Ο Ευάγγελος Παράσχος, ο 'Greko με τα καλά κρασιά' όπως τον αποκαλούν
στην Ιταλία, έφτιαξε μια boutique οίνων με ετικέτες που κοσμούν κάβες
και οινοθήκες σε gourmet εστιατόρια ή wine bar στην Τεργέστη, τη Ρώμη,
τη Νέα Υόρκη, το Τόκυο, το Τορόντο αλλά και σε σκανδιναβικές πρωτεύουσες
Tο San Floriano είναι ένα μικρό χωριό στη Βόρεια Ιταλία, σκαρφαλωμένο στον υψηλότερο λόφο –στα 278 μέτρα από τη θάλασσα της Μεσογείου- της Gorizia μιας πόλης μόλις 35.000 κατοίκων, κομμένης στα δύο από την ιταλοσλοβένικη (νοητή, πλέον, λόγω της Ευρωπαϊκής Ένωσης) συνοριακή γραμμή.
Στα «πόδια» του οικισμού απλώνεται η περιοχή «Collio», μια οινοπαραγωγική ζώνη 16.000 στρεμμάτων με αμπελώνες, που φημίζεται, διεθνώς για τα λευκά της κρασιά. Οίνοι, που ωριμάζουν σε δεξαμενές, δρύινα βαρέλια και κατόπιν σε φιάλες, για τουλάχιστον 3 χρόνια, πριν ευφράνουν τον ουρανίσκο κάποιου οινόφιλου ρέκτη, στην Ιταλία ή σε μια άλλη γωνιά του κόσμου.
Στη… μυσταγωγία αυτή, για οινόφιλους, σε πάνω από 10 χώρες του κόσμου, συμμετέχει εδώ και περίπου 16 χρόνια και ο κ. Ευάγγελος Παράσχος, ένας… ερωτικός μετανάστης από τον Γιδά (σ. σ. Αλεξάνδρεια) της Ημαθίας, ο οποίος ζει τα τελευταία 42 χρόνια στο San Floriano και μολονότι η ηλικία του είναι λίγο πάνω από τα 60, δεν τον κάνεις ούτε για 50άρη.
«Παοκτσάκι» από τα γεννοφάσκια του –αν και πλέον δεν παρακολουθεί την ομάδα του όπως όταν ήταν νεαρός και σε αυτό ρίχνει την ευθύνη και στο ό,τι έχει πάψει πλέον να εκπέμπει η δορυφορική ΕΡΤ, αποκόπτοντας, γενικότερα, την ομογένεια ανά τον κόσμο από την ειδησιογραφία της Ελλάδας. «Καλά που είναι και το ΡΙΚ και μαθαίνουμε κάποια πράγματα για την πατρίδα» τονίζει- έφτασε στην Τεργέστη με όνειρο να γίνει φαρμακοποιός.
Στο… δρόμο, όμως, τον «κέρδισε» η… Κίρκη της αμπελουργικής και της οινικής τέχνης και εξελίχθηκε να είναι, σήμερα, ο μοναδικός Έλληνας οινοποιός σε ολόκληρη την Ιταλία, κατέχοντας, μάλιστα, πολλές περγαμηνές και διεθνείς διακρίσεις για τα κρασιά του.
Το οινοποιείο του, βέβαια, δεν είναι μεγάλης δυναμικότητας, παραπέμπει πιο πολύ σε boutique οίνων παρά σε βιομηχανική μονάδα. Ωστόσο, ετικέτες όπως το «ΚΑΙ» και ο «Αμφορέας» (ορισμένες από την ευρεία γκάμα του που φέρουν ελληνικό όνομα), κοσμούν κάβες και οινοθήκες σε gourmet εστιατόρια ή wine bar στην Τεργέστη, τη Ρώμη, τη Νέα Υόρκη, το Τόκυο, το Τορόντο, όπως και σε σκανδιναβικές πρωτεύουσες.
Η φήμη του, ως ο «Greko, που παράγει πολύ καλά κρασιά», είναι απλωμένη στην ευρύτερη περιοχή του Friuli, όπου βρέθηκε το WE του News247, σε μια αποστολή, που οργάνωσε στις αρχές Μαρτίου το Ελληνο-ιταλικό Εμπορικό Επιμελητήριο, με στόχο την υιοθέτηση καλών πρακτικών στον αναπτυσσόμενο χώρο της κοινωνικής οικονομίας, βάσει της εμπειρίας που έχει αναπτυχθεί στην Ιταλία.
Η ευκαιρία δεν έπρεπε να χαθεί και, μετά από τη σχετική έρευνα, το
ραντεβού μας μαζί του, έστω και αν χρειάστηκε να περάσει από… σαράντα
κύματα ελέω μιας ασθένειας που τον ταλαιπωρούσε, κλείστηκε να γίνει στο
οινοποιείο του –ακριβώς κάτω από τον αγροτουριστικό ξενώνα 6 δωματίων
που διατηρεί- ο οποίος είναι περιτριγυρισμένο από αμπελώνες.
Αθεράπευτα… Έλληνας, ο «Αμφιτρύωνάς» μας, παρότι έχει ζήσει, ήδη, τα 2/3 της ζωής του στην Ιταλία, επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα –σίγουρα μια φορά το καλοκαίρι και συνήθως μία τα Χριστούγεννα, «για να γεμίσω τις μπαταρίες μου» όπως αναφέρει- διότι δεν θέλει να αποκόψει τους δεσμούς του με την Αλεξάνδρεια Ημαθίας, όπου εξακολουθούν και μένουν τα αδέλφια του.
Μας καλωσόρισε στα ελληνικά, έχοντας στο πλευρό του την πολύ ευγενική –σλοβένικης καταγωγής- σύζυγο του (η οποία, όπως και τα δύο τους παιδιά, ο Αλέξανδρος και ο Γιάννης, μιλά καλά τη γλώσσα μας) και τον σκύλο του, με το, επίσης, ελληνοπρεπές όνομα… Μπούλης, ο οποίος δεν έλεγε να φύγει από τα πόδια του.
«Στα παιδιά μας, όσο ήταν μικρά, τους μιλούσα μόνο ελληνικά για να μάθουν. Το ίδιο έκανε η μητέρα τους με τα Σλοβένικα. Γνωρίζουν επίσης τα ιταλικά, ως τρίτη μητρική γλώσσα και φυσικά αγγλικά και γερμανικά», λέει ο συνομιλητής προσθέτοντας πως «όταν θέλεις να επεκταθείς εμπορικά και με εξαγωγές, εάν αν δεν γνωρίζεις γλώσσες δεν μπορείς να πετύχεις τίποτε».
Από τα 5 στα 35 στρέμματα και εξαγωγές σε 10 χώρες
Η πρώτη επαφή του Ευάγγελου Παράσχου με το σταφύλι και με το κρασί, που έμελλε να του αλλάξει τον «ρου» της επαγγελματικής του διαδρομής, έγινε το 1981. Έχοντας μόλις αποφοιτήσει από τη φαρμακευτική σχολή της Τεργέστης μετά από 6 χρόνια σπουδών, άρχισε να εργάζεται στο εστιατόριο του πεθερού του, στο San Floriano. Ο τελευταίος διατηρούσε ένα μικρό αμπέλι, περίπου 4-5 στρεμμάτων, από το οποίο παρήγαγε κρασί για τις ανάγκες του εστιατορίου.
«Χρειαζόμασταν περί τα 2-3.000 λίτρα το χρόνο και άρχισα να ασχολούμαι με την φροντίδα του αμπελιού και την οινοποίηση του κρασιού, με αποτέλεσμα, σιγά – σιγά να το αναλάβω πλήρως εγώ ως ευθύνη», θυμάται.
Για να γίνει επαγγελματίας οινοποιός ο Ευάγγελος Παράσχος, ωστόσο, έμελλε να παρέλθουν άλλα 17 χρόνια. Η αφορμή δόθηκε το 1998, όταν ένας Ιταλός αγρότης, κατάφερε -όπως λέει με διάθεση για… μαύρο χιούμορ ο κ. Παράσχος «να φαλιρίσει πολύ πριν να ξεκινήσει η κρίση», χάνοντας τη γη του, την οποία οι τράπεζες την έβγαλαν σε πλειστηριασμό.
«Αγόρασα, τότε, περίπου 80 στρέμματα, εκ των οποίων τα 35 στρέμματα ήταν ήδη αμπελώνες με γηγενείς και ξένες ποικιλίες, ενώ τα υπόλοιπα άρχισα να τα φυτεύω αμέσως μετά, κυρίως με ντόπιες ποικιλίες», αναφέρει. Προσθέτει δε, ότι η απόφασή του να εισέλθει στο κομμάτι της οινοποίησης, ήταν απόρροια της διαπίστωσης ότι με το να πουλά τα σταφύλια του σε άλλους οινοποιούς, δεν του επέτρεπε να έχει ένα αξιοπρεπές εισόδημα.
Στα χρόνια που πέρασαν προσέθεσε στον αμπελώνα του, μέσω ενοικίασης, άλλα 20 στρέμματα και με συνολικά, πλέον, 100 στρέμματα, κάθε χρόνο παράγει, μαζί με τους δύο γιους του που εργάζονται full time στην επιχείρηση, περί τους 15-20 τόνους κρασί.
Από τον όγκο αυτό εμφιαλώνει γύρω στις 20-25.000 φιάλες, εκ των οποίων το 70% είναι λευκοί οίνοι, τοπικών ποικιλιών (σ. σ. Friulano, Ribbola, Pino Grigio κλπ) καθώς και από την ελληνικής καταγωγής Μαλβάζια, την οποία, όπως λέει ο κ. Παράσχος την έφεραν στην Ιταλία οι Βενετσιάνοι από τη Μονεμβασιά. Το υπόλοιπο 30% των φιαλών είναι ερυθρά κρασιά από ποικιλίες όπως οι Merlot, Cabernet και άλλες.
Ποσοστό πάνω από το 60% της ετήσιας παραγωγής κρασιού του το εξάγει σε πάνω από 10 χώρες, σε τιμές που κυμαίνονται από τα 15 ευρώ η φιάλη και σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνουν έως και 45 ευρώ. Οι καλύτεροι πελάτες του βρίσκονται στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τον Καναδά, τη Σουηδία και τη Νορβηγία, ενώ έως και το 2008, έστελνε στη χώρα μας, κυρίως σε νησιά, περί το 20% των συνολικών του εξαγωγών.
«Σταδιακά η κατανάλωση στην Ελλάδα, έκτοτε, άρχισε να υποχωρεί και ειδικά μετά το 2009, όταν άρχισε η οικονομική κρίση έχει μειωθεί πάρα πολύ. Οπότε, αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε τις εξαγωγές» επισημαίνει κι αποκαλύπτει πως, πλέον, έχει κρατήσει μόνο έναν πελάτη -ένα ξενοδοχείο στη Σαρωνίδα- στο οποίο στέλνει μερικές δεκάδες φιάλες κάθε χρόνο.
«Λόγω της Ελλάδας, ωστόσο, κατάφερα να αποκτήσω πρόσβαση στην αγορά του Καναδά» εξηγεί και διευκρινίζει ότι «το 2011 ο νυν συνεργάτης μου έκανε διακοπές στη Σαντορίνη. Δοκίμασε το κρασί στο ξενοδοχείου όπου έμενε, του άρεσε, είδε στην ετικέτα τα στοιχεία επικοινωνίας, ήλθε σε επαφή μαζί μας και κανονίσαμε ραντεβού. Έφτασε στο οινοποιείο, συζητήσαμε και δώσαμε τα χέρια. Κάθε χρόνο έκτοτε παραγγέλνει τουλάχιστον 3-4 παλέτες».
Αυτή την περίοδο, εξάλλου, ο συνομιλητής μας διαπραγματεύεται και με έναν μεγάλο χονδρέμπορα στις ΗΠΑ (σ. σ. τον 4ο μεγαλύτερο στη χώρα, λέει) όπου, πάντως, ήδη διατηρεί κάποιες συνεργασίες και συγκεκριμένα στη Νέα Υόρκη, στην Καλιφόρνια και στη Μασαχουσέτη.
Αν τελικώς οι συζητήσεις τελεσφορήσουν θα πρόκειται για μια συμφωνία που θα αφορά μεγάλο μέρος της παραγωγής του. Τα πάντα, όμως, όπως τονίζει ο κ. Παράσχος, θα κριθούν τον Απρίλιο, όταν θα γίνουν οι οριστικές επαφές στο οινοποιείο του στο San Floriano.
Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας του Ελληνο-ιταλού οινοποιού;
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα πάντα –πέραν των ιδιαίτερων εδαφοκλιματικών συνθηκών της περιοχής- έχουν να κάνουν με τον τρόπο καλλιέργειας του αμπελώνα και της οινοποίησης η οποία γίνεται με σεβασμό στο περιβάλλον και τον καταναλωτή. «Η καλλιέργεια πραγματοποιείται αποκλειστικά με βιολογικές μεθόδους, με γαλαζόπετρα και με θειάφι, χωρίς χρήση φυτοπροστατευτικών σκευασμάτων και λίπανσης. Η τελευταία, διεξάγεται με φυσικό τρόπο, αξιοποιώντας το χορτάρι που φυτρώνει ενδιάμεσα από τα κλήματα», εξηγεί και προσθέτει ότι με φυσική διαδικασία, χωρίς δηλαδή ζυμωμύκητες, γίνεται και η ζύμωση του χυμού των σταφυλιών, μέχρι να μετατραπεί σε κρασί. Μετά, αποθηκεύεται για χρονικά διαστήματα που φτάνουν έως τρία έτη στο λευκό και πέντε για το ερυθρό, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζεται υψηλή ποιότητα. «Είναι σαν να κάνεις ψωμί με προζύμι, αντί να κάνεις χρήση μαγιάς», λέει χαρακτηριστικά.
Από το 2009 και μετά εξάλλου ένα μέρος της παραγωγής του, περίπου το 10%, το αποθηκεύει, για επτά μήνες, μαζί με τα στέμφυλα, σε πήλινους αμφορείς τους οποίους έχει φέρει από την Κνωσό της Κρήτης, στην προσπάθειά του να παράξει, μέσω πειραματισμών, ιδιαίτερα κρασιά.
Tο San Floriano είναι ένα μικρό χωριό στη Βόρεια Ιταλία, σκαρφαλωμένο στον υψηλότερο λόφο –στα 278 μέτρα από τη θάλασσα της Μεσογείου- της Gorizia μιας πόλης μόλις 35.000 κατοίκων, κομμένης στα δύο από την ιταλοσλοβένικη (νοητή, πλέον, λόγω της Ευρωπαϊκής Ένωσης) συνοριακή γραμμή.
Στα «πόδια» του οικισμού απλώνεται η περιοχή «Collio», μια οινοπαραγωγική ζώνη 16.000 στρεμμάτων με αμπελώνες, που φημίζεται, διεθνώς για τα λευκά της κρασιά. Οίνοι, που ωριμάζουν σε δεξαμενές, δρύινα βαρέλια και κατόπιν σε φιάλες, για τουλάχιστον 3 χρόνια, πριν ευφράνουν τον ουρανίσκο κάποιου οινόφιλου ρέκτη, στην Ιταλία ή σε μια άλλη γωνιά του κόσμου.
Στη… μυσταγωγία αυτή, για οινόφιλους, σε πάνω από 10 χώρες του κόσμου, συμμετέχει εδώ και περίπου 16 χρόνια και ο κ. Ευάγγελος Παράσχος, ένας… ερωτικός μετανάστης από τον Γιδά (σ. σ. Αλεξάνδρεια) της Ημαθίας, ο οποίος ζει τα τελευταία 42 χρόνια στο San Floriano και μολονότι η ηλικία του είναι λίγο πάνω από τα 60, δεν τον κάνεις ούτε για 50άρη.
«Παοκτσάκι» από τα γεννοφάσκια του –αν και πλέον δεν παρακολουθεί την ομάδα του όπως όταν ήταν νεαρός και σε αυτό ρίχνει την ευθύνη και στο ό,τι έχει πάψει πλέον να εκπέμπει η δορυφορική ΕΡΤ, αποκόπτοντας, γενικότερα, την ομογένεια ανά τον κόσμο από την ειδησιογραφία της Ελλάδας. «Καλά που είναι και το ΡΙΚ και μαθαίνουμε κάποια πράγματα για την πατρίδα» τονίζει- έφτασε στην Τεργέστη με όνειρο να γίνει φαρμακοποιός.
Στο… δρόμο, όμως, τον «κέρδισε» η… Κίρκη της αμπελουργικής και της οινικής τέχνης και εξελίχθηκε να είναι, σήμερα, ο μοναδικός Έλληνας οινοποιός σε ολόκληρη την Ιταλία, κατέχοντας, μάλιστα, πολλές περγαμηνές και διεθνείς διακρίσεις για τα κρασιά του.
Το οινοποιείο του, βέβαια, δεν είναι μεγάλης δυναμικότητας, παραπέμπει πιο πολύ σε boutique οίνων παρά σε βιομηχανική μονάδα. Ωστόσο, ετικέτες όπως το «ΚΑΙ» και ο «Αμφορέας» (ορισμένες από την ευρεία γκάμα του που φέρουν ελληνικό όνομα), κοσμούν κάβες και οινοθήκες σε gourmet εστιατόρια ή wine bar στην Τεργέστη, τη Ρώμη, τη Νέα Υόρκη, το Τόκυο, το Τορόντο, όπως και σε σκανδιναβικές πρωτεύουσες.
Η φήμη του, ως ο «Greko, που παράγει πολύ καλά κρασιά», είναι απλωμένη στην ευρύτερη περιοχή του Friuli, όπου βρέθηκε το WE του News247, σε μια αποστολή, που οργάνωσε στις αρχές Μαρτίου το Ελληνο-ιταλικό Εμπορικό Επιμελητήριο, με στόχο την υιοθέτηση καλών πρακτικών στον αναπτυσσόμενο χώρο της κοινωνικής οικονομίας, βάσει της εμπειρίας που έχει αναπτυχθεί στην Ιταλία.
Αθεράπευτα… Έλληνας, ο «Αμφιτρύωνάς» μας, παρότι έχει ζήσει, ήδη, τα 2/3 της ζωής του στην Ιταλία, επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα –σίγουρα μια φορά το καλοκαίρι και συνήθως μία τα Χριστούγεννα, «για να γεμίσω τις μπαταρίες μου» όπως αναφέρει- διότι δεν θέλει να αποκόψει τους δεσμούς του με την Αλεξάνδρεια Ημαθίας, όπου εξακολουθούν και μένουν τα αδέλφια του.
Μας καλωσόρισε στα ελληνικά, έχοντας στο πλευρό του την πολύ ευγενική –σλοβένικης καταγωγής- σύζυγο του (η οποία, όπως και τα δύο τους παιδιά, ο Αλέξανδρος και ο Γιάννης, μιλά καλά τη γλώσσα μας) και τον σκύλο του, με το, επίσης, ελληνοπρεπές όνομα… Μπούλης, ο οποίος δεν έλεγε να φύγει από τα πόδια του.
«Στα παιδιά μας, όσο ήταν μικρά, τους μιλούσα μόνο ελληνικά για να μάθουν. Το ίδιο έκανε η μητέρα τους με τα Σλοβένικα. Γνωρίζουν επίσης τα ιταλικά, ως τρίτη μητρική γλώσσα και φυσικά αγγλικά και γερμανικά», λέει ο συνομιλητής προσθέτοντας πως «όταν θέλεις να επεκταθείς εμπορικά και με εξαγωγές, εάν αν δεν γνωρίζεις γλώσσες δεν μπορείς να πετύχεις τίποτε».
Από τα 5 στα 35 στρέμματα και εξαγωγές σε 10 χώρες
Η πρώτη επαφή του Ευάγγελου Παράσχου με το σταφύλι και με το κρασί, που έμελλε να του αλλάξει τον «ρου» της επαγγελματικής του διαδρομής, έγινε το 1981. Έχοντας μόλις αποφοιτήσει από τη φαρμακευτική σχολή της Τεργέστης μετά από 6 χρόνια σπουδών, άρχισε να εργάζεται στο εστιατόριο του πεθερού του, στο San Floriano. Ο τελευταίος διατηρούσε ένα μικρό αμπέλι, περίπου 4-5 στρεμμάτων, από το οποίο παρήγαγε κρασί για τις ανάγκες του εστιατορίου.
«Χρειαζόμασταν περί τα 2-3.000 λίτρα το χρόνο και άρχισα να ασχολούμαι με την φροντίδα του αμπελιού και την οινοποίηση του κρασιού, με αποτέλεσμα, σιγά – σιγά να το αναλάβω πλήρως εγώ ως ευθύνη», θυμάται.
Για να γίνει επαγγελματίας οινοποιός ο Ευάγγελος Παράσχος, ωστόσο, έμελλε να παρέλθουν άλλα 17 χρόνια. Η αφορμή δόθηκε το 1998, όταν ένας Ιταλός αγρότης, κατάφερε -όπως λέει με διάθεση για… μαύρο χιούμορ ο κ. Παράσχος «να φαλιρίσει πολύ πριν να ξεκινήσει η κρίση», χάνοντας τη γη του, την οποία οι τράπεζες την έβγαλαν σε πλειστηριασμό.
«Αγόρασα, τότε, περίπου 80 στρέμματα, εκ των οποίων τα 35 στρέμματα ήταν ήδη αμπελώνες με γηγενείς και ξένες ποικιλίες, ενώ τα υπόλοιπα άρχισα να τα φυτεύω αμέσως μετά, κυρίως με ντόπιες ποικιλίες», αναφέρει. Προσθέτει δε, ότι η απόφασή του να εισέλθει στο κομμάτι της οινοποίησης, ήταν απόρροια της διαπίστωσης ότι με το να πουλά τα σταφύλια του σε άλλους οινοποιούς, δεν του επέτρεπε να έχει ένα αξιοπρεπές εισόδημα.
Στα χρόνια που πέρασαν προσέθεσε στον αμπελώνα του, μέσω ενοικίασης, άλλα 20 στρέμματα και με συνολικά, πλέον, 100 στρέμματα, κάθε χρόνο παράγει, μαζί με τους δύο γιους του που εργάζονται full time στην επιχείρηση, περί τους 15-20 τόνους κρασί.
Από τον όγκο αυτό εμφιαλώνει γύρω στις 20-25.000 φιάλες, εκ των οποίων το 70% είναι λευκοί οίνοι, τοπικών ποικιλιών (σ. σ. Friulano, Ribbola, Pino Grigio κλπ) καθώς και από την ελληνικής καταγωγής Μαλβάζια, την οποία, όπως λέει ο κ. Παράσχος την έφεραν στην Ιταλία οι Βενετσιάνοι από τη Μονεμβασιά. Το υπόλοιπο 30% των φιαλών είναι ερυθρά κρασιά από ποικιλίες όπως οι Merlot, Cabernet και άλλες.
Ποσοστό πάνω από το 60% της ετήσιας παραγωγής κρασιού του το εξάγει σε πάνω από 10 χώρες, σε τιμές που κυμαίνονται από τα 15 ευρώ η φιάλη και σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνουν έως και 45 ευρώ. Οι καλύτεροι πελάτες του βρίσκονται στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τον Καναδά, τη Σουηδία και τη Νορβηγία, ενώ έως και το 2008, έστελνε στη χώρα μας, κυρίως σε νησιά, περί το 20% των συνολικών του εξαγωγών.
«Σταδιακά η κατανάλωση στην Ελλάδα, έκτοτε, άρχισε να υποχωρεί και ειδικά μετά το 2009, όταν άρχισε η οικονομική κρίση έχει μειωθεί πάρα πολύ. Οπότε, αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε τις εξαγωγές» επισημαίνει κι αποκαλύπτει πως, πλέον, έχει κρατήσει μόνο έναν πελάτη -ένα ξενοδοχείο στη Σαρωνίδα- στο οποίο στέλνει μερικές δεκάδες φιάλες κάθε χρόνο.
«Λόγω της Ελλάδας, ωστόσο, κατάφερα να αποκτήσω πρόσβαση στην αγορά του Καναδά» εξηγεί και διευκρινίζει ότι «το 2011 ο νυν συνεργάτης μου έκανε διακοπές στη Σαντορίνη. Δοκίμασε το κρασί στο ξενοδοχείου όπου έμενε, του άρεσε, είδε στην ετικέτα τα στοιχεία επικοινωνίας, ήλθε σε επαφή μαζί μας και κανονίσαμε ραντεβού. Έφτασε στο οινοποιείο, συζητήσαμε και δώσαμε τα χέρια. Κάθε χρόνο έκτοτε παραγγέλνει τουλάχιστον 3-4 παλέτες».
Αυτή την περίοδο, εξάλλου, ο συνομιλητής μας διαπραγματεύεται και με έναν μεγάλο χονδρέμπορα στις ΗΠΑ (σ. σ. τον 4ο μεγαλύτερο στη χώρα, λέει) όπου, πάντως, ήδη διατηρεί κάποιες συνεργασίες και συγκεκριμένα στη Νέα Υόρκη, στην Καλιφόρνια και στη Μασαχουσέτη.
Αν τελικώς οι συζητήσεις τελεσφορήσουν θα πρόκειται για μια συμφωνία που θα αφορά μεγάλο μέρος της παραγωγής του. Τα πάντα, όμως, όπως τονίζει ο κ. Παράσχος, θα κριθούν τον Απρίλιο, όταν θα γίνουν οι οριστικές επαφές στο οινοποιείο του στο San Floriano.
Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας του Ελληνο-ιταλού οινοποιού;
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα πάντα –πέραν των ιδιαίτερων εδαφοκλιματικών συνθηκών της περιοχής- έχουν να κάνουν με τον τρόπο καλλιέργειας του αμπελώνα και της οινοποίησης η οποία γίνεται με σεβασμό στο περιβάλλον και τον καταναλωτή. «Η καλλιέργεια πραγματοποιείται αποκλειστικά με βιολογικές μεθόδους, με γαλαζόπετρα και με θειάφι, χωρίς χρήση φυτοπροστατευτικών σκευασμάτων και λίπανσης. Η τελευταία, διεξάγεται με φυσικό τρόπο, αξιοποιώντας το χορτάρι που φυτρώνει ενδιάμεσα από τα κλήματα», εξηγεί και προσθέτει ότι με φυσική διαδικασία, χωρίς δηλαδή ζυμωμύκητες, γίνεται και η ζύμωση του χυμού των σταφυλιών, μέχρι να μετατραπεί σε κρασί. Μετά, αποθηκεύεται για χρονικά διαστήματα που φτάνουν έως τρία έτη στο λευκό και πέντε για το ερυθρό, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζεται υψηλή ποιότητα. «Είναι σαν να κάνεις ψωμί με προζύμι, αντί να κάνεις χρήση μαγιάς», λέει χαρακτηριστικά.
Από το 2009 και μετά εξάλλου ένα μέρος της παραγωγής του, περίπου το 10%, το αποθηκεύει, για επτά μήνες, μαζί με τα στέμφυλα, σε πήλινους αμφορείς τους οποίους έχει φέρει από την Κνωσό της Κρήτης, στην προσπάθειά του να παράξει, μέσω πειραματισμών, ιδιαίτερα κρασιά.
Τι κάνουμε λάθος στην Ελλάδα
Νομοτελειακά η κουβέντα έφτασε και στο τί (δεν) κάνουν οι Έλληνες, ή τί θα έπρεπε να κάνουν, για να μπορέσει το ελληνικό κρασί να διεκδικήσει ακόμη πιο δυναμικά (γιατί τα τελευταία χρόνια, είναι αλήθεια, έχει γίνει πρόοδος σε αυτό τον τομέα) μια θέση στις διεθνείς αγορές. Και αυτό γιατί, όπως τονίζει ο συνομιλητής μας, η Ιταλία, μας αρέσει δεν μας αρέσει, είναι τουλάχιστον μια εικοσαετία μπροστά από την Ελλάδα, στον οινοποιητικό τομέα.
«Το πρώτο που πρέπει να σκεφτούν, ειδικά οι μικροί παραγωγοί, είναι το πώς θα παράγουν προϊόντα υψηλής ποιότητας. Η ποιότητα είναι μονόδρομος για να μπορέσουν να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν», λέει χαρακτηριστικά και σημειώνει ότι ένα μεγάλο πρόβλημα που έχει εντοπίσει, γενικά στον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα, είναι ότι πολλοί καλλιεργούν για τις επιδοτήσεις και όχι για να παράξουν ποιοτικά προϊόντα και να κερδίσουν από την υπεραξία τους.
Παράλληλα, τονίζει πως καθοριστικός παράγοντας, για να καταστεί δυνατή η περαιτέρω ανάπτυξη του ελληνικού κρασιού είναι να καλλιεργηθούν γηγενείς (ελληνικές) ποικιλίες σταφυλιού, όπως είναι το ξινόμαυρο, το ασύρτικο, το μαυροτράγανο και άλλες, γιατί η τάση στις διεθνείς αγορές είναι προς αυτή την κατεύθυνση, όσον αφορά στις προτιμήσεις των οινόφιλων. Ταυτόχρονα δε, υπογραμμίζει την ανάγκη οι φυτεύσεις τους να γίνονται σε περιοχές που έχει αποδειχθεί, ιστορικά, πως οι ποικιλίες που επιλέγονται έχουν αποκτήσει προσαρμοστικότητα, όπως για παράδειγμα είναι η Νάουσα, το Αμύνταιο, ο Τύρναβος, η Νεμέα ή η Σαντορίνη.
«Τα κρασιά της Σαντορίνης είναι μέσα στα δέκα καλύτερα παγκοσμίως, αυτό το γνωρίζουν οι οινόφιλοι. Όμως είναι θέμα νοοτροπίας το κρασί. Δεν μπορείς να πηγαίνεις και να φυτεύεις αμπέλια στον Ορχομενό ή τη Δράμα, περιοχές οι οποίες δεν είχαν ποτέ παράδοση στην αμπελοκαλλιέργεια, γιατί πιθανώς εκεί η αγορά της γης ήταν φθηνή», αναφέρει χαρακτηριστικά. Σημειώνει επίσης ως κρίσιμο παράγοντα για να ενισχύσει τη διεθνή του καριέρα το ελληνικό κρασί, να πάψει να εξαρτά την παρουσία στις αγορές του εξωτερικού, αποκλειστικά μέσα από τις κοινότητες των ομογενών.
Νομοτελειακά η κουβέντα έφτασε και στο τί (δεν) κάνουν οι Έλληνες, ή τί θα έπρεπε να κάνουν, για να μπορέσει το ελληνικό κρασί να διεκδικήσει ακόμη πιο δυναμικά (γιατί τα τελευταία χρόνια, είναι αλήθεια, έχει γίνει πρόοδος σε αυτό τον τομέα) μια θέση στις διεθνείς αγορές. Και αυτό γιατί, όπως τονίζει ο συνομιλητής μας, η Ιταλία, μας αρέσει δεν μας αρέσει, είναι τουλάχιστον μια εικοσαετία μπροστά από την Ελλάδα, στον οινοποιητικό τομέα.
«Το πρώτο που πρέπει να σκεφτούν, ειδικά οι μικροί παραγωγοί, είναι το πώς θα παράγουν προϊόντα υψηλής ποιότητας. Η ποιότητα είναι μονόδρομος για να μπορέσουν να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν», λέει χαρακτηριστικά και σημειώνει ότι ένα μεγάλο πρόβλημα που έχει εντοπίσει, γενικά στον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα, είναι ότι πολλοί καλλιεργούν για τις επιδοτήσεις και όχι για να παράξουν ποιοτικά προϊόντα και να κερδίσουν από την υπεραξία τους.
Παράλληλα, τονίζει πως καθοριστικός παράγοντας, για να καταστεί δυνατή η περαιτέρω ανάπτυξη του ελληνικού κρασιού είναι να καλλιεργηθούν γηγενείς (ελληνικές) ποικιλίες σταφυλιού, όπως είναι το ξινόμαυρο, το ασύρτικο, το μαυροτράγανο και άλλες, γιατί η τάση στις διεθνείς αγορές είναι προς αυτή την κατεύθυνση, όσον αφορά στις προτιμήσεις των οινόφιλων. Ταυτόχρονα δε, υπογραμμίζει την ανάγκη οι φυτεύσεις τους να γίνονται σε περιοχές που έχει αποδειχθεί, ιστορικά, πως οι ποικιλίες που επιλέγονται έχουν αποκτήσει προσαρμοστικότητα, όπως για παράδειγμα είναι η Νάουσα, το Αμύνταιο, ο Τύρναβος, η Νεμέα ή η Σαντορίνη.
«Τα κρασιά της Σαντορίνης είναι μέσα στα δέκα καλύτερα παγκοσμίως, αυτό το γνωρίζουν οι οινόφιλοι. Όμως είναι θέμα νοοτροπίας το κρασί. Δεν μπορείς να πηγαίνεις και να φυτεύεις αμπέλια στον Ορχομενό ή τη Δράμα, περιοχές οι οποίες δεν είχαν ποτέ παράδοση στην αμπελοκαλλιέργεια, γιατί πιθανώς εκεί η αγορά της γης ήταν φθηνή», αναφέρει χαρακτηριστικά. Σημειώνει επίσης ως κρίσιμο παράγοντα για να ενισχύσει τη διεθνή του καριέρα το ελληνικό κρασί, να πάψει να εξαρτά την παρουσία στις αγορές του εξωτερικού, αποκλειστικά μέσα από τις κοινότητες των ομογενών.