Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Νέα έγγραφα αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές του Ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο

Τι συνδέει τη στερέωση ενός κίονα του ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο, που έπεσε κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1880, με την αλληλογραφία για τις απαλλοτριώσεις που συνόδευσαν τις ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην Ελευσίνα το 1882 και την καταστροφή από πυρκαγιά της Παλαιάς Αγοράς στην Αθήνα το 1884, που οδήγησε στην ανασκαφή της Βιβλιοθήκης του Αδριανού;
Το σπουδαίο αρχειακό υλικό αποκαλύπτεται σταδιακά μέσα από τις 15λεπτες ομιλίες των ερευνητών που συμμετέχουν στο τριήμερο συνέδριο «Η Αρχαιολογία στην Ελλάδα του 19ου αι. μέσα από τις πηγές του Αρχείου των Υπηρεσιών των Αρχαιοτήτων».
Η δεύτερη μέρα του πλούσιου προγράμματος του συνεδρίου έπεισε γι άλλη μια φορά ως προς την ιδιαίτερη αξία των τεκμηρίων που περιλαμβάνονται στο εν λόγω αρχείο της Διεύθυνσης Εθνικού Αρχείου Μνημείων (ΔΕΑΜ) του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Όπως τα τρία έγγραφα του 1880 που φωτίζουν τις προσπάθειες επισκευής και στερέωσης ενός από τους κίονες της νότιας πλευράς του ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο, όταν ακόμα θεωρείτο ότι ανήκε στη θεά Αθηνά.
«Η ταύτισή του με τον ναό του Ποσειδώνα και η αναγνώριση του ναού της Αθηνάς στα κατάλοιπα του παρακείμενου ναού έγινε αργότερα με τη συστηματική ανασκαφή του χώρου» ανέφερε η Ελένη Ανδρίκου, αναπληρώτρια προϊσταμένη της Β΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, στην ομιλία της με τίτλο «Περί του ναού του Ποσειδώνος εις άκραν Σούνιον».
Τα τρία έγγραφα, που εντοπίστηκαν από τη ΔΕΑΜ και ετέθησαν υπόψη της ομιλήτριας, έχουν ημερομηνία 5, 14 Ιουλίου και 25 Αυγούστου του 1880. Συντάχθηκαν από τον Γενικό Έφορο Αρχαιοτήτων, Παναγιώτη Ευστρατιάδη, και εστάλησαν στο υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης, στο οποίο υπαγόταν τότε η Αρχαιολογική Υπηρεσία, ρίχνοντας φως στις διαδικασίες, στα πρόσωπα, αλλά και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η αποκατάσταση της βλάβης. Μια βλάβη που, όπως αναφέρθηκε, κόστισε 1.937 δρχ., όταν ο μισθός καθηγητή ήταν περίπου 300 δρχ., ο μισθός καθηγητή Πανεπιστημίου 450 δρχ. και ο μισθός υπουργού 800 δρχ.
Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται λόγος για την ιστορία των διασκορπισμένων εντυπωσιακών αρχιτεκτονικών μελών και γλυπτών, που κείτονταν για αιώνες στην επιφάνεια της ελευσινιακής γης απροστάτευτα και παραμελημένα, αλλά με ιδιαίτερο βάρος για τους κατοίκους της περιοχής, που τα συνόδευαν με λαϊκές δοξασίες. Όπως η κοπριά που τοποθετούσαν γύρω από το κολοσσιαίο άγαλμα της Καρυάτιδας -σήμερα στο Μουσείο του Κέιμπριτζ- για να καθαγιαστεί και να χρησιμοποιηθεί στους αγρούς.
Ωστόσο, η Αναστασία Λερίου, Δρ. Αρχαιολογίας στην ομιλία της με τίτλο «Εστιάζοντας στην περιφέρεια: η αρχαιολογία της Ελευσίνας κατά τον 19ο αι.», δεν περιορίστηκε μόνο στην περιπέτεια των εντυπωσιακών καταλοίπων, που ήδη από τον 17ο αιώνα είχαν γίνει πόλος έλξης περιηγητών και αρχαιολατρών.
Χρησιμοποιώντας αρχειακά στοιχεία της ΔΕΑΜ, αναφέρθηκε σε γεγονότα που λίγοι γνωρίζουν και αφορούν τις προσπάθειες του ανασκαφέα Δημήτριου Φίλιου να συνεννοηθεί με τους κατοίκους της περιοχής ως προς την απαλλοτρίωση των ιδιοκτησιών τους, γεγονός που θα επέτρεπε τις συστηματικές ανασκαφικές εργασίες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1882 και 1892 από την Αρχαιολογική Εταιρεία. Η αλληλογραφία με τους ανωτέρους του, αλλά και μεγάλο μέρος των απαλλοτριώσεων που πραγματοποίησε ο Δ. Φίλιος για λογαριασμό του Δημοσίου βρέθηκαν στο πολύτιμο αρχείο της ΔΕΑΜ, χωρίς ωστόσο να είναι και τα μόνα στοιχεία. Πριν τις συστηματικές έρευνες της Εταιρείας, είχε προηγηθεί επιστολή του Γενικού Εφόρου Αρχαιοτήτων Κυριακού Πιττάκη προς το υπουργείο, όπου έκανε λόγο για παρατυπίες στις ανασκαφές του Φρανσουά Λένορμαν, επειδή διόρισε χωρίς αρμοδιότητα επιστάτη.
Μια παρανομία που δεν ήταν η πρώτη καθώς, σύμφωνα με την ομιλήτρια, ο Γάλλος αρχαιολόγος φαίνεται ότι είχε παρανομήσει ξανά, αφού φερόταν να έχει εξαγάγει λαθραία και να έχει πουλήσει στο Μουσείο του Λούβρου ανάγλυφα και επιγραφές από την Ελευσίνα. Η πληροφορία αυτή προκύπτει από την επιστολή Πιττάκη, μέσα από την οποία ζητούσε την επιστροφή τους και την απαγόρευση των ανασκαφών στον Λένορμαν. «Αν και δεν βρέθηκαν στοιχεία για το πώς εξελίχθηκε αυτή η υπόθεση, το γεγονός ότι ο Λένορμαν επανέλαβε τις ανασκαφές στην Ελευσίνα δείχνουν ότι μάλλον επιτεύχθηκε κάποια συνεννόηση» σημείωσε η κ. Λερίου.
Ένα άλλο έγγραφο του 19ου αιώνα προς το υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης από τον πρόεδρο της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αλέξανδρο Κοντόσταυλο και τον γραμματέα της Στέφανο Κουμανούδη, αποκαλύπτει μια άλλη πλευρά της ιστορίας της Αθήνας. Η πυρκαγιά που ξέσπασε στις 8 Αυγούστου 1884 στα ανατολικά της βιβλιοθήκης του Αδριανού κατέστρεψε τα παραπήγματα που αποτελούσαν τα καταστήματα της λεγόμενης «Παλαιάς Αγοράς». Μαζί τους χάθηκε και ο Πύργος με το Ρολόι του Έλγιν, που είχε χαρίσει στην πόλη το 1814 ο γνωστός λόρδος.
Μάλιστα, όπως ανέφερε ο Δημήτρης Πλάντζιος, επίκουρος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην ομιλία του με τίτλο «Οι ανασκαφές της "Παλαιάς Αγοράς" της Αθήνας και η συγκρότηση του αρχαιολογικού τοπίου της ελληνικής πρωτεύουσας», υπολείμματα του μηχανισμού καθώς και η αφιερωματική επιγραφή του βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Όπως ανέφερε ο ομιλητής, με αφορμή την πυρκαγιά οι δύο άντρες ζήτησαν από τον υπουργό Δημήτριο Βουλπιώτη να χορηγήσει στην Αρχαιολογική Εταιρεία άδεια ανασκαφής του κοινώς λεγομένου τετραγώνου του Αδριανού, ενώ έγγραφα με την επιχειρηματολογία τους σχετικά με το αίτημα βρέθηκαν στη ΔΕΑΜ.
Μεταξύ αυτών ήταν και η θετική απάντηση του υπουργού δύο μέρες αργότερα, αλλά και της δημοτικής Αρχής που δεν συναινούσε στην ανασκαφή με την αιτιολογία ότι της ανήκε ο χώρος, καθώς και πολλών ιδιωτών που ζητούσαν αποζημιώσεις για τα καταστήματα - παραπήγματα που έχασαν. Ένα από αυτά ήταν και το έγγραφο γυναίκας, που ενάμιση χρόνο μετά την πυρκαγιά ενημέρωνε το υπουργείο για το μαγαζί που διέθετε εξ αδιαιρέτου με άλλη ιδιοκτήτρια, η οποία ωστόσο δεν είχε προβεί σε σχετική ενημέρωση. Οι πρώτες ανασκαφές στην ανατολική πλευρά επέτρεψαν την ασφαλή ταύτιση του μνημείου με τη βιβλιοθήκη του Αδριανού και τον εντοπισμό των ερειπίων παλαιοχριστιανικού ναού στο κέντρο του χώρου κάτω από τα ερείπια της Εκκλησίας της Μεγάλης Παναγίας του 11ου αι. που αφαιρέθηκαν.
Το συνέδριο, που συνεχίστηκε με πολλές ακόμα ενδιαφέρουσες ομιλίες, θα ολοκληρωθεί αύριο στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου Αθηνών «Άλκης Αργυριάδης».




Πηγή: