Αν στους αδαείς καινούργια φέρνεις γνώση, βλαβερό θα σε πουν και όχι
σοφό και αν πάλι καλύτερος φανείς απ' αυτούς που θαρρούν κάτι πως
ξέρουν, ενόχληση θα γίνεις για την πόλη. Και εγώ η ίδια την τύχη αυτή
μοιράζομαι: Γιατί είμαι σοφή, πολλοί με μισούν, άλλοι με θεωρούν εμπόδιο
και άλλοι πάλι και τα δύο... (Ευρ. «Μήδεια» 298-298)
Θυγατέρα του Αιήτη, γιου του Ήλιου και της Ιδυίας, κόρης του Ωκεανού, η
Μήδεια που στη φύση της συνενώνει την ουσία της φωτιάς και του νερού
είναι μια παλιά θεότητα, μια ακόμη υπόσταση της Μεγάλης Θεάς της
Μεσογείου που οι ρίζες της χάνονται στις απαρχές της προϊστορίας... Το
όνομα της, μια λέξη ελληνική, ετυμολογικά συγγενής με το Μήτις, η οποία
παράγεται από το ρήμα «μήδομαι» = «σκέπτομαι, εφευρίσκω, προνοώ,
νοιάζομαι», καθορίζει την ουσία της. Σε πινακίδα της μυκηναϊκής εποχής
αναφέρεται μια θεά με το όνομα Ι—ΠΙ—ΜΕ—ΔΕ—JA, που μεταγράφεται σαν
Ιφιμέδεια ή Ιφιμήδεια και σημαίνει Μήδεια στον υπερθετικό βαθμό, ενώ
στην Κόρινθο η σχετική με τη Μήδεια λατρεία επιζεί και στους ιστορικούς
χρόνους.
Ο Ιάσονας παλεύει με τον ταύρο έχοντας τη βοήθεια της Μήδειας που με τα
μάγια της θα καταβάλει το θηρίο. Τη νικηφόρα έκβαση του αγώνα δηλώνει η
παράσταση της Νίκης. Λεπτομέρεια από απουλικό ερυθρόμορφο κωδωνόσχημο
κρατήρα, γύρω στο 370 π.Χ. (Νάπολη, Αρχαιολογικό Μουσείο).
Θεότητα της νόησης και της σοφής συμβουλής, η Μήδεια αναγκάζεται να
αφήσει το χώρο της και να ακολουθήσει έναν θνητό. Ο Ιάσων, ο αγαπημένος
των θεών, οπλισμένος με τα μάγια του έρωτα που του δίδαξε η ίδια η
Αφροδίτη, κερδίζει την καρδιά της, εξασφαλίζοντας έτσι τη βοήθεια της,
και η Αργώ, το πρώτο καράβι, φέρνει τη Μήδεια στους ανθρώπου. Προίκα της
είναι η γνώση και το δέρμα του θυσιασμένου κριαριού. Πίσω από τον παλιό
μύθο κρύβεται η ιδέα του Ιερού Γάμου, κεντρικό θέμα της λατρείας πολλών
αρχαίων λαών. Ο εκλεκτός σμίγει τελετουργικά με τη θεά. Ένα παιδί
γεννιέται που η παρουσία του ανανεώνει το συμβόλαιο και εξασφαλίζει για
την κοινότητα την ευλογία της μάνας του. Το γάμο της Μήδειας που στάθηκε
η αρχή των περιπετειών της τον τραγούδησε ο Ησίοδος στη «Θεογονία» του
(περίπου 700 π.Χ.) και τον παράστησαν οι καλλιτέχνες των πρώιμων
αρχαϊκών χρόνων. Ο θνητός που άγγιξε τη θεότητα θα γνωρίσει τη μοίρα των
θυμάτων. Κομματιασμένο το κορμί του θα καταλήξει, όπως τα σφάγια της
θυσίας, στο καζάνι, όμως η αγάπη και η γνώση της Μήδειας θα κάνουν το
θαύμα τους. Πιο νέος και πιο όμορφος από πριν ο Ιάσωνας ξεπηδά
ολοζώντανος μέσα από το λέβητα, και εκείνη, δέσποινα της ζωής, του
παραστέκεται. Ο παλιός άρρητος μύθος της νεκρανάστασης, μετουσιωμένος,
θα δώσει τροφή στο θρύλο της μάγισσας και οι επικοί ποιητές θα υμνήσουν
τα θαυματουργά βοτάνια της Μήδειας που ήξερε να ξαναδίνει τη χαμένη
νιότη στους γέροντες. Όμως, όσο μισητά και αν είναι, ο θάνατος και τα
γηρατειά αποτελούν νόμο της φύσης. Η κατάργηση τους σημαίνει ανατροπή
της «κοσμικής» τάξης και γι' αυτό είναι μια πράξη αναρχική και σαν
τέτοια επικίνδυνη. Ο κόσμος που κυοφορεί την ιδέα της πολιτείας των ίσων
ανδρών-πολιτών σαν επιστέγασμα της έμπρακτα εφαρμογής του νόμου, που
διέπεται από τον Ορθό Λόγο θα γεννήσει την πόλωση της γνώσης. Η
ορθολογική «επιστημονική» αντίληψη θα γίνει η επίσημη άποψη της
δημοκρατίας των ανδρών, το στήριγμα του νόμου.
Η κορύφωση του δράματος: Η Μήδεια μπήγει το σπαθί στο μισόγυμνο κορμάκι
τον παιδιού της. Παράσταση από καμπανικό ερυθρόμορφο αμφορέα, 330-320
π.Χ. (Παρίσι, Λούβρο).
Η αρχαία «μαγική» γνώση, αναρχική και ανεξέλεγκτη, θα βρει καταφύγιο στο
χώρο των μυστηρίων και στη σκιά του γυναικωνίτη. Στο φως του
ορθολογισμού η μορφή της σοφής μάγισσας Μήδειας, που η ουσία της
αντιβαίνει πια στις κρατούσες αντιλήψεις βυθίζεται όλο και περισσότερο
στο σκοτάδι. Ο παλιός μύθος που δόξαζε τη δύναμη της αλλάζει. Στο τέλος
του 6ου προχριστιανικού αιώνα, στους κύκλους των ορθολογιστών
διανοουμένων πλάθεται η ιστορία της Μήδειας και των Πελιάδων. Το θαύμα
γίνεται παρωδία, η πολιτική ίντριγκα παίρνει τη θέση της τελετουργίας.
Δεν ήταν ένας γέρος που ξανάνιωσε, αλλά ένα κριάρι πού το κομμάτιασαν
και βγήκε από το μαγικό λεβέτι αρνάκι. Τα μάγια γίνονται παγίδα για να
ξεγελαστούν οι κόρες του καταπατητή Πελία και να σκοτώσουν τον πατέρα
τους, ώστε να πάρει πίσω το θρόνο του ο άντρας της μάγισσας. Για την
πατριαρχική Αθήνα του χρυσού αιώνα, την πόλη που φιλοδόξησε περισσότερο
από κάθε άλλη να μορφοποιήσει το ιδανικό του Νόμου και του Ορθού Λόγου,
την κοινωνία που καταδίκασε τις γυναίκες της στη σιωπή, την αμάθεια και
την αφάνεια, η σοφή Μήδεια είναι μια ηρωίδα αρνητική και η γνώση της ένα
αγαθό ανεπιθύμητο. Η ιστορία των Πελιάδων θα δώσει στον Σοφοκλή, την
ευκαιρία να διδάξει το κοινό του για τις βλαβερές συνέπειες της μαγείας,
ενώ ο Ευριπίδης στο νεανικό του συναπάντημα μαζί της θα φέρει τη Μήδεια
στη σκηνή σαν πρότυπο της αγύρτισσας, που με τις απάτες της οδηγεί στον
όλεθρο το άμυαλα θηλυκά. Όπως στο παραμύθι, στα χέρια των τραγικών η
μάγισσα θα παίξει και το ρόλο της κακιάς μητριάς, που έρχεται στην πόλη
σα σύζυγος του βασιλιά Αιγέα, και χρησιμοποιεί την τέχνη της για να
φαρμακώσει τον Θησέα, τον ήρωα της Αθήνας. Όμως ο δόλος θα αποκαλυφθεί, η
μάγισσα θα εκδιωχθεί και οι αγγειογράφοι που δούλευαν τα χρόνια που
χτίζονταν ο Παρθενώνας με ενθουσιασμό θα παραστήσουν τον άλκιμο νέο, που
οδηγώντας στο βωμό το δαμασμένο ταύρο, εκδιώκει τη μάγισσα,
υποτάσσοντας την άγρια φύση στον ανθρώπινο νόμο και καθαρίζει την πόλη
από το μίασμα της γυναικείας πανουργίας. Το 431 π.Χ. ο Ευριπίδης θα
δώσει μια νέα συγκλονιστική διάσταση στη Μήδεια και θα καθορίσει την
εικόνα της στους αιώνες. Στην ομώνυμη τραγωδία του, η αρχαία θεά, η
σκοτεινή μάγισσα αποκτά ανθρώπινο πρόσωπο, γίνεται γυναίκα και
ενσαρκώνει με τον πιο απόλυτο τρόπο την πικρή μοίρα του θηλυκού που
ερωτεύεται παράφορα και στο όνομα του έρωτα καταλύει παραδόσεις,
εξουσίες και νόμους. Για την αγάπη του ξένου η Μήδεια αρνιέται τον κόσμο
της, προδίνει τον πατέρα της, σκοτώνει τον αδερφό της, εξυφαίνει τη
δολοφονία του βασιλιά, πολεμά τους δαίμονες και τα στοιχειά της φύσης,
για να βρεθεί ξεριζωμένη με μόνη πατρίδα το κρεβάτι του άντρα που του
χάρισε δυο γιούς, του άντρα που χωρίς δισταγμό την εγκαταλείπει για να
εξασφαλίσει, όπως ισχυρίζεται, το μέλλον των παιδιών του.
Η Μήδεια κρατώντας πυξίδα με τα μαγικά της.
Απόλυτη, όπως ο έρωτας θα είναι και η εκδίκηση της Μήδειας, που, σοφή
καθώς είναι, αναγνωρίζει την ουσία του προβλήματος και αναλαμβάνει να
εκδικηθεί μια για πάντα για όλα τα δεινά και τις αδικίες που υποφέρει το
φύλο της. Σκοτώνοντας τα παιδιά που η ίδια του γέννησε και αποστερώντας
τον από τη δυνατότητα να αποχτήσει άλλα, η έξυπνη γυναίκα καταδικάζει
τον άπιστο σύζυγο σε κοινωνικό ευνουχισμό. Καλά μελετημένη και ψυχρά
εκτελεσμένη, η φριχτή ενέργεια της καταδεικνύει τις ακραίες συνέπειες
ενός συστήματος, που βασισμένο στην ανισότητα και στην πόλωση των φύλων,
στο όνομα της απόλυτης αντρικής εξουσίας ήθελε τα παιδιά κτήμα του
πατέρα και «ξένα» για τη μάνα. Και όμως η Μήδεια του Ευριπίδη είναι ο
μόνος δολοφόνος της τραγωδίας που δεν τιμωρείται. Αναποδογυρίζοντας
συθέμελα το φυσικό και τον ανθρώπινο νόμο, βιώνοντας τον ύψιστο πόνο, η
Μήδεια γνωρίζει την κάθαρση και την αποθέωση: ψυχρή και απόμακρη, θεϊκά
απρόσιτη εμφανίζεται στο τέλος της τραγωδίας να μιλά από το θεολογείο,
επάνω στο άρμα του Ήλιου, έτοιμη πια να εγκαταλείψει για πάντα τον κόσμο
των θνητών. Η ηρωίδα του Ευριπίδη έδωσε σάρκα στο χειρότερο εφιάλτη των
ανδρών, που ήθελαν τις γυναίκες τους άβουλες και άφωνες, φυλακισμένες
στο γυναικωνίτη, να τους εξασφαλίζουν με νόμιμα τέκνα τη συνέχεια του
οίκου τους. Ο ποιητής τιμωρήθηκε, χάνοντας το δραματικό αγώνα, και η
Μήδεια έγινε από τότε η βάρβαρη κατ' εξοχήν της ελληνικής τέχνης. Η
ηρωίδα που τρόμαξε τους Αθηναίους αγαπήθηκε πολύ από τους Έλληνες της
Μεγάλης Ελλάδας, που ανιστόρησαν πολλές φορές στις ζωγραφιές τους τα
πάθη και τις περιπέτειές της. Ο Απολλώνιος από τη Ρόδο, ένας ποιητής του
3ου αι. π.Χ., την έκανε ρομαντική ηρωίδα των «Αργοναυτικών» όπου η σοφή
μάντισσα, μάγισσα, η ερωτευμένη Μήδεια αποδεικνύεται ανεκτίμητη βοηθός
και πιστή σύντροφος, παραμερίζοντας τα εμπόδια και σώζοντας συχνά τους
Αργοναύτες από βέβαιο χαμό. Πέρα και πίσω από τη δράση των ποιητών, οι
«απροσδόκητες» όσο και σπάνιες αγγειογραφίες που παρουσίαζαν τη Μήδεια
στα Ηλύσια Πεδία ανάμεσα στους ήρωες ή ιέρεια στην Ελευσίνα, στον πιο
σεπτό ναό της Ελλάδας μας αφήνουν να σκεφτούμε, ότι για τους μυημένους η
σοφή μάγισσα-ιέρεια της Εκάτης, κυρά του ιερού φιδιού και δέσποινα των
καθαρμών είχε αποκτήσει πριν ακόμη από το τέλος της κλασικής εποχής μια
εντελώς άλλη σημασία, μια διάσταση εσωτερική και μυστική που εδραιώθηκε
στους αιώνες που ακολούθησαν και δικαιολογεί την παρουσία της σε ένα
χώρο λατρείας των νεοπυθαγορείων στη Ρώμη. Από όλες τις γυναικείες
μορφές του ελληνικού μύθου, μόνη αυτή πρωταγωνίστρια πολλών περιπετειών,
έγινε αστείρευτη πηγή έμπνευσης για ποιητές και καλλιτέχνες, που
αντίθετα με τις άλλες ηρωίδες, την παράστησαν αυτή, μια γυναίκα, σα δρων
υποκείμενο και όχι σαν πάσχον αντικείμενο, αφού η δύναμη και η γοητεία
του παλίμψηστου προσώπου της Μήδειας στάθηκε πιο δυνατή από τις
συμβάσεις και τους νόμους της τέχνης και της κοινωνίας.
Η Μαρία Κάλας στη «Μήδεια» τον Παζολίνι (1969). Μιλώντας για την ταινία
είχε δηλώσει: «Ο Παζολίνι είχε μια καταπληκτική ιδέα που μου άρεσε πολύ.
Υπάρχει μια βάρβαρη Μήδεια και μια Ελληνίδα, υπάρχει το όνειρο, υπάρχει
και η πραγματικότητα».
Για τους νεότερους που τη γνώρισαν κυρίως μέσα από το συγκλονιστικό
δράμα του Ευριπίδη, η εικόνα της Μήδειας σφραγίστηκε ανεξίτηλα από την
φρίκη της παιδοκτονίας. Σε έναν κόσμο που εδώ και αιώνες λατρεύει το
αρχέτυπο της μητέρας-παρθένου, της Γυναίκας που στο όνομα της μητρότητας
θυσιάζει την ερωτική της υπόσταση -το κατ' εξοχήν χαρακτηριστικό του
φύλου της, ώστε ακίνδυνη να ενταχθεί στην κοινωνία που τη χρειάζεται για
την αναπαραγωγή, η Μήδεια είναι δυσνόητη, σχεδόν αφύσικη, με αποτέλεσμα
ερμηνείες που στηρίζονται στην παθολογία και την ψυχική διαταραχή, ενώ
οι νεότερες εκδοχές, προβάλλοντας το μοτίβο του πάθους και της ερωτικής
ζήλειας που συσκοτίζει το νου, υπεραπλουστεύοντας, αφαιρούν το μεγαλείο
της ηρωίδας που προσωποποιεί την ίδια την ουσία της θηλυκής φύσης, τη
σκοτεινή μήτρα που φυλάγει το μυστικό της ζωής και του θανάτου...
της Αγγελικής Κοτταρίδη
Πηγή:
http://anemourion.blogspot.gr