Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

"Αμφίπολη : Επιδιωκόμενη χρονολόγηση και επιστημονική πραγματικότητα"

Είναι πασιφανές εδώ και καιρό, πως παρά τον παγκόσμιο τύπο και τις διεθνείς βραβεύσεις, το μοναδικό μνημείο στον Λόφο Καστά της Αμφιπόλεως σκανδαλωδώς υποβαθμίζεται.

Η ανασκαφή έχει σταματήσει πάνω από ένα χρόνο. Οι τόσο αντικρουόμενες απόψεις των αρχαιολόγων (αν είναι δυνατόν να υπάρχουν διαφορές χρονολόγησης έως 300 χρόνια !), κατέδειξαν πως το κύρος της ελληνικής αρχαιολογίας οδεύει προς το «απόσπασμα», αν δεν έχει ήδη λάβει την σχετική θέση.
Το όλο ζήτημα κινείται σε 3 βασικούς άξονες:
1) την επιχειρούμενη απαξίωση της ανασκαφικής ομάδας,
2) την επιδιωκόμενη ρωμαϊκή χρονολόγηση και
3) την προς τα διεθνή, κυρίως, μέσα, παραπληροφόρηση πως επιτροπή του Υπουργείου χρονολόγησε το μνημείο από τον 2ο αιώνα και το θέμα έχει κλείσει.


Πρώτο αντεπιχείρημα, που σκοπίμως καλλιεργήθηκε, αποτελεί η επιστημονική απαξίωση της ανασκαφικής ομάδας και η υποβάθμιση της σημασίας του μνημείου. Κορυφαίος του χορού αυτού, αναδείχθηκε ο Γραμματέας της «Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας» και ακαδημαϊκός Β. Πετράκο.

Χαρακτήρισε το μνημείο πως «έως τώρα δεν προσέφερε κάτι το νέο» και την ανασκαφή πως διεξάγεται «από πρόσωπα που αγνοούν την επιστήμη»! Για τον πραγματικό ρόλο τον οποίο, πιθανότατα διαδραμάτισε το μνημείο ως χρήση και επιρροή, δεν αρκεί το παρόν για να επεκταθούμε.
Ωστόσο δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί μακεδονικό μνημείο, το οποίο να συνδυάζει μαρμάρινο περίβολο διαμέτρου 158 μέτρων, γλυπτές μνημειακές σφίγγες στην είσοδο, λέοντα ως ταφικό σήμα, γλυπτές «καρυάτιδες» εντός και εικονικό νεκρικό ψηφιδωτό αντί τοιχογραφίας. Ως προς την επάρκεια της ομάδας, η κα Περιστέρη έχει μεταπτυχιακές σπουδές στο Paris I Sorbonne, μεγάλη ανασκαφική εμπειρία και παγκόσμια αναγνώριση.
Ο αρχιτέκτονας Μ. Λεφατζής, ίσως αναδειχθεί το επόμενο next best thing στο χώρο του. Όσο για την τελευταία διασκόπηση, πραγματοποιήθηκε από τον πρόεδρο του τμήματος Γεωλογίας του Α.Π.Θ. κ. Γρηγόρη Τσόκα.
Όσο να΄ναι δεν τους λες και άσχετους!
Κεντρικό σημείο της διαμάχης, είναι η εμμονική απόρριψη της χρονολόγησης του μνημείου στον 4ο αιώνα π.Χ. Ο αντίλογος δέχεται, μια αρχική φάση του μνημείου όχι ενωρίτερα από τις αρχές του 3ου αιώνα (Π. Φάκλαρης) και επεκτάσεις του από τον όψιμο 2ο αιώνα π.Χ., έως και την μάχη των Φιλίππων το 42 π.Χ. (Όλγα Παλαγγιά).

Το ψηφιδωτό ως βοτσαλωτό, «βαπτίσθηκε» 2ος αιώνας π.Χ. (σ.σ. λόγω της τεχνικής του δεν μπορεί να χρονολογηθεί παρακάτω). Τα γλυπτά χαρακτηρίσθηκαν ως «αρχαϊστικά» και εν προκειμένω, δημιουργίες της ρωμαϊκής κατοχής του 1ου π.Χ., οι οποίες μιμούνται έργα προγενέστερων αιώνων (Αγγ. Κοτταρίδη, Ο. Παλαγγιά). Ας δούμε, όμως, τι ισχύει στην πραγματικότητα.

Ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε το 323 π.Χ., η μητέρα του Ολυμπιάς δολοφονήθηκε στην Πύδνα το 316, ενώ η σύζυγος και ο υιός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ρωξάνη και Αλέξανδρος αντίστοιχα στην Αμφίπολη, το 311 ή το 309 π.Χ. Έτσι μια χρονολόγηση από τις αρχές του Γ΄ αιώνα π.Χ., είναι πολύ «βολική».

Προϋποθέτει πως το μνημείο άρχισε να οικοδομείται, όταν είχαν φύγει από τη ζωή όλα τα μέλη της οικογένειας Αλεξάνδρου. Συνεπώς δεν θα μπορεί να συνδεθεί με αυτούς. Αντίστοιχα απορρίπτεται η πρόταση του κ. Λεφατζή (και όχι μόνο), πως ο γλυπτός περίφημος λέων ήταν τοποθετημένος στην οροφή του λόφου και τύμβου Καστά. Έχει, όμως, και αυτό την εξήγησή του.
Ο λέων είναι χωρίς αμφισβήτηση γλυπτό έργο του 4ου αιώνα π.Χ. Αν δεχθούν πως υπήρχε στη κορυφή του Καστά ως ταφικό σήμα, αυτό αυτομάτως χρονολογεί στον ίδιο αιώνα και το μνημείο. Άρα ο λέων πρέπει πάση θυσία να αποσυνδεθεί από τον Καστά. Μάλιστα ως προς αυτό επιστρατεύτηκε και η άποψη του κ. Καμπούρογλου, πρώην συνεργάτη της ανασκαφικής ομάδας, πως η κορυφή του λόφου άντεχε έως 600 τόνους (και άρα όχι το βάρος του λέοντος με την βάση του). Αφού, όμως, θέσαμε τα κίνητρα της αντιδικίας, ας δούμε και πραγματικά επιχειρήματα.

Ο αρχιτέκτονας της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Τόνι Κοζέλι, δήλωσε σαφώς για το μνημείο πως «δεν έχει τίποτα το Ρωμαϊκό είναι καθαρά μακεδονικό…». Ο Μιχάλης Λεφατζής ορθώς κατέδειξε, πως ο λέων με τη βάση δίνει ύψος 15,84 μ., το ακριβώς υπο-δεκαπλάσιο της διαμέτρου του μαρμάρινου περιβόλου (158,4 μ.)

Αμφότερα αποτελούν ακριβή υποπολλαπλάσια των τειχών της πρώτης Αλεξανδρείας, τα οποία την περιέτρεχαν σε μήκος 15,8 χλμ. και είχαν, βέβαια, αρχιτέκτονα τον περίφημο Δεινοκράτη.
Επίσης το συμβολικό των 158+ μέτρων, απαντά και στο Ηρώο (τονίζω το Ηρώο) του Αρχοντικού Πέλλης (οικοδομημένο πιθανώς στα 285-281 π.Χ.). Επιπλέον στην παρουσίαση των ευρημάτων της 30ης Οκτωβρίου, ο κ. Λεφατζής απάντησε με νόημα, πως το σημείο όπου ήταν ο γλυπτός λέων, αντέχει έως 3000 τόνους.
Ως προς τα γλυπτά, είναι χαρακτηριστική η τεκμηρίωση του βραβευμένου αρχαιολόγου και ειδικού στην μελέτη της αρχαίας γλυπτικής κ. Antonio Corso. Απέδωσε πειστικά την κατασκευή των γλυπτών σε εργαστήρια της Θάσου, αφού ορθώς διέγνωσε μεταξύ άλλων, μεγάλη «συγγένεια» της κεφαλής της σφίγγας με κεφαλή του Διονύσου από την Θάσο του 330-320 π.Χ. Εντόπισε κοινά στοιχεία με το υστεροκλασσικό Αρτεμίσιο της Εφέσου, το οποίο ο Αρτεμίδωρος απέδιδε στον Δεινοκράτη.
Τέλος οι επιφάνειες των γλυπτών, τα υποδήματα τους και οι βάσεις των «καρυάτιδων» του Καστά, αποκλείουν την «ρωμαϊκή» τους χρονολόγηση, «πλην αρχαιολόγων που δεν γνωρίζουν καλά αυτές τις λεπτομέρειες» (συνέντευξη στον Δρ. Νικόλαο Β. Παππά).
Πολύ σημαντική επισήμανση είχε κάνει, ήδη το 2014 σε εκπομπή του MEGA και του Κ. Πρετεντέρη, ο Θ. Μαυρογιάννης (αναπλ. καθηγητής του Πανεπιστημίου της Κύπρου):

Στο μνημείο υπάρχει ψευδοϊσόδομη τοιχοποιία, αντίστοιχη Ιερού της Σαμοθράκης, και η οποία χρονολογείται, ασφαλώς, λόγω επιγραφής, στα 323-317 π.Χ.
Τέλος ως προς το ψηφιδωτό, θα πρέπει να αναφέρουμε την άποψη της κορυφαίας, ίσως, ερευνήτριας των αρχαίων ψηφιδωτών, της ομότιμης καθηγήτριας του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. Παναγιώτας Ασημακοπούλου-Ατζάκας: το ψηφιδωτό είναι κατασκευασμένο με χαρακτηριστική βοτσαλωτή τεχνική, πολύ πριν την εισαγωγή της τεχνικής της κομμένης ψηφίδας (~μέσα 3ου αιώνα π.Χ.).
Δεν φέρει καν μεταγενέστερα μεταβατικά στοιχεία, όπως η χρήση μικτών τεχνικών (βότσαλου και κομμένης ψηφίδας). Το τοποθέτησε αυστηρά στον 4ο αιώνα και πιθανώς στα τελευταία χρόνια του.
Γράφει ο Κωνταντίνος Κόττης
konstantinosoa@yahoo.gr


Πηγή:
thousandnews.gr