Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Η αρχαία Τενέα της Κορινθίας βγαίνει στο φως

«Με σεμνότητα και προσοχή» όπως λέει η ίδια, αλλά πάνω απ’ όλα με σοβαρότητα, η γενική διευθύντρια αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού δρ. Έλενα Κόρκα, ανασκάπτει σε έναν χώρο όπου τα ευρήματα δείχνουν πως πρόκειται «για τις παρυφές της αρχαίας Τενέας».

Μιας πόλης η οποία έχει δώσει έναν Κούρο με το όνομα Κούρος της Τενέας, που δυστυχώς εκτίθεται στο Μόναχο και δύο ακόμα Κούρους, που κατασχέθηκαν σε χέρια αρχαιοκαπήλων και τώρα παρουσιάζονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κορίνθου.

Οι τελευταίες δύο εβδομάδες των ανασκαφών στο Χιλιομόδι Κορινθίας (μέχρι τις 10 Οκτωβρίου) υπήρξαν καθοριστικές, όπως εξηγεί η κα Κόρκα. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα κατανόησαν πως όσα έφερναν στο φως είχαν σχέση με τη ρωμαϊκή φάση της Τενέας. Λίγα λείψανα της αρχαίας πόλης ήταν μέχρι σήμερα γνωστά μεταξύ Χιλιομοδίου και Κλένιας.

Στο πλαίσιο της φετινής έρευνας συνεχίστηκε η διερεύνηση τμήματος της αρχαίας οδού που εντοπίστηκε το 2015, ενώ ταυτόχρονα διανοίχθηκαν και νέες ανασκαφικές τομές, οι οποίες σε συνδυασμό με τα καινούργια στοιχεία που προέκυψαν κατά την επιφανειακή και γεωφυσική έρευνα, συμπλήρωσαν κατά πολύ την τοπογραφία της αρχαίας Τενέας. «Επιτέλους, έχουμε κάτι σταθερό, που δεν είχαμε πριν» τονίζει η ανασκαφέας.

Συγκεκριμένα αποκαλύφθηκαν για πρώτη φορά in situ οικοδομικά κατάλοιπα της αρχαίας πόλης, που παραπέμπουν στην δραστηριότητα της στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Αναλυτικότερα, ανασκάφθηκε τμήμα εκτεταμένου κτιρίου με επιμέρους χώρους και πηγάδι. Σε έναν από τους χώρους εντοπίστηκαν αποθέσεις καύσης, τμήμα γυναικείου ειδωλίου, αγγεία και νομίσματα. Ο εντοπισμός των νομισμάτων στην περιοχή της Τενέας είναι ιδιαίτερα σημαντικός καθώς, όπως επισημαίνει η κ. Κόρκα, βάζει την περιοχή στον κατάλογο πόλεων της βορειοανατολικής Πελοποννήσου όπου έχουν βρεθεί τέτοια νομίσματα, έστω και ελάχιστα, ενώ εκτιμάται πως η παρουσία τους στην περιοχή συνδέεται πιθανότατα με την οικονομική ενίσχυση που παρείχε ο Πτολεμαίος Γ' στον Άρατο και στην Αχαϊκή Συμπολιτεία.
Σε άλλο χώρο αποκαλύφθηκε μεγάλος αριθμός μαρμάρινων πυρήνων και σωρεία απολεπίσεων μεταξύ των οποίων μαρμάρινο σπάραγμα αντίχειρα από άγαλμα φυσικού μεγέθους, ακέραιη πυξίδα καθώς και άλλα χρηστικά αγγεία. Επιπρόσθετα στον ανεσκαμμένο χώρο μεταξύ άλλων εντοπίστηκαν πλήθος νομισμάτων, ανθεμωτό ακροκέραμο, επιζωγραφισμένη σίμη και άφθονη κεραμική χρηστικών αγγείων.

Στην εγγύτητα του παραπάνω χώρου αποκαλύφθηκε δίχωρο ταφικό υπέργειο μνημείο ρωμαϊκών χρόνων, σπάνιο για την Κορινθία. Στο κυρίως χώρο του διαμορφώνονται στις τρείς πλευρές του πέντε κτιστοί τάφοι. Στο χώρο εισόδου εντοπίστηκαν ίχνη καύσης και παιδικές ταφές. Στο σύνολό του το μνημείο αποτελεί μια ιδιαίτερα επιμελημένη κατασκευή επενδεδυμένη με κονίαμα τόσο στο εσωτερικό της όσο και στο εξωτερικό της και με λιθόστρωτο δάπεδο στο οποίο τμηματικά διατηρείται επίστρωση κονιάματος. Η εξωτερική τοιχοποιία του μνημείου αποτελείται από δεύτερης χρήσης αρχιτεκτονικά μέλη ελληνιστικών χρόνων.

Η κα Κόρκα θεωρεί πως πρόκειται για ένα από τα μεγάλα μαυσωλεία που βρίσκονταν «ακριβώς έξω από τα τείχη και εκεί θάβονταν οι πλούσιοι Ρωμαίοι, όπως μας δείχνει και το παράδειγμα της αρχαίας Νικόπολης. Έχει μεγάλη σημασία η εξαιρετικά επιμελημένη αρχιτεκτονική του. Εκτός από τις πληροφορίες που μας δίνει καθ’ εαυτό, μας δίνει και άλλες, για τα προγενέστερα κτίσματα, τα ελληνιστικά, από τα ερείπια των οποίων προέρχεται όλο αυτό το υλικό».

Στον κυρίως χώρο αποκαλύφθηκαν ενταφιασμοί αλλά και καύσεις πλούσια κτερισμένες, παρά την έντονη διατάραξή τους. Μεταξύ των ευρημάτων συγκαταλέγονται χάλκινα νομίσματα, χρυσή δανάκη από νόμισμα Σικυώνας, οστέινα κοσμήματα κ.α.
Εξωτερικά της νότιας θεμελίωσης του μνημείου παρατηρείται μεγάλη συγκέντρωση κεραμοσκεπών τάφων και εγχυτρισμών. Όλες οι παραπάνω ταφές είναι παιδικές, πλούσια κτερισμένες με λύχνους, αγγεία, γυάλινα μυροδοχεία, νομίσματα κ.α. Βόρεια διαφαίνεται η συνέχεια του μνημείου το οποίο πιθανότατα να αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου συγκροτήματος, ενώ στα νότιά του στο βάθος της θεμελίωσής του αποκαλύφθηκε τμήμα πρωιμότερης κατασκευής από πώρινους δόμους, η διερεύνηση της οποίας δεν ολοκληρώθηκε.

Νοτιοανατολικά του μνημείου εντοπίστηκε πηγάδι με πώρινο περιστόμιο και αργολιθοδομή καθώς και υποδοχές κατάβασης. Το βάθος του φτάνει στα 15,30μ όπου υπάρχει νερό.

Στο χώρο της αρχαίας οδού έγιναν τομές όπου αποκαλύφθηκαν τμήματα της υποδομής της και νομίσματα.

Τέλος από την επιφανειακή έρευνα εντοπίστηκε πλούσιο οικοδομικό υλικό μεταξύ των οποίων ένα κιονόκρανο, νομίσματα, επιζωγραφισμένες σίμες και κεραμική, προσδιορίζοντας με τον τρόπο αυτό σε μεγάλο πλέον βαθμό τον οικιστικό ιστό της πόλης. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώθηκαν και μέσω της εκτεταμένης διασκόπησης με γεωραντάρ.

Στην έρευνα συμμετείχαν και εκπαιδεύτηκαν εξήντα έλληνες και ξένοι φοιτητές από αρχαιολογικές σχολές του εσωτερικού και του εξωτερικού καθώς και του Πολυτεχνείου της Αθήνας.

Αν σε κάτι προσβλέπει η ανασκαφέας δεν είναι παρά οι επόμενες ανασκαφικές περίοδοι, στις οποίες ελπίζει να αντλήσει και νέες πληροφορίες γι’ αυτή την τόσο σημαντική αρχαία πόλη.

Η Τενέα, σύμφωνα με το Παυσανία κατοικήθηκε από Τρώες αιχμαλώτους, που μεταφέρθηκαν εκεί με τη βία από την Τένεδο, και με την άδεια του Αγαμέμνονα έγινε η εγκατάστασή τους εκεί. Η ευρύτερη περιοχή της, στην αρχαιότητα αποτελούσε την Τενεάτιδα.

Τα αναφερόμενα στον Παυσανία, τον Στέφανο Βυζάντιο και κυρίως στον Στράβωνα μας πείθουν ότι η Τενέα ήταν ένας σημαντικός κορινθιακός οικισμός, κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής της, από τα μυκηναϊκά χρόνια ως την πρωτοβυζαντινή περίοδο.





Πηγή: 
Αντ. Καρατάσου,