Το
1928 ανασύρθηκε από τον βυθό της θάλασσας ένα μοναδικό χάλκινο άγαλμα.
Βρισκόταν στο φορτίο ενός πλοίου, το οποίο ναυάγησε στο ακρωτήριο του
Αρτεμισίου τον 2ο ή στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. Πιθανόν είχε ξεκινήσει
το ταξίδι του από τη Μακεδονία και κατευθυνόταν μέσω του Ευβοϊκού
Κόλπου στη νότια Ελλάδα, όταν μια σφοδρή τρικυμία το οδήγησε στον βυθό.
Το ναυάγιο εντοπίστηκε το 1928 από έναν κάτοικο του Αρτεμισίου, τον Λεωνίδα Αποστολίδη. Αφού ειδοποίησε τις λιμενικές αρχές και πήρε την σχετική άδεια καταδύθηκε με μια ομάδα δυτών σε βάθος 42 μέτρων. Έτσι ανέσυραν από το βυθό το χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα ή του Δία. Αργότερα, ο αρχαιολόγος Νικόλαος Μπέρτος ερεύνησε εκτεταμένα τη θαλάσσια περιοχή στο στενό του Αρτεμισίου.
Οι πρώτες έρευνες συνοδεύτηκαν από δυσχέρειες εξαιτίας του βάθους του ναυαγίου και τη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Αρχικά, ανακάλυψαν την κεφαλή, τη χαίτη, μέρος του στήθους ενός μεγάλου αλόγου και το άγαλμα ενός παιδιού. Οι αρχαιολόγοι χρειάστηκαν εννιά χρόνια για να ανασύρουν όλα τα κομμάτια του αγάλματος.
Για να αποφύγουν τους αρχαιοκάπηλους είχαν απαγορεύσει τις αλιευτικές δραστηριότητες και είχαν διορίσει φύλακα στο ακρωτήριο για να ελέγχει τη θαλάσσια περιοχή όπου βρέθηκε το αρχαίο ναυάγιο.
Σύμφωνα με την γραπτή μαρτυρία του αρχαιολόγου Ν. Μπέρτου, ο καπετάνιος και το πλήρωμα έδειχναν απογοητευμένοι με το κομματιασμένο γλυπτό που ανασύρθηκε στο σκάφος. Μάλιστα όταν ένας από αυτούς, ο Δεληκωνσταντής, είδε το αποσπασμένο κεφάλι και το πόδι φαίνεται να είπε: «Κρίμα στους κόπους μας. Γι’ αυτό το ψοφάλογο δουλεύαμε τόσες μέρες;»
Όταν όμως συναρμολόγησαν τα κομμάτια εντυπωσιάστηκαν με το αποτέλεσμα. Απεικονιζόταν ένας μικρός αναβάτης πάνω σε ένα άλογο με έντονο καλπασμό. Το πρόσωπο του ιππέα είχε έντονο μορφασμό, φορούσε σανδάλια και χιτώνα, ο οποίος ανέμιζε από την ταχύτητα του αλόγου. Το παιδί είχε νέγρικη καταγωγή και στο πρόσωπο του απεικονιζόταν η αγωνία και το πάθος του αγώνα. Είχε υψωμένα τα δύο του χέρια, τα οποία κρατούσαν τα ηνία και το μαστίγιο του αλόγου.
Το χάλκινο άγαλμα χρονολογείται στην Ύστερη Ελληνιστική Περίοδο, περί το 140 π.Χ. Ονομάστηκε «Τζόκεϊ του Αρτεμισίου» και είναι από τα πιο χαρακτηριστικά αγάλματα που κοσμεί την κόκκινη αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Πηγή:
Μηχανή του Χρόνου
Το ναυάγιο εντοπίστηκε το 1928 από έναν κάτοικο του Αρτεμισίου, τον Λεωνίδα Αποστολίδη. Αφού ειδοποίησε τις λιμενικές αρχές και πήρε την σχετική άδεια καταδύθηκε με μια ομάδα δυτών σε βάθος 42 μέτρων. Έτσι ανέσυραν από το βυθό το χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα ή του Δία. Αργότερα, ο αρχαιολόγος Νικόλαος Μπέρτος ερεύνησε εκτεταμένα τη θαλάσσια περιοχή στο στενό του Αρτεμισίου.
Οι πρώτες έρευνες συνοδεύτηκαν από δυσχέρειες εξαιτίας του βάθους του ναυαγίου και τη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Αρχικά, ανακάλυψαν την κεφαλή, τη χαίτη, μέρος του στήθους ενός μεγάλου αλόγου και το άγαλμα ενός παιδιού. Οι αρχαιολόγοι χρειάστηκαν εννιά χρόνια για να ανασύρουν όλα τα κομμάτια του αγάλματος.
Για να αποφύγουν τους αρχαιοκάπηλους είχαν απαγορεύσει τις αλιευτικές δραστηριότητες και είχαν διορίσει φύλακα στο ακρωτήριο για να ελέγχει τη θαλάσσια περιοχή όπου βρέθηκε το αρχαίο ναυάγιο.
Σύμφωνα με την γραπτή μαρτυρία του αρχαιολόγου Ν. Μπέρτου, ο καπετάνιος και το πλήρωμα έδειχναν απογοητευμένοι με το κομματιασμένο γλυπτό που ανασύρθηκε στο σκάφος. Μάλιστα όταν ένας από αυτούς, ο Δεληκωνσταντής, είδε το αποσπασμένο κεφάλι και το πόδι φαίνεται να είπε: «Κρίμα στους κόπους μας. Γι’ αυτό το ψοφάλογο δουλεύαμε τόσες μέρες;»
Όταν όμως συναρμολόγησαν τα κομμάτια εντυπωσιάστηκαν με το αποτέλεσμα. Απεικονιζόταν ένας μικρός αναβάτης πάνω σε ένα άλογο με έντονο καλπασμό. Το πρόσωπο του ιππέα είχε έντονο μορφασμό, φορούσε σανδάλια και χιτώνα, ο οποίος ανέμιζε από την ταχύτητα του αλόγου. Το παιδί είχε νέγρικη καταγωγή και στο πρόσωπο του απεικονιζόταν η αγωνία και το πάθος του αγώνα. Είχε υψωμένα τα δύο του χέρια, τα οποία κρατούσαν τα ηνία και το μαστίγιο του αλόγου.
Το χάλκινο άγαλμα χρονολογείται στην Ύστερη Ελληνιστική Περίοδο, περί το 140 π.Χ. Ονομάστηκε «Τζόκεϊ του Αρτεμισίου» και είναι από τα πιο χαρακτηριστικά αγάλματα που κοσμεί την κόκκινη αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Πηγή:
Μηχανή του Χρόνου