Η λέξη γλαῦξ συγγενεύει ετυμολογικά στη συνείδηση των αρχαίων με τη λέξη γλαυκός και το ρήμα γλαύσσω, όπου ενυπάρχει η έννοια της λάμψης. Στα νέα ελληνικά
ισοδυναμεί φυσικά με τη λέξη κουκουβάγια. Από τους αρχαίους συγγραφείς
χαρακτηρίζεται ως νυκτερόβιος, νυκτερινός και γαμψῶνυξ. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (Π. ζ. ιστ. 619b) δεν βλέπει καλά τη μέρα, κυνηγά κυρίως στο τέλος του δειλινού και
πριν από την αυγή, τρώει ποντίκια σαύρες και άλλα παρόμοια μικρά ζώα.
Ορισμένες φορές θεωρείται κακός οιωνός, όπως για παράδειγμα όταν προμηνύει τον
θάνατο του Πύρρου (Αιλιανός 10.37). Άλλες φορές όμως θεωρείται προάγγελος της
νίκης. Έτσι ο Ησύχιος μας πληροφορεί πως πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας πέρασε
πάνω από τα πλοία μία γλαύκα, προαναγγέλλοντας τον ελληνικό θρίαμβο.
Επίσης
ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (20.11.3) αναφέρει ότι ο τύραννος των Συρακουσών Αγαθοκλής
απελευθέρωσε μερικές γλαύκες, προκειμένου να εμψυχώσει τους στρατιώτες
του. Άλλες φορές θεωρείται ότι προμαντεύει τον καιρό, καλοκαιρία ή το αντίθετο.
Βλ. λ.χ. Θεόφραστος, Περί σημείων 52,
γλαῦξ ἡσυχαῖον φθεγγομένη ἐν χειμῶνι εὐδίαν
προσημαίνει· καὶ νύκτωρ χειμῶνος ἡσυχαῖον ᾄδουσα. Θαλαττία δὲ γλαῦξ ᾄδουσα χειμῶνος
μὲν εὐδίαν σημαίνει͵ εὐδίας δὲ χειμῶνα. Τα μικρά πουλιά θεωρείται ότι την
μισούν (λ.χ. Αριστοτέλης, Π. ζ. ιστ. 609).
Η κουκουβάγια χρησιμοποιείται για τη θήρευση μικρών πτηνών (λ.χ. Αριστοτέλης
ό.π., διὸ οἱ ὀρνιθοθῆραι θηρεύουσιν αὐτῇ
παντοδαπὰ ὀρνίθια). Ιδιαίτερη θεωρείται η εχθρότητα ανάμεσα στις γλαύκες
και τις κουρούνες. Η γλαύκα υποτίθεται ότι μέσα στη νύχτα τρώει τα αυγά
της κουρούνας, ενώ η κουρούνα τα αυγά της κουκουβάγιας τη μέρα (λ.χ. Αριστοτέλης
ό.π., καὶ κορώνη καὶ γλαύξ· ἡ μὲν γὰρ τῆς
μεσημβρίας͵ διὰ τὸ μὴ ὀξὺ βλέπειν τὴν γλαῦκα τῆς ἡμέρας͵ κατεσθίει ὑφαρπάζουσα
αὐτῆς τὰ ᾠά͵ ἡ δὲ γλαὺξ τῆς νυκτὸς τὰ τῆς κορώνης͵ καὶ κρείττων ἡ μὲν τῆς ἡμέρας
ἡ δὲ τῆς νυκτός ἐστιν).
Ο Ιουλιανός (Εις τον βασιλέα Ήλιον 31-32) μοιάζει να θεωρεί την παράδοση ως
συμβολική της αντίθεσης ανάμεσα στον ήλιο και τη σελήνη, συνδέοντας την Αθηνά
με την Σελήνη. Υπήρχε και παροιμία που έλεγε «ἄλλο γλαῦξ ἄλλο κορώνη φθέγγεται»,
με την έννοια ότι κάποιοι διαφωνούν εντελώς (Σούδα).
Υποτίθεται ότι οι γλαύκες πίνουν το γάλα των προβάτων
και ότι χρησιμοποιούν την καρδιά μιας νυχτερίδας για να κρατήσουν μακριά τα
μυρμήγκια από τις φωλιές τους (Παράφρασις
των του Διονυσίου Ιξευτικών 15-16).
Ορισμένες φορές η γλαύκα θεωρείται ιερό
πτηνό της Δήμητρας (Πορφ., Περί απ. εμφ. 3.5).
Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς δεν υπήρχαν κουκουβάγιες στην Κρήτη, γιατί ο
Δίας άφησε τον γενέθλιο τόπο του ελεύθερο από κάθε θηρίο (Αιλιανός 5.2, 17.10).
Ο Αίσωπος (105, 106) μας παραδίδει μύθους για την πολύ σοφή κουκουβάγια. Μύθους
μεταμόρφωσης σε κουκουβάγια μας παραδίδει ο Αντωνίνος Λιβεράλης (10 και
15). Μία παράδοση συνδέει την γλαύκα με τη σελήνη και την Αθηνά.
Ένα απόσπασμα
του Ευριπίδη, που παραδίδουν τα σχόλια στα Αργοναυτικά
του Απολλωνίου του Ροδίου (1.1280), χαρακτηρίζει τη σελήνη ως γλαυκώπιδα, το καθιερωμένο επίθετο της Αθηνάς (Εὐριπίδης
ἐπὶ τῆς σελήνης ἐχρήσατο∙ γλαυκῶπις [τε] στρέφεται μήνη).
Στα σχόλια του Πινδάρου
(Ολ. 6.76) γλαυκώ είναι το όνομα της σελήνης. Τέλος η ίδια η Αθηνά συνδέεται
με τη σελήνη σύμφωνα με τον Πορφύριο (στον Ευσέβιο, Ευαγγ. προπ. 3.11.31).
Δείτε επίσης: