Ο Δημώναξ, ένας σπουδαίος Κύπριος Κυνικός Φιλόσοφος, είναι εν πολλοίς άγνωστος σήμερα στα ελληνόπουλα αλλά και στους τουρκολάγνους λάτρεις της τηλοψίας. Κι όμως, ο σπουδαίος αυτός πρόγονός μας έχει πει εκπληκτικά πράγματα, με πρώτο και καλλίτερο το απόφθεγμα που οικειοποιήθηκε πολλούς αιώνες αργότερα ο Νίκος Καζαντζάκης, το οποίο και ζήτησε να του το τοποθετήσουν στον τάφο του, χωρίς βεβαίως να αναφέρει ότι ο δημιουργός ή τουλάχιστον εμπνευστής αυτού υπήρξε ο Δημώναξ.
Πρόκειται για την γνωστή φράση «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος». Το απόσπασμα από την διδασκαλία τού Δημώνακτος, το οποίο μας έχει διασώσει ο Λουκιανός (Βίος Δημώνακτος 19,4 – 20,7) αναφέρει επί λέξει: «Ερωτήσαντος δέ τινος, τις αυτώ όρος ευδαιμονίας είναι δοκεί, μόνον ευδαίμονα έφη τον ελεύθερον· εκείνου δε φήσαντος πολλούς ελευθέρους είναι, αλλ’ εκείνον νομίζω τον μήτε ελπίζοντά τι μήτε δεδιότα· ο δε, Και πως αν, έφη, τούτό τις δύναιτο; άπαντες γαρ ως το πολύ τούτοις δεδουλώμεθα. Και μην ει κατανοήσεις τα των ανθρώπων πράγματα, εύροις αν αυτά ούτε ελπίδος ούτε φόβου άξια, παυσομένων πάντως και των ανιαρών και των ηδέων.» (Λουκιανός, Βίος Δημώνακτος, παρ. 19.4 - 20.7), που σε νεοελληνική απόδοση σημαίνει:
«Όταν κάποιος τον ρώτησε ποιος είναι κατά την γνώμη του ο ορισμός της ευτυχίας, εκείνος απάντησε ότι μόνο τον ελεύθερο θεωρεί ευδαίμονα. Όταν ο άλλος παρατήρησε ότι υπάρχουν πολλοί ελεύθεροι, απάντησε: «Εκείνον θεωρώ ελεύθερο, όποιον δεν ελπίζει τίποτα και δεν φοβάται τίποτα». Και εκείνος τον ρώτησε: «Και πως είναι δυνατόν αυτό είπε ο άλλος, αφού όλοι ως επί το πλείστον είμαστε δούλοι αυτών των δύο αισθημάτων; Και όμως, απήντησε ο Δημώναξ, αν κατανοήσεις τα ανθρώπινα, θα ανακαλύψεις ότι αυτά δεν είναι άξια ούτε ελπίδας ούτε φόβου, αφού οι πόνοι και οι ηδονές θα τερματιστούν στο τέλος οπωσδήποτε».
Ας εξετάσουμε, όμως, με περισσότερες λεπτομέρειες τον αξιόλογο πνευματικό βίο του εξαίρετου αυτού προγόνου μας, με οδηγό πάντοτε το έργο τού Λουκιανού. Ο Δημώναξ κατήγετο εκ Κύπρου, από οικογένεια επιφανή και για την κοινωνική της τάξη και για τον πλούτο της. Όμως ο φιλόσοφος τα περιφρόνησε όλα και ποθώντας ευγενέστερα αγαθά επεδόθη στην φιλοσοφία και αφοσιώθηκε στην ελευθερία και την παρρησία. Η ζωή του ήταν ευθεία, τα ήθη του αγνά και ανεπίληπτα. Έτσι, ο χαρακτήρας του και η ειλικρίνεια των φιλοσοφικών του αρχών απετέλεσαν υπόδειγμα για τους συνανθρώπους του. Μελέτησε πολύ τους ποιητές, τους περισσότερους εγνώριζε από μνήμης. Είχε ακόμη γυμνάσει το σώμα του και το είχε εξασκήσει στην καρτερία, με κύρια φροντίδα του να μην έχει την ανάγκη κανενός.
Ανέμειξε διάφορα είδη φιλοσοφίας, χωρίς να περιορίζεται σε κάποιο από αυτά. Φαίνεται ότι περισσότερο απέκλινε στην Σωκρατική φιλοσοφία, μολονότι στα ενδύματα και την απλότητα του βίου εμιμείτο τον Διογένη, χωρίς επιτήδευση και χωρίς έπαρση. Κατέκρινε τα σφάλματα αλλά ήταν επιεικής με τους σφάλλοντες, μιμούμενος τους ιατρούς, οι οποίοι θεραπεύουν τα νοσήματα αλλά δεν οργίζονται κατά των αρρώστων. Θεωρούσε ότι το σφάλμα είναι ανθρώπινο, αλλά το να διορθώνει κάποιος τους σφάλλοντες είναι θεϊκό ή χαρακτηριστικό ανθρώπου ισοθέου. Σημαντική συμβουλή για τους σύγχρονους πολιτικούς. Δεν απέφευγε την συναναστροφή κανενός και απεμάκρυνε μόνο αυτούς, των οποίων η διαφθορά του φαινόταν αθεράπευτη. Οι Αθηναίοι τον θαύμαζαν, όμως κάποιοι συνωμότησαν εναντίον του αποδίδοντάς του διάφορες κατηγορίες, όπως αυτές που είχαν αποδοθεί στον Σωκράτη. Κατηγορήθηκε ότι δεν τον είδε ποτέ κανείς να προσφέρει θυσία στην Αθηνά και ότι ήταν ο μόνος που δεν είχε μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια. Τότε ο Δημώναξ φόρεσε καθαρά ρούχα, έβαλε στεφάνι και εμφανιζόμενος στην συνέλευση του λαού απολογήθηκε. Τους είπε να μην απορούν που δεν προσέφερε θυσία, διότι ενόμιζε πως η Αθηνά δεν είχε ανάγκη από τις θυσίες του. Όσον αφορά δε τα Μυστήρια τους είπε ότι δεν θέλησε να μυηθεί σκεπτόμενος ότι αν στα μυστήρια γίνονταν κακές πράξεις, δεν θα μπορούσε να τις αποσιωπήσει για τους αμύητους αλλά θα τους απέτρεπε. Και αν ήσαν καλά θα τα απεκάλυπτε λόγω φιλανθρωπίας σε όλους. Οι Αθηναίοι εθαύμασαν την ειλικρίνεια και τις θέσεις του ανδρός και ησύχασαν. Ο Δημώναξ ήταν ευφυέστατος και όπως όλοι οι κυνικοί φιλόσοφοι είχε σπουδαία αίσθηση του χιούμορ. Η λέξη χιούμορ αν και θεωρείται αγγλική προέρχεται από την Ελληνική λέξη χυμόρ = χυμός (Αριστοτέλης Περί Ψυχής). Στην ευβοϊκή διάλεκτο, όπως αναφέρεται και στον Κρατύλο του Πλάτωνος, το τελικό "ς" προφέρεται ως "ρ". (ΣΩ. Οίσθα ούν ότι επί τω αυτώ ημείς μεν φαμέν «σκληρότης, Ερετριείς δε σκληρότηρ;» 434, 7-8). Από την ευβοϊκή διάλεκτο το χυμόρ πέρασε στη λατινική γλώσσα ως humor και σήμαινε εκτός από το υγρό, την υγρασία, τον χυμό, και την διάθεση.
Ένα τέτοιο χιουμοριστικό στοιχείο είναι το αναφερόμενο στον Φαβωρίνο τον σοφιστή. Όταν εκείνος άκουσε ότι ο Δημώναξ κορόϊδευε τις ομιλίες του και κυρίως τις μελωδίες τις οποίες παρενέβαλλε και κατηγορούσε αυτό ως θηλυπρεπές και ανάρμοστο με την φιλοσοφία, πήγε προς τον Δημώνακτα και του είπε ποιος ήταν αυτός που χλεύαζε τους λόγους του. Και ο Δημώναξ του απάντησε ότι ήταν άνθρωπος του οποίου τα αυτιά δεν απατώνται. Και επιμένοντας ο σοφιστής ρώτησε τον Δημώνακτα «ποιά εφόδια έχεις», αυτός απάντησε: «Όρχεις». Κάποια άλλη φορά ο ίδιος σοφιστής τον ρώτησε ποιο φολοσοφικό σύστημα προτιμά και εκείνος απάντησε. Ποιος σου είπε ότι φιλοσοφώ; Και απομακρυνόμενος γέλασε δυνατά. Όταν ο άλλος τον ρώτησε γιατί γελά, ο Δημώναξ του είπε: Διότι θέλεις να διακρίνονται οι φιλόσοφοι από τα γένεια, ενώ εσύ είσαι σπανός.
Μία φορά ένας άλλος σοφιστής ο Σιδώνιος, εκαυχάτο ότι δοκίμασε και γνώρισε κάθε φιλοσοφία λέγοντας: «Αν με καλέσει ο Αριστοτέλης θα τον ακολουθήσω στο Λύκειο. Αν με φωνάξει ο Πλάτων θα μεταβώ στην Ακαδημία. Αν ο Ζήνων, θα διατρίψω στην Ποικίλη Στοά. Αν με καλέσει ο Πυθαγόρας θα σιωπήσω. Τότε σηκώθηκε από το μέσον των ακροατών ο Δημώναξ και του είπε. Ο Πυθαγόρας λοιπόν σε καλεί».
Δεν σταματούσε όμως στους σοφιστές. Μία φορά είχε εμπαίξει έναν Ολυμπιονίκη, που παρουσιάσθηκε με χρωματιστό ένδυμα. Ο αθλητής τον κτύπησε με μια πέτρα στο κεφάλι και το αίμα άρχισε να τρέχει. Οι παρόντες αγανάκτησαν και ήθελαν να πάνε στον ανθύπατο. Τότε ο Δημώναξ κυνικώτατος είπε: «Όχι στον ανθύπατο αλλά στον γιατρό».
Άλλοτε βρήκε στον δρόμο ένα δακτυλίδι και τοιχοκόλλησε μία ανακοίνωση στην αγορά για να βρει αυτόν που το έχασε. Παρουσιάσθηκε τότε ένας ευειδής νεαρός λέγοντας ότι αυτός ήταν ο ιδιοκτήτης. Ο Δημώναξ όμως κατάλαβε ότι έλεγε ψέμματα και του είπε. «Πήγαινε παιδί μου και φύλαττε τον δακτύλιό σου, διότι δακτυλίδι δεν έχασες».
Κάποιος έλεγε ότι ήταν μάγος και γνώριζε εξορκισμούς, διά των οποίων μπορούσε να πείσει τον οποιοδήποτε και να λάβει από αυτόν όσα ήθελε. Τότε ο Δημώναξ του είπε ότι και αυτός ήταν ομότεχνός του και αν θέλει να τον ακολουθήσει στην φουρνάρισσα, για να δει ότι με έναν εξορκισμό και ένα μικρό μαγικό μέσο θα την έπειθε να του δώσει ψωμιά, εννοώντας φυσικά ότι το νόμισμα είναι ισοδύναμο με εξορκισμό.
Κορόϊδευε συνήθως και εκείνους που στις ομιλίες τους μετεχειρίζοντο πολύ αρχαίες, πομπώδεις και ασυνήθιστες λέξεις. Σε έναν λοιπόν που του απάντησε σε υπεραττικίζουσα γλώσσα του είπε: «Εγώ φίλε μου σε ρώτησα σήμερα κι εσύ μου απαντάς από την εποχή του Αγαμέμνονος»!
Σε κάποιον από τους φίλους του, που τον κάλεσε να πάνε στον ναό τού Ασκληπιού να προσευχηθούν, εκείνος απάντησε: «Πολύ κουφό θεωρείς τον Ασκληπιό, αν δεν μπορεί να μας ακούσει να προσευχόμαστε και από εδώ»!
Τί να πούμε για το πώς αντιμετώπιζε τους ανοήτους. Κάποτε είδε δύο φιλοσόφους αμαθέστατους, οι οποίοι συζητούσαν υβρίζοντας ο ένας τον άλλο. Ο ένας απηύθυνε ανόητες ερωτήσεις και ο άλλος απαντούσε παράλογα. Και ο Δημώναξ είπε στους παριστάμενους. «Δεν σας φαίνεται, φίλοι μου, ότι ο μεν ένας από αυτούς αρμέγει τράγο και ο άλλος κρατεί από κάτω κόσκινο για να δεχθεί το γάλα».
Ο Αγαθοκλής, ο περιπατητικός έλεγε ότι ήταν ο μόνος και ο πρώτος εκ των διαλεκτικών. Και ο Δημώναξ του είπε. «Αν, Αγαθοκλή, είσαι ο πρώτος δεν είσαι ο μόνος, εάν δε είσαι ο μόνος δεν είσαι πρώτος».
Τόλμησε κάποτε να ερωτήσει δημοσίως τους Αθηναίους, όταν άκουσε την προκήρυξη για την τελετή των Ελευσινίων Μυστηρίων, για ποια αιτία απέκλειαν από τα μυστήρια τους βαρβάρους, ενώ ο Εύμολπος που τα ίδρυσε ήταν βάρβαρος και Θράκας.
Μία φορά που ετοιμαζόταν να ταξιδεύσει με χειμωνιάτικο καιρό, ένας φίλος του τού είπε: «Δεν φοβάσαι μήπως ναυαγήσει το πλοίο και σε φάνε τα ψάρια;» Και ο Δημώναξ απήντησε: «Δεν θα ήταν αχαριστία να μη θέλω να με φάνε τα ψάρια, αφού εγώ έχω φάει τόσα;»
Έναν ρήτορα που μιλούσε άσχημα τον συμβούλευσε να μελετά και να γυμνάζεται. Ο ρήτορας του είπε: «Πάντοτε απαγγέλλω μόνος μου». Και ο Δημώναξ σχολίασε... «Επόμενο είναι να ομιλείς τόσο άσχημα, αφού έχεις τόσο ανόητο ακροατή»!
Σε κάποιον μάντη, που έδινε τις μαντείες του επί πληρωμή του είπε: «Δεν καταλαβαίνω γιατί ζητάς πληρωμή. Αν θέλεις να πληρώνεσαι σαν να μπορούσες να αλλάξεις τα προορισμένα από τις μοίρες, όσα κι αν ζητήσεις θα είναι λίγα. Αν δε όλα γίνουν όπως όρισε ο θεός τι αξία έχει η μαντική σου;»
Σε δύσκολες ερωτήσεις έδινε πολύ εύστοχες απαντήσεις. Όπως ο γνωστός μας Καραγκιόζης, όταν τον ρωτούσαν «εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νούς σου κατεβάζει, χίλια καντάρια σίδερο, πόσα βελόνια βγάζει;», εκείνος απαντούσε «όσες κλωστές και βελονιές έχει ένα φουστάνι, χίλια καντάρια σίδερο, τόσα βελόνια βγάνει», έτσι κι ο Δημώναξ, όταν κάποιος τον ρώτησε για να γελάσει με την αμηχανία του, «αν καψω ξύλα χιλίων μνων, πόσων μνων καπνός θα γίνει;», εκείνος του απάντησε ευφυέστατα και σκωπτικώτατα. «Ζύγισε την στάκτη και όλο το υπόλοιπο θα είναι καπνός»!
Κάποιος Πολύβιος, πολύ απαίδευτος και σολοικίζων στην γλώσσα (κάτι σαν τους σημερινούς διανοούμενους) είπε: Ο βασιλεύς με ετίμησε με την Ρωμαϊκή πολιτεία, θέλοντας να πει με την ρωμαϊκή πολιτογράφηση. Και ο Δημώναξ του απήντησε: «Μακάρι να σε έκανε περισσότερο Έλληνα παρά Ρωμαίο».
Σε έναν δε κομψευόμενο για το πλάτος της πορφύρας που στόλιζε ως παρυφή το ένδυμά του, έσκυψε και αγγίζοντάς το του είπε. «Αυτό πριν από εσένα το φορούσε πρόβατο και ήταν πρόβατο».
Εκπληκτικά ήσαν επίσης τα λογοπαίγνιά του. Κάποια Δανάη είχε δικαστικό αγώνα με τον αδελφό της. Τότε ο Δημώναξ της είπε: «Μη φοβηθείς να υποβληθείς σε κρίση, αφού δεν είσαι η Δανάη, η κόρη του Ακρισίου» (Α+κρίση).
Κατεδίωκε με τα σκώμματά του προ πάντων εκείνους που φιλοσοφούσαν προς επίδειξη, τους δήθεν δηλαδή, και όχι χάριν της αλήθειας. Βλέποντας λοιπόν έναν Κυνικό, που φορούσε φιλοσοφικό τρίβωνα και είχε πήρα αλλά αντί βακτηρίας (μπαστουνιού) κρατούσε γουδοκόπανο και κραύγαζε ότι ήταν οπαδός του Αντισθένους, του Κράτητος και του Διογένους, ο Δημώναξ του απήντησε: «Μη ψεύδεσαι, διότι είσαι μαθητής του Υπερείδου». (Ο υπαινιγμός του λογοπαιγνίου είναι εμφανής, διότι το γουδοκόπανο λεγόταν «ύπερο» και ένας εκ των γνωστοτέρων ρητόρων ήταν ο Υπερείδης).
Όταν είδε τον Ρουφίνο τον Κύπριο, έναν χωλό (κουτσό) Περιπατητικό, να περπατά στο Λύκειο, είπε: Δεν γνωρίζω τίποτε πιο ντροπιαστικό από έναν κουτσό περιπατητικό!.
Όταν κάποτε είδε στην Ποικίλη Στοά έναν ανδριάντα, του οποίου είχε αποκοπεί το χέρι, εκείνος σχολίασε. «Αργά οι Αθηναίοι τίμησαν τον Κυναίγειρο με ανδριάντα», επιτιμώντας τους για την αδράνειά τους να τιμήσουν έναν ήρωα των Περσικών πολέμων, τον αδελφό τού Αισχύλου!
Μια φορά ο Επίκτητος τον επέπληττε και τον συμβούλευε να νυμφευθεί και να τεκνοποιήσει. Τότε ο Δημώναξ του ανταπέδωσε την επίπληξη λέγοντας. Επίκτητε να μου δώσεις μία από τις κόρες σου (ξέροντας ότι και ο Επίκτητος ήταν άγαμος).
Άξιο απομνημονεύσεως είναι και εκείνο που είπε στον Αριστοτελικό φιλόσοφο Ερμίνο. Διότι γνωρίζοντας ότι ήταν φαυλότατος και έπραττε κάθε είδους κακά, τον άκουγε να έχει συνεχώς στο στόμα του τον Αριστοτέλη, τον δάσκαλο της Ηθικής και τις δέκα Κατηγορίες (δηλαδή, τις δέκα διαιρέσεις ή τάξεις της λογικής) κάνοντας λογοπαίγνιο του είπε: «Ερμίνε, αληθινά είσαι άξιος δέκα κατηγοριών».
Όταν κάποιος, στον οποίον ο βασιλεύς ενεπιστεύθη την διοίκηση στρατευμάτων μιας χώρας εκ των μεγαλυτέρων, ρώτησε τον Δημώνακτα πώς έπρεπε να κυβερνήσει. Κι ο φιλόσοφος του απήντησε: «Χωρίς θυμό. Να λες λίγα και να ακούς πολλά».
Όταν κάποιος τον ρώτησε αν κι αυτός τρώει τηγανίτες, ο Δημώναξ του απήντησε: «Νομίζεις ότι οι μέλισσες κάνουν το μέλι για τους ανόητους;»
Κάποτε είπε σε έναν νομομαθή ότι οι νόμοι κινδυνεύουν να είναι άχρηστοι, είτε γίνονται για τους καλούς είτε για τους κακούς. Διότι οι μεν καλοί δεν έχουν ανάγκη νόμων, οι δε κακοί δεν γίνονται καλλίτεροι με τους νόμους.
Έζησε σχεδόν εκατό χρόνια, χωρίς αρρώστιες και λύπες, χωρίς να ενοχλήσει ή να ζητήσει από κανέναν τίποτε, έχοντας μόνο φίλους και κανέναν εχθρό. Τόση αγάπη έτρεφαν προς αυτόν οι Αθηναίοι και όλοι οι Έλληνες, ώστε, όταν περνούσε, σηκώνονταν οι άρχοντες και όλοι σιωπούσαν. Προς το τέλος της ζωής του, όταν ήταν υπέργηρος, δειπνούσε και κοιμόταν απρόσκλητος σε όποιο σπίτι ήθελε. Κι εκείνοι που δέχονταν την επίσκεψή του, την θεωρούσαν θεία εμφάνιση και ευτυχή οιωνό. Όταν πήγαινε στην αγορά, οι φουρνάρισσες φιλονικούσαν μεταξύ τους, διότι εκείνη που θα του έδινε ψωμί, το θεωρούσε ευτυχία και όλες ήθελαν να του δώσουν. Αλλά και τα παιδιά τού προσέφεραν φρούτα και τον έλεγαν πατέρα. Όταν κάποτε έγινε στάση στην Αθήνα, πήγε στην συνέλευση του λαού και μόνο η εμφάνισή του επέβαλε σιγή. Βλέποντας δε ότι ειρήνευσαν, έφυγε χωρίς να πει τίποτε. Όταν είδε ότι πλέον δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της ζωής, είπε προς τους παρόντες φίλους του τους στίχους, με τους οποίους οι κήρυκες αναγγέλλουν το τέλος των αγώνων.
«Λήγει μεν αγών των καλλίστων / άθλων ταμίας, καιρός δε καλεί / μηκέτι μέλλειν», που σημαίνει «τελειώνει ο αγώνας, ο οποίος περιλαμβάνει τα ευγενέστερα ανδραγαθήματα. Καιρός να φύγουμε, ας μη καθυστερήσουμε». Και παραιτηθείς κάθε τροφής απήλθε εκ του βίου φαιδρός, όπως εφαίνετο στους φίλους του. Λίγο πριν τον θάνατό του, κάποιος τον ρώτησε τι παραγγελία δίνει για την ταφή του. Κι εκείνος τους απάντησε: «Μη σκοτίζεσθε γι’ αυτό, διότι η οσμή θα με θάψει». Εννοούσε ότι όταν το σώμα θα αρχίσει να αποσυντίθεται, όλοι θα φροντίσουν να ταφεί το γρηγορότερο, λόγω της οσμής του πτώματος. Και όταν ο άλλος σχολίασε ότι είναι ντροπή να γίνει το σώμα ενός τέτοιου ανθρώπου τροφή των ορνέων και των σκύλων, ο Δημώναξ είπε. "Τόσο το καλλίτερο, αν γίνω και μετά θάνατον χρήσιμος σε μερικά ζώα".
Οι Αθηναίοι τον έθαψαν μεγαλοπρεπώς και με δημόσια δαπάνη, τον πένθησαν δε πολύ, το δε λίθινο κάθισμα, όπου συνήθως αναπαυόταν, όποτε κουραζόταν, το προσκυνούσαν και το στόλιζαν με στεφάνια, θεωρώντας ιερή και την πέτρα που καθόταν. Την σορό του ακολούθησαν όλοι, και κυρίως οι φιλόσοφοι, οι οποίοι σήκωσαν και συνόδευσαν το φέρετρο μέχρι τον τάφο.
Αυτός υπήρξε ο Δημώναξ. Ένας σπουδαίος φιλόσοφος, ο οποίος επειδή δεν είναι σημερινό πρόσωπο, δεν μετέχει του λάϊφ στάϋλ, δεν είναι τραγουδιστής, μπαλαδόρος, ηθοποιός κ.λπ. γι’ αυτό και δεν έχουν αφιερώσει το όνομά του σε κάποια οδό. Ας γίνει, λοιπόν, το άρθρο αυτό η αρχή να τιμηθεί ένας σπουδαίος μας πρόγονος, ο οποίος αγνοείται, ενώ τα λόγια του μπήκαν σε άλλου στόμα και σε άλλου μνήμα!
Πηγή:
aioniaellinikipisti.blogspot.gr
Πρόκειται για την γνωστή φράση «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος». Το απόσπασμα από την διδασκαλία τού Δημώνακτος, το οποίο μας έχει διασώσει ο Λουκιανός (Βίος Δημώνακτος 19,4 – 20,7) αναφέρει επί λέξει: «Ερωτήσαντος δέ τινος, τις αυτώ όρος ευδαιμονίας είναι δοκεί, μόνον ευδαίμονα έφη τον ελεύθερον· εκείνου δε φήσαντος πολλούς ελευθέρους είναι, αλλ’ εκείνον νομίζω τον μήτε ελπίζοντά τι μήτε δεδιότα· ο δε, Και πως αν, έφη, τούτό τις δύναιτο; άπαντες γαρ ως το πολύ τούτοις δεδουλώμεθα. Και μην ει κατανοήσεις τα των ανθρώπων πράγματα, εύροις αν αυτά ούτε ελπίδος ούτε φόβου άξια, παυσομένων πάντως και των ανιαρών και των ηδέων.» (Λουκιανός, Βίος Δημώνακτος, παρ. 19.4 - 20.7), που σε νεοελληνική απόδοση σημαίνει:
«Όταν κάποιος τον ρώτησε ποιος είναι κατά την γνώμη του ο ορισμός της ευτυχίας, εκείνος απάντησε ότι μόνο τον ελεύθερο θεωρεί ευδαίμονα. Όταν ο άλλος παρατήρησε ότι υπάρχουν πολλοί ελεύθεροι, απάντησε: «Εκείνον θεωρώ ελεύθερο, όποιον δεν ελπίζει τίποτα και δεν φοβάται τίποτα». Και εκείνος τον ρώτησε: «Και πως είναι δυνατόν αυτό είπε ο άλλος, αφού όλοι ως επί το πλείστον είμαστε δούλοι αυτών των δύο αισθημάτων; Και όμως, απήντησε ο Δημώναξ, αν κατανοήσεις τα ανθρώπινα, θα ανακαλύψεις ότι αυτά δεν είναι άξια ούτε ελπίδας ούτε φόβου, αφού οι πόνοι και οι ηδονές θα τερματιστούν στο τέλος οπωσδήποτε».
Ας εξετάσουμε, όμως, με περισσότερες λεπτομέρειες τον αξιόλογο πνευματικό βίο του εξαίρετου αυτού προγόνου μας, με οδηγό πάντοτε το έργο τού Λουκιανού. Ο Δημώναξ κατήγετο εκ Κύπρου, από οικογένεια επιφανή και για την κοινωνική της τάξη και για τον πλούτο της. Όμως ο φιλόσοφος τα περιφρόνησε όλα και ποθώντας ευγενέστερα αγαθά επεδόθη στην φιλοσοφία και αφοσιώθηκε στην ελευθερία και την παρρησία. Η ζωή του ήταν ευθεία, τα ήθη του αγνά και ανεπίληπτα. Έτσι, ο χαρακτήρας του και η ειλικρίνεια των φιλοσοφικών του αρχών απετέλεσαν υπόδειγμα για τους συνανθρώπους του. Μελέτησε πολύ τους ποιητές, τους περισσότερους εγνώριζε από μνήμης. Είχε ακόμη γυμνάσει το σώμα του και το είχε εξασκήσει στην καρτερία, με κύρια φροντίδα του να μην έχει την ανάγκη κανενός.
Ανέμειξε διάφορα είδη φιλοσοφίας, χωρίς να περιορίζεται σε κάποιο από αυτά. Φαίνεται ότι περισσότερο απέκλινε στην Σωκρατική φιλοσοφία, μολονότι στα ενδύματα και την απλότητα του βίου εμιμείτο τον Διογένη, χωρίς επιτήδευση και χωρίς έπαρση. Κατέκρινε τα σφάλματα αλλά ήταν επιεικής με τους σφάλλοντες, μιμούμενος τους ιατρούς, οι οποίοι θεραπεύουν τα νοσήματα αλλά δεν οργίζονται κατά των αρρώστων. Θεωρούσε ότι το σφάλμα είναι ανθρώπινο, αλλά το να διορθώνει κάποιος τους σφάλλοντες είναι θεϊκό ή χαρακτηριστικό ανθρώπου ισοθέου. Σημαντική συμβουλή για τους σύγχρονους πολιτικούς. Δεν απέφευγε την συναναστροφή κανενός και απεμάκρυνε μόνο αυτούς, των οποίων η διαφθορά του φαινόταν αθεράπευτη. Οι Αθηναίοι τον θαύμαζαν, όμως κάποιοι συνωμότησαν εναντίον του αποδίδοντάς του διάφορες κατηγορίες, όπως αυτές που είχαν αποδοθεί στον Σωκράτη. Κατηγορήθηκε ότι δεν τον είδε ποτέ κανείς να προσφέρει θυσία στην Αθηνά και ότι ήταν ο μόνος που δεν είχε μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια. Τότε ο Δημώναξ φόρεσε καθαρά ρούχα, έβαλε στεφάνι και εμφανιζόμενος στην συνέλευση του λαού απολογήθηκε. Τους είπε να μην απορούν που δεν προσέφερε θυσία, διότι ενόμιζε πως η Αθηνά δεν είχε ανάγκη από τις θυσίες του. Όσον αφορά δε τα Μυστήρια τους είπε ότι δεν θέλησε να μυηθεί σκεπτόμενος ότι αν στα μυστήρια γίνονταν κακές πράξεις, δεν θα μπορούσε να τις αποσιωπήσει για τους αμύητους αλλά θα τους απέτρεπε. Και αν ήσαν καλά θα τα απεκάλυπτε λόγω φιλανθρωπίας σε όλους. Οι Αθηναίοι εθαύμασαν την ειλικρίνεια και τις θέσεις του ανδρός και ησύχασαν. Ο Δημώναξ ήταν ευφυέστατος και όπως όλοι οι κυνικοί φιλόσοφοι είχε σπουδαία αίσθηση του χιούμορ. Η λέξη χιούμορ αν και θεωρείται αγγλική προέρχεται από την Ελληνική λέξη χυμόρ = χυμός (Αριστοτέλης Περί Ψυχής). Στην ευβοϊκή διάλεκτο, όπως αναφέρεται και στον Κρατύλο του Πλάτωνος, το τελικό "ς" προφέρεται ως "ρ". (ΣΩ. Οίσθα ούν ότι επί τω αυτώ ημείς μεν φαμέν «σκληρότης, Ερετριείς δε σκληρότηρ;» 434, 7-8). Από την ευβοϊκή διάλεκτο το χυμόρ πέρασε στη λατινική γλώσσα ως humor και σήμαινε εκτός από το υγρό, την υγρασία, τον χυμό, και την διάθεση.
Ένα τέτοιο χιουμοριστικό στοιχείο είναι το αναφερόμενο στον Φαβωρίνο τον σοφιστή. Όταν εκείνος άκουσε ότι ο Δημώναξ κορόϊδευε τις ομιλίες του και κυρίως τις μελωδίες τις οποίες παρενέβαλλε και κατηγορούσε αυτό ως θηλυπρεπές και ανάρμοστο με την φιλοσοφία, πήγε προς τον Δημώνακτα και του είπε ποιος ήταν αυτός που χλεύαζε τους λόγους του. Και ο Δημώναξ του απάντησε ότι ήταν άνθρωπος του οποίου τα αυτιά δεν απατώνται. Και επιμένοντας ο σοφιστής ρώτησε τον Δημώνακτα «ποιά εφόδια έχεις», αυτός απάντησε: «Όρχεις». Κάποια άλλη φορά ο ίδιος σοφιστής τον ρώτησε ποιο φολοσοφικό σύστημα προτιμά και εκείνος απάντησε. Ποιος σου είπε ότι φιλοσοφώ; Και απομακρυνόμενος γέλασε δυνατά. Όταν ο άλλος τον ρώτησε γιατί γελά, ο Δημώναξ του είπε: Διότι θέλεις να διακρίνονται οι φιλόσοφοι από τα γένεια, ενώ εσύ είσαι σπανός.
Μία φορά ένας άλλος σοφιστής ο Σιδώνιος, εκαυχάτο ότι δοκίμασε και γνώρισε κάθε φιλοσοφία λέγοντας: «Αν με καλέσει ο Αριστοτέλης θα τον ακολουθήσω στο Λύκειο. Αν με φωνάξει ο Πλάτων θα μεταβώ στην Ακαδημία. Αν ο Ζήνων, θα διατρίψω στην Ποικίλη Στοά. Αν με καλέσει ο Πυθαγόρας θα σιωπήσω. Τότε σηκώθηκε από το μέσον των ακροατών ο Δημώναξ και του είπε. Ο Πυθαγόρας λοιπόν σε καλεί».
Δεν σταματούσε όμως στους σοφιστές. Μία φορά είχε εμπαίξει έναν Ολυμπιονίκη, που παρουσιάσθηκε με χρωματιστό ένδυμα. Ο αθλητής τον κτύπησε με μια πέτρα στο κεφάλι και το αίμα άρχισε να τρέχει. Οι παρόντες αγανάκτησαν και ήθελαν να πάνε στον ανθύπατο. Τότε ο Δημώναξ κυνικώτατος είπε: «Όχι στον ανθύπατο αλλά στον γιατρό».
Άλλοτε βρήκε στον δρόμο ένα δακτυλίδι και τοιχοκόλλησε μία ανακοίνωση στην αγορά για να βρει αυτόν που το έχασε. Παρουσιάσθηκε τότε ένας ευειδής νεαρός λέγοντας ότι αυτός ήταν ο ιδιοκτήτης. Ο Δημώναξ όμως κατάλαβε ότι έλεγε ψέμματα και του είπε. «Πήγαινε παιδί μου και φύλαττε τον δακτύλιό σου, διότι δακτυλίδι δεν έχασες».
Κάποιος έλεγε ότι ήταν μάγος και γνώριζε εξορκισμούς, διά των οποίων μπορούσε να πείσει τον οποιοδήποτε και να λάβει από αυτόν όσα ήθελε. Τότε ο Δημώναξ του είπε ότι και αυτός ήταν ομότεχνός του και αν θέλει να τον ακολουθήσει στην φουρνάρισσα, για να δει ότι με έναν εξορκισμό και ένα μικρό μαγικό μέσο θα την έπειθε να του δώσει ψωμιά, εννοώντας φυσικά ότι το νόμισμα είναι ισοδύναμο με εξορκισμό.
Κορόϊδευε συνήθως και εκείνους που στις ομιλίες τους μετεχειρίζοντο πολύ αρχαίες, πομπώδεις και ασυνήθιστες λέξεις. Σε έναν λοιπόν που του απάντησε σε υπεραττικίζουσα γλώσσα του είπε: «Εγώ φίλε μου σε ρώτησα σήμερα κι εσύ μου απαντάς από την εποχή του Αγαμέμνονος»!
Σε κάποιον από τους φίλους του, που τον κάλεσε να πάνε στον ναό τού Ασκληπιού να προσευχηθούν, εκείνος απάντησε: «Πολύ κουφό θεωρείς τον Ασκληπιό, αν δεν μπορεί να μας ακούσει να προσευχόμαστε και από εδώ»!
Τί να πούμε για το πώς αντιμετώπιζε τους ανοήτους. Κάποτε είδε δύο φιλοσόφους αμαθέστατους, οι οποίοι συζητούσαν υβρίζοντας ο ένας τον άλλο. Ο ένας απηύθυνε ανόητες ερωτήσεις και ο άλλος απαντούσε παράλογα. Και ο Δημώναξ είπε στους παριστάμενους. «Δεν σας φαίνεται, φίλοι μου, ότι ο μεν ένας από αυτούς αρμέγει τράγο και ο άλλος κρατεί από κάτω κόσκινο για να δεχθεί το γάλα».
Ο Αγαθοκλής, ο περιπατητικός έλεγε ότι ήταν ο μόνος και ο πρώτος εκ των διαλεκτικών. Και ο Δημώναξ του είπε. «Αν, Αγαθοκλή, είσαι ο πρώτος δεν είσαι ο μόνος, εάν δε είσαι ο μόνος δεν είσαι πρώτος».
Τόλμησε κάποτε να ερωτήσει δημοσίως τους Αθηναίους, όταν άκουσε την προκήρυξη για την τελετή των Ελευσινίων Μυστηρίων, για ποια αιτία απέκλειαν από τα μυστήρια τους βαρβάρους, ενώ ο Εύμολπος που τα ίδρυσε ήταν βάρβαρος και Θράκας.
Μία φορά που ετοιμαζόταν να ταξιδεύσει με χειμωνιάτικο καιρό, ένας φίλος του τού είπε: «Δεν φοβάσαι μήπως ναυαγήσει το πλοίο και σε φάνε τα ψάρια;» Και ο Δημώναξ απήντησε: «Δεν θα ήταν αχαριστία να μη θέλω να με φάνε τα ψάρια, αφού εγώ έχω φάει τόσα;»
Έναν ρήτορα που μιλούσε άσχημα τον συμβούλευσε να μελετά και να γυμνάζεται. Ο ρήτορας του είπε: «Πάντοτε απαγγέλλω μόνος μου». Και ο Δημώναξ σχολίασε... «Επόμενο είναι να ομιλείς τόσο άσχημα, αφού έχεις τόσο ανόητο ακροατή»!
Σε κάποιον μάντη, που έδινε τις μαντείες του επί πληρωμή του είπε: «Δεν καταλαβαίνω γιατί ζητάς πληρωμή. Αν θέλεις να πληρώνεσαι σαν να μπορούσες να αλλάξεις τα προορισμένα από τις μοίρες, όσα κι αν ζητήσεις θα είναι λίγα. Αν δε όλα γίνουν όπως όρισε ο θεός τι αξία έχει η μαντική σου;»
Σε δύσκολες ερωτήσεις έδινε πολύ εύστοχες απαντήσεις. Όπως ο γνωστός μας Καραγκιόζης, όταν τον ρωτούσαν «εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νούς σου κατεβάζει, χίλια καντάρια σίδερο, πόσα βελόνια βγάζει;», εκείνος απαντούσε «όσες κλωστές και βελονιές έχει ένα φουστάνι, χίλια καντάρια σίδερο, τόσα βελόνια βγάνει», έτσι κι ο Δημώναξ, όταν κάποιος τον ρώτησε για να γελάσει με την αμηχανία του, «αν καψω ξύλα χιλίων μνων, πόσων μνων καπνός θα γίνει;», εκείνος του απάντησε ευφυέστατα και σκωπτικώτατα. «Ζύγισε την στάκτη και όλο το υπόλοιπο θα είναι καπνός»!
Κάποιος Πολύβιος, πολύ απαίδευτος και σολοικίζων στην γλώσσα (κάτι σαν τους σημερινούς διανοούμενους) είπε: Ο βασιλεύς με ετίμησε με την Ρωμαϊκή πολιτεία, θέλοντας να πει με την ρωμαϊκή πολιτογράφηση. Και ο Δημώναξ του απήντησε: «Μακάρι να σε έκανε περισσότερο Έλληνα παρά Ρωμαίο».
Σε έναν δε κομψευόμενο για το πλάτος της πορφύρας που στόλιζε ως παρυφή το ένδυμά του, έσκυψε και αγγίζοντάς το του είπε. «Αυτό πριν από εσένα το φορούσε πρόβατο και ήταν πρόβατο».
Εκπληκτικά ήσαν επίσης τα λογοπαίγνιά του. Κάποια Δανάη είχε δικαστικό αγώνα με τον αδελφό της. Τότε ο Δημώναξ της είπε: «Μη φοβηθείς να υποβληθείς σε κρίση, αφού δεν είσαι η Δανάη, η κόρη του Ακρισίου» (Α+κρίση).
Κατεδίωκε με τα σκώμματά του προ πάντων εκείνους που φιλοσοφούσαν προς επίδειξη, τους δήθεν δηλαδή, και όχι χάριν της αλήθειας. Βλέποντας λοιπόν έναν Κυνικό, που φορούσε φιλοσοφικό τρίβωνα και είχε πήρα αλλά αντί βακτηρίας (μπαστουνιού) κρατούσε γουδοκόπανο και κραύγαζε ότι ήταν οπαδός του Αντισθένους, του Κράτητος και του Διογένους, ο Δημώναξ του απήντησε: «Μη ψεύδεσαι, διότι είσαι μαθητής του Υπερείδου». (Ο υπαινιγμός του λογοπαιγνίου είναι εμφανής, διότι το γουδοκόπανο λεγόταν «ύπερο» και ένας εκ των γνωστοτέρων ρητόρων ήταν ο Υπερείδης).
Όταν είδε τον Ρουφίνο τον Κύπριο, έναν χωλό (κουτσό) Περιπατητικό, να περπατά στο Λύκειο, είπε: Δεν γνωρίζω τίποτε πιο ντροπιαστικό από έναν κουτσό περιπατητικό!.
Όταν κάποτε είδε στην Ποικίλη Στοά έναν ανδριάντα, του οποίου είχε αποκοπεί το χέρι, εκείνος σχολίασε. «Αργά οι Αθηναίοι τίμησαν τον Κυναίγειρο με ανδριάντα», επιτιμώντας τους για την αδράνειά τους να τιμήσουν έναν ήρωα των Περσικών πολέμων, τον αδελφό τού Αισχύλου!
Μια φορά ο Επίκτητος τον επέπληττε και τον συμβούλευε να νυμφευθεί και να τεκνοποιήσει. Τότε ο Δημώναξ του ανταπέδωσε την επίπληξη λέγοντας. Επίκτητε να μου δώσεις μία από τις κόρες σου (ξέροντας ότι και ο Επίκτητος ήταν άγαμος).
Άξιο απομνημονεύσεως είναι και εκείνο που είπε στον Αριστοτελικό φιλόσοφο Ερμίνο. Διότι γνωρίζοντας ότι ήταν φαυλότατος και έπραττε κάθε είδους κακά, τον άκουγε να έχει συνεχώς στο στόμα του τον Αριστοτέλη, τον δάσκαλο της Ηθικής και τις δέκα Κατηγορίες (δηλαδή, τις δέκα διαιρέσεις ή τάξεις της λογικής) κάνοντας λογοπαίγνιο του είπε: «Ερμίνε, αληθινά είσαι άξιος δέκα κατηγοριών».
Όταν κάποιος, στον οποίον ο βασιλεύς ενεπιστεύθη την διοίκηση στρατευμάτων μιας χώρας εκ των μεγαλυτέρων, ρώτησε τον Δημώνακτα πώς έπρεπε να κυβερνήσει. Κι ο φιλόσοφος του απήντησε: «Χωρίς θυμό. Να λες λίγα και να ακούς πολλά».
Όταν κάποιος τον ρώτησε αν κι αυτός τρώει τηγανίτες, ο Δημώναξ του απήντησε: «Νομίζεις ότι οι μέλισσες κάνουν το μέλι για τους ανόητους;»
Κάποτε είπε σε έναν νομομαθή ότι οι νόμοι κινδυνεύουν να είναι άχρηστοι, είτε γίνονται για τους καλούς είτε για τους κακούς. Διότι οι μεν καλοί δεν έχουν ανάγκη νόμων, οι δε κακοί δεν γίνονται καλλίτεροι με τους νόμους.
Έζησε σχεδόν εκατό χρόνια, χωρίς αρρώστιες και λύπες, χωρίς να ενοχλήσει ή να ζητήσει από κανέναν τίποτε, έχοντας μόνο φίλους και κανέναν εχθρό. Τόση αγάπη έτρεφαν προς αυτόν οι Αθηναίοι και όλοι οι Έλληνες, ώστε, όταν περνούσε, σηκώνονταν οι άρχοντες και όλοι σιωπούσαν. Προς το τέλος της ζωής του, όταν ήταν υπέργηρος, δειπνούσε και κοιμόταν απρόσκλητος σε όποιο σπίτι ήθελε. Κι εκείνοι που δέχονταν την επίσκεψή του, την θεωρούσαν θεία εμφάνιση και ευτυχή οιωνό. Όταν πήγαινε στην αγορά, οι φουρνάρισσες φιλονικούσαν μεταξύ τους, διότι εκείνη που θα του έδινε ψωμί, το θεωρούσε ευτυχία και όλες ήθελαν να του δώσουν. Αλλά και τα παιδιά τού προσέφεραν φρούτα και τον έλεγαν πατέρα. Όταν κάποτε έγινε στάση στην Αθήνα, πήγε στην συνέλευση του λαού και μόνο η εμφάνισή του επέβαλε σιγή. Βλέποντας δε ότι ειρήνευσαν, έφυγε χωρίς να πει τίποτε. Όταν είδε ότι πλέον δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της ζωής, είπε προς τους παρόντες φίλους του τους στίχους, με τους οποίους οι κήρυκες αναγγέλλουν το τέλος των αγώνων.
«Λήγει μεν αγών των καλλίστων / άθλων ταμίας, καιρός δε καλεί / μηκέτι μέλλειν», που σημαίνει «τελειώνει ο αγώνας, ο οποίος περιλαμβάνει τα ευγενέστερα ανδραγαθήματα. Καιρός να φύγουμε, ας μη καθυστερήσουμε». Και παραιτηθείς κάθε τροφής απήλθε εκ του βίου φαιδρός, όπως εφαίνετο στους φίλους του. Λίγο πριν τον θάνατό του, κάποιος τον ρώτησε τι παραγγελία δίνει για την ταφή του. Κι εκείνος τους απάντησε: «Μη σκοτίζεσθε γι’ αυτό, διότι η οσμή θα με θάψει». Εννοούσε ότι όταν το σώμα θα αρχίσει να αποσυντίθεται, όλοι θα φροντίσουν να ταφεί το γρηγορότερο, λόγω της οσμής του πτώματος. Και όταν ο άλλος σχολίασε ότι είναι ντροπή να γίνει το σώμα ενός τέτοιου ανθρώπου τροφή των ορνέων και των σκύλων, ο Δημώναξ είπε. "Τόσο το καλλίτερο, αν γίνω και μετά θάνατον χρήσιμος σε μερικά ζώα".
Οι Αθηναίοι τον έθαψαν μεγαλοπρεπώς και με δημόσια δαπάνη, τον πένθησαν δε πολύ, το δε λίθινο κάθισμα, όπου συνήθως αναπαυόταν, όποτε κουραζόταν, το προσκυνούσαν και το στόλιζαν με στεφάνια, θεωρώντας ιερή και την πέτρα που καθόταν. Την σορό του ακολούθησαν όλοι, και κυρίως οι φιλόσοφοι, οι οποίοι σήκωσαν και συνόδευσαν το φέρετρο μέχρι τον τάφο.
Αυτός υπήρξε ο Δημώναξ. Ένας σπουδαίος φιλόσοφος, ο οποίος επειδή δεν είναι σημερινό πρόσωπο, δεν μετέχει του λάϊφ στάϋλ, δεν είναι τραγουδιστής, μπαλαδόρος, ηθοποιός κ.λπ. γι’ αυτό και δεν έχουν αφιερώσει το όνομά του σε κάποια οδό. Ας γίνει, λοιπόν, το άρθρο αυτό η αρχή να τιμηθεί ένας σπουδαίος μας πρόγονος, ο οποίος αγνοείται, ενώ τα λόγια του μπήκαν σε άλλου στόμα και σε άλλου μνήμα!
Του Αντωνίου Α. Αντωνάκου
Καθηγητού – Κλασσικού Φιλολόγου
Ιστορικού – Συγγραφέως
Πηγή:
aioniaellinikipisti.blogspot.gr