Δίκαιη Ανταπόδοση, Η Ζωή μου ως Κατασκόπου, Η Προδοσία από τον Λευκό Οίκο). Στο βιβλίο της η Πλέιμ παρουσιάζει την καριέρα της στη CΙΑ και τις επιχειρήσεις στις οποίες συμμετείχε.
Και ενώ φυσιολογικά θα έπρεπε να γίνει σάλος στην Ελλάδα γι’ αυτό το βιβλίο, περιέργως υπάρχει μία συνομωσία σιωπής. Τι συμβαίνει:
Ολα ξεκίνησαν το 1985, όταν η 22χρονη Βάλερι τελείωνε το τμήμα Διαφήμισης
στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια με άριστα. Στη διάρκεια των σπουδών της είχε διακριθεί για τα άρθρα της στα οικονομικά θέματα της φοιτητικής εφημερίδας και, όπως φαίνεται, είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον των ανθρώπων της CIA, που έχουν αποστολή να εντοπίζουν φρέσκα και ικανά πρόσωπα. Σε μια προσωπική συνέντευξη για την εκπαίδευση κατασκόπων εντυπωσίασε τους πάντες, απαντώντας με ευστροφία στην ερώτηση «τι θα κάνατε αν χτυπούσαν αστυνομικοί την πόρτα του δωματίου σας σε ξενοδοχείο, την ώρα που προσπαθούσατε να εκμαιεύσετε πληροφορίες από ξένο πράκτορα». Η νεαρή Βάλερι απάντησε χωρίς δισταγμό ότι θα έβγαζε αυτομάτως την μπλούζα της και θα έπεφτε στο κρεβάτι μαζί με τον πράκτορα, προσφέροντας και στους δύο άλλοθι.Οι άνθρωποι της CIA ενθουσιάστηκαν, την πήραν αμέσως για τη βασική εκπαίδευση, την έστειλαν στο τμήμα Ξένων Γλωσσών της Υπηρεσίας Πληροφοριών ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΕΛΛΗΝΙΚΑ και ύστερα από τρία χρόνια την έστειλαν στην Αθήνα! Το 1989, σε ηλικία 26 ετών, η Βάλερι Πλέιμ διορίζεται στην αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας. Επισήμως, είναι υπάλληλος του τμήματος που εκδίδει βίζες, ανεπισήμως όμως, ήταν μυστική πράκτορας με την ιδιότητα του NOC (Non Official Cover), που σημαίνει ότι αναλαμβάνει αποστολές χωρίς την επίσημη διπλωματική κάλυψη. Οι πράκτορες NOC είναι επίλεκτοι και αναλαμβάνουν τις πιο ΜΥΣΤΙΚΕΣ (most clandestine) αποστολές. Εκείνη την εποχή, Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα ήταν ο Μάικλ Σωτήρχος και σταθμάρχης (άμεσος προϊστάμενος της Πλέιμ) ο Νταγκ Σμιθ. Λέγεται ότι η Βάλερι Πλέιμ συγκέντρωνε πληροφορίες για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΕ ανθρώπους να την πληροφορούν. Ερχόταν λοιπόν σε επαφή με πολλά πρόσωπα της ελληνικής ζωής και είχε συναντήσεις στα καφέ του Κολωνακίου .Η Βάλερι Πλέιμ έφυγε από την Ελλάδα γύρω στο 1996, για τις Βρυξέλλες. Το 1997 γνώρισε και παντρεύτηκε τον Αμερικανό διπλωμάτη Τζόζεφ Γουίλσον.
Η Βάλερι Πλέιμ δουλεύοντας για τη CΙΑ στην πρεσβεία της Αθήνας, υπό την καθοδήγηση του «σταθμάρχη» Νταγκ Σμιθ, είχε σαν βασικό καθήκον να στρατολογεί στην CIA, ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ, ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ, ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ. Η νεαρή Αμερικανίδα σαγήνευε με την εμφάνιση της τους Έλληνες σε εκδηλώσεις και κοσμικές δεξιώσεις, κάνοντας «χρήσιμες» γνωριμίες. Η άριστη εκπαίδευση, το διπλωματικό της προφίλ, τα ελληνικά της, τα ξανθά μαλλιά και ο «εκδηλωτικός» της χαρακτήρας μάγευαν τους «επιρρεπείς έλληνες» και τους οδηγούσαν σαν πεταλούδες στο φως!
Αν και άριστη γνώστης των πολεμικών τεχνών και των όπλων (αξέχαστη η ικανότητα της στο ΑΚ-47), η Βάλερι Πλέιμ φοβόταν για την ασφάλεια της, όταν κατέβαινε με το αυτοκίνητο της κάθε πρωί τη Λεωφόρο Κηφισίας για την πρεσβεία.
Ο Ρίτσαρντ Γουέλς δεν ήταν ο μόνος πράκτορας που είχε δολοφονηθεί στην Αθήνα, αν και ήταν ο πιο σημαντικός, αφού υπήρξε σταθμάρχης της CΙΑ. Αργότερα η CΙΑ την έστειλε στην Ευρώπη για σπουδές και εκεί ξεκίνησε τη βαθιά της κατασκοπευτική δράση με την κάλυψη της ειδικού επί θεμάτων ενέργειας ως στέλεχος της εταιρείας-βιτρίνας Brewster Jennings & Associates. Δύσκολα θα μάθουμε τα ονόματα των Ελλήνων συνεργατών της CΙΑ που στρατολογήθηκαν από τη Βάλερυ Πλέιμ.
H CΙΑ επιδίωξε να εξαφανίσει όλες τις αποδείξεις για τη μακρόχρονη θητεία της Πλέιμ, συμπεριλαμβανόμενης και της χρονιάς που την προσέλαβαν (1985), όπως και την πρώτη της τοποθέτηση, που ήταν στην Αθήνα το 1989.
Το βιβλίο της δημιούργησε σάλο στις ΗΠΑ. Η «Υπόθεση Βάλερι Πλέιμ» αποτέλεσε ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια της αμερικανικής εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής και έχει συγκλονίσει τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και πολλών άλλων χωρών, όπως και τον Λευκό Οίκο.
Βέβαια το βιβλίο έχει λογοκριθεί απόλυτα από τη CΙΑ που έχει διαγράψει ολόκληρες σελίδες (50, 51, 52, 53,63, 72 κ.ά.).
Έχουν επίσης διαγραφεί πολλά σημεία ακόμη και τίτλοι κεφαλαίων και χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι μόνον μία από είκοσι επτά σελίδες του πρώτου κεφαλαίου είναι ελεύθερη από μαύρες διαγραφές.
Ο σχετικός νόμος που ισχύει στις ΗΠΑ δίνει στη CΙΑ το δικαίωμα της παρέμβασης και της λογοκρισίας κειμένων που γράφονται από πρώην πράκτορες και όσοι δεν συμμορφώνονται διώκονται και τιμωρούνται αυστηρά.
Οι εβραίοι εκδότες (Simon and Schuster) κατάφεραν να ξεπεράσουν τα εμπόδια του νόμου και να υποστηρίξουν το βιβλίο προσλαμβάνοντας την εξαιρετική ρεπόρτερ Λόρα Ρόζεν, η οποία έχει να επιδείξει περγαμηνές στην ερευνητική δημοσιογραφία και σε θέματα εθνικής ασφάλειας. Η Ρόζεν ανέλαβε να γράψει ένα εκτεταμένο «υστερόγραφο» από 80 σελίδες μετά τον επίλογο της Πλέιμ, ώστε να προσδώσει στο βιβλίο την υπεραξία και τις εξηγήσεις που ήσαν απαραίτητες για τους αναγνώστες. Η δημοσιογράφος εργάστηκε ανεξάρτητα και βασίστηκε σε δημοσιεύματα και πληροφορίες, ενώ η ίδια η Βάλερι Πλέιμ δεν τη συνάντησε ποτέ πριν από την έκδοση του βιβλίου και διάβασε το «υστερόγραφο» αυτό μαζί με τους αναγνώστες. Είναι η Ρόζεν που συμπληρώνει και αποκαλύπτει πολλά από τα σημεία που η CΙΑ διέγραψε, δίνοντας ονόματα και ξεκαθαρίζοντας περιστατικά, καθώς η ίδια δεν υπήρξε ποτέ πράκτορας και επομένως δεν δεσμεύεται από τον σχετικό νόμο.
Το βιβλίο αναφέρεται στην προσωπική ιστορία της Βάλερι Πλέιμ, στην πρόσληψη της από τη CΙΑ και στην εκπαίδευση της στη «Φάρμα», στον γάμο, στη μητρότητα και την οικογενειακή της ζωή, τη δουλειά της στον τομέα των όπλων μαζικής καταστροφής, στην παρακολούθηση του «δικτύου Qadir Khan» με τη διακίνηση πυρηνικών και σε πολλά άλλα. Μερικές φορές οι λογοκριτές της CΙΑ μοιάζουν αφελείς και ανούσιοι, όμως, αυτό δεν είναι αλήθεια, καθώς και η παραμικρή λεπτομέρεια έχει τη σημασία της.
Η ΠΛΕΪΜ γράφει στο βιβλίο της για τον ρόλο που της ανέθεσε η CIA στην Ελλάδα:
«Η αποστολή μου ήταν να βρίσκω πηγές και να στρατολογώ πράκτορες που θα βοηθούσαν την κυβέρνηση των ΗΠΑ να κατανοήσει, να προβλέψει και να επηρεάσει καλύτερα τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα»
«Κάθε ημέρα στο γραφείο, συγκρίναμε με τους συναδέλφους μου τις σημειώσεις μας για το ποιούς πολιτικούς κλπ. είχαμε συναντήσει και με ποιούς θα έπρεπε να επιδιώξουμε να συνεχίσουμε τις επαφές μας».
Μετά ο Τζιμ (υψηλόβαθμο στέλεχος της CIA στην Αθήνα) μας ρωτούσε ποιούς είχαμε συναντήσει το περασμένο βράδυ.
Του δείχναμε με περηφάνια τη μικρή στοίβα με τις επαγγελματικές κάρτες, τις κοίταζε στα γρήγορα, απορρίπτοντας κάθε μία λέγοντας: «τον έχουμε ήδη στρατολογήσει – μην ασχολείστε – αναξιόπιστος – τον έχουμε ήδη στρατολογήσει – ίσως».
Η πρώτη της επιτυχημένη αποστολή «στρατολόγησης»:
«Ασχολούμουν με ένα πολύ έξυπνο και με υψηλές γνωριμίες νέο έλληνα πολιτικό, που απολάμβανε της εμπιστοσύνης ορισμένων από τους πιο υψηλόβαθμους παίκτες του πολιτικού παιχνιδιού» (δεν αναφέρει όνομα).
Εντύπωση προκαλεί η προθυμία με την οποία «Έλληνες πολιτικοί, επιστήμονες, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι και κοσμικοί της συμφοράς, σπεύδουν να παραδοθούν στην αγκαλιά της CΙΑ, για να αποκομίσουν τα κέρδη της επιτυχίας και της ανέλιξης».
Τι έγινε στη συνέχεια με τους ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ που αναδείχθηκαν από το πουθενά και τις προσκλήσεις τους από διάφορες «διεθνείς λέσχες», τους ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ που έκαναν λαμπρή «καριέρα» μέσα από δήθεν «μη κυβερνητικές οργανώσεις» και «ιδρύματα», με τις εταιρείες που «πρόκοψαν», τους ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ και όλους τους άλλους «παράξενους»; Πράκτορες του FΒΙ με την ιδιότητα του «legal attache» βραβεύτηκαν δημόσια και από κοινού με Έλληνες «συναδέλφους» για τη δράση τους στην Ελλάδα, πράκτορες της CΙΑ με ελληνικά ονόματα συμμετείχαν σε προγράμματα απαγωγών, πράκτορες του ΝSA και άλλων υπηρεσιών οργάνωσαν με τη σύμπραξη Ελλήνων τις υποκλοπές και τελικά αυτό που μένει, διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, είναι ότι ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ κυβερνούν σήμερα την αγαπημένη μας πατρίδα.-
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Πηγή:
e-diseis.gr