Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Πλούταρχος - Ενας από τους πιο επιφανείς συγγραφείς και βιογράφους της αρχαίας Ελλάδας

Ο Πλούταρχος είναι ένας από τους πιο επιφανείς συγγραφείς και βιογράφους της αρχαίας Ελλάδας κι ένας από τους πιο δημοφιλείς κλασικούς. Ο Ρουσσώ έλεγε: «Από τα λίγα βιβλία που διαβάζω ακόμη προτιμώ κυρίως τον Πλούταρχο, από τον οποίο και ωφελούμαι περισσότερο. Αυτόν πρωτοδιάβασα στην παιδική μου ηλικία, αυτός θα είναι κι η τελευταία ανάγνωση στα γηρατειά μου. Είναι σχεδόν ο μόνος συγγραφέας που δεν διάβασα ποτέ χωρίς όφελος». Τα βιβλία του θαυμάζονταν τόσο για τη σοφία τους όσο και για τις πληροφορίες τους, και τα χρησιμοποιούσαν επί πολλούς αιώνες σαν πηγές για ανέκδοτα και ηθικά παραδείγματα. Επηρέασαν τη γένεση και την εξέλιξη του δοκίμιου, της βιογραφίας και το γράψιμο της Ιστορίας. Είναι άγνωστο πότε ακριβώς γεννήθηκε και πέθανε ο Πλούταρχος.
Υπολογίζεται πως πρέπει να γεννήθηκε στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας, ανάμεσα στο 47-50 μ.Χ. και να πέθανε ανάμεσα στο 120-125 μ.Χ.
Για τη ζωή του Πλούταρχου ελάχιστα είναι γνωστά. Ο ίδιος αναφέρει στα συγγράμματα του πως είχε την ευτυχία να ανατραφεί από τον παππού και τον προπάππο του και διηγείται τις ιστορίες που είχε ακούσει από αυτούς όταν ήταν μικρός. Ο παππούς του ονομαζόταν Λαμπρίας κι ο προπάππος του Νιάρχος αλλά δεν αναφέρει πουθενά το όνομα του πατέρα του, παρ’ όλο που μιλάει πολλές φορές γι’ αυτόν και λέει πως ήταν λόγιος και σεμνός. Δεν αναφέρει επίσης πουθενά τη μητέρα του, αλλά μας πληροφορεί για την ύπαρξη των δύο αδελφών του, του Λαμπρία και του Τίμωνα. Την εποχή της επίσκεψης του Νέρωνα στην Ελλάδα, το 66 ή 67, ο Πλούταρχος σπούδαζε μαθηματικά και φιλοσοφία στην Αθήνα, κοντά στον Αμμώνιο. Δημόσια καθήκοντα τον έφεραν αρκετές φορές στη Ρώμη, όπου δίδαξε φιλοσοφία κι έκανε πολλούς φίλους, ίσως ανάμεσά τους τον Τραγανό και τον Αδριανό. Κατά τον Σουίδα ο αυτοκράτορας Τραγανός είχε παραχωρήσει στον Πλούταρχο υπατική εξουσία κι είχε απαγορεύσει στους διοικητικούς υπαλλήλους της Ιλλυρίας να κάνουν οποιαδήποτε ενέργεια χωρίς τη συγκατάθεσή του. Η πληροφορία αυτή έχει προκαλέσει μεγάλη δυσπιστία, παρ’ όλο που είναι εξακριβωμένο πως από τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. οι Ρωμαίοι παραχωρούσαν το αξίωμα του υπάτου και σε Έλληνες. Την ίδια δυσπιστία προκαλεί και η άλλη πληροφορία του Σουίδα ότι ο Πλούταρχος υπήρξε δάσκαλος του Τραϊανού γιατί ο ίδιος ο Πλούταρχος δεν αναφέρει τίποτα σχετικό στα «Αποφθέγματα Βασιλέων και Στρατηγών», που είναι ωστόσο αφιερωμένα στον Τραγανό. Μια δελφική επιγραφή αποκαλύπτει ότι ο Πλούταρχος είχε ρωμαϊκή υπηκοότητα. Γεγονός είναι ότι ταξίδεψε πάρα πολύ, επισκέφθηκε την Κεντρική Ελλάδα, τη Σπάρτη, την Κόρινθο, την Πάτρα, τις Σάρδεις και την Αλεξάνδρεια, αλλά είχε πάντα για μόνιμη κατοικία του τη Χαιρώνεια, όπου του έδωσαν πολλά τιμητικά αξιώματα, όπως του επώνυμου άρχοντα και, κατά πάσαν πιθανότητα, του βοιωτάρχη. Ο Πλούταρχος διαχειρίστηκε επίσης ανώτατα ιερατικά αξιώματα, για ένα διάστημα στη Χαιρώνεια και από το 95 μ.Χ. ως τα βαθιά γεράματά του, στους Δελφούς. Yπήρξε ανώτατος ιερέας και επόπτης του Μαντείου κι έγινε αγωνοθέτης στους αγώνες που γίνονταν στην Πυλαία, προάστειο των Δελφών. Ίσως μάλιστα να προκάλεσε το ενδιαφέρον και την υποστήριξη του Τραϊανού για την ανανέωση της φήμης του Μαντείου. Το μέγεθος της οικογένειάς του είναι άγνωστο. Η γυναίκα του ονομαζόταν Τιμοξένη κι ήταν κόρη ενός προύχοντα της Χαιρώνειας, του Αλεξίωνα. Στον «Παραμυθητικόν εις ιδίαν γυναίκα», που έγραψε για τον θάνατο της κόρης του που πέθανε σε ηλικία δύο χρόνων, αναφέρει τέσσερις γιους. Τουλάχιστον οι δύο απ’ αυτούς, ο Αυτόβουλος κι ο Πλούταρχος, έζησαν πέρα απ’ την παιδική τους ηλικία. Ίσως να είχε αποκτήσει κι άλλα παιδιά. Ο Σουίδας αναφέρει και πέμπτο γιο του Πλούταρχου, τον Λαμπρία, που δεν αναφέρεται όμως σε κανένα απ’ τα έργα του. Ο Πλούταρχος διεύθυνε σχολή στη Χαιρώνεια, όπου η φιλοσοφία, και ιδιαίτερα η ηθική, είχε κεντρική θέση. Διατηρούσε στενούς δεσμούς με την Ακαδήμεια στην Αθήνα (ήταν και Αθηναίος πολίτης). Πολλές απ’ τις πραγματείες του είναι ίσως εκτεταμένες σημειώσεις απ’ τα μαθήματα που έδινε. Τα έργα του Πλούταρχου που έχουν σωθεί είναι:

Οι «Βίοι Παράλληλοι», όπου αφηγείται τη ζωή μερικών επιφανών Ελλήνων, πολιτικών ή στρατιωτικών. Καθένας απ’ αυτούς συνοδεύεται κι από το βίο ενός επιφανούς Ρωμαίου που προσφέρει σημεία ομοιότητας, καθώς κι από μια σύγκριση των δύο.
Τα «Ηθικά» συγγράμματα -μια συλλογή από 83 πραγματείες, που άλλες σώθηκαν ολόκληρες κι άλλες σε αποσπάσματα. Μερικές έχουν μορφή διαλόγων, σε απομίμηση των πλατωνικών. Αποκαλύπτουν την ηθική αξιοπρέπεια του συγγραφέα και φωτίζουν τις συνθήκες εκείνης της εποχής. Μόνο ένα μέρος τους όμως ασχολείται με την ηθική, ενώ τα υπόλοιπα στρέφονται γύρω απ’ τη φυσική, την αρχαιολογία, τη φιλολογία κ.λπ.

Ως φιλόσοφος, ο Πλούταρχος είναι έκδηλα πλατωνικός, αλλά δέχεται και την επίδραση της περιπατητικής φιλοσοφίας, ακόμη και της στωικής, παρά την πολεμική που της κάνει σε βασικά ζητήματα. Μόνο την επικούρεια φιλοσοφία αποκρούει απόλυτα. Στα θεωρητικά ζητήματα δίνει μικρή αξία, αμφιβάλλει μάλιστα αν μπορούν να λυθούν. Προσέχει όμως όλα εκείνα που έχουν σημασία για την ηθική και τη θρησκευτική ζωή. Με μια ξεκαθαρισμένη αντίληψη της θεότητας, αντίστοιχη με την πλατωνική, αντικρύζει τον στωϊκό υλισμό και την επικούρεια αθεΐα, καθώς και τις δεισιδαιμονίες του όχλου. Για να εξηγήσει όμως τη φύση του κόσμου των φαινομένων, δεν μπορεί να αρνηθεί μια δεύτερη αρχή, την οποία δεν ζητά στη στερημένη από κάθε ποιότητα ύλη, αλλά στην «αναζητεί» ψυχή του κόσμου, που ήταν εξ αρχής δεμένη με την ύλη. Αν και κατά τη διαμόρφωση του κόσμου γέμισε από λογικότητα και μετασχηματίσθηκε σε θεϊκή ψυχή, εξακολουθεί να ενεργεί αδιάκοπα σαν πρώτη πηγή κάθε κακού. Τη διαμόρφωση του κόσμου τη φαντάζεται, αντίθετα με τους περισσότερους νεοπυθαγόρειους σαν χρονική πράξη. Τη θεϊκή ενέργεια στον κόσμο δεν την παριστάνει τόσο με τη μορφή της πλατωνικής θεωρίας των ιδεών και της νεοπυθαγορικής των αριθμών, όσο με τη μορφή της συνηθισμένης πίστης στη θεία πρόνοια. Στην πίστη αυτή ο Πλούταρχος έδινε τη μεγαλύτερη αξία, πολεμώντας τον Επίκουρο και τη στωική μοιρολατρεία. Ωστόσο, όσο ψηλότερα απ’ το πεπερασμένο ανέβαζε τη θεότητα, τόσο απαραίτητοι του γίνονταν οι δαίμονες, σαν μεσίτες της ενέργειας της θεότητας πάνω στον κόσμο. Για τους δαίμονες ξέρει να διηγείται πολλές δοξασίες. Σ’ αυτούς φορτώνει όσα δεν τολμά ν’ αποδώσει άμεσα στη θεότητα. Ιδιαίτερό του γνώρισμα είναι πως δεν παραδέχεται μόνο πέντε στοιχεία, αλλά βρίσκει κιόλας πιθανή την ύπαρξη πέντε διαφορετικών κόσμων. Αυτό που ο Πλάτωνας είχε πει για την αλλαγή των καταστάσεων του κόσμου, ο Πλούταρχος το αντιλαμβάνεται τόσο δογματικά, ώστε πλησιάζει τη στωική διδασκαλία που ο ίδιος πολέμησε. Στην πλατωνική ανθρωπολογία ανακατεύει ορισμένες αριστοτελικές απόψεις. Μένει πιστός στην ελευθερία της βούλησης και στην αθανασία (όπως και στη μετεμψύχωση), υπερασπίζεται την πλατωνο αριστοτελική ηθική εναντίον των δοξασιών των Στωικών και των Επικούρειων, και την εφαρμόζει στις ανθρώπινες σχέσεις μ’ ένα ευγενικό και μετρημένο τρόπο. Το πιο χαρακτηριστικό όμως γνώρισμα της πλουταρχικής ηθικής είναι ο στενός της σύνδεσμος με τη θρησκεία. Όσο ξεκαθαρισμένη κι αν είναι η έννοια που έχει ο Πλούταρχος για το θεό, όσο ζωηρά κι αν περιγράφει το παράλογο και τη θλιβερότητα της δεισιδαιμονίας, δεν μπορεί με το θερμό θρησκευτικό του συναίσθημα και τη μικρή εμπιστοσύνη που έχει στη γνωστική ικανότητα του ανθρώπου, ν’ απαρνηθεί την πίστη πως η θεότητα εκδηλώνεται με άμεσες αποκαλύψεις. Εξετάζοντας, στη συνέχεια, τις αποκαλύψεις αυτές, βρίσκει τρόπο να δικαιολογήσει την πίστη του λαού στη μαγεία, όπως από καιρό το συνήθιζαν οι Στωϊκοί και οι Νεοπυθαγόρειοι. Την ίδια στάση παίρνει γενικά απέναντι στη λαϊκή θρησκεία. Οι θεοί των διαφόρων λαών είναι, όπως λέει, διαφορετικά ονόματα για την υποδήλωση του ιδίου θείου όντος και των δυνάμεων που το υπηρετούν. Οι μύθοι περιέχουν φιλοσοφικές αλήθειες που ο Πλούταρχος ξέρει να τις «ξεφλουδίζει» με τη συνηθισμένη αυθαιρεσία της αλληγορικής ερμηνείας. Και όσο αποκρουστικές κι ανούσιες μπορούν να είναι πολλές συνήθειες της λατρείας, η δαιμονολογία του, ακόμη κι αν δεν χρησιμεύει σε τίποτ’ άλλο, του δίνει τα μέσα να βρει γι’ αυτές κάποια φαινομενική δικαιολογία, χωρίς ν’ απαιτεί τον ασκητισμό των Πυθαγόρειων. Έτσι, ο Πλούταρχος παρουσιάζεται σαν ο σωστός συμβιβαστικός θεολόγος που δεν βρίσκει το θάρρος να σταθεί αποφασιστικά στο έδαφος μιας λογικής κοσμοθεωρίας, αλλά ζητάει, με τη φιλοσοφική εξέταση των όντων, να συνδέσει την επιστημονική με τη θρησκευτική αντίληψη, ξεκινώντας από την πρόθεση να σώσει ό,τι μπορεί να σωθεί από την παράδοση.

Παρ’ όλο που ανάμεσα στα «Ηθικά» του υπάρχουν πολλά έργα ικανά να διαιωνίσουν τη μνήμη του, η δόξα του Πλούταρχου συνδέεται κυρίως με τους «Παράλληλους Βίους». Κατά κάποιο τρόπο, εφάρμοσε σ’ αυτούς τις ηθικές σκέψεις του για την Ιστορία, ανατρέχοντας στις επιφανέστερες, κατά τη γνώμη του, φυσιογνωμίες του αρχαίου κόσμου. Στις βιογραφίες του αυτές δεν ανέπτυξε δικές του θεωρίες ή των φιλοσόφων των κλασικών περιόδων. Αυτές τις φύλαξε για τα «Ηθικά» έργα του. Ασχολήθηκε όμως πρώτος με την ηθική πλευρά του βίου των προσώπων που εξιστορεί και τη συμπλήρωσε με τους παραλληλισμούς του. Έτσι, έδωσε καινούριο τόνο όχι μόνο στη βιογραφία, αλλά και στην Ιστορία γενικά και θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς όλων των εποχών, παρ’ όλο που δεν έγραψε συστηματικά τη μερική ή τη γενική ιστορία της Ελλάδας ή του τότε γνωστού κόσμου.

Ο Πλούταρχος έκανε την ιστορία της αρχαιότητας περισσότερο προσιτή, περισσότερο κατανοητή, σαφή και διδακτική για όλους. Έχουν σωθεί 48 Βίοι που οι 44 είναι «Παράλληλοι» (κατά ζεύγη και οι περισσότεροι με συγκρίσεις) και οι 4 ανεξάρτητοι (βιογραφίες του Αρταξέρξη του Μνήμονος, του Αράτου, του Γάλβα και του Όθωνος . Ουσιαστικά, οι Βίοι που σώθηκαν είναι 50, γιατί δύο απ’ αυτούς βιογραφούν τέσσερις ήρωες - δύο Έλληνες τον Αγι και τον Κλεομένη και δύο Ρωμαίους τους αδελφούς Τιβέριο και Γάιο Γράκχο. Ανάμεσα στα 80 έργα του Πλούταρχου που χάθηκαν υπήρχαν και άλλοι 14 Βίοι, που εξιστορούσαν τη ζωή του Επαμεινώνδα, του Ησίοδου και του Πίνδαρου του Κράτη-τος του Κυνικού, του Δηίφαντου του Αριστομένη, του ποιητή Άρατου και, παράλληλα 7 Ρωμαίων. Παρ’ όλο που οι «Παράλληλοι Βίοι» γράφτηκαν χωρίς εμφανή τάξη, προορίζονταν ν’ αποτελέσουν αργά ή γρήγορα ένα ομοιογενές σύνολο. Μερικοί ιστορικοί είχαν επικρίνει αυστηρά στο παρελθόν το ιστορικό έργο του Πλούταρχου, κατηγορώντας τον για ανακρίβειες και πλάνες. Ο ίδιος αναγνώριζε πως δεν έγραψε ξερή ιστορία χρονολογιών και γεγονότων, αλλά ενδιαφέρθηκε κυρίως για τους χαρακτήρες των προσώπων. Για τις ελληνικές ιστορίες, ο Πλούταρχος χρησιμοποίησε τις καλύτερες πηγές: Τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη και τον Ξενοφώντα, καθώς και έργα του Καλλισθένη του Ελλανίκου του Εφόρου και άλλων, για την περίοδο ως τον Αλκιβιάδη. Για τους μεταγενέστερους χρόνους, κατέφυγε στον Ιερώνυμο τον Καρδιανό τον Δούρι τον Φύλαρχο, τον Δημήτριο τον Φαληρέα τον Τίμαιο και κυρίως τον Πολύβιο, ενώ απέφυγε τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. Αλλά και για τα ρωμαϊκά πρόσωπα χρησιμοποίησε κυρίως Έλληνες συγγραφείς, όπως τον Ποσειδώνιο, τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσού και τον βασιλιά της Νουμηνίας Ιόβα (τον οποίον θεωρούσε έναν από τους καλύτερους ιστοριογράφους της εποχής του), επειδή δεν γνώριζε καλά τη λατινική γλώσσα. Η μορφή αυτών των «Βίων» αποτελεί ένα νέο επίτευγμα, που δεν σχετίζεται ούτε με την προηγούμενη βιογραφική φιλολογία, ούτε με την ελληνιστική ιστορία. Το γενικό του σχέδιο ήταν να δώσει τη γέννηση, τη νεότητα και τον χαρακτήρα των σπουδαίων ανθρώπων, τα κατορθώματά τους και τις περιστάσεις του θανάτου τους, όλα διανθισμένα με ηθικούς στοχασμούς. Ο Πλούταρχος δεν ισχυρίζεται ποτέ ότι γράφει ιστορία, την οποία διαχωρίζει σαφώς απ’ τη βιογραφία. Προσπαθεί να διασκεδάσει τον αναγνώστη, ενώ δεν κρύβει ποτέ τις δικές του συμπάθειες, που είναι ιδιαίτερα φανερές από τον θερμό θαυμασμό του για τα λόγια και τις πράξεις των βασιλέων και στρατηγών της Σπάρτης. Στη σύγκριση Ελλήνων και Ρωμαίων είναι δίκαιος, δεν κολακεύει την κυρίαρχη φυλή ούτε δείχνει ματαιοδοξία υπέρ των συμπατριωτών του. Οι «Παράλληλοι Βίοι» περιέχουν, εκτός από παράξενα ανέκδοτα, πολλά αξιομνημόνευτα γεγονότα, όπως την καταστροφή της εκστρατείας των Συρακουσών (Νικίας), την ήττα και δολοφονία του Πομπήιου τον θάνατο του Κάτωνος του νεότερου και την αυτοκτονία του Όθωνος Υπάρχουν επίσης μεγάλες περιγραφές μαχών, η νίκη του Μάριου κατά των Κίμβρων η πολιορκία των Συρακουσών από τον Μάρκελλο, κ.ά. Εκπληκτικές είναι κι οι περιγραφές για το ευτυχισμένο κράτος της Ιταλίας υπό τον Νουμά την ειρήνη που έφερε στη Σικελία ο Τιμολέων και το ταξίδι που έκανε η Κλεοπάτρα στην Κύδνο για να συναντήσει τον Αντώνιο.

Τα θέματα των «Ηθικών» είναι εξαιρετικά ποικίλα: Υπάρχει μια ομάδα που πραγματεύεται θέματα συμπεριφοράς, όπως οι «Συμβουλές σε παντρεμένα ζευγάρια» (Conjugalia Praecepta), «Πώς να διακρίνεις έναν κόλακα από έναν φίλο» (quo Modo Adulator ab Amico Internoscatur), «Περί φλυαρίας» (De Garpulitate), «Περί συγκρατήσεως του θυμού» (De Cohibenda Ira), κ.λπ. Υπάρχει και μία «θρησκευτική ομάδα», όπου ο Πλούταρχος εμφανίζεται ως ερμηνευτής και υπερασπιστής της παλιάς θεολογίας. Αυτή η ομάδα περικλείει την πραγματεία «Περί δεισιδαιμονίας» (De Superstitione), την οποία θεωρεί σαν το αντίθετο του αθεϊσμού, γιατί οι δεισιδαίμονες θεωρούν τους θεούς σκληρούς, εκδικητικούς και ιδιότροπους. Ο Πλούταρχος ήταν Πλατωνιστής και ερχόταν σε αντίθεση με μερικά από τα δόγματα των Στωικών, καθώς και με την Επικούρειο Σχολή και τις προτροπές της να αποτραβηχτεί κανείς από τα καθήκοντα της κοινωνικής ζωής. Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα πραγματεία «Περί των καθυστερήσεων της θείας δικαιοσύνης» (De Sera Numi-nis Indicta), που εξηγεί το αίνιγμα της φαινομενικής επικράτησης του κακού. Υπάρχουν επίσης δύο πραγματείες: «Το Ε των Δελφών», που αφορά την εξήγηση του γράμματος Ε το οποίο είναι γραμμένο στο Ναό του Απόλλωνα, και «Περί σφαλμάτων των χρησμών», που περιέχει μια συζήτηση μεταξύ δαιμόνων. Στα «Ηθικά» περιλαμβάνονται και τα «Συμποσιακά» του Πλούταρχου, διάλογοι σοφών που αναφέρονται σε πληθώρα θεμάτων. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Πλούταρχος, παρά την οικειότητά του με τη ρωμαϊκή κοινωνία, αγνοεί εντελώς τη ρωμαϊκή φιλολογία, επειδή δεν γνωρίζει καλά λατινικά. Πράγματι, στο βίο του «Λούκουλλου» δίνει την ελληνική εκδοχή ενός μέρους απ’ τον Οράτιο αλλά δεν αναφέρει ποτέ τον Βιργίλιο ή τον Οβίδιο. Ανάμεσα στις φιλολογικές κριτικές του είναι και το δοκίμιο «Περί κακεντρεχείας του Ηροδότου», στο οποίο φαίνεται ο τοπικισμός του ως Βοιωτού.

Τα δύο εκπαιδευτικά έργα του «Πώς ένας νέος θα έπρεπε ν’ ακούει ποίηση» και «Πώς ν’ ακούς προσεχτικά», μαζί με την ψευδοπλουταρχική πραγματεία «Περί εκπαιδεύσεως των παίδων», ήταν πολύ δημοφιλή κι η επιρροή τους έφτασε ως τα χρόνια της Αναγέννησης. Το ενδιαφέρον του Πλούταρχου για τα ζώα προβάλλει σε δύο βιβλία: «Τρώγοντας κρέας», που αναφέρεται στο αν είναι πιο έξυπνα τα ζώα της ξηράς ή της θάλασσας, χωρίς να δίνει σαφή απάντηση, και «Έχουν τα ζώα λογική;», έναν διασκεδαστικό διάλογο στο νησί της Κίρκης: Ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα, που έχει μεταμορφωθεί σε χοίρο, επιχειρηματολογεί κατά των Στωικών που αρνούνται τη λογική στα ζώα και πείθει τον Οδυσσέα για την ανωτερότητα πολλών ζώων απέναντι στον άνθρωπο... Η συνεχής γοητεία και δημοτικότητα του Πλούταρχου οφείλεται στο γεγονός ότι πραγματεύεται ειδικά ανθρώπινα προβλήματα, χωρίς να προβάλλει ανησυχητικές λύσεις. Γράφει εύκολα και επιπόλαια και παραθέτει πληθώρα ανεκδότων. Το ύφος του είναι κυρίως αττικό, αν και επηρεασμένο από τα σύγχρονα ελληνικά που μιλούσε. Ακολουθεί τη ρητορική θεωρία, αποφεύγει χασμωδίες ανάμεσα στις λέξεις και είναι προσεκτικός στη χρήση ρυθμών πρόζας. Είναι σαφής αλλά μακρολογεί περισσότερο απ’ όσο θα επέτρεπε ο αυστηρός αττικός κανόνας. Ο Πλούταρχος προτιμούσε να ζει τη ζωή ενός απλού πολίτη σε μια μικρή βοιωτική πόλη. Τα γραπτά και η διδασκαλία του βοήθησαν πολύ να φωτιστεί το σκοτάδι της επαρχιακής ζωής στην Ελλάδα του 1ου αιώνα μ.Χ.
Γιάννης Λάμψας
Μεγάλες Μορφές 20 Αιώνων
Εκδοση Ελεύθερου Τύπου
Αθήνα
1995
Πηγή:
anemourion.blogspot.gr