Να μάθεις να φεύγεις, έγραψαν κάποτε. Από την ασφάλεια των τρύπιων
αγκαλιών, από χειραψίες που στοιχειώνουν, από την ανάμνηση μιας κάλπικης
ευτυχίας…
Κι όλοι χειροκρότησαν. Όλοι εκείνοι οι δυνατοί που ξέρουν να κλείνουν πίσω τους μια πόρτα και να περπατούν στο άγνωστο, το αβέβαιο, το επαναστατημένο…
Υπάρχουν, όμως κι εκείνοι που αποφασίζουν να μείνουν.
Εκείνοι που στα σκούρα κάθονται εκεί και παλεύουν.
Άλλοι τους λένε ανόητους, άλλοι ονειροπόλους. Κάπου κάπου θα τους πουν και θύματα.
Ίσως να είναι όλα αυτά, ίσως και μερικά ακόμη.
Ίσως πάλι και τίποτα…
Είναι ψυχές που έμαθαν να μένουν. Να παλεύουν ακόμη και για εκείνα που άλλοι λένε αδύνατα και καταδικασμένα. Να τα κυνηγούν μήπως και πετύχουν.
Είναι αυτά που θέλει περισσότερο η καρδιά τους αλλά το Σύμπαν δε συνωμοτεί. Κι έτσι απομένουν να δέχονται ψέματα, απάτες, κοροϊδίες κι ανθρώπους που ίσως και να μην αξίζουν την προσοχή τους.
Γιατί έχουν ανάγκη, γιατί θέλουν, γιατί πρέπει. Γιατί δεν μπορούν αλλιώς…
Αυτοί οι άνθρωποι πάντα λογάριαζαν τα πρέπει και φιλούσαν τα χέρια που τους χτυπούσαν.
Πάντα έστεκαν υπομονετικοί σε χείλη που λέγαν ψέματα, σε κορμιά που απατούσαν.
Γιατί μπορούσαν μα δεν ήθελαν να κάνουν αλλιώς.
Γιατί σε κάθε άνθρωπο, ήθελαν να βλέπουν την καλή πλευρά. Κι ακόμη κι όταν αυτή δεν υπήρχε, με το μυαλό τους τη δημιουργούσαν. Την έβλεπε να στέκει στη θέση της, κοιμισμένη κι έτοιμη να την ξυπνήσουν αυτοί.
Ονειροπόλοι. Ω ναι, πολύ ονειροπόλοι.
Κι άτυχοι κάποιες φορές. Και τυχεροί κάποιες άλλες.
Γιατί άλλοτε κερδίζει η επιμονή κι άλλοτε χάνει.
Ποιος θα μπορούσε ποτέ με απαρασάλευτη βεβαιότητα να πει τι από τα δυο θα ισχύσει;
Καλό και κακό. Αλήθεια και ψέμα.
Άνθρωποι που αξίζουν κι άλλοι που βασανίζουν.
Τρύπιες καρδιές, άδειες αγκαλιές, απογοητεύσεις και ψέματα.
Κι αυτοί εκεί.
Να νοιαστούν, να πιστέψουν ή και να δικαιολογήσουν.
Γιατί ξέρουν πολύ καλά να δικαιολογούν. Και να στηρίζουν. Και να γίνονται κυματοθραύστες, εξιλαστήρια θύματα ή απλά θύματα
Κι αν πουν πως δεν τους νοιάζει, θα είναι ψέμα.
Αλλά περισσότερο από όλα τους πονά να μην τους νοιάζει.
Δε διανοούνται πως θα ξημερώσει μέρα κι αυτή η ευτυχία που ξέρουν για κάλπικη δε θα ανήκει στο στερέωμα τους. Ίσως γιατί φοβούνται το άγνωστο. Ίσως γιατί τρέμουν τις αλλαγές.
Μα πάνω από όλα, γιατί ελπίζουν πως ως δια μαγείας, όλα θα διορθωθούν. Όλα θα γίνουν όπως τα θέλουν.
Γι’ αυτό δε φεύγουν. Για το ενδεχόμενο…
Για εκείνη την απειροελάχιστη ελπίδα που δε θέλουν να αποχωριστούν.
Για εκείνη τη ρημάδα την πόρτα που δε θέλουν να την κλείσουν δίχως την ασφάλεια πως θα υπάρξει πάντα ένα διαθέσιμο παράθυρο επιστροφής…
Αν θέλει μια φορά δύναμη να φύγουν, θέλει εκατό να μείνουν.
Κι ας νιώθουν το αδιέξοδο που κλείνει σα μέγγενη γύρω τους.
Θέλει μαγκιά να μπορείς να συγχωρείς, να παραβλέπεις, να πιστεύεις, να δικαιολογείς.
Κόντρα σε όλους κι όλα.
Βαδίζουν ίσως στο γκρεμό.
Μα είναι δικός τους, κατά δικός τους κι είναι οικείος. Είναι χωράφι τους όλη τους τη ζωή και δεν τον φοβούνται. Ξέρουν που τελειώνει και που αρχίζει. Ξέρουν τα όρια του και τα δικά τους.
Μα κυρίως ξέρουν να πέφτουν με το κεφάλι. Δίχως να τους νοιάζει αν γκρεμοτσακιστούν.
Δική τους η απόφαση, δικός τους κι ο γκρεμός.
Κι όπου διάολο θέλει ας τους πάει.
Χαμένοι για χαμένοι κι αιώνια πιστοί…
Κι όποιος μπορέσει να τους καταλάβει, τους κατάλαβε.
Οι άλλοι ας φύγουν…
Αυτοί θα μείνουν…
Κι όλοι χειροκρότησαν. Όλοι εκείνοι οι δυνατοί που ξέρουν να κλείνουν πίσω τους μια πόρτα και να περπατούν στο άγνωστο, το αβέβαιο, το επαναστατημένο…
Υπάρχουν, όμως κι εκείνοι που αποφασίζουν να μείνουν.
Εκείνοι που στα σκούρα κάθονται εκεί και παλεύουν.
Άλλοι τους λένε ανόητους, άλλοι ονειροπόλους. Κάπου κάπου θα τους πουν και θύματα.
Ίσως να είναι όλα αυτά, ίσως και μερικά ακόμη.
Ίσως πάλι και τίποτα…
Είναι ψυχές που έμαθαν να μένουν. Να παλεύουν ακόμη και για εκείνα που άλλοι λένε αδύνατα και καταδικασμένα. Να τα κυνηγούν μήπως και πετύχουν.
Είναι αυτά που θέλει περισσότερο η καρδιά τους αλλά το Σύμπαν δε συνωμοτεί. Κι έτσι απομένουν να δέχονται ψέματα, απάτες, κοροϊδίες κι ανθρώπους που ίσως και να μην αξίζουν την προσοχή τους.
Γιατί έχουν ανάγκη, γιατί θέλουν, γιατί πρέπει. Γιατί δεν μπορούν αλλιώς…
Αυτοί οι άνθρωποι πάντα λογάριαζαν τα πρέπει και φιλούσαν τα χέρια που τους χτυπούσαν.
Πάντα έστεκαν υπομονετικοί σε χείλη που λέγαν ψέματα, σε κορμιά που απατούσαν.
Γιατί μπορούσαν μα δεν ήθελαν να κάνουν αλλιώς.
Γιατί σε κάθε άνθρωπο, ήθελαν να βλέπουν την καλή πλευρά. Κι ακόμη κι όταν αυτή δεν υπήρχε, με το μυαλό τους τη δημιουργούσαν. Την έβλεπε να στέκει στη θέση της, κοιμισμένη κι έτοιμη να την ξυπνήσουν αυτοί.
Ονειροπόλοι. Ω ναι, πολύ ονειροπόλοι.
Κι άτυχοι κάποιες φορές. Και τυχεροί κάποιες άλλες.
Γιατί άλλοτε κερδίζει η επιμονή κι άλλοτε χάνει.
Ποιος θα μπορούσε ποτέ με απαρασάλευτη βεβαιότητα να πει τι από τα δυο θα ισχύσει;
Καλό και κακό. Αλήθεια και ψέμα.
Άνθρωποι που αξίζουν κι άλλοι που βασανίζουν.
Τρύπιες καρδιές, άδειες αγκαλιές, απογοητεύσεις και ψέματα.
Κι αυτοί εκεί.
Να νοιαστούν, να πιστέψουν ή και να δικαιολογήσουν.
Γιατί ξέρουν πολύ καλά να δικαιολογούν. Και να στηρίζουν. Και να γίνονται κυματοθραύστες, εξιλαστήρια θύματα ή απλά θύματα
Κι αν πουν πως δεν τους νοιάζει, θα είναι ψέμα.
Αλλά περισσότερο από όλα τους πονά να μην τους νοιάζει.
Δε διανοούνται πως θα ξημερώσει μέρα κι αυτή η ευτυχία που ξέρουν για κάλπικη δε θα ανήκει στο στερέωμα τους. Ίσως γιατί φοβούνται το άγνωστο. Ίσως γιατί τρέμουν τις αλλαγές.
Μα πάνω από όλα, γιατί ελπίζουν πως ως δια μαγείας, όλα θα διορθωθούν. Όλα θα γίνουν όπως τα θέλουν.
Γι’ αυτό δε φεύγουν. Για το ενδεχόμενο…
Για εκείνη την απειροελάχιστη ελπίδα που δε θέλουν να αποχωριστούν.
Για εκείνη τη ρημάδα την πόρτα που δε θέλουν να την κλείσουν δίχως την ασφάλεια πως θα υπάρξει πάντα ένα διαθέσιμο παράθυρο επιστροφής…
Αν θέλει μια φορά δύναμη να φύγουν, θέλει εκατό να μείνουν.
Κι ας νιώθουν το αδιέξοδο που κλείνει σα μέγγενη γύρω τους.
Θέλει μαγκιά να μπορείς να συγχωρείς, να παραβλέπεις, να πιστεύεις, να δικαιολογείς.
Κόντρα σε όλους κι όλα.
Βαδίζουν ίσως στο γκρεμό.
Μα είναι δικός τους, κατά δικός τους κι είναι οικείος. Είναι χωράφι τους όλη τους τη ζωή και δεν τον φοβούνται. Ξέρουν που τελειώνει και που αρχίζει. Ξέρουν τα όρια του και τα δικά τους.
Μα κυρίως ξέρουν να πέφτουν με το κεφάλι. Δίχως να τους νοιάζει αν γκρεμοτσακιστούν.
Δική τους η απόφαση, δικός τους κι ο γκρεμός.
Κι όπου διάολο θέλει ας τους πάει.
Χαμένοι για χαμένοι κι αιώνια πιστοί…
Κι όποιος μπορέσει να τους καταλάβει, τους κατάλαβε.
Οι άλλοι ας φύγουν…
Αυτοί θα μείνουν…
Της Στεύης Τσούτση.
Πηγή:
diaforetiko.gr