Θεόφραστος: Η απόλαυση της γεύσης, αιτία για τις θυσίες ζώων!
Συντελούνται αμέτρητες σφαγές ζώων εις το όνομα μιας θρησκείας και μάλιστα μιας θρησκείας που υποκριτικά πρεσβεύει την αγάπη, αξίζει να φέρουμε στο προσκήνιο μια πραγματεία η οποία προέρχεται απ’ την αρχαιότητα αλλά είναι, όπως θα διαπιστώσετε, διαχρονική και πάνω απ’ όλα επίκαιρη.
Η πραγματεία ονομάζεται “Περί Ευσεβείας” και την έχει γράψει ο Θεόφραστος. Παρ’ όλο που ο Θεόφραστος είναι γνωστός, ας πούμε λίγα λόγια για την ζωή και το έργο του.
Γεννήθηκε το 370 π.κ.ε. στην Ερεσό της Λέσβου. Ονομαζόταν Τύρταμος αλλά λόγω του θεσπέσιου της φράσεώς του, ο Αριστοτέλης τον μετονόμασε Θεόφραστο. Υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα, φίλος και συνεργάτης του Αριστοτέλη και διευθυντής της Περιπατητικής Σχολής για 34 χρόνια στα οποία η σχολή άκμασε θεαματικά αριθμώντας περίπου δύο χιλιάδες μαθητές. Έγραψε 240 έργα, τα θέματα των οποίων προέρχονται από πολλούς τομείς της πολιτικής, ηθικής, λογικής, μεταφυσικής, φυσικής, ρητορικής, ποιητικής κ.α. Θεωρείται ο Πατέρας της Βοτανικής λόγω των εκτενών βοτανολογικών του συγγραμμάτων που αποδεικνύουν ότι πάνω απ’ όλα ήταν ερευνητής και παρατηρητής της Φύσης, γεγονός που τον οδήγησε στην πεποίθηση ότι όλα τα έμβια όντα συνδέονται με φυσική συγγένεια.
Απ’ το συγκεκριμένο έργο του, μας έχουν διασωθεί αρκετά αποσπάσματα τα οποία μας δίνουν μια εικόνα για την αντίληψη του Θεόφραστου περί λατρείας και πώς απέρριψε τις αιματηρές θυσίες και γενικότερα τη κακομεταχείριση των ζώων. Ας μάθουμε λοιπόν τί έχει να μας πει αυτός ο αξιόλογος άνθρωπος μέσα απ’ τα πολύτιμα αποσπάσματα του έργου του που έχουν διασωθεί, για την πορεία που ακολούθησε η ανθρωπότητα όσον αφορά τις λατρευτικές θυσίες και τις θρησκευτικές προσφορές, οι οποίες, όπως θα διαπιστώσετε και μόνοι σας, είναι άρρηκτα δεμένες με τις διατροφικές μας συνήθειες και απολαύσεις:
Θεόφραστος “Η Ιστορία της Σφαγής των Ζώων”
Αμέτρητος χρόνος φαίνεται να έχει περάσει από τότε που το πιο σοφό γένος απ’ όλα και αυτό που κατοικούσε στη χώρα που ιδρύθηκε από τον Νείλο άρχισε ευθύς εξαρχής να θυσιάζει στους ουράνιους θεούς προσφορές όχι από σμύρνα ούτε από μείγμα κασίας, λιβανωτού και κρόκου. Αυτά τα χρησιμοποιούσαν πολλές γενιές αργότερα και ο άνθρωπος, που άρχισε τις περιπλανήσεις και την αναζήτηση των αναγκαίων προς το ζην, άρχισε να προσφέρει στους θεούς με πολλούς κόπους και δάκρυα, σταγόνες από αυτά.
Δεν πρόσφεραν αυτά λοιπόν στην αρχή αλλά χλόη, σαν να έπαιρναν με τα χέρια τους κάποιο χνούδι της ζωοδότρας Φύσης. Διότι η γη είχε γεννήσει δέντρα πριν από τα ζώα και πολύ πριν απ’ τα δέντρα τη χλόη που αναγεννάτε κάθε χρόνο, από την οποία έπαιρναν φύλλα και ρίζες και τα έκαιγαν μαζί με ολόκληρους τους βλαστούς των φυτών, τιμώντας με αυτή την προσφορά τους ορατούς ουράνιους θεούς, επιφυλάσσοντας τους και τιμές φωτιάς. Γι’ αυτό το σκοπό φύλαγαν και τη φωτιά άσβεστη στους ναούς, επειδή πίστευαν ότι αυτή έμοιαζε στους θεούς απολύτως.
Απ’ το θυμίαμα, που έβγαινε από το κάψιμο των προϊόντων της γης, πήραν τ’ όνομά τους τα θυμιατήρια, το «θύειν» και οι θυσίες. Τις λέξεις αυτές χρησιμοποιούμε και μείς καταχρηστικά, σαν να είχαν και τη μεταγενέστερη παρανοημένη τους έννοια, αποκαλώντας θυσία τη φαινομενική λατρεία των θεών με θυσίες ζώων. Τόσο πολύ οι αρχαίοι προσπαθούσαν να διαφυλάξουν τα έθιμα, ώστε εξαπέλυαν κατάρες εναντίον αυτών που εγκατέλειπαν τις παραδοσιακές θυσίες και εισήγαγαν άλλες και ακόμα και τώρα ονομάζουν τα θυμιάματα αρώματα.Την αρχαιότητα της προέλευσης των θυμιαμάτων μπορεί να διαπιστώσει κανείς, αν παρατηρήσει ότι πολλοί ακόμα και σήμερα προσφέρουν κάποια κομμάτια από αρωματικά ξύλα τριμμένα μαζί.
Έτσι λοιπόν, αφού η γη μετά απ’ την αρχικά γεννημένη χλόη άρχισε πια να γεννά δέντρα και οι άνθρωποι δοκίμασαν πρώτα τον καρπό της βελανιδιάς,(!) έκαιγαν λίγους απ’ τους καρπούς της εξαιτίας της σπανιότητάς τους, τα φύλλα της όμως τα έκαιγαν σε μεγαλύτερες ποσότητες ως θυσία στους θεούς. Μετά απ’ αυτά η ανθρωπότητα στράφηκε πια στην επεξεργασμένη τροφή και σε προσφορές καρπών, λέγοντας «Αρκετά η βελανιδιά». Καθώς εμφανίστηκε ο πρώτος δημητριακός καρπός μετά τα όσπρια, το κριθάρι, το ανθρώπινο γένος χρησιμοποιούσε αρχικά για τις πρώτες θυσίες το κριθάρι όπως ήταν. Αργότερα όμως κοπάνιζαν τα δημητριακά και άλεθαν αυτά που προορίζονταν για τροφή.
Τα εργαλεία γι’ αυτές τις εργασίες τα κάλυψαν με πέπλο μυστηρίου και τα αντίκριζαν ως ιερά, επειδή πρόσφεραν θεϊκή βοήθεια για τη ζωή, και, καθώς η αλεσμένη τροφή εκτιμήθηκε πιο πολύ από την προηγούμενη, πρόσφεραν αρχικά θυσίες στους θεούς παραδίδοντας στη φωτιά κάτι από την αλεσμένη αυτή τροφή.
Γι’ αυτό ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούμε στο τέλος των θυσιών τις προσφορές αλεσμένων δημητριακών, μαρτυρώντας με αυτή την πράξη μας την εξέλιξη των θυσιών από την αρχική τους προέλευση, ξεχνώντας όμως για ποιό λόγο κάνουμε το καθένα απ’ αυτά. Ξεκινώντας από αυτή την κατάσταση και καθώς πλήθυναν οι καρποί και το σιτάρι, προστέθηκαν πια στις θυσίες προς τους θεούς γλυκά και κάποιες ποσότητες απ’ όλα τα άλλα αγαθά.
Συχνά οι άνθρωποι μάζευαν τότε λουλούδια και όχι σπάνια έκαναν μείγματα, αν είχαν στο βιός τους κάτι όμορφο και με οσμή ταιριαστή στις θεϊκές αισθήσεις. Τα λουλούδια τα έπλεκαν στεφάνια, τα μείγματα τα δώριζαν ρίχνοντάς τα στη φωτιά, και όταν ανακάλυψαν και άλλες θεϊκές σταγόνες, τον οίνο, το μέλι και επίσης το ελαιόλαδο, για την ανθρώπινη χρήση, πρόσφεραν απ’ αυτά στους θεούς, τους δημιουργούς αυτών των ουσιών. (π.χ. προς τον Ήλιο και τις Ώρες)
Καθώς όμως οι θυσίες που πρόσφεραν οι άνθρωποι γίνονταν όλο και πιο ανόσιες, εισήχθη το έθιμο των πιο φοβερών θυσιών, γεμάτων κτηνωδία, έτσι ώστε να φαίνεται πως οι κατάρες που είχαν εκτοξευθεί εναντίον μας στο παρελθόν (από ποιούς άραγε;) έχουν εκπληρωθεί τώρα: οι άνθρωποι διέπραξαν σφαγές και μίαναν τους βωμούς με αίμα από τότε που γνώρισαν τους λιμούς και τους πολέμους και άγγιξαν αίμα. Έτσι λοιπόν το δαιμόνιο, οργισμένο με αυτά τα δύο, έθεσε την αρμόζουσα τιμωρία.
Καθώς κάποιοι απ’ τους ανθρώπους έγιναν άθεοι και άλλοι κακόπιστοι, τους οποίους δικαιολογημένα θα ονομάζαμε κακόθεους, επειδή πιστεύουν ότι οι θεοί είναι στη φύση τους κατώτεροι και καθόλου καλύτεροι από μας, έτσι οι πρώτοι φαίνεται πως έγιναν άνθρωποι που δεν θυσιάζουν και δεν προσφέρουν τίποτα απ’ τα αγαθά τους στους θεούς, ενώ οι άλλοι είναι κακοθυσιαστές και αυτοί που καταπιάστηκαν με θυσίες άνομες. Γι’ αυτό οι Θώες, κάτοικοι των Θρακικών συνόρων, που δεν πρόσφεραν τίποτα ούτε θυσίαζαν, εξαφανίστηκαν εκείνο τον καιρό από την ανθρωπότητα και ξαφνικά κανείς δεν μπορούσε να βρει ούτε τους κατοίκους ούτε την πόλη ή τα θεμέλια των σπιτιών. (Πλήρης εξαφάνιση από προσώπου γης με απόφαση του Ζεύ!)
Αλλά και οι Βασσάρες, που παλιά όχι μόνο μιμήθηκαν τις θυσίες των Ταύρων, αλλά πρόσθεσαν επιπλέον στην άγρια μανία των ανθρωποθυσιών την ανθρωποφαγία, όπως κάνουμε εμείς τώρα με τα ζώα, αφού, δηλαδή, δώσουμε ό’τι είναι για τους θεούς, τα υπόλοιπα τα τρώμε, ποιός δεν έχει ακούσει ότι πέφτουν με μανία ο ένας πάνω στον άλλο και αλληλοσπαράζονται, στην πραγματικότητα έχουν ευωχίες αίματος, και δεν σταμάτησαν προτού το γένος τους εξολοθρεύσει τους πρώτους που εφάρμοσαν εκεί τέτοιου είδους θυσίες;
Μεταγενέστερη λοιπόν και η πιο πρόσφατη είναι η θυσία ζώων, η προέλευση της οποίας ανάγεται σε όχι κάτι ευχάριστο όπως των καρπών αλλά στην πείνα ή κάποια άλλη ατυχή συγκυρία. Έτσι, για παράδειγμα, οι περισσότεροι από τους σκοτωμούς που έγιναν στους Αθηναίους οφείλονται εν μέρει σε άγνοια, οργή ή φόβο. Έτσι, τη σφαγή των χοίρων την προσάπτουν σε ένα ακούσιο σφάλμα της Κλυμένης, που έριξε το βέλος χωρίς να το θέλει και σκότωσε το ζώο. Γι’ αυτό ο άντρας της που φοβήθηκε επειδή εκείνη είχε διαπράξει κάτι παράνομο, πήγε στο ναό της Πυθίας και ζήτησε χρησμό από το θεό.
Επειδή ο θεός παρέβλεψε το συμβάν, θεώρησαν την πράξη από τότε και στο εξής άνευ σημασίας. (Να πώς ξεκίνησε όλο το κακό με τις σφαγές ζώων, από μία παράβλεψη του θεού ν’ ασχοληθεί με το συμβάν ή έτσι βόλεψε τους Αθηναίους προκειμένου να σφάζουν και να καταβροχθίζουν χοιρινό κρέας χωρίς τύψεις!!!) Στο Ικάριο της Αττικής σκότωσαν κατσίκα για πρώτη φορά επειδή έφαγε ένα αμπέλι.
Στους Αθηναίους λοιπόν τέτοιου είδους αιτίες αναφέρονται κατά ένα μέρος, ενώ σε άλλους διαφορετικές. Όλες όμως είναι γεμάτες ανόσιες δικαιολογίες. Οι περισσότεροι αποδίδουν την ευθύνη στην πείνα και στην αδικία που αυτή προκαλεί. Γι’ αυτό, αφού έβαλαν στο στόμα τους τα έμψυχα, άρχισαν και να τα προσφέρουν, συνηθισμένοι όπως ήταν να δίνουν τα πρώτα από τις τροφές τους. Επομένως, ακόμα και αν το έθιμο των θυσιών είναι παλαιότερο από την απαραίτητη τροφή, (όπως η χλόη και τα αρωματικά ξύλα) δεν θα μπορούσε γι’ αυτό να προσδιορίζει τί πρέπει να τρώνε οι άνθρωποι.
Επειδή όμως ακολούθησε και αυτά που έτρωγαν τα χρησιμοποιούσαν μετά ως αφιερώματα, δεν γίνεται βέβαια να καθιερωθούν αναγκαστικά ως ευσεβή αυτά που ασεβώς προσφέρθηκαν στους θεούς. Αποδεικνύει όμως εξίσου πως κάθε τέτοια πρακτική έχει τις ρίζες της στην αδικία το ότι το κάθε έθνος δεν θυσιάζει ούτε τρώει τα ίδια, αλλά καθένας προσέχει αυτό που του ταιριάζει με βάση την ανάγκη του.
Πρώτα πρώτα επειδή πολλά έθνη δε διαθέτουν κανένα από τα θυσιαζόμενα ζώα, εκτός και αν κάποιος αναφέρει τα ανάξια λόγου. Δεύτερον, επειδή οι περισσότεροι από αυτούς που κατοικούν στις πόλεις αποκλειστικά διαθέτουν λίγα από αυτά. Ακόμα και αν κάποιος προβάλλει το επιχείρημα ότι και οι εκλεκτοί καρποί σπανίζουν, αυτό δεν ισχύει για τους υπόλοιπους που φυτρώνουν στη γη, ούτε είναι τόσο δύσκολο να προμηθευτεί κανείς καρπούς, όπως ισχύει για τα ζώα.
Είναι λοιπόν ευκολότερο να βρούμε καρπούς και προϊόντα της γης απ’ ότι ζώα. Το ευτελές και άφθονο συντελεί στην αδιάκοπη και σε όλων την ευσέβεια. Αλλά και η πείρα μαρτυρεί ότι οι θεοί χαίρονται με αυτό παρά με το πολυδάπανο. Γιατί η Πυθία δεν είπε ποτέ ότι ήταν πιο ευχάριστος στον Πύθιο εκείνος ο Θεσσαλός, που του έφερνε τα βόδια με τα χρυσά κέρατα και τις εκατόμβες από τον Ερμιονέα που είχε προσφέρει τρία δάχτυλα αλεσμένο σιτάρι απ’ το δισάκι του.
Και όταν, εξαιτίας αυτού που του είπε, έριξε όλο το υπόλοιπο περιεχόμενο απ’ το σακούλι του στο βωμό, ο θεός είπε πάλι ότι με αυτή του την πράξη τον δυσαρέστησε διπλά απ’ όσο τον είχε ευχαριστήσει προηγουμένως. Τόσο πολύ αγαπούν οι θεοί το ευτελές και η θεότητα κοιτάζει περισσότερο το ήθος των θυσιαζόντων παρά το μέγεθος της θυσίας.
Άλλωστε και ο Απόλλων, όταν συνιστά να θυσιάζουμε σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα, φαίνεται να μας επαναφέρει στα παλαιά έθιμα. Και τα παλαιά έθιμα ήταν προσφορές γλυκών και καρπών. Γι’ αυτό πήραν το όνομα θυσίες και θυελές και θυμέλες και το «θύειν» το ίδιο σχετιζόταν με το «θυμιάν» και αυτό που λέμε σήμερα «επιθύειν».
«Πρόσφεραν στον Απόλλωνα εκατόμβες ολόκληρες από ταύρους και κατσίκες».
Αγνοούν αυτοί που εισήγαγαν στις θυσίες την πολυτέλεια πως μαζί με αυτή έφεραν και πλήθος κακών, δεισιδαιμονία, τρυφή και την εντύπωση ότι μπορούν να δωροδοκηθούν οι θεοί και να εξαγοραστούν οι αδικίες με τις θυσίες. Αλλιώς γιατί άλλο θυσίαζαν κάποιοι τρία ζώα χρυσοκέρατα, άλλοι εκατοντάδες και η Ολυμπιάς, η μητέρα του Αλέξανδρου, ολόκληρη χιλιάδα, άπαξ και η πολυτέλεια είχε οδηγήσει στη δεισιδαιμονία;
Όταν λοιπόν ένας νέος μαθαίνει πως οι θεοί ευχαριστιούνται με την πολυτέλεια και, όπως λένε, με συμπόσια από βόδια και άλλα ζώα, πώς είναι δυνατόν να γίνει από μόνος του συνετός; Πως μπορεί κάποιος, ο οποίος πιστεύει ότι προσφέρει θυσίες που ευχαριστούν τους θεούς, να μην έχει την πεποίθηση ότι δικαιούται να διαπράττει αδικήματα, αφού θα μπορέσει να εξαγοράσει την ενοχή του με θυσίες; Όποιος όμως είναι πεπεισμένος ότι οι θεοί δεν έχουν ανάγκη από τούτα, αλλά προσέχουν το ήθος των προσερχομένων, θεωρώντας ως μεγαλύτερη θυσία την ορθή αντίληψη για τους ίδιους και για τα πράγματα, πώς δε θα είναι συνετός, όσιος και δίκαιος;
Η καλύτερη προσφορά για τους θεούς είναι ο καθαρός νους και μια ψυχή χωρίς πάθη. Πρέπει λοιπόν με καθαρό φρόνημα να πηγαίνουμε να θυσιάζουμε στους θεούς, προσφέροντας θυσίες θεοφιλείς και όχι πολυτελείς, Τώρα νομίζει ο κόσμος πως δεν αρκεί για την αγνότητα της θυσίας να ντυθούν με λαμπρό ένδυμα, αν το σώμα τους δεν είναι καθαρό. Όταν όμως κάποιοι φροντίζουν το σώμα και τα ρούχα τους, χωρίς να έχουν καθαρή την ψυχή τους από κακίες, πιστεύουν πως δεν έχει καμία σημασία, σα να μη χαίρεται ο θεός προπάντων αν είναι καθαρό το πιο θεϊκό μέρος, που έχουμε μέσα μας, αφού είναι και συγγενικό του.
(Τί έχει αλλάξει από τότε μέχρι σήμερα; Τίποτα. Και τώρα οι πιστοί πηγαίνουν για παράδειγμα στην εκκλησία φορώντας τα καλά τους αλλά η μικροψυχία και η κακία δε λείπει μέσα από τους ναούς! Έτσι, στην Επίδαυρο απ’ έξω υπήρχε γραμμένη η επιγραφή: «Αγνός πρέπει να είναι όποιος μπαίνει στον ναό τον θυμιατισμένο και η αγνότητα είναι το όσιο φρόνημα».
Θεόφραστος: Η απόλαυση της γεύσης, αιτία για τις θυσίες ζώων!
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι καταργούμε μεγάλο μέρος της μαντείας με σπλαχνοσκοπία, αν απέχουμε από το σκότωμα των ζώων. Ας σκοτώσει λοιπόν αυτός και τους ανθρώπους. Διότι το μέλλον φαίνεται και στα δικά τους σπλάχνα, όπως λένε. Πολλοί απ’ τους βαρβάρους άλλωστε εξετάζουν σπλάχνα ανθρώπων. Όπως όμως είναι αδικία και πλεονεξία να σκοτώνει κανείς για τη μαντεία τον ομόφυλο, το ίδιο άδικο είναι να σφάζουμε και τα άλογα ζώα για τη μαντεία.
Οι αρχαίες θυσίες σε πολλά μέρη ήταν νηφάλιες και νηφάλιες είναι οι σπανδές με νερό και οι μεταγενέστερες με μέλι. Αυτό το υγρό προϊόν βρήκαμε πρώτο, έτοιμο από τις μέλισσες. Έπειτα ήταν οι σπονδές με ελαιόλαδο και στο τέλος, μετά απ’ όλες, ήρθαν οι σπονδές με κρασί. Ο Εμπεδοκλής στην ανάλυσή του για τις θυσίες και τη θεογονία λέει:
«Δεν είχαν εκείνοι θεό τους τον Άρη, ούτε τον Κυδοιμό, ούτε τον βασιλιά Δία, τον Κρόνο ή τον Ποσειδώνα αλλά τη βασίλισσα Κυπρή η οποία είναι η φιλία. (αγάπη) Αυτήν εξευμένιζαν με ευσεβή δώρα, με ζώα ζωγραφισμένα και ακριβά μύρα, με θυσίες άκρατης σμύρνας και θυμίαμα λιβανιού, ρίχνοντας σπανδές ξανθού μελιού στα κατώφλια.»
Συνήθεια που σώζεται ακόμα σε ορισμένους λαούς, σαν κάποια ίχνη της αλήθειας. (Εδώ τί να σχολιάσει κανείς, η ανάλυση του Εμπεδοκλή αρκεί για να σκεφτούμε ότι στην αρχαιότητα δεν λάτρευαν όλοι οι λαοί τους γνωστούς θεούς!) Επειδή κυριαρχούσε σε όλα, πιστεύω, η φιλία και η αίσθηση της συγγένειας, κανείς δε φόνευε τίποτα, καθότι θεωρούσε οικεία του τα υπόλοιπα ζώα. Όταν όμως επικράτησε ο Άρης και ο Κυδοιμός και κάθε μάχη και αφορμή πολέμων, τότε άρχισε πραγματικά να μη σέβεται κανείς τα οικεία του.
Πρέπει όμως να εξετάσουμε και το ακόλουθο: Όπως για τους ανθρώπους νιώθουμε κάποια οικειότητα και πιστεύουμε πως τους κακοποιούς και αυτούς, που από κάποια τάση της ίδιας τους της φύσης και από κακία ωθούνται να βλάπτουν όποιον βρίσκουν μπροστά τους, πρέπει να τους σκοτώνουμε και να τους τιμωρούμε όλους ανεξαιρέτως, έτσι ίσως είναι σωστό να σκοτώνουμε και από τα άλογα ζώα αυτά που είναι πανούργα και κακά από τη φύση τους και έχουν την τάση από τη φύση τους πάλι να βλάπτουν όποιον τα πλησιάζει, τα υπόλοιπα ζώα όμως, που δεν κάνουν τίποτα κακό ούτε ωθούνται απ’ τη φύση τους να βλάπτουν, είναι σίγουρα άδικο να τα σκοτώνουμε, όπως ισχύει και για τους τέτοιου είδους ανθρώπους. Αυτό φαίνεται ν’ αποδεικνύει πως δεν έχουμε ενιαία και δίκαιη συμπεριφορά απέναντι στα υπόλοιπα ζώα, αφού μερικά από αυτά είναι βλαβερά και κακά από τη φύση τους, ενώ άλλα όχι, όπως ισχύει και για τους ανθρώπους.
Άραγε λοιπόν πρέπει να θυσιάζουμε στους θεούς τα ζώα που αξίζουν τη σφαγή;
Πώς είναι δυνατόν, αφού είναι κακά από τη φύση τους; Με αυτόν τον τρόπο θα κάνουμε τις θυσίες προσφορές κακών και όχι για τιμή. Αν λοιπόν πρέπει να θυσιάζουμε στους θεούς ζώα, πρέπει να θυσιάζουμε όσα από αυτά δεν έχουν καμία καμία κακία. Έχουμε όμως συμφωνήσει ότι δεν πρέπει να σκοτώνουμε από τα άλλα ζώα αυτά που δεν μας έχουν κάνει τίποτα, επομένως ούτε στους θεούς πρέπει να τα θυσιάζουμε.
Άλλωστε για τρείς λόγους πρέπει να θυσιάζουμε στους θεούς: ή για να τους τιμήσουμε ή για να τους ευχαριστήσουμε ή από ανάγκη αγαθών. Όπως ακριβώς στους γενναίους άνδρες, με τον ίδιο τρόπο πιστεύουμε πως πρέπει να δίνουμε τις προσφορές μας και σ’ εκείνους. Τιμούμε λοιπόν τους θεούς ζητώντας είτε ν’ αποτρέψουν τα κακά είτε να μας φέρουν αγαθά ή επειδή έχουμε ευεργετηθεί, όχι για να κερδίσουμε κάποια ωφέλεια, ή από απλή εκτίμηση της αγαθοεργούς τους διάθεσης.
Επομένως και τα ζώα, αν πρέπει να τα προσφέρουμε στους θεούς, για έναν από αυτούς τους λόγους πρέπει να τα θυσιάζουμε. Ό’τι, δηλαδή, θυσιάζουμε, για κάποιον από αυτούς τους λόγους το θυσιάζουμε. Θα μπορούσε όμως κάποιος από μας ή ο θεός να πιστεύει ότι τιμάται, όταν ολοφάνερα διαπράττουμε αδικία ακριβώς με αυτή την προσφορά, ή μάλλον θα θεωρούσε μια τέτοια πράξη προσβολή; Με το να θυσιάζουμε όμως σκοτώνοντας τα ζώα που δεν έχουν κάνει τίποτα ομολογούμε την αδικία μας.
Επομένως για προσφορά τιμής δεν πρέπει να θυσιάζουμε κανένα από τα υπόλοιπα ζωντανά. Σίγουρα όμως ούτε για να ανταποδώσουμε στους θεούς τη χάρη για τις ευεργεσίες τους. Όποιος ανταποδίδει την πρέπουσα ανταμοιβή για την ευεργεσία και αντάξια της βοήθειας οφείλει να μην παρέχει αυτά, κάνοντας κακό σε άλλους. Διότι δε θα φανεί να έχει ανταμείψει πιό πολύ από κάποιον που αρπάζει από τον διπλανό του και στεφανώνει άλλους για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του και να τους τιμήσει.
Ούτε όμως από ανάγκη για αγαθά πρέπει να θυσιάζουμε. Όποιος κυνηγά την ευεργεσία διαπράττοντας αδικίες, είναι ύποπτος ότι, αν ευεργετηθεί, θα φανεί αχάριστος. Επομένως ούτε ελπίζοντας ευεργεσία πρέπει να θυσιάζουμε ζώα στους θεούς. Και από τους ανθρώπους ίσως μπορεί να κρυφτεί κάποιος που κάνει κάτι τέτοιο, από τους θεούς όμως δεν υπάρχει περίπτωση να κρυφτεί. Αν λοιπόν πρέπει να θυσιάζουμε για κάποιον από τους παραπάνω λόγους και δεν πρέπει να το κάνουμε για κανέναν από αυτούς, είναι φανερό επομένως ότι δεν πρέπει γενικά να θυσιάζουμε ζώα στους θεούς.
Προσπαθούμε με την απόλαυση από τα σφάγια να καλύψουμε την αλήθεια αυτών των πραγμάτων και κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας, όχι όμως και το θεό. Έτσι, από τα ασήμαντα ζώα, από τα οποία δεν έχουμε καμία αξιόλογη ωφέλεια στη ζωή μας, αν δεν μας δίνουν απόλαυση, κανένα δε θυσιάζουμε στους θεούς. Γιατί ποιός έχει θυσιάσει ποτέ φίδια και σκορπιούς ή πιθήκους ή κάποιο από αυτού του είδους τα ζώα;
Από εκείνα όμως που μας είναι χρήσιμα στη ζωή ή απολαμβάνουμε να τα τρώμε δεν αφήνουμε ήσυχο κανένα, αλλά τα σφάζουμε στην κυριολεξία και τα γδέρνουμε υπό την προστασία του θεού. Τα βόδια όμως και τα πρόβατα και επιπλέον ελάφια και πουλερικά και αυτά τα χοντρογούρουνα, που δεν έχουν καμία σχέση με την καθαριότητα, αλλά μας παρέχουν απόλαυση τα σφάζουμε για τους θεούς.
Κάποια από αυτά μας βοηθούν στη ζωή μας και στη δουλειά, ενώ τα άλλα χρησιμεύουν για τροφή μας ή για άλλες ανάγκες. Αλλά και όποια δε χρησιμεύουν σε τίποτε από αυτά τα σκοτώνουν οι άνθρωποι για τις θυσίες το ίδιο μ’ εκείνα που χρησιμεύουν, επειδή έχουν ωραία γεύση. Δεν θυσιάζουμε όμως γαϊδούρια ούτε ελέφαντες ούτε κανένα άλλο απ’όσα βοηθούν στις δουλειές, αν δεν προσφέρουν απόλαυση. Αλλά και αν δεν τα θυσιάζουμε, πάλι δεν τ’ αφήνουμε ήσυχα, σφάζοντάς τα για να τ’ απολαύσουμε και από τα ζώα που προορίζονται για θυσία θυσιάζουμε αυτά που είναι αρεστά, όχι στους θεούς αλλά μάλλον στις ανθρώπινες ορέξεις, προσφέροντας έτσι απόδειξη εναντίον μας ότι για χάρη της απόλαυσης εμμένουμε σε τέτοιες θυσίες.
Και όμως αν κάποιος μας έλεγε να θυσιάζουμε με τον ίδιο τρόπο όπως οι Σύροι, στους οποίους ανήκουν και οι Ιουδαίοι, οι οποίοι ακόμα και τώρα κάνουν ζωοθυσίες ακολουθώντας την αρχική πρακτική, θα αρνιόμαστε. Διότι δεν τρώνε τα θυσιασμένα, αλλά τα καίνε όλη νύχτα, τους ρίχνουν πολύ μέλι και κρασί και εξαφανίζουν τη θυσία για να μη δεί ο παντεπόπτης το φοβερό. (Αναρωτιέμαι ποιά οικογένεια σήμερα, θα πλήρωνε ένα σωρό λεφτά για ν’ αγοράσει αρνί ή κατσίκι, κρασί και μέλι για τη μέρα του Πάσχα, αν επρόκειτο να μη φάνε τίποτα απ’ όλα αυτά… Υποθέτω σχεδόν κανείς απ’ τους νεοέλληνες, ειδικά τώρα με την “κρίση”, και το εν λόγω έθιμο θα είχε εξαφανισθεί εν ριπή οφθαλμού από τη χώρα μας!)
Αυτοί ήταν οι πρώτοι που έκαναν προσφορές των υπολοίπων ζωντανών και αυτών των ίδιων, οδηγούμενοι σε αυτή την πράξη από ανάγκη και όχι από επιθυμία. Μπορεί να το μάθει κανείς αυτό, αν δεί τους πιο σοφούς απ’ όλους, τους Αιγύπτιους, οι οποίοι τόσο απείχαν από το να φονεύουν κάποιο απ’ τα υπόλοιπα ζωντανά, ώστε έκαναν τις δικές τους μορφές θεών ομοιώματα. Τόσο οικεία και συγγενή τα θεωρούσαν με τους θεούς και τους ανθρώπους.
Στη συνέχεια λοιπόν αντικατέστησαν τις θυσίες των δικών τους σωμάτων με τα σώματα των υπολοίπων ζωντανών πλασμάτων και πάλι, από κορεσμό της πατροπαράδοτης τροφής, πέρασαν στη λήθη της ευσέβειας και έφτασαν στο άκρο της απληστίας, μην αφήνοντας τίποτα χωρίς να το γευτούν και να το καταβροχθίσουν. Αυτό συμβαίνει τώρα γενικά και με τις φυτικές τροφές. Αφού κορέσουν την πιεστική πείνα τους με την παροχή της τροφής, αναζητώντας τον κορεσμό μέχρι υπερβολής, ετοιμάζουν να φάνε πολλά, που είναι έξω από τα όρια του μέτρου.
Έτσι έφτασαν στο σημείο, επειδή δεν έδιναν αξία στα σφάγια για τους θεούς, να τα γευτούν και, αφού άρχισε αυτή η πρακτική, η ζωοφαγία προστέθηκε στις φυτικές τροφές των ανθρώπων. (πολύ απλά δηλαδή η ανθρωπότητα παλαιότερα ήταν φυτοφαγική!)
Όπως λοιπόν στην παλιά εποχή πρόσφεραν στους θεούς από τους καρπούς και μετά τη θυσία γεύονταν χαρούμενοι τις προσφορές, έτσι και αφού άρχισαν τις ζωοθυσίες, πίστευαν ότι πρέπει να κάνουν το ίδιο, αλλά το να τιμούν καθέναν από τους θεούς με καρπούς. Με αυτές τις τελετές ευχαριστιόταν η φύση και κάθε αίσθηση της ανθρώπινης ψυχής: «Με άκρατο αίμα ταύρων δεν ραντίζονταν βωμός, αλλά τούτο ήταν το μεγαλύτερο έγκλημα στους ανθρώπους ανάμεσα, να στερήσουν ζωή και να έχουν τροφή τους τα μέλη».
Αυτό μπορεί να το δει κάποιος στον σωζόμενο ακόμα σήμερα βωμό στη Δήλο, στον οποίον δεν φέρνει κανείς ούτε θυσιάζει πάνω του ζώο και γι’ αυτό λέγεται «βωμός των ευσεβών». Έτσι όχι μόνο δεν έκαναν θυσίες ζώων, αλλά και μετέδωσαν την ευσέβεια και σε αυτούς που τον ίδρυσαν και σε αυτούς που τον χρησιμοποίησαν εξίσου. Δεν πρέπει ούτε με φονικό αίμα να μιαίνονται οι βωμοί των θεών. Ούτε πρέπει να αγγίζουν οι άνθρωποι τέτοιου είδους τροφή, όπως ούτε τα δικά τους σώματα.
Η μεγαλύτερη και πρώτη απ’ όλες είναι η προσφορά καρπών.
Αυτή και μόνο πρέπει να γίνεται στους θεούς και στη γή, που γεννά τους καρπούς.
Διότι αυτή είναι κοινή εστία και των θεών και των ανθρώπων και πρέπει όλοι, γέρνοντας προς αυτήν σαν τροφό και μητέρα μας, να την εξυμνούμε και να την αγαπάμε ως γεννήτορά μας. Έτσι και όταν έρθει η ώρα να πεθάνουμε, μακάρι να αξιωθούμε να ανέβουμε πάλι στον ουρανό, σε ολόκληρο το γένος των ουράνιων θεών, τους οποίους τώρα πρέπει όπου τους βλέπουμε να τους τιμούμε με αυτά που δημιουργούν με τη βοήθειά μας, προσφέροντάς τους καρπούς που έχουμε, και όλοι μας, παρ’ ότι εμείς δεν θεωρούμε όλους άξιους να θυσιάζουν στους θεούς. Διότι όπως δεν πρέπει να τους θυσιάζουμε καθετί, έτσι ίσως δεν είναι ευχάριστη και στους θεούς η προσφορά από τον καθέναν.
Αυτοί που έχουν ίδιους γονείς, εννοώ πατέρα και μητέρα, λέμε ότι είναι εκ φύσεως οικείοι μεταξύ τους. Ακόμα θεωρούμε τους απογόνους των ίδιων προγόνων οικείους μεταξύ τους, όπως άλλωστε και τους συμπολίτες, αφού μοιράζονται τον ίδιο τόπο και συναναστρέφονται μεταξύ τους. Δεν θεωρούμε όμως οικείους μεταξύ τους αυτούς που κατάγονται από τους ίδιους, αν κάποιοι από τους πρώτους προγόνους τους δεν είναι ίδιοι με τους αρχηγούς του γένους ή δεν κατάγονται από αυτούς.
Έτσι, πιστεύω, λέμε ότι και Έλληνας με Έλληνα και βάρβαρος με βάρβαρο και όλοι οι άνθρωποι είναι οικείοι και συγγενείς μεταξύ τους για έναν από τους δύο αυτούς λόγους, ή επειδή κατάγονται από τους ίδιους προγόνους ή επειδή έχουν την ίδια διατροφή, έθιμα και το ίδιο γένος. Έτσι λοιπόν θεωρούμε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι συγγενείς μεταξύ τους και επίσης με όλα τα ζωντανά πλάσματα.
Διότι και τα θεμελιακά μέρη του σώματος είναι τα ίδια, δεν το λέω αυτό αναφορικά με τα πρωταρχικά στοιχεία, διότι απ’ αυτά συνίστανται και τα φυτά, αλλά εννοώ μέρη σαν το δέρμα, τη σάρκα και τα έμφυτα στα ζωντανά όντα είδη υγρών και πολύ περισσότερο επειδή οι ψυχές που έχουν μέσα τους είναι ιδίου είδους, στις επιθυμίες τους, δηλαδή, και στην οργή, επιπλέον και στο λογισμό και προπάντων στις αισθήσεις. Αλλά όπως ακριβώς το σώμα, έτσι πλασμένες έχουν και τις ψυχές μερικά ζώα, ενώ άλλα λιγότερο, όλα αυτά όμως έχουν απ’ τη φύση τους τα ίδια θεμελιακά μέρη. Αυτό φαίνεται και από τη συγγένεια στα πάθη.
Τάδε έφη ο Θεόφραστος όσον αφορά τις θυσίες ζώων καθιστώντας σαφές ότι ο άνθρωπος παρασύρθηκε στην κρεοφαγία εξαιτίας της απόλαυσης της νοστιμιάς του κρέατος συγκεκριμένων ζώων και προκειμένου να έχει ήσυχη τη συνείδησή του, μετέτρεψε τα σφαχτά σε θείες προσφορές χωρίς φυσικά ποτέ κανείς θεός να έχει ζητήσει κάτι τέτοιο! Τίποτε από τότε που ο Θεόφραστος έγραψε αυτό το έργο δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει για την ανθρωπότητα, εκτός ίσως απ’ τα ονόματα.
Προφανώς τα λόγια του, ούτε τότε εισακούστηκαν απ’ τους πολλούς, ούτε τώρα θα προβληματίσουν όσους τα διαβάσουν. Οι αιματηρές θυσίες στο βωμό του κέρδους και της απόλαυσης θα συνεχίζονται αδιάκοπα είς το όνομα της όρεξης, της ηδονής και της λαιμαργίας. Όσο το αίμα των αθώων πλασμάτων θα κυλάει σαν ποτάμι στη γη, τόσο η ανθρωπότητα θα παραμένει στάσιμη χωρίς ελπίδες ανέλιξης, παρ’ όλα αυτά θα προσδοκούν μάταια ανάσταση!
Μπορείτε να συνεχίσετε να τρώτε δολοφονημένα ζώα αλλά μην έχετε αυταπάτες ότι δεν διαπράττετε έγκλημα επειδή τα σκοτώνουν άλλοι ή ότι τα τρώτε με τις ευλογίες και τη συγκατάθεση κάποιου θεού! Τα χέρια όσων τρώνε κρέας είναι βουτηγμένα στο αίμα και δεν τα ξεπλένουν ούτε όλοι μαζί οι ωκεανοί της Γής! Το κρίμα στο λαιμό σας λοιπόν, όπως αντίστοιχα ο μπαλτάς του χασάπη στο λαιμό των αθώων αμνοερίφιων!
Ο ΌΜΗΡΟΣ στην Οδύσσεια προσομοιάζει τους κρεατοφάγους με τους Κύκλωπες, ανθρώπους τρομερούς και αποκρουστικούς, τους δε φυτοφάγους με τους Λωτοφάγους (ο λωτός είναι ένα ωραιότατο φρούτο). Ήταν τόσο συμπαθητικός και καλόκαρδος λαός που μόλις ζούσε κανείς για λίγο μαζί τους, ξεχνούσε ακόμη και την πατρίδα του, για να μείνει στον τόπο τους.
Ο ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ μέγας ιστορικός και φιλόσοφος της αρχαίας Ελλάδας, έγραφε:
Στοχάσου [αν μπορείς] και Δράσε Αναλόγως.
Πηγή:
terrapapers.com
Συντελούνται αμέτρητες σφαγές ζώων εις το όνομα μιας θρησκείας και μάλιστα μιας θρησκείας που υποκριτικά πρεσβεύει την αγάπη, αξίζει να φέρουμε στο προσκήνιο μια πραγματεία η οποία προέρχεται απ’ την αρχαιότητα αλλά είναι, όπως θα διαπιστώσετε, διαχρονική και πάνω απ’ όλα επίκαιρη.
Η πραγματεία ονομάζεται “Περί Ευσεβείας” και την έχει γράψει ο Θεόφραστος. Παρ’ όλο που ο Θεόφραστος είναι γνωστός, ας πούμε λίγα λόγια για την ζωή και το έργο του.
Γεννήθηκε το 370 π.κ.ε. στην Ερεσό της Λέσβου. Ονομαζόταν Τύρταμος αλλά λόγω του θεσπέσιου της φράσεώς του, ο Αριστοτέλης τον μετονόμασε Θεόφραστο. Υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα, φίλος και συνεργάτης του Αριστοτέλη και διευθυντής της Περιπατητικής Σχολής για 34 χρόνια στα οποία η σχολή άκμασε θεαματικά αριθμώντας περίπου δύο χιλιάδες μαθητές. Έγραψε 240 έργα, τα θέματα των οποίων προέρχονται από πολλούς τομείς της πολιτικής, ηθικής, λογικής, μεταφυσικής, φυσικής, ρητορικής, ποιητικής κ.α. Θεωρείται ο Πατέρας της Βοτανικής λόγω των εκτενών βοτανολογικών του συγγραμμάτων που αποδεικνύουν ότι πάνω απ’ όλα ήταν ερευνητής και παρατηρητής της Φύσης, γεγονός που τον οδήγησε στην πεποίθηση ότι όλα τα έμβια όντα συνδέονται με φυσική συγγένεια.
Απ’ το συγκεκριμένο έργο του, μας έχουν διασωθεί αρκετά αποσπάσματα τα οποία μας δίνουν μια εικόνα για την αντίληψη του Θεόφραστου περί λατρείας και πώς απέρριψε τις αιματηρές θυσίες και γενικότερα τη κακομεταχείριση των ζώων. Ας μάθουμε λοιπόν τί έχει να μας πει αυτός ο αξιόλογος άνθρωπος μέσα απ’ τα πολύτιμα αποσπάσματα του έργου του που έχουν διασωθεί, για την πορεία που ακολούθησε η ανθρωπότητα όσον αφορά τις λατρευτικές θυσίες και τις θρησκευτικές προσφορές, οι οποίες, όπως θα διαπιστώσετε και μόνοι σας, είναι άρρηκτα δεμένες με τις διατροφικές μας συνήθειες και απολαύσεις:
Θεόφραστος “Η Ιστορία της Σφαγής των Ζώων”
Αμέτρητος χρόνος φαίνεται να έχει περάσει από τότε που το πιο σοφό γένος απ’ όλα και αυτό που κατοικούσε στη χώρα που ιδρύθηκε από τον Νείλο άρχισε ευθύς εξαρχής να θυσιάζει στους ουράνιους θεούς προσφορές όχι από σμύρνα ούτε από μείγμα κασίας, λιβανωτού και κρόκου. Αυτά τα χρησιμοποιούσαν πολλές γενιές αργότερα και ο άνθρωπος, που άρχισε τις περιπλανήσεις και την αναζήτηση των αναγκαίων προς το ζην, άρχισε να προσφέρει στους θεούς με πολλούς κόπους και δάκρυα, σταγόνες από αυτά.
Δεν πρόσφεραν αυτά λοιπόν στην αρχή αλλά χλόη, σαν να έπαιρναν με τα χέρια τους κάποιο χνούδι της ζωοδότρας Φύσης. Διότι η γη είχε γεννήσει δέντρα πριν από τα ζώα και πολύ πριν απ’ τα δέντρα τη χλόη που αναγεννάτε κάθε χρόνο, από την οποία έπαιρναν φύλλα και ρίζες και τα έκαιγαν μαζί με ολόκληρους τους βλαστούς των φυτών, τιμώντας με αυτή την προσφορά τους ορατούς ουράνιους θεούς, επιφυλάσσοντας τους και τιμές φωτιάς. Γι’ αυτό το σκοπό φύλαγαν και τη φωτιά άσβεστη στους ναούς, επειδή πίστευαν ότι αυτή έμοιαζε στους θεούς απολύτως.
Απ’ το θυμίαμα, που έβγαινε από το κάψιμο των προϊόντων της γης, πήραν τ’ όνομά τους τα θυμιατήρια, το «θύειν» και οι θυσίες. Τις λέξεις αυτές χρησιμοποιούμε και μείς καταχρηστικά, σαν να είχαν και τη μεταγενέστερη παρανοημένη τους έννοια, αποκαλώντας θυσία τη φαινομενική λατρεία των θεών με θυσίες ζώων. Τόσο πολύ οι αρχαίοι προσπαθούσαν να διαφυλάξουν τα έθιμα, ώστε εξαπέλυαν κατάρες εναντίον αυτών που εγκατέλειπαν τις παραδοσιακές θυσίες και εισήγαγαν άλλες και ακόμα και τώρα ονομάζουν τα θυμιάματα αρώματα.Την αρχαιότητα της προέλευσης των θυμιαμάτων μπορεί να διαπιστώσει κανείς, αν παρατηρήσει ότι πολλοί ακόμα και σήμερα προσφέρουν κάποια κομμάτια από αρωματικά ξύλα τριμμένα μαζί.
Έτσι λοιπόν, αφού η γη μετά απ’ την αρχικά γεννημένη χλόη άρχισε πια να γεννά δέντρα και οι άνθρωποι δοκίμασαν πρώτα τον καρπό της βελανιδιάς,(!) έκαιγαν λίγους απ’ τους καρπούς της εξαιτίας της σπανιότητάς τους, τα φύλλα της όμως τα έκαιγαν σε μεγαλύτερες ποσότητες ως θυσία στους θεούς. Μετά απ’ αυτά η ανθρωπότητα στράφηκε πια στην επεξεργασμένη τροφή και σε προσφορές καρπών, λέγοντας «Αρκετά η βελανιδιά». Καθώς εμφανίστηκε ο πρώτος δημητριακός καρπός μετά τα όσπρια, το κριθάρι, το ανθρώπινο γένος χρησιμοποιούσε αρχικά για τις πρώτες θυσίες το κριθάρι όπως ήταν. Αργότερα όμως κοπάνιζαν τα δημητριακά και άλεθαν αυτά που προορίζονταν για τροφή.
Τα εργαλεία γι’ αυτές τις εργασίες τα κάλυψαν με πέπλο μυστηρίου και τα αντίκριζαν ως ιερά, επειδή πρόσφεραν θεϊκή βοήθεια για τη ζωή, και, καθώς η αλεσμένη τροφή εκτιμήθηκε πιο πολύ από την προηγούμενη, πρόσφεραν αρχικά θυσίες στους θεούς παραδίδοντας στη φωτιά κάτι από την αλεσμένη αυτή τροφή.
Γι’ αυτό ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούμε στο τέλος των θυσιών τις προσφορές αλεσμένων δημητριακών, μαρτυρώντας με αυτή την πράξη μας την εξέλιξη των θυσιών από την αρχική τους προέλευση, ξεχνώντας όμως για ποιό λόγο κάνουμε το καθένα απ’ αυτά. Ξεκινώντας από αυτή την κατάσταση και καθώς πλήθυναν οι καρποί και το σιτάρι, προστέθηκαν πια στις θυσίες προς τους θεούς γλυκά και κάποιες ποσότητες απ’ όλα τα άλλα αγαθά.
Συχνά οι άνθρωποι μάζευαν τότε λουλούδια και όχι σπάνια έκαναν μείγματα, αν είχαν στο βιός τους κάτι όμορφο και με οσμή ταιριαστή στις θεϊκές αισθήσεις. Τα λουλούδια τα έπλεκαν στεφάνια, τα μείγματα τα δώριζαν ρίχνοντάς τα στη φωτιά, και όταν ανακάλυψαν και άλλες θεϊκές σταγόνες, τον οίνο, το μέλι και επίσης το ελαιόλαδο, για την ανθρώπινη χρήση, πρόσφεραν απ’ αυτά στους θεούς, τους δημιουργούς αυτών των ουσιών. (π.χ. προς τον Ήλιο και τις Ώρες)
Καθώς όμως οι θυσίες που πρόσφεραν οι άνθρωποι γίνονταν όλο και πιο ανόσιες, εισήχθη το έθιμο των πιο φοβερών θυσιών, γεμάτων κτηνωδία, έτσι ώστε να φαίνεται πως οι κατάρες που είχαν εκτοξευθεί εναντίον μας στο παρελθόν (από ποιούς άραγε;) έχουν εκπληρωθεί τώρα: οι άνθρωποι διέπραξαν σφαγές και μίαναν τους βωμούς με αίμα από τότε που γνώρισαν τους λιμούς και τους πολέμους και άγγιξαν αίμα. Έτσι λοιπόν το δαιμόνιο, οργισμένο με αυτά τα δύο, έθεσε την αρμόζουσα τιμωρία.
Καθώς κάποιοι απ’ τους ανθρώπους έγιναν άθεοι και άλλοι κακόπιστοι, τους οποίους δικαιολογημένα θα ονομάζαμε κακόθεους, επειδή πιστεύουν ότι οι θεοί είναι στη φύση τους κατώτεροι και καθόλου καλύτεροι από μας, έτσι οι πρώτοι φαίνεται πως έγιναν άνθρωποι που δεν θυσιάζουν και δεν προσφέρουν τίποτα απ’ τα αγαθά τους στους θεούς, ενώ οι άλλοι είναι κακοθυσιαστές και αυτοί που καταπιάστηκαν με θυσίες άνομες. Γι’ αυτό οι Θώες, κάτοικοι των Θρακικών συνόρων, που δεν πρόσφεραν τίποτα ούτε θυσίαζαν, εξαφανίστηκαν εκείνο τον καιρό από την ανθρωπότητα και ξαφνικά κανείς δεν μπορούσε να βρει ούτε τους κατοίκους ούτε την πόλη ή τα θεμέλια των σπιτιών. (Πλήρης εξαφάνιση από προσώπου γης με απόφαση του Ζεύ!)
Αλλά και οι Βασσάρες, που παλιά όχι μόνο μιμήθηκαν τις θυσίες των Ταύρων, αλλά πρόσθεσαν επιπλέον στην άγρια μανία των ανθρωποθυσιών την ανθρωποφαγία, όπως κάνουμε εμείς τώρα με τα ζώα, αφού, δηλαδή, δώσουμε ό’τι είναι για τους θεούς, τα υπόλοιπα τα τρώμε, ποιός δεν έχει ακούσει ότι πέφτουν με μανία ο ένας πάνω στον άλλο και αλληλοσπαράζονται, στην πραγματικότητα έχουν ευωχίες αίματος, και δεν σταμάτησαν προτού το γένος τους εξολοθρεύσει τους πρώτους που εφάρμοσαν εκεί τέτοιου είδους θυσίες;
Μεταγενέστερη λοιπόν και η πιο πρόσφατη είναι η θυσία ζώων, η προέλευση της οποίας ανάγεται σε όχι κάτι ευχάριστο όπως των καρπών αλλά στην πείνα ή κάποια άλλη ατυχή συγκυρία. Έτσι, για παράδειγμα, οι περισσότεροι από τους σκοτωμούς που έγιναν στους Αθηναίους οφείλονται εν μέρει σε άγνοια, οργή ή φόβο. Έτσι, τη σφαγή των χοίρων την προσάπτουν σε ένα ακούσιο σφάλμα της Κλυμένης, που έριξε το βέλος χωρίς να το θέλει και σκότωσε το ζώο. Γι’ αυτό ο άντρας της που φοβήθηκε επειδή εκείνη είχε διαπράξει κάτι παράνομο, πήγε στο ναό της Πυθίας και ζήτησε χρησμό από το θεό.
Επειδή ο θεός παρέβλεψε το συμβάν, θεώρησαν την πράξη από τότε και στο εξής άνευ σημασίας. (Να πώς ξεκίνησε όλο το κακό με τις σφαγές ζώων, από μία παράβλεψη του θεού ν’ ασχοληθεί με το συμβάν ή έτσι βόλεψε τους Αθηναίους προκειμένου να σφάζουν και να καταβροχθίζουν χοιρινό κρέας χωρίς τύψεις!!!) Στο Ικάριο της Αττικής σκότωσαν κατσίκα για πρώτη φορά επειδή έφαγε ένα αμπέλι.
Στους Αθηναίους λοιπόν τέτοιου είδους αιτίες αναφέρονται κατά ένα μέρος, ενώ σε άλλους διαφορετικές. Όλες όμως είναι γεμάτες ανόσιες δικαιολογίες. Οι περισσότεροι αποδίδουν την ευθύνη στην πείνα και στην αδικία που αυτή προκαλεί. Γι’ αυτό, αφού έβαλαν στο στόμα τους τα έμψυχα, άρχισαν και να τα προσφέρουν, συνηθισμένοι όπως ήταν να δίνουν τα πρώτα από τις τροφές τους. Επομένως, ακόμα και αν το έθιμο των θυσιών είναι παλαιότερο από την απαραίτητη τροφή, (όπως η χλόη και τα αρωματικά ξύλα) δεν θα μπορούσε γι’ αυτό να προσδιορίζει τί πρέπει να τρώνε οι άνθρωποι.
Επειδή όμως ακολούθησε και αυτά που έτρωγαν τα χρησιμοποιούσαν μετά ως αφιερώματα, δεν γίνεται βέβαια να καθιερωθούν αναγκαστικά ως ευσεβή αυτά που ασεβώς προσφέρθηκαν στους θεούς. Αποδεικνύει όμως εξίσου πως κάθε τέτοια πρακτική έχει τις ρίζες της στην αδικία το ότι το κάθε έθνος δεν θυσιάζει ούτε τρώει τα ίδια, αλλά καθένας προσέχει αυτό που του ταιριάζει με βάση την ανάγκη του.
(Με απλά λόγια, οι ορέξεις και τα καπρίτσια των στομαχιών των ανθρώπων διαμόρφωσαν και τις θυσίες ώστε να μην αισθάνονται ότι διαπράττουν αδικία!) Στους Αιγυπτίους για παράδειγμα, και στους Φοίνικες πιο εύκολα μπορούσε να φάει κάποιος ανθρώπινο κρέας (!) παρά θηλυκό βόδι.Ο λόγος είναι ότι το ζώο αυτό ήταν χρήσιμο αλλά και σπάνιο στα μέρη τους. Γι’ αυτό έτρωγαν και θυσίαζαν ταύρους, ενώ τα θηλυκά τα φύλαγαν για να γεννήσουν και απαγορευόταν από το νόμο να απλώνουν χέρι πάνω τους. Έτσι λοιπόν, με βάση την ανάγκη τους, διαχώρισαν ένα και το αυτό είδος, σε ευσεβές και ασεβές. (εδώ μπορούμε να καγχάσουμε με τη μεροληψία και ανοησία των συγκεκριμένων εθνών οι οποίοι βάφτιζαν ό’τι τους σύμφερε ιερό και ό’τι άλλο ασεβές έστω και αν πρόκειται για το ίδιο είδος!)
Πρώτα πρώτα, επειδή από μια μεγαλύτερη ανάγκη που μας
βρήκε, όπως είπαμε, άρχισαν να θυσιάζουν. Οι λιμοί ήταν υπεύθυνοι και οι
πόλεμοι, που δημιούργησαν και την ανάγκη να τα φάμε. Αν υπάρχουν όμως
καρποί, τι χρειάζεται να καταφεύγουμε στις θυσίες της ανάγκης; Έπειτα,
πρέπει κάποιος να ανταποδίδει για τις ευεργεσίες με άλλες ανταμοιβές και
χάρες τον καθένα, ανάλογα με την αξία της ευεργεσίας. Τα πιο καλά όμως
και τα πιο πολύτιμα με τα οποία μας ευεργετούν οι θεοί, είναι οι καρποί
της γης.
Με αυτούς μας συντηρούν στη ζωή και μας δίνουν τη
δυνατότητα να ζούμε τίμια, με αυτούς λοιπόν πρέπει να τους τιμούμε.
Άλλωστε πρέπει να θυσιάζουμε εκείνα, των οποίων η θυσία δεν βλάπτει
κανέναν, διότι τίποτα δεν πρέπει να είναι για όλους αβλαβές όσο αυτό που
θυσιάζεται. Αν κάποιος υποστηρίζει ότι ο θεός μας έχει δώσει για τη
χρήση μας και τα φυτά και τα ζώα εξίσου … μα όταν θυσιάζονται ζώα,
υφίστανται κάποια βλάβη, αφού τους αφαιρείται η ζωή. (!) Δεν πρέπει
λοιπόν να τα θυσιάζουμε, γιατί η θυσία είναι εξ’ ορισμού όσια. Και
κανείς δεν είναι όσιος, αν εκφράζει την ευγνωμοσύνη του με ξένη
ιδιοκτησία, ακόμα και αν χρησιμοποιεί καρπούς ή φυτά χωρίς την άδεια του
κατόχου τους.
Γιατί πως μπορεί να είναι όσιο αφού αυτά κλέφτηκαν με αδικία;
Αν λοιπόν δεν είναι όσιο να προσφέρει κάποιος ούτε και
καρπούς κλεμμένους, είναι ολότελα ανόσιο να παίρνουν κάποιοι τα
πολυτιμότερα και να τα θυσιάζουν. Έτσι το κακό γίνεται μεγαλύτερο. Η ζωή
όμως είναι πολύ πιο πολύτιμη από αυτά που φυτρώνουν στη γη και δεν
επιτρέπεται να την αφαιρούμε, θυσιάζοντας ζώα.
Ίσως, θα έλεγε κάποιος ότι και από τα φυτά αφαιρούμε κάτι. Δεν είναι όμως το ίδιο, γιατί εκεί η αφαίρεση δεν γίνεται παρά τη θέλησή τους. Ακόμα και αν εμείς τα αφήσουμε ήσυχα, θα ρίξουν από μόνα τους τους καρπούς τους και εξάλλου η συγκομιδή των καρπών δε συνοδεύεται από την καταστροφή τους, όπως όταν τα ζώα δίνουν τη ζωή τους. Πρέπει λοιπόν ν’ αποφεύγουμε τις θυσίες ζώων. Έτσι και αλλιώς όλα ανήκουν στους θεούς, δικοί μας φαίνεται να είναι οι καρποί. Γιατί εμείς τους σπέρνουμε, τους φυτεύουμε και τους μεγαλώνουμε με τις υπόλοιπες φροντίδες. Πρέπει λοιπόν να προσφέρουμε θυσίες απ’ τα δικά μας και όχι απ’ τα ξένα.Άλλωστε οτιδήποτε το ευτελές, που βρίσκεται εύκολα, είναι πιο ιερό από το δυσεύρετο και αφιερωμένο στους θεούς και πιο εύκολα προσφέρεται στους θυσιάζοντες για να ασκούν συνεχώς την ευσέβεια. Αντίθετα, ό’τι ούτε όσιο είναι ούτε σε αφθονία, δεν πρέπει να το θυσιάζουμε, ακόμα και αν το βρίσκουμε. Το ότι τα ζώα δεν ανήκουν στα είδη που αφθονούν και στα ευτελή μπορεί να το διαπιστώσει κάποιος ρίχνοντας μια ματιά στο μεγαλύτερο μέρος του δικού μας γένους. Το αν υπάρχουν κάποιοι «πλούσιοι σε πρόβατα και βόδια» μεταξύ των ανθρώπων δε θα πρέπει να το υπολογίσουμε.
Πρώτα πρώτα επειδή πολλά έθνη δε διαθέτουν κανένα από τα θυσιαζόμενα ζώα, εκτός και αν κάποιος αναφέρει τα ανάξια λόγου. Δεύτερον, επειδή οι περισσότεροι από αυτούς που κατοικούν στις πόλεις αποκλειστικά διαθέτουν λίγα από αυτά. Ακόμα και αν κάποιος προβάλλει το επιχείρημα ότι και οι εκλεκτοί καρποί σπανίζουν, αυτό δεν ισχύει για τους υπόλοιπους που φυτρώνουν στη γη, ούτε είναι τόσο δύσκολο να προμηθευτεί κανείς καρπούς, όπως ισχύει για τα ζώα.
Είναι λοιπόν ευκολότερο να βρούμε καρπούς και προϊόντα της γης απ’ ότι ζώα. Το ευτελές και άφθονο συντελεί στην αδιάκοπη και σε όλων την ευσέβεια. Αλλά και η πείρα μαρτυρεί ότι οι θεοί χαίρονται με αυτό παρά με το πολυδάπανο. Γιατί η Πυθία δεν είπε ποτέ ότι ήταν πιο ευχάριστος στον Πύθιο εκείνος ο Θεσσαλός, που του έφερνε τα βόδια με τα χρυσά κέρατα και τις εκατόμβες από τον Ερμιονέα που είχε προσφέρει τρία δάχτυλα αλεσμένο σιτάρι απ’ το δισάκι του.
Και όταν, εξαιτίας αυτού που του είπε, έριξε όλο το υπόλοιπο περιεχόμενο απ’ το σακούλι του στο βωμό, ο θεός είπε πάλι ότι με αυτή του την πράξη τον δυσαρέστησε διπλά απ’ όσο τον είχε ευχαριστήσει προηγουμένως. Τόσο πολύ αγαπούν οι θεοί το ευτελές και η θεότητα κοιτάζει περισσότερο το ήθος των θυσιαζόντων παρά το μέγεθος της θυσίας.
Άλλωστε και ο Απόλλων, όταν συνιστά να θυσιάζουμε σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα, φαίνεται να μας επαναφέρει στα παλαιά έθιμα. Και τα παλαιά έθιμα ήταν προσφορές γλυκών και καρπών. Γι’ αυτό πήραν το όνομα θυσίες και θυελές και θυμέλες και το «θύειν» το ίδιο σχετιζόταν με το «θυμιάν» και αυτό που λέμε σήμερα «επιθύειν».
«Πρόσφεραν στον Απόλλωνα εκατόμβες ολόκληρες από ταύρους και κατσίκες».
Αγνοούν αυτοί που εισήγαγαν στις θυσίες την πολυτέλεια πως μαζί με αυτή έφεραν και πλήθος κακών, δεισιδαιμονία, τρυφή και την εντύπωση ότι μπορούν να δωροδοκηθούν οι θεοί και να εξαγοραστούν οι αδικίες με τις θυσίες. Αλλιώς γιατί άλλο θυσίαζαν κάποιοι τρία ζώα χρυσοκέρατα, άλλοι εκατοντάδες και η Ολυμπιάς, η μητέρα του Αλέξανδρου, ολόκληρη χιλιάδα, άπαξ και η πολυτέλεια είχε οδηγήσει στη δεισιδαιμονία;
Όταν λοιπόν ένας νέος μαθαίνει πως οι θεοί ευχαριστιούνται με την πολυτέλεια και, όπως λένε, με συμπόσια από βόδια και άλλα ζώα, πώς είναι δυνατόν να γίνει από μόνος του συνετός; Πως μπορεί κάποιος, ο οποίος πιστεύει ότι προσφέρει θυσίες που ευχαριστούν τους θεούς, να μην έχει την πεποίθηση ότι δικαιούται να διαπράττει αδικήματα, αφού θα μπορέσει να εξαγοράσει την ενοχή του με θυσίες; Όποιος όμως είναι πεπεισμένος ότι οι θεοί δεν έχουν ανάγκη από τούτα, αλλά προσέχουν το ήθος των προσερχομένων, θεωρώντας ως μεγαλύτερη θυσία την ορθή αντίληψη για τους ίδιους και για τα πράγματα, πώς δε θα είναι συνετός, όσιος και δίκαιος;
Η καλύτερη προσφορά για τους θεούς είναι ο καθαρός νους και μια ψυχή χωρίς πάθη. Πρέπει λοιπόν με καθαρό φρόνημα να πηγαίνουμε να θυσιάζουμε στους θεούς, προσφέροντας θυσίες θεοφιλείς και όχι πολυτελείς, Τώρα νομίζει ο κόσμος πως δεν αρκεί για την αγνότητα της θυσίας να ντυθούν με λαμπρό ένδυμα, αν το σώμα τους δεν είναι καθαρό. Όταν όμως κάποιοι φροντίζουν το σώμα και τα ρούχα τους, χωρίς να έχουν καθαρή την ψυχή τους από κακίες, πιστεύουν πως δεν έχει καμία σημασία, σα να μη χαίρεται ο θεός προπάντων αν είναι καθαρό το πιο θεϊκό μέρος, που έχουμε μέσα μας, αφού είναι και συγγενικό του.
(Τί έχει αλλάξει από τότε μέχρι σήμερα; Τίποτα. Και τώρα οι πιστοί πηγαίνουν για παράδειγμα στην εκκλησία φορώντας τα καλά τους αλλά η μικροψυχία και η κακία δε λείπει μέσα από τους ναούς! Έτσι, στην Επίδαυρο απ’ έξω υπήρχε γραμμένη η επιγραφή: «Αγνός πρέπει να είναι όποιος μπαίνει στον ναό τον θυμιατισμένο και η αγνότητα είναι το όσιο φρόνημα».
Θεόφραστος: Η απόλαυση της γεύσης, αιτία για τις θυσίες ζώων!
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι καταργούμε μεγάλο μέρος της μαντείας με σπλαχνοσκοπία, αν απέχουμε από το σκότωμα των ζώων. Ας σκοτώσει λοιπόν αυτός και τους ανθρώπους. Διότι το μέλλον φαίνεται και στα δικά τους σπλάχνα, όπως λένε. Πολλοί απ’ τους βαρβάρους άλλωστε εξετάζουν σπλάχνα ανθρώπων. Όπως όμως είναι αδικία και πλεονεξία να σκοτώνει κανείς για τη μαντεία τον ομόφυλο, το ίδιο άδικο είναι να σφάζουμε και τα άλογα ζώα για τη μαντεία.
Οι αρχαίες θυσίες σε πολλά μέρη ήταν νηφάλιες και νηφάλιες είναι οι σπανδές με νερό και οι μεταγενέστερες με μέλι. Αυτό το υγρό προϊόν βρήκαμε πρώτο, έτοιμο από τις μέλισσες. Έπειτα ήταν οι σπονδές με ελαιόλαδο και στο τέλος, μετά απ’ όλες, ήρθαν οι σπονδές με κρασί. Ο Εμπεδοκλής στην ανάλυσή του για τις θυσίες και τη θεογονία λέει:
«Δεν είχαν εκείνοι θεό τους τον Άρη, ούτε τον Κυδοιμό, ούτε τον βασιλιά Δία, τον Κρόνο ή τον Ποσειδώνα αλλά τη βασίλισσα Κυπρή η οποία είναι η φιλία. (αγάπη) Αυτήν εξευμένιζαν με ευσεβή δώρα, με ζώα ζωγραφισμένα και ακριβά μύρα, με θυσίες άκρατης σμύρνας και θυμίαμα λιβανιού, ρίχνοντας σπανδές ξανθού μελιού στα κατώφλια.»
Συνήθεια που σώζεται ακόμα σε ορισμένους λαούς, σαν κάποια ίχνη της αλήθειας. (Εδώ τί να σχολιάσει κανείς, η ανάλυση του Εμπεδοκλή αρκεί για να σκεφτούμε ότι στην αρχαιότητα δεν λάτρευαν όλοι οι λαοί τους γνωστούς θεούς!) Επειδή κυριαρχούσε σε όλα, πιστεύω, η φιλία και η αίσθηση της συγγένειας, κανείς δε φόνευε τίποτα, καθότι θεωρούσε οικεία του τα υπόλοιπα ζώα. Όταν όμως επικράτησε ο Άρης και ο Κυδοιμός και κάθε μάχη και αφορμή πολέμων, τότε άρχισε πραγματικά να μη σέβεται κανείς τα οικεία του.
Πρέπει όμως να εξετάσουμε και το ακόλουθο: Όπως για τους ανθρώπους νιώθουμε κάποια οικειότητα και πιστεύουμε πως τους κακοποιούς και αυτούς, που από κάποια τάση της ίδιας τους της φύσης και από κακία ωθούνται να βλάπτουν όποιον βρίσκουν μπροστά τους, πρέπει να τους σκοτώνουμε και να τους τιμωρούμε όλους ανεξαιρέτως, έτσι ίσως είναι σωστό να σκοτώνουμε και από τα άλογα ζώα αυτά που είναι πανούργα και κακά από τη φύση τους και έχουν την τάση από τη φύση τους πάλι να βλάπτουν όποιον τα πλησιάζει, τα υπόλοιπα ζώα όμως, που δεν κάνουν τίποτα κακό ούτε ωθούνται απ’ τη φύση τους να βλάπτουν, είναι σίγουρα άδικο να τα σκοτώνουμε, όπως ισχύει και για τους τέτοιου είδους ανθρώπους. Αυτό φαίνεται ν’ αποδεικνύει πως δεν έχουμε ενιαία και δίκαιη συμπεριφορά απέναντι στα υπόλοιπα ζώα, αφού μερικά από αυτά είναι βλαβερά και κακά από τη φύση τους, ενώ άλλα όχι, όπως ισχύει και για τους ανθρώπους.
Άραγε λοιπόν πρέπει να θυσιάζουμε στους θεούς τα ζώα που αξίζουν τη σφαγή;
Πώς είναι δυνατόν, αφού είναι κακά από τη φύση τους; Με αυτόν τον τρόπο θα κάνουμε τις θυσίες προσφορές κακών και όχι για τιμή. Αν λοιπόν πρέπει να θυσιάζουμε στους θεούς ζώα, πρέπει να θυσιάζουμε όσα από αυτά δεν έχουν καμία καμία κακία. Έχουμε όμως συμφωνήσει ότι δεν πρέπει να σκοτώνουμε από τα άλλα ζώα αυτά που δεν μας έχουν κάνει τίποτα, επομένως ούτε στους θεούς πρέπει να τα θυσιάζουμε.
Άλλωστε για τρείς λόγους πρέπει να θυσιάζουμε στους θεούς: ή για να τους τιμήσουμε ή για να τους ευχαριστήσουμε ή από ανάγκη αγαθών. Όπως ακριβώς στους γενναίους άνδρες, με τον ίδιο τρόπο πιστεύουμε πως πρέπει να δίνουμε τις προσφορές μας και σ’ εκείνους. Τιμούμε λοιπόν τους θεούς ζητώντας είτε ν’ αποτρέψουν τα κακά είτε να μας φέρουν αγαθά ή επειδή έχουμε ευεργετηθεί, όχι για να κερδίσουμε κάποια ωφέλεια, ή από απλή εκτίμηση της αγαθοεργούς τους διάθεσης.
Επομένως και τα ζώα, αν πρέπει να τα προσφέρουμε στους θεούς, για έναν από αυτούς τους λόγους πρέπει να τα θυσιάζουμε. Ό’τι, δηλαδή, θυσιάζουμε, για κάποιον από αυτούς τους λόγους το θυσιάζουμε. Θα μπορούσε όμως κάποιος από μας ή ο θεός να πιστεύει ότι τιμάται, όταν ολοφάνερα διαπράττουμε αδικία ακριβώς με αυτή την προσφορά, ή μάλλον θα θεωρούσε μια τέτοια πράξη προσβολή; Με το να θυσιάζουμε όμως σκοτώνοντας τα ζώα που δεν έχουν κάνει τίποτα ομολογούμε την αδικία μας.
Επομένως για προσφορά τιμής δεν πρέπει να θυσιάζουμε κανένα από τα υπόλοιπα ζωντανά. Σίγουρα όμως ούτε για να ανταποδώσουμε στους θεούς τη χάρη για τις ευεργεσίες τους. Όποιος ανταποδίδει την πρέπουσα ανταμοιβή για την ευεργεσία και αντάξια της βοήθειας οφείλει να μην παρέχει αυτά, κάνοντας κακό σε άλλους. Διότι δε θα φανεί να έχει ανταμείψει πιό πολύ από κάποιον που αρπάζει από τον διπλανό του και στεφανώνει άλλους για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του και να τους τιμήσει.
Ούτε όμως από ανάγκη για αγαθά πρέπει να θυσιάζουμε. Όποιος κυνηγά την ευεργεσία διαπράττοντας αδικίες, είναι ύποπτος ότι, αν ευεργετηθεί, θα φανεί αχάριστος. Επομένως ούτε ελπίζοντας ευεργεσία πρέπει να θυσιάζουμε ζώα στους θεούς. Και από τους ανθρώπους ίσως μπορεί να κρυφτεί κάποιος που κάνει κάτι τέτοιο, από τους θεούς όμως δεν υπάρχει περίπτωση να κρυφτεί. Αν λοιπόν πρέπει να θυσιάζουμε για κάποιον από τους παραπάνω λόγους και δεν πρέπει να το κάνουμε για κανέναν από αυτούς, είναι φανερό επομένως ότι δεν πρέπει γενικά να θυσιάζουμε ζώα στους θεούς.
Προσπαθούμε με την απόλαυση από τα σφάγια να καλύψουμε την αλήθεια αυτών των πραγμάτων και κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας, όχι όμως και το θεό. Έτσι, από τα ασήμαντα ζώα, από τα οποία δεν έχουμε καμία αξιόλογη ωφέλεια στη ζωή μας, αν δεν μας δίνουν απόλαυση, κανένα δε θυσιάζουμε στους θεούς. Γιατί ποιός έχει θυσιάσει ποτέ φίδια και σκορπιούς ή πιθήκους ή κάποιο από αυτού του είδους τα ζώα;
Από εκείνα όμως που μας είναι χρήσιμα στη ζωή ή απολαμβάνουμε να τα τρώμε δεν αφήνουμε ήσυχο κανένα, αλλά τα σφάζουμε στην κυριολεξία και τα γδέρνουμε υπό την προστασία του θεού. Τα βόδια όμως και τα πρόβατα και επιπλέον ελάφια και πουλερικά και αυτά τα χοντρογούρουνα, που δεν έχουν καμία σχέση με την καθαριότητα, αλλά μας παρέχουν απόλαυση τα σφάζουμε για τους θεούς.
Κάποια από αυτά μας βοηθούν στη ζωή μας και στη δουλειά, ενώ τα άλλα χρησιμεύουν για τροφή μας ή για άλλες ανάγκες. Αλλά και όποια δε χρησιμεύουν σε τίποτε από αυτά τα σκοτώνουν οι άνθρωποι για τις θυσίες το ίδιο μ’ εκείνα που χρησιμεύουν, επειδή έχουν ωραία γεύση. Δεν θυσιάζουμε όμως γαϊδούρια ούτε ελέφαντες ούτε κανένα άλλο απ’όσα βοηθούν στις δουλειές, αν δεν προσφέρουν απόλαυση. Αλλά και αν δεν τα θυσιάζουμε, πάλι δεν τ’ αφήνουμε ήσυχα, σφάζοντάς τα για να τ’ απολαύσουμε και από τα ζώα που προορίζονται για θυσία θυσιάζουμε αυτά που είναι αρεστά, όχι στους θεούς αλλά μάλλον στις ανθρώπινες ορέξεις, προσφέροντας έτσι απόδειξη εναντίον μας ότι για χάρη της απόλαυσης εμμένουμε σε τέτοιες θυσίες.
Και όμως αν κάποιος μας έλεγε να θυσιάζουμε με τον ίδιο τρόπο όπως οι Σύροι, στους οποίους ανήκουν και οι Ιουδαίοι, οι οποίοι ακόμα και τώρα κάνουν ζωοθυσίες ακολουθώντας την αρχική πρακτική, θα αρνιόμαστε. Διότι δεν τρώνε τα θυσιασμένα, αλλά τα καίνε όλη νύχτα, τους ρίχνουν πολύ μέλι και κρασί και εξαφανίζουν τη θυσία για να μη δεί ο παντεπόπτης το φοβερό. (Αναρωτιέμαι ποιά οικογένεια σήμερα, θα πλήρωνε ένα σωρό λεφτά για ν’ αγοράσει αρνί ή κατσίκι, κρασί και μέλι για τη μέρα του Πάσχα, αν επρόκειτο να μη φάνε τίποτα απ’ όλα αυτά… Υποθέτω σχεδόν κανείς απ’ τους νεοέλληνες, ειδικά τώρα με την “κρίση”, και το εν λόγω έθιμο θα είχε εξαφανισθεί εν ριπή οφθαλμού από τη χώρα μας!)
Αυτοί ήταν οι πρώτοι που έκαναν προσφορές των υπολοίπων ζωντανών και αυτών των ίδιων, οδηγούμενοι σε αυτή την πράξη από ανάγκη και όχι από επιθυμία. Μπορεί να το μάθει κανείς αυτό, αν δεί τους πιο σοφούς απ’ όλους, τους Αιγύπτιους, οι οποίοι τόσο απείχαν από το να φονεύουν κάποιο απ’ τα υπόλοιπα ζωντανά, ώστε έκαναν τις δικές τους μορφές θεών ομοιώματα. Τόσο οικεία και συγγενή τα θεωρούσαν με τους θεούς και τους ανθρώπους.
Αρχικά λοιπόν προσφέρονταν στους θεούς καρποί. Με τον καιρό όμως, ξεχνώντας τα όσια και επειδή οι καρποί έγιναν σπάνιοι και έλειψε η πατροπαράδοτη τροφή, όρμησαν στην ανθρωποφαγία. Τότε λοιπόν για πρώτη φορά με ικεσίες και προσευχές στους θεούς, τους πρόσφεραν θυσίες από τους εαυτούς τους, καθαγιάζοντας όχι μόνο ό’τι καλύτερο υπήρχε σ’ αυτούς αλλά και παίρνοντας επιπλέον ό’τι καλύτερο από το λαό τους.Από τότε μέχρι και σήμερα δεν γίνονται μόνο στην Αρκαδία, στους Λύκαιους, και στην Καρχηδόνα για τον Κρόνο γενικές και δημόσιες ανθρωποθυσίες, αλλά κατά την περίοδο της αναμνηστικής τελετής για το παλιό θεσμό ραίνουν με αίμα των ομόφυλών τους τους βωμούς, παρ’ όλο που η όσια πρακτική τους σχετικά με τα σκεύη με άγιασμα και τα κηρύγματα απέκλειε από τις τελετές όποιον τυχόν ήταν ένοχος ανθρωποκτονίας.
Στη συνέχεια λοιπόν αντικατέστησαν τις θυσίες των δικών τους σωμάτων με τα σώματα των υπολοίπων ζωντανών πλασμάτων και πάλι, από κορεσμό της πατροπαράδοτης τροφής, πέρασαν στη λήθη της ευσέβειας και έφτασαν στο άκρο της απληστίας, μην αφήνοντας τίποτα χωρίς να το γευτούν και να το καταβροχθίσουν. Αυτό συμβαίνει τώρα γενικά και με τις φυτικές τροφές. Αφού κορέσουν την πιεστική πείνα τους με την παροχή της τροφής, αναζητώντας τον κορεσμό μέχρι υπερβολής, ετοιμάζουν να φάνε πολλά, που είναι έξω από τα όρια του μέτρου.
Έτσι έφτασαν στο σημείο, επειδή δεν έδιναν αξία στα σφάγια για τους θεούς, να τα γευτούν και, αφού άρχισε αυτή η πρακτική, η ζωοφαγία προστέθηκε στις φυτικές τροφές των ανθρώπων. (πολύ απλά δηλαδή η ανθρωπότητα παλαιότερα ήταν φυτοφαγική!)
Όπως λοιπόν στην παλιά εποχή πρόσφεραν στους θεούς από τους καρπούς και μετά τη θυσία γεύονταν χαρούμενοι τις προσφορές, έτσι και αφού άρχισαν τις ζωοθυσίες, πίστευαν ότι πρέπει να κάνουν το ίδιο, αλλά το να τιμούν καθέναν από τους θεούς με καρπούς. Με αυτές τις τελετές ευχαριστιόταν η φύση και κάθε αίσθηση της ανθρώπινης ψυχής: «Με άκρατο αίμα ταύρων δεν ραντίζονταν βωμός, αλλά τούτο ήταν το μεγαλύτερο έγκλημα στους ανθρώπους ανάμεσα, να στερήσουν ζωή και να έχουν τροφή τους τα μέλη».
Αυτό μπορεί να το δει κάποιος στον σωζόμενο ακόμα σήμερα βωμό στη Δήλο, στον οποίον δεν φέρνει κανείς ούτε θυσιάζει πάνω του ζώο και γι’ αυτό λέγεται «βωμός των ευσεβών». Έτσι όχι μόνο δεν έκαναν θυσίες ζώων, αλλά και μετέδωσαν την ευσέβεια και σε αυτούς που τον ίδρυσαν και σε αυτούς που τον χρησιμοποίησαν εξίσου. Δεν πρέπει ούτε με φονικό αίμα να μιαίνονται οι βωμοί των θεών. Ούτε πρέπει να αγγίζουν οι άνθρωποι τέτοιου είδους τροφή, όπως ούτε τα δικά τους σώματα.
Η μεγαλύτερη και πρώτη απ’ όλες είναι η προσφορά καρπών.
Αυτή και μόνο πρέπει να γίνεται στους θεούς και στη γή, που γεννά τους καρπούς.
Διότι αυτή είναι κοινή εστία και των θεών και των ανθρώπων και πρέπει όλοι, γέρνοντας προς αυτήν σαν τροφό και μητέρα μας, να την εξυμνούμε και να την αγαπάμε ως γεννήτορά μας. Έτσι και όταν έρθει η ώρα να πεθάνουμε, μακάρι να αξιωθούμε να ανέβουμε πάλι στον ουρανό, σε ολόκληρο το γένος των ουράνιων θεών, τους οποίους τώρα πρέπει όπου τους βλέπουμε να τους τιμούμε με αυτά που δημιουργούν με τη βοήθειά μας, προσφέροντάς τους καρπούς που έχουμε, και όλοι μας, παρ’ ότι εμείς δεν θεωρούμε όλους άξιους να θυσιάζουν στους θεούς. Διότι όπως δεν πρέπει να τους θυσιάζουμε καθετί, έτσι ίσως δεν είναι ευχάριστη και στους θεούς η προσφορά από τον καθέναν.
Αυτοί που έχουν ίδιους γονείς, εννοώ πατέρα και μητέρα, λέμε ότι είναι εκ φύσεως οικείοι μεταξύ τους. Ακόμα θεωρούμε τους απογόνους των ίδιων προγόνων οικείους μεταξύ τους, όπως άλλωστε και τους συμπολίτες, αφού μοιράζονται τον ίδιο τόπο και συναναστρέφονται μεταξύ τους. Δεν θεωρούμε όμως οικείους μεταξύ τους αυτούς που κατάγονται από τους ίδιους, αν κάποιοι από τους πρώτους προγόνους τους δεν είναι ίδιοι με τους αρχηγούς του γένους ή δεν κατάγονται από αυτούς.
Έτσι, πιστεύω, λέμε ότι και Έλληνας με Έλληνα και βάρβαρος με βάρβαρο και όλοι οι άνθρωποι είναι οικείοι και συγγενείς μεταξύ τους για έναν από τους δύο αυτούς λόγους, ή επειδή κατάγονται από τους ίδιους προγόνους ή επειδή έχουν την ίδια διατροφή, έθιμα και το ίδιο γένος. Έτσι λοιπόν θεωρούμε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι συγγενείς μεταξύ τους και επίσης με όλα τα ζωντανά πλάσματα.
Διότι και τα θεμελιακά μέρη του σώματος είναι τα ίδια, δεν το λέω αυτό αναφορικά με τα πρωταρχικά στοιχεία, διότι απ’ αυτά συνίστανται και τα φυτά, αλλά εννοώ μέρη σαν το δέρμα, τη σάρκα και τα έμφυτα στα ζωντανά όντα είδη υγρών και πολύ περισσότερο επειδή οι ψυχές που έχουν μέσα τους είναι ιδίου είδους, στις επιθυμίες τους, δηλαδή, και στην οργή, επιπλέον και στο λογισμό και προπάντων στις αισθήσεις. Αλλά όπως ακριβώς το σώμα, έτσι πλασμένες έχουν και τις ψυχές μερικά ζώα, ενώ άλλα λιγότερο, όλα αυτά όμως έχουν απ’ τη φύση τους τα ίδια θεμελιακά μέρη. Αυτό φαίνεται και από τη συγγένεια στα πάθη.
Τάδε έφη ο Θεόφραστος όσον αφορά τις θυσίες ζώων καθιστώντας σαφές ότι ο άνθρωπος παρασύρθηκε στην κρεοφαγία εξαιτίας της απόλαυσης της νοστιμιάς του κρέατος συγκεκριμένων ζώων και προκειμένου να έχει ήσυχη τη συνείδησή του, μετέτρεψε τα σφαχτά σε θείες προσφορές χωρίς φυσικά ποτέ κανείς θεός να έχει ζητήσει κάτι τέτοιο! Τίποτε από τότε που ο Θεόφραστος έγραψε αυτό το έργο δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει για την ανθρωπότητα, εκτός ίσως απ’ τα ονόματα.
Προφανώς τα λόγια του, ούτε τότε εισακούστηκαν απ’ τους πολλούς, ούτε τώρα θα προβληματίσουν όσους τα διαβάσουν. Οι αιματηρές θυσίες στο βωμό του κέρδους και της απόλαυσης θα συνεχίζονται αδιάκοπα είς το όνομα της όρεξης, της ηδονής και της λαιμαργίας. Όσο το αίμα των αθώων πλασμάτων θα κυλάει σαν ποτάμι στη γη, τόσο η ανθρωπότητα θα παραμένει στάσιμη χωρίς ελπίδες ανέλιξης, παρ’ όλα αυτά θα προσδοκούν μάταια ανάσταση!
Μπορείτε να συνεχίσετε να τρώτε δολοφονημένα ζώα αλλά μην έχετε αυταπάτες ότι δεν διαπράττετε έγκλημα επειδή τα σκοτώνουν άλλοι ή ότι τα τρώτε με τις ευλογίες και τη συγκατάθεση κάποιου θεού! Τα χέρια όσων τρώνε κρέας είναι βουτηγμένα στο αίμα και δεν τα ξεπλένουν ούτε όλοι μαζί οι ωκεανοί της Γής! Το κρίμα στο λαιμό σας λοιπόν, όπως αντίστοιχα ο μπαλτάς του χασάπη στο λαιμό των αθώων αμνοερίφιων!
Ο ΌΜΗΡΟΣ στην Οδύσσεια προσομοιάζει τους κρεατοφάγους με τους Κύκλωπες, ανθρώπους τρομερούς και αποκρουστικούς, τους δε φυτοφάγους με τους Λωτοφάγους (ο λωτός είναι ένα ωραιότατο φρούτο). Ήταν τόσο συμπαθητικός και καλόκαρδος λαός που μόλις ζούσε κανείς για λίγο μαζί τους, ξεχνούσε ακόμη και την πατρίδα του, για να μείνει στον τόπο τους.
Ο ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ μέγας ιστορικός και φιλόσοφος της αρχαίας Ελλάδας, έγραφε:
“Με ρωτάτε, γιατί ο Πυθαγόρας απόφευγε να τρώει σάρκες ζώων, και γω σας ρωτώ με τη σειρά μου: Πόσο θάρρος χρειάστηκε ο άνθρωπος, που έβαλε πρώτος στο στόμα του ένα κομμάτι ματωμένης σάρκας κι έσπασε με τα δόντια του τα κόκαλα ενός σκοτωμένου ζώου, που σερβίρισε στο τραπέζι του κορμιά νεκρά, ΜΕΛΗ ΠΟΥ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ, ΒΕΛΑΖΑΝ, ΜΟΥΓΚΡΙΖΑΝ, ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΑΝ, ΕΒΛΕΠΑΝ. Πώς μπόρεσε το χέρι του να τρυπήσει με ένα σίδερο την καρδιά ενός ζωντανού πλάσματος; Πώς τα μάτια του μπόρεσαν ν’ αντέξουν στο θέαμα ενός φονικού; Πώς μπόρεσε να σφάζει, να γδέρνει, να διαμελίζει ένα δυστυχισμένο ανυπεράσπιστο ζώο; Πώς η μυρωδιά του αίματος δεν τον αηδίασε; Πώς δεν κυριεύτηκε από φρίκη όταν βάλθηκε να καθαρίζει το πηγμένο αίμα που σκέπαζε αυτές τις βρώμικες σάρκες;”Σαν να μην πέρασε μια μέρα, μια στιγμή από την στιγμή που ο Θεόφραστος κι ο Πλούταρχος έγραψαν αυτά τα λόγια. Σειρά σου σήμερα, να ΣΚΕΦΤΕΙΣ καλά, ΠΡΙΝ πας να αγοράσεις και να βάλεις στο σώμα σου και στο σώμα των παιδιών σου νεκρό κρέας. Σκέψου πως σκοτώνεις –ναι είσαι συνυπεύθυνος- ένα ζωντανό πλάσμα που σκέφτεται, νοιώθει, ακούει, βλέπει και Γνωρίζει από πριν πως θα το φας.
Γι’ αυτούς που πρωτάρχισαν αυτά τα σκληρά γεύματα, πρέπει ν’ απορήσουμε και όχι γι’ αυτούς που τα αποκηρύχνουν. ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ, ΠΟΥ ΣΑΣ ΤΡΙΓΥΡΙΖΕΙ! Πόσους καρπούς σας δίνει η Γη, τί πλούτη σας προσφέρουν τα χωράφια και τα αμπέλια, πόσα ζώα σας διαθέτουν το γάλα τους για να τραφείτε και το μαλλί τους , για να ντυθείτε.
Τί περισσότερο τους ζητάτε; ΠΟΙΑ ΜΑΝΙΑ ΣΑΣ ΣΠΡΩΧΝΕΙ ΝΑ ΣΚΟΤΩΝΕΤΕ; Γιατί βρίσκετε πως τα χαρίσματά τους δεν επαρκούν για τη συντήρηση ενός ανθρώπου; Πώς το βαστάει η καρδιά σας, να σμίγετε στο τραπέζι σας κόκαλα με τους γλυκούς καρπούς των δέντρων, μαζί με το γάλα να τρώτε και το αίμα των ζώων που σας το δίνουν;
ΟΙ ΠΑΝΘΗΡΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ, τα άγρια θηρία, όπως τα λέτε, ακολουθούν από ανάγκη το ένστικτό τους και σκοτώνουν τ’ άλλα ζώα για να ζήσουν. ΕΣΕΙΣ ΟΜΩΣ, ΕΚΑΤΟ ΦΟΡΕΣ ΠΙΟ ΑΓΡΙΟΙ απ΄ αυτά, πολεμάτε χωρίς καμιά ανάγκη το ένστικτο, για να παραδοθείτε στις απάνθρωπες απολαύσεις σας.
ΤΑ ΖΩΑ ΠΟΥ ΤΡΩΤΕ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΕΙΝΑ ΠΟΥ ΤΡΩΝΕ Τ’ ΑΛΛΑ. Αυτά τα σαρκοβόρα ζώα, δεν τα τρώτε, ΤΑ ΜΙΜΕΙΣΤΕ. Εσείς ορέγεστε τα αθώα, ήμερα ζώα που δεν κάνουν κακό σε κανέναν, που αφοσιώνονται σε σας, που σας εξυπηρετούν και που εσείς για να πληρώσετε τις υπηρεσίες τους, τα τρώτε.
Ώ ΑΦΥΣΙΚΕ ΔΟΛΟΦΟΝΕ, αν επιμένεις να υποστηρίζεις πως η φύση σε έπλασε να τρως τους ομοίους σου, πλάσματα με σάρκα και οστά, ευαίσθητα και ζωντανά σαν και εσένα, πνίξε λοιπόν τη φρίκη που σου εμπνέει για αυτά τα τρομερά γεύματα. ΣΚΟΤΩΝΕ ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ΑΥΤΑ ΤΑ ΖΩΑ. Πνίγε τα με τα χέρια σου. Ξέσκιζέ τα χωρίς μαχαίρια, με τα νύχια σου, όπως τα λιοντάρια και οι αρκούδες. Δάγκωνε και κομμάτιαζε το βόδι. Μπήγε τα νύχια σου στο πετσί του. Φάε τούτο το αρνάκι ζωντανό. Καταβρόχθισε ζεστές τις σάρκες του. Ρούφηξε τη ψυχή μαζί με το αίμα του. ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΖΕΙΣ!! Δεν τολμάς να φανταστείς να πάλλεται κάτω απ’ τα δόντια σου μια σάρκα ζωντανή.
ΑΝΘΡΩΠΕ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΚΕ!! Πρώτα σκοτώνεις το ζώο και ύστερα το τρως σαν να θέλεις να το κάνεις να πεθαίνει δύο φορές. Μα και αυτό δεν είναι αρκετό. Η νεκρή σάρκα σου φέρνει ακόμα αποστροφή. Τα σπλάχνα σου δεν την ανέχονται. Πρέπει να την μετατρέψεις με τη φωτιά, να τη βράσεις, να τη ψήσεις, να τη νοστιμίσεις με σάλτσες, που της αλλάζουν μορφή. Σου χρειάζονται αλλαντοποιεία, μάγειροι, ψησταριές, πλήθος άνθρωποι για να σβήσουν τη φρίκη του φονικού και να σου μασκαρέψουν τα νεκρά κορμιά. Έτσι, που το αίσθημα της γεύσης, ξεχασμένο απ’ αυτό το μασκάρεμα, να μην αποδιώξει αυτήν τη ξένη τροφή και να γευτεί με απόλαυση τα πτώματα, που και το ίδιο το μάτι δεν θα μπορούσε να ανεχτεί την αποκρουστική του όψη.”
Στοχάσου [αν μπορείς] και Δράσε Αναλόγως.
@ Eleni Paschou
Φωτογραφίες ΓΥΠΑΣ
Πηγή:
terrapapers.com