Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Δημόσιο χρέος: Δύο αιώνες απειλές και εκβιασμοί

Γεμάτη από ασφυκτικές πιέσεις δανειστών, επώδυνες συμφωνίες, απειλές κι εκβιασμούς, τρελές απαιτήσεις, παρεμβάσεις κι απόπειρες χειραφέτησης από το εξωτερικό, κερδοσκοπικά παιχνίδια και αποφάσεις σε κλειστά γραφεία ερήμην της χώρας μας είναι η Ιστορία του ελληνικού κράτους σχετικά με το δημόσιο χρέος.
Με λίγα λόγια, η σκληρή ιστορία επαναλαμβάνεται αφού επί σχεδόν 200 χρόνια πια οι ξένοι δανειστές βάζουν το ίδιο πιστόλι στο κρόταφο στην ελληνική πλευρά με διάφορα τερτίπια αδίστακτου παρεμβατισμού και τερατωδών όρων.
Τα πρώτα δάνεια στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία υπεγράφησαν από την επαναστατική κυβέρνηση τη διετία 1824-25. Μόλις ένα μικρό ποσό, όμως, απ’ αυτά τα χρήματα έφτασε εν τέλει στη χώρα μας, αφού τα περισσότερα έμειναν στις τσέπες τραπεζιτών της Βρετανίας και διαμεσολαβητών.
Η Ελλάδα, για πρώτη φορά – από τις πολλές που ακολούθησαν μέχρι και σήμερα – πήρε δάνειο εγκεκριμένο από το Σίτι του Λονδίνου τον Φεβρουάριο του 1824, με ληστρικούς όρους, τους οποίους και αποδέχθηκε η κυβέρνηση Κουντουριώτη δίχως καμία αντίσταση.
Δανεικά και καλοφάγωτα
Το δάνειο ήταν ύψους 800.000 λιρών με υψηλότατο επιτόκιο, όμως στην Ελλάδα ήρθαν μόνο οι 302.000 λίρες, αφού οι υπόλοιπες παρακρατήθηκαν για τοκοχρεολύσια δύο ετών, μεσιτικά, προμήθειες κ.ά. Τι ζητήθηκε από την κυβέρνηση Κουντουριώτη με ασφυκτικές πιέσεις;
Το σκληρότερο που θα μπορούσε να απαιτηθεί: Να βάλει, όπως κι έβαλε, υποθήκη εθνικά κτήματα, αλυκές και τα έσοδα από τα τελωνεία. Τους μοναδικούς πόρους, δηλαδή, την εποχή της Επανάστασης. Και οι οποίοι πέρασαν στα χέρια των δανειστών!
Την επόμενη χρονιά η Ελλάδα πήρε σε «πραγματικά» λεφτά ακόμα 230.000 λίρες, ξανά με φριχτούς όρους. Το ποσό που υπέγραψε είχε πολύ μεγαλύτερη ονομαστική αξία από τα χρήματα που τελικά έβαλε στα ταμεία της, αφού για ονομαστική αξία 100 στερλινών λάμβανε δανεικά 55 στερλινών. Το πάρτι στο Σίτι καλά κρατούσε σε βάρος ενός τόπου που προσπαθούσε να απελευθερωθεί και να σταθεί στα πόδια του.
Από τη στιγμή που η επαναστατική κυβέρνηση δεν είχε έσοδα, μια και ήδη τα δέσμευαν οι δανειστές για την αποπληρωμή του χρέους, κηρύχθηκε στάση πληρωμών το 1826, με τους τραπεζίτες στο Σίτι να αγχώνονται για πρώτη φορά για το πώς θα επιβιώσουν οι οφειλέτες προκειμένου να ξεχρεώσουν.
Ξανά… μανά 
Σειρά είχε ο Καποδίστριας που ως κυβερνήτης της Ελλάδας κατέφυγε σε εξωτερικό δανεισμό το 1828 για να συνεχιστεί ο απελευθερωτικός πόλεμος. Ωστόσο, συνάντησε την αντίδραση των Άγγλων, ενώ όταν προσπάθησε να ιδρύσει κρατική τράπεζα βρήκε μπροστά του τους κοτζαμπάσηδες και τους μεγάλους καραβοκύρηδες της εποχής.
Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς έγινε μεγάλη συνδιάσκεψη στο Λονδίνο από τις τρεις «προστάτιδες δυνάμεις» της εποχής για να αποφασίσουν για το ελληνικό ζήτημα. Οι Άγγλοι επέμεναν στην άρνησή τους για παροχή βοήθειας στη χώρα μας, όμως Ρωσία και Γαλλία ήθελαν να εγγυηθούν δάνεια 2 εκατ. λιρών. Οι Άγγλοι δεν έμπαιναν εγγυητές κι έτσι οι άλλες δυο δυνάμεις αποφάσισαν να δίνουν μόνες τους στην Ελλάδα 500.000 γαλλικά χρυσά φράγκα κάθε μήνα.
Ο Καποδίστριας, όμως, παρά την εξωτερική βοήθεια, έβλεπε ότι το ταμείο ήταν μείον. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της εγχωρίως, αλλά ούτε και τον εξωτερικό δανεισμό, κι έτσι επεβλήθη μεγάλη αύξηση των δασμών που είχε άμεσες παρενέργειες στο – όποιο – λαϊκό εισόδημα.
Τον Μάιο του 1832 είχε ήδη μπει στο… παιχνίδι φυτευτός ο Όθωνας και, με τη Συνθήκη του Λονδίνου, υπέγραψε δάνειο 60 εκατ. χρυσών φράγκων, το οποίο θα καταβαλλόταν από κοινού εκ μέρους των τραπεζιτών και των χρηματιστηριακών κύκλων των προστάτιδων δυνάμεων. Ένας από τους όρους, μάλιστα, που απαίτησαν οι δανειστές ήταν ότι «θα προηγούνται των κρατικών δαπανών οι αποπληρωμές των τοκοχρεωλύσιων». Ο Όθωνας δεν δίστασε να αποφασίσει υπέρ της εσωτερικής στάσης πληρωμών ώστε να ξεχρεώνονται οι δανειστές.
Δάνεια για μισθούς
Το ακόμα πιο οδυνηρό ήταν ότι κατά την προσφιλή μέθοδό τους οι δανειστές μπορεί να χρέωσαν την Ελλάδα με 60 εκατ. φράγκα, αλλά στη χώρα μας έφτασαν μόνο τα 27 εκατ. Τα 2,5 εκατ. εξ αυτών, μάλιστα, παρακρατήθηκαν στη συνέχεια για προηγούμενες οφειλές προς το εξωτερικό ενώ με 11 εκατ. αγοράστηκαν από τον σουλτάνο η Φθιώτιδα, η Φωκίδα και η Εύβοια που, όμως, ήδη είχαν απελευθερωθεί!
Επίσης, με απαίτηση των δανειστών και με απειλή να μη δοθεί τελικά το δάνειο, αυξήθηκαν οι κρατικές δαπάνες για τους μισθούς της αντιβασιλείας, αλλά και των Βαυαρών στρατιωτικών που ήταν σε ελληνικό έδαφος.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά το «καθαρό» ποσό που μπήκε στα ταμεία δεν ξεπέρασε τα 3 εκατ. χρυσά φράγκα. Ωστόσο, το ελληνικό κράτος ήδη είχε χρεωθεί για 60 εκατ.!
Από αυτό το δάνειο και με τις δυο εκ των τριών πρώτων δόσεων γινόταν η κάλυψη των ελλειμματικών προϋπολογισμών του 1833-1834-1835-1836. Ειδικά την τελευταία χρόνια, όμως, και με το έλλειμμα στα 4 εκατ. δρχ., η τρίτη δόση ήταν περισσότερο απαραίτητη από ποτέ. Η ελληνική πλευρά εκλιπαρούσε για τα χρήματα, όμως Γάλλοι και Ρώσοι αντιδρούσαν αφού θεωρούσαν πλέον την κυβέρνηση υποχείριο της Αγγλίας. Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων ασκούσε τεράστιες πιέσεις στην Ελλάδα, με τους Άγγλους να τάσσονται υπέρ της δόσης.
Τότε παρενέβη στην ασυμφωνία των προστάτιδων δυνάμεων η βαυαρική κυβέρνηση παραχωρώντας νέο δάνειο 496.000 από χρυσά φιορίνια, που αντιστοιχούσε σε 1 εκατ. φράγκα. Ο όρος δανεισμού δυσβάσταχτος, αφού ζητούσε αποπληρωμή σε έναν χρόνο. Φυσικά, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο κι έτσι τον Μάρτιο του 1836 η Ελλάδα έλαβε και νέο δάνειο, πάλι 496.000 φιορινιών, για να αποπληρωθεί το προηγούμενο. Η μέγγενη έσφιξε ακόμα περισσότερο όταν δόθηκε και νέο το 1837.
Φυσικά, η Ελλάδα δεν μπορούσε να αντέξει κάτω από το βάρος τόσων δανείων με τόσο πενιχρά έσοδα, οπότε το 1843 ο Όθωνας κήρυξε στάση πληρωμών. Με την πτώχευση να αφήνει τη χώρα εκτός εξωτερικού δανεισμού για περισσότερα από 30 χρόνια. Οι ιδιώτες ομολογιούχοι, πάντως, εξοφληθήκαν από τις προστάτιδες δυνάμεις και για να… ρεφάρουν Άγγλοι και Γάλλοι, ως αντίποινα στη στήριξη του Όθωνα στους Ρώσους στον Κριμαϊκό Πόλεμο το 1845-46, κατέλαβαν τον Πειραιά, αξιοποιώντας στο έπακρο τους όρους δανεισμού που προέβλεπαν ρητώς την «κατά προτεραιότητα είσπραξη των τελωνειακών εσόδων έναντι των οφειλών».
Στάση πληρωμών
Το 1857, μάλιστα, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία όρισαν τη Διεθνή Οικονομική Εξεταστική Επιτροπή για να γνωμοδοτήσει για μέτρα που μπορούσε να λάβει η τότε κυβέρνηση για την αποπληρωμή του δανείου που είχε πάρει η Ελλάδα. Η επιτροπή έκρινε ότι έπρεπε να αποπληρώνονται 900.000 γαλλικά φράγκα κατ’ έτος. Τρία χρόνια μετά, όμως, έγινε πάλι στάση πληρωμών και το 1864 οι δανειστές προχώρησαν σε αναδιάρθρωση χρέους, για να μπορέσει να εξυπηρετηθεί.
Το 1879 η Ελλάδα ξαναβγήκε στις… αγορές της εποχής, έχοντας συμβιβαστεί πρώτα αναγκαστικά με όλους τους πιστωτές της από το 1824. Υποχρεώθηκε να το κάνει αυτό, μετά τον εκβιασμό του πρώτου καγκελάριου Μπίσμαρκ ότι θα βάλει βέτο – και μαχαίρι στον λαιμό της κυβέρνησης ταυτόχρονα – για την προσάρτηση της Θεσσαλίας. Εκείνη την εποχή στη δευτερογενή αγορά ένα ελληνικό ομόλογο αξίας 100 δρχ. έφτασε να αγοράζεται μόλις με 5 δρχ. από ιδιώτες ομολογιούχους. Για τα πρώτα δάνεια, μάλιστα, του 1824 Ευρωπαίοι ομολογιούχοι εξοφλήθηκαν το 1930, περισσότερα από 100 χρόνια μετά.
Η Ελλάδα άρχισε να δανείζεται και πάλι, όμως το χρέος εκτινασσόταν κάθε χρόνο. Το 40% των εσόδων του ελληνικού προϋπολογισμού πήγαινε στις οφειλές του Δημοσίου προς το εξωτερικό. Μέχρι το 1893 είχε δανειστεί περισσότερα από 600 εκατ. γαλλικά φράγκα, πληρώνοντας παράλληλα άνω των 500 εκατ. για τοκοχρεολύσια. Μόνο ένα ελάχιστο ποσό αυτών των χρημάτων πέρασε στην πραγματική οικονομία, ίσως και μικρότερο του 5%.
Εκείνη την περίοδο, με τις ευλογίες και των πιστωτών, οι έμμεσοι φόροι για όλους τους πολίτες αυξήθηκαν κατά 11%, ενώ μειώθηκαν οι άμεσοι φόροι, που τους πλήρωναν κυρίως οι εύρωστοι οικονομικά.
Για τα δάνεια οι ξένοι τραπεζίτες πέτυχαν το 1887 να πάρουν ως εγγύηση τα Ελληνικά Μονοπώλια. Το κεφάλαιο από το εξωτερικό άρχισε για πρώτη φορά να εισρέει τόσο πολύ στη χώρα, μέσω του δρόμου του δανεισμού. Οι ξένες επενδύσεις αφορούσαν κυρίως αγροτικές εκμεταλλεύσεις, όπως το 1880 με την εκχώρηση της Κωπαΐδας σε Άγγλους ή σε τεχνικές εταιρείες της εποχής.
Δυστυχώς επτωχεύσαμεν
Ο Τρικούπης, βλέποντας την οικονομία να καταρρέει, επέβαλε κι άλλους φόρους 5 εκατ. δρχ., αυξάνοντας πολύ ειδικά το κόστος της παιδείας. Με το έλλειμμα να αυξάνεται, δεν μπορούσε παρά να πει «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» το 1893. Ωστόσο, λίγο πριν το κερδοσκοπικό παιχνίδι επί των ελληνικών αξιών σε Λονδίνο και Παρίσι οργίαζε.
Ο ανταγωνισμός του κεφαλαίου στο Σίτι και τη γαλλική πρωτεύουσα προκάλεσε κραχ στο χρηματιστήριο το 1892. Αμέσως μετά οι Άγγλοι ήθελαν να δώσουν δάνειο 3,5 εκατ. στερλινών για να προστατεύσουν τις επενδύσεις τους γλιτώνοντας από τη διαφαινόμενη χρεοκοπία την Ελλάδα. Η αντιπολίτευση ξεσηκώθηκε επειδή η συμφωνία κυβέρνησης – Αγγλίας «περιείχε ταπεινωτικούς κι εξευτελιστικούς όρους για την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας», ενώ στόχος της κυβέρνησης ήταν, όπως αποκαλύφθηκε, να περάσει με απλό βασιλικό διάταγμα τη συμφωνία κι όχι μέσω Βουλής. Το δάνειο ματαιώθηκε.
Οι πόλεμοι που ακολούθησαν εκτίναξαν κι άλλο το δημόσιο χρέος. Από το 1893-1912 το 65% των εξόδων αφορούσε στρατιωτικές δαπάνες. Το 1910-14 η Ελλάδα υποχρεώθηκε σε εξωφρενικό δάνειο 500 εκατ. γαλλικών φράγκων για να αντεπεξέλθει, ελαφρώς λιγότερα απ’ όσα είχε πάρει συνολικά από το 1824-1897. Στη χώρα μας εγκαταστάθηκε Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος που για την αποπληρωμή των δανείων εγγυόταν στους πιστωτές ότι θα εισέπρατταν αυτοί τα κέρδη της Ελλάδας από την παραγωγή διάφορων προϊόντων.
Ακολούθησαν ακόμα 100 εκατ. φράγκα δανεικών για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία το 1919, όμως η διαφοροποίηση με τους Συμμάχους στη συνέχεια άφησε τη χώρα μας χωρίς οξυγόνο εξωτερικής χρηματοδότησης, με συνέπεια το αναγκαστικό δάνειο Πρωτοπαπαδάκη το 1922 με τη διχοτόμηση χρηματονομισμάτων και τη μεγάλη υποτίμηση της δραχμής.
Μια ακόμα περίπτωση ευθείας παρέμβασης στα εσωτερικά της χώρας ήταν το 1927, όταν έγινε σύνδεση δραχμής – στερλίνας. Τότε η Κοινωνία των Εθνών με το πρωτόκολλο της Γενεύης επέβαλε ως όρο για νέο δανεισμό τον έλεγχο του δημόσιου χρέους!
Ο προϋπολογισμός, όμως, εκτροχιάστηκε σύντομα κι έτσι λίγα χρόνια μετά ο Βενιζέλος γύριζε τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες παρακαλώντας για αναστολή των χρεολυσίων για μια πενταετία και ταυτόχρονα χορήγηση νέου δανείου 10 εκατ. λιρών Αγγλίας. Οι πιστωτές αρνήθηκαν και τον Μάιο του 1932 κηρύχθηκε επίσημα χρεοστάσιο, με την Τράπεζα της Ελλάδος να μην μπορεί να ανταποκριθεί.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι επόμενες δεκαετίες μέχρι το κραχ του 2010 και τα χρόνια του μνημονίου κινήθηκαν στις ίδιες ακριβώς ράγες: του υπέρογκου εξωτερικού δανεισμού ενίοτε και με το ζόρι, των επιτηρητών, της πίεσης, της συνεργασίας των πιστωτών – συνήθως και «συμμάχων» – όποτε χρειαζόταν για να πάρουν όσο περισσότερα μπορούσαν κι απ’ όπου μπορούσαν ως ανταλλάγματα παρεμβαίνοντας ακόμα και σε θέματα εθνικής κυριαρχίας, της θηλιάς των χρεολυσίων, των χρεοκοπιών. Η Ιστορία επαναλαμβάνεται εδώ και 200 χρόνια… Και η τακτική των πιστωτών παραμένει ίδια!





Πηγή: 
TO ΠΟΝΤΙΚΙ