«Οι Αθηναίοι δεν ξέρουν να κερδίζουν» - Φίλιππος ο Β'
Η μάχη της Χαιρώνειας, που τοποθετείται χρονικά στις 2 Αυγούστου 338 π.Χ, εντάσσεται στη μικρή λίστα των μαχών που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία της ελληνικής ιστορίας. Η αποφασιστική αναμέτρηση ανάμεσα στον μακεδονικό στρατό του Φιλίππου του Β' – με επικεφαλής του ελίτ μακεδονικού ιππικού τον 18χρονο διάδοχό του, που αργότερα η ιστορία θα ονόμαζε «Μέγα»- και τις ενωμένες δυνάμεις της Αθήνας, της Θήβας (Κοινό των Βοιωτών), της Κορίνθου, της Αχαΐας, των Μεγάρων και άλλων δυνάμεων της νότιας Ελλάδας, είχε αποτέλεσμα τον θρίαμβο των μακεδονικών όπλων και την υλοποίηση του ισοκρατικού ιδεώδους για την ενοποίηση των Ελλήνων.
Στη Χαιρώνεια ο Φίλιππος «έσπασε» τη στρατιωτική ισχύ των πόλεων- κρατών της νότιας Ελλάδας (πλην της Σπάρτης, η οποία όμως ούτως ή άλλως ήταν στο λυκόφως της ισχύος της, υιοθετώντας γραμμή απομονωτισμού μετά την ταπεινωτική συντριβή της «αφρόκρεμας» του στρατού των Λακεδαιμονίων στη μάχη των Λεύκτρων το 371 π.Χ, στα χέρια του Επαμεινώνδα και του Πελοπίδα των Θηβών) , εγκαινιάζοντας μια περίοδο μακεδονικής ηγεμονίας στα ελληνικά πράγματα, η οποία θα συνεχιζόταν για πολλά χρόνια μετά, καθώς οι προσπάθειες αμφισβήτησής της κατά τη βασιλεία και την εκστρατεία του Αλεξάνδρου και τη μετέπειτα ελληνιστική περίοδο αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς.
Επίσης, σε επίπεδο πολεμικής τέχνης/ στρατιωτικής τακτικής, η Χαιρώνεια απέδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η εποχή της κλασικής οπλιτικής φάλαγγας- που είχε καθορίσει την ιστορία της κλασικής περιόδου, δίνοντας τη νίκη στα ελληνικά όπλα κατά τους Μηδικούς Πολέμους και διαμορφώνοντας την πορεία και έκβαση των εμφυλίων συγκρούσεων μετέπειτα- είχε παρέλθει, και τη θέση της έπαιρναν οι τακτικές συνδυασμένων όπλων (combined arms, στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία), με τη συνδυαστική χρήση και αξιοποίηση της μακεδονικής φάλαγγας, του φοβερού βαρέος μακεδονικού ιππικού και του πιο «συμβατικού» πεζικού (ελαφρού και βαρέος).
Ο Φίλιππος ο Β' και η ανατολή της μακεδονικής ισχύος
Ο Φίλιππος ο Β' αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της αρχαιοελληνικής ιστορίας. Αν και μέλος της βασιλικής οικογένειας της Μακεδονίας- ήταν απόγονος του Αλεξάνδρου του Α', του ικανότατου Μακεδόνα βασιλιά που με δεξιοτεχνία καθοδήγησε τις τύχες της Μακεδονίας κατά την κρίσιμη περίοδο των Μηδικών Πολέμων, αποφεύγοντας τη σύγκρουση με τους Πέρσες και παράλληλα στηρίζοντας συγκαλυμμένα τους νότιους Έλληνες- δεν ήταν να αναλάβει κανονικά τον θρόνο. Ο Φίλιππος ανέλαβε την εξουσία το 359 π.Χ, αρχικά ως επίτροπος του ανιψιού του Αμύντα, νόμιμου διαδόχου του θρόνου, μετά τον θάνατο του βασιλιά της Μακεδονίας Περδίκκα σε μάχη εναντίον των Ιλλυριών. Ο Φίλιππος άρχισε την αναδιοργάνωση του στρατού, εξουδετέρωσε τους διεκδικητές του θρόνου και στη συνέχεια έθεσε υπό τον έλεγχό του την Αμφίπολη και το Παγγαίο, με τα χρυσωρυχεία και τα αργυρωρυχεία που θα παρείχαν τον απαραίτητο πλούτο- «καύσιμο» της ανάδυσης της μακεδονικής ισχύος στον ελλαδικό χώρο. Το 356 π.Χ παραγκώνισε και επίσημα τον μικρό Αμύντα και ανέλαβε τον θρόνο, συντρίβοντας τα γύρω βαρβαρικά φύλα που αποτελούσαν τους παραδοσιακούς εχθρούς των Μακεδόνων και ασφαλίζοντας τα βόρεια, δυτικά και ανατολικά σύνορα του κράτους του, θέτοντας υπό τον πλήρη έλεγχό του τη Μακεδονία πριν αρχίσει την επέκταση του βασιλείου- και αρχίσει να κοιτά και προς τον νότο, και θέσει υπό τον έλεγχό του και τη Θεσσαλία (με τη θαυμαστή ιππική της παράδοση). Κατά την περίοδο αυτή ήρθε σε αντιπαράθεση με την Αθήνα, λόγω Αμφίπολης, Πύδνας και Ποτίδαιας- ωστόσο κατάφερε να επικρατήσει χωρίς να θίξει πολύ το αθηναϊκό γόητρο, χάρη στη γενναιόδωρη/ μεγαλόψυχη στάση του απέναντι στους Αθηναίους (λ.χ μετά την κατάληψη της Ποτίδαιας έστειλε τους Αθηναίους στην πατρίδα τους χωρίς να ζητήσει λύτρα). Τον Μακεδόνα βασιλιά βοήθησαν και οι συνθήκες, καθώς οι «κλασικές» ελληνικές δυνάμεις (Αθήνα, Βοιωτική Συμπολιτεία) ήταν απασχολημένες με δικά τους προβλήματα.
Το βασικό του όπλο για την επίτευξη όλων αυτών ήταν ο μακεδονικός στρατός, τον οποίο είχε αναδιοργανώσει- πρακτικά αναδημιουργήσει εκ βάθρων. Ο Φίλιππος σε νεαρή ηλικία είχε αποσταλεί όμηρος στη Θήβα, εν μέσω της περιόδου της ηγεμονίας της, υπό τον «άριστο των Ελλήνων», Επαμεινώνδα – ένα από τα λαμπρότερα πολιτικά και στρατιωτικά μυαλά της αρχαιότητας και πρωτεργάτη του θριάμβου των Θηβαίων στα Λεύκτρα. Ο Φίλιππος πρακτικά «σπούδασε» τις τέχνες της πολιτικής και του πολέμου κατά την παραμονή του στη Θήβα, διδασκόμενος τόσο από τις πολιτικές ικανότητες του Επαμεινώνδα, αλλά και εμπεδώνοντας τις στρατιωτικές καινοτομίες που άνοιξαν τον δρόμο για τη θηβαϊκή ηγεμονία (λοξή φάλαγγα). Επιστρέφοντας στη Μακεδονία, πήρε τις γνώσεις αυτές και πήγε ακόμα παραπέρα, δίνοντας επαγγελματικό χαρακτήρα στον μακεδονικό στρατό, δείχνοντας «εμπιστοσύνη» στο ιππικό (οι Μακεδόνες ήταν ικανότατοι ιππείς, αλλά η κλασική ελληνική στρατιωτική τακτική μέχρι τότε είχε το ιππικό σε δεύτερη μοίρα, δίνοντας το βάρος στο βαρύ πεζικό και την αποφασιστική μάχη μεταξύ των οπλιτικών φαλαγγών, ασπίδα με ασπίδα) και φυσικά δημιουργώντας τη μακεδονική φάλαγγα.
O ρόλος της οποίας δεν ήταν να συντρίβει τον εχθρό σε μια αποφασιστική σύγκρουση, όπως οι οπλιτικές φάλαγγες των νοτίων Ελλήνων, αλλά να «γραπώνει»/ καθηλώνει το κύριο σώμα του εχθρικού στρατού με τα μακρά της δόρατα- τις διάσημες σάρισσες- έτσι ώστε αυτό να μην μπορεί να απεμπλακεί και να μένει εκτεθειμένο σε ελιγμούς και πλαγιοκοπήσεις από απροστάτευτα σημεία. Παράλληλα, σημαντική ήταν η πρόοδος και στην πολιορκητική τεχνολογία.
Γ' και Δ' Ιερός Πόλεμος: Ο Φίλιππος στη νότια Ελλάδα και η πορεία προς τη Χαιρώνεια
Η μάχη της Χαιρώνειας, που τοποθετείται χρονικά στις 2 Αυγούστου 338 π.Χ, εντάσσεται στη μικρή λίστα των μαχών που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία της ελληνικής ιστορίας. Η αποφασιστική αναμέτρηση ανάμεσα στον μακεδονικό στρατό του Φιλίππου του Β' – με επικεφαλής του ελίτ μακεδονικού ιππικού τον 18χρονο διάδοχό του, που αργότερα η ιστορία θα ονόμαζε «Μέγα»- και τις ενωμένες δυνάμεις της Αθήνας, της Θήβας (Κοινό των Βοιωτών), της Κορίνθου, της Αχαΐας, των Μεγάρων και άλλων δυνάμεων της νότιας Ελλάδας, είχε αποτέλεσμα τον θρίαμβο των μακεδονικών όπλων και την υλοποίηση του ισοκρατικού ιδεώδους για την ενοποίηση των Ελλήνων.
Στη Χαιρώνεια ο Φίλιππος «έσπασε» τη στρατιωτική ισχύ των πόλεων- κρατών της νότιας Ελλάδας (πλην της Σπάρτης, η οποία όμως ούτως ή άλλως ήταν στο λυκόφως της ισχύος της, υιοθετώντας γραμμή απομονωτισμού μετά την ταπεινωτική συντριβή της «αφρόκρεμας» του στρατού των Λακεδαιμονίων στη μάχη των Λεύκτρων το 371 π.Χ, στα χέρια του Επαμεινώνδα και του Πελοπίδα των Θηβών) , εγκαινιάζοντας μια περίοδο μακεδονικής ηγεμονίας στα ελληνικά πράγματα, η οποία θα συνεχιζόταν για πολλά χρόνια μετά, καθώς οι προσπάθειες αμφισβήτησής της κατά τη βασιλεία και την εκστρατεία του Αλεξάνδρου και τη μετέπειτα ελληνιστική περίοδο αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς.
Επίσης, σε επίπεδο πολεμικής τέχνης/ στρατιωτικής τακτικής, η Χαιρώνεια απέδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η εποχή της κλασικής οπλιτικής φάλαγγας- που είχε καθορίσει την ιστορία της κλασικής περιόδου, δίνοντας τη νίκη στα ελληνικά όπλα κατά τους Μηδικούς Πολέμους και διαμορφώνοντας την πορεία και έκβαση των εμφυλίων συγκρούσεων μετέπειτα- είχε παρέλθει, και τη θέση της έπαιρναν οι τακτικές συνδυασμένων όπλων (combined arms, στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία), με τη συνδυαστική χρήση και αξιοποίηση της μακεδονικής φάλαγγας, του φοβερού βαρέος μακεδονικού ιππικού και του πιο «συμβατικού» πεζικού (ελαφρού και βαρέος).
Ο Φίλιππος ο Β' και η ανατολή της μακεδονικής ισχύος
Ο Φίλιππος ο Β' αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της αρχαιοελληνικής ιστορίας. Αν και μέλος της βασιλικής οικογένειας της Μακεδονίας- ήταν απόγονος του Αλεξάνδρου του Α', του ικανότατου Μακεδόνα βασιλιά που με δεξιοτεχνία καθοδήγησε τις τύχες της Μακεδονίας κατά την κρίσιμη περίοδο των Μηδικών Πολέμων, αποφεύγοντας τη σύγκρουση με τους Πέρσες και παράλληλα στηρίζοντας συγκαλυμμένα τους νότιους Έλληνες- δεν ήταν να αναλάβει κανονικά τον θρόνο. Ο Φίλιππος ανέλαβε την εξουσία το 359 π.Χ, αρχικά ως επίτροπος του ανιψιού του Αμύντα, νόμιμου διαδόχου του θρόνου, μετά τον θάνατο του βασιλιά της Μακεδονίας Περδίκκα σε μάχη εναντίον των Ιλλυριών. Ο Φίλιππος άρχισε την αναδιοργάνωση του στρατού, εξουδετέρωσε τους διεκδικητές του θρόνου και στη συνέχεια έθεσε υπό τον έλεγχό του την Αμφίπολη και το Παγγαίο, με τα χρυσωρυχεία και τα αργυρωρυχεία που θα παρείχαν τον απαραίτητο πλούτο- «καύσιμο» της ανάδυσης της μακεδονικής ισχύος στον ελλαδικό χώρο. Το 356 π.Χ παραγκώνισε και επίσημα τον μικρό Αμύντα και ανέλαβε τον θρόνο, συντρίβοντας τα γύρω βαρβαρικά φύλα που αποτελούσαν τους παραδοσιακούς εχθρούς των Μακεδόνων και ασφαλίζοντας τα βόρεια, δυτικά και ανατολικά σύνορα του κράτους του, θέτοντας υπό τον πλήρη έλεγχό του τη Μακεδονία πριν αρχίσει την επέκταση του βασιλείου- και αρχίσει να κοιτά και προς τον νότο, και θέσει υπό τον έλεγχό του και τη Θεσσαλία (με τη θαυμαστή ιππική της παράδοση). Κατά την περίοδο αυτή ήρθε σε αντιπαράθεση με την Αθήνα, λόγω Αμφίπολης, Πύδνας και Ποτίδαιας- ωστόσο κατάφερε να επικρατήσει χωρίς να θίξει πολύ το αθηναϊκό γόητρο, χάρη στη γενναιόδωρη/ μεγαλόψυχη στάση του απέναντι στους Αθηναίους (λ.χ μετά την κατάληψη της Ποτίδαιας έστειλε τους Αθηναίους στην πατρίδα τους χωρίς να ζητήσει λύτρα). Τον Μακεδόνα βασιλιά βοήθησαν και οι συνθήκες, καθώς οι «κλασικές» ελληνικές δυνάμεις (Αθήνα, Βοιωτική Συμπολιτεία) ήταν απασχολημένες με δικά τους προβλήματα.
Το βασικό του όπλο για την επίτευξη όλων αυτών ήταν ο μακεδονικός στρατός, τον οποίο είχε αναδιοργανώσει- πρακτικά αναδημιουργήσει εκ βάθρων. Ο Φίλιππος σε νεαρή ηλικία είχε αποσταλεί όμηρος στη Θήβα, εν μέσω της περιόδου της ηγεμονίας της, υπό τον «άριστο των Ελλήνων», Επαμεινώνδα – ένα από τα λαμπρότερα πολιτικά και στρατιωτικά μυαλά της αρχαιότητας και πρωτεργάτη του θριάμβου των Θηβαίων στα Λεύκτρα. Ο Φίλιππος πρακτικά «σπούδασε» τις τέχνες της πολιτικής και του πολέμου κατά την παραμονή του στη Θήβα, διδασκόμενος τόσο από τις πολιτικές ικανότητες του Επαμεινώνδα, αλλά και εμπεδώνοντας τις στρατιωτικές καινοτομίες που άνοιξαν τον δρόμο για τη θηβαϊκή ηγεμονία (λοξή φάλαγγα). Επιστρέφοντας στη Μακεδονία, πήρε τις γνώσεις αυτές και πήγε ακόμα παραπέρα, δίνοντας επαγγελματικό χαρακτήρα στον μακεδονικό στρατό, δείχνοντας «εμπιστοσύνη» στο ιππικό (οι Μακεδόνες ήταν ικανότατοι ιππείς, αλλά η κλασική ελληνική στρατιωτική τακτική μέχρι τότε είχε το ιππικό σε δεύτερη μοίρα, δίνοντας το βάρος στο βαρύ πεζικό και την αποφασιστική μάχη μεταξύ των οπλιτικών φαλαγγών, ασπίδα με ασπίδα) και φυσικά δημιουργώντας τη μακεδονική φάλαγγα.
O ρόλος της οποίας δεν ήταν να συντρίβει τον εχθρό σε μια αποφασιστική σύγκρουση, όπως οι οπλιτικές φάλαγγες των νοτίων Ελλήνων, αλλά να «γραπώνει»/ καθηλώνει το κύριο σώμα του εχθρικού στρατού με τα μακρά της δόρατα- τις διάσημες σάρισσες- έτσι ώστε αυτό να μην μπορεί να απεμπλακεί και να μένει εκτεθειμένο σε ελιγμούς και πλαγιοκοπήσεις από απροστάτευτα σημεία. Παράλληλα, σημαντική ήταν η πρόοδος και στην πολιορκητική τεχνολογία.
Γ' και Δ' Ιερός Πόλεμος: Ο Φίλιππος στη νότια Ελλάδα και η πορεία προς τη Χαιρώνεια
Ο Φίλιππος ενεπλάκη για πρώτη φορά στα δρώμενα της νότιας Ελλάδας με αφορμή τον Γ' Ιερό Πόλεμο, που είχε ξεσπάσει λόγο της κατάληψης του ιερού του Απόλλωνα στους Δελφούς από τους Φωκείς. Ο Φίλιππος – που είχε ήδη συμμάχους στη Θεσσαλία- έσπευσε προς βοήθεια της Αμφικτιονικής Συμπολιτείας, αν και η Μακεδονία δεν ήταν μέλος της Αμφικτιονίας. Η πρώτη σύγκρουση μεταξύ του νέου μακεδονικού στρατού και ενός «συμβατικού» στρατεύματος σημειώθηκε το 353 π.Χ, με τον Φίλιππο να υφίσταται οδυνηρή ήττα στην αρχή από τον Φωκέα στρατηγό Ονόμαρχο
(οι Φωκείς προκάλεσαν αναταραχή στη συνοχή της μακεδονικής φάλαγγας με
βλήματα από καταπέλτες). Ωστόσο ο μακεδονικός στρατός επέστρεψε
δριμύτερος το 352 π.Χ: Ο Φίλιππος εξεστράτευσε κατά του συμμάχου του
Ονόμαρχου, Λυκόφρονα των Φερών, με τον Ονόμαρχο- που είχε την υποστήριξη
του αθηναϊκού στόλου- να σπεύδει να τον βοηθήσει, επικεφαλής 20.000
εμπειροπόλεμων οπλιτών και 500 ιππέων.
Επρόκειτο για τον ισχυρότερο στρατό της ηπειρωτικής Ελλάδας τότε, ο οποίος υποστηριζόταν από το ισχυρότερο ναυτικό- οπότε το σοκ ήταν μεγάλο όταν ο Φίλιππος διέλυσε τον Ονόμαρχο στην πεδιάδα του Κρόκου, με τον μακεδονικό στρατό και τους συμμάχους του να αριθμούν 20.000 πεζούς και 3.000 ιππείς. Αυτή τη φορά, το μακεδονικό δόγμα υλοποιήθηκε κατά γράμμα, καθώς η μακεδονική φάλαγγα, αν και κατώτερη αριθμητικά (15.000 σαρισσοφόροι ) από το εχθρικό σώμα των οπλιτών (20.000) κατάφερε να το «μαγκώσει», ακινητοποιώντας την οπλιτική φάλαγγα, η οποία στη συνέχεια χτυπήθηκε στα μετόπισθεν από το μακεδονικό βαρύ ιππικό, με αποτέλεσμα τον εκμηδενισμό του φωκικού στρατεύματος και τον θάνατο του ίδιου του Ονόμαρχου. Ακολούθως ο Φίλιππος κινήθηκε κατά της Φωκίδας, προκαλώντας την αντίδραση των Αθηναίων. Εν τέλει οι Φωκείς απομονώθηκαν και παραδόθηκαν το 346 π.Χ., με τη Μακεδονία ενισχυμένη, να αποκτά τις ψήφους τους στο Αμφικτιονικό Συνέδριο.
Στη συνέχεια ο Φίλιππος επέστρεψε στον βορρά, όπου εκστράτευσε κατά της Σκυθίας και των Τριβαλλών (όπου και τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι- το ένα από τα δύο τραύματα, μαζί με το ένα χαμένο μάτι, που τον έκαναν γνωστό για την όχι και τόσο γοητευτική του εμφάνιση), την πολιορκία της Περίνθου και του Βυζαντίου (το οποίο στήριξαν νότιες πόλεις- κράτη). Κατά το διάστημα αυτό ετοιμαζόταν η επόμενη μεγάλη αντιπαράθεση, με το αντιμακεδονικό αίσθημα να κλιμακώνεται στη νότια Ελλάδα (αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στη δραστηριότητα του ρήτορα Δημοσθένη, οι πύρινοι «φιλιππικοί»λόγοι του οποίου έμειναν στην ιστορία). Αφορμή ήταν το ξέσπασμα του Δ΄Ιερού Πολέμου, με το Αμφικτιονικό Συνέδριο να κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Άμφισσας για ιεροσυλία και να ανακηρύσσει τον Φίλιππο ηγεμόνα των δυνάμεών της το 339 π.Χ. Στο πλευρό της Άμφισσας τάχθηκε η Βοιωτική Συμπολιτεία (Κοινό των Βοιωτών), με τους Θηβαίους να σπάνε τη συμμαχία με τη Μακεδονία καταλαμβάνοντας τη Νίκαια (κοντά στις Θερμοπύλες) και εκδιώκοντας τη μακεδονική φρουρά.
Η σύγκρουση είχε δρομολογηθεί- και ο Φίλιππος προέβη σε μια σειρά κεραυνοβόλων κινήσεων, προκαλώντας σύγχυση στους αντιπάλους του και καταλαμβάνοντας την Ελάτεια, κάτι που προκάλεσε πανικό στους Αθηναίους, ενώ παράλληλα ο Μακεδόνας βασιλιάς προσέγγιζε διπλωματικά τη Θήβα και στην ουσία υποσχόμενος να τους αναδείξει κυριάρχους της κεντρικής Ελλάδας σε βάρος της Αθήνας- ωστόσο η Αθήνα αντέδρασε, αποστέλλοντας αντιπροσωπεία με τον Δημοσθένη στη Θήβα, η οποία έπεισε τους Θηβαίους να μη δεχτούν τις προτάσεις του Φιλίππου. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη διπλωματική νίκη του Δημοσθένη, η οποία όμως σε βάθος χρόνου θα ήταν καταστροφική για την πλευρά του.
Αναμέτρηση στη Χαιρώνεια
Ακολούθησε πυρετός διπλωματικών, πολιτικών και στρατιωτικών ενεργειών και από τις δύο πλευρές, που επεδίωκαν να αποκτήσουν το πλεονέκτημα. Ο Φίλιππος επιχείρησε να «τελειώσει» το θέμα την άνοιξη του 338 π.Χ, καταφέρνοντας με τέχνασμα να παραπλανήσει τους αντιπάλους του, πείθοντάς τους ότι αποσύρεται και κάνοντάς τους να χαλαρώσουν- έτσι ώστε βρέθηκαν προ εκπλήξεως όταν ο στρατηγός Παρμενίων κατέλαβε με μια παράτολμη νυκτερινή επίθεση την Άμφισσα, δίνοντας τέλος στον Δ' Ιερό Πόλεμο και ανοίγοντας τον δρόμο για την κεντρική Ελλάδα. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, οι συνασπισμένες δυνάμεις των πόλεων κρατών του Νότου δεν γινόταν να μην αντιδράσουν- και επεδίωξαν μάχη εκ παρατάξεως στη Χαιρώνεια στα τέλη του καλοκαιριού του 338 π.Χ.
Η πεδιάδα της Χαιρώνειας είχε πλάτος περίπου 3 χιλιόμετρα και πολλά ποτάμια και λόφους στα βόρεια και τα νότια. Ο Φίλιππος, καταφθάνοντας, δεν συγκρούστηκε με την εχθρική δύναμη, με τους διοικητές των νοτίων να παρατάσσονται διαγώνια ως προς τον άξονα της πεδιάδας, με μέτωπο προς τα βορειοδυτικά.
Στην αριστερή πτέρυγα του συμμαχικού στρατεύματος βρίσκονταν οι Αθηναίοι, και στο κέντρο οι Αχαιοί, οι Κορίνθιοι και άλλοι σύμμαχοι, μαζί με μισθοφόρους των Αθηναίων. Στα δεξιά της παράταξης βρισκόταν η βοιωτική δύναμη, με το ισχυρό θηβαϊκό σώμα (περιλαμβανομένου του φημισμένου Ιερού Λόχου), υπό τον Βοιωτάρχη, Θεαγένη- τους θεωρούμενους ως καλύτερους οπλίτες στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο . Η συνολική ισχύς του συμμαχικού στρατεύματος εκτιμάται πως ανερχόταν στους 35.000 πεζούς και τους 2.000 ιππείς. Επικεφαλής, πέραν του Θεαγένη, ήταν οι Αθηναίοι Χάρης, Στρατοκλής και Λυσικλής, ενώ στη διοίκηση συμπεριλαμβάνονταν ο Ιφικράτης, ο Χαβρίας και ο Τιμόθεος.
Απέναντι, ο Φίλιππος παρέταξε κυρίως μακεδονικά στρατεύματα, ισχύος 30.000 πεζών και 2.000 ιππέων. Απέναντι στους Αθηναίους παρέταξε τους υπασπιστές του (το πιο ευέλικτο πεζικό του), υπό τη διοίκηση του ίδιου, απέναντι στο βαρύ θηβαϊκό πεζικό έστειλε τους πεζεταίρους του- την κύρια μακεδονική φάλαγγα- υπό τη διοίκηση των ικανότερων στρατηγών του και το βαρύ ιππικό, τη διοίκηση του οποίου είχε αναθέσει στον 18χρονο τότε πρίγκιπα διάδοχο Αλέξανδρο.
Ο Φίλιππος, όπως και ο Αλέξανδρος αργότερα, παραδοσιακά επεδίωκαν να έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, προβαίνοντας αυτοί σε επιθέσεις, επιλέγοντας το πού και πότε θα άρχιζε η μάχη. . Η Χαιρώνεια δεν ήταν εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα: Ο Φίλιππος, ηγούμενος των υπασπιστών, επιτέθηκε στους Αθηναίους. Όταν η εμπλοκή ήταν πλήρης, έδωσε εντολή για συντεταγμένη, τακτική υποχώρηση βήμα- βήμα, δίνοντας την εντύπωση στους Αθηναίους ότι η επίθεσή του είχε αποκρουστεί και πως ο Φίλιππος υποχωρούσε.
Όπως θα λέγαμε πολύ απλά, ο Στρατοκλής, που είχε τη διοίκηση σε εκείνο το σημείο, «τσίμπησε το δόλωμα», και μάλιστα μεγαλοπρεπώς, δίνοντας εντολή στους άνδρες του να καταδιώξουν τον εχθρό και να μη σταματήσουν μέχρι να τον απωθήσουν «ες Μακεδονίαν» (πίσω στη Μακεδονία), νομίζοντας πως η μακεδονική δύναμη ήταν έτοιμη να «σπάσει». Βεβαίως, αυτό απείχε πολύ από την πραγματικότητα- και, σύμφωνα με αναφορές της μάχης, ο Φίλιππος, βλέποντας ότι το «δόλωμα» είχε πιάσει, παρατήρησε ειρωνικά πως «οι Αθηναίοι δεν ξέρουν να κερδίζουν». Κρατώντας τη διάταξή του σταθερή συνέχισε την οπισθοχώρηση, με τους Αθηναίους να «καταδιώκουν», παρασέρνοντας μαζί τους τα τμήματα του κέντρου, που προσπαθούσαν- βλέποντας τη συμμαχική παράταξη να χαλάει- να μην αποκοπούν. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός τεράστιου κενού ανάμεσα στην επίλεκτη θηβαϊκή φάλαγγα – το πιο αξιόμαχο τμήμα του συμμαχικού στρατού, που αντιμετώπιζε τη μακεδονική φάλαγγα σε μια σκληρή αναμέτρηση- και τα υπόλοιπα βοιωτικά στρατεύματα που υποτίθεται πως την κάλυπταν. Στη μακεδονική παράταξη, από την άλλη, δεν υπήρχε κενό, καθώς τα στρατεύματα του κέντρου είχαν ακολουθήσει την κίνηση του Φιλίππου, κρατώντας την παράταξη αρραγή, ενώ το συμμαχικό στράτευμα άρχιζε μια ασύντακτη καταδίωξη, με την εξαίρεση του Ιερού Λόχου.
Στο σημείο αυτό ήταν που κρίθηκε η μάχη: Ο Αλέξανδρος, στην κεφαλή του βαρέος μακεδονικού ιππικού, και ειδικότερα του επίλεκτου ιππικού των εταίρων, προέβη σε μια κεραυνοβόλα, φρενήρη επέλαση ακριβώς στο κενό που είχε ανοίξει η...«πρωτοβουλία» των Αθηναίων. Το μακεδονικό ιππικό υπό τον νεαρό του διοικητή βρέθηκε πίσω από την παράταξη των Θηβαίων και πραγματοποίησε λυσσώδη έφοδο ακριβώς στα μετόπισθεν, συντρίβοντας τον, αήττητο σε μετωπική σύγκρουση, σχηματισμό, με τον Αλέξανδρο να ηγείται της επίθεσης κατά του φημισμένου Ιερού Λόχου και τον Φίλιππο να σταματά την οπισθοχώρηση και να αντεπιτίθεται στους Αθηναίους.
Η μάχη είχε στην ουσία τελειώσει. Οι Αθηναίοι, αντιλαμβανόμενοι το τι είχε συμβεί και έχοντας χάσει πολλούς από τους επικεφαλής τους, «έσπασαν», τράπηκαν σε φυγή και αποκλείστηκαν στο φαράγγι του Αίμονα, όπου σκοτώθηκαν πολλοί – με τον ίδιο τον Δημοσθένη, που συμμετείχε στη μάχη, να πετά την ασπίδα του (την θεωρούμενη υπέρτατη πράξη δειλίας κατά την αρχαιότητα, αυτήν του «ρίψασπι«) και να φεύγει πανικόβλητος από το πεδίο της μάχης.
Με τη συμμαχική παράταξη να έχει καταρρεύσει ολοκληρωτικά, ένα σώμα διατήρησε τη θέση του και πολέμησε μέχρι τέλους, με τους άνδρες του να πέφτουν μέχρις ενός: Δεν ήταν άλλο από τον επίλεκτο Ιερό Λόχο, που προέβαλε ηρωική αντίσταση, υπό τον Θεαγένη- έναν σοβαρό, πειθαρχημένο στρατιώτη, που φαίνεται πως απείχε από τους περισσότερους από τους άλλους ηγήτορες του συμμαχικού στρατεύματος . Μετά το τέλος της μάχης, λέγεται ότι ο Φίλιππος δάκρυσε όταν αντίκρισε τα πτώματα των Ιερολοχιτών, που παρέμεναν σε στενή παράταξη, ακριβώς στα σημεία όπου είχαν πέσει. «Είθε να έχει κακό χαμό όποιος πει ότι αυτοί οι άνδρες έκαναν κάτι κακό», φέρεται να είπε ο Μακεδόνας βασιλιάς.
Οι απώλειες των συμμάχων ήταν βαρύτατες, με τους Αθηναίους να έχουν περίπου 1.000 νεκρούς και 2.000 αιχμαλώτους, και τους Θηβαίους να αφήνουν πίσω τους επίσης πολλούς νεκρούς και αιχμαλώτους. Οι μακεδονικές απώλειες είναι άγνωστες.
Στο σημείο όπου έπεσε ο Ιερός Λόχος στήθηκε μετά τη μάχη το διάσημο Λιοντάρι της Χαιρώνειας, στη μνήμη των πεσόντων Θηβαίων πολεμιστών.
Κυρίαρχος της Ελλάδας
Η μάχη της Χαιρώνειας είχε τελειώσει, με ξεκάθαρο νικητή, πέρα από κάθε αμφιβολία. Ακολούθησε συνθηκολόγηση των ηττημένων, με τον Φίλιππο να φέρεται πιο σκληρά στη Θήβα, αποσπώντας τους εδάφη και δίνοντάς τα σε συμμάχους του, εγκαθιστώντας φρουρά στη Καδμεία και ανεβάζοντας στην εξουσία τη φιλομακεδονική παράταξη. Αντίθετα, φέρθηκε σαφώς πιο επιεικώς στους Αθηναίους (αν και στην αρχή είχε δείξει άλλες διαθέσεις, με κακομεταχείριση αιχμαλώτων κ.α., τον...συνέφερε η ρήση του αιχμαλώτου ρήτορα Δημάδη: «Η τύχη, βασιλιά, σου έδωσε τον ρόλο του Αγαμέμνονα κι εσύ κάνεις τα έργα του Θερσίτη») με απελευθέρωση αιχμαλώτων χωρίς λύτρα και μετριοπαθείς όρους, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν με τιμητικά ψηφίσματα. Σε άλλα μέλη της συμμαχίας εγκατέστησε φρουρές, αξίωσε εξορίες σε πολεμίους του, ανέτρεψε δημοκρατικά καθεστώτα σε κάποιες πόλεις κ.α. - ωστόσο δεν φαίνεται να έδωσε μεγάλη έμφαση στην αλλαγή καθεστώτων, καθώς δεν έθιξε τα «Κοινά» των ηττημένων ενώ επέτρεψε διατήρηση της δημοκρατίας σε κάποια από τα μέλη του συνασπισμού, όπως την Αθήνα και την Αχαΐα.
Ο Φίλιππος ήταν στο απόγειο της ισχύος του, κυρίαρχος της Ελλάδας. Για τον πρίγκιπα Αλέξανδρο ωστόσο, ήταν μόνο η αρχή.
Πηγές:
Επρόκειτο για τον ισχυρότερο στρατό της ηπειρωτικής Ελλάδας τότε, ο οποίος υποστηριζόταν από το ισχυρότερο ναυτικό- οπότε το σοκ ήταν μεγάλο όταν ο Φίλιππος διέλυσε τον Ονόμαρχο στην πεδιάδα του Κρόκου, με τον μακεδονικό στρατό και τους συμμάχους του να αριθμούν 20.000 πεζούς και 3.000 ιππείς. Αυτή τη φορά, το μακεδονικό δόγμα υλοποιήθηκε κατά γράμμα, καθώς η μακεδονική φάλαγγα, αν και κατώτερη αριθμητικά (15.000 σαρισσοφόροι ) από το εχθρικό σώμα των οπλιτών (20.000) κατάφερε να το «μαγκώσει», ακινητοποιώντας την οπλιτική φάλαγγα, η οποία στη συνέχεια χτυπήθηκε στα μετόπισθεν από το μακεδονικό βαρύ ιππικό, με αποτέλεσμα τον εκμηδενισμό του φωκικού στρατεύματος και τον θάνατο του ίδιου του Ονόμαρχου. Ακολούθως ο Φίλιππος κινήθηκε κατά της Φωκίδας, προκαλώντας την αντίδραση των Αθηναίων. Εν τέλει οι Φωκείς απομονώθηκαν και παραδόθηκαν το 346 π.Χ., με τη Μακεδονία ενισχυμένη, να αποκτά τις ψήφους τους στο Αμφικτιονικό Συνέδριο.
Στη συνέχεια ο Φίλιππος επέστρεψε στον βορρά, όπου εκστράτευσε κατά της Σκυθίας και των Τριβαλλών (όπου και τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι- το ένα από τα δύο τραύματα, μαζί με το ένα χαμένο μάτι, που τον έκαναν γνωστό για την όχι και τόσο γοητευτική του εμφάνιση), την πολιορκία της Περίνθου και του Βυζαντίου (το οποίο στήριξαν νότιες πόλεις- κράτη). Κατά το διάστημα αυτό ετοιμαζόταν η επόμενη μεγάλη αντιπαράθεση, με το αντιμακεδονικό αίσθημα να κλιμακώνεται στη νότια Ελλάδα (αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στη δραστηριότητα του ρήτορα Δημοσθένη, οι πύρινοι «φιλιππικοί»λόγοι του οποίου έμειναν στην ιστορία). Αφορμή ήταν το ξέσπασμα του Δ΄Ιερού Πολέμου, με το Αμφικτιονικό Συνέδριο να κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Άμφισσας για ιεροσυλία και να ανακηρύσσει τον Φίλιππο ηγεμόνα των δυνάμεών της το 339 π.Χ. Στο πλευρό της Άμφισσας τάχθηκε η Βοιωτική Συμπολιτεία (Κοινό των Βοιωτών), με τους Θηβαίους να σπάνε τη συμμαχία με τη Μακεδονία καταλαμβάνοντας τη Νίκαια (κοντά στις Θερμοπύλες) και εκδιώκοντας τη μακεδονική φρουρά.
Η σύγκρουση είχε δρομολογηθεί- και ο Φίλιππος προέβη σε μια σειρά κεραυνοβόλων κινήσεων, προκαλώντας σύγχυση στους αντιπάλους του και καταλαμβάνοντας την Ελάτεια, κάτι που προκάλεσε πανικό στους Αθηναίους, ενώ παράλληλα ο Μακεδόνας βασιλιάς προσέγγιζε διπλωματικά τη Θήβα και στην ουσία υποσχόμενος να τους αναδείξει κυριάρχους της κεντρικής Ελλάδας σε βάρος της Αθήνας- ωστόσο η Αθήνα αντέδρασε, αποστέλλοντας αντιπροσωπεία με τον Δημοσθένη στη Θήβα, η οποία έπεισε τους Θηβαίους να μη δεχτούν τις προτάσεις του Φιλίππου. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη διπλωματική νίκη του Δημοσθένη, η οποία όμως σε βάθος χρόνου θα ήταν καταστροφική για την πλευρά του.
Αναμέτρηση στη Χαιρώνεια
Ακολούθησε πυρετός διπλωματικών, πολιτικών και στρατιωτικών ενεργειών και από τις δύο πλευρές, που επεδίωκαν να αποκτήσουν το πλεονέκτημα. Ο Φίλιππος επιχείρησε να «τελειώσει» το θέμα την άνοιξη του 338 π.Χ, καταφέρνοντας με τέχνασμα να παραπλανήσει τους αντιπάλους του, πείθοντάς τους ότι αποσύρεται και κάνοντάς τους να χαλαρώσουν- έτσι ώστε βρέθηκαν προ εκπλήξεως όταν ο στρατηγός Παρμενίων κατέλαβε με μια παράτολμη νυκτερινή επίθεση την Άμφισσα, δίνοντας τέλος στον Δ' Ιερό Πόλεμο και ανοίγοντας τον δρόμο για την κεντρική Ελλάδα. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, οι συνασπισμένες δυνάμεις των πόλεων κρατών του Νότου δεν γινόταν να μην αντιδράσουν- και επεδίωξαν μάχη εκ παρατάξεως στη Χαιρώνεια στα τέλη του καλοκαιριού του 338 π.Χ.
Η πεδιάδα της Χαιρώνειας είχε πλάτος περίπου 3 χιλιόμετρα και πολλά ποτάμια και λόφους στα βόρεια και τα νότια. Ο Φίλιππος, καταφθάνοντας, δεν συγκρούστηκε με την εχθρική δύναμη, με τους διοικητές των νοτίων να παρατάσσονται διαγώνια ως προς τον άξονα της πεδιάδας, με μέτωπο προς τα βορειοδυτικά.
Στην αριστερή πτέρυγα του συμμαχικού στρατεύματος βρίσκονταν οι Αθηναίοι, και στο κέντρο οι Αχαιοί, οι Κορίνθιοι και άλλοι σύμμαχοι, μαζί με μισθοφόρους των Αθηναίων. Στα δεξιά της παράταξης βρισκόταν η βοιωτική δύναμη, με το ισχυρό θηβαϊκό σώμα (περιλαμβανομένου του φημισμένου Ιερού Λόχου), υπό τον Βοιωτάρχη, Θεαγένη- τους θεωρούμενους ως καλύτερους οπλίτες στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο . Η συνολική ισχύς του συμμαχικού στρατεύματος εκτιμάται πως ανερχόταν στους 35.000 πεζούς και τους 2.000 ιππείς. Επικεφαλής, πέραν του Θεαγένη, ήταν οι Αθηναίοι Χάρης, Στρατοκλής και Λυσικλής, ενώ στη διοίκηση συμπεριλαμβάνονταν ο Ιφικράτης, ο Χαβρίας και ο Τιμόθεος.
Απέναντι, ο Φίλιππος παρέταξε κυρίως μακεδονικά στρατεύματα, ισχύος 30.000 πεζών και 2.000 ιππέων. Απέναντι στους Αθηναίους παρέταξε τους υπασπιστές του (το πιο ευέλικτο πεζικό του), υπό τη διοίκηση του ίδιου, απέναντι στο βαρύ θηβαϊκό πεζικό έστειλε τους πεζεταίρους του- την κύρια μακεδονική φάλαγγα- υπό τη διοίκηση των ικανότερων στρατηγών του και το βαρύ ιππικό, τη διοίκηση του οποίου είχε αναθέσει στον 18χρονο τότε πρίγκιπα διάδοχο Αλέξανδρο.
Ο Φίλιππος, όπως και ο Αλέξανδρος αργότερα, παραδοσιακά επεδίωκαν να έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, προβαίνοντας αυτοί σε επιθέσεις, επιλέγοντας το πού και πότε θα άρχιζε η μάχη. . Η Χαιρώνεια δεν ήταν εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα: Ο Φίλιππος, ηγούμενος των υπασπιστών, επιτέθηκε στους Αθηναίους. Όταν η εμπλοκή ήταν πλήρης, έδωσε εντολή για συντεταγμένη, τακτική υποχώρηση βήμα- βήμα, δίνοντας την εντύπωση στους Αθηναίους ότι η επίθεσή του είχε αποκρουστεί και πως ο Φίλιππος υποχωρούσε.
Όπως θα λέγαμε πολύ απλά, ο Στρατοκλής, που είχε τη διοίκηση σε εκείνο το σημείο, «τσίμπησε το δόλωμα», και μάλιστα μεγαλοπρεπώς, δίνοντας εντολή στους άνδρες του να καταδιώξουν τον εχθρό και να μη σταματήσουν μέχρι να τον απωθήσουν «ες Μακεδονίαν» (πίσω στη Μακεδονία), νομίζοντας πως η μακεδονική δύναμη ήταν έτοιμη να «σπάσει». Βεβαίως, αυτό απείχε πολύ από την πραγματικότητα- και, σύμφωνα με αναφορές της μάχης, ο Φίλιππος, βλέποντας ότι το «δόλωμα» είχε πιάσει, παρατήρησε ειρωνικά πως «οι Αθηναίοι δεν ξέρουν να κερδίζουν». Κρατώντας τη διάταξή του σταθερή συνέχισε την οπισθοχώρηση, με τους Αθηναίους να «καταδιώκουν», παρασέρνοντας μαζί τους τα τμήματα του κέντρου, που προσπαθούσαν- βλέποντας τη συμμαχική παράταξη να χαλάει- να μην αποκοπούν. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός τεράστιου κενού ανάμεσα στην επίλεκτη θηβαϊκή φάλαγγα – το πιο αξιόμαχο τμήμα του συμμαχικού στρατού, που αντιμετώπιζε τη μακεδονική φάλαγγα σε μια σκληρή αναμέτρηση- και τα υπόλοιπα βοιωτικά στρατεύματα που υποτίθεται πως την κάλυπταν. Στη μακεδονική παράταξη, από την άλλη, δεν υπήρχε κενό, καθώς τα στρατεύματα του κέντρου είχαν ακολουθήσει την κίνηση του Φιλίππου, κρατώντας την παράταξη αρραγή, ενώ το συμμαχικό στράτευμα άρχιζε μια ασύντακτη καταδίωξη, με την εξαίρεση του Ιερού Λόχου.
Στο σημείο αυτό ήταν που κρίθηκε η μάχη: Ο Αλέξανδρος, στην κεφαλή του βαρέος μακεδονικού ιππικού, και ειδικότερα του επίλεκτου ιππικού των εταίρων, προέβη σε μια κεραυνοβόλα, φρενήρη επέλαση ακριβώς στο κενό που είχε ανοίξει η...«πρωτοβουλία» των Αθηναίων. Το μακεδονικό ιππικό υπό τον νεαρό του διοικητή βρέθηκε πίσω από την παράταξη των Θηβαίων και πραγματοποίησε λυσσώδη έφοδο ακριβώς στα μετόπισθεν, συντρίβοντας τον, αήττητο σε μετωπική σύγκρουση, σχηματισμό, με τον Αλέξανδρο να ηγείται της επίθεσης κατά του φημισμένου Ιερού Λόχου και τον Φίλιππο να σταματά την οπισθοχώρηση και να αντεπιτίθεται στους Αθηναίους.
Η μάχη είχε στην ουσία τελειώσει. Οι Αθηναίοι, αντιλαμβανόμενοι το τι είχε συμβεί και έχοντας χάσει πολλούς από τους επικεφαλής τους, «έσπασαν», τράπηκαν σε φυγή και αποκλείστηκαν στο φαράγγι του Αίμονα, όπου σκοτώθηκαν πολλοί – με τον ίδιο τον Δημοσθένη, που συμμετείχε στη μάχη, να πετά την ασπίδα του (την θεωρούμενη υπέρτατη πράξη δειλίας κατά την αρχαιότητα, αυτήν του «ρίψασπι«) και να φεύγει πανικόβλητος από το πεδίο της μάχης.
Με τη συμμαχική παράταξη να έχει καταρρεύσει ολοκληρωτικά, ένα σώμα διατήρησε τη θέση του και πολέμησε μέχρι τέλους, με τους άνδρες του να πέφτουν μέχρις ενός: Δεν ήταν άλλο από τον επίλεκτο Ιερό Λόχο, που προέβαλε ηρωική αντίσταση, υπό τον Θεαγένη- έναν σοβαρό, πειθαρχημένο στρατιώτη, που φαίνεται πως απείχε από τους περισσότερους από τους άλλους ηγήτορες του συμμαχικού στρατεύματος . Μετά το τέλος της μάχης, λέγεται ότι ο Φίλιππος δάκρυσε όταν αντίκρισε τα πτώματα των Ιερολοχιτών, που παρέμεναν σε στενή παράταξη, ακριβώς στα σημεία όπου είχαν πέσει. «Είθε να έχει κακό χαμό όποιος πει ότι αυτοί οι άνδρες έκαναν κάτι κακό», φέρεται να είπε ο Μακεδόνας βασιλιάς.
Οι απώλειες των συμμάχων ήταν βαρύτατες, με τους Αθηναίους να έχουν περίπου 1.000 νεκρούς και 2.000 αιχμαλώτους, και τους Θηβαίους να αφήνουν πίσω τους επίσης πολλούς νεκρούς και αιχμαλώτους. Οι μακεδονικές απώλειες είναι άγνωστες.
Στο σημείο όπου έπεσε ο Ιερός Λόχος στήθηκε μετά τη μάχη το διάσημο Λιοντάρι της Χαιρώνειας, στη μνήμη των πεσόντων Θηβαίων πολεμιστών.
Κυρίαρχος της Ελλάδας
Η μάχη της Χαιρώνειας είχε τελειώσει, με ξεκάθαρο νικητή, πέρα από κάθε αμφιβολία. Ακολούθησε συνθηκολόγηση των ηττημένων, με τον Φίλιππο να φέρεται πιο σκληρά στη Θήβα, αποσπώντας τους εδάφη και δίνοντάς τα σε συμμάχους του, εγκαθιστώντας φρουρά στη Καδμεία και ανεβάζοντας στην εξουσία τη φιλομακεδονική παράταξη. Αντίθετα, φέρθηκε σαφώς πιο επιεικώς στους Αθηναίους (αν και στην αρχή είχε δείξει άλλες διαθέσεις, με κακομεταχείριση αιχμαλώτων κ.α., τον...συνέφερε η ρήση του αιχμαλώτου ρήτορα Δημάδη: «Η τύχη, βασιλιά, σου έδωσε τον ρόλο του Αγαμέμνονα κι εσύ κάνεις τα έργα του Θερσίτη») με απελευθέρωση αιχμαλώτων χωρίς λύτρα και μετριοπαθείς όρους, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν με τιμητικά ψηφίσματα. Σε άλλα μέλη της συμμαχίας εγκατέστησε φρουρές, αξίωσε εξορίες σε πολεμίους του, ανέτρεψε δημοκρατικά καθεστώτα σε κάποιες πόλεις κ.α. - ωστόσο δεν φαίνεται να έδωσε μεγάλη έμφαση στην αλλαγή καθεστώτων, καθώς δεν έθιξε τα «Κοινά» των ηττημένων ενώ επέτρεψε διατήρηση της δημοκρατίας σε κάποια από τα μέλη του συνασπισμού, όπως την Αθήνα και την Αχαΐα.
Ο Φίλιππος ήταν στο απόγειο της ισχύος του, κυρίαρχος της Ελλάδας. Για τον πρίγκιπα Αλέξανδρο ωστόσο, ήταν μόνο η αρχή.
Πηγές:
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους- Κλασσικός Ελληνισμός- Τόμος Γ2: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. 1972
- Έκθεσις της Πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων- Γενικόν Επιτελείον Εθνικής Αμύνης, Έκδοσις Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων, 1970
- Το Μακεδονικό Κράτος: Γένεση, θεσμοί και Ιστορία- N.G.L Hammond, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1999
- Φίλιππος Β' ο Μακεδών, Ian Worthington, Εκδόσεις Πατάκη 2011
Πηγή: