ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ
Οι Άγνωστοι Λαπίθες της Αθήνας
Σύμφωνα με τους μύθους, οι τρεις πρώτες διαδοχικές δυναστείες της Αθήνας (η οποία κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο στην οποία αναφέρεται το παρόν άρθρο, ταυτιζόταν με την Ακρόπολη και ένα μικρό τμήμα της σύγχρονης Πλάκας) ήταν εκείνες των Ακταίου - Κέκροπος, του Κραναού και του Αμφικτύονος οι οποίες χαρακτηρίζονται αυτόχθονες. Όταν πέθανε ο μοναδικός γιος του Κέκροπα, ο Ερυσίχθονος, ο Οίκος του Κραναού ανέλαβε την εξουσία. Η τρίτη δυναστεία που διαδέχθηκε την Κραναϊκή έφερε το όνομα του αρχηγού της, Αμφικτύονος, γαμβρού του Κραναού. Έχει υποτεθεί βάσιμα ότι ο Κέκροπας αντιπροσωπεύει το φύλο των Κεκρόπων, αυτοχθόνων του λεκανοπέδιου μεταξύ Υμηττού και Πάρνηθας...
Ο περιηγητής Παυσανίας αποδίδει στον Κέκροπα την αντικατάσταση της ανθρωποθυσίας στους θεούς με προσφορές εγχωρίων γλυκισμάτων. Ο Εριχθόνιος κατέλαβε την εξουσία με επανάσταση περί το 1510 π.Χ. σύμφωνα με μία χρονολόγηση, ιδρύοντας την τέταρτη δυναστεία η οποία έχει θεωρηθεί από τον Άγγελο Προκοπίου και άλλους μελετητές ως μη-Αθηναϊκή με βάση τη γενεαλογία της. Από την αρχαιολογική άποψη, οι βασιλικοί τάφοι που ανασκάφηκαν στην Ακρόπολη και ανήκαν στην περίοδο έως το 1500 π.Χ. περίπου, αποδόθηκαν από τον Βρετανό αρχαιολόγο Ουέις σε μια αρχαιότερη δυναστεία («Shaft Grave Dynasty», όπως την ονόμασε).
Ο Τσούντας αποκάλεσε τη συγκεκριμένη δυναστεία «Οίκο των Δαναών», προκειμένου να διακριθεί σαφώς από τον νεότερο δυναστικό Οίκο που κατασκεύασε τους θολωτούς και λαξευτούς τάφους εκτός των τειχών της Ακρόπολης (τον οποίο ο Τσούντας αναφέρει ως «Οίκο των Αχαιών» και ο Ουέις ως «Tholos Tomb Dynasty»). Ο Μυλωνάς συμπέρανε πως οι Αθηναίοι, ακολουθώντας την αλλαγή των ταφικών συνηθειών που έφεραν οι Αχαιοί στις Μυκήνες τον ίδιο αιώνα, άρχισαν να θάβουν τους νεκρούς εκτός των τειχών.
Έτσι ο «Οίκος των Δαναών» συνδέθηκε με τη δυναστεία του Κραναού και ο «Οίκος των Αχαιών» με τη δυναστεία του Εριχθόνιου. Η πρώτη αντιστοίχηση, ενισχυμένη και από το επιχείρημα της ομοιότητας των ονομάτων «Δαναός» και «Κραναός», φαίνεται αξιόπιστη και οι φορείς των δυναστειών του Κραναού και του Αμφικτύονος ήταν ενδεχομένως Δαναοί / Κραναοί. Γι’ αυτό χαρακτηρίζονται από την παράδοση ως γηγενείς, όπως και η πρώτη δυναστεία του Κέκροπα.
Ωστόσο η δεύτερη αντιστοίχηση (του Οίκου των Αχαιών με τη δυναστεία του Εριχθόνιου) δεν φαίνεται να ισχύει, επειδή τον 15ο αι. π.Χ. η Αθήνα ελέγχεται από τη Λαπιθική δυναστεία του Αιγέα (ονόματος παρόμοιου με εκείνο του Λαπίθη βασιλιά Αυγεία της Ήλιδας) και του Θησέα.
Οι Λαπίθες ήταν ένας σημαντικός αρχαίος Ελληνικός λαός (κάθε άλλο παρά μυθολογικός όπως θεωρείται συχνά) με καταγωγή από τη βορειοδυτική Θεσσαλία, του οποίου μεγάλα τμήματα κατήλθαν στη νοτιότερη Ελλάδα ιδρύοντας σε αυτήν αρκετές Λαπιθικές αποικίες (στις Φερές της Μαγνησίας, στη νοτιότερη Θεσσαλία, στις Φωκίδα, Βοιωτία, Σικυωνία - Κορινθία, Λακωνία και Τριφυλία και κυρίως στην Ήλιδα / Ηλεία και την Αττική).
Η ισχύς των Λαπιθών κατά τη μέση Μυκηναϊκή περίοδο (περίπου 15ος-14ος αι. π.Χ.) διαφαίνεται στο ότι οι αρχαίες πηγές αναφέρουν πολυάριθμους Λαπίθες ήρωες, περισσότερους από τους ήρωες οποιουδήποτε άλλου Ελληνικού λαού, ακόμη και των Αχαιών και των Δωριέων. Σημαντικοί Λαπίθες ήρωες ήταν οι Θησέας, Πειρίθους / Πειρίθοος (pe-ri-to-wo, ΠειρίθοFος, σε πινακίδα Γραμμικής Β΄), Αιγέας, Αυγείας, Κόρωνος, Μόψος, Βούτης, Φάληρος, Λεοντεύς, Πολυποίτης, Πολύφημος, Αμφίμαχος, Θάλπιος, Ευρύπυλος, Διώρης κ.ά.
Οι Λαπίθες φημίζονταν ως φιλοπόλεμοι και ισχυροί πολεμιστές και φαίνεται ότι υπήρξαν επιτυχημένοι μισθοφόροι. Λόγω του πυκνού Λαπιθικού αποικισμού στην Αττική, οι Λαπίθες έφθασαν να συνιστούν σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού της. Στην Κλασική Αθήνα, ισχυρά γένη όπως οι Φιλαϊδαι, Βουτάδαι (απόγονοι του ήρωα Βούτη), Πειριθοίδαι (απόγονοι του Πειρίθοου) κ.α., είχαν Λαπιθική καταγωγή. Το Φάληρο είναι Λαπιθικό τοπωνύμιο, από τον ήρωα Φάληρο. Μια από τις δέκα φυλές της Κλασικής Αττικής ήταν η Λεοντίς, με επώνυμο ήρωα τον Λαπίθη Λεοντέα.
Ο γνωστός μύθος της υποτέλειας του Αιγέα στη Μινωική Κρήτη και η προαναφερόμενη αλλαγή στα ταφικά έθιμα, τοποθετούν εκ των πραγμάτων την αρχή της Λαπιθικής δυναστείας της Αττικής στο διάστημα 1500-1450 π.Χ. Η Αθήνα συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία με τους ήρωες Βούτη και Φάληρο, αμφότερους Λαπίθες. Συμπερασματικά, ο Εριχθόνιος αντιπροσωπεύει Λαπίθες μισθοφόρους των Δαναών, οι οποίοι επαναστάτησαν και κατέλαβαν την εξουσία, αν και δεν συνδέεται μυθολογικά με τους Λαπίθες αλλά ούτε με τους Αχαιούς (κατά την άποψη του Τσούντα).
Σε κάθε περίπτωση, το τελευταίο εθνωνύμιο είχε συχνά στην αρχαιότητα (και σήμερα) μία ευρύτερη έννοια συμπεριλαμβάνοντας όλους τους Μυκηναίους Έλληνες. Γι’ αυτό η δυναστεία των λαξευτών-θολωτών τάφων ανήκε σε Λαπίθες, οι οποίοι είχαν την ίδια προέλευση με τους Αχαιούς (από τη Θεσσαλία), μιλούσαν μία παρόμοια πρωτοαιολική διάλεκτο, χαρακτηρίζονταν από την ίδια πολεμικότητα και μάλλον μοιράζονταν τον ίδιο υλικό πολιτισμό με εκείνους έως το 1500 π.Χ. Ενδεχομένως η δυναστεία του Αιγέα να είχε αναμειχθεί σημαντικά με Αχαιούς, ενώ όπως φαίνεται κατά τον 13ο αι. είχε «αχαιοποιηθεί».
Τα νέα Μυκηναϊκά τείχη της Ακρόπολης κατασκευάσθηκαν μετά από εκείνα των Μυκηνών και της Τίρυνθας, μάλλον τον ύστερο 14ο αι. Ίσως η μυθική εκστρατεία των Αμαζόνων στην Αθήνα του Θησέα να απηχεί κάποια επιδρομή ενός νομαδικού μητριαρχικού λαού στη νότια Ελλάδα, η οποία ανάγκασε τους Αθηναίους να οχυρώσουν την Ακρόπολη. Την ίδια εποχή επεκτάθηκαν τα τείχη των Μυκηνών και της Τίρυνθας. Τα τείχη της Ακρόπολης είχαν παρόμοια κατασκευή με εκείνα των Μυκηνών, «αντιγράφοντας» την Πύλη των Λεόντων και τον αμυντικό πύργο της.
Η Μυκηναϊκή Αττική ήταν διηρημένη σε αυτόνομες κοινότητες, όπως οι τρεις ισχυρότερες Αθήνα, Ελευσίνα και Παλλήνη, και ακολούθως οι Μαραθών, Σούνιο, Θορικός, Περάτη, Γαργηττός, Βραυρών, Ραμνούς, Αφίδναι κ.ά.
Τα αναφερόμενα κρατίδια συγκρούονταν συχνά μεταξύ τους. Σύμφωνα με τη μυθολογία, μερικοί από τους παλαιότερους βασιλείς που έδρευαν στην Ακρόπολη (Ακταίος, Κέκροπας, Ερυσίχθων, Αιγέας) είχαν επιχειρήσει να τα υποτάξουν και να τα ενώσουν με συνοικισμό, όμως η ένωση τους σε ένα ανακτορικό κράτος συντελέσθηκε από τον μυθολογικό Θησέα, μάλλον κάποιον άνακτα με αυτό το όνομα από τον Λαπιθικό Οίκο των Αιγειιδών - Θησειδών (ίσως τον ύστερο 14ο αι π.Χ.). Τότε το τοπωνύμιο της Αθήνας μετατράπηκε σε «Αθήναι» (πληθυντικός) λόγω του συνοικισμού πολλών κοινοτήτων.
Υποτίθεται ότι ο Αιγέας (πατέρας του Θησέα) είχε συνοικίσει πρώτος τις Αττικές κοινότητες, όμως όταν πέθανε, οι Παλλαντίδες (μυθικοί ηγεμόνες της Παλλήνης, του Σφηττού και του Γαργηττού) εκστράτευσαν εναντίον του Θησέα διεκδικώντας τον θρόνο της Αθήνας / Ακρόπολης. Ο Θησέας νίκησε τους Παλλαντίδες προσαρτώντας την επικράτεια τους, ενώ σύντομα υπέταξε και όποια άλλη κοινότητα της Αττικής αντιστεκόταν, συμπεριλαμβανομένης της Ελευσίνας.
Οι αναφερόμενοι μυθολογικοί πόλεμοι αντικατοπτρίζουν εκστρατείες της Λαπιθικής δυναστείας της Ακρόπολης για την υποταγή των Αττικών κοινοτήτων. Η Ωρωπία και το νησί της Σαλαμίνας δεν ανήκαν στην Αττική και ειδικά η Σαλαμίνα δεν είχε Αττικό πληθυσμό, επειδή κατοικείτο από Αχαιούς υπό τον Οίκο των Αιακιδών.
Η Ελευσίνα αποτελεί ειδική περίπτωση λόγω της ισχύος και της ιερότητας της. Πρόσφατα ανασκάφηκε στην ακρόπολη της μία ευρύχωρη Μυκηναϊκή οικία, μάλλον το μέγαρο του άνακτα της. Επίσης πρόσφατα ανασκάφηκε στη Σαλαμίνα μία αντίστοιχη Μυκηναϊκή οικία σε ακρόπολη, η οποία θεωρήθηκε ως το ανάκτορο του βασιλιά της. Έχει προταθεί ότι η Ελευσίνα βρισκόταν κατά περιόδους υπό την επιρροή των Σαλαμίνιων Αχαιών, ίσως επειδή χρειαζόταν έναν ισχυρό σύμμαχο έναντι των επιθετικών Αθηναίων. Η δυναστεία της Ελευσίνας ήταν οι πολεμικοί Ευμολπίδες.
Η ισχύς της Μυκηναϊκής Ελευσίνας διαφαίνεται στον μύθο σύμφωνα με τον οποίο η πόλη επιχείρησε να καταλάβει την Αθήνα με την ενίσχυση ενός σώματος Θρακών συμμάχων (μισθοφόρων). Η αλληλουχία των γεγονότων δείχνει ότι η επίθεση διενεργήθηκε πριν τον Συνοικισμό του Θησέα, όμως μερικοί φιλόλογοι θεώρησαν μάλλον εσφαλμένα ότι οι συγκεκριμένοι Θράκες ήταν εκείνοι που κατέλαβαν τον Ορχομενό μετά τα Τρωικά, δηλαδή τουλάχιστον έναν αιώνα μετά τον Συνοικισμό.
Όμως δεν επρόκειτο για τους Θράκες του υπομυκηναϊκού Ορχομενού, επειδή η παρουσία Θρακών μισθοφόρων και παροίκων στον Μυκηναϊκό κόσμο θεωρείται βέβαιη, λόγω της ύπαρξης αρκετών Θρακικών στοιχείων σε εκείνον. Η Ιωλκός ήταν ενδεχομένως σημαντικό κέντρο στρατολόγησης Θρακών, επειδή η Μυκηναϊκή Θεσσαλία συνόρευε απευθείας με τον Θρακικό κόσμο. Οι Θράκες σύμμαχοι της Ελευσίνας ήταν μάλλον μία μισθοφορική ομάδα που προσέφερε υπηρεσίες σε διάφορους Μυκηναίους βασιλείς, την οποία προσέλαβε ο Ελευσίνιος βασιλιάς Ιμμάραδος ή την «ενοικίασε» από κάποια γειτονική δύναμη αντίπαλη της Αθήνας (Θήβα;) ή του παραχωρήθηκε δωρεάν.
Η επίθεση των Ελευσίνιων στην Αθήνα αποκρούσθηκε και ο Ιμμάραδος σκοτώθηκε. Οι κλασικοί Αθηναίοι έδειχναν τον υποθετικό τάφο του κοντά στην Ακρόπολη τους. Αργότερα οι Αθηναίοι πέρασαν στην αντεπίθεση υπό τον Θησέα, κατορθώνοντας να υποτάξουν την Ελευσίνα. Οι αναφερόμενες συγκρούσεις δείχνουν ότι ο πόλεμος Αθήνας - Ελευσίνας ήταν μακροχρόνιος και αμφίρροπος. Περί το 1000 π.Χ. η Ελευσίνα κατόρθωσε να ανακτήσει την ανεξαρτησία της λόγω της αναστάτωσης που προκλήθηκε στον Ελλαδικό χώρο από την έλευση των Δωριέων.
Η Ελευσίνα παρέμεινε ανεξάρτητη έως τον 7ο αι. π.Χ., όταν προσαρτήθηκε οριστικά στο Αθηναϊκό κράτος (με εξαίρεση ένα μικρό διάστημα κατά την Κλασική εποχή). Η προσήλωση των Ελευσίνιων στην αυτονομία τους ήταν τέτοια, ώστε όταν κατά την Ελληνιστική περίοδο οι Μακεδόνες εγκατέστησαν για ένα διάστημα φρουρά στην ακρόπολη τους, οι πρώτοι ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις με τους άνδρες της φρουράς (όπως συνάγεται από επιγραφές κ.ά.) ενώ οι Αθηναίοι τους απεχθάνονταν ως κατακτητές.
Ο μυθικός πρόγονος της Αθηναϊκής δυναστείας του Εριχθόνιου, ουσιαστικά το τοτεμικό της σύμβολο, ήταν το φίδι (όπως ο λέων ήταν το σύμβολο της δυναστείας των Μυκηνών και ο ταύρος του Μινωικού Οίκου της Κνωσού). Το φίδι ήταν η Μινωική μορφή της θεάς Αθηνάς και κατά την Κλασική κατέστη σύμβολο της και πιστός ακόλουθος της. Είναι πιθανό ότι ο Οίκος του Εριχθόνιου παρέλαβε το σύμβολο από τους Μινωίτες διαμέσου των προηγούμενων αυτόχθονων δυναστειών (Αμφικτύονος και Κραναού).
Ο ήρωας Θησέας (Γραμμική Β΄: Te-se-u, Θησεύς) τοποθετείται χρονολογικά συνήθως στους 15ο-13ο αι. Η μεγάλη χρονική απόσταση ανάμεσα στις χρονολογικές εκδοχές δεν αποτελεί πρόβλημα επειδή όπως και στην περίπτωση άλλων μυθολογικών ηρώων, αν αυτοί ήταν ιστορικά πρόσωπα πιθανώς υπήρχαν περισσότεροι από ένας ήρωες με το ίδιο όνομα (Θησέας, Ηρακλής, Σαρπηδών κ.ο.κ.) οι οποίοι ήταν γόνοι της ίδιας οικογένειας των Θησειδών, Ηρακλειδών κ.ά. (γιος, εγγονός, ανεψιός κ.ο.κ). Τα κατορθώματα τους θα αποδόθηκαν μετά από αιώνες σε μία μόνο μορφή.
Όσοι δεν θεωρούν τον Θησέα ιστορικό πρόσωπο, τουλάχιστον στην Αττική, υποθέτουν ότι η μορφή του προήλθε από τη «σύνθεση» διαφορετικών ηρώων. Ο Βρετανός φιλόλογος Ρ. Γκρέηβς υποθέτει πως υπήρξαν τρεις ήρωες με αυτό το όνομα, ένας Λαπίθης από τη Θεσσαλία, ένας Τροιζήνιος και ένας Μαραθώνιος, συμφωνώντας με τον άλλο σπουδαίο μελετητή Τζ. Τόμσον. Ο τελευταίος θεωρεί ότι η ενοποίηση των τριών ηρώων σε έναν Θησέα δεν είχε γίνει πριν τον 6ο αι π.Χ..
Όταν οι Βουτάδες, μια φυλή Λαπιθών, ηγέτες των αριστοκρατικών στην Αθήνα, αντιπαρέθεσαν τον «Αθηναίο» Θησέα (στην πραγματικότητα Λαπίθη ήρωα) στον «Δωριέα» Ηρακλή (στην πραγματικότητα Αχαιό ήρωα της Τίρυνθας τον οποίο οικειοποιήθηκαν οι Δωριείς). Μερικοί Γερμανοί φιλόλογοι θεωρούν τον Θησέα ως προσωποποίηση του Ιωνικού (ουσιαστικά Αττικού) φύλου ή του Αθηναϊκού κράτους, δηλαδή μία «κατασκευασμένη» πολιτική προσωποποίηση σε αντιπαράθεση με τον Δωριέα Ηρακλή.
Ο φιλόλογος Γουώρντ προσπάθησε να αποδείξει την ύπαρξη ενός ιστορικού Θησέα που έζησε στην εποχή του Χαλκού και φαίνεται πως έχει πείσει αρκετούς μελετητές. Την εποχή των Πεισιστρατιδών, ο Θησέας είναι ήδη ο «εθνικός ήρωας» των Αθηναίων παραμένοντας έως το τέλος της αρχαιότητας ο ήρωας - εκπρόσωπος της Αθηναϊκής φήμης.
Όμως η άποψη των Τόμσον και Γκρέηβς για την ύπαρξη τριών ηρώων με το όνομα «Θησέας» δεν θεωρείται πλέον έγκυρη, επειδή οι άλλοι δύο Θησείς, ο Θησέας του Μαραθώνα και εκείνος της Τροιζήνας είναι επίσης Λαπιθικής προέλευσης, δηλαδή ταυτίζονται με τον Θησέα από τη Θεσσαλία. Ο αρχικός ήρωας Θησέας ήταν μία μοναδική μορφή οι μύθοι του οποίου διαδόθηκαν σε διαφορετικούς τόπους εγκατάστασης Λαπιθικών ομάδων. Έτσι προέκυψαν οι “διαφορετικοί” Θησείς οι οποίοι με το πέρασμα των αιώνων “συνέκλιναν” πάλι σε έναν Θησέα, Αθηναίο αυτή τη φορά.
Έχει υποτεθεί πως κατά την Πεισιστρατιδική περίοδο «δημιουργήθηκαν» νέοι μύθοι για τις περιπέτειες του Θησέα στην περιοχή του Ισθμού, ωστόσο οι συγκεκριμένοι μύθοι έχουν φανερά Μυκηναϊκή προέλευση. Ενδεχομένως οι άθλοι του στη χερσαία πορεία από την Τροιζήνα έως την Αθήνα αντιστοιχούν σε πολέμους των Αθηναίων εναντίον τοπικών εχθρών σε όλες τις ακτές του Σαρωνικού.
Σύμφωνα με την αντίθετη άποψη, οι άθλοι του Θησέα «συντέθηκαν» επί Πεισιστρατιδών ή νωρίτερα προκειμένου να συνδεθούν και να ταυτισθούν ο Μαραθώνιος Θησέας με τον Τροιζήνιο Πιτθέα / Θησέα, με μια μυθική πορεία του δεύτερου έως την Αττική διαμέσου του Ισθμού. Όμως οι παραδόσεις για τη δράση του Θησέα στην Αττική, στις χώρες του Σαρωνικού και στην Κρήτη είναι πολύ έντονες, εκτεταμένες και σαφείς για να έχουν «συντεθεί» και να αναφέρονται σε μυθικό πρόσωπο.
Οι δώδεκα άθλοι του Θησέα, ισάριθμοι με εκείνους του Ηρακλή για πολιτικούς λόγους (προκειμένου οι Αθηναίοι να μην υστερούν έναντι των Δωριέων ανταγωνιστών τους), έχουν προφανώς και πολιτικοστρατιωτική ερμηνεία (πέρα από τις άλλες προτεινόμενες). Φαίνεται πως συμβολίζουν εκστρατείες των Λαπιθών της Αθήνας κατά εχθρικών φύλων και κοινοτήτων που αντιστέκονταν στην επέκταση τους.
Τα ονόματα των εχθρών του Θησέα στους άθλους του, αντιστοιχούν σε πολεμικά φύλα και όχι απλώς σε ληστρικά άτομα (ή επικίνδυνα θηρία). Αυτό είναι προφανές π.χ. στη μορφή του Κερκύονος, τον οποίο η τοπική Ελευσίνια παράδοση θεωρούσε ενάρετο βασιλιά της Ελευσίνας και των Μεγάρων, και στη μορφή του Σκίρωνος, τον οποίο η τοπική παράδοση τιμούσε ως ήρωα έντιμο και φιλάνθρωπο.
Οι παλαιότεροι αρχέγονοι μύθοι τοποθετούν τον Θησέα μεταξύ των Λαπιθών στην Θεσσαλία όπου αντιμετωπίζει τους Κένταυρους. Αργότερα αντιμετώπισε τις Αμαζόνες στην Αττική (ή στη Θεσσαλία). Οι συγκεκριμένοι πόλεμοι του έχουν πανελλήνιο χαρακτήρα και μάλλον πρέπει να τοποθετηθούν αμφότεροι στη Θεσσαλία, επειδή είναι η ακριτική πρωτομυκηναϊκή χώρα που φαίνεται πως υπέφερε από τις επιδρομές λαών εκτός των Μυκηναϊκών ορίων, Ελληνικών και μη (αντιπροσωπευόμενων από Κένταυρους και Αμαζόνες που εξορμούσαν από τα βόρεια).
Οι Λαπίθες ζούσαν στο βόρειο άκρο του Μυκηναϊκού κόσμου, μαζί με τους Αινιάνες και τους Περραιβούς που ήταν ανίσχυροι συγκριτικά με εκείνους. Αργότερα οι Λαπίθες έφεραν στην Αττική την ανάμνηση αυτών των πολέμων με τη μορφή του μύθου των Αμαζόνων. Το ίδιο έπραξαν με τον μύθο των Κενταύρων στην Ηλιδα, στη Μαγνησία, στο Ταίναρο και αλλού.
Υπάρχει η πιθανότητα οι «Αμαζόνες» (στην πραγματικότητα κάποιος μητριαρχικός λαός) να διείσδυσαν μέχρι την Αττική, αν και αυτή είναι μικρή. Τέλος, πιθανό είναι ότι στον αρχικό (γνήσιο) Λαπιθικό μύθο, ο Θησέας και ο γνωστός ήρωας Πειρίθοος / Πειρίθους ήταν αδέλφια και ότι αργότερα οι Αθηναίοι προκειμένου να «απαλείψουν» τη Λαπιθική καταγωγή του Θησέα, τους «μετέτρεψαν» σε αδελφικούς φίλους.
Η γνωστή μυθολογική περιπέτεια του Θησέα στην Κρήτη και η θανάτωση του Μινώταυρου, αντικατοπτρίζει μάλλον την Αττική συμμετοχή στη Μυκηναϊκή κατάκτηση της Κνωσού (περίπου 1450 π.Χ.). Ο θρίαμβος του Θησέα με καθοδηγητή του έναν Μινωίτη φυγάδα (μυθολογικός Δαίδαλος) και συμπαραστάτη την κόρη του Μίνωα (Αριάδνη), μπορεί να απηχεί μία τέτοια επιχείρηση από τους Μυκηναίους με την ενίσχυση Κρητών «αντιφρονούντων», ίσως και με τη σύμπραξη κάποιων Μινωιτισσών πριγκιπισσών που είχαν γοητευθεί από τους Μυκηναίους μισθοφόρους στο νησί.
Σύμφωνα με μία παράδοση, ο Θησέας αρνήθηκε να παραδώσει στους Μινωίτες τον Δαίδαλο ο οποίος είχε καταφύγει στην Αθήνα και ο Μίνωας έστειλε μία μοίρα του στόλου του με ναύαρχο τον Δευκαλίωνα, για αντίποινα εναντίον της Αττικής. Ο Αθηναϊκός στόλος καταναυμάχησε τον Κρητικό και στη συνέχεια ο Θησέας στράφηκε εναντίον της μεγαλονήσου. Ίσως το συγκεκριμένο επεισόδιο να αντικατοπτρίζει κάποιες ναυτικές συρράξεις στα ανοικτά της Αττικής.
Σε κάθε περίπτωση, έως τότε η Αθήνα ήταν υποτελής της Κρήτης, με υποχρέωση καταβολής φόρου αίματος. Μία πολύ πιθανή εκδοχή για την υπερίσχυση των Μυκηναίων στην Κνωσό, είναι εκείνη που υποστηρίζει ότι υπηρετούσαν εκεί ως μισθοφόροι και εκμεταλλεύθηκαν την αναταραχή που επικράτησε μετά από σεισμούς ή από την έκρηξη του Θηραϊκού ηφαιστείου ή από την επανάσταση των επαρχιακών ανακτόρων της Κρήτης (σύμφωνα με μερικές μόνο θεωρίες). Έτσι ανέτρεψαν τον Μίνωα και κατέλαβαν την αρχή.
Ο Θησέας έφθασε στην Κρήτη την εποχή των αναταραχών, πιθανώς συνοδεύοντας τους Αθηναίους νέους που παραδίδονταν στον Λαβύρινθο (το Ανάκτορο - Ιερό της Κνωσσού) για τις Μινωικές τελετές ή προκειμένου να προσφέρει μισθοφορικές υπηρεσίες. Εκεί ενδεχομένως ενώθηκε με τους άλλους Μυκηναίους (κυρίως Πελοποννήσιους) και μετά τη νίκη τους, θυσίασε στους Μυκηναϊκούς θεούς τον Ιερό Ταύρο της Μινωικής θρησκείας (τον «Μινώταυρο») σηματοδοτώντας το τέλος της Μινωικής εξουσίας.
Στο μυθολογικό δρομολόγιο της επιστροφής του Θησέα στην Αθήνα αναφέρονται τα νησιά Νάξος, Δήλος και Κύπρος, τα οποία πέρασαν από τη Μινωική στη Μυκηναϊκή επιρροή μετά το 1450 πΧ. Φαίνεται πως τα νησιά του δρομολογίου του ήταν ο κλήρος των Μυκηναίων της Αττικής στη διανομή των Μινωικών κτήσεων. Στην Κύπρο οι Αττικοί θα εξασφάλισαν κάποιο λιμάνι, ενώ αποκλείσθηκαν τελείως από την Κρήτη την οποία διαμοίρασαν μεταξύ τους οι Πελοποννήσιοι Αχαιοί, κυρίως εκείνοι της Αργολίδας. προφανώς οι Αχαιοί δεν επιθυμούσαν την παρουσία κάποιου άλλου Ελληνικού ηπειρωτικού φύλου στην πλούσια και στρατηγική Κρήτη.
Η Μυητική Πορεία του Θρυλικού Βασιλιά της Αθήνας
Ο ήρωας για τους αρχαίους Έλληνες υπήρξε σύμβολο υπέρβασης και εξύψωσης, ενσάρκωση της ικανότητας του ανθρώπου να έρθει σε επαφή με τη θεϊκή πλευρά του και να εκπληρώσει την βαθύτερη και αληθινή φύση του. Ο τοπικός ήρωας, ιδιαίτερα, αποτελούσε για την εκάστοτε περιοχή σύνδεσμο της φυλής με το θείο, έναν μεσάζοντα και προστάτη, καύχημα για τον λαό και τη γη που τον γέννησε, φορέα αιώνιας δόξας.
Το ηρωικό γένος δικαίως θεωρήθηκε θεία σπορά. Επρόκειτο κυριολεκτικά για εξαιρετικούς ανθρώπους. Ήταν οι λαμπρές εξαιρέσεις, οι πρωτοπόροι που ξεστράτιζαν από το κοπάδι και ακολουθούσαν τα δύσβατα μονοπάτια.
Μέσα στη συνήθη τραγικότητά τους οι ήρωες ήταν οι λυτρωτές, αυτοί που μέσα από τη γνώση και τον συνεπαγόμενο πόνο και τη δυστυχία, μέσα από το θάνατο έβγαιναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θριαμβευτές και σημάδευαν τον τόπο και τους ανθρώπους πέρα από το χρόνο, πέρα από τις αβύσσους του ανθρώπινου είναι, στα τρίσβαθα της κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, εκεί που ανασαλεύει άλλοτε αδύναμα και άλλοτε αποφασιστικά η λαχτάρα για τους ανοιχτούς ορίζοντες, την έξαψη του κινδύνου, το μεθύσι της μάχης, τη σαγήνη της γνώσης, όταν η ψυχή αναγνωρίζει την αληθινή της πατρίδα, το δρόμο και την περιπέτεια.
Ο τοπικός ήρωας της Αθήνας, ο ημίθεος βασιλιάς της πόλης των πολλών φυλών, ο Θησέας, αποτελούσε για την Αθήνα ταυτόχρονα προστάτη της πόλης και λυτρωτή, πολιτικό και κοινωνικό μεταρρυθμιστή, ύψιστο μύστη, πολιτιστικό ηγέτη (λέγεται ότι αναδιοργάνωσε τα Παναθήναια και θέσπισε τα Ίσθμια), ισχυρό βασιλιά και προπαντός θεϊκό γέννημα άξιο λατρείας. Ο Θησέας ήταν εκείνος που αποκάλεσε για πρώτη φορά την πόλη με το όνομα «Αθήναι», αφού είχε ενώσει τις διάσπαρτες και αντιμαχόμενες Αθηναϊκές φυλές και εκείνος που έθεσε τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος. Υπήρξε ο κατεξοχήν ηγέτης - θεσπιστής.
Ο Θησέας ήταν όμως μια πιο περίπλοκη μορφή. Όσο φημισμένος ήταν για τα κατορθώματά του στις μάχες με διάφορους εχθρούς, άλλο τόσο ξακουστή ήταν η φήμη του ως άρπαγα γυναικών. Αυτή ειδικά η ιδιότητά του είναι συνυφασμένη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη με την πορεία του Θησέα προς τη γνώση και τη μύηση.
Η Προφητεία
Ο Αιγέας βασανιζόταν μέρα και νύχτα από ένα πρόβλημα. Παρόλο που είχε παντρευτεί ήδη δύο φορές, δεν είχε ακόμα αποκτήσει διάδοχο, Έτσι, μια μέρα αποφάσισε να ταξιδέψει μέχρι το μαντείο των Δελφών, για να συμβουλευτεί την ιέρεια του ναού του Απόλλωνα. Η Πυθία έδωσε στον Αιγέα τον παρακάτω χρησμό: «Αιγέα, πρόσεχε! Μην ανοίξεις το λαιμό του ασκού με το κρασί πριν επιστρέψεις στην Αθήνα».
Όμως ο Βασιλιάς δεν καταλάβαινε τι σήμαιναν τα λόγια αυτά. Όσο κι αν ικέτεψε την ιέρεια να του δώσει κάποιες εξηγήσετε, εκείνη έμεινε σιωπηλή και δεν πρόσθεσε τίποτα άλλο στο χρησμό. Στο δρόμο της επιστροφής ο Αιγέας θυμήθηκε πως στην Τροιζήνα βασιλιάς ήταν ο Πυθέας, ένας σοφός και έμπειρος άνθρωπος. "Ισως αυτός θα μπορέσει να με βοηθήσει" σκέφτηκε.
Όταν έφτασε στην Τροιζήνα, ο Αιγέας επισκέφτηκε τον Γηθέα, ο οποίος αμέσως κατάλαβε πως κάτι σοβαρό απασχολούσε το βασιλιά της Αθήνας. Ο Αιγέας επανέλαβε στο σοφό οικοδεσπότη του τα λόγια της ιέρειας και ζήτησε τη βοήθεια του. Ο Πιτθέας προσποιήθηκε πως δεν μπορούσε να καταλάβει τη σημασία του χρησμού, αλλά στην πραγματικότητα ήξερε καλά τι εννοούσε η Πυθία.
Ο Αιγέας θα αποκτούσε σύντομα ένα γιο και θέλημα των θεών ήταν το παιδί αυτό να γεννηθεί στην Αθήνα, έτσι ώστε να υπάρξει συνεχεία στη γενιά του βασιλιά.
Η Αρχαία Τροιζήνα
Η Τροιζήνα ήταν πανάρχαια πόλη της νοτιοανατολικής Αργολίδας με επίνειο το λιμάνι "Πώγων" - που βρισκόταν απέναντι από τον Πόρο - στον Σαρωνικό κόλπο σε απόσταση περίπου 3 χλμ. Ο πρώτος βασιλιάς αυτής της περιοχής ήταν ο Ώρος, που της έδωσε το όνομα Ωραία.
Ο Άλθηπος - γιος του Ποσειδώνα και της Ληίδας, κόρης του Ώρους - μετονόμασε την Ωραία σε Αλθηπία. Μετά τον Άλθηπο βασίλευσε ο Σάρων. Κατά την παράδοση ο Σάρων αγαπούσε πολύ το κυνήγι και για αυτό το λόγο ίδρυσε το ναό της Άρτεμης, κοντά στη Φοιβαία λίμνη. Κατά τη μυθολογία, ενώ κυνηγούσε πνίγηκε στη θάλασσα, που μετονομάστηκε Σαρωνικός Κόλπος.
Μετά τον Σάρωνα, ακολουθεί σειρά άλλων βασιλιάδων. Μεταξύ αυτών ήταν ο Υπέρης και ο Άνθος, γιοι του Ποσειδώνα και της Αλκυόνης, κόρης του Άτλαντα. Ο γιος του Άνθου, Αέτιος, μετονόμασε την χώρα σε Ποσειδωνία. Μαζί με τον Αέτιο συμβασίλευαν οι γιοι του Πέλοπα, Πιτθέας και Τροιζήν, στον οποίο οφείλει η περιοχή το σημερινό της όνομα.
Κόρη του Πιτθέα υπήρξε η Αίθρα η οποία με το βασιλιά των Αθηνών Αιγέα, γέννησε στην Τροιζήνα τον Θησέα, τον σημαντικότερο ήρωα μετά τον Ηρακλή, όχι μόνο του τόπου αλλά και όλης της Χώρας. Ο Αιγέας, φεύγοντας για την Αθήνα και υποπτευόμενος ότι η Αίθρα ήταν έγκυος, έκρυψε κάτω από ένα βράχο ένα ξίφος και ένα ζευγάρι πέδιλα. Στη συνέχεια, παράγγειλε στην Αίθρα ότι αν γεννηθεί γιος, τότε μόνο όταν ενηλικιωθεί, θα έπρεπε να σηκώσει το βράχο, να πάρει το ξίφος και τα πέδιλα και να πάει να τον συναντήσει στην Αθήνα.
Ο Θησέας κατά τη διαδρομή του προς την Αθήνα, διαμέσου της ξηράς, πάλεψε και σκότωσε το γίγαντα Περιφήτη, στον Ισθμό τον Σίνι, τον Κρομμυώνυμο κάπρο, τον κακοποιό Σκείρωνα, στην Ελευσίνα τον Κεκρυόνα, και στις όχθες του Αττικού Κηφισσού τον Προκρούστη.
Το μεγαλύτερο από τα ανδραγαθήματα που έκανε ο Θησέας, ήταν ο σκοτωμός του Μινώταυρου. Γιος του Θησέα και της Υππόλυτης, βασίλισσας των Αμαζόνων, ήταν ο Υππόλυτος, που αργότερα έγινε βασιλιάς της Τροιζήνας. Ο Υππόλυτος έχτισε στην Τροιζήνα το ναό της Λυκίας Αρτέμιδος και σκοτώθηκε όταν το άρμα του αναποδογυρίστηκε έξω από την Τροιζήνα.
ΕΝΑΣ ΗΡΩΑΣ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ
Ο Θησέας
Ο Θησέας (αρχ. Θησεύς) ήταν Έλληνας βασιλιάς της Αθήνας στην Ελληνική μυθολογία, γιος του Αιγέα και της Αίθρας, ο πιο δημοφιλής ήρωας στην αρχαία Ελλάδα μετά τον Ηρακλή.
Η μυθική διαδρομή που χαράζουν τα ίχνη του Θησέα έχει ως αφετηρία την Τροιζήνα όπου βασίλευε ο σοφός Πιτθέας. Σ’ αυτόν κατέφυγε ο άτεκνος Αθηναίος βασιλιάς Αιγέας για να του ερμηνεύσει έναν χρησμό της Πυθίας. Ο Αιγέας την είχε επισκεφθεί προκειμένου να μάθει πως θα μπορούσε να αποκτήσει τον πολυπόθητο διάδοχο του θρόνου του, καθώς όλες οι μέχρι τότε προσπάθειές του είχαν αποβεί άκαρπες. Εκείνη του απάντησε «να μην λύσει το πόδι που προεξέχει από τον ασκό προτού φτάσει στην Αθήνα».
Ο Πιτθέας αναγνωρίζοντας το πραγματικό νόημα του χρησμού που ήταν να μη συνευρεθεί με γυναίκα προτού φτάσει στην Αθήνα, τον προέτρεψε –απατηλά σύμφωνα με κάποιες διηγήσεις – να σμίξει με την κόρη του Αίθρα. Η σύλληψη του Θησέα έγινε στο νησάκι Σφαιρία το οποίο μπορεί να προσεγγίσει κανείς και με τα πόδια από τη στεριά πατώντας επάνω σε μια σειρά από σκοπέλους. Μετά τον ιερό γάμο της Αίθρας το νησάκι ονομάστηκε Ιερά.
Ο μύθος που θέλει πραγματικό πατέρα του Θησέα τον Ποσειδώνα διηγείται ότι την ώρα που περνούσε η Αίθρα πάνω από τους σκοπέλους για να συναντήσει τον Αιγέα δέχθηκε το θαλάσσιο αγκάλιασμα του θεού και συνέλαβε τον ήρωα προτού σμίξει με τον θνητό σύζυγό της. Σύμφωνα με μια άλλη διήγηση, η Αίθρα οδηγήθηκε στη Σφαιρία ύστερα από ένα όνειρο που της έστειλε η θεά Αθηνά, προκειμένου να προσφέρει θυσία στο πνεύμα του νεκρού ηνιόχου του Πέλοπα, Σφαίρου ή Μυρτίλου του οποίου το μνήμα υποτίθεται ότι βρισκόταν επάνω στο νησάκι. Τόσο η σφαίρα όσο και η μυρτιά συμβόλιζαν την γαμήλια ένωση.
Στους μύθους για την γέννηση του Θησέα πρωταγωνιστούν ο Ποσειδώνας και η Αθηνά, δύο θεοί άρρηκτα συνδεδεμένοι με την πόλη της Αθήνας. Μετά τη σειρά των χθόνιων βασιλέων φαντάζει πολύ ταιριαστός ο ερχομός ενός βασιλιά γεννημένου από τη θάλασσα με τη συγκατάθεση βέβαια της προστάτιδας θεάς. Ακόμη και οι θνητοί γονείς του αποτελούν καθρεφτίσματα των δύο θεών στο γήινο επίπεδο.
Το όνομα του Αιγέα φανερώνει θαλάσσια φύση, καθώς η αίγα υπήρξε αρχαιότατο σύμβολο για τα κύματα της θάλασσας. Φαίνεται ότι ο Αθηναίος βασιλιάς υπήρξε ένα είδος αντανάκλασης του θεού Ποσειδώνα στον κόσμο των θνητών. Και η Αίθρα όμως που το όνομά της σημαίνει το ουράνιο φως, ως ιέρεια της θεάς Αθηνάς αποτελεί μία σωσία και αντιπρόσωπό της στη γη.
Ο Αιγέας πριν φύγει από την Τροιζήνα άφησε το σπαθί του και ένα ζευγάρι πέδιλα σ’ ένα κοίλωμα κάτω από έναν τεράστιο βράχο παραγγέλλοντας στην Αίθρα, αν γεννούσε γιο που θα μπορούσε μεγαλώνοντας να σηκώσει το βράχο και να πάρει αυτά τα αντικείμενα, να τον στείλει στην Αθήνα. Ο Θησέας πέρασε την παιδική του ηλικία απόλυτα προστατευμένος στο παλάτι του παππού του Πιτθέα. Ήταν όμως ένα παιδί που ανυπομονούσε να μεγαλώσει και να ριχτεί σε περιπέτειες.
Όταν κάποτε ο Ηρακλής επισκέφθηκε την Τροιζήνα, ο μικρός τότε Θησέας δε δίστασε να επιτεθεί στη λεοντή του ήρωα νομίζοντάς την για αληθινό θηρίο, ενώ οι συνομήλικοί του για τον ίδιο λόγο έτρεξαν να κρυφτούν. Αφήνοντας πίσω του την παιδική ηλικία, ο Θησέας επισκέφθηκε τον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς όπου αφιέρωσε, σύμφωνα με το έθιμο, τις παιδικές μπούκλες του. Όταν επέστρεψε στην Τροιζήνα, έμαθε από την μητέρα του για τον Αιγέα, ανασήκωσε τον βράχο, πήρε τα τοποθετημένα εκεί κειμήλια και ετοιμάστηκε να ταξιδέψει για την Αθήνα και να διεκδικήσει τη θέση του εκεί ως γιος και διάδοχος του βασιλιά.
Από την Τροιζήνα προς την Αθήνα μπορούσε να ταξιδέψει κανείς τόσο από τη θάλασσα όσο και από τη στεριά. Η Αίθρα και ο Πιτθέας προσπαθούσαν μάταια να πείσουν τον Θησέα να ακολουθήσει τον ασφαλή θαλάσσιο δρόμο. Εκείνος γνωρίζοντας τους κινδύνους, θεωρούσε ότι θα ήταν ντροπιαστικό να ακολουθήσει τον εύκολο δρόμο, ενώ του δινόταν μια θαυμάσια ευκαιρία να αποδείξει την ανδρεία του. Ο πρώτος αντίπαλος στο δρόμο του ήταν ο Περιφήτης, γιος του Ηφαίστου τον οποίο συνάντησε στην Επίδαυρο.
Αυτός ο σχεδόν θεϊκός αντίπαλος λεγόταν και Κορυνήτης, καθώς χρησιμοποιούσε για όπλο του ένα σιδερένιο ρόπαλο (κορύνα) που του είχε χαρίσει ο πατέρας του. Το όνομα «Περιφήτης» που σημαίνει «ο περιώνυμος» ταιριάζει, κατά τον Κερένυϊ, στον άρχοντα του Κάτω Κόσμου. Πράγματι όλοι οι κίνδυνοι που βρέθηκαν στο δρόμο του Θησέα ουσιαστικά προσωποποιούν συνεχόμενες αναμετρήσεις με το υποχθόνιο στοιχείο, δίνοντας την αίσθηση μίας μυητικής εμπειρίας του ήρωα.
Ο Θησέας βγήκε νικητής από την πρώτη του σύγκρουση με τις χθόνιες δυνάμεις σκοτώνοντας τον Περιφήτη με το ίδιο του το ρόπαλο, το οποίο και πήρε στη συνέχεια μιμούμενος τον Ηρακλή που πήρε το δέρμα του λιονταριού της Νεμέας. Σε συμβολικό επίπεδο απορρόφησε τη δύναμή του και συνέχισε το δρόμο του ισχυρότερος.
Ο επόμενος σταθμός του Θησέα ήταν στον Ισθμό της Κορίνθου, όπου και εξόντωσε τον Σίνη τον επονομαζόμενο Πιτυοκάμπτη, γιο του Ποσειδώνα ή του Πολυπήμονος (πιθανώς άλλη μία προσωνυμία του Άδη). Ο Σίνης όφειλε το παρατσούκλι του στη συνήθειά του να εξολοθρεύει τους άτυχους διαβάτες δένοντάς τους σε δύο γειτονικά πεύκα, τα οποία αφού πρώτα είχε λυγίσει, άφηνε να επανέλθουν στην αρχική τους θέση με αποτέλεσμα να ξεσχίζονται τα σώματά τους. Και αυτόν ο Θησέας πλήρωσε με το ίδιο νόμισμα.
Όσο βρισκόταν ακόμη σε Κορινθιακό έδαφος και συγκεκριμένα στην περιοχή που ονομαζόταν Κρομμυών, ο Θησέας ήρθε αντιμέτωπος με ένα τρομερό θηρίο, τέκνο του Τυφώνα και της Έχιδνας, την γουρούνα Φαιά. Όπως υποδεικνύει και το όνομά της που σημαίνει «σκοτεινή», επρόκειτο για ένα ον του Κάτω Κόσμου (θηλυκούς χοίρους θυσίαζαν προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης στα Ελευσίνια Μυστήρια). Η καταγωγή του, εξάλλου, δηλώνει περισσότερο μία χθόνια στοιχειακή δύναμη παρά ένα κοινό ζώο.
Αφού εξολόθρευσε και την Φαιά, ο Θησέας προχωρώντας έφτασε σε ένα επικίνδυνο σημείο της διαδρομής του που το διαφέντευε ο Σκείρων, τις λεγόμενες Σκειρωνίδες Πέτρες. Ο Σκείρων θεωρούνταν ληστής, αλλά φαίνεται ότι επρόκειτο μάλλον για ένα genius loci, ένα ον που κυριαρχούσε στην περιοχή και ήταν ένα με τον ασβεστολιθικό εκείνο τόπο, όπως υποδηλώνει και το όνομά του (Σκείρων-σκύρον = ασβεστόλιθος).
Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη εκδοχή, ο Σκείρων ζητούσε από τους περαστικούς να του πλύνουν τα πόδια και, ενώ εκείνοι έσκυβαν, τους γκρέμιζε με κλοτσιές κάτω στη θάλασσα όπου και τους κατασπάραζε μία τεράστια χελώνα η οποία επίσης θεωρείται ζώο του Κάτω Κόσμου. Βρήκε όμως και αυτός το θάνατο από τον Θησέα και έγινε ο ίδιος τροφή για τη χελώνα. Στην ιερή Ελευσίνα ο Θησέας συνάντησε άλλη μία χθόνια στοιχειακή οντότητα, τον Κερκυόνα. Κερκυών σημαίνει «αυτός που έχει ουρά» και ίσως επρόκειτο για ένα πλάσμα αντίστοιχο με τον Κέκροπα που ήταν μισός άνθρωπος και μισός φίδι.
Ο Κερκυών προκαλούσε τους ξένους σε έναν αγώνα πάλης και τους έπνιγε με ένα θανατηφόρο αγκάλιασμα. Νικήθηκε και αυτός από τον νεαρό Θησέα και μάλιστα, σύμφωνα με μία διήγηση, παρουσία της θεάς Δήμητρας. Στην κοντινή περιοχή του Ερινεού όπου έλαβε χώρα η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη και φύτρωνε η ιερή για τα Ελευσίνια μυστήρια αγριοσυκιά (Ερινεός = αγριοσυκιά) παραμόνευε τον Θησέα ο θάνατος με την μορφή του Δαμάστη πιο γνωστού ως Προκρούστη.
Ο Προκρούστης αρέσκονταν να θανατώνει τους διαβάτες προσπαθώντας να τους ταιριάξει στο αποτρόπαιο κρεβάτι του είτε τεντώνοντάς τους είτε κόβοντας τα μέλη που προεξείχαν. Ο Θησέας τον ανάγκασε να ξαπλώσει σ’ αυτό το κρεβάτι όπου δοκίμασε τον ίδιο φρικτό θάνατο που μέχρι πρότινος χάριζε στους άλλους.
Η Διαγωγή του Θησέα
Όσο αφορά την ανατροφή του, αυτή την ανέλαβε ο παππούς του Πιτθέας και ήταν εκείνη που άρμοζε σε βασιλόπαιδα. Μάλιστα ένας εκ των παιδαγωγών του αναφέρεται πως ήταν ο Κοννίδας:
«ἄνθρωπος ἐνάρετος και ἔμπειρος τόν ὁποῖο ἐτίμησαν οἱ Ἀθηναῖοι, ἐναγίζοντες εἰς αὐτόν μίαν ἡμέραν πρό τῶν Θησείων. Ὁμοίως ἐτίμησαν καί τούς ζωγράφους, τον Σιλανίωνα καί Παρράσιον, ἐπειδή ἐζωγράφησαν την εἰκόνα αὐτού.» ( Αθ. Σταγειρίτης «Ωγυγία» μέρος ΣΤ΄ Περί ηρώων της Ελλάδος, κεφ. Ζ΄ περί του Θησέως) .
Όταν ήταν έφηβος πήγε στους Δελφούς και αφιέρωσε την «θρεπτήριον κόμην», γιατί ήταν συνήθεια να κάνουν αυτή την προσφορά, όπως λένε κάποιοι, άλλοι δε υποστηρίζουν ότι ο Θησέας ήταν εκείνος που έκανε την αρχή για κάτι τέτοιο, αν και επειδή υπάρχει αναφορά για την θρεπτήριο κόμη του Ηρακλή που είναι παλιότερος του Θησέα κατά μερικά έτη, μάλλον περισσότερο με παλαιά συνήθεια των αρχαίων επρόκειτο.
Μάλιστα δύο ήταν οι φορές που έκοβαν τα μαλλιά τους οι πρόγονοί μας όπως αναφέρεται. Μία είναι η παραπάνω και άλλη μια όταν υπήρχε πένθος. Έτσι την μεν πρώτη έλεγαν θρεπτήριον την άλλη πένθιμον.
«… τῶν δὲ ἐν Τροιζῆνι λόγων, οὓς ἐς Θησέα λέγουσιν, ἐστὶν ὡς Ἡρακλῆς ἐς Τροιζῆνα ἐλθὼν παρὰ Πιτθέα καταθεῖτο ἐπὶ τῷ δείπνῳ τοῦ λέοντος τὸ δέρμα, ἐσέλθοιεν δὲ παρ᾽ αὐτὸν ἄλλοι τε Τροιζηνίων παῖδες καὶ Θησεὺς ἕβδομον μάλιστα γεγονὼς ἔτος· τοὺς μὲν δὴ λοιποὺς παῖδας, ὡς τὸ δέρμα εἶδον, φεύγοντάς φασιν οἴχεσθαι, Θησέα δὲ ὑπεξελθόντα οὐκ ἄγαν σὺν φόβῳ παρὰ τῶν διακόνων ἁρπάσαι πέλεκυν καὶ αὐτίκα ἐπιέναι σπουδῇ, λέοντα εἶναι τὸ δέρμα ἡγούμενον. ὅδε μὲν τῶν λόγων πρῶτος ἐς αὐτόν ἐστι Τροιζηνίοις· ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ, κρηπῖδας Αἰγέα ὑπὸ πέτρᾳ καὶ ξίφος θεῖναι γνωρίσματα εἶναι τῷ παιδὶ καὶ τὸν μὲν ἐς Ἀθήνας ἀποπλεῖν, Θησέα δέ, ὡς ἕκτον καὶ δέκατον ἔτος ἐγεγόνει, τὴν πέτραν ἀνώσαντα οἴχεσθαι [καὶ] τὴν παρακαταθήκην τὴν Αἰγέως φέροντα. τούτου δὲ εἰκὼν ἐν ἀκροπόλει πεποίηται τοῦ λόγου, χαλκοῦ πάντα ὁμοίως πλὴν τῆς πέτρας·…»( Παυσανίας Αττικά, Κεφ. 27, 7)
Εδώ ο Παυσανίας περιγράφει ένα περιστατικό που έλαβε χώρα όταν ο Θησέας ήταν ακόμη ανήλικο παιδί, επτά χρονών. Συγκεκριμένα μας λέει πως όταν είχε περάσει από την Τροιζήνα ο Ηρακλής και ο Πιτθέας τον δέχτηκε για να τον φιλοξενήσει στο παλάτι, ο ημίθεος ακούμπησε το ρόπαλο και την λεοντή του σε μια άκρη για να καθήσει στο δείπνο που του παρέθεσε ο βασιλιάς.
Ο Θησέας και κάποια άλλα παιδιά που αντίκρυσαν την λεοντή, την πέρασαν για το αληθινό θηρίο! Φοβισμένα άρχισαν να τρέχουν να σωθούν εκτός του γιού του Αιγέα, τον Θησέα ο οποίος άρπαξε έναν πέλεκυ και χτυπούσε την λεοντή θέλοντας να σκοτώσει το θηρίο! Αυτό ήταν απόδειξη όχι απλά του θάρρους του αλλά της ιδιαίτερης καταγωγής του !!! Μάλιστα τον θαυμασμό του για το παιδί, είχε τότε εκφράσει και ο ίδιος ο Ηρακλής!
Στην συνέχεια ο Παυσανίας μας λέει ότι μόλις ο Θησέας έγινε δεκαέξι χρονών τον πληροφόρησε για το κληροδότημα του πατέρα του Αιγέα, και το μέρος όπου είχε αφεθεί αυτό με αποτέλεσμα ο νεαρός Θησεύς να μετακινήσει την πέτρα και να λάβει τα πατρικά κληροδοτήματα ( ξίφος και σανδάλια) και μαζί με αυτά την απόφαση πως ήταν έτοιμος να πάει προς συνάντηση του πατρός του!
«…ὁ γὰρ δὴ χρόνος ἐκεῖνος ἤνεγκεν ἀνθρώπους χειρῶν μὲν ἔργοις καὶ ποδῶν τάχεσι καὶ σωμάτων ῥώμαις, ὡς ἔοικεν, ὑπερφυεῖς καὶ ἀκαμάτους, πρὸς οὐδὲν δὲ τῇ φύσει χρωμένους ἐπιεικὲς οὐδὲ ὠφέλιμον, ἀλλ᾽ ὕβρει τε χαίροντας ὑπερηφάνῳ, καὶ ἀπολαύοντας τῆς δυνάμεως ὠμότητι καὶ πικρίᾳ, καὶ τῷ κρατεῖν τε καὶ βιάζεσθαι καὶ διαφθείρειν τὸ παραπῖπτον, αἰδῶ δὲ καὶ δικαιοσύνην καὶ τὸ ἴσον καὶ τὸ φιλάνθρωπον, ὡς ἀτολμίᾳ τοῦ ἀδικεῖν καὶ φόβῳ τοῦ ἀδικεῖσθαι τοὺς πολλοὺς ἐπαινοῦντας, οὐδὲν οἰομένους προσήκειν τοῖς πλέον ἔχειν δυναμένοις…»( Πλουτάρχου «Βίοι Παράλληλοι», Θησέας κεφ. 6, παραγρ. 4)
Μας λέει εδώ ο Πλούταρχος πως εκείνους τους καιρούς ζούσαν άνθρωποι που ήταν γιγαντόσωμοι και με μεγάλη σωματική δύναμη, οι οποίοι δεν έκαναν τίποτα παρά επιδείκνυαν την δύναμή τους προς τους ασθενέστερους νομίζοντας πως η η αιδώς και η δικαιοσύνη, η ισότητα και η φιλανθρωπία ήταν για τους κοινούς ανθρώπους αγαθά και όχι γι’αυτούς. Όσοι δεν τολμούσαν να αδικήσουν αλλά φοβούνταν μήπως αδικηθούν δεν ταίριαζαν στην κατηγορία των δυνατών και τολμηρών.
Αυτούς τους ανθρώπους εκκαθάριζε ο Ηρακλής ο οποίος τον καιρό του Θησέα έλειπε στην Λυδία δούλος της Ομφάλης αυτοτιμωρούμενος για τον φόνο του Ιφύτου. Και έτσι οι αλαζόνες εκείνοι άνθρωποι είχαν και πάλι κυριαρχήσει σε πολλά σημεία της Ελλαδικής, με αποτέλεσμα να αποτελούν μεγάλο κακό για πολλούς τόπους. Όταν λοιπόν γνωστοποίησε την πρόθεσή του αυτή, στην μητέρα του και τον παππού του, εκείνοι τον συμβούλευσαν να πάει στην Αθήνα δια θαλάσσης επειδή από την ξηρά ο δρόμος ήταν πολύ επικίνδυνος λόγω των διαφόρων ληστών και κακοποιών που υπήρχαν.
Ο Θησέας όμως λόγω του μεγάλου θαυμασμού του προς τον εξάδερφό του Ηρακλή, αλλά και διότι ο θαυμασμός αυτός είχε και μέρος μιας κάποιας ζήλιας, όχι όμως κακής αλλά τέτοιας που λειτουργούσε μέσα του θετικά σε σημείο να θέλει να πετύχει εξίσου κατορθώματα ανάλογα, άξια θαυμασμού που θα τον εξύψωναν στα μάτια των συνανθρώπων του, ουδόλως θέλησε να ακολουθήσει τις προτροπές του παππού του και της μητέρας του. Θα πήγαινε λοιπόν από την στεριά γιατί έτσι άρμοζε σε έναν πραγματικό άνδρα.
Η Συνάντηση με τον Ηρακλή
Από μικρός ο γιος του Αιγέα φαινόταν ότι είχε εξαιρετικό θάρρος. Για πρώτη φορά το απέδειξε αυτό όταν ο ατρόμητος Ηρακλής, σε ένα από τα πολλά του ταξίδια, σταμάτησε για λίγο στην Τροιζήνα. Ο βασιλιάς Πιτθέας είχε οργανώσει ένα συμπόσιο για να πμήσει το φημισμένο ήρωα, αφού οι άθλοι του και τα κατορθώματα του είχαν γίνει θρύλος. Ο Ηρακλής, συγκινημένος για την τιμή που του έκανε ο βασιλιάς, δέχτηκε με χαρά να συμμετάσχει στη γιορτή. Τα πιο σημαντικά πρόσωπα της πόλης και όλοι οι ευγενείς νέοι που στο μέλλον θα έπαιρναν υψηλά αξιώματα είχαν συγκεντρωθεί για να υποδεχτούν τον Ηρακλή.
Πριν καθίσει στο τραπέζι, ο Ηρακλής έβγαλε από πάνω του τη λεοντή, που τον έκανε άτρωτο, και την πέταξε στο έδαφος. Τα παιδιά του παλατιού νόμιισαν πως ένα ζωντανό λιοντάρι είχε μπει στο παλάτι και έφυγαν τρέχοντας φοβισμένα. Ο Θησέας, όμως, άρπαξε ένα μικρό σπαθί και όρμησε για να αντιμετωπίσει το θηρίο. Από τότε, οι δρόμοι του Θησέα και του Ηρακλή θα διασταυρώνονταν πολλές φορές στο μέλλον.
Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΕΞΑΓΝΙΣΜΕΝΟΥ ΗΡΩΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Ύστερα από όλους αυτούς τους προφανέστατα τελετουργικούς φόνους, ο Θησέας είχε ανάγκη καθαρμού. Το καθήκον αυτό ανέλαβαν άνδρες από τη γενιά των Φυταλιδών που καλωσόρισαν τον ήρωα στο σημείο που η Ιερά Οδός διασχίζει τον ποταμό Κηφισό. Οι Φυταλίδες στα πλαίσια του εξαγνισμού προσέφεραν εξιλαστήριες θυσίες στον Μειλίχιο Δία, τον Δία του Κάτω Κόσμου ολοκληρώνοντας την πρώτη επαφή του ήρωα με το χθόνιο στοιχείο.
Μετά τον εξαγνισμό του ο νεαρός Θησέας ήταν έτοιμος να μπει στην Αθήνα και να διεκδικήσει την θέση του βασιλικού διαδόχου έχοντας ως διακριτικά του τα σανδάλια, καθώς και το πατρογονικό ξίφος βαμμένο με το αίμα τόσων ισχυρών αντιπάλων. Είχε περάσει επιτυχώς την πρώτη του μυητική δοκιμασία και είχε γίνει άξιος αναγνώρισης. Έφτασε, ωστόσο, στην Αθήνα ως ξένος. Εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Αθήνα ως σύντροφος του Αιγέα η μάγισσα της Κολχίδας, η Μήδεια.
Η ταυτότητα του ξένου ήταν ολοφάνερη για την εγγονή του Ήλιου με τις υπερκόσμιες δυνάμεις. Φοβούμενη ότι ο νεοφερμένος αλλά πρωτότοκος γιος θα διαδεχόταν τον Αιγέα στον θρόνο εξοβελίζοντας από τα βασιλικά προνόμια τον δικό της γιο, έπεισε τον Αθηναίο βασιλιά να θανατώσει τον ξένο προσφέροντάς του μία κούπα με δηλητηριασμένο κρασί κατά τη διάρκεια ενός θυσιαστικού δείπνου. Τη στιγμή της προσφοράς ο Θησέας τράβηξε το ξίφος του δήθεν για να τεμαχίσει το κρέας και ξαφνικά άστραψε στα μάτια του Αιγέα η αναγνώριση που τον έκανε να σπρώξει μακριά το κύπελλο με το δηλητήριο.
Η Μήδεια τότε, σύμφωνα με μια διήγηση, εξαφανίστηκε μαζί με το γιο της μέσα σ’ ένα πυκνό σύννεφο. Σε μια τέτοια θεϊκή γυναίκα δεν θα περιμέναμε να αποδοθεί μια λιγότερο εντυπωσιακή έξοδος! Αυτή πάντως δεν θα ήταν η μόνη συνάντηση του ήρωα με μια εγγονή του Ηλίου, με τη διαφορά ότι, ενώ η Μήδεια απείλησε τη ζωή του, εκείνη η δεύτερη, η Αριάδνη θα έκανε τα πάντα για να τη σώσει.
Ο Θησέας έγινε γρήγορα αποδεκτός από το λαό ως Αθηναίος βασιλικός απόγονος και διάδοχος, αλλά σφετεριστές του θρόνου δεν έπαψαν να υπάρχουν. Ο νέος εχθρός φάνηκε στο πρόσωπο του Πάλλαντα και των πενήντα γιων του, των λεγόμενων Παλλαντιδών. Ο Θησέας πληροφορήθηκε από έναν κήρυκα των Παλλαντιδών για μια ενέδρα που του είχαν στήσει και παραφυλάσσοντάς τους κατάφερε να εξοντώσει πολλούς από αυτούς, ενώ οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν. Ο κήρυκας είχε το όνομα Λεώς (=λαός).
Ο Θησέας, λοιπόν, με τη βοήθεια του «λαού» εξασφάλισε την κυριαρχία του στην Αττική. Έχοντας απαλλαγεί από τους εγχώριους εχθρούς που επιβουλεύονταν τη ζωή και την εξουσία του ο Θησέας ξεκίνησε για να αντιμετωπίσει ένα θηρίο που λυμαινόταν την περιοχή του Μαραθώνα. Το θηρίο αυτό ήταν ένας ταύρος που σύμφωνα με μία εκδοχή ήταν ο ίδιος εκείνος που αναδύθηκε από τη θάλασσα στη γη της Κρήτης και άναψε αφύσικο πόθο στην καρδιά της βασίλισσας Πασιφάης.
Εκείνο τον ταύρο είχε φέρει ο Ηρακλής στον Μαραθώνα ύστερα από εντολή του Μίνωα. Η αποστολή αυτή του Θησέα φαίνεται να μοιάζει περισσότερο με μια διαδικασία προετοιμασίας για την αναμέτρηση με τον Μινώταυρο που ήταν ο καρπός της ένωσης της Πασιφάης με τον ταύρο. Ο Θησέας με απίστευτη επιδεξιότητα, ανάλογη με αυτή που επεδείκνυαν οι νεαροί Κρήτες στα ταυροκαθάψια, τιθάσευσε τον θεόσταλτο ταύρο και τον έφερε ζωντανό στην Αθήνα, όπου και τον θυσίασε στο βωμό του Δελφινίου Απόλλωνα.
Έτσι εγκαινιάζεται η καταλυτική παρουσία του ταύρου στη ζωή του ήρωα, μια παρουσία που θα συνόδευε τόσο αυτόν, όσο και τις θεϊκές πριγκίπισσες της Κρήτης σε μια τραγική, παράλληλη πορεία. Λέγεται, μάλιστα, πως τα πρώτα νομίσματα που έκοψε ως βασιλιάς της Αθήνας έφεραν στη μια τους όψη μία ταυροκεφαλή. Τόσο στενή έμελλε να είναι η σχέση του ήρωα με το θεοποιημένο ζώο.
Μήδεια
Μετά απ' όλα τα κατορθώματα η φήμη του Θησέα ταξίδευε πολύ γρήγορα. Φτάνοντας στην Αθήνα τον ήξεραν πολλοί. Ο Αιγέας είχε ξαναπαντρευτεί τη Μήδεια, τη κόρη του Αιήτη του βασιλιά της Κολχίδας, η οποία ακολούθησε τον Ιάσονα αφού πήρε το χρυσόμαλλο δέρας, και δε γνώριζε ότι ο ήρωας ήταν γιος του. Έτσι υπέκυψε στις παραινέσεις της Μήδειας, που ήθελε να εξασφαλίσει το μέλλον του γιου της Μήδου, τον οποίο είχε αποκτήσει από τον Αιγέα, να φοβάται το νεαρό και προσπάθησε να τον ξεφορτωθεί.
Του ανέθεσε να απαλλάξει την Αθήνα από τον ταύρο του Μαραθώνα, που ήταν πάρα πολύ άγριος, με την ελπίδα ότι ο ταύρος θα τον κατασπαράξει. Ο Θησέας όμως, θανάτωσε τον ταύρο και γύρισε θριαμβευτής στον Αιγέα. Ο βασιλιάς τον κάλεσε σε γεύμα για να γιορτάσουν, δήθεν, τα επινίκια, αλλά με απώτερο στόχο να τον δηλητηριάσει με δηλητήριο που παρασκεύασε η προικισμένη με μαγικές ικανότητες Μήδεια.
Μόλις ο Θησέας αντιλήφθηκε το τι συμβαίνει, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το μεγάλο του όπλο: να δείξει στον πατέρα του τα σημάδια που αποδείκνυαν ότι ήταν γιος του. Έτσι έβγαλε, δήθεν τυχαία, το μαχαίρι που είχε αποσπάσει κάτω από το βράχο στην Τροιζηνία για να το χρησιμοποιήσει στο τραπέζι. Ο Αιγέας το αναγνώρισε, συνειδητοποίησε ότι προσπαθούσε να δηλητηριάσει το γιο του και αφού πέταξε μακριά το δηλητήριο, αγκάλιασε τον Θησέα και τον κάλεσε να συμβασιλεύσει μαζί του. Παράλληλα έδιωξε τη Μήδεια, η οποία πήρε το γιο της Μήδο και κατέφυγαν στη Φοινίκη.
Μετά τη δραματική αναγνώριση ο Θησέας κλήθηκε να πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο από τους άθλους του, που τον έκανε γνωστό σ' όλο τον αρχαίο, αλλά και το σύγχρονο κόσμο. Έπρεπε να απαλλάξει την Αθήνα από το δυσβάσταχτο φόρο απέναντι στην Κρήτη και τον Μινώταυρο.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΜΙΝΩΪΚΗ ΚΡΗΤΗ ΚΑΙ Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ
Ανάμεσα στα θύματα του Μαραθώνιου ταύρου ήταν και ο γιος του βασιλιά Μίνωα, ο Ανδρόγεως. Άλλη διήγηση ήθελε τον Ανδρόγεω να πέφτει θύμα δολοφονίας, καθώς πήγαινε στη Θήβα για τους νεκρικούς αγώνες του Λαΐου. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο θάνατός του αποδιδόταν σε δόλο των Αθηναίων και του Αιγέα ειδικότερα. Σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου, ο Ανδρόγεως διατηρούσε φιλικές σχέσεις και ίσως είχε συνάψει μυστική συμμαχία με τους Παλλαντίδες που απειλούσαν την εξουσία του Αιγέα.
Μαθαίνοντας για το θάνατο του γιου του ο Μίνωας εκστράτευσε εναντίον της Αθήνας για να πάρει εκδίκηση. Ο ανελέητος πόλεμος σε συνδυασμό με διάφορες συμφορές (ξηρασία, πείνα, αρρώστιες) που έπεσαν στην Αττική και αποδόθηκαν σε θεϊκή τιμωρία, λύγισαν τους Αθηναίους. Ακολουθώντας τη συμβουλή της Πυθίας προσπάθησαν να εξευμενίσουν τον οργισμένο Μίνωα και συμφώνησαν να στέλνουν στην Κρήτη κάθε εννιά χρόνια εφτά νέους και εφτά νέες ως φόρο αίματος για τον νεκρό Ανδρόγεω.
Οι δεκατέσσερις νέοι, σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη διήγηση, κατέληγαν στον λαβύρινθο, όπου και κατασπαράζονταν από τον Μινώταυρο. Όσο ο Θησέας βρισκόταν στην Αθήνα, ήρθε η εποχή του τρίτου δασμού. Ο ήρωας τότε όχι μόνο ακολούθησε τους άτυχους νέους στην αβέβαιη μοίρα τους, αλλά τέθηκε και αρχηγός της αποστολής με σκοπό να εξοντώσει το απεχθές ταυροκέφαλο τέρας.
Ο αντίπαλος όμως που περίμενε τον Θησέα στην Κρήτη δεν έμοιαζε με κανέναν απ’ όσους είχε αντιμετωπίσει ως τότε. Ίσως μάλιστα το εγχείρημα για την εξόντωσή του να μην είχε στεφθεί με επιτυχία αν δεν είχε προσφέρει την βοήθειά της η Αριάδνη, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης, εγγονή του Ηλίου και αδελφή του Μινώταυρου.
Η Αριάδνη, σύμφωνα με τις πιο διαδεδομένες διηγήσεις, ερωτεύτηκε τον Αθηναίο ήρωα που της υποσχέθηκε να την πάρει μαζί του στην Αθήνα και να την κάνει σύζυγο και βασίλισσά του και του έδειξε τον τρόπο για να βγει με ασφάλεια από τον Λαβύρινθο. Φαίνεται ότι ο αντίπαλος που καλούνταν να αντιμετωπίσει ο Θησέας δεν ήταν μόνο ο Μινώταυρος αλλά το σύμπλεγμα που δημιουργούσε ο Λαβύρινθος με τον Μινώταυρο στο εσωτερικό του. Όμως τι ήταν ο Λαβύρινθος και τι ο Μινώταυρος;
Η λέξη «λαβύρινθος» αντλεί την ετυμολογία της από τη λέξη «λάβρυς» που σημαίνει τον διπλό πέλεκυ, σύμβολο ισχύος της Μινωικής Κρήτης εξίσου σημαντικό με τα διπλά κέρατα του ταύρου, σε συνδυασμό με την κατάληξη –ινθος που σηματοδοτεί την έννοια του χώρου (βλ. Κόρινθος). Επομένως, ετυμολογικά ο Λαβύρινθος ήταν ο χώρος του διπλού πελέκεως και δεδομένης της στενής συμβολικής σχέσης του όπλου αυτού με τα κέρατα του ταύρου μπορεί να ειπωθεί ότι ο Λαβύρινθος ήταν ταυτόχρονα και ο χώρος του θεού ταύρου.
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα του, ωστόσο, περιγράφει τον Λαβύρινθο σαν έναν χορό που επινόησε ο Δαίδαλος για χάρη της Αριάδνης. Άλλες αναφορές τον περιγράφουν σαν τόπο χορού ή τόπο τέλεσης των ταυροκαθαψίων και των Κρητικών μυστηρίων. Το γεγονός ότι δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα κάποιο αρχιτεκτόνημα που να μπορεί να αποδοθεί ως λαβύρινθος εύλογα δημιουργεί τη σκέψη ότι ο Λαβύρινθος ίσως ήταν περισσότερο μία κατάσταση σώματος και πνεύματος που επιτυγχάνονταν σε συγκεκριμένο χώρο και/ή με συγκεκριμένο τρόπο.
Ο κλασικός λαβύρινθος πάντως που αναπαρίσταται σε Μινωικά νομίσματα παρουσιάζεται να έχει επτά διαδρόμους που κινούνται σπειροειδώς και οδηγούν κατευθείαν στο κέντρο, χωρίς αδιέξοδα και τυφλές στροφές. Ο εισερχόμενος σε αυτόν δεν χρειάζεται να επιλέξει το σωστό μονοπάτι. Η μόνη επιλογή που του διατίθεται είναι αν θα εισέλθει ακολουθώντας το μοναδικό μονοπάτι.
Οι επτά διάδρομοι τους οποίους έπρεπε κανείς να διασχίσει φέρνουν στο νου τα επτά στάδια απογύμνωσης που πέρασε η Ίσις κατά την κάθοδό της στον αιγυπτιακό Άδη. Δεν είναι καθόλου απίθανο ο Κρητικός Λαβύρινθος να υπήρξε μια μίμηση της καθόδου και της επακόλουθης ανόδου από τον Κάτω Κόσμο, μια τελετουργική διαδικασία θανάτου και αναγέννησης.
Αυτή την διαδικασία επόπτευε η Κυρά του Λαβυρίνθου. Η Αριάδνη ξέχωρα από τη θνητή ταυτότητά της είχε και μια θεϊκή που διακρινόταν από τη χαρακτηριστική διττότητα της θηλυκής αρχής. Είχε, επομένως, μία πλευρά φωτεινή και μία σκοτεινή. Ήταν ταυτόχρονα η πλέον άμωμη Αριάγνη ως υποχθόνια θεά και η διαυγής Αριδήλη ως ουράνια. Ήταν εκείνη που οδηγούσε τον μυούμενο στον θάνατο και εκείνη που του δίδασκε τον τρόπο για να επιστρέψει!
Ήταν η Αριάδνη, λοιπόν, η αφιερωμένη στον Ταύρο, όπως η γιαγιά της Ευρώπη και η μητέρα της Πασιφάη η μόνη που είχε εξουσία στον χώρο του Ταύρου και μπορούσε να διδάξει τον Θησέα. Σύμφωνα με την πιο γνωστή διήγηση του προσέφερε τον διάσημο μίτο που θα τον οδηγούσε με ασφάλεια πάλι στο φως του ήλιου.
Όμως οι απεικονίσεις του Λαβυρίνθου που τον παρουσιάζουν με μία μοναδική διαδρομή που εύκολα οδηγούσε πάλι στην έξοδο δικαιολογούν περισσότερο την μάλλον παλαιότερη εκδοχή που θέλει την Αριάδνη να δίνει στον Θησέα το φωτεινό στεφάνι της για να του δείχνει τον δρόμο μέσα στα ζοφερά σκοτάδια του Λαβυρίνθου / Άδη. Αυτό το στεφάνι ήταν δώρο από τον θεό στον οποίο ήταν αφιερωμένη και η πράξη της να το δώσει στον Θησέα αποκαλύπτει μία προδοσία.
Η προδοσία, βέβαια, της Αριάδνης και ταυτόχρονα το πεπρωμένο της ολοκληρώθηκε τη στιγμή που έγινε συνεργός στο φόνο του αδελφού της, εγκατέλειψε οικογένεια και πατρίδα για να φύγει με τον όμορφο ξένο που της υποσχέθηκε γάμο και μια νέα ζωή. Η πορεία της υπήρξε ως ένα σημείο παράλληλη με αυτή της Μήδειας, της άλλης εγγονής του Ηλίου που σκότωσε τον αδελφό της, πρόδωσε τον πατέρα της και έφυγε μακριά από τη χώρα της για την αγάπη ενός ξένου.
Η άλλη πλευρά του μυστηρίου σχετίζεται με τον Μινώταυρο. Το αφύσικο αυτό πλάσμα που έγινε γνωστό ως ταύρος του Μίνωα είχε ένα όνομα ουράνιο. Λεγόταν Αστέριος και σ’ όλες τις απεικονίσεις του παρουσιάζεται με το σώμα του διάστικτο από άστρα. Με το ίδιο αυτό όνομα προσφωνούνταν και ο Διόνυσος σαν αγόρι και παιδί των μυστηρίων. Υπάρχει μάλιστα μια ενδιαφέρουσα αγγειογραφία την οποία μνημονεύει ο Κερένυϊ και η οποία απεικονίζει την Αριάδνη ως παραμάνα του μικρού Διονύσου. Ο Διόνυσος φαίνεται να ταυτίζεται στην ουσία του με τον Μινώταυρο.
Στην Ήλιδα, μάλιστα, όπου η Μινωική επιρροή υπήρξε έντονη, ο Διόνυσος λατρευόταν ξεκάθαρα ως ταύρος. Οι γυναίκες της Ήλιδας τον καλούσαν να έρθει κοντά τους με πόδι ταύρου και τον επικαλούνταν ως άξιο ταύρο (Μία πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση στον μύθο του θεού με το πόδι ταύρου παρουσιάζει ο Robert Graves στη «Λευκή Θεά» του). Ο Διόνυσος ήταν αυτός που είχε χαρίσει το λαμπερό στεφάνι στην Αριάδνη και αυτός που κρυβόταν ως πρόσωπο ταμπού στο κέντρο του Λαβυρίνθου.
Σύμφωνα με μια αφήγηση που παραδίδει ο Υγίνος, υπήρξε θεϊκός σύζυγος της Αριάδνης πριν αυτή γνωρίσει τον Θησέα. Αποτελούσαν μαζί το βασιλικό ζευγάρι των Κρητικών μυστηρίων με τη διπλή υπόστασή τους, την υποχθόνια και την ουράνια. Οδηγούσαν όσους μυούνταν, στην ένωση με το θείο. Την ίδια δοκιμασία έπρεπε να περάσει και ο Θησέας για να σώσει τον εαυτό του και τον τόπο του.
Σκοτώνοντας τον Μινώταυρο θυσίασε τον γήινο ταύρο-εαυτό του και αφού πέρασε το κατώφλι του θανάτου, αντίκρισε τον Αστέριο, τον θείο / Διονυσιακό αναγεννημένο στην υπέρτατη γνώση εαυτό του με τη μορφή του ουράνιου, συμπαντικού παιδιού. Έτσι -πάντα υπό την καθοδήγηση της Κυράς του Λαβυρίνθου και το φως του θεϊκού στεφανιού της- αναδύθηκε μ’ έναν στροβιλιζόμενο και εκστατικό χορό καινούργιος και ολοκληρωμένος.
Ο Μινωικός Φόρος
Στον καιρό του Αιγέα και πριν ακόμα γεννηθεί ο Θησέας, ο Ανδρόγεος, γιος του ονομαστού βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, νίκησε στους ιερούς αγώνες της Αθήνας, τα Παναθήναια. Τότε ζηλόφθονοι ανταγωνιστές του τον σκότωσαν για να μην προλάβει να πρωτεύσει και σ' άλλα αγωνίσματα. Άλλη εκδοχή του μύθου αναφέρει ότι ο Ανδρόγεος σκοτώθηκε αντιμετωπίζοντας τον ταύρο του Μαραθώνα, τον οποίο εξόντωσε αργότερα ο Θησέας.
Ο Μίνωας, σίγουρος για τη δολοφονία του γιου του, εκστράτευσε με το ναυτικό του, που θεωρούνταν πάρα πολύ ισχυρό, εναντίον των Αθηνών. Κατέλαβε τα Μέγαρα, δεν μπόρεσε, όμως, να κυριεύσει την Αθήνα. Ήταν, όμως, γιος του Δία. Ο θεός για να τον ευχαριστήσει έστειλε επιδημίες και πείνα στην Αθήνα. Η πόλη για να γλιτώσει έπρεπε να στέλνει κάθε εννιά χρόνια επτά νέους και νέες ως βορά στον Μινώταυρο, το τέρας με τη μορφή ταύρου που ζούσε στο βάθος του πολύπλοκου Λαβύρινθου, κατασκευή του τεχνίτη Δαίδαλου, στον οποίο όποιος έμπαινε δεν έβρισκε την έξοδο.
Ο Μινώταυρος
Στην Ελληνική μυθολογία, ο Μινώταυρος ήταν ένα ον με σώμα ανθρώπου και κεφάλι και ουρά ταύρου. Πέρα από την περιγραφική αυτή ονομασία του, το όνομα του Μινώταυρου ήταν Αστερίων. Κάποιες φορές αναπαρίσταται ακόμα ως ταύρος με κορμό ανθρώπου, σε αντιστοιχία με τον Κένταυρο. Κατοικούσε στο Λαβύρινθο, κτίσμα που φτιάχτηκε από το Δαίδαλο κατόπιν εντολής του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα. Ο Μινώταυρος σκοτώθηκε από τον Θησέα.
Πριν ο Μίνωας γίνει βασιλιάς ζήτησε από το θεό Ποσειδώνα ένα σημάδι που να αποδεικνύει ότι αυτός, και όχι ο αδερφός του, έπρεπε να ανέβει στο θρόνο. Ο θεός έστειλε έναν όμορφο λευκό ταύρο και ζήτησε από το Μίνωα να θυσιάσει αυτόν τον ταύρο στον ίδιο. Ο Μίνωας όμως αντί για αυτόν θυσίασε έναν άλλο ταύρο, ελπίζοντας ότι ο θεός δε θα το προσέξει.
Ο Ποσειδώνας όμως κατάλαβε τι είχε γίνει, εξοργίστηκε, και έκανε τη γυναίκα του Μίνωα Πασιφάη να ερωτευτεί τον ταύρο. Η γυναίκα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος της και ζήτησε βοήθεια από το μηχανικό Δαίδαλο. Αυτός κατασκεύασε ένα κενό ομοίωμα αγελάδας, η Πασιφάη μπήκε μέσα σε αυτό και ο ταύρος ξεγελάστηκε και ζευγάρωσε μαζί της. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Μινώταυρος.
Ο Μίνωας, μετά από χρησμό που πήρε από το Μαντείο των Δελφών, ζήτησε από τον Δαίδαλο να φτιάξει ένα κτίσμα ώστε να κλειστεί μέσα ο Μινώταυρος, και αυτός κατασκεύασε το Λαβύρινθο. Ο Μινώταυρος ήταν καρπός της ένωσης της γυναίκας του Μίνωα Πασιφάης μ' έναν ταύρο! Τον ταύρο αυτόν είχε στείλει από τη θάλασσα σαν σημάδι ο Ποσειδώνας στον Μίνωα, που ήθελε να αποδείξει την κυριαρχία του σ' όλη την Κρήτη. Ζήτησε, όμως, από τον Μίνωα να θυσιάσει τον ταύρο προς τιμή του. Ο Μίνωας όμως δεν το έπραξε και έτσι η οργή του Ποσειδώνα πήρε πρωτότυπη μορφή.
Προκάλεσε τον έρωτα της Πασιφάης για τον ωραίο ταύρο και τη σφοδρή επιθυμία της για ένωση μαζί του. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν ήταν διόλου εύκολο. Ο πολυτεχνίτης, όμως, Δαίδαλος βρήκε τη λύση. Έφτιαξε μια ξύλινη αγελάδα, κούφια εσωτερικά για να χωράει η Πασιφάη, την οποία έντυσε εξωτερικά με δέρμα από αληθινή αγελάδα και με τροχούς την έσυρε ως το λιβάδι όπου έβοσκε ο ταύρος.
Προϊόν αυτού του αφύσικου ζευγαρώματος ήταν ο Μινώταυρος, τέρας με κεφάλι ταύρου και σώμα ανθρώπου. Το ταυρόμορφο τέρας ο Μίνωας έκλεισε στο βάθος του Λαβύρινθου και το έτρεφε με ανθρώπινο αίμα. Όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου η Αθήνα να πληρώσει για τρίτη φορά τον αιματηρό της φόρο στον Μίνωα, ο Θησέας ζήτησε από τον πατέρα του να περιληφθεί στην ομάδα των θυμάτων. Οι νέοι και οι νέες που θα πήγαιναν στην Κρήτη επιλέγονταν με κλήρο. Ο Θησέας ήταν εθελοντής.
Ξεκίνησε, λοιπόν, μ' ένα καράβι με μαύρα πανιά και υποσχέθηκε ότι θα σήκωνε άσπρα πανιά κατά την επιστροφή, όταν θα είχε απαλλάξει την Αθήνα από το βαρύ της φόρο. Ακολουθεί μια έντονη λογομαχία μεταξύ του Μίνωα και του Θησέα όπου ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι κι αυτός είναι γιος θεού, του Ποσειδώνα. Για να το αποδείξει αποδέχεται την πρόκληση του Μίνωα και πέφτει να πιάσει το δαχτυλίδι που πέταξε στη θάλασσα. Εκεί τον υποδέχεται η Αμφιτρίτη που του χαρίζει έναν πορφυρό μανδύα και ένα στεφάνι από ρόδα οδηγώντας τον στο παλάτι του θεού. Ο Θησέας επιστρέφει από το βυθό με το δαχτυλίδι και αποδεικνύει τη θεϊκή του καταγωγή.
Ο Λαβύρινθος και ο Μίτος της Αριάδνης
Στην Κρήτη ο Θησέας βρίσκει σύμμαχο την κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης, την Αριάδνη, η οποία ερωτεύεται το νεαρό και όμορφο βασιλόπουλο από την Αθήνα. Η Αριάδνη συναντάει τον Θησέα και του προσφέρει τη βοήθειά της με την προοπτική, όμως, φεύγοντας να την πάρει μαζί του και να την κάνει γυναίκα του. Ο Θησέας, βέβαια, δεν έπρεπε μόνο να σκοτώσει τον Μινώταυρο, αλλά και να βγει από τον Λαβύρινθο. Ποιος άλλος μπορούσε να δώσει τη λύση σ' αυτόν το γρίφο εκτός από τον κατασκευαστή του;
Η Αριάδνη κατέφυγε στον Δαίδαλο και αυτός της συνέστησε ένα έξυπνο κόλπο. Όποιος έμπαινε στον Λαβύρινθο έπρεπε να πάρει μαζί του ένα κουβάρι κλωστή. Δένοντας τη μια άκρη της κλωστής στην άκρη του Λαβύρινθου θα προχωρούσε προς το βάθος του ξετυλίγματος το νήμα. Έτσι η επιστροφή θα γινόταν εύκολη. Τυλίγοντας το νήμα και ακολουθώντας την πορεία του θα έβρισκε την έξοδο του Λαβύρινθου.
Ο Θησέας μπαίνοντας στον πολύπλοκο Λαβύρινθο ακολούθησε τη συμβουλή του Δαίδαλου. Μάλιστα λέγεται ότι η ίδια η Αριάδνη καθόταν στην άκρη του Λαβύρινθου βαστώντας το σωτήριο νήμα. Έτσι έμεινε παροιμιώδης ο "μίτος της Αριάδνης". Ο Θησέας μέσα στον Λαβύρινθο συνάντησε το τέρας, πάλεψε μαζί του και με το σπαθί του του 'κοψε το λαιμό προσφέροντάς το ως θυσία στον Ποσειδώνα, κάτι που θα 'πρεπε να κάνει, όπως είπαμε, ο Μίνωας με τον ταύρο, πατέρα του τέρατος. Με το μύθο του Μινώταυρου συμπλέκεται και ο μύθος του κατασκευαστή του Λαβύρινθου Δαίδαλου.
Σπήλαιο Λαβύρινθος
Το Σπήλαιο Λαβύρινθος βρίσκεται 50km νότια του Ηρακλείου, σε ένα μικρό λόφο 3,5km βόρεια του Καστελίου Μεσαράς. Ήταν ένα τεράστιο τεχνητό σπήλαιο με δαιδαλώδεις διαδρόμους μήκους μεγαλύτερους των 2.5km και δωμάτια που δεν οδηγούσαν πουθενά, το οποίο αποτέλεσε λατομείο για την εξόρυξη των λίθων που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του Μινωϊκού ανακτόρου της Φαιστού, της Μινωϊκής έπαυλης της Αγίας Τριάδας, της ρωμαϊκής πόλης Γόρτυνας, κα. Το λατομείο και οι δύο είσοδοι του καταστράφηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά από τους Γερμανούς κι, έτσι, σήμερα δεν μπορούμε να το δούμε στην αρχική του μορφή.
Ο Λαβύρινθος, λόγω των πολυδαίδαλων στοών και των αδιεξόδων του, έχει κινήσει το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών, που τοποθετούν τον μυθικό λαβύρινθο του Μινώταυρου σε αυτό το σπήλαιο, κι όχι στην Κνωσό. Σύμφωνα με τον πασίγνωστο μύθο, ο Θησέας κατάφερε να σκοτώσει τον τερατόμορφο Μινώταυρο μέσα στον σκοτεινό λαβύρινθο με τη βοήθεια της Αριάδνης, η οποία του έδωσε ένα σπάγγο (μίτο) για να μην χαθεί.
Έτσι, ο Θησέας ελευθέρωσε τον εαυτό του και τους άλλους νέους που έπρεπε να στέλνει κάθε εννιά χρόνια η Αθήνα στην Κνωσό, ως αντίποινα για τον θάνατο του γιού του Μίνωα από τους Αθηναίους. Πολλοί πιστεύουν ότι ο μύθος του Μινώταυρου συμβολίζει τις κακουχίες και τις άθλιες συνθήκες, μέσα στις οποίες δούλευαν οι δούλοι του λατομείου, οι οποίοι πέθαιναν σε αυτή τη σκοτεινή και υγρή φυλακή.
Αφού το λατομείο σταμάτησε να λειτουργεί, οι στοές του γέμισαν νυχτερίδες. Έτσι, οι ντόπιοι κάτοικοι για πολλούς αιώνες έρχονταν ως εδώ για να φορτώσουν στα ζώα τους τα νιτρικά υπολείμματα από τις νυχτερίδες, τα οποία αποτελούν ιδανικό λίπασμα. Άλλωστε, και το περίφημο λίπασμα γκουανώ προέρχεται από κοπριές νυχτερίδων.
Επίσης, η ιστορία με το Θησέα και το Μινώταυρο έκανε το σπήλαιο γνωστό σε όλο τον κόσμο, αποτελώντας το σημαντικότερο αξιοθέατο στο νησί για αιώνες. Έτσι, άρχισαν να το επισκέπτονται πολλοί περιηγητές και εξερευνητές. Μάλιστα στους τοίχους υπάρχουν αναρίθμητες επιγραφές με ονόματα από τον 15ο αιώνα, το πλήθος των οποίο προδίδει τη σημασία που είχε το μνημείο αυτό.
Πολύ αργότερα, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κρήτη, το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη για πολεμοφόδια, νερό και τρόφιμα. Μάλιστα, έγινε η μεγαλύτερη αποθήκη πυρομαχικών της Γερμανίας που μπορούσε να εφοδιάζει όλη τη Μέση Ανατολή, με περισσότερους από 300.000 τόνους όπλων! Όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν το νησί το 1944, ανατίναξαν όλα τα πυρομαχικά, με αποτέλεσμα να καταστραφεί εντελώς το σπήλαιο και οι δύο είσοδοι του. Μάλιστα, η έκρηξη ήταν τόσο ισχυρή, που ογκόλιθοι 15 τόνων βρέθηκαν σε απόσταση 10km.
Ήδη από το 1945, άρχισαν εργασίες για την επαναφορά του σπήλαιου και τον καθαρισμό του από όσα πυρομαχικά και νάρκες δεν είχαν εκραγεί. Οι είσοδοι ξανάνοιξαν για λίγο καιρό και, δυστυχώς, τότε πολλοί κάτοικοι έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθεια τους να βρουν πυρομαχικά, τα οποία χρησιμοποιούσαν για λίπασμα ή για ψάρεμα με δυναμίτη. Σήμερα το σπήλαιο έχει σφραγιστεί και απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος, αλλά δυστυχώς έχουν αναφερθεί πολλά κρούσματα λαθρανασκαφών.
Ο Κρητικός Λαβύρινθος
Ο λαβύρινθος στην Ελληνική Μυθολογία, ήταν μια σύνθετη οικοδομική κατασκευή, στην Κνωσσό. Φτιάχτηκε από τον μηχανικό Δαίδαλο για λογαριασμό του μυθικού βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα. Ο λόγος που κατασκευάστηκε ήταν για να απομονώσει τον Μινώταυρο, ένα πλάσμα μισό άνθρωπος και μισό ταύρος. Ο ίδιος ο Δαίδαλος, κατασκεύασε τόσο περίτεχνα και πολύπλοκα τον λαβύρινθο, που ακόμη και αυτός κατάφερε με δυσκολία να βρει την έξοδό του, όταν ολοκλήρωσε το έργο.
Η Αθήνα είχε χάσει ένα πόλεμο στην Κρήτη και ως φόρο τιμής αναγκάστηκε να στείλει επτά νέους άνδρες και επτά κορίτσια να θυσιαστούν στο Μινώταυρο. Ο Θησέας, γιος του βασιλιά της Αθήνας, προσφέρθηκε εθελοντικά να είναι ένας από την ομάδα με σκοπό να σκοτώσει τον Μινώταυρο και να ελευθερώσει την Αθήνα από την κυριαρχία της Κρήτης. Η κόρη του βασιλιά Μίνωα Αριάδνη του έδωσε ένα κουβάρι με κλωστή για να το ξετυλίγει όσο θα περνά μέσα από τον λαβύρινθο, δίνοντας του έτσι τη δυνατότητα να θυμηθεί τα βήματά του και μετά την πράξη του να μπρέσει να βρει το δρόμο της επιστροφής.
Ο Θησέας μπήκε στο λαβύρινθο, σκότωσε τον Μινώταυρο και διέφυγε από την Κρήτη παίρνοντας μαζί του την Αριάδνη. Αυτός είναι ένας από τους σημαντικότερους Ελληνικούς μύθους. Έχει διατηρηθεί ζωντανός στο πέρασμα των αιώνων ανάμεσα στους λαβύρινθους όλου του κόσμου!
Η αρχαιότερη γνωστή μορφή λαβύρινθου είναι το σχέδιο του «Κρητικού» λαβύρινθου. Οι επτά δακτύλιοι των μονοπατιών εύκολα δημιουργούνται σχεδιάζοντας ένα σταυρό και τέσσερις τελείες και στη συνέχεια ενώνοντας τα μέχρι να σχηματίσουν οκτώ ομόκεντρους κύκλους, αφήνοντας ενδιάμεσα εφτά κενούς δακτυλίους. Είναι ένα συναρπαστικό σχήμα το οποίο αφήνει εδώ και 5000 χρόνια τα ίχνη του στην ιστορία του πολιτισμού.
Αρχικά, από την τρίτη προχριστιανική χιλιετία, συναντώνται σε θραύσματα κεραμικών καθώς και σε χαράξεις σε βράχους. Δεκαέξι αιώνες αργότερα ο λαβύρινθος παρέμεινε στο επίκεντρο του πολιτισμού της Κρήτης και εμφανίζεται στα Κρητικά νομίσματα μέχρι και τον πρώτο αιώνα π.Χ. Ακολούθουν οι ψηφιδωτές εικόνες κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Κατά την εξάπλωση του Χριστιανισμού, η εκκλησία υιοθέτησε το σχέδιο του λαβύρινθου σαν μια μορφή συμβολισμού, τελετουργίας και μετάνοιας.
Υπάρχουν χιλιάδες πέτρινοι λαβύρινθοι, από την Μεσαιωνική εποχή, σκορπισμένοι στις Βαλτικές ακτές και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης. Η απεικόνιση λαβυρίνθου εμφανίζεται σε χαλκογραφίες και χάρτες της Κρήτης από τον 15ο ως τον 19ο αιώνα, όπου η Κρήτη αποτελούσε σημαντικό τουριστικό προορισμό, εξαιτίας του μύθου του «Λαβύρινθου». Κατά την διάρκεια της Αναγέννησης και στην Βικτοριανή εποχή εξελίχθησαν σε θαμνώδη λαβύρινθους. Μέχρι και το 1917, η Τράπεζα της Κρήτης είχε εκδόσει χάρτινο νόμισμα με το σύμβολο του λαβυρίνθου!
Υπάρχουν δύο μορφές του λαβύρινθου. Μια πολύπλοκη μορφή του με δαιδαλώδη μονοπάτια, η οποία αναφέρεται σε σύνθετο παζλ διακλαδώσεων με επιλογές της διαδρομής και κατεύθυνσης (Maze) και ο Κρητικός λαβύρινθος όπου υπάρχει μονό ένας δρόμος, χωρίς διασταυρώσεις, που αλλάζει διαρκώς κατεύθυνση. Ο εσωτερικός χώρος αποτελείται από πολλές λοξοδρομίες και το κέντρο του περικυκλώνεται επτά φόρες ώστε ο επισκέπτης να προσπέρνα επανειλημμένα τον επιθυμητό προορισμό.
Ο δρόμος οδηγεί αναγκαστικά στο κέντρο όπου ο επισκέπτης πρέπει να κάνει μεταβολή και να διατρέξει την ίδια διαδρομή. Αυτό το σχέδιο συνδέθηκε με το Λαβύρινθο του Μίνωα - αν και τόσο η λογική όσο και οι λογοτεχνικές περιγραφές καθιστούν σαφές ότι ο Μινώταυρος ήταν παγιδευμένος σε ένα πολύπλοκο λαβύρινθο με διακλαδώσεις.
Ο Κρητικός Λαβύρινθος συνδέεται με ένα σύμπλεγμα του μύθου, το σύμβολο και την αλληγορία. Είναι ένα σύμβολο για τον δρόμο της ζωής του ανθρώπου. Τα επτά κυκλώματα αντιστοιχούν στις επτά σφαίρες των ιερών πλανητών, τις επτά αρχές του ανθρώπου και του σύμπαντος, τις επτά ημέρες της εβδομάδας και άλλες τέτοιες επταπλάσιες έννοιες.
Το σχήμα αντιπροσωπεύει επίσης την κυκλοφορία της ζωτικής ενέργειας μέσα στα σώματά μας, και το μοντέλο υποδεικνύει τις ελικώσεις του εγκεφάλου και των εντέρων-δύο πόλους του σώματός μας που αντιστοιχούν στη συνείδησή μας και τη φυσική μας κατάσταση. To πέρασμα στο κέντρο του λαβυρίνθου και η επιστροφή στην περιφέρειά του αποτελεί ένα ταξίδι στο κέντρο της ύπαρξής μας, μια μεταφορά για το ταξίδι της ζωής και σε τελική ανάλυση στην κατανόηση του ποιοί είμαστε.
Ο Κρητικός Λαβύρινθος του πάρκου είναι κατασκευασμένος από πέτρες που συλλέχθηκαν εντός της περιοχής στην οποία βρίσκεται. Έχει διάμετρο 16 μέτρα και διαρκεί περίπου 7 λεπτά με τα πόδια, σε έναν ήρεμο ρυθμό. Η είσοδος του είναι από τα νότια και στο κέντρο του βρίσκεται ένα ηλιακό ρολόι από ορείχαλκο.
Η Εγκατάλειψη της Αριάδνης
Ο Θησέας πέρασε τη δοκιμασία του Λαβυρίνθου με επιτυχία, έσωσε τον εαυτό του και τους νέους και εξιλέωσε την Αττική. Είχε έρθει η ώρα της επιστροφής. Ο ήρωας πήρε μαζί του την Αριάδνη και την αδερφή της Φαίδρα, αχρήστευσε τα μινωικά πλοία για να γλιτώσει την καταδίωξη και απέπλευσε. Φεύγοντας από την Κρήτη, ο Θησέας έφτασε με τη συντροφιά του στο κοντινό νησάκι Δία ή στη Νάξο που τότε ονομαζόταν Δία.
Ο σκοπός της στάσης αυτής έχει μείνει στη σκοτεινή πλευρά του μύθου, ίσως γιατί θεωρήθηκε κατά έναν παράξενο τρόπο αυτονόητος. Ίσως να θεωρήθηκε ότι έτσι θα εκπληρωνόταν το πεπρωμένο της Αριάδνης. Ο Θησέας ήταν σ’ αυτό το νησί ένας απλός περαστικός, ένα εμπόδιο στο σχέδιο του θεού. Πολλές αγγειογραφίες απεικονίζουν τον Θησέα να εγκαταλείπει το νησί διωγμένος από τη θεά Αθηνά, ενώ ο Διόνυσος απομακρύνεται με την Αριάδνη.
Η κοιμισμένη (μήπως νεκρή;) Αριάδνη ανήκε δικαιωματικά στον θεό και ο θνητός ήρωας δεν είχε άλλη επιλογή από την αποχώρηση. Η Κυρά του Λαβυρίνθου έμεινε για τον Θησέα στη σφαίρα του ανέφικτου. Ο θεός-ταύρος παρά τη φαινομενική του ήττα στην Κρήτη, εμφανίζεται θριαμβευτής μπροστά στην θεϊκή του σύζυγο και την οδηγεί στον ουρανό, όπου το λαμπερό της στεφάνι παίρνει τη θέση του ανάμεσα στα άστρα ως «Βόρειος Στέφανος» ή Λατινιστί «Corona Borealis».
Οι Κέλτες, σύμφωνα με όσα περιγράφει ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, σ’ αυτόν τον αστερισμό τοποθετούσαν το σπειροειδές κάστρο της Αριάνρχοντ, το Caer Arianrhod. Σ’ αυτό το κάστρο, περίμεναν σαν σε κάποιο βασιλικό καθαρτήριο οι διαπρεπείς ψυχές μέχρι να κερδίσουν την ανάσταση. Ο Γκρέιβς αναφέρει μάλιστα ότι η παράδοση του Σπειροειδούς Κάστρου στη Βρετανία επιβιώνει σ’ έναν χορό της υπαίθρου που λέγεται «Πασχαλινός Λαβύρινθος».
Οι ομοιότητες με τον Ελληνικό μύθο του Λαβυρίνθου και της Αριάδνης είναι κάτι παραπάνω από προφανείς. Άραγε υπήρξε κάποτε μία συγκεκριμένη μυητική τεχνική που περιλάμβανε με κάποιο τρόπο τον αστερισμό του Βορείου Στεφάνου σε σχέση με τη λατρεία μίας σεληνιακής-χθόνιας θεάς και ήταν κοινή για Έλληνες και Κέλτες; Μήπως ο Θησέας υπήρξε το Ελληνικό σύμβολο του ανθρώπου που κατάφερνε να βγει από τον Λαβύρινθο, να επιστρέψει από το Σπειροειδές Κάστρο, να γυρίσει από τον Άλλο Κόσμο όντας κάτι παραπάνω από άνθρωπος, όντας ήρωας;
Ο ήρωας όμως τελικά το μόνο που κατάφερε να κρατήσει από την θεία θηλυκή παρουσία που οδήγησε τα βήματά του πίσω στο φως ήταν το είδωλό της. Ο Θησέας κράτησε το ξόανο της Αφροδίτης το οποίο η Αριάδνη κουβαλούσε από τη στιγμή που άφησαν την Κρήτη σαν να επρόκειτο για το δικό της alter ego, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Κερένυϊ. Σαν ζωντανή ανάμνηση κράτησε την Φαίδρα η οποία σχετίζεται με την φωτεινή και προσιτή στον άνθρωπο όψη της Αριάδνης. Η σκοτεινή και μυστική όψη της Αριάδνης / Αριάγνης ως Κρητικής Περσεφόνης μόνο από τον θεό μπορεί να γίνει θεατή εκτός μυστηρίων.
Η φωτεινή όψη της Αριάδνης γίνεται φανερή και στο όνομα της Αίγλης, της κόρης του Πανοπέως (μήπως του Ήλιου;), για χάρη της οποίας ο Θησέας εγκατέλειψε την κόρη του Μίνωα σε μια άλλη εκδοχή του μύθου. Διάφορες διηγήσεις θέλουν την Αίγλη να ονομάζεται επίσης και Κορωνίς. Αυτό το όνομα έφερε και η ερωμένη του Απόλλωνα, η άτυχη μητέρα του Ασκληπιού που πέθανε πυρπολημένη, επειδή πρόδωσε τον θεό μ’ έναν θνητό, τον Ίσχυ. Ενδιαφέρον προκαλεί στον προσεκτικό παρατηρητή μία αγγειογραφία που απεικονίζει την αρπαγή κάποιας κοπέλας με το όνομα Κορώνα από τον Θησέα.
Μήπως ο Θησέας ήταν εκείνος ο ''ισχυρός'' θνητός που για χάρη του η μητέρα του Ασκληπιού απαρνήθηκε τον Απόλλωνα, όπως η Αριάδνη είχε απαρνηθεί τον Διόνυσο; Μ’ έναν παράξενο τρόπο ο αστερισμός του Βορείου Στεφάνου φέρνει τις δύο θεϊκές συντρόφους ακόμη πιο κοντά. Η Κορωνίς ή Κορώνη αντανακλάται στην Λατινική ονομασία Corona Borealis. Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι ότι ο αστερισμός φαίνεται στον ουρανό σαν να «στεφανώνει» τον αστερισμό του Οφιούχου που σχετίζεται με τον Ασκληπιό!
Αριάδνη και Θησέας - Αποσυμβολισμός
Σύμφωνα με το μύθο, ο Θησέας συναντά την Αριάδνη, οδηγό της ψυχής (ψυχοπομπό) και ταυτόχρονα σύμβολο της anima. Κατά άλλους, η Αριάδνη αποτελεί την αντανάκλαση της ψυχής του ανθρώπου – ήρωα (Θησέα). Εκείνη είναι που οδηγεί τον ήρωα στο ασυνείδητο, το λαβύρινθο. Ο λαβύρινθος συνδέεται επίσης με τη μήτρα, επομένως με την πνευματική αναγέννηση.
Του δίνει το μίτο, που αντιπροσωπεύει τη σύνδεση με την πνευματική του φύση. Η χρησιμοποίηση του μίτου είναι η μόνη πιθανότητα που έχει ο Θησέας για να βγει έξω από το λαβύρινθο. Ο μίτος, είναι αρχικά σε μορφή μπάλας, σύμβολο της ολότητας της ύπαρξης που ο ήρωας αναζητά, όταν πορεύεται το μονοπάτι.
Στο κέντρο του λαβύρινθου θα αντιμετωπίσει τον Μινώταυρο, μισό άνθρωπο και μισό ταύρο, δηλαδή τον άνθρωπο που κυριαρχείται από τα ένστικτα ή αλλιώς, το σύμβολο της πάλης του ανώτερου με τον κατώτερο εαυτό. Κατά άλλους, ο Μινώταυρος δεν είναι άλλος από το Φύλακα του Κατωφλιού, τη συνάθροιση των φόβων, των παθών και των κατασταλμένων και ανεπιθύμητων πτυχών του χαρακτήρα μας. Ο κατώτερος εαυτός, η χαμηλή φύση ή σκιά υπερνικείται και η υψηλή φύση επικρατεί, ώστε να πραγματοποιηθεί η πρόθεση της ψυχής. Ο Θησέας σκοτώνει τον Μινώταυρο με το σπαθί.
Λεπτομέρεια σημαντική : Αν και ο Θησέας υποσχέθηκε να πάρει την Αριάδνη μαζί του στην Αθήνα και να την νυμφευτεί…. την εγκαταλείπει στο νησί της Νάξου. Κατά το μύθο, ο Διόνυσος εμφανίζεται στο όνειρο της Αριάδνης ενώ κοιμάται (ή κατά μια άλλη εκδοχή στο όνειρο του Θησέα) και δίνει θεϊκή εντολή να παραμείνει η Αριάδνη στην Νάξο και να την νυμφευτεί ο ίδιος. Έτσι και έγινε. Στην πορεία, η η Αριάδνη λατρεύτηκε ως Θεά σε πολλά μέρη της Ελλάδας (Κρήτη, Νάξο, Δήλο, Κύπρο, Ρώμη).
H Αριάδνη στο τέλος του μύθου δεν νυμφεύεται τον ανθρώπινο εραστή, αλλά τον θεϊκό. Λαμβάνοντας υπόψη την Αριάδνη και τον Διόνυσο ως σύμβολα, την αντιστοιχία του Διονύσου με το Τίφαρετ του Δέντρου της Καβάλα και την ετυμολογία του ονόματος : Αριάδνη < Αριάγνη = υπεραγία, η πιο αγνή, μπορούμε να κάνουμε αρκετές σκέψεις πάνω σε αυτή τη λεπτομέρεια του μύθου.
Όπως σημειώνει ο Gilbert Murray: "Όλοι οι αληθινά πιστοί ταυτίζονται κατά μια μυστικιστική έννοια με το Θεό, ξαναγεννιούνται και είναι «Βακχοι». Η τελείως αγνή ψυχή καταλαμβάνεται ολοκληρωτικά από το Διόνυσο, τον εσωτερικό θεό και καθίσταται η ίδια θεός."
Η Θριαμβευτική και Πένθιμη Επιστροφή στην Αθήνα
Ο Θησέας, αφήνοντας πίσω του την Αριάδνη, έφτασε με τους υπόλοιπους νέους στην Δήλο. Εκεί αφιέρωσε στον Απόλλωνα το ξόανο της Αφροδίτης που του είχε δώσει η Αριάδνη. Στη Δήλο λατρεύτηκε ως Αγνή Αφροδίτη. Αφού θυσίασε στον θεό, ο Θησέας χόρεψε με τους Αθηναίους νέους γύρω από τον Κερατώνα βωμό (που ήταν φτιαγμένος μόνο από αριστερά κέρατα!) έναν χορό που οι Δήλιοι ονόμασαν γέρανο. Ο χορός αυτός αποτελούσε μιμητική αναπαράσταση της σπειροειδούς διαδρομής του Λαβυρίνθου και ίσως να ήταν η ίδια η Αριάδνη που τον είχε πρωτοδιδάξει στον Θησέα.
Αναχωρώντας από την Δήλο κατευθύνθηκαν επιτέλους προς την Αθήνα. Εξαιτίας της μεγάλης τους χαράς για την σωτηρία των νέων και την απαλλαγή της Αθήνας από τον φρικτό φόρο αίματος ή εξαιτίας της γενικής θλίψης που επικρατούσε μετά την απώλεια της Αριάδνης, ο Θησέας και οι σύντροφοί του ξέχασαν να αντικαταστήσουν το πένθιμο μαύρο πανί του πλοίου με το χαρμόσυνο λευκό που τους είχε δώσει ο ίδιος ο Αιγέας ως σύμβολο της ασφαλούς επιστροφής τους.
Ο άτυχος βασιλιάς που ατένιζε τη θάλασσα περιμένοντας να φανεί το Αθηναϊκό καράβι, βλέποντάς το να αρμενίζει με μαύρα πανιά δεν άντεξε τη θλίψη για τον υποδηλούμενο χαμό του γιου και μοναδικού του διαδόχου και έπεσε στο κενό. Κάποιες διηγήσεις αναφέρουν ότι γκρεμίστηκε από τον βράχο της Ακρόπολης, ενώ άλλες ότι έπεσε από το Σούνιο στη θάλασσα που από τη στιγμή εκείνη ονομάστηκε Αιγαίο Πέλαγος. Μ’ αυτή την τελευταία «θυσία» έκλεισε ο κύκλος της Μινωικής ναυτικής κυριαρχίας και ξεκίνησε η εποχή της ακμάζουσας Αθηναϊκής ναυτιλίας.
Σε πολιτιστικό επίπεδο συντελέστηκε μία μεταφορά ηγεμονίας από την Κνωσό στην Αθήνα.
Κάποιοι αφηγητές αναφέρουν ότι υπήρχε ήδη μια γυναίκα που περίμενε την επιστροφή του Θησέα στην Αθήνα, η αμαζόνα Αντιόπη ή Ιππολύτη. Γενικά επικρατεί μία ασάφεια όσον αφορά τη χρονική διαδοχή των πολλών αρπαγών που διέπραξε ο Θησέας. Αυτό ίσως υποδηλώνει ότι οι τόσες αρπαγές γυναικών περιστρέφονταν ουσιαστικά γύρω από τον ίδιο πυρήνα και διηγούνταν τις αμέτρητες παραλλαγές της ίδιας ιστορίας.
Ο Πλούταρχος, ωστόσο, αναφέρει ξεκάθαρα ότι μόνο αφού πέθανε η Αντιόπη πήρε ο Θησέας ως σύζυγο τη Φαίδρα. Η Αντιόπη, η αμαζόνα με το σεληνιακό όνομα, χάρισε στον Θησέα ένα γιο τον Ιππόλυτο, ο οποίος σφράγισε τον κύκλο αίματος του ταύρου, αφού ο θάνατος τον βρήκε με τη μορφή ενός ταύρου που αναδύθηκε από τη θάλασσα. Φαίνεται ταιριαστός θάνατος για κάποιον που απέρριψε τον έρωτα μιας πριγκίπισσας της Κνωσού, της μητριάς του Φαίδρας.
Η Φαίδρα δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από την συνδεδεμένη με τον ταύρο μοίρα της που ήδη είχε σημαδέψει την Ευρώπη, την Πασιφάη και την Αριάδνη. Απελπισμένη μετά τον θάνατο του Ιππολύτου κρεμάστηκε παραδομένη στο τραγικό πεπρωμένο που φαίνεται ότι ακολουθούσε κάθε γυναίκα της οικογένειάς της.
Ο ΘΗΣΕΑΣ ΩΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ο Θησέας υπήρξε ένας από τους καλύτερους βασιλιάδες για την Αθήνα. Θεμελίωσε το μεγαλείο των Αθηνών ενώνοντας τους δήμους της Αττικής, γεγονός του οποίου την ανάμνηση εόρταζαν οι Αθηναίοι στις 16 Εκατομβαιώνος με τα «Συνοίκια» ή «Συνοικέσια». Ο Θησέας διαίρεσε τους πολίτες σε τρεις τάξεις: στους ευγενείς, στους κτηματίες και στους δημιουργούς (χειρώνακτες και τεχνίτες).
Σημείωσε και πολεμικές επιτυχίες καταλαμβάνοντας τη Μεγαρίδα και στη συνέχεια νικώντας τις Αμαζόνες, οι οποίες είχαν εκστρατεύσει κατά της Αττικής για να ελευθερώσουν τη βασίλισσά τους Ιππολύτη ή Αντιόπη. Κυρίως όμως κατετρόπωσε τους Κενταύρους μαζί με τον φίλο του βασιλιά των Λαπίθων Πειρίθοο, όταν αυτοί προσπάθησαν να απαγάγουν την Ιπποδάμεια. Ο Πειρίθοος ήταν φίλος του Θησέα από τότε που πήγε να αρπάξει τα βόδια του.
Ενώ κόντεψαν να αλληλοσκοτωθούν, οι θεοί τους ενέπνευσαν αμοιβαία συμπάθεια, ώστε μόλις κοίταξε ο ένας τον άλλο πέταξαν τα όπλα στην άκρη και από τότε έγιναν αχώριστοι. Μαζί απήγαγαν από τη Σπάρτη την Ωραία Ελένη όταν αυτή ήταν ακόμα 12 ετών και χόρευε γύρω από τον βωμό του ναού της Ορθίας Αρτέμιδος. Τότε είχαν ρίξει κλήρο και η Ελένη έπεσε στον Θησέα. Ο ήρωας την έφερε στην Αττική και την εμπιστεύθηκε στη μητέρα του, την Αίθρα.
Μαζί κατέβηκαν, αμέσως μετά, και στον κάτω κόσμο για να αρπάξουν την Περσεφόνη, την οποία είχε ερωτευθεί ο Πειρίθοος. Ο Πλούτωνας όμως τους αντιλήφθηκε και τους έβαλε να καθίσουν σε μια πέτρα από όπου δεν μπορούσαν να ξανασηκωθούν. Στο μεταξύ, οι αδελφοί της Ωραίας Ελένης (οι Διόσκουροι) πήγαν στην Αττική για να πάρουν πίσω την αδελφή τους. Δεν θα την έβρισκαν, όμως, αν ο Ακάδημος δεν τους έδειχνε το μέρος που την έκρυβαν. Εξαιτίας αυτής της μυθολογικής ευεργεσίας, όταν οι Σπαρτιάτες κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο κατέστρεψαν την Αττική, σεβάσθηκαν την Ακαδήμεια, το ιερό του Ακαδήμου.
Οι Διόσκουροι πήραν την αδελφή τους και την Αίθρα (τη δεύτερη ως σκλάβα), και επέστρεψαν στη Σπάρτη, αφού πρώτα ανακήρυξαν βασιλιά των Αθηνών τον Μενεσθέα. Χρόνια μετά, ο Ηρακλής κατέβηκε στον 'Αδη και ελευθέρωσε τον Θησέα, που γύρισε στην Αθήνα. Επειδή βρήκε τους Αθηναίους εναντίον του, ο Θησέας τους καταράστηκε. Ο τόπος όπου κατά τον μύθο εκστόμισε την κατάρα, υποτίθεται ότι σωζόταν στον αρχαίο δήμο του Γαργηττού και ονομαζόταν Αρατήριον.
Η Βασιλεία
Μετά το τέλος του Αιγέα ο Θησέας έγινε βασιλιάς της Αθήνας, αφού πρώτα εξουδετέρωσε τα πενήντα ξαδέλφια του, παιδιά του αδερφού του Αιγέα, Πάλλαντα, που δεν τον θεωρούσαν νόμιμο διάδοχο του θρόνου. Η βασιλεία του Θησέα σημαδεύτηκε από τη συνένωση των δήμων της Αττικής και τη θεμελίωση των πρώτων θεσμών της Αθηναϊκής πολιτείας. Σύμφωνα με κάποιους μύθους ο Θησέας είχε εμπλακεί και στην εκστρατεία των επτά εναντίον των Θηβών.
Η εμπλοκή αυτή, βέβαια, ήταν έμμεση και είχε σχέση με τη διαφυγή του Αργείου βασιλιά Άδραστου και την ταφή των υπόλοιπων Αργείων. Ο Θησέας μόλις έμαθε την ανεπιτυχή έκβαση της εκστρατείας, τέθηκε επικεφαλής των πιο διαλεχτών παλικαριών της Αθήνας και έφτασε έξω από τα τείχη της Θήβας. Εκεί απαίτησε τους νεκρούς, κάτι το οποίο αρνήθηκαν οι υπερασπιστές της Θήβας.
Έτσι άρχισε μια φοβερή σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις του Θησέα από τη μια μεριά και του Κρέοντα και τους "Σπαρτούς" από την άλλη. Η μάχη ήταν σκληρή, αλλά ο Θησέας ανέβασε το φρόνημα των αντρών του, πείθοντάς τους ότι μάχονται για την ίδια την υπόσταση της Αθήνας. Η νίκη έστεψε τον Θησέα και οι Αθηναίοι πήραν τα πτώματα των Αργείων, τα οποία έθαψαν ή έκαψαν είτε στην περιοχή της Θήβας, είτε στην Αθήνα.
Ο μύθος θέλει στην εκστρατεία εναντίον των Αμαζόνων, των θρυλικών πολεμόχαρων γυναικών, να συνεργάζονται οι δυο κορυφαίοι ήρωες της ελληνικής μυθολογίας, ο Ηρακλής και ο Θησέας. Βέβαια, ο Θησέας φαίνεται πως έπαιξε κάπως υποδεέστερο ρόλο σ' αυτή την ιστορία η οποία είχε πρωταγωνιστή τον Ηρακλή. Παρόλα αυτά ο Θησέας βγήκε κερδισμένος απ' αυτή την εκστρατεία.
Ο Ηρακλής του έδωσε, κατ' άλλους την πήρε μόνος του, την περίφημη "ζώνη" της Αμαζόνας Ιππολύτης. Απ' αυτή την εκστρατεία κέρδισε για γυναίκα του και την αμαζόνα Αντιόπη, που σύμφωνα με κάποιες παραλλαγές του μύθου ήταν η ίδια η Ιππολύτη. Οι Αμαζόνες για να εκδικηθούν τον Θησέα οργάνωσαν εκστρατεία εναντίον της Αθήνας, η οποία, όμως, δεν πέτυχε. Σ' αυτή την αναμέτρηση σκοτώθηκε η Αντιόπη πολεμώντας στο πλευρό του άντρα της.
Μετά το θάνατο της Αντιόπης ο Θησέας παντρεύτηκε μια άλλη κόρη του Μίνωα, τη Φαίδρα. Η Φαίδρα, όμως, ερωτεύτηκε το γιο του Θησέα από την Αντιόπη, τον Ιππόλυτο. Ο Ιππόλυτος ήταν ένας όμορφος νέος και επιδέξιος κυνηγός, γι' αυτό και τον προστάτευε η Άρτεμη. Απέκρουσε τον παράφορο έρωτα της μητριάς του Φαίδρας, η οποία απελπισμένη αυτοκτόνησε αφήνοντας ένα γράμμα στο οποίο περιέγραφε τους λόγους της πράξης της. Ο Θησέας επιστρέφοντας από μακρινό ταξίδι βρήκε το γράμμα και κατηγορώντας τον Ιππόλυτο ως συνυπεύθυνο τον καταράστηκε.
Ο Ιππόλυτος προσπάθησε να φύγει μακριά, αλλά στο δρόμο του συνάντησε έναν ταύρο που έστειλε ο Ποσειδώνας και ο οποίος αφηνίασε τα άλογα του άρματος του νέου. Έτσι ο Ιππόλυτος βρήκε τραγικό θάνατο.
Η Αρπαγή της Ελένης και η Κάθοδος στον Άδη
Ο Θησέας ήταν ήδη πενήντα ετών, όταν έγινε ο πρώτος άρπαγας και σύζυγος της Ελένης, ενώ εκείνη δεν είχε φτάσει ακόμη σε ηλικία γάμου. Αυτή την αρπαγή, ωστόσο, δεν την έφερε μόνος του εις πέρας, αλλά με τη συντροφιά του Πειρίθου, επιστήθιου φίλου του από τη Θεσσαλία. Αποτελούσαν μαζί ένα δίδυμο αντίστοιχο των Διοσκούρων. Κάποτε οι δυο φίλοι βρέθηκαν στη Σπάρτη, όπου ο Θησέας είδε την Ελένη να χορεύει στον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος και πόθησε να την αποκτήσει.
Ο ήρωας μετά την αρπαγή οδήγησε την νεαρή νύφη στις Αφίδνες, όπου και την άφησε υπό την φροντίδα της μητέρας του Αίθρας, ενώ εκείνος αναχώρησε μαζί με τον Πειρίθου για νέες περιπέτειες. Και στην πρώτη της αρπαγή η Ελένη στάθηκε αφορμή ενός αιματηρού πολέμου, καθώς τα αδέλφια της ήρθαν να τη διεκδικήσουν και ήρθαν σε σύγκρουση με τους υπερασπιστές των Αφιδνών. Ο Θησέας τότε απουσίαζε σε μια παράτολμη επιχείρηση στον Κάτω Κόσμο. Οι Διόσκουροι κατάφεραν να πάρουν πίσω την Ελένη και μαζί της την Αίθρα η οποία μάλιστα την ακολούθησε αργότερα στην Τροία.
Η κάθοδος του Θησέα και του Πειρίθου στον Άδη είχε ως αιτία και πάλι την αρπαγή μιας γυναίκας. Αυτή τη φορά όμως η ποθητή γυναίκα ήταν η φοβερή Περσεφόνη, η μυστική Κόρη, η ίδια η κυρία του θανάτου και της αναγέννησης. Ο Πλούταρχος προσπαθεί να συγκαλύψει το αδιανόητο μιας τέτοιας επιδίωξης γράφοντας ότι ο Θησέας και ο Πειρίθους επισκέφτηκαν τον βασιλιά των Μολοσσών στην Ήπειρο, Αϊδωνέα με σκοπό να αρπάξουν την θυγατέρα του που ονομαζόταν Κόρη.
Είναι φανερό ότι ο Πλούταρχος θέλησε είτε να εκλογικεύσει και να δώσει ανθρώπινες διαστάσεις σ’ ένα εγχείρημα καθαρά αλλοκοσμικό είτε να αμβλύνει τις όποιες εντυπώσεις από μια επιδίωξη που φάνταζε τόσο ανόσια. Οι περισσότερες διηγήσεις πάντως αναφέρουν ξεκάθαρα ότι το παράτολμο ταξίδι του Θησέα και του Πειρίθου είχε ως προορισμό του τον Κάτω Κόσμο και ως σκοπό την αρπαγή της νύφης του Άδη. Αναφέρεται μάλιστα ότι εισήλθαν στο βασίλειο των νεκρών από μία είσοδο στο ακρωτήριο Ταίναρο.
Με κάποιον τρόπο ξεγέλασαν τον βαρκάρη Χάροντα και κατάφεραν, αν και ζωντανοί, να περάσουν στην απέναντι όχθη. Στα ανάκτορα του Άδη τους υποδέχτηκε ο ίδιος ο Κύριος των νεκρών. Οι δύο ήρωες προσπάθησαν να τον παραπλανήσουν σχετικά με τις πραγματικές τους προθέσεις, αλλά ο θεός φάνηκε άξιος αντίπαλος στην πονηριά. Τους έβαλε να καθίσουν σε θρόνους σκαλισμένους στο βράχο, όσο εκείνος θα τους έφερνε δώρα φιλοξενίας.
Το παντοδύναμο όπλο του θεού ήταν η λήθη. Η λήθη κράτησε τους δυο επίδοξους άρπαγες αιχμάλωτους σαν μαρμαρωμένους ή αλυσοδεμένους με αόρατα δεσμά. Αυτή τη φορά ο Θησέας δεν είχε τη βοήθεια του θεϊκού θηλυκού για να οδηγηθεί ξανά στο φως. Η Περσεφόνη δεν έκανε καν αισθητή την παρουσία της. Η σιωπή και η απουσία της καταδίκασαν τον Θησέα και τον Πειρίθου.
Φυσικά οι δύο ήρωες ήταν μυημένοι, αλλιώς δεν θα κατάφερναν να φτάσουν στο σημείο που έφτασαν.
Ίσως όμως υπερτίμησαν τις ικανότητές τους, καθώς το εγχείρημα που αποφάσισαν να φέρουν εις πέρας να ταξιδέψουν, δηλαδή, ζωντανοί στο βασίλειο των νεκρών και να αρπάξουν τη βασίλισσά τους, προδίδει μια αλαζονεία. Σ’ αυτή την αποστολή κίνητρο δεν υπήρξε η σωτηρία της πόλης ούτε το κοινό καλό, αλλά ένα προσωπικό καπρίτσιο. Ο Θησέας μην έχοντας καμιά θεϊκή υποστήριξη απέμεινε εγκλωβισμένος, βυθισμένος στη λησμονιά. Η Περσεφόνη θα έμενε απρόσιτη για τον θρυλικό άρπαγα γυναικών. Το ίδιο απρόσιτη είχε μείνει ουσιαστικά και η Αριάδνη.
Ο Ρόμπερτ Γκρέιβς εύστοχα παρατηρεί ότι η αποστολή του Θησέα στην Κρήτη και η κάθοδος στον Κάτω Κόσμο ‘αποτελούν τα δύο μέρη ενός και του αυτού συμφυρμένου μύθου’. Ο Κρητικός Λαβύρινθος με τις επτά σπείρες, το Κέλτικο σπειροειδές κάστρο της Αριάνρχοντ, η κατάβαση της Ίσιδος στον Κάτω Κόσμο μέσα από επτά στάδια και ο Κάτω Κόσμος του Άδη / Πλούτωνα και της Περσεφόνης αποτελούν πτυχές της ίδιας μυθολογικής παράδοσης.
Ο μυημένος Θησέας όμως έμελλε να μείνει γνωστός για μία μόνο θριαμβευτική έξοδο, αυτή από τον Κρητικό Λαβύρινθο. Η ύβρις που είχε διαπράξει με την εισβολή του στον Κάτω Κόσμο και κυρίως με την πρόθεσή του να απαγάγει την Περσεφόνη κι έτσι να διαταράξει την κοσμική ισορροπία δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Ωστόσο, κάποια στιγμή ήρθε η σωτηρία στο πρόσωπο ενός άλλου μυημένου ήρωα, του Ηρακλή. Ο Ηρακλής μάλιστα, σύμφωνα με τον μύθο, μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια ύστερα από παρότρυνση του Θησέα.
Συνάντησε τους δυο ήρωες, όταν κατέβηκε στον Άδη με σκοπό την αιχμαλωσία του Κέρβερου. Έσωσε τον καταδικασμένο Θησέα ελευθερώνοντάς τον από το βράχο, δεν μπόρεσε όμως να κάνει το ίδιο και για τον Πειρίθου. Ο πιστός φίλος του Θησέα είχε ήδη κατασπαραχθεί από τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο φύλακα της πύλης του άλλου κόσμου.
Από τον Κάτω Κόσμο στην Εξορία
Ο Πειρίθοος ήταν τρελά ερωτευμένος με την Περσεφόνη, την αρχόντισσα του Κάτω Κόσμου, και ήθελε με κάθε τρόπο να την κάνει δική του. Ο Θησέας του υποσχέθηκε πως θα τον συντρόφευε σ' αυτή του την περιπέτεια.
Οι δύο φίλοι πήραν το δρόμο για το βασίλειο του Άδη, αλλά μόλις πέρασαν τον Αχέροντα ποταμό τούς σταμάτησαν οι Ερινύες και τους έδεσαν, σύμφωνα με τις διαταγές του Άδη, σε ένα βράχο που είχε τη δύναμη να τραβά σαν μαγνήτης όποιον καθόταν επάνω του. Από τα παράξενα αυτά δεσμά τούς ελευθέρωσε ένας άλλος ήρωας που δεν ήξερε τι σημαίνει φόβος ο Ηρακλής.
Ο Ηρακλής απελευθέρωσε πρώτα το Θησέα, αλλά, πριν προλάβει να επιστρέψει για να σώσει και τον Πειρίθοο, ένας σεισμός συντάραξε τον Άδη και όλα τα περάσματα καταστράφηκαν. Από τότε, ο Θησέας παρέμεινε στο πλευρό του σωτήρα του και έγινε αχώριστος σύντροφός του σε αναρίθμητες περιπέτειες. Για πρώτη φορά, οι δύο ήρωες πολέμησαν μαζί ενάντια στις Αμαζόνες.
Στο βασίλειο των Αμαζόνων, ο Θησέας κέρδισε την αγάπη της βασίλισσάς τους, της Ιππολύτης, που του χάρισε κι ένα γιο, τον Ιππόλυτο. Όταν οι πολεμοχαρείς αυτές γυναίκες επιτέθηκαν στους άνδρες του Ηρακλή, παρασυρμένες από την Ήρα, που ήθελε να τιμωρήσει το γιο του Δία, η Ιππολύτη πάλεψε με όλες της τις δυνάμεις στο πλευρό του άντρα της, αλλά τελικά βρήκε το θάνατο από ένα βέλος που μια από τις Αμαζόνες εκτόξευσε εναντίον της.
Μόλις ο Θησέας επέστρεψε στην Αθήνα, όμως, έπειτα από αυτή του την περιπέτεια, βρήκε στο θρόνο του ένα σφετεριστή. Οι Διόσκουροι, που ήθελαν να απελευθερώσουν την Ελένη, είχαν καταλάβει την Αττική και είχαν δώσει την εξουσία στο Μενεσθέα, που ήταν πλέον ο νέος βασιλιάς της πόλης.
Αντί να ξεκινήσει έναν εμφύλιο πόλεμο στην ίδια του την πόλη, ο Θησέας προτίμησε να φύγει εξόριστος και να ταξιδέψει μέχρι τη Σκύρο, όπου τον φιλοξένησε στο παλάτι του ο βασιλιάς του νησιού Λυκομήδης. Ο ηγεμόνας, όμως, αυτός, παρά την ευγένεια που έδειξε στον Αθηναίο βασιλιά, στην πραγματικότητα φοβόταν τη δύναμη και την εξουσία του. Για να προστατεύσει, λοιπόν, τον εαυτό του και το θρόνο του, αποφάσισε να σκοτώσει το Θησέα.
Η Συμμετοχή του Θησέα στη Σύγκρουση Κενταύρων και Λαπιθών
Ο Θησέας είχε έναν πολύ καλό φίλο, τον Πειρίθοο, βασιλιά μιας μυθικής Θεσσαλικής φυλής, των Λαπιθών. Ο θρύλος αναφέρει ότι η βαθιά αυτή φιλία ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Πειρίθοου, που ήθελε πάση θυσία να γνωρίσει τον Θησέα. Έκλεψε, λοιπόν, ένα κοπάδι αγελάδες του Θησέα από τον Μαραθώνα και περίμενε τον ήρωα να τον κυνηγήσει. Η συνάντησή τους ήταν συγκλονιστική. Ο Πειρίθοος τον περίμενε ήσυχα και όταν ήρθαν αντιμέτωποι, άρχισαν να θαυμάζουν ο ένας τον άλλον.
Στο τέλος, έγιναν φίλοι μια και ο Πειρίθοος αναγνώρισε το λάθος του και δήλωσε έτοιμος να δεχτεί οποιαδήποτε ποινή, πράγμα το οποίο εκτίμησε ο Θησέας. Όπως συνηθιζόταν ανάμεσα στους ήρωες εκείνη την εποχή, η φιλία τους σφραγίστηκε από όρκους για μελλοντική βοήθεια σε οποιοδήποτε πρόβλημα αντιμετώπιζαν είτε ο ένας είτε ο άλλος. Έτσι ο Θησέας έτρεξε να βοηθήσει το φίλο του όταν ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ των Λαπιθών και των Κενταύρων -μισών ανθρώπων, μισών αλόγων- που κατοικούσαν στο Πήλιο.
Ο μύθος λέει ότι οι Κένταυροι, καλεσμένοι στους γάμους του Πειρίθοου με την Ιπποδάμεια, επιχείρησαν να κλέψουν τις γυναίκες των Λαπιθών. Η προσβολή ήταν μεγάλη και έπρεπε να ξεπλυθεί μόνο με αίμα. Πράγματι, ο Πειρίθοος με τη βοήθεια του Θησέα εξόντωσε πολλούς Κένταυρους. Η φιλία των δυο ηρώων συνδέεται και με την προσπάθεια ν' αρπάξουν δυο από τις ωραιότερες γυναίκες της εποχής, τις κόρες του Δία, Ελένη και Περσεφόνη. Την Ελένη, τη γνωστή "ωραία Ελένη", που έγινε αιτία για τον Τρωικό πόλεμο, άρπαξαν όταν ήταν μόλις δώδεκα χρονών και την έφεραν στην Αττική, στην περιοχή των Αφιδνών.
Ο Θησέας είχε θαμπωθεί από την ομορφιά της και σκόπευε να την παντρευτεί. Έπρεπε, όμως, να "νοικοκυρευτεί" και ο Πειρίθους. Αυτός είχε βάλει στο μάτι την Περσεφόνη, την κόρη της Δήμητρας που είχε αρπάξει ο Πλούτωνας και την είχε πάει στον Κάτω Κόσμο. Έτσι, λοιπόν, οργάνωσαν μια κάθοδο στον Άδη για να πάρουν την όμορφη κόρη.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ ΗΡΩΑ
Μετά τη διάσωσή του από τον Ηρακλή, ο Θησέας επέστρεψε στην Αθήνα, όπου η πολιτική κατάσταση ήταν έκρυθμη, λόγω της μακροχρόνιας απουσίας του ηγέτη της. Οι Αθηναίοι είχαν ήδη δυσαρεστηθεί με τον Θησέα, καθώς τους είχε οδηγήσει σε άσκοπες διαμάχες με τους Διόσκουρους που διεκδικούσαν την Ελένη, ενώ ο ίδιος δεν ήταν καν παρών για να υπερασπιστεί τα κεκτημένα του. Ερμηνεύοντας την ανάγκη του ήρωα για περισσότερη γνώση, δύναμη και περιπέτεια ως έναν απερίσκεπτο τυχοδιωκτισμό, ύψωσαν εναντίον του τείχη μίσους και αμφισβήτησης.
Ίσως από τη δική τους οπτική να μην είχαν και τόσο άδικο. Ίσως ο Θησέας υπερτίμησε την ικανότητα του Αθηναϊκού λαού για αυτοδιαχείριση, νομίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα του άφηνε περιθώρια και για άλλες προσωπικές του επιδιώξεις. Απελπισμένος από την αδυναμία του να επιβάλει την πειθαρχία ακόμη και με τη βία, έφυγε για το νησί της Σκύρου. Εκεί, όπως περιγράφει ο Πλούταρχος, βρήκε το θάνατο από τον βασιλιά της Σκύρου Λυκομήδη ο οποίος τον έσπρωξε από την κορυφή ενός βουνού του νησιού στο κενό. Σ’ αυτή τη διήγηση του αποδίδεται ένας θάνατος αντίστοιχος με εκείνον του πατέρα του, Αιγέα.
Τα υποτιθέμενα λείψανά του μεταφέρθηκαν πολύ αργότερα στην Αθήνα μετά από χρησμό της Πυθίας και τοποθετήθηκαν στο σημερινό Θησείο, το οποίο καθιερώθηκε ως τόπος λατρείας του ήρωα.
Ποτέ, ωστόσο, δεν βρέθηκε στη Σκύρο ή οπουδήποτε αλλού επίσημος τάφος ή έστω κάποιο μνημείο του Θησέα. Το τέλος του δίχως σαφή ίχνη παρά μόνο εκατοντάδες χρόνια αργότερα φαντάζει περισσότερο με εξαφάνιση παρά με θάνατο, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Κερένυϊ.
Ο Θησέας υπήρξε ο ήρωας που μυήθηκε στα Ελευσίνια και στα Κρητικά μυστήρια και ήρθε αμέτρητες φορές αντιμέτωπος με τις χθόνιες και αλλοκοσμικές δυνάμεις, καθώς και με την ίδια τη Μεγάλη Θεά της ζωής και του θανάτου σε διάφορες εκδηλώσεις της. Επιπλέον, ήταν ο μόνος άνθρωπος που στάθηκε μάρτυρας του αινιγματικού θανάτου (εξαφάνισης;) του Οιδίποδα. Ήταν εκείνος που με τη βοήθεια του θεϊκού έρωτα, ενώ κατέβηκε στα έγκατα της γης, έφτασε στα αστέρια και τη συμπαντική γνώση.
Ένα τέλος σαν αυτό που του αποδίδεται μοιάζει παράταιρο, ακόμη και στα πλαίσια του μύθου. Μοιάζει σαν ένα τέλος δίχως σκοπό, κάτι που είναι οξύμωρο, αφού τέλος σημαίνει σκοπός. Μήπως αυτή η πτώση του Θησέα από τη βουνοκορφή στο κενό περιγράφει με κωδικό τρόπο μία εξέλιξη διαφορετική, ίσως μυστική και ακατανόητη για τους πολλούς; Μήπως επρόκειτο για την ύστατη μυητική πράξη και δοκιμασία; Γιατί όχι; Ίσως τελικά ο ήρωας να κατάφερε το οριστικό άλμα προς τα άστρα.
ΑΠΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΘΛΩΝ ΤΟΥ ΘΗΣΕΑ
O Θησέας κατέχει περίοπτη θέση στους Ήρωες των Ιώνων, καθώς πραγματοποίησε πολλούς άθλους, πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, πολέμησε με τον Ηρακλή εναντίον των Αμαζόνων, αλλά και ένωσε τις πόλεις της Αττικής σε μία, δίνοντας τους το όνομα «αι Αθήναι», προς τιμήν της Θεάς Αθηνάς. (Η οποία είχε κερδίσει τον Ποσειδώνα στον αγώνα για την πόλη στα χρόνια του Κέκροπα).
Πατέρας του Θησέα ήταν ο Αιγέας, και μητέρα του η Αίθρα, κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας. Παρόλο που είχε παντρευτεί ήδη δύο φορές ο Αιγέας δεν μπορούσε να αποκτήσει διάδοχο, για αυτό τον λόγο ζήτησε χρησμό από το Μαντείο των Δελφών. Το Μαντείο του έδωσε τον ακόλουθο χρησμό: «Μην ανοίξεις το ασκί του κρασιού σου πριν φτάσεις στην Αθήνα».
Ο Αιγέας μη κατανοώντας τον χρησμό, επισκέφθηκε τον φημισμένο για την σοφία του βασιλιά της Τροιζηνίας Πιτθέα, με σκοπό να ζητήσει τη συμβουλή του. O Πιτθέας κατάλαβε πως ο Αιγέας θα αποκτούσε σύντομα ένα γιο, και πως θέλημα των θεών ήταν το παιδί αυτό να γεννηθεί στην Αθήνα, έτσι ώστε να υπάρξει συνεχεία στη γενιά του βασιλιά. Υποκρίθηκε όμως πως δεν μπορούσε να ερμηνεύσει τον χρησμό.
Ο Πιτθέας που είχε μία κόρη σε ηλικία γάμου την Αίθρα, και θέλοντας να επωφεληθεί της περιστάσεως διοργάνωσε γιορτή προς τιμήν του Αιγέα. Το κρασί έρεε άφθονο, και στο τέλος ο Αιγέας μεθυσμένος πέρασε τη νύχτα με την Αίθρα. Το επόμενο πρωί καταλαβαίνοντας τι είχε γίνει, ο Αιγαίας είπε στην Αίθρα πως εάν αποκτούσε παιδί από την συνεύρεση του μαζί της το προηγούμενο βράδυ, θα έπρεπε να μην το μάθει κανείς. Και αυτό διότι οι Παλλαντίδες οι 50 γιοι του αδελφού του Πάλλαντα, διεκδικούσαν το θρόνο του.
Φεύγοντας όμως άφησε πίσω το ξίφος του και ένα ζευγάρι σανδάλια κάτω από ένα βράχο, και είπε στην Αίθρα πως αν το παιδί ήταν αγόρι, όταν θα γινόταν έφηβος, θα έπρεπε να σηκώσει τον βράχο και αφού έπαιρνε το ξίφος και τα σανδάλια, θα έπρεπε να πάει να τον βρει στην Αθήνα. Όντως η Αίθρα έκανε ένα αγόρι τον Θησέα, ο οποίος μεγάλωσε στην Τροιζήνα.
Πριν ακόμα γίνει 7 ετών, επισκέφθηκε την Τροιζήνα ο Ηρακλής. Ο Θησέας έπαιζε με άλλα παιδιά όταν είδαν τον Ηρακλή ο οποίος φόραγε την τρομερή του λεοντή. Και ενώ όλα τα παιδιά φοβήθηκαν και κρύφτηκαν, ο Θησέας νομίζοντας πως η λεοντή ήταν πραγματικό λιοντάρι, άρπαξε ένα τσεκούρι και όρμησε να το σκοτώσει ξαφνιάζοντας τον Ηρακλή.!!!
Όταν ο Θησέας έγινε 16 χρονών η Αίθρα τον οδήγησε στο σημείο που είχε αφήσει ο πατέρας του Αιγαίας το ξίφος και τα σαντάλια του. Ο Θησέας σήκωσε με ευκολία την μεγάλη πέτρα, και αποφάσισε να πάει στην Αθήνα για να βρει τον πατέρα του Αιγέα. Ο Παππούς του Πιτθέας και η μητέρα του Αίθρα, τον παρακαλούσαν να ταξιδέψει με πλοίο, διότι ο δρόμος ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος και γεμάτος ληστές. Ο Θησέας όμως ήθελε να νικήσει τους ληστές και γίνει ήρωας σαν τον Ηρακλή, που τόσο θαύμαζε.
Οι Άθλοι
1. Ο Περιφήτης : Στον δρόμο του για την Αθήνα η πρώτη δοκιμασία που έπρεπε να φέρει εις πέρας ήταν αντιμετώπιση του ληστή Περιφήτη (ο περιώνυμος), ο οποίος ήταν γιος του Ήφαιστου, και δρούσε στο βουνό Αραχναίο, κοντά στην Επίδαυρο. Εκεί έστηνε καρτέρι στους περαστικούς και τους σκότωνε με ένα μεγάλο μεταλλικό ρόπαλο, γι’ αυτό ονομαζόταν και Κορυνήτης (από την «κορύνη», που στα Αρχαία Ελληνικά σήμαινε «ρόπαλο»). Αφού ο Θησέας σκότωσε τον Περιφήτη, πήρε μαζί του την κορύνη.
''Εκείνο τον καιρό στο δρόμο που ένωνε την Πελοπόννησο με την Αττική σύχναζαν πολλοί κακοποιοί που λήστευαν και σκότωναν τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες. Ο Ηρακλής δεν μπορούσε να εγγυηθεί την ασφάλεια των περαστικών, αφού και ο ίδιος ήταν αιχμάλωτος στη Λυδία, όπου τον είχε οδηγήσει μια από τις πολλές του περιπέτειες. Χωρίς, λοιπόν, την παρουσία αυτού του γενναίου τιμωρού, οι κακοποιοί της περιοχής είχαν ξαναβρεί τα παλιά τους λημέρια και έκαναν τις επιθέσεις τους ανενόχλητοι.
Ο Θησέας, λοιπόν, πηγαίνοντας στην Αθήνα χρειάστηκε να έρθει αντιμέτωπος με ένα σωρό δυσκολίες και εμπόδια. Ο πρώτος κακοποιός που συνάντησε ήταν ο Περιφήτης, γνωστός και με το παρατσούκλι «ο άνθρωπος με το ρόπαλο». Λεγόταν πως ήταν γιος του Ηφαίστου, του θεού της φωτιάς και των μετάλλων. Ο πατέρας του, όταν ο Περιφήτης ήταν ακόμα μικρός, του είχε δωρίσει ένα σιδερένιο ρόπαλο, αλλά εκείνος, όταν μεγάλωσε, αντί να το χρησιμοποιεί για να προστατεύει τους αδυνάτους, το είχε μετατρέψει σε όπλο και με αυτό λήστευε τους ταξιδιώτες.
Κρυβόταν στους θάμνους στην άκρη του δρόμου και, μόλις έβλεπε κάποιο μοναχικό διαβάτη, πεταγόταν από την κρυψώνα του, του έπαιρνε με τη βία καθετί πολύτιμο και μετά, χτυπώντας τον με το σιδερένιο ρόπαλο, τον σκότωνε. Ο Θησέας ήρθε αντιμέτωπος με το ληστή και τον σκότωσε παίρνοντας μαζί του και το πελώριο σιδερένιο ρόπαλό του.''
2. Ο Σίνις ο Πιτυοκάμπτης: Όταν ο Θησέας έφθασε στις Κεγχρεές κοντά στον Ισθμό, συνάντησε τον γιο του Ποσειδώνα, Σίνι τον Πιτυοκάμπτη. Ο Σίνις σκότωνε τους περαστικούς δένοντας τους σε λυγισμένες κορυφές πεύκων τις οποίες ξαφνικά άφηνε ελεύθερες, σχίζοντας έτσι τα θύματα του στα δύο. Ο Σίνις μετά από σύντομη μάχη με τον Θησέα, νικήθηκε και τιμωρήθηκε από τον Θησέα με τον ίδιο τρόπο που τιμωρούσε τα θύματα του.
3. H Φαία: Περνώντας την Κόρινθο, έφτασε στον Κρομμύωνα. Εκεί σκότωσε την άγρια γουρούνα Φαία (σκοτεινή) κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας και μητέρα του Καλυδώνιου και του Ερυμάνθιου κάπρου, η οποία έκανε προκαλούσε καταστροφές στην περιοχή.
4. O Σκίρωνας: Στην συνέχεια στις Σκιρωνίδες Πέτρες (σημερινή Κακιά Σκάλα), συνάντησε τον Σκίρωνα γιο του Κορίνθου και εγγονό του Πέλοπα, σε ένα σημείο όπου ο δρόμος κατέληγε σε ένα στενό μονοπάτι, το οποίο χώραγε ένα μόνο ένα ταξιδιώτη. Εκεί ο Σκίρωνας υποχρέωνε τους περαστικούς να σκύψουν να του πλύνουν τα πόδια. Τότε τους κλώτσαγε και έπεφταν στον γκρεμό, όπου βρισκόταν μια τεράστια σαρκοφάγα χελώνα, που τους καταβρόχθιζε. Ο Θησέας πλήρωσε το Σκίρωνα με το ίδιο νόμισμα, ενώ αργότερα κατέβηκε στην παραλία και σκότωσε τη χελώνα, κάνοντας το καβούκι της ασπίδα.
''Όταν, όμως, το θύμα του υπάκουε και γονάτιζε ταπεινωμένο για να του πλύνει τα πόδια, ο Σκίρωνας του έδινε μια απότομη κλοτσιά και το έριχνε στη θάλασσα, όπου η πεινασμένη χελώνα το κατασπάραζε. Ο Θησέας κατάλαβε αμέσως πως ο άνθρωπος αυτός ήταν επί κίνδυνος.
Έτσι, όταν γονάτισε μπροστά του και ο Σκίρωνας ήταν έτοιμος να τον κλοτσήσει, ο ατρόμητος νέος με μια γρήγορη κίνηση απέφυγε την κλοτσιά, άρπαξε τη μεταλλική λεκάνη που βρισκόταν μπροστά του και χτύπησε με αυτήν το κεφάλι του Σκίρωνα. Εκείνος ζαλισμένος έχασε την ισορροπία του και έπεσε στη θάλασσα, όπου τον κατασπάραξε η τεράστια χελώνα.''
5. Ο Πυγμάχος Κερκύονας : Στην Ελευσίνα ο Θησέας νίκησε τον γιο του Ποσειδώνα Πυγμάχο Κερκύονα, ο οποίος προκαλούσε τους διαβάτες σε μάχη μέχρι θανάτου. Ο Θησέας τον σήκωσε ψηλά και τον προσεδάφισε με τόση δύναμη, που σκοτώθηκε.
''Κοντά στην πόλη της Ελευσίνας ο Θησέας συνάντησε τον Κερκύονα, ένα θεόρατο, μυώδη άντρα, ο οποίος ανάγκαζε τους ταξιδιώτες να παλέψουν μαζί του, τους νικούσε και ύστερα τους σκότωνε. Παρά τη θαυμαστή ικανότητα του Κερκύονα στην πάλη, ο Θησέας κατάφερε να αποκρούσει τα χτυπήματα του και με τα δυνατά του χέρια σήκωσε το μεγαλόσωμο άνδρα στον αέρα, τον πέταξε με δύναμη στο χώμα και τον σκότωσε.''
6. Ο Προκρούστης : Στο έκτο του κατόρθωμα ο Θησέας αντιμετώπισε το γιο του Ποσειδώνα ληστή Προκρούστη. Ο Προκρούστης προσφερόταν να παράσχει φιλοξενία στους περαστικούς, αλλά τους υποχρέωνε να ξαπλώσουν σε δύο κρεβάτια που είχε. Τους ψηλούς τους έβαζε σε ένα μικρό κρεβάτι, ενώ τους κοντούς σε ένα μεγάλο. Από τους μεν ψηλούς έκοβε το εξέχον άκρο, από τους δε κοντούς τους έδενε με λουριά και τους τέντωνε μέχρι να φτάσουν το απαιτούμενο μήκος.
Και στις δύο περιπτώσεις, αφού ολοκλήρωνε τα βασανιστήριά του, τους σκότωνε και έπαιρνε τα χρήματα τους. Και ο Προκρούστης είχε την τύχη των προηγούμενων ληστών, καθώς ο Θησέας τον σκότωσε με τον ίδιο τρόπο που αυτός σκότωνε τα θύματά του.
Τον Θησέα στην συνέχεια καλωσόρισαν στην Ιερά οδό οι Φυταλίδες προσφέροντας θυσίες στον τον Δία, εξαγνίζοντας τον παράλληλα για τους φόνους των ληστών. Εκείνη την εποχή ο Αιγέας ήταν νυμφευμένος με τη μάγισσα Μήδεια, κόρη του βασιλιά Αιήτη της Κολχίδας. Η Μήδεια γνώριζε την ταυτότητα του Θησέα, σε αντίθεση με τον Αιγέα. Η Μήδεια προειδοποιούσε τον Αιγέα πως ο Θησέας θα ερχόταν να καταλάβει το βασίλειο του, αποφεύγοντας να του αποκαλύψει ότι ήταν ο γιος του, που είχε πια ενηλικιωθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον έπεισε να σκοτώσει το Θησέα, όταν αυτός θα έφτανε στην Αθήνα.
Όντως ο Αιγέας υποδέχτηκε με τιμές το Θησέα, του οποίου τα κατορθώματα τον είχαν κάνει ήδη διάσημο στην πόλη, και διοργάνωσε προς τιμήν του συμπόσιο στο οποίο του προσέφερε ένα κρασί με δηλητήριο επηρεασμένος από τα ψέματα της Μήδειας. Κατά την τελετή της σπονδής ο Θησέας σήκωσε το σπαθί του για να κόψει ένα κομμάτι από το θυσιασμένο ζώο. Τότε ο Αιγέας αναγνώρισε το ξίφος και τα σαντάλια του, και πέταξε το δηλητήριο από τα χέρια του Θησέα, αναγνωρίζοντας πως είναι πράγματι ο γιος του.
Στην συνέχεια θέλοντας να τιμωρήσει τη Μήδεια που τον είχε ξεγελάσει, την εξόρισε στην πατρίδα της και παρουσίασε Θησέα στο λαό των Αθηνών. Οι ανιψιοί του (γιοι του Πάλλαντα), χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και προσπάθησαν να δολοφονήσουν το Θησέα. Ο Θησέας κατάφερε να πληροφορηθεί τον σκοπό τους από τον κήρυκα Λεώς (λαός), και σκότωσε πολλούς από αυτούς, ενώ όσοι γλίτωσαν τράπηκαν σε φυγή.
Ο Θησέας συνεπώς με τη βοήθεια του «λαού» όμως υποδεικνύει η ιστορία, εξασφάλισε την κυριαρχία του στην Αττική. Λίγο μετά την άφιξη του στην Αθήνα, ο Θησέας συνόδεψε τον Ηρακλή στην άθλο της ζώνης της Αμαζόνας Ιππολύτης. Εκεί ο Θησέας ερωτεύτηκε τη βασίλισσα των Αμαζόνων Αντιόπη, την οποία πήρε μαζί του στην Αθήνα και την έκανε γυναίκα του. Οι Αμαζόνες για να εκδικηθούν την αρπαγή της Ιππολύτης κατευθύνθηκαν με εχθρικές διαθέσεις προς την Αθήνα. Ο Θησέας τις νίκησε, αλλά η Αντιόπη πέθανε μαχόμενη στο πλευρό του άνδρα της.
7. Ο Ταύρος του Μαραθώνα : Ο επόμενος άθλος του ήταν η αιχμαλωσία ενός ταύρου που σύμφωνα με μία εκδοχή ήταν εκείνος που αναδύθηκε από τη θάλασσα στην Κρήτη με τον οποίο έσμιξε η βασίλισσα Πασιφάη, γεννώντας τον Μινώταυρο. Τον ταύρο τον είχε φέρει ο Ηρακλής από την Κρήτη μετά από εντολή του Ευρυσθέα. Στο δρόμο για τον Μαραθώνα έπιασε καταιγίδα και τον Θησέα φιλοξένησε μία ηλικιωμένη γυναίκα η Εκάλη (σε αυτή οφείλει το όνομα της η σημερινή ομώνυμη περιοχή), θέλοντας να τον ευχαριστήσει επειδή είχε σκοτώσει τον Κερκύονα, θύματα του οποίου ήταν και οι δύο γιοι της.
Ο Θησέας κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει ζωντανό τον ταύρο. Τον οδήγησε στην Αθήνα δεμένο από τα κέρατα, ανέβηκε στην Ακρόπολη και εκεί τον θυσίασε στο βωμό του Δελφινίου Απόλλωνα.
8. Ο Μινώταυρος : Αργότερα ο Θησέας θέλησε να τερματίσει το βάναυσο φόρο αίματος που πλήρωνε η πόλη κάθε εννιά χρόνια με εφτά νέους και εφτά νέες στην Μινωική Κρήτη. Η βάναυση αυτή ποινή είχε οριστεί από τον Μίνωα διότι ο γιος του Μίνωα Ανδρόγεως, είχε πάρει μέρος σε αγώνες στα Παναθήναια επιτυγχάνοντας πολλές νίκες, προκαλώντας έτσι τον φθόνο των Αθηναίων, οι οποίοι τον σκότωσαν.
Ο Μίνωας για να τιμωρήσει τους Αθηναίους κήρυξε νικηφόρο πόλεμο στην Αθήνα. Ως ποινή των Αθηναίων όρισε κάθε χρόνο εφτά νέοι Αθηναίοι και εφτά νέες Αθηναίες, να στέλνονται στην Κρήτη και να θυσιάζονται στον σαρκοφάγο Μινώταυρο. Ποίος όμως ήταν ο Μινώταυρος; Πριν ο Μίνωας γίνει βασιλιάς ζήτησε από το θεό Ποσειδώνα ένα σημάδι για το ποίος αυτός ή ο αδερφός του, έπρεπε να ανέβουν στο θρόνο. Ο Θεός έστειλε έναν όμορφο λευκό ταύρο και ζήτησε από το Μίνωα να θυσιάσει αυτόν τον ταύρο στον ίδιο.
Ο Μίνωας όμως εντυπωσιασμένος από τον ταύρο, θυσίασε έναν άλλο ελπίζοντας ότι ο Θεός δε θα το προσέξει. Ο Ποσειδώνας όμως κατάλαβε τι είχε γίνει εξοργίστηκε, και έκανε τη γυναίκα του Μίνωα Πασιφάη να ερωτευτεί τον ταύρο. Η γυναίκα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος της, και ζήτησε βοήθεια από το μηχανικό Δαίδαλο. Αυτός κατασκεύασε ένα κενό ομοίωμα αγελάδας η Πασιφάη μπήκε μέσα σε αυτό, και ο ταύρος ζευγάρωσε μαζί της.
Από την άνομη αυτή ένωση γεννήθηκε ο Μινώταυρος, ένα αιμοσταγές τέρας που είχε την μορφή μισού ανθρώπου και μισού ταύρου. Μην μπορώντας να ανεχτεί την θυσία των Αθηναίων ο Θησέας, συμμετείχε εθελοντικά στους νέους που θα πήγαιναν στην Κρήτη, θυσιαζώμενοι στον τρομερό Μινώταυρο. Το πλοίο σάλπαρε με μαύρα πανιά σημάδι πένθους. Ο Αιγέας για την επιστροφή τους είχε δώσει και λευκά πανιά, τα οποία θα χρησιμοποιούσαν εάν ο Θησέας επέστρεφε νικητής.
Όταν ο Θησέας έφτασε στην Κρήτη τον είδε η Αριάδνη κόρη του Βασιλιά Μίνωα και τον ερωτεύτηκε. Για αυτό τον λόγο, λίγο πριν οι νέοι Αθηναίοι οδηγηθούν στο Λαβύρινθο (τον οποίο είχε επινοήσει ο Δαίδαλος), του έδωσε ένα κουβάρι από κλωστή (τον γνωστό μίτο της Αριάδνης), συμβουλεύοντάς τον να δέσει το ένα άκρο του στην είσοδο του Λαβύρινθου και καθώς προχωρούσε να ξετυλίγει το κουβάρι, ώστε να μπορέσει να βρει το δρόμο προς την έξοδο.
Ο Θησέας κατάφερε να νικήσει τον Μινώταυρο, γλίτωσε τους συντρόφους του και χρησιμοποιώντας το μίτο της Αριάδνης, κατόρθωσαν να βγουν από το Λαβύρινθο. Μαζί με τους συντρόφους του αλλά και την Αριάδνη απέπλευσαν κρυφά από το λιμάνι της Κνωσού. Στο δρόμο τους σταμάτησαν στην Νάξο (η οποία τότε ονομαζόταν Δία), όπου και παρέμεινε η Αριάδνη, καθώς στο όνειρο του Θησέα εμφανίστηκε ο Θεός Διόνυσος, λέγοντας του πως θα έπρεπε να φύγουν από το νησί δίχως την Αριάδνη, η οποία θα έπρεπε ήταν γραφτό να γίνει γυναίκα του Θεού.
Πλησιάζοντας στην Αθήνα πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας, κανένας δεν θυμήθηκε να αλλάξει τα μαύρα πανιά του πλοίου και να βάλει τα λευκά. Έτσι ο Αιγέας που περίμενε στο Σούνιο την επιστροφή του γιου του, βλέποντας το πλοίο να φτάνει με μαύρα πανιά, συμπέρανε πως ο γιος του είχε πεθάνει και θλιμμένος έπεσε και πνίγηκε στο πέλαγος, το οποίο ονομάστηκε προς τιμή του Αιγαίο.
Αργότερα και σε ηλικία πενήντα ετών, ο Θησέας είδε την ωραία Ελένη να χορεύει στον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος και θέλησε να την αποκτήσει. Ο Θησέας την άρπαξε και την άφησε στην φροντίδα της μητέρας του Αίθρας στις Αφίδνες. Τότε ήταν η πρώτη φορά που η ωραία Ελένη στάθηκε αφορμή ενός αιματηρού πολέμου (η δεύτερη ήταν με τον Τρωικό πόλεμο), καθώς τα αδέλφια της ήρθαν να τη διεκδικήσουν και έτσι συγκρούστηκαν με τους υπερασπιστές των Αφιδνών. Οι Διόσκουροι κατάφεραν να πάρουν πίσω την Ελένη και μαζί της την Αίθρα η οποία μάλιστα την ακολούθησε αργότερα στην Τροία.
9. Η Κάθοδος στον Άδη : Οι άθλοι του Θησέως τελειώνουν με ένα παράτολμο επιχείρημα. Την κάθοδο του μαζί με τον φίλο του Πειρίθο στον Άδη, με σκοπό την αρπαγή της Περσεφόνης (την σύζυγο του Πλούτωνα). Μπήκαν στο βασίλειο των νεκρών από μία είσοδο στο ακρωτήριο Ταίναρο, ξεγέλασαν τον βαρκάρη Χάροντα και κατάφεραν ζωντανοί να περάσουν στην απέναντι όχθη. Στα ανάκτορα του κάτω κόσμου τούς σταμάτησαν οι Ερινύες οι οποίες κατ’ εντολή του Άδη τους έδεσαν σε θρόνους σκαλισμένους πάνω στον βράχο της λήθης.
Η λήθη κράτησε τους δυο επίδοξους άρπαγες αιχμάλωτους βυθισμένους στη λησμονιά. Η ύβρις που είχαν διαπράξει με την εισβολή τους στον Κάτω Κόσμο, και κυρίως η πρόθεση τους να απαγάγουν την Περσεφόνη κι έτσι να διαταραχθεί η κοσμική ισορροπία, δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Η σωτηρία ήρθε μέσω του Ηρακλή. Ο Ηρακλής συνάντησε τους δυο ήρωες όταν κατέβηκε στον Άδη με σκοπό την αιχμαλωσία του Κέρβερου. Έσωσε τον καταδικασμένο Θησέα ελευθερώνοντάς τον, δεν μπόρεσε όμως να κάνει το ίδιο και για τον Πειρίθο.
Ο πιστός φίλος του Θησέα είχε ήδη κατασπαραχθεί από τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο φύλακα της πύλης του άλλου κόσμου. Το τέλος του Θησέα ήρθε από τον βασιλιά Λυκομήδη στην Σκύρο, όταν ο δεύτερος τον έριξε από ένα απόκρημνο βράχο. Τα λείψανα του Θησέα βρέθηκαν πολλά χρόνια αργότερα στη Σκύρο, έπειτα από υπόδειξη του μαντείου των Δελφών.«Σκάψτε κάτω από το λόφο όπου έχει τη φωλιά του ένας πελώριος αετός» είχε πει η ιέρεια.
Πράγματι εκεί βρέθηκαν τα οστά του Θησέα τα οποία μεταφέρθηκαν αργότερα στην Αθήνα και τοποθετήθηκαν στο σημερινό Θησείο, το οποίο καθιερώθηκε ως τόπος λατρείας του ήρωα.
Αυτή είναι εν τάχη η ιστορία του Θησέα σύμφωνα με την μυθολογία.
Θα ακολουθήσει μία προσπάθεια ερμηνείας των άθλων σε ένα δεύτερο επίπεδο αποσυμβολισμού του μύθου. Θα πρέπει αρχικά να επισημανθεί πως οι ήρωες για τους αρχαίους Έλληνες σηματοδοτούσαν την ικανότητα υπέρβασης και εξύψωσης του ανθρώπου, καθώς οι ήρωες θεωρήθηκαν Θείας προελεύσεως.
Συμβόλιζαν τον σύνδεσμο με το παρελθόν και τους ένδοξους προγόνους, ήταν αυτοί που ακολουθούσαν την δύσκολη ατραπό, που υπερέβαιναν τα ανθρώπινα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν ταυτόχρονα υποταγμένοι στο πεπρωμένο και τις επιταγές των Θεών.
Δια μέσω όμως της τραγικότητα της πορείας τους, υπήρξαν οι λυτρωτές της γενιάς τους, καθώς μέσα από τον πόνο και τον θάνατο, έβγαιναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θριαμβευτές, αφήνοντας παρακαταθήκη στον χρόνο, την λαχτάρα του θνητού ανθρώπου για αθανασία, την συμμετοχή στο Θείο, την αναζήτηση εν τέλη του αληθινού προορισμού της ψυχής. Αυτό στην αρχαιότητα φαίνεται πως επιτυγχανόταν, και με την μύηση στις κατά τόπους μυητικές τελετές.
Η Μύηση
Ο Θησέας υπήρξε ήρωας που μυήθηκε στα Ελευσίνια και στα Κρητικά «μυστήρια», και ήρθε αντιμέτωπος με τις ορατές και αόρατες δυνάμεις, ακόμα και με τον ίδιο ακόμα τον θάνατο (τον Άδη), καθώς θέλησε με την αρπαγή της Περσεφόνης να νικήσει τον θάνατο και την κοσμική τάξη.
Τα «μυστήρια» αφορούσαν ιερουργίες και δρώμενα σε σκοτεινά σπήλαια και ναούς υπό άκρα μυστικότητα. Εκεί τελούνταν αλληγορικές αναπαραστάσεις υπό τον μύθο κάποιας Θεότητας που συνήθως πέθαινε και αναγεννιόταν, συμβολίζοντας το πεπρωμένο της ψυχής μετά θάνατον, αλλά ταυτοχρόνως και την ενότητα που συνδέει όλα τα όντα.
Η μυητική διαδικασία αποσκοπούσε στην διεύρυνση της συνείδησης, ώστε να κατανοηθεί ο εαυτός του στην ολότητα του, και η πραγματική θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Ένα σύμπαν που καταστρέφεται (πεθαίνει) και δημιουργείται (ανασταίνεται) αέναα. Αυτό που επιτυγχανόταν δια μέσω μίας «έκτακτης και εκστατικής εμπειρίας μετάβασης» από το υλικό στο πνευματικό πεδίο, η οποία ενδυναμώνονταν μέσω της κατάλυσης του ισχυρότερου ανθρώπινου φόβου, του θανάτου.
Η μυητική βιωματική εμπειρία του θανάτου κατ’ αντιστοιχία του κύκλου των εποχών του θανάτου και της αναγέννησης, ενίσχυε την αρχέγονη παράδοση που θεωρούσε ότι τα πάντα στον κόσμο αλληλοσυνδέονται ως μέρη μιας και μοναδικής ουσίας με ομογενή ποιότητα και σύσταση. (Αρχαίες πεποιθήσεις που συναντούν σήμερα, τα πορίσματα της κβαντικής φυσικής).
Η διαδικασία αυτή υπερέβαινε την καθημερινή γνωστική λειτουργία, για αυτό τον λόγο είχε ανάγκη από ειδικά εργαλεία: Τα σύμβολα, τις εικόνες, τον μη κοινό λόγο. Ο συμβολικός, «μυητικός Θάνατος» σε ένα τέτοιο επίπεδο αποτελεί μια «Π- ύλη», το πέρασμα από την ύλη στο πνεύμα την μήτρα όλων των όντων .
Αρχικά στις πρωτόγονες κοινωνίες δια μέσω της μύησης γίνονταν δεκτοί στην φυλή οι νέοι και οι νέες που ενηλικιώνονταν. Μέσα από το τελετουργικό της μύησης τα νεαρά μέλη της φυλής που ενηλικιώνονταν, υποβάλλονταν σε μια μυητική τελετή που συνίστατο στην αποδοχή εκ μέρους τους των ηθών και των εθίμων και των παραδόσεων της τοπικής κοινωνίας στην οποίαν ανήκαν, αλλά και κατόπιν αυτού, στην αμοιβαία αποδοχή τους από το κοινωνικό σύνολο.
Οι μυήσεις απαιτούσαν αυτές την απομάκρυνση για ένα χρονικό διάστημα από την οικογενειακή εστία και στη σκληραγώγηση των νέων μέσω ενός αυστηρού τρόπου ζωής. Αυτό αποσκοπούσε στο να αποβάλλουν την παιδική τους άγνοια και μυηθούν στη γνώση, μαθαίνοντας οι μυούμενοι να αντιμετωπίζουν μόνοι τους τις δυσκολίες της ζωής και να επιβιώνουν σε δυσμενείς συνθήκες.
Ο μυούμενος καλούταν μέσα από τις ιερές τελετουργίες να αποδεχθούν τους ιερούς και απαράβατους νόμους και κανόνες της φυλής, και αφού αποδείκνυε την αξία του, στο τέλος «πέθαινε» για να «ξαναγεννηθεί» ως ισότιμο και ενήλικο μέλος της φυλής.
Κάθε τελετουργικό μετάβασης σύμφωνα με τον Arnold van Gennep χαρακτηρίζεται από τρία στάδια. Πρώτο είναι το στάδιο του «αποχωρισμού», κατά το οποίο το άτομο αποστασιοποιείται από το σύνολο όπου ανήκε ή την ταυτότητα που είχε ως τότε. Έπειτα το άτομο υπεισέρχεται σε μια διαδικασία «μετάβασης»από το προηγούμενο στάδιο της ζωής του στο νέο. Εν τέλει το άτομο βρίσκεται στο τρίτο στάδιο της «ενσωμάτωσης» ή «ένταξης», κατά τη διάρκεια του οποίου γίνεται μέλος του νέου τρόπου ζωής του.
Έτσι, το άτομο μεταβαίνει από κάτι παλαιό, σε κάτι ενδιάμεσο και τέλος σε κάτι νέο. Ο άνθρωπος ως βρέφος ασυνείδητα περνά από τρία μυητικά στάδια που τον προετοιμάζουν να ενταχθεί για πρώτη φορά στο σκληρό εξωτερικό περιβάλλον. Αρχικά αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σκοτάδι και τη σιγουριά της μήτρας της μητέρας του, (παραπέμπει στο σκότος και στα σπήλαια των μυητικών τελετών), στην συνέχεια αγωνίζεται και μοχθεί να εγκλιματιστεί στις νέες σκληρές εξωτερικές συνθήκες.
Το σοκ είναι μεγάλο, (δοκιμασίες των μυητικών τελετών) δεν επιθυμεί την έξοδο του από την μήτρα της «μακαριότητας», όμως εντέλει υπακούοντας στο κάλεσμα της φύσης και του προορισμού του, βγάζει τα τελευταία υγρά από τους πνεύμονες του αναπνέοντας αέρα, γευόμενος για πρώτη φορά το γάλα από τον μαστό της μητέρας του. Ανήκει πλέον σε μια οικογένεια, σε μία χώρα, στην ανθρωπότητα... Αυτό είναι το πρώτο ακούσιο τελετουργικό μετάβασης, καθορισμένο και οργανωμένο από την ίδια τη φύση. Kάπως έτσι ξεκινά για όλους μας το επίπονο ταξίδι της ζωής.
Ο Αποσυμβολισμός
Οι άθλοι του Θησέα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «μυητικά στάδια» που περνάει ο ήρωας στην πορεία του προς την «Θέωση». Οι άθλοι του Θησέα είναι εννέα. Εννέα διαρκούσαν οι ημέρες μυήσεως στα Ελευσίνια μυστήρια, καθώς το εννέα ως αριθμός, συμβολίζει το κλείσιμο ενός κύκλου και την αρχή κάποιας άλλης. Κάτι που φανερώνει και ο επόμενος αριθμός, το δέκα, που περιέχει την μονάδα και το μηδέν. Ας εξετάσουμε τους άθλους έναν προς ένα.
Στον πρώτο άθλο, ο Θησέας ως πρώτο σταθμό της μύησης αντιμετωπίζει τον Περιφήτη. Ο Περιφήτης είναι γιος του Ηφαίστου ( του μόνου Θεού που χρησιμοποιούσε τα χέρια του κατασκευάζοντας όπλα και εργαλεία, για αυτό και αποτελούσε ντροπή για τον Δία). Ο Περιφήτης χρησιμοποιεί ρόπαλο. Το ρόπαλο είναι φαλλικό σύμβολο δύναμης και εξουσίας, το oποίο αν χρησιμοποιηθεί ανορθολογικά προκαλεί πόνο. Η νίκη του Πυθέα συμβολίζει την νίκη πάνω στην ύλη και τις εσωτερικές βίαιες παρορμήσεις.
Στον δεύτερο άθλο, αντιμετωπίζει τον Σίνι γιο του Ποσειδώνα, κυρίαρχου των Θαλασσών (του αστρικού κόσμου και κόσμου των συναισθημάτων).Ο Σίνις χρησιμοποιεί δύο πεύκα. Τα δύο πεύκα συμβολίζουν τις δύο αντίθετες δυνάμεις που δρουν στο σύμπαν, και τον τρόπο που μπορεί ο απλός άνθρωπος να τις αντιληφθεί, το θετικό και το αρνητικό, το καλό και το καλό, το αρσενικό και το θηλυκό. Οι δύο αντίρροπες δυνάμεις που αποτυπώνονται στο Κηρύκιο του Ερμή, και στο γιν και γιανκ.
Όταν ο άνθρωπος καταφέρει να διακρίνει πίσω από τις αντίθετες δυνάμεις την ενοποιό εκείνη δύναμη από την οποία αποτελούνται και οι δύο, τότε αποκτά μία νέα «ολιστική συνειδητότητα».
Στον τρίτο άθλο ο Θησέας σκοτώνει την γουρούνα Φαία (σκοτεινή) κόρη τεράτων, συμβολίζοντας την νίκη στα κατώτερα πάθη και στις υλικές εξαρτήσεις. Δεν είναι τυχαίο πως θυσίαζαν θηλυκούς χοίρους για εξιλέωση προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης στα Ελευσίνια Μυστήρια, ούτε επίσης πως η Κίρκη μεταμόρφωνε σε χοίρους του συντρόφους του Οδυσσέα λόγω της βουλιμίας τους.
Στον τέταρτο άθλο αντιμετωπίζει τον Σκίρωνα.
Το μονοπάτι της γνώσης που επιλέγει ο μύστης είναι δύσκολο και εγκυμονεί κινδύνους, εφόσον θα κληθεί να αντιμετωπίσει τους κρυμμένους στο υποσυνείδητο χειρότερους φόβους του (χελώνα) με κίνδυνο να τρομοκρατηθεί από αυτούς. Εάν όμως καταφέρει να ξεπεράσει τις δοκιμασίες τότε θα μπορέσει να ελέγξει τα συναισθήματα του (θάλασσα) και με ταπεινότητα (πλύσιμο ποδιών) ίσως καταφέρει να γνωρίσει τον πραγματικό εαυτό του.
Η νίκη επί του βάρβαρου πρωτόγονου σε ένστικτα πυγμάχου Κερκύωνα στον πέμπτο άθλο επιτυγχάνεται με την συμβολική «ανύψωση» του από το έδαφος. Ο μύστης πρέπει να «ανυψωθεί πνευματικά στον ανώτερο του εαυτό», κατακτώντας την ισορροπία και την αρμονία.
Στον έκτο άθλο αντιμετώπισε τον Προκρούστη, ο μύστης καλείται να αφήσει πίσω του όλα όσα τον δεσμεύουν στην πνευματική του εξέλιξη, ενώ στην καθημερινή ζωή του καλείται να εφαρμόσει την διδαχή «παν μέτρον άριστον».
Στoν έβδομο άθλο ο Θησέας αιχμαλώτισε τον ταύρο που είχε φέρει ο Ηρακλής στον Μαραθώνα ύστερα από εντολή του Μίνωα, τον οποίο θυσίασε στο βωμό του Ηλιακού Θεού Απόλλωνα που συμβολίζει την ακτινοβόλα όψη της ψυχής του. Αυτός ο άθλος θα πρέπει να ερμηνευτεί σε σχέση με τον όγδοο, καθώς τους συνδέει η πάλη ενάντια σε ταύρο. Ο Θησέας συμβολίζει τον συνειδητό εαυτό που είναι αρκετά δυνατός για να αντιμετωπίσει τα «θηρία», δηλαδή τα πρωτόγονα ένστικτα.
Ο Μινώταυρος όπως και όλα τα τερατόμορφα όντα στην μυθολογία εκπροσωπούν τα ζωώδη πάθη, τις ψυχικές αδυναμίες, ελαττώματα, διαστροφές και φοβίες, που διαλύονται όταν έρθουν στο φως του Ήλιου, όταν δηλαδή φωτιστούν τα αίτια τους από την εσωτερική γνώση (Ήλιος - Απόλλωνας ).
Χωρίς στη δύναμη «μετουσίωσης της συνείδησης» σε αυτό το μονοπάτι, ο μύστης κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στις κατώτερες όψεις της δημιουργικότητας, που σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα.
Ο Ταύρος εκπροσωπεί επίσης την μητριαρχική κοινωνία, και τον κόσμο του άλλου «έτερου» κόσμου, της μαγείας και των αόρατων δυνάμεων της Σελήνης, καθώς τα κέρατα του συμβολίζουν το φεγγάρι. Ο Λαβύρινθος συμβολίζει το υποσυνείδητο, και τις ανεξερεύνητες όψεις και δυνατότητες του Νου. Ένας κόσμος σκοτεινός, άγνωστος, φοβερός, και ανεξερεύνητος. Εάν κάποιος προσπαθήσει να εισέλθει εκεί απροετοίμαστος, θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα «τέρας», που δεν είναι άλλο από τα πρωτόγονα και ανεξέλεγκτα ένστικτα.
Η λέξη Λαβύρινθος προέρχεται από την λέξη «λάβρυς», που σημαίνει διπλός πέλεκυς. Ο διπλός πέλεκυς είναι επίσης ένα σεληνιακό σύμβολο.
Ο μίτος της Αριάδνης (Άρι= πολύ αδνή= αγνή σκέψη) εξασφαλίζει τον δρόμο της εξόδου στον Θησέα. Ίσως ο Κρητικός Λαβύρινθος να υπήρξε μια μυητική τελετή καθόδου και της επακόλουθης ανόδου από τον Κάτω Κόσμο, μια τελετουργική διαδικασία θανάτου και αναγέννησης. Ήταν εκείνη που οδηγούσε τον μυούμενο στον θάνατο και εκείνη που του δίδασκε τον τρόπο για να επιστρέψει!
Αυτό ίσως ενισχύεται από το γεγονός πως ο Μινώταυρος λεγόταν και Αστέριος. (Σε απεικονίσεις παρουσιάζεται με το σώμα του διάστικτο από άστρα).
Με το ίδιο αυτό όνομα προσφωνούνταν και ο Διόνυσος σαν αγόρι και παιδί των μυστηρίων. Ο Διόνυσος φαίνεται να ταυτίζεται στην ουσία του με τον Μινώταυρο. Γενικότερα όπου η μινωική επιρροή υπήρξε έντονη, ο Διόνυσος λατρευόταν ξεκάθαρα ως ταύρος.
Σκοτώνοντας ο Θησέας τον Μινώταυρο, νίκησε τον προηγούμενο «εαυτό του»και αφού πέρασε το κατώφλι του θανάτου, αντίκρισε τον Αστέριο, τον Θείο / Διονυσιακό αναγεννημένο στην υπέρτατη γνώση εαυτό του με τη μορφή του ουράνιου, συμπαντικού παιδιού. Έτσι -πάντα υπό την καθοδήγηση της Αριάδνης αναδύθηκε ένας νέος ολοκληρωμένος άνθρωπος.
Αφού ο Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο, πήρε μαζί του την Αριάδνη που τον βοήθησε, αλλά περνώντας από τη Νάξο την εγκαταλείπει, εφόσον εκεί τελείτα ι«Ιερός Γάμος» της Αριάδνης με τον Διόνυσο.
Ιστορικά είναι προφανές πως ο μύθος περιγράφει επίσης ένα μεταίχμιο εποχής, καθώς ο Μινώταυρος είναι εκπρόσωπος ενός μητριαρχικού και «χθόνιου» ιερατείου. Πεθαίνει από τον Θησέα, κομιστή του πατριαρχικού Ολύμπιου ιερατείου, και την θέση του παίρνει ο Θεός της έκστασης Διόνυσος που κάνει γυναίκα του την «αγνή κόρη-παρθένα». Ο Διόνυσος όμως είναι ταυτόχρονα και χθόνιος Θεός. Από τις πρώτες ζωομορφικές μορφές του Διονύσου την πρώτη θέση κατέχει ο Ταύρος. Στις «Βάκχες» ο Χορός τον αποκαλεί σαν ταύρο, και ο Πενθέας τον βλέπει να έρχεται σαν ταύρος.
Στον Ορφικό μύθο ο Διόνυσος παιδί του Δία και της Περσεφόνης (Θεάς του κάτω κόσμου) ως μωρό «Ζαγρεύς» (κυνηγό των ψυχών), κοίταζε ένα καθρέφτη (η αντίληψη όχι των πραγματικών καταστάσεων και όντων αλλά μία ψευδής αντανάκλαση...). Εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι Τιτάνες όρμησαν καταπάνω του με τα μαχαίρια τους, για να τον σκοτώσουν. Τότε ο μικρός Θεός για να τους αποφύγει άρχισε να μεταμορφώνεται: έγινε έφηβος Δίας, Κρόνος, φίδι με κέρατα, άλογο, τίγρη, ταύρος.
Η Ήρα παρ' όλα αυτά ενθαρρύνει τους Τιτάνες να μη διστάσουν, κι έτσι με διαταγή της κομματιάζουν το Ζαγρέα την ώρα που είχε τη μορφή ταύρου, έβρασαν το κρέας του και το έφαγαν. Ο Δίας οργίστηκε τόσο, ώστε κατακεραύνωσε τους Τιτάνες και τους έστειλε στα Τάρταρα. Από την στάχτη τους γεννήθηκε το ανθρώπινο γένος το οποίο έφερε μέσα του το θεϊκό στοιχείο καθώς οι Τιτάνες είχαν φάει τον Θεό.
Ο Διόνυσος ο Ζαγρεύς πεθαίνει ως χθόνια θεότητα και ανασταίνεται ως «Διόνυσος ο Ελευθερέας» δηλαδή ως ελευθερωτής των ανθρωπίνων ψυχών, από τα δεσμά της ύλης. Ο θάνατος του Διόνυσου του Ζαγρέα συμβολίζει, τον θάνατο της τιτανικής του φύσεως. Κατ’ αντιστοιχία στο ανθρώπινο επίπεδο ο θάνατος της τιτανικής του φύσης συμβολίζει τον θάνατο των παθών του, δηλαδή την αποβολή των ελαττωμάτων του. Κατόπιν ανασταίνεται και μεταμορφώνεται σε ουράνια θεότητα, τον Διόνυσο τον Ελευθερέα.
Ο Ορφικός Διόνυσος είναι κάτοχος και φύλακας των μυστηρίων της ζωής και του θανάτου, το θείο πνεύμα σ’ εξέλιξη μέσα στο σύμπαν, η καρδιά του οποίου πρέπει να αναζητηθεί με σκοπό την αναγέννηση του ανθρώπινου πνεύματος και την εξάγνιση της ψυχής. Γι’ αυτό και επονομάζεται και «Ζαγρεύς», δηλαδή κυνηγός που «κυνηγάει» τις ψυχές και τις οδηγεί προς την έξοδο από το σώμα ώστε να φτάσουνε στη «Θέωση».
Στη λατρεία του Διόνυσου «Ζαγρέα» θυσίαζαν ταύρους, επειδή άρεσε στο θεό να μεταμορφώνεται σε ταύρο. Οι μύστες τρώγοντας τις ωμές σάρκες του ταύρου πίστευαν πως αφομοίωναν τη σάρκα του ίδιου του θεού και ότι έτσι έρχονταν σε απόλυτη επικοινωνία μαζί του. Μετά το θάνατό τους πίστευαν πως θα τους αναγνώριζε ο «Διόνυσος Ζαγρέας», και χάρη σ’ αυτόν θα ζούσαν σε άλλα σώματα, καθώς οι Ορφικοί πίστευαν στη μετεμψύχωση.
Στον ένατο και τελευταίο άθλο ο Θησέας κατεβαίνει στο Άδη. Είναι η απόλυτη στιγμή όπου με τον μυητικό θάνατο της προσωπικότητάς του, επιχειρείται η Ένωση με την Θεότητα, και η κατάλυση του θανάτου, καθώς αναγνωρίζει πως τίποτα στην πραγματικότητα δεν χάνεται. Πως τα πάντα είναι απλώς αλλαγή κατάστασης ή ενέργειας και μορφής. Είναι η στιγμή όπου τα πάντα «είναι ένα», το μέρος που όλα ενώνονται, όπου τίποτα δεν υφίσταται διαχωρισμένο ακόμα και η ψυχή. Είναι ο χρόνος και ο τόπος που ο ήρωας, ο μύστης ή φιλόσοφος αφού έχει νικήσει τα τρομερά τέρατα, έχει νικήσει το σκότος «βλέπει το φως του μεσονυκτίου».
Ο φωταγωγός, απ' όπου μπορούμε να καταδυθούμε στην «αληθινή Άβυσσο»,την ψυχή του ανθρώπου. Ο Πλούταρχος το περιγράφει στο έργο του Περί του Σωκράτους Δαιμονίου (590Β) :«Η ανθρώπινη Ψυχή προήλθε από τον θείο Νου. Ένα μέρος της , καθώς αναμιγνύεται με τα πάθη της ύλης, αλλοιώνεται, αλλά ένα άλλο θαυμάσιο μέρος της μας κρατάει ψηλά το κεφάλι, ώστε να αναπνέουμε τον ελεύθερο αέρα, σαν αεραγωγός επικοινωνών με το σκάφανδρο ανθρώπου που έχει καταδυθεί στον βυθό. Το μέρος εκείνο που βρίσκεται στο υποβρύχιο σώμα ονομάζεται Ψυχή.
Ενώ, γι' αυτό που δεν αλλοιώνεται, οι πολλοί, βλέποντάς το ως ανταύγεια επί εσόπτρου, πιστεύουν ότι βρίσκεται μέσα τους. Όσοι όμως διαισθάνονται σωστά, γνωρίζουν ότι αυτό βρίσκεται έξω από αυτούς, και το αποκαλούν Δαίμονα…».
Ο Θησέας στα Τάρταρα έχει παγιδευτεί στην λήθη. Αυτό είναι ένα επικίνδυνο ταξίδι διότι εάν ο άνθρωπος χάσει την ατομικότητα του, μπορεί να παγιδευτεί σε έναν άλλο κόσμο, ξεχνώντας τα εγκόσμια. Η μάχη πρέπει να δίνεται στον παρόντα χρόνο, αναζητώντας την αρμονία και την ισορροπία, ώστε να τιμούμε ισότιμα την ύλη αλλά και το πνεύμα. Για αυτό τον λόγο ο Ηρακλής με την μυϊκή δύναμη του, βοήθησε τον Θησέα να απεγκλωβιστεί από την λήθη, και τα δεσμά του θανάτου.
Αυτός που θα καταφέρει βρει την αρμονία και να εντοπίσει το «ιερό μέσα του» θα έχει κερδίσει την μάχη, θα έχει καταφέρει να ξεπεράσει τον κόσμο των σκιών και της αυταπάτης, θα έχει βγει από την σπηλιά του Πλάτωνα. Θα έχει επιτευχθεί ο στόχος της πνευματικής του ολοκλήρωσης.
Αυτή είναι η μυθολογική ιστορία του Θησέα, η οποία εάν εξηγηθεί αλληγορικά κατά το πρότυπο του Πλάτωνα και των Στωικών, μας αποκαλύπτει αρχετυπικές αλήθειες που συντροφεύουν τον άνθρωπο από την αρχή της ιστορίας του έως σήμερα.
Η Ερμηνεία των μύθων χρειάζεται μεγάλη προσοχή και ενέχει πολλούς κινδύνους παρερμηνείας. Η παρούσα προσπάθεια αποσυμβολισμού του μύθου, δεν διεκδικεί την ορθότητα ή την μοναδικότητα της ερμηνείας του. Το δόγμα εξάλλου δεν έχει θέση στην αναζήτηση της γνώσης και της ιστορίας. Το μόνο βέβαιο «μήνυμα» που οι ιστορίες αυτές μας μεταφέρουν είναι πώς κανένα δόγμα και κανένα τελετουργικό δεν μπορεί να μας οδηγήσει στην «αυτοπραγμάτωση», παρά μόνο η δική μας ειλικρινής «εσωτερική» προσπάθεια.
Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΗΡΩΑ
Στους ιστορικούς χρόνους, ο πρώτος που υπενθύμισε στους Αθηναίους το χρέος τους προς τον ήρωα ήταν ο Πεισίστρατος. Το 475 π.Χ., όταν ο Κίμων εξεστράτευσε κατά της Σκύρου και την κατέλαβε, άρχισε να ψάχνει όλο το νησί για να βρει τον τάφο του Θησέα. Είχε πια απελπιστεί, όταν είδε ξαφνικά έναν αετό να προσγειώνεται σε ένα λόφο, να τον σκαλίζει με τα νύχια του και να τον κτυπά με το ράμφος του. Ο Κίμων το θεώρησε θεϊκό σημάδι, έσκαψε εκεί και ανακάλυψε μία παλιά μεγάλη σαρκοφάγο και κοντά της την αιχμή μιας λόγχης και ένα ξίφος. Πίστεψε ότι ανήκαν στον Θησέα και τα μετέφερε με την τριήρη του στην Αθήνα.
Οι Αθηναίοι τον υποδέχθηκαν με λαμπρές τελετές και εναπέθεσαν με ευλάβεια τα λείψανα στο «Θησείον», το ηρώο που έκτισαν για τον σκοπό αυτό «εν μέσει πόλει» (κατά τον Πλούταρχο, κοντά δηλαδή στον βωμό των 12 θεών). Ακόμα, όρισαν τις 8 Πυανεψιώνος ως ημερομηνία προσφοράς της μέγιστης θυσίας, επειδή η ημέρα εκείνη ήταν η επέτειος της επιστροφής του από την Κρήτη, και τις 8 του κάθε μήνα να τιμάται η μνήμη του (ιδιαίτερα στις 8 Εκατομβαιώνος, ημερομηνία που ο ήρωας πρωτοήλθε στην Αθήνα από την Τροιζήνα).
Θησείο και ο Ναός του Ηφαίστου
Στην κορυφή του λόφου του Αγοραίου Κολωνού, που οριοθετεί την Αρχαία Αγορά των Αθηνών στη δυτική πλευρά, βρίσκεται ο ναός του Ηφαίστου, ευρύτερα γνωστός ως ''Θησείο''. Πρόκειται για έναν από τους καλύτερα διατηρημένους αρχαίους ναούς, γεγονός που οφείλεται εν μέρει και στη μετατροπή του σε χριστιανική εκκλησία. Σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία (I, 14, 5-6), στο ναό λατρεύονταν από κοινού ο Ήφαιστος, προστάτης των μεταλλουργών, και η Αθηνά Εργάνη, προστάτρια των κεραμέων και της οικοτεχνίας.
Την ταύτιση του ναού ως ''Ηφαιστείο'' επιβεβαίωσε η ανασκαφική έρευνα με την αποκάλυψη εργαστηρίων μεταλλουργίας στην ευρύτερη περιοχή του λόφου, επισκιάζοντας, έτσι, παλαιότερες απόψεις, που αναγνώριζαν ως λατρευόμενες θεότητες το Θησέα, τον Ηρακλή ή τον Άρη. Η οικοδόμηση του ναού πρέπει να πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στα έτη 460-420 π.Χ. από άγνωστο αρχιτέκτονα, στον οποίο, όμως, αποδίδονται και άλλοι ναοί στην Αττική, με παρόμοια κατασκευή.
Ο ναός διέθετε πρόναο και οπισθόδομο, δίστυλους εν παραστάσι. Εξωτερικά περιβαλλόταν από την περίσταση, μια δωρική κιονοστοιχία, με 6 κίονες στις στενές πλευρές και 13 στις μακρές. Ολόκληρο το οικοδόμημα, από την κρηπίδα έως και την οροφή, ήταν κατασκευασμένο από πεντελικό μάρμαρο, ενώ τα αρχιτεκτονικά γλυπτά που το κοσμούσαν ήταν από Παριανό μάρμαρο.
Στο εσωτερικό του σηκού υπήρχε δίτονη κιονοστοιχία σε σχήμα Π και στο βάθος του υπήρχε βάθρο, επάνω στο οποίο στέκονταν τα ορειχάλκινα λατρευτικά αγάλματα του Ηφαίστου και της Αθηνάς, έργα του γλύπτη Αλκαμένη, σύμφωνα με τον Παυσανία, τα οποία πρέπει να φιλοτεχνήθηκαν ανάμεσα στα έτη 421-415 π.Χ. Ο ναός έφερε πλούσιο γλυπτικό διάκοσμο. Από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μετόπες, που κοσμούσαν την ανατολική πλευρά της περίστασης εξωτερικά και παριστάνουν τους εννέα άθλους του Ηρακλή.
Σε συνέχεια αυτών, στη βόρεια και στη νότια πλευρά, εικονίζονται από τέσσερις άθλοι του Θησέα, σκηνές από τις οποίες προέκυψε η λαϊκή ονομασία ''Θησείο'' για το ναό. Η ζωφόρος δεν διατρέχει τις τέσσερις πλευρές του σηκού, αλλά μόνο τον πρόναο και τον οπισθόδομο. Στον πρόναο παριστάνεται ο νικηφόρος αγώνας του Θησέα κατά των απαιτητών του θρόνου, των 50 υιών του Πάλλαντα, στον οποίο παρίστανται και έξι θεοί του Ολύμπου.
Στον οπισθόδομο, στο πλάτος του σηκού, παριστάνεται η Κενταυρομαχία. Αξιόλογες γλυπτικές παραστάσεις κοσμούσαν, επίσης, και τα αετώματα του ναού. Στο δυτικό παριστανόταν η Κενταυρομαχία και στο ανατολικό η υποδοχή του Ηρακλή στον Όλυμπο ή η γέννηση της Αθηνάς.
Ορισμένα από τα γλυπτά αυτά αναγνωρίζονται σε αγάλματα που βρέθηκαν στην περιοχή του ναού, όπως το αποσπασματικά σωζόμενο σύμπλεγμα δύο γυναικείων μορφών, από τις οποίες η μια μεταφέρει στον ώμο της την άλλη, σαν να προσπαθεί να τη σώσει (''Eφεδρισμός'', Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς, αρ. ευρ. S 429), και ο κορμός μιας ενδεδυμένης γυναικείας μορφής με έντονο το στοιχείο της κίνησης, που θα μπορούσε να είναι ένα από τα ακρωτήρια του ναού (''Νηρηίδα'', Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς, αρ. ευρ. S 182).
Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους γύρω από το ναό φυτεύθηκαν θάμνοι ή μικρά δένδρα σε παράλληλες σειρές, μέσα σε γλάστρες, οι οποίες ήλθαν στο φως κατά τις ανασκαφές. Τον 7ο αι. μ.Χ. ο ναός μετατράπηκε σε εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Ακάμα και λειτούργησε έτσι έως την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους.
Κατά το 18ο αιώνα μέσα στο κτήριο ενταφιάσθηκαν πολλοί επιφανείς προτεστάντες, που πέθαναν στην Αθήνα, ενώ το 1834 πραγματοποιήθηκε εδώ η τελετή υποδοχής του βασιλιά Όθωνα. Έκτοτε ο ναός λειτούργησε ως αρχαιολογικό μουσείο, μέχρι την έναρξη των ανασκαφών της Αμερικανικής Σχολής στην Αρχαία Αγορά, το 1930.
Πηγή:
ieraellas-kinimaethnikon.blogspot.gr
Οι Άγνωστοι Λαπίθες της Αθήνας
Σύμφωνα με τους μύθους, οι τρεις πρώτες διαδοχικές δυναστείες της Αθήνας (η οποία κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο στην οποία αναφέρεται το παρόν άρθρο, ταυτιζόταν με την Ακρόπολη και ένα μικρό τμήμα της σύγχρονης Πλάκας) ήταν εκείνες των Ακταίου - Κέκροπος, του Κραναού και του Αμφικτύονος οι οποίες χαρακτηρίζονται αυτόχθονες. Όταν πέθανε ο μοναδικός γιος του Κέκροπα, ο Ερυσίχθονος, ο Οίκος του Κραναού ανέλαβε την εξουσία. Η τρίτη δυναστεία που διαδέχθηκε την Κραναϊκή έφερε το όνομα του αρχηγού της, Αμφικτύονος, γαμβρού του Κραναού. Έχει υποτεθεί βάσιμα ότι ο Κέκροπας αντιπροσωπεύει το φύλο των Κεκρόπων, αυτοχθόνων του λεκανοπέδιου μεταξύ Υμηττού και Πάρνηθας...
Ο περιηγητής Παυσανίας αποδίδει στον Κέκροπα την αντικατάσταση της ανθρωποθυσίας στους θεούς με προσφορές εγχωρίων γλυκισμάτων. Ο Εριχθόνιος κατέλαβε την εξουσία με επανάσταση περί το 1510 π.Χ. σύμφωνα με μία χρονολόγηση, ιδρύοντας την τέταρτη δυναστεία η οποία έχει θεωρηθεί από τον Άγγελο Προκοπίου και άλλους μελετητές ως μη-Αθηναϊκή με βάση τη γενεαλογία της. Από την αρχαιολογική άποψη, οι βασιλικοί τάφοι που ανασκάφηκαν στην Ακρόπολη και ανήκαν στην περίοδο έως το 1500 π.Χ. περίπου, αποδόθηκαν από τον Βρετανό αρχαιολόγο Ουέις σε μια αρχαιότερη δυναστεία («Shaft Grave Dynasty», όπως την ονόμασε).
Ο Τσούντας αποκάλεσε τη συγκεκριμένη δυναστεία «Οίκο των Δαναών», προκειμένου να διακριθεί σαφώς από τον νεότερο δυναστικό Οίκο που κατασκεύασε τους θολωτούς και λαξευτούς τάφους εκτός των τειχών της Ακρόπολης (τον οποίο ο Τσούντας αναφέρει ως «Οίκο των Αχαιών» και ο Ουέις ως «Tholos Tomb Dynasty»). Ο Μυλωνάς συμπέρανε πως οι Αθηναίοι, ακολουθώντας την αλλαγή των ταφικών συνηθειών που έφεραν οι Αχαιοί στις Μυκήνες τον ίδιο αιώνα, άρχισαν να θάβουν τους νεκρούς εκτός των τειχών.
Έτσι ο «Οίκος των Δαναών» συνδέθηκε με τη δυναστεία του Κραναού και ο «Οίκος των Αχαιών» με τη δυναστεία του Εριχθόνιου. Η πρώτη αντιστοίχηση, ενισχυμένη και από το επιχείρημα της ομοιότητας των ονομάτων «Δαναός» και «Κραναός», φαίνεται αξιόπιστη και οι φορείς των δυναστειών του Κραναού και του Αμφικτύονος ήταν ενδεχομένως Δαναοί / Κραναοί. Γι’ αυτό χαρακτηρίζονται από την παράδοση ως γηγενείς, όπως και η πρώτη δυναστεία του Κέκροπα.
Ωστόσο η δεύτερη αντιστοίχηση (του Οίκου των Αχαιών με τη δυναστεία του Εριχθόνιου) δεν φαίνεται να ισχύει, επειδή τον 15ο αι. π.Χ. η Αθήνα ελέγχεται από τη Λαπιθική δυναστεία του Αιγέα (ονόματος παρόμοιου με εκείνο του Λαπίθη βασιλιά Αυγεία της Ήλιδας) και του Θησέα.
Οι Λαπίθες ήταν ένας σημαντικός αρχαίος Ελληνικός λαός (κάθε άλλο παρά μυθολογικός όπως θεωρείται συχνά) με καταγωγή από τη βορειοδυτική Θεσσαλία, του οποίου μεγάλα τμήματα κατήλθαν στη νοτιότερη Ελλάδα ιδρύοντας σε αυτήν αρκετές Λαπιθικές αποικίες (στις Φερές της Μαγνησίας, στη νοτιότερη Θεσσαλία, στις Φωκίδα, Βοιωτία, Σικυωνία - Κορινθία, Λακωνία και Τριφυλία και κυρίως στην Ήλιδα / Ηλεία και την Αττική).
Η ισχύς των Λαπιθών κατά τη μέση Μυκηναϊκή περίοδο (περίπου 15ος-14ος αι. π.Χ.) διαφαίνεται στο ότι οι αρχαίες πηγές αναφέρουν πολυάριθμους Λαπίθες ήρωες, περισσότερους από τους ήρωες οποιουδήποτε άλλου Ελληνικού λαού, ακόμη και των Αχαιών και των Δωριέων. Σημαντικοί Λαπίθες ήρωες ήταν οι Θησέας, Πειρίθους / Πειρίθοος (pe-ri-to-wo, ΠειρίθοFος, σε πινακίδα Γραμμικής Β΄), Αιγέας, Αυγείας, Κόρωνος, Μόψος, Βούτης, Φάληρος, Λεοντεύς, Πολυποίτης, Πολύφημος, Αμφίμαχος, Θάλπιος, Ευρύπυλος, Διώρης κ.ά.
Οι Λαπίθες φημίζονταν ως φιλοπόλεμοι και ισχυροί πολεμιστές και φαίνεται ότι υπήρξαν επιτυχημένοι μισθοφόροι. Λόγω του πυκνού Λαπιθικού αποικισμού στην Αττική, οι Λαπίθες έφθασαν να συνιστούν σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού της. Στην Κλασική Αθήνα, ισχυρά γένη όπως οι Φιλαϊδαι, Βουτάδαι (απόγονοι του ήρωα Βούτη), Πειριθοίδαι (απόγονοι του Πειρίθοου) κ.α., είχαν Λαπιθική καταγωγή. Το Φάληρο είναι Λαπιθικό τοπωνύμιο, από τον ήρωα Φάληρο. Μια από τις δέκα φυλές της Κλασικής Αττικής ήταν η Λεοντίς, με επώνυμο ήρωα τον Λαπίθη Λεοντέα.
Ο γνωστός μύθος της υποτέλειας του Αιγέα στη Μινωική Κρήτη και η προαναφερόμενη αλλαγή στα ταφικά έθιμα, τοποθετούν εκ των πραγμάτων την αρχή της Λαπιθικής δυναστείας της Αττικής στο διάστημα 1500-1450 π.Χ. Η Αθήνα συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία με τους ήρωες Βούτη και Φάληρο, αμφότερους Λαπίθες. Συμπερασματικά, ο Εριχθόνιος αντιπροσωπεύει Λαπίθες μισθοφόρους των Δαναών, οι οποίοι επαναστάτησαν και κατέλαβαν την εξουσία, αν και δεν συνδέεται μυθολογικά με τους Λαπίθες αλλά ούτε με τους Αχαιούς (κατά την άποψη του Τσούντα).
Σε κάθε περίπτωση, το τελευταίο εθνωνύμιο είχε συχνά στην αρχαιότητα (και σήμερα) μία ευρύτερη έννοια συμπεριλαμβάνοντας όλους τους Μυκηναίους Έλληνες. Γι’ αυτό η δυναστεία των λαξευτών-θολωτών τάφων ανήκε σε Λαπίθες, οι οποίοι είχαν την ίδια προέλευση με τους Αχαιούς (από τη Θεσσαλία), μιλούσαν μία παρόμοια πρωτοαιολική διάλεκτο, χαρακτηρίζονταν από την ίδια πολεμικότητα και μάλλον μοιράζονταν τον ίδιο υλικό πολιτισμό με εκείνους έως το 1500 π.Χ. Ενδεχομένως η δυναστεία του Αιγέα να είχε αναμειχθεί σημαντικά με Αχαιούς, ενώ όπως φαίνεται κατά τον 13ο αι. είχε «αχαιοποιηθεί».
Τα νέα Μυκηναϊκά τείχη της Ακρόπολης κατασκευάσθηκαν μετά από εκείνα των Μυκηνών και της Τίρυνθας, μάλλον τον ύστερο 14ο αι. Ίσως η μυθική εκστρατεία των Αμαζόνων στην Αθήνα του Θησέα να απηχεί κάποια επιδρομή ενός νομαδικού μητριαρχικού λαού στη νότια Ελλάδα, η οποία ανάγκασε τους Αθηναίους να οχυρώσουν την Ακρόπολη. Την ίδια εποχή επεκτάθηκαν τα τείχη των Μυκηνών και της Τίρυνθας. Τα τείχη της Ακρόπολης είχαν παρόμοια κατασκευή με εκείνα των Μυκηνών, «αντιγράφοντας» την Πύλη των Λεόντων και τον αμυντικό πύργο της.
Η Μυκηναϊκή Αττική ήταν διηρημένη σε αυτόνομες κοινότητες, όπως οι τρεις ισχυρότερες Αθήνα, Ελευσίνα και Παλλήνη, και ακολούθως οι Μαραθών, Σούνιο, Θορικός, Περάτη, Γαργηττός, Βραυρών, Ραμνούς, Αφίδναι κ.ά.
Τα αναφερόμενα κρατίδια συγκρούονταν συχνά μεταξύ τους. Σύμφωνα με τη μυθολογία, μερικοί από τους παλαιότερους βασιλείς που έδρευαν στην Ακρόπολη (Ακταίος, Κέκροπας, Ερυσίχθων, Αιγέας) είχαν επιχειρήσει να τα υποτάξουν και να τα ενώσουν με συνοικισμό, όμως η ένωση τους σε ένα ανακτορικό κράτος συντελέσθηκε από τον μυθολογικό Θησέα, μάλλον κάποιον άνακτα με αυτό το όνομα από τον Λαπιθικό Οίκο των Αιγειιδών - Θησειδών (ίσως τον ύστερο 14ο αι π.Χ.). Τότε το τοπωνύμιο της Αθήνας μετατράπηκε σε «Αθήναι» (πληθυντικός) λόγω του συνοικισμού πολλών κοινοτήτων.
Υποτίθεται ότι ο Αιγέας (πατέρας του Θησέα) είχε συνοικίσει πρώτος τις Αττικές κοινότητες, όμως όταν πέθανε, οι Παλλαντίδες (μυθικοί ηγεμόνες της Παλλήνης, του Σφηττού και του Γαργηττού) εκστράτευσαν εναντίον του Θησέα διεκδικώντας τον θρόνο της Αθήνας / Ακρόπολης. Ο Θησέας νίκησε τους Παλλαντίδες προσαρτώντας την επικράτεια τους, ενώ σύντομα υπέταξε και όποια άλλη κοινότητα της Αττικής αντιστεκόταν, συμπεριλαμβανομένης της Ελευσίνας.
Οι αναφερόμενοι μυθολογικοί πόλεμοι αντικατοπτρίζουν εκστρατείες της Λαπιθικής δυναστείας της Ακρόπολης για την υποταγή των Αττικών κοινοτήτων. Η Ωρωπία και το νησί της Σαλαμίνας δεν ανήκαν στην Αττική και ειδικά η Σαλαμίνα δεν είχε Αττικό πληθυσμό, επειδή κατοικείτο από Αχαιούς υπό τον Οίκο των Αιακιδών.
Η Ελευσίνα αποτελεί ειδική περίπτωση λόγω της ισχύος και της ιερότητας της. Πρόσφατα ανασκάφηκε στην ακρόπολη της μία ευρύχωρη Μυκηναϊκή οικία, μάλλον το μέγαρο του άνακτα της. Επίσης πρόσφατα ανασκάφηκε στη Σαλαμίνα μία αντίστοιχη Μυκηναϊκή οικία σε ακρόπολη, η οποία θεωρήθηκε ως το ανάκτορο του βασιλιά της. Έχει προταθεί ότι η Ελευσίνα βρισκόταν κατά περιόδους υπό την επιρροή των Σαλαμίνιων Αχαιών, ίσως επειδή χρειαζόταν έναν ισχυρό σύμμαχο έναντι των επιθετικών Αθηναίων. Η δυναστεία της Ελευσίνας ήταν οι πολεμικοί Ευμολπίδες.
Η ισχύς της Μυκηναϊκής Ελευσίνας διαφαίνεται στον μύθο σύμφωνα με τον οποίο η πόλη επιχείρησε να καταλάβει την Αθήνα με την ενίσχυση ενός σώματος Θρακών συμμάχων (μισθοφόρων). Η αλληλουχία των γεγονότων δείχνει ότι η επίθεση διενεργήθηκε πριν τον Συνοικισμό του Θησέα, όμως μερικοί φιλόλογοι θεώρησαν μάλλον εσφαλμένα ότι οι συγκεκριμένοι Θράκες ήταν εκείνοι που κατέλαβαν τον Ορχομενό μετά τα Τρωικά, δηλαδή τουλάχιστον έναν αιώνα μετά τον Συνοικισμό.
Όμως δεν επρόκειτο για τους Θράκες του υπομυκηναϊκού Ορχομενού, επειδή η παρουσία Θρακών μισθοφόρων και παροίκων στον Μυκηναϊκό κόσμο θεωρείται βέβαιη, λόγω της ύπαρξης αρκετών Θρακικών στοιχείων σε εκείνον. Η Ιωλκός ήταν ενδεχομένως σημαντικό κέντρο στρατολόγησης Θρακών, επειδή η Μυκηναϊκή Θεσσαλία συνόρευε απευθείας με τον Θρακικό κόσμο. Οι Θράκες σύμμαχοι της Ελευσίνας ήταν μάλλον μία μισθοφορική ομάδα που προσέφερε υπηρεσίες σε διάφορους Μυκηναίους βασιλείς, την οποία προσέλαβε ο Ελευσίνιος βασιλιάς Ιμμάραδος ή την «ενοικίασε» από κάποια γειτονική δύναμη αντίπαλη της Αθήνας (Θήβα;) ή του παραχωρήθηκε δωρεάν.
Η επίθεση των Ελευσίνιων στην Αθήνα αποκρούσθηκε και ο Ιμμάραδος σκοτώθηκε. Οι κλασικοί Αθηναίοι έδειχναν τον υποθετικό τάφο του κοντά στην Ακρόπολη τους. Αργότερα οι Αθηναίοι πέρασαν στην αντεπίθεση υπό τον Θησέα, κατορθώνοντας να υποτάξουν την Ελευσίνα. Οι αναφερόμενες συγκρούσεις δείχνουν ότι ο πόλεμος Αθήνας - Ελευσίνας ήταν μακροχρόνιος και αμφίρροπος. Περί το 1000 π.Χ. η Ελευσίνα κατόρθωσε να ανακτήσει την ανεξαρτησία της λόγω της αναστάτωσης που προκλήθηκε στον Ελλαδικό χώρο από την έλευση των Δωριέων.
Η Ελευσίνα παρέμεινε ανεξάρτητη έως τον 7ο αι. π.Χ., όταν προσαρτήθηκε οριστικά στο Αθηναϊκό κράτος (με εξαίρεση ένα μικρό διάστημα κατά την Κλασική εποχή). Η προσήλωση των Ελευσίνιων στην αυτονομία τους ήταν τέτοια, ώστε όταν κατά την Ελληνιστική περίοδο οι Μακεδόνες εγκατέστησαν για ένα διάστημα φρουρά στην ακρόπολη τους, οι πρώτοι ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις με τους άνδρες της φρουράς (όπως συνάγεται από επιγραφές κ.ά.) ενώ οι Αθηναίοι τους απεχθάνονταν ως κατακτητές.
Ο μυθικός πρόγονος της Αθηναϊκής δυναστείας του Εριχθόνιου, ουσιαστικά το τοτεμικό της σύμβολο, ήταν το φίδι (όπως ο λέων ήταν το σύμβολο της δυναστείας των Μυκηνών και ο ταύρος του Μινωικού Οίκου της Κνωσού). Το φίδι ήταν η Μινωική μορφή της θεάς Αθηνάς και κατά την Κλασική κατέστη σύμβολο της και πιστός ακόλουθος της. Είναι πιθανό ότι ο Οίκος του Εριχθόνιου παρέλαβε το σύμβολο από τους Μινωίτες διαμέσου των προηγούμενων αυτόχθονων δυναστειών (Αμφικτύονος και Κραναού).
Ο ήρωας Θησέας (Γραμμική Β΄: Te-se-u, Θησεύς) τοποθετείται χρονολογικά συνήθως στους 15ο-13ο αι. Η μεγάλη χρονική απόσταση ανάμεσα στις χρονολογικές εκδοχές δεν αποτελεί πρόβλημα επειδή όπως και στην περίπτωση άλλων μυθολογικών ηρώων, αν αυτοί ήταν ιστορικά πρόσωπα πιθανώς υπήρχαν περισσότεροι από ένας ήρωες με το ίδιο όνομα (Θησέας, Ηρακλής, Σαρπηδών κ.ο.κ.) οι οποίοι ήταν γόνοι της ίδιας οικογένειας των Θησειδών, Ηρακλειδών κ.ά. (γιος, εγγονός, ανεψιός κ.ο.κ). Τα κατορθώματα τους θα αποδόθηκαν μετά από αιώνες σε μία μόνο μορφή.
Όσοι δεν θεωρούν τον Θησέα ιστορικό πρόσωπο, τουλάχιστον στην Αττική, υποθέτουν ότι η μορφή του προήλθε από τη «σύνθεση» διαφορετικών ηρώων. Ο Βρετανός φιλόλογος Ρ. Γκρέηβς υποθέτει πως υπήρξαν τρεις ήρωες με αυτό το όνομα, ένας Λαπίθης από τη Θεσσαλία, ένας Τροιζήνιος και ένας Μαραθώνιος, συμφωνώντας με τον άλλο σπουδαίο μελετητή Τζ. Τόμσον. Ο τελευταίος θεωρεί ότι η ενοποίηση των τριών ηρώων σε έναν Θησέα δεν είχε γίνει πριν τον 6ο αι π.Χ..
Όταν οι Βουτάδες, μια φυλή Λαπιθών, ηγέτες των αριστοκρατικών στην Αθήνα, αντιπαρέθεσαν τον «Αθηναίο» Θησέα (στην πραγματικότητα Λαπίθη ήρωα) στον «Δωριέα» Ηρακλή (στην πραγματικότητα Αχαιό ήρωα της Τίρυνθας τον οποίο οικειοποιήθηκαν οι Δωριείς). Μερικοί Γερμανοί φιλόλογοι θεωρούν τον Θησέα ως προσωποποίηση του Ιωνικού (ουσιαστικά Αττικού) φύλου ή του Αθηναϊκού κράτους, δηλαδή μία «κατασκευασμένη» πολιτική προσωποποίηση σε αντιπαράθεση με τον Δωριέα Ηρακλή.
Ο φιλόλογος Γουώρντ προσπάθησε να αποδείξει την ύπαρξη ενός ιστορικού Θησέα που έζησε στην εποχή του Χαλκού και φαίνεται πως έχει πείσει αρκετούς μελετητές. Την εποχή των Πεισιστρατιδών, ο Θησέας είναι ήδη ο «εθνικός ήρωας» των Αθηναίων παραμένοντας έως το τέλος της αρχαιότητας ο ήρωας - εκπρόσωπος της Αθηναϊκής φήμης.
Όμως η άποψη των Τόμσον και Γκρέηβς για την ύπαρξη τριών ηρώων με το όνομα «Θησέας» δεν θεωρείται πλέον έγκυρη, επειδή οι άλλοι δύο Θησείς, ο Θησέας του Μαραθώνα και εκείνος της Τροιζήνας είναι επίσης Λαπιθικής προέλευσης, δηλαδή ταυτίζονται με τον Θησέα από τη Θεσσαλία. Ο αρχικός ήρωας Θησέας ήταν μία μοναδική μορφή οι μύθοι του οποίου διαδόθηκαν σε διαφορετικούς τόπους εγκατάστασης Λαπιθικών ομάδων. Έτσι προέκυψαν οι “διαφορετικοί” Θησείς οι οποίοι με το πέρασμα των αιώνων “συνέκλιναν” πάλι σε έναν Θησέα, Αθηναίο αυτή τη φορά.
Έχει υποτεθεί πως κατά την Πεισιστρατιδική περίοδο «δημιουργήθηκαν» νέοι μύθοι για τις περιπέτειες του Θησέα στην περιοχή του Ισθμού, ωστόσο οι συγκεκριμένοι μύθοι έχουν φανερά Μυκηναϊκή προέλευση. Ενδεχομένως οι άθλοι του στη χερσαία πορεία από την Τροιζήνα έως την Αθήνα αντιστοιχούν σε πολέμους των Αθηναίων εναντίον τοπικών εχθρών σε όλες τις ακτές του Σαρωνικού.
Σύμφωνα με την αντίθετη άποψη, οι άθλοι του Θησέα «συντέθηκαν» επί Πεισιστρατιδών ή νωρίτερα προκειμένου να συνδεθούν και να ταυτισθούν ο Μαραθώνιος Θησέας με τον Τροιζήνιο Πιτθέα / Θησέα, με μια μυθική πορεία του δεύτερου έως την Αττική διαμέσου του Ισθμού. Όμως οι παραδόσεις για τη δράση του Θησέα στην Αττική, στις χώρες του Σαρωνικού και στην Κρήτη είναι πολύ έντονες, εκτεταμένες και σαφείς για να έχουν «συντεθεί» και να αναφέρονται σε μυθικό πρόσωπο.
Οι δώδεκα άθλοι του Θησέα, ισάριθμοι με εκείνους του Ηρακλή για πολιτικούς λόγους (προκειμένου οι Αθηναίοι να μην υστερούν έναντι των Δωριέων ανταγωνιστών τους), έχουν προφανώς και πολιτικοστρατιωτική ερμηνεία (πέρα από τις άλλες προτεινόμενες). Φαίνεται πως συμβολίζουν εκστρατείες των Λαπιθών της Αθήνας κατά εχθρικών φύλων και κοινοτήτων που αντιστέκονταν στην επέκταση τους.
Τα ονόματα των εχθρών του Θησέα στους άθλους του, αντιστοιχούν σε πολεμικά φύλα και όχι απλώς σε ληστρικά άτομα (ή επικίνδυνα θηρία). Αυτό είναι προφανές π.χ. στη μορφή του Κερκύονος, τον οποίο η τοπική Ελευσίνια παράδοση θεωρούσε ενάρετο βασιλιά της Ελευσίνας και των Μεγάρων, και στη μορφή του Σκίρωνος, τον οποίο η τοπική παράδοση τιμούσε ως ήρωα έντιμο και φιλάνθρωπο.
Οι παλαιότεροι αρχέγονοι μύθοι τοποθετούν τον Θησέα μεταξύ των Λαπιθών στην Θεσσαλία όπου αντιμετωπίζει τους Κένταυρους. Αργότερα αντιμετώπισε τις Αμαζόνες στην Αττική (ή στη Θεσσαλία). Οι συγκεκριμένοι πόλεμοι του έχουν πανελλήνιο χαρακτήρα και μάλλον πρέπει να τοποθετηθούν αμφότεροι στη Θεσσαλία, επειδή είναι η ακριτική πρωτομυκηναϊκή χώρα που φαίνεται πως υπέφερε από τις επιδρομές λαών εκτός των Μυκηναϊκών ορίων, Ελληνικών και μη (αντιπροσωπευόμενων από Κένταυρους και Αμαζόνες που εξορμούσαν από τα βόρεια).
Οι Λαπίθες ζούσαν στο βόρειο άκρο του Μυκηναϊκού κόσμου, μαζί με τους Αινιάνες και τους Περραιβούς που ήταν ανίσχυροι συγκριτικά με εκείνους. Αργότερα οι Λαπίθες έφεραν στην Αττική την ανάμνηση αυτών των πολέμων με τη μορφή του μύθου των Αμαζόνων. Το ίδιο έπραξαν με τον μύθο των Κενταύρων στην Ηλιδα, στη Μαγνησία, στο Ταίναρο και αλλού.
Υπάρχει η πιθανότητα οι «Αμαζόνες» (στην πραγματικότητα κάποιος μητριαρχικός λαός) να διείσδυσαν μέχρι την Αττική, αν και αυτή είναι μικρή. Τέλος, πιθανό είναι ότι στον αρχικό (γνήσιο) Λαπιθικό μύθο, ο Θησέας και ο γνωστός ήρωας Πειρίθοος / Πειρίθους ήταν αδέλφια και ότι αργότερα οι Αθηναίοι προκειμένου να «απαλείψουν» τη Λαπιθική καταγωγή του Θησέα, τους «μετέτρεψαν» σε αδελφικούς φίλους.
Η γνωστή μυθολογική περιπέτεια του Θησέα στην Κρήτη και η θανάτωση του Μινώταυρου, αντικατοπτρίζει μάλλον την Αττική συμμετοχή στη Μυκηναϊκή κατάκτηση της Κνωσού (περίπου 1450 π.Χ.). Ο θρίαμβος του Θησέα με καθοδηγητή του έναν Μινωίτη φυγάδα (μυθολογικός Δαίδαλος) και συμπαραστάτη την κόρη του Μίνωα (Αριάδνη), μπορεί να απηχεί μία τέτοια επιχείρηση από τους Μυκηναίους με την ενίσχυση Κρητών «αντιφρονούντων», ίσως και με τη σύμπραξη κάποιων Μινωιτισσών πριγκιπισσών που είχαν γοητευθεί από τους Μυκηναίους μισθοφόρους στο νησί.
Σύμφωνα με μία παράδοση, ο Θησέας αρνήθηκε να παραδώσει στους Μινωίτες τον Δαίδαλο ο οποίος είχε καταφύγει στην Αθήνα και ο Μίνωας έστειλε μία μοίρα του στόλου του με ναύαρχο τον Δευκαλίωνα, για αντίποινα εναντίον της Αττικής. Ο Αθηναϊκός στόλος καταναυμάχησε τον Κρητικό και στη συνέχεια ο Θησέας στράφηκε εναντίον της μεγαλονήσου. Ίσως το συγκεκριμένο επεισόδιο να αντικατοπτρίζει κάποιες ναυτικές συρράξεις στα ανοικτά της Αττικής.
Σε κάθε περίπτωση, έως τότε η Αθήνα ήταν υποτελής της Κρήτης, με υποχρέωση καταβολής φόρου αίματος. Μία πολύ πιθανή εκδοχή για την υπερίσχυση των Μυκηναίων στην Κνωσό, είναι εκείνη που υποστηρίζει ότι υπηρετούσαν εκεί ως μισθοφόροι και εκμεταλλεύθηκαν την αναταραχή που επικράτησε μετά από σεισμούς ή από την έκρηξη του Θηραϊκού ηφαιστείου ή από την επανάσταση των επαρχιακών ανακτόρων της Κρήτης (σύμφωνα με μερικές μόνο θεωρίες). Έτσι ανέτρεψαν τον Μίνωα και κατέλαβαν την αρχή.
Ο Θησέας έφθασε στην Κρήτη την εποχή των αναταραχών, πιθανώς συνοδεύοντας τους Αθηναίους νέους που παραδίδονταν στον Λαβύρινθο (το Ανάκτορο - Ιερό της Κνωσσού) για τις Μινωικές τελετές ή προκειμένου να προσφέρει μισθοφορικές υπηρεσίες. Εκεί ενδεχομένως ενώθηκε με τους άλλους Μυκηναίους (κυρίως Πελοποννήσιους) και μετά τη νίκη τους, θυσίασε στους Μυκηναϊκούς θεούς τον Ιερό Ταύρο της Μινωικής θρησκείας (τον «Μινώταυρο») σηματοδοτώντας το τέλος της Μινωικής εξουσίας.
Στο μυθολογικό δρομολόγιο της επιστροφής του Θησέα στην Αθήνα αναφέρονται τα νησιά Νάξος, Δήλος και Κύπρος, τα οποία πέρασαν από τη Μινωική στη Μυκηναϊκή επιρροή μετά το 1450 πΧ. Φαίνεται πως τα νησιά του δρομολογίου του ήταν ο κλήρος των Μυκηναίων της Αττικής στη διανομή των Μινωικών κτήσεων. Στην Κύπρο οι Αττικοί θα εξασφάλισαν κάποιο λιμάνι, ενώ αποκλείσθηκαν τελείως από την Κρήτη την οποία διαμοίρασαν μεταξύ τους οι Πελοποννήσιοι Αχαιοί, κυρίως εκείνοι της Αργολίδας. προφανώς οι Αχαιοί δεν επιθυμούσαν την παρουσία κάποιου άλλου Ελληνικού ηπειρωτικού φύλου στην πλούσια και στρατηγική Κρήτη.
Η Μυητική Πορεία του Θρυλικού Βασιλιά της Αθήνας
Ο ήρωας για τους αρχαίους Έλληνες υπήρξε σύμβολο υπέρβασης και εξύψωσης, ενσάρκωση της ικανότητας του ανθρώπου να έρθει σε επαφή με τη θεϊκή πλευρά του και να εκπληρώσει την βαθύτερη και αληθινή φύση του. Ο τοπικός ήρωας, ιδιαίτερα, αποτελούσε για την εκάστοτε περιοχή σύνδεσμο της φυλής με το θείο, έναν μεσάζοντα και προστάτη, καύχημα για τον λαό και τη γη που τον γέννησε, φορέα αιώνιας δόξας.
Το ηρωικό γένος δικαίως θεωρήθηκε θεία σπορά. Επρόκειτο κυριολεκτικά για εξαιρετικούς ανθρώπους. Ήταν οι λαμπρές εξαιρέσεις, οι πρωτοπόροι που ξεστράτιζαν από το κοπάδι και ακολουθούσαν τα δύσβατα μονοπάτια.
Μέσα στη συνήθη τραγικότητά τους οι ήρωες ήταν οι λυτρωτές, αυτοί που μέσα από τη γνώση και τον συνεπαγόμενο πόνο και τη δυστυχία, μέσα από το θάνατο έβγαιναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θριαμβευτές και σημάδευαν τον τόπο και τους ανθρώπους πέρα από το χρόνο, πέρα από τις αβύσσους του ανθρώπινου είναι, στα τρίσβαθα της κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, εκεί που ανασαλεύει άλλοτε αδύναμα και άλλοτε αποφασιστικά η λαχτάρα για τους ανοιχτούς ορίζοντες, την έξαψη του κινδύνου, το μεθύσι της μάχης, τη σαγήνη της γνώσης, όταν η ψυχή αναγνωρίζει την αληθινή της πατρίδα, το δρόμο και την περιπέτεια.
Ο τοπικός ήρωας της Αθήνας, ο ημίθεος βασιλιάς της πόλης των πολλών φυλών, ο Θησέας, αποτελούσε για την Αθήνα ταυτόχρονα προστάτη της πόλης και λυτρωτή, πολιτικό και κοινωνικό μεταρρυθμιστή, ύψιστο μύστη, πολιτιστικό ηγέτη (λέγεται ότι αναδιοργάνωσε τα Παναθήναια και θέσπισε τα Ίσθμια), ισχυρό βασιλιά και προπαντός θεϊκό γέννημα άξιο λατρείας. Ο Θησέας ήταν εκείνος που αποκάλεσε για πρώτη φορά την πόλη με το όνομα «Αθήναι», αφού είχε ενώσει τις διάσπαρτες και αντιμαχόμενες Αθηναϊκές φυλές και εκείνος που έθεσε τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος. Υπήρξε ο κατεξοχήν ηγέτης - θεσπιστής.
Ο Θησέας ήταν όμως μια πιο περίπλοκη μορφή. Όσο φημισμένος ήταν για τα κατορθώματά του στις μάχες με διάφορους εχθρούς, άλλο τόσο ξακουστή ήταν η φήμη του ως άρπαγα γυναικών. Αυτή ειδικά η ιδιότητά του είναι συνυφασμένη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη με την πορεία του Θησέα προς τη γνώση και τη μύηση.
Η Προφητεία
Ο Αιγέας βασανιζόταν μέρα και νύχτα από ένα πρόβλημα. Παρόλο που είχε παντρευτεί ήδη δύο φορές, δεν είχε ακόμα αποκτήσει διάδοχο, Έτσι, μια μέρα αποφάσισε να ταξιδέψει μέχρι το μαντείο των Δελφών, για να συμβουλευτεί την ιέρεια του ναού του Απόλλωνα. Η Πυθία έδωσε στον Αιγέα τον παρακάτω χρησμό: «Αιγέα, πρόσεχε! Μην ανοίξεις το λαιμό του ασκού με το κρασί πριν επιστρέψεις στην Αθήνα».
Όμως ο Βασιλιάς δεν καταλάβαινε τι σήμαιναν τα λόγια αυτά. Όσο κι αν ικέτεψε την ιέρεια να του δώσει κάποιες εξηγήσετε, εκείνη έμεινε σιωπηλή και δεν πρόσθεσε τίποτα άλλο στο χρησμό. Στο δρόμο της επιστροφής ο Αιγέας θυμήθηκε πως στην Τροιζήνα βασιλιάς ήταν ο Πυθέας, ένας σοφός και έμπειρος άνθρωπος. "Ισως αυτός θα μπορέσει να με βοηθήσει" σκέφτηκε.
Όταν έφτασε στην Τροιζήνα, ο Αιγέας επισκέφτηκε τον Γηθέα, ο οποίος αμέσως κατάλαβε πως κάτι σοβαρό απασχολούσε το βασιλιά της Αθήνας. Ο Αιγέας επανέλαβε στο σοφό οικοδεσπότη του τα λόγια της ιέρειας και ζήτησε τη βοήθεια του. Ο Πιτθέας προσποιήθηκε πως δεν μπορούσε να καταλάβει τη σημασία του χρησμού, αλλά στην πραγματικότητα ήξερε καλά τι εννοούσε η Πυθία.
Ο Αιγέας θα αποκτούσε σύντομα ένα γιο και θέλημα των θεών ήταν το παιδί αυτό να γεννηθεί στην Αθήνα, έτσι ώστε να υπάρξει συνεχεία στη γενιά του βασιλιά.
Η Αρχαία Τροιζήνα
Η Τροιζήνα ήταν πανάρχαια πόλη της νοτιοανατολικής Αργολίδας με επίνειο το λιμάνι "Πώγων" - που βρισκόταν απέναντι από τον Πόρο - στον Σαρωνικό κόλπο σε απόσταση περίπου 3 χλμ. Ο πρώτος βασιλιάς αυτής της περιοχής ήταν ο Ώρος, που της έδωσε το όνομα Ωραία.
Ο Άλθηπος - γιος του Ποσειδώνα και της Ληίδας, κόρης του Ώρους - μετονόμασε την Ωραία σε Αλθηπία. Μετά τον Άλθηπο βασίλευσε ο Σάρων. Κατά την παράδοση ο Σάρων αγαπούσε πολύ το κυνήγι και για αυτό το λόγο ίδρυσε το ναό της Άρτεμης, κοντά στη Φοιβαία λίμνη. Κατά τη μυθολογία, ενώ κυνηγούσε πνίγηκε στη θάλασσα, που μετονομάστηκε Σαρωνικός Κόλπος.
Μετά τον Σάρωνα, ακολουθεί σειρά άλλων βασιλιάδων. Μεταξύ αυτών ήταν ο Υπέρης και ο Άνθος, γιοι του Ποσειδώνα και της Αλκυόνης, κόρης του Άτλαντα. Ο γιος του Άνθου, Αέτιος, μετονόμασε την χώρα σε Ποσειδωνία. Μαζί με τον Αέτιο συμβασίλευαν οι γιοι του Πέλοπα, Πιτθέας και Τροιζήν, στον οποίο οφείλει η περιοχή το σημερινό της όνομα.
Κόρη του Πιτθέα υπήρξε η Αίθρα η οποία με το βασιλιά των Αθηνών Αιγέα, γέννησε στην Τροιζήνα τον Θησέα, τον σημαντικότερο ήρωα μετά τον Ηρακλή, όχι μόνο του τόπου αλλά και όλης της Χώρας. Ο Αιγέας, φεύγοντας για την Αθήνα και υποπτευόμενος ότι η Αίθρα ήταν έγκυος, έκρυψε κάτω από ένα βράχο ένα ξίφος και ένα ζευγάρι πέδιλα. Στη συνέχεια, παράγγειλε στην Αίθρα ότι αν γεννηθεί γιος, τότε μόνο όταν ενηλικιωθεί, θα έπρεπε να σηκώσει το βράχο, να πάρει το ξίφος και τα πέδιλα και να πάει να τον συναντήσει στην Αθήνα.
Ο Θησέας κατά τη διαδρομή του προς την Αθήνα, διαμέσου της ξηράς, πάλεψε και σκότωσε το γίγαντα Περιφήτη, στον Ισθμό τον Σίνι, τον Κρομμυώνυμο κάπρο, τον κακοποιό Σκείρωνα, στην Ελευσίνα τον Κεκρυόνα, και στις όχθες του Αττικού Κηφισσού τον Προκρούστη.
Το μεγαλύτερο από τα ανδραγαθήματα που έκανε ο Θησέας, ήταν ο σκοτωμός του Μινώταυρου. Γιος του Θησέα και της Υππόλυτης, βασίλισσας των Αμαζόνων, ήταν ο Υππόλυτος, που αργότερα έγινε βασιλιάς της Τροιζήνας. Ο Υππόλυτος έχτισε στην Τροιζήνα το ναό της Λυκίας Αρτέμιδος και σκοτώθηκε όταν το άρμα του αναποδογυρίστηκε έξω από την Τροιζήνα.
ΕΝΑΣ ΗΡΩΑΣ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ
Ο Θησέας
Ο Θησέας (αρχ. Θησεύς) ήταν Έλληνας βασιλιάς της Αθήνας στην Ελληνική μυθολογία, γιος του Αιγέα και της Αίθρας, ο πιο δημοφιλής ήρωας στην αρχαία Ελλάδα μετά τον Ηρακλή.
Η μυθική διαδρομή που χαράζουν τα ίχνη του Θησέα έχει ως αφετηρία την Τροιζήνα όπου βασίλευε ο σοφός Πιτθέας. Σ’ αυτόν κατέφυγε ο άτεκνος Αθηναίος βασιλιάς Αιγέας για να του ερμηνεύσει έναν χρησμό της Πυθίας. Ο Αιγέας την είχε επισκεφθεί προκειμένου να μάθει πως θα μπορούσε να αποκτήσει τον πολυπόθητο διάδοχο του θρόνου του, καθώς όλες οι μέχρι τότε προσπάθειές του είχαν αποβεί άκαρπες. Εκείνη του απάντησε «να μην λύσει το πόδι που προεξέχει από τον ασκό προτού φτάσει στην Αθήνα».
Ο Πιτθέας αναγνωρίζοντας το πραγματικό νόημα του χρησμού που ήταν να μη συνευρεθεί με γυναίκα προτού φτάσει στην Αθήνα, τον προέτρεψε –απατηλά σύμφωνα με κάποιες διηγήσεις – να σμίξει με την κόρη του Αίθρα. Η σύλληψη του Θησέα έγινε στο νησάκι Σφαιρία το οποίο μπορεί να προσεγγίσει κανείς και με τα πόδια από τη στεριά πατώντας επάνω σε μια σειρά από σκοπέλους. Μετά τον ιερό γάμο της Αίθρας το νησάκι ονομάστηκε Ιερά.
Ο μύθος που θέλει πραγματικό πατέρα του Θησέα τον Ποσειδώνα διηγείται ότι την ώρα που περνούσε η Αίθρα πάνω από τους σκοπέλους για να συναντήσει τον Αιγέα δέχθηκε το θαλάσσιο αγκάλιασμα του θεού και συνέλαβε τον ήρωα προτού σμίξει με τον θνητό σύζυγό της. Σύμφωνα με μια άλλη διήγηση, η Αίθρα οδηγήθηκε στη Σφαιρία ύστερα από ένα όνειρο που της έστειλε η θεά Αθηνά, προκειμένου να προσφέρει θυσία στο πνεύμα του νεκρού ηνιόχου του Πέλοπα, Σφαίρου ή Μυρτίλου του οποίου το μνήμα υποτίθεται ότι βρισκόταν επάνω στο νησάκι. Τόσο η σφαίρα όσο και η μυρτιά συμβόλιζαν την γαμήλια ένωση.
Στους μύθους για την γέννηση του Θησέα πρωταγωνιστούν ο Ποσειδώνας και η Αθηνά, δύο θεοί άρρηκτα συνδεδεμένοι με την πόλη της Αθήνας. Μετά τη σειρά των χθόνιων βασιλέων φαντάζει πολύ ταιριαστός ο ερχομός ενός βασιλιά γεννημένου από τη θάλασσα με τη συγκατάθεση βέβαια της προστάτιδας θεάς. Ακόμη και οι θνητοί γονείς του αποτελούν καθρεφτίσματα των δύο θεών στο γήινο επίπεδο.
Το όνομα του Αιγέα φανερώνει θαλάσσια φύση, καθώς η αίγα υπήρξε αρχαιότατο σύμβολο για τα κύματα της θάλασσας. Φαίνεται ότι ο Αθηναίος βασιλιάς υπήρξε ένα είδος αντανάκλασης του θεού Ποσειδώνα στον κόσμο των θνητών. Και η Αίθρα όμως που το όνομά της σημαίνει το ουράνιο φως, ως ιέρεια της θεάς Αθηνάς αποτελεί μία σωσία και αντιπρόσωπό της στη γη.
Ο Αιγέας πριν φύγει από την Τροιζήνα άφησε το σπαθί του και ένα ζευγάρι πέδιλα σ’ ένα κοίλωμα κάτω από έναν τεράστιο βράχο παραγγέλλοντας στην Αίθρα, αν γεννούσε γιο που θα μπορούσε μεγαλώνοντας να σηκώσει το βράχο και να πάρει αυτά τα αντικείμενα, να τον στείλει στην Αθήνα. Ο Θησέας πέρασε την παιδική του ηλικία απόλυτα προστατευμένος στο παλάτι του παππού του Πιτθέα. Ήταν όμως ένα παιδί που ανυπομονούσε να μεγαλώσει και να ριχτεί σε περιπέτειες.
Όταν κάποτε ο Ηρακλής επισκέφθηκε την Τροιζήνα, ο μικρός τότε Θησέας δε δίστασε να επιτεθεί στη λεοντή του ήρωα νομίζοντάς την για αληθινό θηρίο, ενώ οι συνομήλικοί του για τον ίδιο λόγο έτρεξαν να κρυφτούν. Αφήνοντας πίσω του την παιδική ηλικία, ο Θησέας επισκέφθηκε τον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς όπου αφιέρωσε, σύμφωνα με το έθιμο, τις παιδικές μπούκλες του. Όταν επέστρεψε στην Τροιζήνα, έμαθε από την μητέρα του για τον Αιγέα, ανασήκωσε τον βράχο, πήρε τα τοποθετημένα εκεί κειμήλια και ετοιμάστηκε να ταξιδέψει για την Αθήνα και να διεκδικήσει τη θέση του εκεί ως γιος και διάδοχος του βασιλιά.
Από την Τροιζήνα προς την Αθήνα μπορούσε να ταξιδέψει κανείς τόσο από τη θάλασσα όσο και από τη στεριά. Η Αίθρα και ο Πιτθέας προσπαθούσαν μάταια να πείσουν τον Θησέα να ακολουθήσει τον ασφαλή θαλάσσιο δρόμο. Εκείνος γνωρίζοντας τους κινδύνους, θεωρούσε ότι θα ήταν ντροπιαστικό να ακολουθήσει τον εύκολο δρόμο, ενώ του δινόταν μια θαυμάσια ευκαιρία να αποδείξει την ανδρεία του. Ο πρώτος αντίπαλος στο δρόμο του ήταν ο Περιφήτης, γιος του Ηφαίστου τον οποίο συνάντησε στην Επίδαυρο.
Αυτός ο σχεδόν θεϊκός αντίπαλος λεγόταν και Κορυνήτης, καθώς χρησιμοποιούσε για όπλο του ένα σιδερένιο ρόπαλο (κορύνα) που του είχε χαρίσει ο πατέρας του. Το όνομα «Περιφήτης» που σημαίνει «ο περιώνυμος» ταιριάζει, κατά τον Κερένυϊ, στον άρχοντα του Κάτω Κόσμου. Πράγματι όλοι οι κίνδυνοι που βρέθηκαν στο δρόμο του Θησέα ουσιαστικά προσωποποιούν συνεχόμενες αναμετρήσεις με το υποχθόνιο στοιχείο, δίνοντας την αίσθηση μίας μυητικής εμπειρίας του ήρωα.
Ο Θησέας βγήκε νικητής από την πρώτη του σύγκρουση με τις χθόνιες δυνάμεις σκοτώνοντας τον Περιφήτη με το ίδιο του το ρόπαλο, το οποίο και πήρε στη συνέχεια μιμούμενος τον Ηρακλή που πήρε το δέρμα του λιονταριού της Νεμέας. Σε συμβολικό επίπεδο απορρόφησε τη δύναμή του και συνέχισε το δρόμο του ισχυρότερος.
Ο επόμενος σταθμός του Θησέα ήταν στον Ισθμό της Κορίνθου, όπου και εξόντωσε τον Σίνη τον επονομαζόμενο Πιτυοκάμπτη, γιο του Ποσειδώνα ή του Πολυπήμονος (πιθανώς άλλη μία προσωνυμία του Άδη). Ο Σίνης όφειλε το παρατσούκλι του στη συνήθειά του να εξολοθρεύει τους άτυχους διαβάτες δένοντάς τους σε δύο γειτονικά πεύκα, τα οποία αφού πρώτα είχε λυγίσει, άφηνε να επανέλθουν στην αρχική τους θέση με αποτέλεσμα να ξεσχίζονται τα σώματά τους. Και αυτόν ο Θησέας πλήρωσε με το ίδιο νόμισμα.
Όσο βρισκόταν ακόμη σε Κορινθιακό έδαφος και συγκεκριμένα στην περιοχή που ονομαζόταν Κρομμυών, ο Θησέας ήρθε αντιμέτωπος με ένα τρομερό θηρίο, τέκνο του Τυφώνα και της Έχιδνας, την γουρούνα Φαιά. Όπως υποδεικνύει και το όνομά της που σημαίνει «σκοτεινή», επρόκειτο για ένα ον του Κάτω Κόσμου (θηλυκούς χοίρους θυσίαζαν προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης στα Ελευσίνια Μυστήρια). Η καταγωγή του, εξάλλου, δηλώνει περισσότερο μία χθόνια στοιχειακή δύναμη παρά ένα κοινό ζώο.
Αφού εξολόθρευσε και την Φαιά, ο Θησέας προχωρώντας έφτασε σε ένα επικίνδυνο σημείο της διαδρομής του που το διαφέντευε ο Σκείρων, τις λεγόμενες Σκειρωνίδες Πέτρες. Ο Σκείρων θεωρούνταν ληστής, αλλά φαίνεται ότι επρόκειτο μάλλον για ένα genius loci, ένα ον που κυριαρχούσε στην περιοχή και ήταν ένα με τον ασβεστολιθικό εκείνο τόπο, όπως υποδηλώνει και το όνομά του (Σκείρων-σκύρον = ασβεστόλιθος).
Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη εκδοχή, ο Σκείρων ζητούσε από τους περαστικούς να του πλύνουν τα πόδια και, ενώ εκείνοι έσκυβαν, τους γκρέμιζε με κλοτσιές κάτω στη θάλασσα όπου και τους κατασπάραζε μία τεράστια χελώνα η οποία επίσης θεωρείται ζώο του Κάτω Κόσμου. Βρήκε όμως και αυτός το θάνατο από τον Θησέα και έγινε ο ίδιος τροφή για τη χελώνα. Στην ιερή Ελευσίνα ο Θησέας συνάντησε άλλη μία χθόνια στοιχειακή οντότητα, τον Κερκυόνα. Κερκυών σημαίνει «αυτός που έχει ουρά» και ίσως επρόκειτο για ένα πλάσμα αντίστοιχο με τον Κέκροπα που ήταν μισός άνθρωπος και μισός φίδι.
Ο Κερκυών προκαλούσε τους ξένους σε έναν αγώνα πάλης και τους έπνιγε με ένα θανατηφόρο αγκάλιασμα. Νικήθηκε και αυτός από τον νεαρό Θησέα και μάλιστα, σύμφωνα με μία διήγηση, παρουσία της θεάς Δήμητρας. Στην κοντινή περιοχή του Ερινεού όπου έλαβε χώρα η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη και φύτρωνε η ιερή για τα Ελευσίνια μυστήρια αγριοσυκιά (Ερινεός = αγριοσυκιά) παραμόνευε τον Θησέα ο θάνατος με την μορφή του Δαμάστη πιο γνωστού ως Προκρούστη.
Ο Προκρούστης αρέσκονταν να θανατώνει τους διαβάτες προσπαθώντας να τους ταιριάξει στο αποτρόπαιο κρεβάτι του είτε τεντώνοντάς τους είτε κόβοντας τα μέλη που προεξείχαν. Ο Θησέας τον ανάγκασε να ξαπλώσει σ’ αυτό το κρεβάτι όπου δοκίμασε τον ίδιο φρικτό θάνατο που μέχρι πρότινος χάριζε στους άλλους.
Η Διαγωγή του Θησέα
Όσο αφορά την ανατροφή του, αυτή την ανέλαβε ο παππούς του Πιτθέας και ήταν εκείνη που άρμοζε σε βασιλόπαιδα. Μάλιστα ένας εκ των παιδαγωγών του αναφέρεται πως ήταν ο Κοννίδας:
«ἄνθρωπος ἐνάρετος και ἔμπειρος τόν ὁποῖο ἐτίμησαν οἱ Ἀθηναῖοι, ἐναγίζοντες εἰς αὐτόν μίαν ἡμέραν πρό τῶν Θησείων. Ὁμοίως ἐτίμησαν καί τούς ζωγράφους, τον Σιλανίωνα καί Παρράσιον, ἐπειδή ἐζωγράφησαν την εἰκόνα αὐτού.» ( Αθ. Σταγειρίτης «Ωγυγία» μέρος ΣΤ΄ Περί ηρώων της Ελλάδος, κεφ. Ζ΄ περί του Θησέως) .
Όταν ήταν έφηβος πήγε στους Δελφούς και αφιέρωσε την «θρεπτήριον κόμην», γιατί ήταν συνήθεια να κάνουν αυτή την προσφορά, όπως λένε κάποιοι, άλλοι δε υποστηρίζουν ότι ο Θησέας ήταν εκείνος που έκανε την αρχή για κάτι τέτοιο, αν και επειδή υπάρχει αναφορά για την θρεπτήριο κόμη του Ηρακλή που είναι παλιότερος του Θησέα κατά μερικά έτη, μάλλον περισσότερο με παλαιά συνήθεια των αρχαίων επρόκειτο.
Μάλιστα δύο ήταν οι φορές που έκοβαν τα μαλλιά τους οι πρόγονοί μας όπως αναφέρεται. Μία είναι η παραπάνω και άλλη μια όταν υπήρχε πένθος. Έτσι την μεν πρώτη έλεγαν θρεπτήριον την άλλη πένθιμον.
«… τῶν δὲ ἐν Τροιζῆνι λόγων, οὓς ἐς Θησέα λέγουσιν, ἐστὶν ὡς Ἡρακλῆς ἐς Τροιζῆνα ἐλθὼν παρὰ Πιτθέα καταθεῖτο ἐπὶ τῷ δείπνῳ τοῦ λέοντος τὸ δέρμα, ἐσέλθοιεν δὲ παρ᾽ αὐτὸν ἄλλοι τε Τροιζηνίων παῖδες καὶ Θησεὺς ἕβδομον μάλιστα γεγονὼς ἔτος· τοὺς μὲν δὴ λοιποὺς παῖδας, ὡς τὸ δέρμα εἶδον, φεύγοντάς φασιν οἴχεσθαι, Θησέα δὲ ὑπεξελθόντα οὐκ ἄγαν σὺν φόβῳ παρὰ τῶν διακόνων ἁρπάσαι πέλεκυν καὶ αὐτίκα ἐπιέναι σπουδῇ, λέοντα εἶναι τὸ δέρμα ἡγούμενον. ὅδε μὲν τῶν λόγων πρῶτος ἐς αὐτόν ἐστι Τροιζηνίοις· ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ, κρηπῖδας Αἰγέα ὑπὸ πέτρᾳ καὶ ξίφος θεῖναι γνωρίσματα εἶναι τῷ παιδὶ καὶ τὸν μὲν ἐς Ἀθήνας ἀποπλεῖν, Θησέα δέ, ὡς ἕκτον καὶ δέκατον ἔτος ἐγεγόνει, τὴν πέτραν ἀνώσαντα οἴχεσθαι [καὶ] τὴν παρακαταθήκην τὴν Αἰγέως φέροντα. τούτου δὲ εἰκὼν ἐν ἀκροπόλει πεποίηται τοῦ λόγου, χαλκοῦ πάντα ὁμοίως πλὴν τῆς πέτρας·…»( Παυσανίας Αττικά, Κεφ. 27, 7)
Εδώ ο Παυσανίας περιγράφει ένα περιστατικό που έλαβε χώρα όταν ο Θησέας ήταν ακόμη ανήλικο παιδί, επτά χρονών. Συγκεκριμένα μας λέει πως όταν είχε περάσει από την Τροιζήνα ο Ηρακλής και ο Πιτθέας τον δέχτηκε για να τον φιλοξενήσει στο παλάτι, ο ημίθεος ακούμπησε το ρόπαλο και την λεοντή του σε μια άκρη για να καθήσει στο δείπνο που του παρέθεσε ο βασιλιάς.
Ο Θησέας και κάποια άλλα παιδιά που αντίκρυσαν την λεοντή, την πέρασαν για το αληθινό θηρίο! Φοβισμένα άρχισαν να τρέχουν να σωθούν εκτός του γιού του Αιγέα, τον Θησέα ο οποίος άρπαξε έναν πέλεκυ και χτυπούσε την λεοντή θέλοντας να σκοτώσει το θηρίο! Αυτό ήταν απόδειξη όχι απλά του θάρρους του αλλά της ιδιαίτερης καταγωγής του !!! Μάλιστα τον θαυμασμό του για το παιδί, είχε τότε εκφράσει και ο ίδιος ο Ηρακλής!
Στην συνέχεια ο Παυσανίας μας λέει ότι μόλις ο Θησέας έγινε δεκαέξι χρονών τον πληροφόρησε για το κληροδότημα του πατέρα του Αιγέα, και το μέρος όπου είχε αφεθεί αυτό με αποτέλεσμα ο νεαρός Θησεύς να μετακινήσει την πέτρα και να λάβει τα πατρικά κληροδοτήματα ( ξίφος και σανδάλια) και μαζί με αυτά την απόφαση πως ήταν έτοιμος να πάει προς συνάντηση του πατρός του!
«…ὁ γὰρ δὴ χρόνος ἐκεῖνος ἤνεγκεν ἀνθρώπους χειρῶν μὲν ἔργοις καὶ ποδῶν τάχεσι καὶ σωμάτων ῥώμαις, ὡς ἔοικεν, ὑπερφυεῖς καὶ ἀκαμάτους, πρὸς οὐδὲν δὲ τῇ φύσει χρωμένους ἐπιεικὲς οὐδὲ ὠφέλιμον, ἀλλ᾽ ὕβρει τε χαίροντας ὑπερηφάνῳ, καὶ ἀπολαύοντας τῆς δυνάμεως ὠμότητι καὶ πικρίᾳ, καὶ τῷ κρατεῖν τε καὶ βιάζεσθαι καὶ διαφθείρειν τὸ παραπῖπτον, αἰδῶ δὲ καὶ δικαιοσύνην καὶ τὸ ἴσον καὶ τὸ φιλάνθρωπον, ὡς ἀτολμίᾳ τοῦ ἀδικεῖν καὶ φόβῳ τοῦ ἀδικεῖσθαι τοὺς πολλοὺς ἐπαινοῦντας, οὐδὲν οἰομένους προσήκειν τοῖς πλέον ἔχειν δυναμένοις…»( Πλουτάρχου «Βίοι Παράλληλοι», Θησέας κεφ. 6, παραγρ. 4)
Μας λέει εδώ ο Πλούταρχος πως εκείνους τους καιρούς ζούσαν άνθρωποι που ήταν γιγαντόσωμοι και με μεγάλη σωματική δύναμη, οι οποίοι δεν έκαναν τίποτα παρά επιδείκνυαν την δύναμή τους προς τους ασθενέστερους νομίζοντας πως η η αιδώς και η δικαιοσύνη, η ισότητα και η φιλανθρωπία ήταν για τους κοινούς ανθρώπους αγαθά και όχι γι’αυτούς. Όσοι δεν τολμούσαν να αδικήσουν αλλά φοβούνταν μήπως αδικηθούν δεν ταίριαζαν στην κατηγορία των δυνατών και τολμηρών.
Αυτούς τους ανθρώπους εκκαθάριζε ο Ηρακλής ο οποίος τον καιρό του Θησέα έλειπε στην Λυδία δούλος της Ομφάλης αυτοτιμωρούμενος για τον φόνο του Ιφύτου. Και έτσι οι αλαζόνες εκείνοι άνθρωποι είχαν και πάλι κυριαρχήσει σε πολλά σημεία της Ελλαδικής, με αποτέλεσμα να αποτελούν μεγάλο κακό για πολλούς τόπους. Όταν λοιπόν γνωστοποίησε την πρόθεσή του αυτή, στην μητέρα του και τον παππού του, εκείνοι τον συμβούλευσαν να πάει στην Αθήνα δια θαλάσσης επειδή από την ξηρά ο δρόμος ήταν πολύ επικίνδυνος λόγω των διαφόρων ληστών και κακοποιών που υπήρχαν.
Ο Θησέας όμως λόγω του μεγάλου θαυμασμού του προς τον εξάδερφό του Ηρακλή, αλλά και διότι ο θαυμασμός αυτός είχε και μέρος μιας κάποιας ζήλιας, όχι όμως κακής αλλά τέτοιας που λειτουργούσε μέσα του θετικά σε σημείο να θέλει να πετύχει εξίσου κατορθώματα ανάλογα, άξια θαυμασμού που θα τον εξύψωναν στα μάτια των συνανθρώπων του, ουδόλως θέλησε να ακολουθήσει τις προτροπές του παππού του και της μητέρας του. Θα πήγαινε λοιπόν από την στεριά γιατί έτσι άρμοζε σε έναν πραγματικό άνδρα.
Η Συνάντηση με τον Ηρακλή
Από μικρός ο γιος του Αιγέα φαινόταν ότι είχε εξαιρετικό θάρρος. Για πρώτη φορά το απέδειξε αυτό όταν ο ατρόμητος Ηρακλής, σε ένα από τα πολλά του ταξίδια, σταμάτησε για λίγο στην Τροιζήνα. Ο βασιλιάς Πιτθέας είχε οργανώσει ένα συμπόσιο για να πμήσει το φημισμένο ήρωα, αφού οι άθλοι του και τα κατορθώματα του είχαν γίνει θρύλος. Ο Ηρακλής, συγκινημένος για την τιμή που του έκανε ο βασιλιάς, δέχτηκε με χαρά να συμμετάσχει στη γιορτή. Τα πιο σημαντικά πρόσωπα της πόλης και όλοι οι ευγενείς νέοι που στο μέλλον θα έπαιρναν υψηλά αξιώματα είχαν συγκεντρωθεί για να υποδεχτούν τον Ηρακλή.
Πριν καθίσει στο τραπέζι, ο Ηρακλής έβγαλε από πάνω του τη λεοντή, που τον έκανε άτρωτο, και την πέταξε στο έδαφος. Τα παιδιά του παλατιού νόμιισαν πως ένα ζωντανό λιοντάρι είχε μπει στο παλάτι και έφυγαν τρέχοντας φοβισμένα. Ο Θησέας, όμως, άρπαξε ένα μικρό σπαθί και όρμησε για να αντιμετωπίσει το θηρίο. Από τότε, οι δρόμοι του Θησέα και του Ηρακλή θα διασταυρώνονταν πολλές φορές στο μέλλον.
Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΕΞΑΓΝΙΣΜΕΝΟΥ ΗΡΩΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Ύστερα από όλους αυτούς τους προφανέστατα τελετουργικούς φόνους, ο Θησέας είχε ανάγκη καθαρμού. Το καθήκον αυτό ανέλαβαν άνδρες από τη γενιά των Φυταλιδών που καλωσόρισαν τον ήρωα στο σημείο που η Ιερά Οδός διασχίζει τον ποταμό Κηφισό. Οι Φυταλίδες στα πλαίσια του εξαγνισμού προσέφεραν εξιλαστήριες θυσίες στον Μειλίχιο Δία, τον Δία του Κάτω Κόσμου ολοκληρώνοντας την πρώτη επαφή του ήρωα με το χθόνιο στοιχείο.
Μετά τον εξαγνισμό του ο νεαρός Θησέας ήταν έτοιμος να μπει στην Αθήνα και να διεκδικήσει την θέση του βασιλικού διαδόχου έχοντας ως διακριτικά του τα σανδάλια, καθώς και το πατρογονικό ξίφος βαμμένο με το αίμα τόσων ισχυρών αντιπάλων. Είχε περάσει επιτυχώς την πρώτη του μυητική δοκιμασία και είχε γίνει άξιος αναγνώρισης. Έφτασε, ωστόσο, στην Αθήνα ως ξένος. Εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Αθήνα ως σύντροφος του Αιγέα η μάγισσα της Κολχίδας, η Μήδεια.
Η ταυτότητα του ξένου ήταν ολοφάνερη για την εγγονή του Ήλιου με τις υπερκόσμιες δυνάμεις. Φοβούμενη ότι ο νεοφερμένος αλλά πρωτότοκος γιος θα διαδεχόταν τον Αιγέα στον θρόνο εξοβελίζοντας από τα βασιλικά προνόμια τον δικό της γιο, έπεισε τον Αθηναίο βασιλιά να θανατώσει τον ξένο προσφέροντάς του μία κούπα με δηλητηριασμένο κρασί κατά τη διάρκεια ενός θυσιαστικού δείπνου. Τη στιγμή της προσφοράς ο Θησέας τράβηξε το ξίφος του δήθεν για να τεμαχίσει το κρέας και ξαφνικά άστραψε στα μάτια του Αιγέα η αναγνώριση που τον έκανε να σπρώξει μακριά το κύπελλο με το δηλητήριο.
Η Μήδεια τότε, σύμφωνα με μια διήγηση, εξαφανίστηκε μαζί με το γιο της μέσα σ’ ένα πυκνό σύννεφο. Σε μια τέτοια θεϊκή γυναίκα δεν θα περιμέναμε να αποδοθεί μια λιγότερο εντυπωσιακή έξοδος! Αυτή πάντως δεν θα ήταν η μόνη συνάντηση του ήρωα με μια εγγονή του Ηλίου, με τη διαφορά ότι, ενώ η Μήδεια απείλησε τη ζωή του, εκείνη η δεύτερη, η Αριάδνη θα έκανε τα πάντα για να τη σώσει.
Ο Θησέας έγινε γρήγορα αποδεκτός από το λαό ως Αθηναίος βασιλικός απόγονος και διάδοχος, αλλά σφετεριστές του θρόνου δεν έπαψαν να υπάρχουν. Ο νέος εχθρός φάνηκε στο πρόσωπο του Πάλλαντα και των πενήντα γιων του, των λεγόμενων Παλλαντιδών. Ο Θησέας πληροφορήθηκε από έναν κήρυκα των Παλλαντιδών για μια ενέδρα που του είχαν στήσει και παραφυλάσσοντάς τους κατάφερε να εξοντώσει πολλούς από αυτούς, ενώ οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν. Ο κήρυκας είχε το όνομα Λεώς (=λαός).
Ο Θησέας, λοιπόν, με τη βοήθεια του «λαού» εξασφάλισε την κυριαρχία του στην Αττική. Έχοντας απαλλαγεί από τους εγχώριους εχθρούς που επιβουλεύονταν τη ζωή και την εξουσία του ο Θησέας ξεκίνησε για να αντιμετωπίσει ένα θηρίο που λυμαινόταν την περιοχή του Μαραθώνα. Το θηρίο αυτό ήταν ένας ταύρος που σύμφωνα με μία εκδοχή ήταν ο ίδιος εκείνος που αναδύθηκε από τη θάλασσα στη γη της Κρήτης και άναψε αφύσικο πόθο στην καρδιά της βασίλισσας Πασιφάης.
Εκείνο τον ταύρο είχε φέρει ο Ηρακλής στον Μαραθώνα ύστερα από εντολή του Μίνωα. Η αποστολή αυτή του Θησέα φαίνεται να μοιάζει περισσότερο με μια διαδικασία προετοιμασίας για την αναμέτρηση με τον Μινώταυρο που ήταν ο καρπός της ένωσης της Πασιφάης με τον ταύρο. Ο Θησέας με απίστευτη επιδεξιότητα, ανάλογη με αυτή που επεδείκνυαν οι νεαροί Κρήτες στα ταυροκαθάψια, τιθάσευσε τον θεόσταλτο ταύρο και τον έφερε ζωντανό στην Αθήνα, όπου και τον θυσίασε στο βωμό του Δελφινίου Απόλλωνα.
Έτσι εγκαινιάζεται η καταλυτική παρουσία του ταύρου στη ζωή του ήρωα, μια παρουσία που θα συνόδευε τόσο αυτόν, όσο και τις θεϊκές πριγκίπισσες της Κρήτης σε μια τραγική, παράλληλη πορεία. Λέγεται, μάλιστα, πως τα πρώτα νομίσματα που έκοψε ως βασιλιάς της Αθήνας έφεραν στη μια τους όψη μία ταυροκεφαλή. Τόσο στενή έμελλε να είναι η σχέση του ήρωα με το θεοποιημένο ζώο.
Μετά απ' όλα τα κατορθώματα η φήμη του Θησέα ταξίδευε πολύ γρήγορα. Φτάνοντας στην Αθήνα τον ήξεραν πολλοί. Ο Αιγέας είχε ξαναπαντρευτεί τη Μήδεια, τη κόρη του Αιήτη του βασιλιά της Κολχίδας, η οποία ακολούθησε τον Ιάσονα αφού πήρε το χρυσόμαλλο δέρας, και δε γνώριζε ότι ο ήρωας ήταν γιος του. Έτσι υπέκυψε στις παραινέσεις της Μήδειας, που ήθελε να εξασφαλίσει το μέλλον του γιου της Μήδου, τον οποίο είχε αποκτήσει από τον Αιγέα, να φοβάται το νεαρό και προσπάθησε να τον ξεφορτωθεί.
Του ανέθεσε να απαλλάξει την Αθήνα από τον ταύρο του Μαραθώνα, που ήταν πάρα πολύ άγριος, με την ελπίδα ότι ο ταύρος θα τον κατασπαράξει. Ο Θησέας όμως, θανάτωσε τον ταύρο και γύρισε θριαμβευτής στον Αιγέα. Ο βασιλιάς τον κάλεσε σε γεύμα για να γιορτάσουν, δήθεν, τα επινίκια, αλλά με απώτερο στόχο να τον δηλητηριάσει με δηλητήριο που παρασκεύασε η προικισμένη με μαγικές ικανότητες Μήδεια.
Μόλις ο Θησέας αντιλήφθηκε το τι συμβαίνει, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το μεγάλο του όπλο: να δείξει στον πατέρα του τα σημάδια που αποδείκνυαν ότι ήταν γιος του. Έτσι έβγαλε, δήθεν τυχαία, το μαχαίρι που είχε αποσπάσει κάτω από το βράχο στην Τροιζηνία για να το χρησιμοποιήσει στο τραπέζι. Ο Αιγέας το αναγνώρισε, συνειδητοποίησε ότι προσπαθούσε να δηλητηριάσει το γιο του και αφού πέταξε μακριά το δηλητήριο, αγκάλιασε τον Θησέα και τον κάλεσε να συμβασιλεύσει μαζί του. Παράλληλα έδιωξε τη Μήδεια, η οποία πήρε το γιο της Μήδο και κατέφυγαν στη Φοινίκη.
Μετά τη δραματική αναγνώριση ο Θησέας κλήθηκε να πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο από τους άθλους του, που τον έκανε γνωστό σ' όλο τον αρχαίο, αλλά και το σύγχρονο κόσμο. Έπρεπε να απαλλάξει την Αθήνα από το δυσβάσταχτο φόρο απέναντι στην Κρήτη και τον Μινώταυρο.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΜΙΝΩΪΚΗ ΚΡΗΤΗ ΚΑΙ Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ
Ανάμεσα στα θύματα του Μαραθώνιου ταύρου ήταν και ο γιος του βασιλιά Μίνωα, ο Ανδρόγεως. Άλλη διήγηση ήθελε τον Ανδρόγεω να πέφτει θύμα δολοφονίας, καθώς πήγαινε στη Θήβα για τους νεκρικούς αγώνες του Λαΐου. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο θάνατός του αποδιδόταν σε δόλο των Αθηναίων και του Αιγέα ειδικότερα. Σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου, ο Ανδρόγεως διατηρούσε φιλικές σχέσεις και ίσως είχε συνάψει μυστική συμμαχία με τους Παλλαντίδες που απειλούσαν την εξουσία του Αιγέα.
Μαθαίνοντας για το θάνατο του γιου του ο Μίνωας εκστράτευσε εναντίον της Αθήνας για να πάρει εκδίκηση. Ο ανελέητος πόλεμος σε συνδυασμό με διάφορες συμφορές (ξηρασία, πείνα, αρρώστιες) που έπεσαν στην Αττική και αποδόθηκαν σε θεϊκή τιμωρία, λύγισαν τους Αθηναίους. Ακολουθώντας τη συμβουλή της Πυθίας προσπάθησαν να εξευμενίσουν τον οργισμένο Μίνωα και συμφώνησαν να στέλνουν στην Κρήτη κάθε εννιά χρόνια εφτά νέους και εφτά νέες ως φόρο αίματος για τον νεκρό Ανδρόγεω.
Οι δεκατέσσερις νέοι, σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη διήγηση, κατέληγαν στον λαβύρινθο, όπου και κατασπαράζονταν από τον Μινώταυρο. Όσο ο Θησέας βρισκόταν στην Αθήνα, ήρθε η εποχή του τρίτου δασμού. Ο ήρωας τότε όχι μόνο ακολούθησε τους άτυχους νέους στην αβέβαιη μοίρα τους, αλλά τέθηκε και αρχηγός της αποστολής με σκοπό να εξοντώσει το απεχθές ταυροκέφαλο τέρας.
Ο αντίπαλος όμως που περίμενε τον Θησέα στην Κρήτη δεν έμοιαζε με κανέναν απ’ όσους είχε αντιμετωπίσει ως τότε. Ίσως μάλιστα το εγχείρημα για την εξόντωσή του να μην είχε στεφθεί με επιτυχία αν δεν είχε προσφέρει την βοήθειά της η Αριάδνη, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης, εγγονή του Ηλίου και αδελφή του Μινώταυρου.
Η Αριάδνη, σύμφωνα με τις πιο διαδεδομένες διηγήσεις, ερωτεύτηκε τον Αθηναίο ήρωα που της υποσχέθηκε να την πάρει μαζί του στην Αθήνα και να την κάνει σύζυγο και βασίλισσά του και του έδειξε τον τρόπο για να βγει με ασφάλεια από τον Λαβύρινθο. Φαίνεται ότι ο αντίπαλος που καλούνταν να αντιμετωπίσει ο Θησέας δεν ήταν μόνο ο Μινώταυρος αλλά το σύμπλεγμα που δημιουργούσε ο Λαβύρινθος με τον Μινώταυρο στο εσωτερικό του. Όμως τι ήταν ο Λαβύρινθος και τι ο Μινώταυρος;
Η λέξη «λαβύρινθος» αντλεί την ετυμολογία της από τη λέξη «λάβρυς» που σημαίνει τον διπλό πέλεκυ, σύμβολο ισχύος της Μινωικής Κρήτης εξίσου σημαντικό με τα διπλά κέρατα του ταύρου, σε συνδυασμό με την κατάληξη –ινθος που σηματοδοτεί την έννοια του χώρου (βλ. Κόρινθος). Επομένως, ετυμολογικά ο Λαβύρινθος ήταν ο χώρος του διπλού πελέκεως και δεδομένης της στενής συμβολικής σχέσης του όπλου αυτού με τα κέρατα του ταύρου μπορεί να ειπωθεί ότι ο Λαβύρινθος ήταν ταυτόχρονα και ο χώρος του θεού ταύρου.
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα του, ωστόσο, περιγράφει τον Λαβύρινθο σαν έναν χορό που επινόησε ο Δαίδαλος για χάρη της Αριάδνης. Άλλες αναφορές τον περιγράφουν σαν τόπο χορού ή τόπο τέλεσης των ταυροκαθαψίων και των Κρητικών μυστηρίων. Το γεγονός ότι δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα κάποιο αρχιτεκτόνημα που να μπορεί να αποδοθεί ως λαβύρινθος εύλογα δημιουργεί τη σκέψη ότι ο Λαβύρινθος ίσως ήταν περισσότερο μία κατάσταση σώματος και πνεύματος που επιτυγχάνονταν σε συγκεκριμένο χώρο και/ή με συγκεκριμένο τρόπο.
Ο κλασικός λαβύρινθος πάντως που αναπαρίσταται σε Μινωικά νομίσματα παρουσιάζεται να έχει επτά διαδρόμους που κινούνται σπειροειδώς και οδηγούν κατευθείαν στο κέντρο, χωρίς αδιέξοδα και τυφλές στροφές. Ο εισερχόμενος σε αυτόν δεν χρειάζεται να επιλέξει το σωστό μονοπάτι. Η μόνη επιλογή που του διατίθεται είναι αν θα εισέλθει ακολουθώντας το μοναδικό μονοπάτι.
Οι επτά διάδρομοι τους οποίους έπρεπε κανείς να διασχίσει φέρνουν στο νου τα επτά στάδια απογύμνωσης που πέρασε η Ίσις κατά την κάθοδό της στον αιγυπτιακό Άδη. Δεν είναι καθόλου απίθανο ο Κρητικός Λαβύρινθος να υπήρξε μια μίμηση της καθόδου και της επακόλουθης ανόδου από τον Κάτω Κόσμο, μια τελετουργική διαδικασία θανάτου και αναγέννησης.
Αυτή την διαδικασία επόπτευε η Κυρά του Λαβυρίνθου. Η Αριάδνη ξέχωρα από τη θνητή ταυτότητά της είχε και μια θεϊκή που διακρινόταν από τη χαρακτηριστική διττότητα της θηλυκής αρχής. Είχε, επομένως, μία πλευρά φωτεινή και μία σκοτεινή. Ήταν ταυτόχρονα η πλέον άμωμη Αριάγνη ως υποχθόνια θεά και η διαυγής Αριδήλη ως ουράνια. Ήταν εκείνη που οδηγούσε τον μυούμενο στον θάνατο και εκείνη που του δίδασκε τον τρόπο για να επιστρέψει!
Ήταν η Αριάδνη, λοιπόν, η αφιερωμένη στον Ταύρο, όπως η γιαγιά της Ευρώπη και η μητέρα της Πασιφάη η μόνη που είχε εξουσία στον χώρο του Ταύρου και μπορούσε να διδάξει τον Θησέα. Σύμφωνα με την πιο γνωστή διήγηση του προσέφερε τον διάσημο μίτο που θα τον οδηγούσε με ασφάλεια πάλι στο φως του ήλιου.
Όμως οι απεικονίσεις του Λαβυρίνθου που τον παρουσιάζουν με μία μοναδική διαδρομή που εύκολα οδηγούσε πάλι στην έξοδο δικαιολογούν περισσότερο την μάλλον παλαιότερη εκδοχή που θέλει την Αριάδνη να δίνει στον Θησέα το φωτεινό στεφάνι της για να του δείχνει τον δρόμο μέσα στα ζοφερά σκοτάδια του Λαβυρίνθου / Άδη. Αυτό το στεφάνι ήταν δώρο από τον θεό στον οποίο ήταν αφιερωμένη και η πράξη της να το δώσει στον Θησέα αποκαλύπτει μία προδοσία.
Η προδοσία, βέβαια, της Αριάδνης και ταυτόχρονα το πεπρωμένο της ολοκληρώθηκε τη στιγμή που έγινε συνεργός στο φόνο του αδελφού της, εγκατέλειψε οικογένεια και πατρίδα για να φύγει με τον όμορφο ξένο που της υποσχέθηκε γάμο και μια νέα ζωή. Η πορεία της υπήρξε ως ένα σημείο παράλληλη με αυτή της Μήδειας, της άλλης εγγονής του Ηλίου που σκότωσε τον αδελφό της, πρόδωσε τον πατέρα της και έφυγε μακριά από τη χώρα της για την αγάπη ενός ξένου.
Η άλλη πλευρά του μυστηρίου σχετίζεται με τον Μινώταυρο. Το αφύσικο αυτό πλάσμα που έγινε γνωστό ως ταύρος του Μίνωα είχε ένα όνομα ουράνιο. Λεγόταν Αστέριος και σ’ όλες τις απεικονίσεις του παρουσιάζεται με το σώμα του διάστικτο από άστρα. Με το ίδιο αυτό όνομα προσφωνούνταν και ο Διόνυσος σαν αγόρι και παιδί των μυστηρίων. Υπάρχει μάλιστα μια ενδιαφέρουσα αγγειογραφία την οποία μνημονεύει ο Κερένυϊ και η οποία απεικονίζει την Αριάδνη ως παραμάνα του μικρού Διονύσου. Ο Διόνυσος φαίνεται να ταυτίζεται στην ουσία του με τον Μινώταυρο.
Στην Ήλιδα, μάλιστα, όπου η Μινωική επιρροή υπήρξε έντονη, ο Διόνυσος λατρευόταν ξεκάθαρα ως ταύρος. Οι γυναίκες της Ήλιδας τον καλούσαν να έρθει κοντά τους με πόδι ταύρου και τον επικαλούνταν ως άξιο ταύρο (Μία πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση στον μύθο του θεού με το πόδι ταύρου παρουσιάζει ο Robert Graves στη «Λευκή Θεά» του). Ο Διόνυσος ήταν αυτός που είχε χαρίσει το λαμπερό στεφάνι στην Αριάδνη και αυτός που κρυβόταν ως πρόσωπο ταμπού στο κέντρο του Λαβυρίνθου.
Σύμφωνα με μια αφήγηση που παραδίδει ο Υγίνος, υπήρξε θεϊκός σύζυγος της Αριάδνης πριν αυτή γνωρίσει τον Θησέα. Αποτελούσαν μαζί το βασιλικό ζευγάρι των Κρητικών μυστηρίων με τη διπλή υπόστασή τους, την υποχθόνια και την ουράνια. Οδηγούσαν όσους μυούνταν, στην ένωση με το θείο. Την ίδια δοκιμασία έπρεπε να περάσει και ο Θησέας για να σώσει τον εαυτό του και τον τόπο του.
Σκοτώνοντας τον Μινώταυρο θυσίασε τον γήινο ταύρο-εαυτό του και αφού πέρασε το κατώφλι του θανάτου, αντίκρισε τον Αστέριο, τον θείο / Διονυσιακό αναγεννημένο στην υπέρτατη γνώση εαυτό του με τη μορφή του ουράνιου, συμπαντικού παιδιού. Έτσι -πάντα υπό την καθοδήγηση της Κυράς του Λαβυρίνθου και το φως του θεϊκού στεφανιού της- αναδύθηκε μ’ έναν στροβιλιζόμενο και εκστατικό χορό καινούργιος και ολοκληρωμένος.
Στον καιρό του Αιγέα και πριν ακόμα γεννηθεί ο Θησέας, ο Ανδρόγεος, γιος του ονομαστού βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, νίκησε στους ιερούς αγώνες της Αθήνας, τα Παναθήναια. Τότε ζηλόφθονοι ανταγωνιστές του τον σκότωσαν για να μην προλάβει να πρωτεύσει και σ' άλλα αγωνίσματα. Άλλη εκδοχή του μύθου αναφέρει ότι ο Ανδρόγεος σκοτώθηκε αντιμετωπίζοντας τον ταύρο του Μαραθώνα, τον οποίο εξόντωσε αργότερα ο Θησέας.
Ο Μίνωας, σίγουρος για τη δολοφονία του γιου του, εκστράτευσε με το ναυτικό του, που θεωρούνταν πάρα πολύ ισχυρό, εναντίον των Αθηνών. Κατέλαβε τα Μέγαρα, δεν μπόρεσε, όμως, να κυριεύσει την Αθήνα. Ήταν, όμως, γιος του Δία. Ο θεός για να τον ευχαριστήσει έστειλε επιδημίες και πείνα στην Αθήνα. Η πόλη για να γλιτώσει έπρεπε να στέλνει κάθε εννιά χρόνια επτά νέους και νέες ως βορά στον Μινώταυρο, το τέρας με τη μορφή ταύρου που ζούσε στο βάθος του πολύπλοκου Λαβύρινθου, κατασκευή του τεχνίτη Δαίδαλου, στον οποίο όποιος έμπαινε δεν έβρισκε την έξοδο.
Ο Μινώταυρος
Στην Ελληνική μυθολογία, ο Μινώταυρος ήταν ένα ον με σώμα ανθρώπου και κεφάλι και ουρά ταύρου. Πέρα από την περιγραφική αυτή ονομασία του, το όνομα του Μινώταυρου ήταν Αστερίων. Κάποιες φορές αναπαρίσταται ακόμα ως ταύρος με κορμό ανθρώπου, σε αντιστοιχία με τον Κένταυρο. Κατοικούσε στο Λαβύρινθο, κτίσμα που φτιάχτηκε από το Δαίδαλο κατόπιν εντολής του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα. Ο Μινώταυρος σκοτώθηκε από τον Θησέα.
Πριν ο Μίνωας γίνει βασιλιάς ζήτησε από το θεό Ποσειδώνα ένα σημάδι που να αποδεικνύει ότι αυτός, και όχι ο αδερφός του, έπρεπε να ανέβει στο θρόνο. Ο θεός έστειλε έναν όμορφο λευκό ταύρο και ζήτησε από το Μίνωα να θυσιάσει αυτόν τον ταύρο στον ίδιο. Ο Μίνωας όμως αντί για αυτόν θυσίασε έναν άλλο ταύρο, ελπίζοντας ότι ο θεός δε θα το προσέξει.
Ο Ποσειδώνας όμως κατάλαβε τι είχε γίνει, εξοργίστηκε, και έκανε τη γυναίκα του Μίνωα Πασιφάη να ερωτευτεί τον ταύρο. Η γυναίκα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος της και ζήτησε βοήθεια από το μηχανικό Δαίδαλο. Αυτός κατασκεύασε ένα κενό ομοίωμα αγελάδας, η Πασιφάη μπήκε μέσα σε αυτό και ο ταύρος ξεγελάστηκε και ζευγάρωσε μαζί της. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Μινώταυρος.
Ο Μίνωας, μετά από χρησμό που πήρε από το Μαντείο των Δελφών, ζήτησε από τον Δαίδαλο να φτιάξει ένα κτίσμα ώστε να κλειστεί μέσα ο Μινώταυρος, και αυτός κατασκεύασε το Λαβύρινθο. Ο Μινώταυρος ήταν καρπός της ένωσης της γυναίκας του Μίνωα Πασιφάης μ' έναν ταύρο! Τον ταύρο αυτόν είχε στείλει από τη θάλασσα σαν σημάδι ο Ποσειδώνας στον Μίνωα, που ήθελε να αποδείξει την κυριαρχία του σ' όλη την Κρήτη. Ζήτησε, όμως, από τον Μίνωα να θυσιάσει τον ταύρο προς τιμή του. Ο Μίνωας όμως δεν το έπραξε και έτσι η οργή του Ποσειδώνα πήρε πρωτότυπη μορφή.
Προκάλεσε τον έρωτα της Πασιφάης για τον ωραίο ταύρο και τη σφοδρή επιθυμία της για ένωση μαζί του. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν ήταν διόλου εύκολο. Ο πολυτεχνίτης, όμως, Δαίδαλος βρήκε τη λύση. Έφτιαξε μια ξύλινη αγελάδα, κούφια εσωτερικά για να χωράει η Πασιφάη, την οποία έντυσε εξωτερικά με δέρμα από αληθινή αγελάδα και με τροχούς την έσυρε ως το λιβάδι όπου έβοσκε ο ταύρος.
Προϊόν αυτού του αφύσικου ζευγαρώματος ήταν ο Μινώταυρος, τέρας με κεφάλι ταύρου και σώμα ανθρώπου. Το ταυρόμορφο τέρας ο Μίνωας έκλεισε στο βάθος του Λαβύρινθου και το έτρεφε με ανθρώπινο αίμα. Όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου η Αθήνα να πληρώσει για τρίτη φορά τον αιματηρό της φόρο στον Μίνωα, ο Θησέας ζήτησε από τον πατέρα του να περιληφθεί στην ομάδα των θυμάτων. Οι νέοι και οι νέες που θα πήγαιναν στην Κρήτη επιλέγονταν με κλήρο. Ο Θησέας ήταν εθελοντής.
Ξεκίνησε, λοιπόν, μ' ένα καράβι με μαύρα πανιά και υποσχέθηκε ότι θα σήκωνε άσπρα πανιά κατά την επιστροφή, όταν θα είχε απαλλάξει την Αθήνα από το βαρύ της φόρο. Ακολουθεί μια έντονη λογομαχία μεταξύ του Μίνωα και του Θησέα όπου ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι κι αυτός είναι γιος θεού, του Ποσειδώνα. Για να το αποδείξει αποδέχεται την πρόκληση του Μίνωα και πέφτει να πιάσει το δαχτυλίδι που πέταξε στη θάλασσα. Εκεί τον υποδέχεται η Αμφιτρίτη που του χαρίζει έναν πορφυρό μανδύα και ένα στεφάνι από ρόδα οδηγώντας τον στο παλάτι του θεού. Ο Θησέας επιστρέφει από το βυθό με το δαχτυλίδι και αποδεικνύει τη θεϊκή του καταγωγή.
Ο Λαβύρινθος και ο Μίτος της Αριάδνης
Στην Κρήτη ο Θησέας βρίσκει σύμμαχο την κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης, την Αριάδνη, η οποία ερωτεύεται το νεαρό και όμορφο βασιλόπουλο από την Αθήνα. Η Αριάδνη συναντάει τον Θησέα και του προσφέρει τη βοήθειά της με την προοπτική, όμως, φεύγοντας να την πάρει μαζί του και να την κάνει γυναίκα του. Ο Θησέας, βέβαια, δεν έπρεπε μόνο να σκοτώσει τον Μινώταυρο, αλλά και να βγει από τον Λαβύρινθο. Ποιος άλλος μπορούσε να δώσει τη λύση σ' αυτόν το γρίφο εκτός από τον κατασκευαστή του;
Η Αριάδνη κατέφυγε στον Δαίδαλο και αυτός της συνέστησε ένα έξυπνο κόλπο. Όποιος έμπαινε στον Λαβύρινθο έπρεπε να πάρει μαζί του ένα κουβάρι κλωστή. Δένοντας τη μια άκρη της κλωστής στην άκρη του Λαβύρινθου θα προχωρούσε προς το βάθος του ξετυλίγματος το νήμα. Έτσι η επιστροφή θα γινόταν εύκολη. Τυλίγοντας το νήμα και ακολουθώντας την πορεία του θα έβρισκε την έξοδο του Λαβύρινθου.
Ο Θησέας μπαίνοντας στον πολύπλοκο Λαβύρινθο ακολούθησε τη συμβουλή του Δαίδαλου. Μάλιστα λέγεται ότι η ίδια η Αριάδνη καθόταν στην άκρη του Λαβύρινθου βαστώντας το σωτήριο νήμα. Έτσι έμεινε παροιμιώδης ο "μίτος της Αριάδνης". Ο Θησέας μέσα στον Λαβύρινθο συνάντησε το τέρας, πάλεψε μαζί του και με το σπαθί του του 'κοψε το λαιμό προσφέροντάς το ως θυσία στον Ποσειδώνα, κάτι που θα 'πρεπε να κάνει, όπως είπαμε, ο Μίνωας με τον ταύρο, πατέρα του τέρατος. Με το μύθο του Μινώταυρου συμπλέκεται και ο μύθος του κατασκευαστή του Λαβύρινθου Δαίδαλου.
Το Σπήλαιο Λαβύρινθος βρίσκεται 50km νότια του Ηρακλείου, σε ένα μικρό λόφο 3,5km βόρεια του Καστελίου Μεσαράς. Ήταν ένα τεράστιο τεχνητό σπήλαιο με δαιδαλώδεις διαδρόμους μήκους μεγαλύτερους των 2.5km και δωμάτια που δεν οδηγούσαν πουθενά, το οποίο αποτέλεσε λατομείο για την εξόρυξη των λίθων που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του Μινωϊκού ανακτόρου της Φαιστού, της Μινωϊκής έπαυλης της Αγίας Τριάδας, της ρωμαϊκής πόλης Γόρτυνας, κα. Το λατομείο και οι δύο είσοδοι του καταστράφηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά από τους Γερμανούς κι, έτσι, σήμερα δεν μπορούμε να το δούμε στην αρχική του μορφή.
Ο Λαβύρινθος, λόγω των πολυδαίδαλων στοών και των αδιεξόδων του, έχει κινήσει το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών, που τοποθετούν τον μυθικό λαβύρινθο του Μινώταυρου σε αυτό το σπήλαιο, κι όχι στην Κνωσό. Σύμφωνα με τον πασίγνωστο μύθο, ο Θησέας κατάφερε να σκοτώσει τον τερατόμορφο Μινώταυρο μέσα στον σκοτεινό λαβύρινθο με τη βοήθεια της Αριάδνης, η οποία του έδωσε ένα σπάγγο (μίτο) για να μην χαθεί.
Έτσι, ο Θησέας ελευθέρωσε τον εαυτό του και τους άλλους νέους που έπρεπε να στέλνει κάθε εννιά χρόνια η Αθήνα στην Κνωσό, ως αντίποινα για τον θάνατο του γιού του Μίνωα από τους Αθηναίους. Πολλοί πιστεύουν ότι ο μύθος του Μινώταυρου συμβολίζει τις κακουχίες και τις άθλιες συνθήκες, μέσα στις οποίες δούλευαν οι δούλοι του λατομείου, οι οποίοι πέθαιναν σε αυτή τη σκοτεινή και υγρή φυλακή.
Αφού το λατομείο σταμάτησε να λειτουργεί, οι στοές του γέμισαν νυχτερίδες. Έτσι, οι ντόπιοι κάτοικοι για πολλούς αιώνες έρχονταν ως εδώ για να φορτώσουν στα ζώα τους τα νιτρικά υπολείμματα από τις νυχτερίδες, τα οποία αποτελούν ιδανικό λίπασμα. Άλλωστε, και το περίφημο λίπασμα γκουανώ προέρχεται από κοπριές νυχτερίδων.
Επίσης, η ιστορία με το Θησέα και το Μινώταυρο έκανε το σπήλαιο γνωστό σε όλο τον κόσμο, αποτελώντας το σημαντικότερο αξιοθέατο στο νησί για αιώνες. Έτσι, άρχισαν να το επισκέπτονται πολλοί περιηγητές και εξερευνητές. Μάλιστα στους τοίχους υπάρχουν αναρίθμητες επιγραφές με ονόματα από τον 15ο αιώνα, το πλήθος των οποίο προδίδει τη σημασία που είχε το μνημείο αυτό.
Πολύ αργότερα, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κρήτη, το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη για πολεμοφόδια, νερό και τρόφιμα. Μάλιστα, έγινε η μεγαλύτερη αποθήκη πυρομαχικών της Γερμανίας που μπορούσε να εφοδιάζει όλη τη Μέση Ανατολή, με περισσότερους από 300.000 τόνους όπλων! Όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν το νησί το 1944, ανατίναξαν όλα τα πυρομαχικά, με αποτέλεσμα να καταστραφεί εντελώς το σπήλαιο και οι δύο είσοδοι του. Μάλιστα, η έκρηξη ήταν τόσο ισχυρή, που ογκόλιθοι 15 τόνων βρέθηκαν σε απόσταση 10km.
Ήδη από το 1945, άρχισαν εργασίες για την επαναφορά του σπήλαιου και τον καθαρισμό του από όσα πυρομαχικά και νάρκες δεν είχαν εκραγεί. Οι είσοδοι ξανάνοιξαν για λίγο καιρό και, δυστυχώς, τότε πολλοί κάτοικοι έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθεια τους να βρουν πυρομαχικά, τα οποία χρησιμοποιούσαν για λίπασμα ή για ψάρεμα με δυναμίτη. Σήμερα το σπήλαιο έχει σφραγιστεί και απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος, αλλά δυστυχώς έχουν αναφερθεί πολλά κρούσματα λαθρανασκαφών.
Ο Κρητικός Λαβύρινθος
Ο λαβύρινθος στην Ελληνική Μυθολογία, ήταν μια σύνθετη οικοδομική κατασκευή, στην Κνωσσό. Φτιάχτηκε από τον μηχανικό Δαίδαλο για λογαριασμό του μυθικού βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα. Ο λόγος που κατασκευάστηκε ήταν για να απομονώσει τον Μινώταυρο, ένα πλάσμα μισό άνθρωπος και μισό ταύρος. Ο ίδιος ο Δαίδαλος, κατασκεύασε τόσο περίτεχνα και πολύπλοκα τον λαβύρινθο, που ακόμη και αυτός κατάφερε με δυσκολία να βρει την έξοδό του, όταν ολοκλήρωσε το έργο.
Η Αθήνα είχε χάσει ένα πόλεμο στην Κρήτη και ως φόρο τιμής αναγκάστηκε να στείλει επτά νέους άνδρες και επτά κορίτσια να θυσιαστούν στο Μινώταυρο. Ο Θησέας, γιος του βασιλιά της Αθήνας, προσφέρθηκε εθελοντικά να είναι ένας από την ομάδα με σκοπό να σκοτώσει τον Μινώταυρο και να ελευθερώσει την Αθήνα από την κυριαρχία της Κρήτης. Η κόρη του βασιλιά Μίνωα Αριάδνη του έδωσε ένα κουβάρι με κλωστή για να το ξετυλίγει όσο θα περνά μέσα από τον λαβύρινθο, δίνοντας του έτσι τη δυνατότητα να θυμηθεί τα βήματά του και μετά την πράξη του να μπρέσει να βρει το δρόμο της επιστροφής.
Ο Θησέας μπήκε στο λαβύρινθο, σκότωσε τον Μινώταυρο και διέφυγε από την Κρήτη παίρνοντας μαζί του την Αριάδνη. Αυτός είναι ένας από τους σημαντικότερους Ελληνικούς μύθους. Έχει διατηρηθεί ζωντανός στο πέρασμα των αιώνων ανάμεσα στους λαβύρινθους όλου του κόσμου!
Η αρχαιότερη γνωστή μορφή λαβύρινθου είναι το σχέδιο του «Κρητικού» λαβύρινθου. Οι επτά δακτύλιοι των μονοπατιών εύκολα δημιουργούνται σχεδιάζοντας ένα σταυρό και τέσσερις τελείες και στη συνέχεια ενώνοντας τα μέχρι να σχηματίσουν οκτώ ομόκεντρους κύκλους, αφήνοντας ενδιάμεσα εφτά κενούς δακτυλίους. Είναι ένα συναρπαστικό σχήμα το οποίο αφήνει εδώ και 5000 χρόνια τα ίχνη του στην ιστορία του πολιτισμού.
Αρχικά, από την τρίτη προχριστιανική χιλιετία, συναντώνται σε θραύσματα κεραμικών καθώς και σε χαράξεις σε βράχους. Δεκαέξι αιώνες αργότερα ο λαβύρινθος παρέμεινε στο επίκεντρο του πολιτισμού της Κρήτης και εμφανίζεται στα Κρητικά νομίσματα μέχρι και τον πρώτο αιώνα π.Χ. Ακολούθουν οι ψηφιδωτές εικόνες κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Κατά την εξάπλωση του Χριστιανισμού, η εκκλησία υιοθέτησε το σχέδιο του λαβύρινθου σαν μια μορφή συμβολισμού, τελετουργίας και μετάνοιας.
Υπάρχουν χιλιάδες πέτρινοι λαβύρινθοι, από την Μεσαιωνική εποχή, σκορπισμένοι στις Βαλτικές ακτές και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης. Η απεικόνιση λαβυρίνθου εμφανίζεται σε χαλκογραφίες και χάρτες της Κρήτης από τον 15ο ως τον 19ο αιώνα, όπου η Κρήτη αποτελούσε σημαντικό τουριστικό προορισμό, εξαιτίας του μύθου του «Λαβύρινθου». Κατά την διάρκεια της Αναγέννησης και στην Βικτοριανή εποχή εξελίχθησαν σε θαμνώδη λαβύρινθους. Μέχρι και το 1917, η Τράπεζα της Κρήτης είχε εκδόσει χάρτινο νόμισμα με το σύμβολο του λαβυρίνθου!
Υπάρχουν δύο μορφές του λαβύρινθου. Μια πολύπλοκη μορφή του με δαιδαλώδη μονοπάτια, η οποία αναφέρεται σε σύνθετο παζλ διακλαδώσεων με επιλογές της διαδρομής και κατεύθυνσης (Maze) και ο Κρητικός λαβύρινθος όπου υπάρχει μονό ένας δρόμος, χωρίς διασταυρώσεις, που αλλάζει διαρκώς κατεύθυνση. Ο εσωτερικός χώρος αποτελείται από πολλές λοξοδρομίες και το κέντρο του περικυκλώνεται επτά φόρες ώστε ο επισκέπτης να προσπέρνα επανειλημμένα τον επιθυμητό προορισμό.
Ο δρόμος οδηγεί αναγκαστικά στο κέντρο όπου ο επισκέπτης πρέπει να κάνει μεταβολή και να διατρέξει την ίδια διαδρομή. Αυτό το σχέδιο συνδέθηκε με το Λαβύρινθο του Μίνωα - αν και τόσο η λογική όσο και οι λογοτεχνικές περιγραφές καθιστούν σαφές ότι ο Μινώταυρος ήταν παγιδευμένος σε ένα πολύπλοκο λαβύρινθο με διακλαδώσεις.
Ο Κρητικός Λαβύρινθος συνδέεται με ένα σύμπλεγμα του μύθου, το σύμβολο και την αλληγορία. Είναι ένα σύμβολο για τον δρόμο της ζωής του ανθρώπου. Τα επτά κυκλώματα αντιστοιχούν στις επτά σφαίρες των ιερών πλανητών, τις επτά αρχές του ανθρώπου και του σύμπαντος, τις επτά ημέρες της εβδομάδας και άλλες τέτοιες επταπλάσιες έννοιες.
Το σχήμα αντιπροσωπεύει επίσης την κυκλοφορία της ζωτικής ενέργειας μέσα στα σώματά μας, και το μοντέλο υποδεικνύει τις ελικώσεις του εγκεφάλου και των εντέρων-δύο πόλους του σώματός μας που αντιστοιχούν στη συνείδησή μας και τη φυσική μας κατάσταση. To πέρασμα στο κέντρο του λαβυρίνθου και η επιστροφή στην περιφέρειά του αποτελεί ένα ταξίδι στο κέντρο της ύπαρξής μας, μια μεταφορά για το ταξίδι της ζωής και σε τελική ανάλυση στην κατανόηση του ποιοί είμαστε.
Ο Κρητικός Λαβύρινθος του πάρκου είναι κατασκευασμένος από πέτρες που συλλέχθηκαν εντός της περιοχής στην οποία βρίσκεται. Έχει διάμετρο 16 μέτρα και διαρκεί περίπου 7 λεπτά με τα πόδια, σε έναν ήρεμο ρυθμό. Η είσοδος του είναι από τα νότια και στο κέντρο του βρίσκεται ένα ηλιακό ρολόι από ορείχαλκο.
Η Εγκατάλειψη της Αριάδνης
Ο Θησέας πέρασε τη δοκιμασία του Λαβυρίνθου με επιτυχία, έσωσε τον εαυτό του και τους νέους και εξιλέωσε την Αττική. Είχε έρθει η ώρα της επιστροφής. Ο ήρωας πήρε μαζί του την Αριάδνη και την αδερφή της Φαίδρα, αχρήστευσε τα μινωικά πλοία για να γλιτώσει την καταδίωξη και απέπλευσε. Φεύγοντας από την Κρήτη, ο Θησέας έφτασε με τη συντροφιά του στο κοντινό νησάκι Δία ή στη Νάξο που τότε ονομαζόταν Δία.
Ο σκοπός της στάσης αυτής έχει μείνει στη σκοτεινή πλευρά του μύθου, ίσως γιατί θεωρήθηκε κατά έναν παράξενο τρόπο αυτονόητος. Ίσως να θεωρήθηκε ότι έτσι θα εκπληρωνόταν το πεπρωμένο της Αριάδνης. Ο Θησέας ήταν σ’ αυτό το νησί ένας απλός περαστικός, ένα εμπόδιο στο σχέδιο του θεού. Πολλές αγγειογραφίες απεικονίζουν τον Θησέα να εγκαταλείπει το νησί διωγμένος από τη θεά Αθηνά, ενώ ο Διόνυσος απομακρύνεται με την Αριάδνη.
Η κοιμισμένη (μήπως νεκρή;) Αριάδνη ανήκε δικαιωματικά στον θεό και ο θνητός ήρωας δεν είχε άλλη επιλογή από την αποχώρηση. Η Κυρά του Λαβυρίνθου έμεινε για τον Θησέα στη σφαίρα του ανέφικτου. Ο θεός-ταύρος παρά τη φαινομενική του ήττα στην Κρήτη, εμφανίζεται θριαμβευτής μπροστά στην θεϊκή του σύζυγο και την οδηγεί στον ουρανό, όπου το λαμπερό της στεφάνι παίρνει τη θέση του ανάμεσα στα άστρα ως «Βόρειος Στέφανος» ή Λατινιστί «Corona Borealis».
Οι Κέλτες, σύμφωνα με όσα περιγράφει ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, σ’ αυτόν τον αστερισμό τοποθετούσαν το σπειροειδές κάστρο της Αριάνρχοντ, το Caer Arianrhod. Σ’ αυτό το κάστρο, περίμεναν σαν σε κάποιο βασιλικό καθαρτήριο οι διαπρεπείς ψυχές μέχρι να κερδίσουν την ανάσταση. Ο Γκρέιβς αναφέρει μάλιστα ότι η παράδοση του Σπειροειδούς Κάστρου στη Βρετανία επιβιώνει σ’ έναν χορό της υπαίθρου που λέγεται «Πασχαλινός Λαβύρινθος».
Οι ομοιότητες με τον Ελληνικό μύθο του Λαβυρίνθου και της Αριάδνης είναι κάτι παραπάνω από προφανείς. Άραγε υπήρξε κάποτε μία συγκεκριμένη μυητική τεχνική που περιλάμβανε με κάποιο τρόπο τον αστερισμό του Βορείου Στεφάνου σε σχέση με τη λατρεία μίας σεληνιακής-χθόνιας θεάς και ήταν κοινή για Έλληνες και Κέλτες; Μήπως ο Θησέας υπήρξε το Ελληνικό σύμβολο του ανθρώπου που κατάφερνε να βγει από τον Λαβύρινθο, να επιστρέψει από το Σπειροειδές Κάστρο, να γυρίσει από τον Άλλο Κόσμο όντας κάτι παραπάνω από άνθρωπος, όντας ήρωας;
Ο ήρωας όμως τελικά το μόνο που κατάφερε να κρατήσει από την θεία θηλυκή παρουσία που οδήγησε τα βήματά του πίσω στο φως ήταν το είδωλό της. Ο Θησέας κράτησε το ξόανο της Αφροδίτης το οποίο η Αριάδνη κουβαλούσε από τη στιγμή που άφησαν την Κρήτη σαν να επρόκειτο για το δικό της alter ego, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Κερένυϊ. Σαν ζωντανή ανάμνηση κράτησε την Φαίδρα η οποία σχετίζεται με την φωτεινή και προσιτή στον άνθρωπο όψη της Αριάδνης. Η σκοτεινή και μυστική όψη της Αριάδνης / Αριάγνης ως Κρητικής Περσεφόνης μόνο από τον θεό μπορεί να γίνει θεατή εκτός μυστηρίων.
Η φωτεινή όψη της Αριάδνης γίνεται φανερή και στο όνομα της Αίγλης, της κόρης του Πανοπέως (μήπως του Ήλιου;), για χάρη της οποίας ο Θησέας εγκατέλειψε την κόρη του Μίνωα σε μια άλλη εκδοχή του μύθου. Διάφορες διηγήσεις θέλουν την Αίγλη να ονομάζεται επίσης και Κορωνίς. Αυτό το όνομα έφερε και η ερωμένη του Απόλλωνα, η άτυχη μητέρα του Ασκληπιού που πέθανε πυρπολημένη, επειδή πρόδωσε τον θεό μ’ έναν θνητό, τον Ίσχυ. Ενδιαφέρον προκαλεί στον προσεκτικό παρατηρητή μία αγγειογραφία που απεικονίζει την αρπαγή κάποιας κοπέλας με το όνομα Κορώνα από τον Θησέα.
Μήπως ο Θησέας ήταν εκείνος ο ''ισχυρός'' θνητός που για χάρη του η μητέρα του Ασκληπιού απαρνήθηκε τον Απόλλωνα, όπως η Αριάδνη είχε απαρνηθεί τον Διόνυσο; Μ’ έναν παράξενο τρόπο ο αστερισμός του Βορείου Στεφάνου φέρνει τις δύο θεϊκές συντρόφους ακόμη πιο κοντά. Η Κορωνίς ή Κορώνη αντανακλάται στην Λατινική ονομασία Corona Borealis. Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι ότι ο αστερισμός φαίνεται στον ουρανό σαν να «στεφανώνει» τον αστερισμό του Οφιούχου που σχετίζεται με τον Ασκληπιό!
Αριάδνη και Θησέας - Αποσυμβολισμός
Σύμφωνα με το μύθο, ο Θησέας συναντά την Αριάδνη, οδηγό της ψυχής (ψυχοπομπό) και ταυτόχρονα σύμβολο της anima. Κατά άλλους, η Αριάδνη αποτελεί την αντανάκλαση της ψυχής του ανθρώπου – ήρωα (Θησέα). Εκείνη είναι που οδηγεί τον ήρωα στο ασυνείδητο, το λαβύρινθο. Ο λαβύρινθος συνδέεται επίσης με τη μήτρα, επομένως με την πνευματική αναγέννηση.
Του δίνει το μίτο, που αντιπροσωπεύει τη σύνδεση με την πνευματική του φύση. Η χρησιμοποίηση του μίτου είναι η μόνη πιθανότητα που έχει ο Θησέας για να βγει έξω από το λαβύρινθο. Ο μίτος, είναι αρχικά σε μορφή μπάλας, σύμβολο της ολότητας της ύπαρξης που ο ήρωας αναζητά, όταν πορεύεται το μονοπάτι.
Στο κέντρο του λαβύρινθου θα αντιμετωπίσει τον Μινώταυρο, μισό άνθρωπο και μισό ταύρο, δηλαδή τον άνθρωπο που κυριαρχείται από τα ένστικτα ή αλλιώς, το σύμβολο της πάλης του ανώτερου με τον κατώτερο εαυτό. Κατά άλλους, ο Μινώταυρος δεν είναι άλλος από το Φύλακα του Κατωφλιού, τη συνάθροιση των φόβων, των παθών και των κατασταλμένων και ανεπιθύμητων πτυχών του χαρακτήρα μας. Ο κατώτερος εαυτός, η χαμηλή φύση ή σκιά υπερνικείται και η υψηλή φύση επικρατεί, ώστε να πραγματοποιηθεί η πρόθεση της ψυχής. Ο Θησέας σκοτώνει τον Μινώταυρο με το σπαθί.
Λεπτομέρεια σημαντική : Αν και ο Θησέας υποσχέθηκε να πάρει την Αριάδνη μαζί του στην Αθήνα και να την νυμφευτεί…. την εγκαταλείπει στο νησί της Νάξου. Κατά το μύθο, ο Διόνυσος εμφανίζεται στο όνειρο της Αριάδνης ενώ κοιμάται (ή κατά μια άλλη εκδοχή στο όνειρο του Θησέα) και δίνει θεϊκή εντολή να παραμείνει η Αριάδνη στην Νάξο και να την νυμφευτεί ο ίδιος. Έτσι και έγινε. Στην πορεία, η η Αριάδνη λατρεύτηκε ως Θεά σε πολλά μέρη της Ελλάδας (Κρήτη, Νάξο, Δήλο, Κύπρο, Ρώμη).
H Αριάδνη στο τέλος του μύθου δεν νυμφεύεται τον ανθρώπινο εραστή, αλλά τον θεϊκό. Λαμβάνοντας υπόψη την Αριάδνη και τον Διόνυσο ως σύμβολα, την αντιστοιχία του Διονύσου με το Τίφαρετ του Δέντρου της Καβάλα και την ετυμολογία του ονόματος : Αριάδνη < Αριάγνη = υπεραγία, η πιο αγνή, μπορούμε να κάνουμε αρκετές σκέψεις πάνω σε αυτή τη λεπτομέρεια του μύθου.
Όπως σημειώνει ο Gilbert Murray: "Όλοι οι αληθινά πιστοί ταυτίζονται κατά μια μυστικιστική έννοια με το Θεό, ξαναγεννιούνται και είναι «Βακχοι». Η τελείως αγνή ψυχή καταλαμβάνεται ολοκληρωτικά από το Διόνυσο, τον εσωτερικό θεό και καθίσταται η ίδια θεός."
Η Θριαμβευτική και Πένθιμη Επιστροφή στην Αθήνα
Ο Θησέας, αφήνοντας πίσω του την Αριάδνη, έφτασε με τους υπόλοιπους νέους στην Δήλο. Εκεί αφιέρωσε στον Απόλλωνα το ξόανο της Αφροδίτης που του είχε δώσει η Αριάδνη. Στη Δήλο λατρεύτηκε ως Αγνή Αφροδίτη. Αφού θυσίασε στον θεό, ο Θησέας χόρεψε με τους Αθηναίους νέους γύρω από τον Κερατώνα βωμό (που ήταν φτιαγμένος μόνο από αριστερά κέρατα!) έναν χορό που οι Δήλιοι ονόμασαν γέρανο. Ο χορός αυτός αποτελούσε μιμητική αναπαράσταση της σπειροειδούς διαδρομής του Λαβυρίνθου και ίσως να ήταν η ίδια η Αριάδνη που τον είχε πρωτοδιδάξει στον Θησέα.
Αναχωρώντας από την Δήλο κατευθύνθηκαν επιτέλους προς την Αθήνα. Εξαιτίας της μεγάλης τους χαράς για την σωτηρία των νέων και την απαλλαγή της Αθήνας από τον φρικτό φόρο αίματος ή εξαιτίας της γενικής θλίψης που επικρατούσε μετά την απώλεια της Αριάδνης, ο Θησέας και οι σύντροφοί του ξέχασαν να αντικαταστήσουν το πένθιμο μαύρο πανί του πλοίου με το χαρμόσυνο λευκό που τους είχε δώσει ο ίδιος ο Αιγέας ως σύμβολο της ασφαλούς επιστροφής τους.
Ο άτυχος βασιλιάς που ατένιζε τη θάλασσα περιμένοντας να φανεί το Αθηναϊκό καράβι, βλέποντάς το να αρμενίζει με μαύρα πανιά δεν άντεξε τη θλίψη για τον υποδηλούμενο χαμό του γιου και μοναδικού του διαδόχου και έπεσε στο κενό. Κάποιες διηγήσεις αναφέρουν ότι γκρεμίστηκε από τον βράχο της Ακρόπολης, ενώ άλλες ότι έπεσε από το Σούνιο στη θάλασσα που από τη στιγμή εκείνη ονομάστηκε Αιγαίο Πέλαγος. Μ’ αυτή την τελευταία «θυσία» έκλεισε ο κύκλος της Μινωικής ναυτικής κυριαρχίας και ξεκίνησε η εποχή της ακμάζουσας Αθηναϊκής ναυτιλίας.
Σε πολιτιστικό επίπεδο συντελέστηκε μία μεταφορά ηγεμονίας από την Κνωσό στην Αθήνα.
Κάποιοι αφηγητές αναφέρουν ότι υπήρχε ήδη μια γυναίκα που περίμενε την επιστροφή του Θησέα στην Αθήνα, η αμαζόνα Αντιόπη ή Ιππολύτη. Γενικά επικρατεί μία ασάφεια όσον αφορά τη χρονική διαδοχή των πολλών αρπαγών που διέπραξε ο Θησέας. Αυτό ίσως υποδηλώνει ότι οι τόσες αρπαγές γυναικών περιστρέφονταν ουσιαστικά γύρω από τον ίδιο πυρήνα και διηγούνταν τις αμέτρητες παραλλαγές της ίδιας ιστορίας.
Ο Πλούταρχος, ωστόσο, αναφέρει ξεκάθαρα ότι μόνο αφού πέθανε η Αντιόπη πήρε ο Θησέας ως σύζυγο τη Φαίδρα. Η Αντιόπη, η αμαζόνα με το σεληνιακό όνομα, χάρισε στον Θησέα ένα γιο τον Ιππόλυτο, ο οποίος σφράγισε τον κύκλο αίματος του ταύρου, αφού ο θάνατος τον βρήκε με τη μορφή ενός ταύρου που αναδύθηκε από τη θάλασσα. Φαίνεται ταιριαστός θάνατος για κάποιον που απέρριψε τον έρωτα μιας πριγκίπισσας της Κνωσού, της μητριάς του Φαίδρας.
Η Φαίδρα δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από την συνδεδεμένη με τον ταύρο μοίρα της που ήδη είχε σημαδέψει την Ευρώπη, την Πασιφάη και την Αριάδνη. Απελπισμένη μετά τον θάνατο του Ιππολύτου κρεμάστηκε παραδομένη στο τραγικό πεπρωμένο που φαίνεται ότι ακολουθούσε κάθε γυναίκα της οικογένειάς της.
Ο ΘΗΣΕΑΣ ΩΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ο Θησέας υπήρξε ένας από τους καλύτερους βασιλιάδες για την Αθήνα. Θεμελίωσε το μεγαλείο των Αθηνών ενώνοντας τους δήμους της Αττικής, γεγονός του οποίου την ανάμνηση εόρταζαν οι Αθηναίοι στις 16 Εκατομβαιώνος με τα «Συνοίκια» ή «Συνοικέσια». Ο Θησέας διαίρεσε τους πολίτες σε τρεις τάξεις: στους ευγενείς, στους κτηματίες και στους δημιουργούς (χειρώνακτες και τεχνίτες).
Σημείωσε και πολεμικές επιτυχίες καταλαμβάνοντας τη Μεγαρίδα και στη συνέχεια νικώντας τις Αμαζόνες, οι οποίες είχαν εκστρατεύσει κατά της Αττικής για να ελευθερώσουν τη βασίλισσά τους Ιππολύτη ή Αντιόπη. Κυρίως όμως κατετρόπωσε τους Κενταύρους μαζί με τον φίλο του βασιλιά των Λαπίθων Πειρίθοο, όταν αυτοί προσπάθησαν να απαγάγουν την Ιπποδάμεια. Ο Πειρίθοος ήταν φίλος του Θησέα από τότε που πήγε να αρπάξει τα βόδια του.
Ενώ κόντεψαν να αλληλοσκοτωθούν, οι θεοί τους ενέπνευσαν αμοιβαία συμπάθεια, ώστε μόλις κοίταξε ο ένας τον άλλο πέταξαν τα όπλα στην άκρη και από τότε έγιναν αχώριστοι. Μαζί απήγαγαν από τη Σπάρτη την Ωραία Ελένη όταν αυτή ήταν ακόμα 12 ετών και χόρευε γύρω από τον βωμό του ναού της Ορθίας Αρτέμιδος. Τότε είχαν ρίξει κλήρο και η Ελένη έπεσε στον Θησέα. Ο ήρωας την έφερε στην Αττική και την εμπιστεύθηκε στη μητέρα του, την Αίθρα.
Μαζί κατέβηκαν, αμέσως μετά, και στον κάτω κόσμο για να αρπάξουν την Περσεφόνη, την οποία είχε ερωτευθεί ο Πειρίθοος. Ο Πλούτωνας όμως τους αντιλήφθηκε και τους έβαλε να καθίσουν σε μια πέτρα από όπου δεν μπορούσαν να ξανασηκωθούν. Στο μεταξύ, οι αδελφοί της Ωραίας Ελένης (οι Διόσκουροι) πήγαν στην Αττική για να πάρουν πίσω την αδελφή τους. Δεν θα την έβρισκαν, όμως, αν ο Ακάδημος δεν τους έδειχνε το μέρος που την έκρυβαν. Εξαιτίας αυτής της μυθολογικής ευεργεσίας, όταν οι Σπαρτιάτες κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο κατέστρεψαν την Αττική, σεβάσθηκαν την Ακαδήμεια, το ιερό του Ακαδήμου.
Οι Διόσκουροι πήραν την αδελφή τους και την Αίθρα (τη δεύτερη ως σκλάβα), και επέστρεψαν στη Σπάρτη, αφού πρώτα ανακήρυξαν βασιλιά των Αθηνών τον Μενεσθέα. Χρόνια μετά, ο Ηρακλής κατέβηκε στον 'Αδη και ελευθέρωσε τον Θησέα, που γύρισε στην Αθήνα. Επειδή βρήκε τους Αθηναίους εναντίον του, ο Θησέας τους καταράστηκε. Ο τόπος όπου κατά τον μύθο εκστόμισε την κατάρα, υποτίθεται ότι σωζόταν στον αρχαίο δήμο του Γαργηττού και ονομαζόταν Αρατήριον.
Η Βασιλεία
Μετά το τέλος του Αιγέα ο Θησέας έγινε βασιλιάς της Αθήνας, αφού πρώτα εξουδετέρωσε τα πενήντα ξαδέλφια του, παιδιά του αδερφού του Αιγέα, Πάλλαντα, που δεν τον θεωρούσαν νόμιμο διάδοχο του θρόνου. Η βασιλεία του Θησέα σημαδεύτηκε από τη συνένωση των δήμων της Αττικής και τη θεμελίωση των πρώτων θεσμών της Αθηναϊκής πολιτείας. Σύμφωνα με κάποιους μύθους ο Θησέας είχε εμπλακεί και στην εκστρατεία των επτά εναντίον των Θηβών.
Η εμπλοκή αυτή, βέβαια, ήταν έμμεση και είχε σχέση με τη διαφυγή του Αργείου βασιλιά Άδραστου και την ταφή των υπόλοιπων Αργείων. Ο Θησέας μόλις έμαθε την ανεπιτυχή έκβαση της εκστρατείας, τέθηκε επικεφαλής των πιο διαλεχτών παλικαριών της Αθήνας και έφτασε έξω από τα τείχη της Θήβας. Εκεί απαίτησε τους νεκρούς, κάτι το οποίο αρνήθηκαν οι υπερασπιστές της Θήβας.
Έτσι άρχισε μια φοβερή σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις του Θησέα από τη μια μεριά και του Κρέοντα και τους "Σπαρτούς" από την άλλη. Η μάχη ήταν σκληρή, αλλά ο Θησέας ανέβασε το φρόνημα των αντρών του, πείθοντάς τους ότι μάχονται για την ίδια την υπόσταση της Αθήνας. Η νίκη έστεψε τον Θησέα και οι Αθηναίοι πήραν τα πτώματα των Αργείων, τα οποία έθαψαν ή έκαψαν είτε στην περιοχή της Θήβας, είτε στην Αθήνα.
Ο μύθος θέλει στην εκστρατεία εναντίον των Αμαζόνων, των θρυλικών πολεμόχαρων γυναικών, να συνεργάζονται οι δυο κορυφαίοι ήρωες της ελληνικής μυθολογίας, ο Ηρακλής και ο Θησέας. Βέβαια, ο Θησέας φαίνεται πως έπαιξε κάπως υποδεέστερο ρόλο σ' αυτή την ιστορία η οποία είχε πρωταγωνιστή τον Ηρακλή. Παρόλα αυτά ο Θησέας βγήκε κερδισμένος απ' αυτή την εκστρατεία.
Ο Ηρακλής του έδωσε, κατ' άλλους την πήρε μόνος του, την περίφημη "ζώνη" της Αμαζόνας Ιππολύτης. Απ' αυτή την εκστρατεία κέρδισε για γυναίκα του και την αμαζόνα Αντιόπη, που σύμφωνα με κάποιες παραλλαγές του μύθου ήταν η ίδια η Ιππολύτη. Οι Αμαζόνες για να εκδικηθούν τον Θησέα οργάνωσαν εκστρατεία εναντίον της Αθήνας, η οποία, όμως, δεν πέτυχε. Σ' αυτή την αναμέτρηση σκοτώθηκε η Αντιόπη πολεμώντας στο πλευρό του άντρα της.
Μετά το θάνατο της Αντιόπης ο Θησέας παντρεύτηκε μια άλλη κόρη του Μίνωα, τη Φαίδρα. Η Φαίδρα, όμως, ερωτεύτηκε το γιο του Θησέα από την Αντιόπη, τον Ιππόλυτο. Ο Ιππόλυτος ήταν ένας όμορφος νέος και επιδέξιος κυνηγός, γι' αυτό και τον προστάτευε η Άρτεμη. Απέκρουσε τον παράφορο έρωτα της μητριάς του Φαίδρας, η οποία απελπισμένη αυτοκτόνησε αφήνοντας ένα γράμμα στο οποίο περιέγραφε τους λόγους της πράξης της. Ο Θησέας επιστρέφοντας από μακρινό ταξίδι βρήκε το γράμμα και κατηγορώντας τον Ιππόλυτο ως συνυπεύθυνο τον καταράστηκε.
Ο Ιππόλυτος προσπάθησε να φύγει μακριά, αλλά στο δρόμο του συνάντησε έναν ταύρο που έστειλε ο Ποσειδώνας και ο οποίος αφηνίασε τα άλογα του άρματος του νέου. Έτσι ο Ιππόλυτος βρήκε τραγικό θάνατο.
Η Αρπαγή της Ελένης και η Κάθοδος στον Άδη
Ο Θησέας ήταν ήδη πενήντα ετών, όταν έγινε ο πρώτος άρπαγας και σύζυγος της Ελένης, ενώ εκείνη δεν είχε φτάσει ακόμη σε ηλικία γάμου. Αυτή την αρπαγή, ωστόσο, δεν την έφερε μόνος του εις πέρας, αλλά με τη συντροφιά του Πειρίθου, επιστήθιου φίλου του από τη Θεσσαλία. Αποτελούσαν μαζί ένα δίδυμο αντίστοιχο των Διοσκούρων. Κάποτε οι δυο φίλοι βρέθηκαν στη Σπάρτη, όπου ο Θησέας είδε την Ελένη να χορεύει στον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος και πόθησε να την αποκτήσει.
Ο ήρωας μετά την αρπαγή οδήγησε την νεαρή νύφη στις Αφίδνες, όπου και την άφησε υπό την φροντίδα της μητέρας του Αίθρας, ενώ εκείνος αναχώρησε μαζί με τον Πειρίθου για νέες περιπέτειες. Και στην πρώτη της αρπαγή η Ελένη στάθηκε αφορμή ενός αιματηρού πολέμου, καθώς τα αδέλφια της ήρθαν να τη διεκδικήσουν και ήρθαν σε σύγκρουση με τους υπερασπιστές των Αφιδνών. Ο Θησέας τότε απουσίαζε σε μια παράτολμη επιχείρηση στον Κάτω Κόσμο. Οι Διόσκουροι κατάφεραν να πάρουν πίσω την Ελένη και μαζί της την Αίθρα η οποία μάλιστα την ακολούθησε αργότερα στην Τροία.
Η κάθοδος του Θησέα και του Πειρίθου στον Άδη είχε ως αιτία και πάλι την αρπαγή μιας γυναίκας. Αυτή τη φορά όμως η ποθητή γυναίκα ήταν η φοβερή Περσεφόνη, η μυστική Κόρη, η ίδια η κυρία του θανάτου και της αναγέννησης. Ο Πλούταρχος προσπαθεί να συγκαλύψει το αδιανόητο μιας τέτοιας επιδίωξης γράφοντας ότι ο Θησέας και ο Πειρίθους επισκέφτηκαν τον βασιλιά των Μολοσσών στην Ήπειρο, Αϊδωνέα με σκοπό να αρπάξουν την θυγατέρα του που ονομαζόταν Κόρη.
Είναι φανερό ότι ο Πλούταρχος θέλησε είτε να εκλογικεύσει και να δώσει ανθρώπινες διαστάσεις σ’ ένα εγχείρημα καθαρά αλλοκοσμικό είτε να αμβλύνει τις όποιες εντυπώσεις από μια επιδίωξη που φάνταζε τόσο ανόσια. Οι περισσότερες διηγήσεις πάντως αναφέρουν ξεκάθαρα ότι το παράτολμο ταξίδι του Θησέα και του Πειρίθου είχε ως προορισμό του τον Κάτω Κόσμο και ως σκοπό την αρπαγή της νύφης του Άδη. Αναφέρεται μάλιστα ότι εισήλθαν στο βασίλειο των νεκρών από μία είσοδο στο ακρωτήριο Ταίναρο.
Με κάποιον τρόπο ξεγέλασαν τον βαρκάρη Χάροντα και κατάφεραν, αν και ζωντανοί, να περάσουν στην απέναντι όχθη. Στα ανάκτορα του Άδη τους υποδέχτηκε ο ίδιος ο Κύριος των νεκρών. Οι δύο ήρωες προσπάθησαν να τον παραπλανήσουν σχετικά με τις πραγματικές τους προθέσεις, αλλά ο θεός φάνηκε άξιος αντίπαλος στην πονηριά. Τους έβαλε να καθίσουν σε θρόνους σκαλισμένους στο βράχο, όσο εκείνος θα τους έφερνε δώρα φιλοξενίας.
Το παντοδύναμο όπλο του θεού ήταν η λήθη. Η λήθη κράτησε τους δυο επίδοξους άρπαγες αιχμάλωτους σαν μαρμαρωμένους ή αλυσοδεμένους με αόρατα δεσμά. Αυτή τη φορά ο Θησέας δεν είχε τη βοήθεια του θεϊκού θηλυκού για να οδηγηθεί ξανά στο φως. Η Περσεφόνη δεν έκανε καν αισθητή την παρουσία της. Η σιωπή και η απουσία της καταδίκασαν τον Θησέα και τον Πειρίθου.
Φυσικά οι δύο ήρωες ήταν μυημένοι, αλλιώς δεν θα κατάφερναν να φτάσουν στο σημείο που έφτασαν.
Ίσως όμως υπερτίμησαν τις ικανότητές τους, καθώς το εγχείρημα που αποφάσισαν να φέρουν εις πέρας να ταξιδέψουν, δηλαδή, ζωντανοί στο βασίλειο των νεκρών και να αρπάξουν τη βασίλισσά τους, προδίδει μια αλαζονεία. Σ’ αυτή την αποστολή κίνητρο δεν υπήρξε η σωτηρία της πόλης ούτε το κοινό καλό, αλλά ένα προσωπικό καπρίτσιο. Ο Θησέας μην έχοντας καμιά θεϊκή υποστήριξη απέμεινε εγκλωβισμένος, βυθισμένος στη λησμονιά. Η Περσεφόνη θα έμενε απρόσιτη για τον θρυλικό άρπαγα γυναικών. Το ίδιο απρόσιτη είχε μείνει ουσιαστικά και η Αριάδνη.
Ο Ρόμπερτ Γκρέιβς εύστοχα παρατηρεί ότι η αποστολή του Θησέα στην Κρήτη και η κάθοδος στον Κάτω Κόσμο ‘αποτελούν τα δύο μέρη ενός και του αυτού συμφυρμένου μύθου’. Ο Κρητικός Λαβύρινθος με τις επτά σπείρες, το Κέλτικο σπειροειδές κάστρο της Αριάνρχοντ, η κατάβαση της Ίσιδος στον Κάτω Κόσμο μέσα από επτά στάδια και ο Κάτω Κόσμος του Άδη / Πλούτωνα και της Περσεφόνης αποτελούν πτυχές της ίδιας μυθολογικής παράδοσης.
Ο μυημένος Θησέας όμως έμελλε να μείνει γνωστός για μία μόνο θριαμβευτική έξοδο, αυτή από τον Κρητικό Λαβύρινθο. Η ύβρις που είχε διαπράξει με την εισβολή του στον Κάτω Κόσμο και κυρίως με την πρόθεσή του να απαγάγει την Περσεφόνη κι έτσι να διαταράξει την κοσμική ισορροπία δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Ωστόσο, κάποια στιγμή ήρθε η σωτηρία στο πρόσωπο ενός άλλου μυημένου ήρωα, του Ηρακλή. Ο Ηρακλής μάλιστα, σύμφωνα με τον μύθο, μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια ύστερα από παρότρυνση του Θησέα.
Συνάντησε τους δυο ήρωες, όταν κατέβηκε στον Άδη με σκοπό την αιχμαλωσία του Κέρβερου. Έσωσε τον καταδικασμένο Θησέα ελευθερώνοντάς τον από το βράχο, δεν μπόρεσε όμως να κάνει το ίδιο και για τον Πειρίθου. Ο πιστός φίλος του Θησέα είχε ήδη κατασπαραχθεί από τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο φύλακα της πύλης του άλλου κόσμου.
Από τον Κάτω Κόσμο στην Εξορία
Ο Πειρίθοος ήταν τρελά ερωτευμένος με την Περσεφόνη, την αρχόντισσα του Κάτω Κόσμου, και ήθελε με κάθε τρόπο να την κάνει δική του. Ο Θησέας του υποσχέθηκε πως θα τον συντρόφευε σ' αυτή του την περιπέτεια.
Οι δύο φίλοι πήραν το δρόμο για το βασίλειο του Άδη, αλλά μόλις πέρασαν τον Αχέροντα ποταμό τούς σταμάτησαν οι Ερινύες και τους έδεσαν, σύμφωνα με τις διαταγές του Άδη, σε ένα βράχο που είχε τη δύναμη να τραβά σαν μαγνήτης όποιον καθόταν επάνω του. Από τα παράξενα αυτά δεσμά τούς ελευθέρωσε ένας άλλος ήρωας που δεν ήξερε τι σημαίνει φόβος ο Ηρακλής.
Ο Ηρακλής απελευθέρωσε πρώτα το Θησέα, αλλά, πριν προλάβει να επιστρέψει για να σώσει και τον Πειρίθοο, ένας σεισμός συντάραξε τον Άδη και όλα τα περάσματα καταστράφηκαν. Από τότε, ο Θησέας παρέμεινε στο πλευρό του σωτήρα του και έγινε αχώριστος σύντροφός του σε αναρίθμητες περιπέτειες. Για πρώτη φορά, οι δύο ήρωες πολέμησαν μαζί ενάντια στις Αμαζόνες.
Στο βασίλειο των Αμαζόνων, ο Θησέας κέρδισε την αγάπη της βασίλισσάς τους, της Ιππολύτης, που του χάρισε κι ένα γιο, τον Ιππόλυτο. Όταν οι πολεμοχαρείς αυτές γυναίκες επιτέθηκαν στους άνδρες του Ηρακλή, παρασυρμένες από την Ήρα, που ήθελε να τιμωρήσει το γιο του Δία, η Ιππολύτη πάλεψε με όλες της τις δυνάμεις στο πλευρό του άντρα της, αλλά τελικά βρήκε το θάνατο από ένα βέλος που μια από τις Αμαζόνες εκτόξευσε εναντίον της.
Μόλις ο Θησέας επέστρεψε στην Αθήνα, όμως, έπειτα από αυτή του την περιπέτεια, βρήκε στο θρόνο του ένα σφετεριστή. Οι Διόσκουροι, που ήθελαν να απελευθερώσουν την Ελένη, είχαν καταλάβει την Αττική και είχαν δώσει την εξουσία στο Μενεσθέα, που ήταν πλέον ο νέος βασιλιάς της πόλης.
Αντί να ξεκινήσει έναν εμφύλιο πόλεμο στην ίδια του την πόλη, ο Θησέας προτίμησε να φύγει εξόριστος και να ταξιδέψει μέχρι τη Σκύρο, όπου τον φιλοξένησε στο παλάτι του ο βασιλιάς του νησιού Λυκομήδης. Ο ηγεμόνας, όμως, αυτός, παρά την ευγένεια που έδειξε στον Αθηναίο βασιλιά, στην πραγματικότητα φοβόταν τη δύναμη και την εξουσία του. Για να προστατεύσει, λοιπόν, τον εαυτό του και το θρόνο του, αποφάσισε να σκοτώσει το Θησέα.
Η Συμμετοχή του Θησέα στη Σύγκρουση Κενταύρων και Λαπιθών
Ο Θησέας είχε έναν πολύ καλό φίλο, τον Πειρίθοο, βασιλιά μιας μυθικής Θεσσαλικής φυλής, των Λαπιθών. Ο θρύλος αναφέρει ότι η βαθιά αυτή φιλία ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Πειρίθοου, που ήθελε πάση θυσία να γνωρίσει τον Θησέα. Έκλεψε, λοιπόν, ένα κοπάδι αγελάδες του Θησέα από τον Μαραθώνα και περίμενε τον ήρωα να τον κυνηγήσει. Η συνάντησή τους ήταν συγκλονιστική. Ο Πειρίθοος τον περίμενε ήσυχα και όταν ήρθαν αντιμέτωποι, άρχισαν να θαυμάζουν ο ένας τον άλλον.
Στο τέλος, έγιναν φίλοι μια και ο Πειρίθοος αναγνώρισε το λάθος του και δήλωσε έτοιμος να δεχτεί οποιαδήποτε ποινή, πράγμα το οποίο εκτίμησε ο Θησέας. Όπως συνηθιζόταν ανάμεσα στους ήρωες εκείνη την εποχή, η φιλία τους σφραγίστηκε από όρκους για μελλοντική βοήθεια σε οποιοδήποτε πρόβλημα αντιμετώπιζαν είτε ο ένας είτε ο άλλος. Έτσι ο Θησέας έτρεξε να βοηθήσει το φίλο του όταν ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ των Λαπιθών και των Κενταύρων -μισών ανθρώπων, μισών αλόγων- που κατοικούσαν στο Πήλιο.
Ο μύθος λέει ότι οι Κένταυροι, καλεσμένοι στους γάμους του Πειρίθοου με την Ιπποδάμεια, επιχείρησαν να κλέψουν τις γυναίκες των Λαπιθών. Η προσβολή ήταν μεγάλη και έπρεπε να ξεπλυθεί μόνο με αίμα. Πράγματι, ο Πειρίθοος με τη βοήθεια του Θησέα εξόντωσε πολλούς Κένταυρους. Η φιλία των δυο ηρώων συνδέεται και με την προσπάθεια ν' αρπάξουν δυο από τις ωραιότερες γυναίκες της εποχής, τις κόρες του Δία, Ελένη και Περσεφόνη. Την Ελένη, τη γνωστή "ωραία Ελένη", που έγινε αιτία για τον Τρωικό πόλεμο, άρπαξαν όταν ήταν μόλις δώδεκα χρονών και την έφεραν στην Αττική, στην περιοχή των Αφιδνών.
Ο Θησέας είχε θαμπωθεί από την ομορφιά της και σκόπευε να την παντρευτεί. Έπρεπε, όμως, να "νοικοκυρευτεί" και ο Πειρίθους. Αυτός είχε βάλει στο μάτι την Περσεφόνη, την κόρη της Δήμητρας που είχε αρπάξει ο Πλούτωνας και την είχε πάει στον Κάτω Κόσμο. Έτσι, λοιπόν, οργάνωσαν μια κάθοδο στον Άδη για να πάρουν την όμορφη κόρη.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ ΗΡΩΑ
Μετά τη διάσωσή του από τον Ηρακλή, ο Θησέας επέστρεψε στην Αθήνα, όπου η πολιτική κατάσταση ήταν έκρυθμη, λόγω της μακροχρόνιας απουσίας του ηγέτη της. Οι Αθηναίοι είχαν ήδη δυσαρεστηθεί με τον Θησέα, καθώς τους είχε οδηγήσει σε άσκοπες διαμάχες με τους Διόσκουρους που διεκδικούσαν την Ελένη, ενώ ο ίδιος δεν ήταν καν παρών για να υπερασπιστεί τα κεκτημένα του. Ερμηνεύοντας την ανάγκη του ήρωα για περισσότερη γνώση, δύναμη και περιπέτεια ως έναν απερίσκεπτο τυχοδιωκτισμό, ύψωσαν εναντίον του τείχη μίσους και αμφισβήτησης.
Ίσως από τη δική τους οπτική να μην είχαν και τόσο άδικο. Ίσως ο Θησέας υπερτίμησε την ικανότητα του Αθηναϊκού λαού για αυτοδιαχείριση, νομίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα του άφηνε περιθώρια και για άλλες προσωπικές του επιδιώξεις. Απελπισμένος από την αδυναμία του να επιβάλει την πειθαρχία ακόμη και με τη βία, έφυγε για το νησί της Σκύρου. Εκεί, όπως περιγράφει ο Πλούταρχος, βρήκε το θάνατο από τον βασιλιά της Σκύρου Λυκομήδη ο οποίος τον έσπρωξε από την κορυφή ενός βουνού του νησιού στο κενό. Σ’ αυτή τη διήγηση του αποδίδεται ένας θάνατος αντίστοιχος με εκείνον του πατέρα του, Αιγέα.
Τα υποτιθέμενα λείψανά του μεταφέρθηκαν πολύ αργότερα στην Αθήνα μετά από χρησμό της Πυθίας και τοποθετήθηκαν στο σημερινό Θησείο, το οποίο καθιερώθηκε ως τόπος λατρείας του ήρωα.
Ποτέ, ωστόσο, δεν βρέθηκε στη Σκύρο ή οπουδήποτε αλλού επίσημος τάφος ή έστω κάποιο μνημείο του Θησέα. Το τέλος του δίχως σαφή ίχνη παρά μόνο εκατοντάδες χρόνια αργότερα φαντάζει περισσότερο με εξαφάνιση παρά με θάνατο, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Κερένυϊ.
Ο Θησέας υπήρξε ο ήρωας που μυήθηκε στα Ελευσίνια και στα Κρητικά μυστήρια και ήρθε αμέτρητες φορές αντιμέτωπος με τις χθόνιες και αλλοκοσμικές δυνάμεις, καθώς και με την ίδια τη Μεγάλη Θεά της ζωής και του θανάτου σε διάφορες εκδηλώσεις της. Επιπλέον, ήταν ο μόνος άνθρωπος που στάθηκε μάρτυρας του αινιγματικού θανάτου (εξαφάνισης;) του Οιδίποδα. Ήταν εκείνος που με τη βοήθεια του θεϊκού έρωτα, ενώ κατέβηκε στα έγκατα της γης, έφτασε στα αστέρια και τη συμπαντική γνώση.
Ένα τέλος σαν αυτό που του αποδίδεται μοιάζει παράταιρο, ακόμη και στα πλαίσια του μύθου. Μοιάζει σαν ένα τέλος δίχως σκοπό, κάτι που είναι οξύμωρο, αφού τέλος σημαίνει σκοπός. Μήπως αυτή η πτώση του Θησέα από τη βουνοκορφή στο κενό περιγράφει με κωδικό τρόπο μία εξέλιξη διαφορετική, ίσως μυστική και ακατανόητη για τους πολλούς; Μήπως επρόκειτο για την ύστατη μυητική πράξη και δοκιμασία; Γιατί όχι; Ίσως τελικά ο ήρωας να κατάφερε το οριστικό άλμα προς τα άστρα.
O Θησέας κατέχει περίοπτη θέση στους Ήρωες των Ιώνων, καθώς πραγματοποίησε πολλούς άθλους, πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, πολέμησε με τον Ηρακλή εναντίον των Αμαζόνων, αλλά και ένωσε τις πόλεις της Αττικής σε μία, δίνοντας τους το όνομα «αι Αθήναι», προς τιμήν της Θεάς Αθηνάς. (Η οποία είχε κερδίσει τον Ποσειδώνα στον αγώνα για την πόλη στα χρόνια του Κέκροπα).
Πατέρας του Θησέα ήταν ο Αιγέας, και μητέρα του η Αίθρα, κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας. Παρόλο που είχε παντρευτεί ήδη δύο φορές ο Αιγέας δεν μπορούσε να αποκτήσει διάδοχο, για αυτό τον λόγο ζήτησε χρησμό από το Μαντείο των Δελφών. Το Μαντείο του έδωσε τον ακόλουθο χρησμό: «Μην ανοίξεις το ασκί του κρασιού σου πριν φτάσεις στην Αθήνα».
Ο Αιγέας μη κατανοώντας τον χρησμό, επισκέφθηκε τον φημισμένο για την σοφία του βασιλιά της Τροιζηνίας Πιτθέα, με σκοπό να ζητήσει τη συμβουλή του. O Πιτθέας κατάλαβε πως ο Αιγέας θα αποκτούσε σύντομα ένα γιο, και πως θέλημα των θεών ήταν το παιδί αυτό να γεννηθεί στην Αθήνα, έτσι ώστε να υπάρξει συνεχεία στη γενιά του βασιλιά. Υποκρίθηκε όμως πως δεν μπορούσε να ερμηνεύσει τον χρησμό.
Ο Πιτθέας που είχε μία κόρη σε ηλικία γάμου την Αίθρα, και θέλοντας να επωφεληθεί της περιστάσεως διοργάνωσε γιορτή προς τιμήν του Αιγέα. Το κρασί έρεε άφθονο, και στο τέλος ο Αιγέας μεθυσμένος πέρασε τη νύχτα με την Αίθρα. Το επόμενο πρωί καταλαβαίνοντας τι είχε γίνει, ο Αιγαίας είπε στην Αίθρα πως εάν αποκτούσε παιδί από την συνεύρεση του μαζί της το προηγούμενο βράδυ, θα έπρεπε να μην το μάθει κανείς. Και αυτό διότι οι Παλλαντίδες οι 50 γιοι του αδελφού του Πάλλαντα, διεκδικούσαν το θρόνο του.
Φεύγοντας όμως άφησε πίσω το ξίφος του και ένα ζευγάρι σανδάλια κάτω από ένα βράχο, και είπε στην Αίθρα πως αν το παιδί ήταν αγόρι, όταν θα γινόταν έφηβος, θα έπρεπε να σηκώσει τον βράχο και αφού έπαιρνε το ξίφος και τα σανδάλια, θα έπρεπε να πάει να τον βρει στην Αθήνα. Όντως η Αίθρα έκανε ένα αγόρι τον Θησέα, ο οποίος μεγάλωσε στην Τροιζήνα.
Πριν ακόμα γίνει 7 ετών, επισκέφθηκε την Τροιζήνα ο Ηρακλής. Ο Θησέας έπαιζε με άλλα παιδιά όταν είδαν τον Ηρακλή ο οποίος φόραγε την τρομερή του λεοντή. Και ενώ όλα τα παιδιά φοβήθηκαν και κρύφτηκαν, ο Θησέας νομίζοντας πως η λεοντή ήταν πραγματικό λιοντάρι, άρπαξε ένα τσεκούρι και όρμησε να το σκοτώσει ξαφνιάζοντας τον Ηρακλή.!!!
Όταν ο Θησέας έγινε 16 χρονών η Αίθρα τον οδήγησε στο σημείο που είχε αφήσει ο πατέρας του Αιγαίας το ξίφος και τα σαντάλια του. Ο Θησέας σήκωσε με ευκολία την μεγάλη πέτρα, και αποφάσισε να πάει στην Αθήνα για να βρει τον πατέρα του Αιγέα. Ο Παππούς του Πιτθέας και η μητέρα του Αίθρα, τον παρακαλούσαν να ταξιδέψει με πλοίο, διότι ο δρόμος ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος και γεμάτος ληστές. Ο Θησέας όμως ήθελε να νικήσει τους ληστές και γίνει ήρωας σαν τον Ηρακλή, που τόσο θαύμαζε.
Οι Άθλοι
1. Ο Περιφήτης : Στον δρόμο του για την Αθήνα η πρώτη δοκιμασία που έπρεπε να φέρει εις πέρας ήταν αντιμετώπιση του ληστή Περιφήτη (ο περιώνυμος), ο οποίος ήταν γιος του Ήφαιστου, και δρούσε στο βουνό Αραχναίο, κοντά στην Επίδαυρο. Εκεί έστηνε καρτέρι στους περαστικούς και τους σκότωνε με ένα μεγάλο μεταλλικό ρόπαλο, γι’ αυτό ονομαζόταν και Κορυνήτης (από την «κορύνη», που στα Αρχαία Ελληνικά σήμαινε «ρόπαλο»). Αφού ο Θησέας σκότωσε τον Περιφήτη, πήρε μαζί του την κορύνη.
''Εκείνο τον καιρό στο δρόμο που ένωνε την Πελοπόννησο με την Αττική σύχναζαν πολλοί κακοποιοί που λήστευαν και σκότωναν τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες. Ο Ηρακλής δεν μπορούσε να εγγυηθεί την ασφάλεια των περαστικών, αφού και ο ίδιος ήταν αιχμάλωτος στη Λυδία, όπου τον είχε οδηγήσει μια από τις πολλές του περιπέτειες. Χωρίς, λοιπόν, την παρουσία αυτού του γενναίου τιμωρού, οι κακοποιοί της περιοχής είχαν ξαναβρεί τα παλιά τους λημέρια και έκαναν τις επιθέσεις τους ανενόχλητοι.
Ο Θησέας, λοιπόν, πηγαίνοντας στην Αθήνα χρειάστηκε να έρθει αντιμέτωπος με ένα σωρό δυσκολίες και εμπόδια. Ο πρώτος κακοποιός που συνάντησε ήταν ο Περιφήτης, γνωστός και με το παρατσούκλι «ο άνθρωπος με το ρόπαλο». Λεγόταν πως ήταν γιος του Ηφαίστου, του θεού της φωτιάς και των μετάλλων. Ο πατέρας του, όταν ο Περιφήτης ήταν ακόμα μικρός, του είχε δωρίσει ένα σιδερένιο ρόπαλο, αλλά εκείνος, όταν μεγάλωσε, αντί να το χρησιμοποιεί για να προστατεύει τους αδυνάτους, το είχε μετατρέψει σε όπλο και με αυτό λήστευε τους ταξιδιώτες.
Κρυβόταν στους θάμνους στην άκρη του δρόμου και, μόλις έβλεπε κάποιο μοναχικό διαβάτη, πεταγόταν από την κρυψώνα του, του έπαιρνε με τη βία καθετί πολύτιμο και μετά, χτυπώντας τον με το σιδερένιο ρόπαλο, τον σκότωνε. Ο Θησέας ήρθε αντιμέτωπος με το ληστή και τον σκότωσε παίρνοντας μαζί του και το πελώριο σιδερένιο ρόπαλό του.''
2. Ο Σίνις ο Πιτυοκάμπτης: Όταν ο Θησέας έφθασε στις Κεγχρεές κοντά στον Ισθμό, συνάντησε τον γιο του Ποσειδώνα, Σίνι τον Πιτυοκάμπτη. Ο Σίνις σκότωνε τους περαστικούς δένοντας τους σε λυγισμένες κορυφές πεύκων τις οποίες ξαφνικά άφηνε ελεύθερες, σχίζοντας έτσι τα θύματα του στα δύο. Ο Σίνις μετά από σύντομη μάχη με τον Θησέα, νικήθηκε και τιμωρήθηκε από τον Θησέα με τον ίδιο τρόπο που τιμωρούσε τα θύματα του.
3. H Φαία: Περνώντας την Κόρινθο, έφτασε στον Κρομμύωνα. Εκεί σκότωσε την άγρια γουρούνα Φαία (σκοτεινή) κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας και μητέρα του Καλυδώνιου και του Ερυμάνθιου κάπρου, η οποία έκανε προκαλούσε καταστροφές στην περιοχή.
4. O Σκίρωνας: Στην συνέχεια στις Σκιρωνίδες Πέτρες (σημερινή Κακιά Σκάλα), συνάντησε τον Σκίρωνα γιο του Κορίνθου και εγγονό του Πέλοπα, σε ένα σημείο όπου ο δρόμος κατέληγε σε ένα στενό μονοπάτι, το οποίο χώραγε ένα μόνο ένα ταξιδιώτη. Εκεί ο Σκίρωνας υποχρέωνε τους περαστικούς να σκύψουν να του πλύνουν τα πόδια. Τότε τους κλώτσαγε και έπεφταν στον γκρεμό, όπου βρισκόταν μια τεράστια σαρκοφάγα χελώνα, που τους καταβρόχθιζε. Ο Θησέας πλήρωσε το Σκίρωνα με το ίδιο νόμισμα, ενώ αργότερα κατέβηκε στην παραλία και σκότωσε τη χελώνα, κάνοντας το καβούκι της ασπίδα.
''Όταν, όμως, το θύμα του υπάκουε και γονάτιζε ταπεινωμένο για να του πλύνει τα πόδια, ο Σκίρωνας του έδινε μια απότομη κλοτσιά και το έριχνε στη θάλασσα, όπου η πεινασμένη χελώνα το κατασπάραζε. Ο Θησέας κατάλαβε αμέσως πως ο άνθρωπος αυτός ήταν επί κίνδυνος.
Έτσι, όταν γονάτισε μπροστά του και ο Σκίρωνας ήταν έτοιμος να τον κλοτσήσει, ο ατρόμητος νέος με μια γρήγορη κίνηση απέφυγε την κλοτσιά, άρπαξε τη μεταλλική λεκάνη που βρισκόταν μπροστά του και χτύπησε με αυτήν το κεφάλι του Σκίρωνα. Εκείνος ζαλισμένος έχασε την ισορροπία του και έπεσε στη θάλασσα, όπου τον κατασπάραξε η τεράστια χελώνα.''
5. Ο Πυγμάχος Κερκύονας : Στην Ελευσίνα ο Θησέας νίκησε τον γιο του Ποσειδώνα Πυγμάχο Κερκύονα, ο οποίος προκαλούσε τους διαβάτες σε μάχη μέχρι θανάτου. Ο Θησέας τον σήκωσε ψηλά και τον προσεδάφισε με τόση δύναμη, που σκοτώθηκε.
''Κοντά στην πόλη της Ελευσίνας ο Θησέας συνάντησε τον Κερκύονα, ένα θεόρατο, μυώδη άντρα, ο οποίος ανάγκαζε τους ταξιδιώτες να παλέψουν μαζί του, τους νικούσε και ύστερα τους σκότωνε. Παρά τη θαυμαστή ικανότητα του Κερκύονα στην πάλη, ο Θησέας κατάφερε να αποκρούσει τα χτυπήματα του και με τα δυνατά του χέρια σήκωσε το μεγαλόσωμο άνδρα στον αέρα, τον πέταξε με δύναμη στο χώμα και τον σκότωσε.''
6. Ο Προκρούστης : Στο έκτο του κατόρθωμα ο Θησέας αντιμετώπισε το γιο του Ποσειδώνα ληστή Προκρούστη. Ο Προκρούστης προσφερόταν να παράσχει φιλοξενία στους περαστικούς, αλλά τους υποχρέωνε να ξαπλώσουν σε δύο κρεβάτια που είχε. Τους ψηλούς τους έβαζε σε ένα μικρό κρεβάτι, ενώ τους κοντούς σε ένα μεγάλο. Από τους μεν ψηλούς έκοβε το εξέχον άκρο, από τους δε κοντούς τους έδενε με λουριά και τους τέντωνε μέχρι να φτάσουν το απαιτούμενο μήκος.
Και στις δύο περιπτώσεις, αφού ολοκλήρωνε τα βασανιστήριά του, τους σκότωνε και έπαιρνε τα χρήματα τους. Και ο Προκρούστης είχε την τύχη των προηγούμενων ληστών, καθώς ο Θησέας τον σκότωσε με τον ίδιο τρόπο που αυτός σκότωνε τα θύματά του.
Τον Θησέα στην συνέχεια καλωσόρισαν στην Ιερά οδό οι Φυταλίδες προσφέροντας θυσίες στον τον Δία, εξαγνίζοντας τον παράλληλα για τους φόνους των ληστών. Εκείνη την εποχή ο Αιγέας ήταν νυμφευμένος με τη μάγισσα Μήδεια, κόρη του βασιλιά Αιήτη της Κολχίδας. Η Μήδεια γνώριζε την ταυτότητα του Θησέα, σε αντίθεση με τον Αιγέα. Η Μήδεια προειδοποιούσε τον Αιγέα πως ο Θησέας θα ερχόταν να καταλάβει το βασίλειο του, αποφεύγοντας να του αποκαλύψει ότι ήταν ο γιος του, που είχε πια ενηλικιωθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον έπεισε να σκοτώσει το Θησέα, όταν αυτός θα έφτανε στην Αθήνα.
Όντως ο Αιγέας υποδέχτηκε με τιμές το Θησέα, του οποίου τα κατορθώματα τον είχαν κάνει ήδη διάσημο στην πόλη, και διοργάνωσε προς τιμήν του συμπόσιο στο οποίο του προσέφερε ένα κρασί με δηλητήριο επηρεασμένος από τα ψέματα της Μήδειας. Κατά την τελετή της σπονδής ο Θησέας σήκωσε το σπαθί του για να κόψει ένα κομμάτι από το θυσιασμένο ζώο. Τότε ο Αιγέας αναγνώρισε το ξίφος και τα σαντάλια του, και πέταξε το δηλητήριο από τα χέρια του Θησέα, αναγνωρίζοντας πως είναι πράγματι ο γιος του.
Στην συνέχεια θέλοντας να τιμωρήσει τη Μήδεια που τον είχε ξεγελάσει, την εξόρισε στην πατρίδα της και παρουσίασε Θησέα στο λαό των Αθηνών. Οι ανιψιοί του (γιοι του Πάλλαντα), χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και προσπάθησαν να δολοφονήσουν το Θησέα. Ο Θησέας κατάφερε να πληροφορηθεί τον σκοπό τους από τον κήρυκα Λεώς (λαός), και σκότωσε πολλούς από αυτούς, ενώ όσοι γλίτωσαν τράπηκαν σε φυγή.
Ο Θησέας συνεπώς με τη βοήθεια του «λαού» όμως υποδεικνύει η ιστορία, εξασφάλισε την κυριαρχία του στην Αττική. Λίγο μετά την άφιξη του στην Αθήνα, ο Θησέας συνόδεψε τον Ηρακλή στην άθλο της ζώνης της Αμαζόνας Ιππολύτης. Εκεί ο Θησέας ερωτεύτηκε τη βασίλισσα των Αμαζόνων Αντιόπη, την οποία πήρε μαζί του στην Αθήνα και την έκανε γυναίκα του. Οι Αμαζόνες για να εκδικηθούν την αρπαγή της Ιππολύτης κατευθύνθηκαν με εχθρικές διαθέσεις προς την Αθήνα. Ο Θησέας τις νίκησε, αλλά η Αντιόπη πέθανε μαχόμενη στο πλευρό του άνδρα της.
7. Ο Ταύρος του Μαραθώνα : Ο επόμενος άθλος του ήταν η αιχμαλωσία ενός ταύρου που σύμφωνα με μία εκδοχή ήταν εκείνος που αναδύθηκε από τη θάλασσα στην Κρήτη με τον οποίο έσμιξε η βασίλισσα Πασιφάη, γεννώντας τον Μινώταυρο. Τον ταύρο τον είχε φέρει ο Ηρακλής από την Κρήτη μετά από εντολή του Ευρυσθέα. Στο δρόμο για τον Μαραθώνα έπιασε καταιγίδα και τον Θησέα φιλοξένησε μία ηλικιωμένη γυναίκα η Εκάλη (σε αυτή οφείλει το όνομα της η σημερινή ομώνυμη περιοχή), θέλοντας να τον ευχαριστήσει επειδή είχε σκοτώσει τον Κερκύονα, θύματα του οποίου ήταν και οι δύο γιοι της.
Ο Θησέας κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει ζωντανό τον ταύρο. Τον οδήγησε στην Αθήνα δεμένο από τα κέρατα, ανέβηκε στην Ακρόπολη και εκεί τον θυσίασε στο βωμό του Δελφινίου Απόλλωνα.
8. Ο Μινώταυρος : Αργότερα ο Θησέας θέλησε να τερματίσει το βάναυσο φόρο αίματος που πλήρωνε η πόλη κάθε εννιά χρόνια με εφτά νέους και εφτά νέες στην Μινωική Κρήτη. Η βάναυση αυτή ποινή είχε οριστεί από τον Μίνωα διότι ο γιος του Μίνωα Ανδρόγεως, είχε πάρει μέρος σε αγώνες στα Παναθήναια επιτυγχάνοντας πολλές νίκες, προκαλώντας έτσι τον φθόνο των Αθηναίων, οι οποίοι τον σκότωσαν.
Ο Μίνωας για να τιμωρήσει τους Αθηναίους κήρυξε νικηφόρο πόλεμο στην Αθήνα. Ως ποινή των Αθηναίων όρισε κάθε χρόνο εφτά νέοι Αθηναίοι και εφτά νέες Αθηναίες, να στέλνονται στην Κρήτη και να θυσιάζονται στον σαρκοφάγο Μινώταυρο. Ποίος όμως ήταν ο Μινώταυρος; Πριν ο Μίνωας γίνει βασιλιάς ζήτησε από το θεό Ποσειδώνα ένα σημάδι για το ποίος αυτός ή ο αδερφός του, έπρεπε να ανέβουν στο θρόνο. Ο Θεός έστειλε έναν όμορφο λευκό ταύρο και ζήτησε από το Μίνωα να θυσιάσει αυτόν τον ταύρο στον ίδιο.
Ο Μίνωας όμως εντυπωσιασμένος από τον ταύρο, θυσίασε έναν άλλο ελπίζοντας ότι ο Θεός δε θα το προσέξει. Ο Ποσειδώνας όμως κατάλαβε τι είχε γίνει εξοργίστηκε, και έκανε τη γυναίκα του Μίνωα Πασιφάη να ερωτευτεί τον ταύρο. Η γυναίκα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος της, και ζήτησε βοήθεια από το μηχανικό Δαίδαλο. Αυτός κατασκεύασε ένα κενό ομοίωμα αγελάδας η Πασιφάη μπήκε μέσα σε αυτό, και ο ταύρος ζευγάρωσε μαζί της.
Από την άνομη αυτή ένωση γεννήθηκε ο Μινώταυρος, ένα αιμοσταγές τέρας που είχε την μορφή μισού ανθρώπου και μισού ταύρου. Μην μπορώντας να ανεχτεί την θυσία των Αθηναίων ο Θησέας, συμμετείχε εθελοντικά στους νέους που θα πήγαιναν στην Κρήτη, θυσιαζώμενοι στον τρομερό Μινώταυρο. Το πλοίο σάλπαρε με μαύρα πανιά σημάδι πένθους. Ο Αιγέας για την επιστροφή τους είχε δώσει και λευκά πανιά, τα οποία θα χρησιμοποιούσαν εάν ο Θησέας επέστρεφε νικητής.
Όταν ο Θησέας έφτασε στην Κρήτη τον είδε η Αριάδνη κόρη του Βασιλιά Μίνωα και τον ερωτεύτηκε. Για αυτό τον λόγο, λίγο πριν οι νέοι Αθηναίοι οδηγηθούν στο Λαβύρινθο (τον οποίο είχε επινοήσει ο Δαίδαλος), του έδωσε ένα κουβάρι από κλωστή (τον γνωστό μίτο της Αριάδνης), συμβουλεύοντάς τον να δέσει το ένα άκρο του στην είσοδο του Λαβύρινθου και καθώς προχωρούσε να ξετυλίγει το κουβάρι, ώστε να μπορέσει να βρει το δρόμο προς την έξοδο.
Ο Θησέας κατάφερε να νικήσει τον Μινώταυρο, γλίτωσε τους συντρόφους του και χρησιμοποιώντας το μίτο της Αριάδνης, κατόρθωσαν να βγουν από το Λαβύρινθο. Μαζί με τους συντρόφους του αλλά και την Αριάδνη απέπλευσαν κρυφά από το λιμάνι της Κνωσού. Στο δρόμο τους σταμάτησαν στην Νάξο (η οποία τότε ονομαζόταν Δία), όπου και παρέμεινε η Αριάδνη, καθώς στο όνειρο του Θησέα εμφανίστηκε ο Θεός Διόνυσος, λέγοντας του πως θα έπρεπε να φύγουν από το νησί δίχως την Αριάδνη, η οποία θα έπρεπε ήταν γραφτό να γίνει γυναίκα του Θεού.
Πλησιάζοντας στην Αθήνα πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας, κανένας δεν θυμήθηκε να αλλάξει τα μαύρα πανιά του πλοίου και να βάλει τα λευκά. Έτσι ο Αιγέας που περίμενε στο Σούνιο την επιστροφή του γιου του, βλέποντας το πλοίο να φτάνει με μαύρα πανιά, συμπέρανε πως ο γιος του είχε πεθάνει και θλιμμένος έπεσε και πνίγηκε στο πέλαγος, το οποίο ονομάστηκε προς τιμή του Αιγαίο.
Αργότερα και σε ηλικία πενήντα ετών, ο Θησέας είδε την ωραία Ελένη να χορεύει στον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος και θέλησε να την αποκτήσει. Ο Θησέας την άρπαξε και την άφησε στην φροντίδα της μητέρας του Αίθρας στις Αφίδνες. Τότε ήταν η πρώτη φορά που η ωραία Ελένη στάθηκε αφορμή ενός αιματηρού πολέμου (η δεύτερη ήταν με τον Τρωικό πόλεμο), καθώς τα αδέλφια της ήρθαν να τη διεκδικήσουν και έτσι συγκρούστηκαν με τους υπερασπιστές των Αφιδνών. Οι Διόσκουροι κατάφεραν να πάρουν πίσω την Ελένη και μαζί της την Αίθρα η οποία μάλιστα την ακολούθησε αργότερα στην Τροία.
9. Η Κάθοδος στον Άδη : Οι άθλοι του Θησέως τελειώνουν με ένα παράτολμο επιχείρημα. Την κάθοδο του μαζί με τον φίλο του Πειρίθο στον Άδη, με σκοπό την αρπαγή της Περσεφόνης (την σύζυγο του Πλούτωνα). Μπήκαν στο βασίλειο των νεκρών από μία είσοδο στο ακρωτήριο Ταίναρο, ξεγέλασαν τον βαρκάρη Χάροντα και κατάφεραν ζωντανοί να περάσουν στην απέναντι όχθη. Στα ανάκτορα του κάτω κόσμου τούς σταμάτησαν οι Ερινύες οι οποίες κατ’ εντολή του Άδη τους έδεσαν σε θρόνους σκαλισμένους πάνω στον βράχο της λήθης.
Η λήθη κράτησε τους δυο επίδοξους άρπαγες αιχμάλωτους βυθισμένους στη λησμονιά. Η ύβρις που είχαν διαπράξει με την εισβολή τους στον Κάτω Κόσμο, και κυρίως η πρόθεση τους να απαγάγουν την Περσεφόνη κι έτσι να διαταραχθεί η κοσμική ισορροπία, δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Η σωτηρία ήρθε μέσω του Ηρακλή. Ο Ηρακλής συνάντησε τους δυο ήρωες όταν κατέβηκε στον Άδη με σκοπό την αιχμαλωσία του Κέρβερου. Έσωσε τον καταδικασμένο Θησέα ελευθερώνοντάς τον, δεν μπόρεσε όμως να κάνει το ίδιο και για τον Πειρίθο.
Ο πιστός φίλος του Θησέα είχε ήδη κατασπαραχθεί από τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο φύλακα της πύλης του άλλου κόσμου. Το τέλος του Θησέα ήρθε από τον βασιλιά Λυκομήδη στην Σκύρο, όταν ο δεύτερος τον έριξε από ένα απόκρημνο βράχο. Τα λείψανα του Θησέα βρέθηκαν πολλά χρόνια αργότερα στη Σκύρο, έπειτα από υπόδειξη του μαντείου των Δελφών.«Σκάψτε κάτω από το λόφο όπου έχει τη φωλιά του ένας πελώριος αετός» είχε πει η ιέρεια.
Πράγματι εκεί βρέθηκαν τα οστά του Θησέα τα οποία μεταφέρθηκαν αργότερα στην Αθήνα και τοποθετήθηκαν στο σημερινό Θησείο, το οποίο καθιερώθηκε ως τόπος λατρείας του ήρωα.
Αυτή είναι εν τάχη η ιστορία του Θησέα σύμφωνα με την μυθολογία.
Θα ακολουθήσει μία προσπάθεια ερμηνείας των άθλων σε ένα δεύτερο επίπεδο αποσυμβολισμού του μύθου. Θα πρέπει αρχικά να επισημανθεί πως οι ήρωες για τους αρχαίους Έλληνες σηματοδοτούσαν την ικανότητα υπέρβασης και εξύψωσης του ανθρώπου, καθώς οι ήρωες θεωρήθηκαν Θείας προελεύσεως.
Συμβόλιζαν τον σύνδεσμο με το παρελθόν και τους ένδοξους προγόνους, ήταν αυτοί που ακολουθούσαν την δύσκολη ατραπό, που υπερέβαιναν τα ανθρώπινα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν ταυτόχρονα υποταγμένοι στο πεπρωμένο και τις επιταγές των Θεών.
Δια μέσω όμως της τραγικότητα της πορείας τους, υπήρξαν οι λυτρωτές της γενιάς τους, καθώς μέσα από τον πόνο και τον θάνατο, έβγαιναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θριαμβευτές, αφήνοντας παρακαταθήκη στον χρόνο, την λαχτάρα του θνητού ανθρώπου για αθανασία, την συμμετοχή στο Θείο, την αναζήτηση εν τέλη του αληθινού προορισμού της ψυχής. Αυτό στην αρχαιότητα φαίνεται πως επιτυγχανόταν, και με την μύηση στις κατά τόπους μυητικές τελετές.
Η Μύηση
Ο Θησέας υπήρξε ήρωας που μυήθηκε στα Ελευσίνια και στα Κρητικά «μυστήρια», και ήρθε αντιμέτωπος με τις ορατές και αόρατες δυνάμεις, ακόμα και με τον ίδιο ακόμα τον θάνατο (τον Άδη), καθώς θέλησε με την αρπαγή της Περσεφόνης να νικήσει τον θάνατο και την κοσμική τάξη.
Τα «μυστήρια» αφορούσαν ιερουργίες και δρώμενα σε σκοτεινά σπήλαια και ναούς υπό άκρα μυστικότητα. Εκεί τελούνταν αλληγορικές αναπαραστάσεις υπό τον μύθο κάποιας Θεότητας που συνήθως πέθαινε και αναγεννιόταν, συμβολίζοντας το πεπρωμένο της ψυχής μετά θάνατον, αλλά ταυτοχρόνως και την ενότητα που συνδέει όλα τα όντα.
Η μυητική διαδικασία αποσκοπούσε στην διεύρυνση της συνείδησης, ώστε να κατανοηθεί ο εαυτός του στην ολότητα του, και η πραγματική θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Ένα σύμπαν που καταστρέφεται (πεθαίνει) και δημιουργείται (ανασταίνεται) αέναα. Αυτό που επιτυγχανόταν δια μέσω μίας «έκτακτης και εκστατικής εμπειρίας μετάβασης» από το υλικό στο πνευματικό πεδίο, η οποία ενδυναμώνονταν μέσω της κατάλυσης του ισχυρότερου ανθρώπινου φόβου, του θανάτου.
Η μυητική βιωματική εμπειρία του θανάτου κατ’ αντιστοιχία του κύκλου των εποχών του θανάτου και της αναγέννησης, ενίσχυε την αρχέγονη παράδοση που θεωρούσε ότι τα πάντα στον κόσμο αλληλοσυνδέονται ως μέρη μιας και μοναδικής ουσίας με ομογενή ποιότητα και σύσταση. (Αρχαίες πεποιθήσεις που συναντούν σήμερα, τα πορίσματα της κβαντικής φυσικής).
Η διαδικασία αυτή υπερέβαινε την καθημερινή γνωστική λειτουργία, για αυτό τον λόγο είχε ανάγκη από ειδικά εργαλεία: Τα σύμβολα, τις εικόνες, τον μη κοινό λόγο. Ο συμβολικός, «μυητικός Θάνατος» σε ένα τέτοιο επίπεδο αποτελεί μια «Π- ύλη», το πέρασμα από την ύλη στο πνεύμα την μήτρα όλων των όντων .
Αρχικά στις πρωτόγονες κοινωνίες δια μέσω της μύησης γίνονταν δεκτοί στην φυλή οι νέοι και οι νέες που ενηλικιώνονταν. Μέσα από το τελετουργικό της μύησης τα νεαρά μέλη της φυλής που ενηλικιώνονταν, υποβάλλονταν σε μια μυητική τελετή που συνίστατο στην αποδοχή εκ μέρους τους των ηθών και των εθίμων και των παραδόσεων της τοπικής κοινωνίας στην οποίαν ανήκαν, αλλά και κατόπιν αυτού, στην αμοιβαία αποδοχή τους από το κοινωνικό σύνολο.
Οι μυήσεις απαιτούσαν αυτές την απομάκρυνση για ένα χρονικό διάστημα από την οικογενειακή εστία και στη σκληραγώγηση των νέων μέσω ενός αυστηρού τρόπου ζωής. Αυτό αποσκοπούσε στο να αποβάλλουν την παιδική τους άγνοια και μυηθούν στη γνώση, μαθαίνοντας οι μυούμενοι να αντιμετωπίζουν μόνοι τους τις δυσκολίες της ζωής και να επιβιώνουν σε δυσμενείς συνθήκες.
Ο μυούμενος καλούταν μέσα από τις ιερές τελετουργίες να αποδεχθούν τους ιερούς και απαράβατους νόμους και κανόνες της φυλής, και αφού αποδείκνυε την αξία του, στο τέλος «πέθαινε» για να «ξαναγεννηθεί» ως ισότιμο και ενήλικο μέλος της φυλής.
Κάθε τελετουργικό μετάβασης σύμφωνα με τον Arnold van Gennep χαρακτηρίζεται από τρία στάδια. Πρώτο είναι το στάδιο του «αποχωρισμού», κατά το οποίο το άτομο αποστασιοποιείται από το σύνολο όπου ανήκε ή την ταυτότητα που είχε ως τότε. Έπειτα το άτομο υπεισέρχεται σε μια διαδικασία «μετάβασης»από το προηγούμενο στάδιο της ζωής του στο νέο. Εν τέλει το άτομο βρίσκεται στο τρίτο στάδιο της «ενσωμάτωσης» ή «ένταξης», κατά τη διάρκεια του οποίου γίνεται μέλος του νέου τρόπου ζωής του.
Έτσι, το άτομο μεταβαίνει από κάτι παλαιό, σε κάτι ενδιάμεσο και τέλος σε κάτι νέο. Ο άνθρωπος ως βρέφος ασυνείδητα περνά από τρία μυητικά στάδια που τον προετοιμάζουν να ενταχθεί για πρώτη φορά στο σκληρό εξωτερικό περιβάλλον. Αρχικά αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σκοτάδι και τη σιγουριά της μήτρας της μητέρας του, (παραπέμπει στο σκότος και στα σπήλαια των μυητικών τελετών), στην συνέχεια αγωνίζεται και μοχθεί να εγκλιματιστεί στις νέες σκληρές εξωτερικές συνθήκες.
Το σοκ είναι μεγάλο, (δοκιμασίες των μυητικών τελετών) δεν επιθυμεί την έξοδο του από την μήτρα της «μακαριότητας», όμως εντέλει υπακούοντας στο κάλεσμα της φύσης και του προορισμού του, βγάζει τα τελευταία υγρά από τους πνεύμονες του αναπνέοντας αέρα, γευόμενος για πρώτη φορά το γάλα από τον μαστό της μητέρας του. Ανήκει πλέον σε μια οικογένεια, σε μία χώρα, στην ανθρωπότητα... Αυτό είναι το πρώτο ακούσιο τελετουργικό μετάβασης, καθορισμένο και οργανωμένο από την ίδια τη φύση. Kάπως έτσι ξεκινά για όλους μας το επίπονο ταξίδι της ζωής.
Ο Αποσυμβολισμός
Οι άθλοι του Θησέα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «μυητικά στάδια» που περνάει ο ήρωας στην πορεία του προς την «Θέωση». Οι άθλοι του Θησέα είναι εννέα. Εννέα διαρκούσαν οι ημέρες μυήσεως στα Ελευσίνια μυστήρια, καθώς το εννέα ως αριθμός, συμβολίζει το κλείσιμο ενός κύκλου και την αρχή κάποιας άλλης. Κάτι που φανερώνει και ο επόμενος αριθμός, το δέκα, που περιέχει την μονάδα και το μηδέν. Ας εξετάσουμε τους άθλους έναν προς ένα.
Στον πρώτο άθλο, ο Θησέας ως πρώτο σταθμό της μύησης αντιμετωπίζει τον Περιφήτη. Ο Περιφήτης είναι γιος του Ηφαίστου ( του μόνου Θεού που χρησιμοποιούσε τα χέρια του κατασκευάζοντας όπλα και εργαλεία, για αυτό και αποτελούσε ντροπή για τον Δία). Ο Περιφήτης χρησιμοποιεί ρόπαλο. Το ρόπαλο είναι φαλλικό σύμβολο δύναμης και εξουσίας, το oποίο αν χρησιμοποιηθεί ανορθολογικά προκαλεί πόνο. Η νίκη του Πυθέα συμβολίζει την νίκη πάνω στην ύλη και τις εσωτερικές βίαιες παρορμήσεις.
Στον δεύτερο άθλο, αντιμετωπίζει τον Σίνι γιο του Ποσειδώνα, κυρίαρχου των Θαλασσών (του αστρικού κόσμου και κόσμου των συναισθημάτων).Ο Σίνις χρησιμοποιεί δύο πεύκα. Τα δύο πεύκα συμβολίζουν τις δύο αντίθετες δυνάμεις που δρουν στο σύμπαν, και τον τρόπο που μπορεί ο απλός άνθρωπος να τις αντιληφθεί, το θετικό και το αρνητικό, το καλό και το καλό, το αρσενικό και το θηλυκό. Οι δύο αντίρροπες δυνάμεις που αποτυπώνονται στο Κηρύκιο του Ερμή, και στο γιν και γιανκ.
Όταν ο άνθρωπος καταφέρει να διακρίνει πίσω από τις αντίθετες δυνάμεις την ενοποιό εκείνη δύναμη από την οποία αποτελούνται και οι δύο, τότε αποκτά μία νέα «ολιστική συνειδητότητα».
Στον τρίτο άθλο ο Θησέας σκοτώνει την γουρούνα Φαία (σκοτεινή) κόρη τεράτων, συμβολίζοντας την νίκη στα κατώτερα πάθη και στις υλικές εξαρτήσεις. Δεν είναι τυχαίο πως θυσίαζαν θηλυκούς χοίρους για εξιλέωση προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης στα Ελευσίνια Μυστήρια, ούτε επίσης πως η Κίρκη μεταμόρφωνε σε χοίρους του συντρόφους του Οδυσσέα λόγω της βουλιμίας τους.
Στον τέταρτο άθλο αντιμετωπίζει τον Σκίρωνα.
Το μονοπάτι της γνώσης που επιλέγει ο μύστης είναι δύσκολο και εγκυμονεί κινδύνους, εφόσον θα κληθεί να αντιμετωπίσει τους κρυμμένους στο υποσυνείδητο χειρότερους φόβους του (χελώνα) με κίνδυνο να τρομοκρατηθεί από αυτούς. Εάν όμως καταφέρει να ξεπεράσει τις δοκιμασίες τότε θα μπορέσει να ελέγξει τα συναισθήματα του (θάλασσα) και με ταπεινότητα (πλύσιμο ποδιών) ίσως καταφέρει να γνωρίσει τον πραγματικό εαυτό του.
Η νίκη επί του βάρβαρου πρωτόγονου σε ένστικτα πυγμάχου Κερκύωνα στον πέμπτο άθλο επιτυγχάνεται με την συμβολική «ανύψωση» του από το έδαφος. Ο μύστης πρέπει να «ανυψωθεί πνευματικά στον ανώτερο του εαυτό», κατακτώντας την ισορροπία και την αρμονία.
Στον έκτο άθλο αντιμετώπισε τον Προκρούστη, ο μύστης καλείται να αφήσει πίσω του όλα όσα τον δεσμεύουν στην πνευματική του εξέλιξη, ενώ στην καθημερινή ζωή του καλείται να εφαρμόσει την διδαχή «παν μέτρον άριστον».
Στoν έβδομο άθλο ο Θησέας αιχμαλώτισε τον ταύρο που είχε φέρει ο Ηρακλής στον Μαραθώνα ύστερα από εντολή του Μίνωα, τον οποίο θυσίασε στο βωμό του Ηλιακού Θεού Απόλλωνα που συμβολίζει την ακτινοβόλα όψη της ψυχής του. Αυτός ο άθλος θα πρέπει να ερμηνευτεί σε σχέση με τον όγδοο, καθώς τους συνδέει η πάλη ενάντια σε ταύρο. Ο Θησέας συμβολίζει τον συνειδητό εαυτό που είναι αρκετά δυνατός για να αντιμετωπίσει τα «θηρία», δηλαδή τα πρωτόγονα ένστικτα.
Ο Μινώταυρος όπως και όλα τα τερατόμορφα όντα στην μυθολογία εκπροσωπούν τα ζωώδη πάθη, τις ψυχικές αδυναμίες, ελαττώματα, διαστροφές και φοβίες, που διαλύονται όταν έρθουν στο φως του Ήλιου, όταν δηλαδή φωτιστούν τα αίτια τους από την εσωτερική γνώση (Ήλιος - Απόλλωνας ).
Χωρίς στη δύναμη «μετουσίωσης της συνείδησης» σε αυτό το μονοπάτι, ο μύστης κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στις κατώτερες όψεις της δημιουργικότητας, που σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα.
Ο Ταύρος εκπροσωπεί επίσης την μητριαρχική κοινωνία, και τον κόσμο του άλλου «έτερου» κόσμου, της μαγείας και των αόρατων δυνάμεων της Σελήνης, καθώς τα κέρατα του συμβολίζουν το φεγγάρι. Ο Λαβύρινθος συμβολίζει το υποσυνείδητο, και τις ανεξερεύνητες όψεις και δυνατότητες του Νου. Ένας κόσμος σκοτεινός, άγνωστος, φοβερός, και ανεξερεύνητος. Εάν κάποιος προσπαθήσει να εισέλθει εκεί απροετοίμαστος, θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα «τέρας», που δεν είναι άλλο από τα πρωτόγονα και ανεξέλεγκτα ένστικτα.
Η λέξη Λαβύρινθος προέρχεται από την λέξη «λάβρυς», που σημαίνει διπλός πέλεκυς. Ο διπλός πέλεκυς είναι επίσης ένα σεληνιακό σύμβολο.
Ο μίτος της Αριάδνης (Άρι= πολύ αδνή= αγνή σκέψη) εξασφαλίζει τον δρόμο της εξόδου στον Θησέα. Ίσως ο Κρητικός Λαβύρινθος να υπήρξε μια μυητική τελετή καθόδου και της επακόλουθης ανόδου από τον Κάτω Κόσμο, μια τελετουργική διαδικασία θανάτου και αναγέννησης. Ήταν εκείνη που οδηγούσε τον μυούμενο στον θάνατο και εκείνη που του δίδασκε τον τρόπο για να επιστρέψει!
Αυτό ίσως ενισχύεται από το γεγονός πως ο Μινώταυρος λεγόταν και Αστέριος. (Σε απεικονίσεις παρουσιάζεται με το σώμα του διάστικτο από άστρα).
Με το ίδιο αυτό όνομα προσφωνούνταν και ο Διόνυσος σαν αγόρι και παιδί των μυστηρίων. Ο Διόνυσος φαίνεται να ταυτίζεται στην ουσία του με τον Μινώταυρο. Γενικότερα όπου η μινωική επιρροή υπήρξε έντονη, ο Διόνυσος λατρευόταν ξεκάθαρα ως ταύρος.
Σκοτώνοντας ο Θησέας τον Μινώταυρο, νίκησε τον προηγούμενο «εαυτό του»και αφού πέρασε το κατώφλι του θανάτου, αντίκρισε τον Αστέριο, τον Θείο / Διονυσιακό αναγεννημένο στην υπέρτατη γνώση εαυτό του με τη μορφή του ουράνιου, συμπαντικού παιδιού. Έτσι -πάντα υπό την καθοδήγηση της Αριάδνης αναδύθηκε ένας νέος ολοκληρωμένος άνθρωπος.
Αφού ο Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο, πήρε μαζί του την Αριάδνη που τον βοήθησε, αλλά περνώντας από τη Νάξο την εγκαταλείπει, εφόσον εκεί τελείτα ι«Ιερός Γάμος» της Αριάδνης με τον Διόνυσο.
Ιστορικά είναι προφανές πως ο μύθος περιγράφει επίσης ένα μεταίχμιο εποχής, καθώς ο Μινώταυρος είναι εκπρόσωπος ενός μητριαρχικού και «χθόνιου» ιερατείου. Πεθαίνει από τον Θησέα, κομιστή του πατριαρχικού Ολύμπιου ιερατείου, και την θέση του παίρνει ο Θεός της έκστασης Διόνυσος που κάνει γυναίκα του την «αγνή κόρη-παρθένα». Ο Διόνυσος όμως είναι ταυτόχρονα και χθόνιος Θεός. Από τις πρώτες ζωομορφικές μορφές του Διονύσου την πρώτη θέση κατέχει ο Ταύρος. Στις «Βάκχες» ο Χορός τον αποκαλεί σαν ταύρο, και ο Πενθέας τον βλέπει να έρχεται σαν ταύρος.
Στον Ορφικό μύθο ο Διόνυσος παιδί του Δία και της Περσεφόνης (Θεάς του κάτω κόσμου) ως μωρό «Ζαγρεύς» (κυνηγό των ψυχών), κοίταζε ένα καθρέφτη (η αντίληψη όχι των πραγματικών καταστάσεων και όντων αλλά μία ψευδής αντανάκλαση...). Εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι Τιτάνες όρμησαν καταπάνω του με τα μαχαίρια τους, για να τον σκοτώσουν. Τότε ο μικρός Θεός για να τους αποφύγει άρχισε να μεταμορφώνεται: έγινε έφηβος Δίας, Κρόνος, φίδι με κέρατα, άλογο, τίγρη, ταύρος.
Η Ήρα παρ' όλα αυτά ενθαρρύνει τους Τιτάνες να μη διστάσουν, κι έτσι με διαταγή της κομματιάζουν το Ζαγρέα την ώρα που είχε τη μορφή ταύρου, έβρασαν το κρέας του και το έφαγαν. Ο Δίας οργίστηκε τόσο, ώστε κατακεραύνωσε τους Τιτάνες και τους έστειλε στα Τάρταρα. Από την στάχτη τους γεννήθηκε το ανθρώπινο γένος το οποίο έφερε μέσα του το θεϊκό στοιχείο καθώς οι Τιτάνες είχαν φάει τον Θεό.
Ο Διόνυσος ο Ζαγρεύς πεθαίνει ως χθόνια θεότητα και ανασταίνεται ως «Διόνυσος ο Ελευθερέας» δηλαδή ως ελευθερωτής των ανθρωπίνων ψυχών, από τα δεσμά της ύλης. Ο θάνατος του Διόνυσου του Ζαγρέα συμβολίζει, τον θάνατο της τιτανικής του φύσεως. Κατ’ αντιστοιχία στο ανθρώπινο επίπεδο ο θάνατος της τιτανικής του φύσης συμβολίζει τον θάνατο των παθών του, δηλαδή την αποβολή των ελαττωμάτων του. Κατόπιν ανασταίνεται και μεταμορφώνεται σε ουράνια θεότητα, τον Διόνυσο τον Ελευθερέα.
Ο Ορφικός Διόνυσος είναι κάτοχος και φύλακας των μυστηρίων της ζωής και του θανάτου, το θείο πνεύμα σ’ εξέλιξη μέσα στο σύμπαν, η καρδιά του οποίου πρέπει να αναζητηθεί με σκοπό την αναγέννηση του ανθρώπινου πνεύματος και την εξάγνιση της ψυχής. Γι’ αυτό και επονομάζεται και «Ζαγρεύς», δηλαδή κυνηγός που «κυνηγάει» τις ψυχές και τις οδηγεί προς την έξοδο από το σώμα ώστε να φτάσουνε στη «Θέωση».
Στη λατρεία του Διόνυσου «Ζαγρέα» θυσίαζαν ταύρους, επειδή άρεσε στο θεό να μεταμορφώνεται σε ταύρο. Οι μύστες τρώγοντας τις ωμές σάρκες του ταύρου πίστευαν πως αφομοίωναν τη σάρκα του ίδιου του θεού και ότι έτσι έρχονταν σε απόλυτη επικοινωνία μαζί του. Μετά το θάνατό τους πίστευαν πως θα τους αναγνώριζε ο «Διόνυσος Ζαγρέας», και χάρη σ’ αυτόν θα ζούσαν σε άλλα σώματα, καθώς οι Ορφικοί πίστευαν στη μετεμψύχωση.
Στον ένατο και τελευταίο άθλο ο Θησέας κατεβαίνει στο Άδη. Είναι η απόλυτη στιγμή όπου με τον μυητικό θάνατο της προσωπικότητάς του, επιχειρείται η Ένωση με την Θεότητα, και η κατάλυση του θανάτου, καθώς αναγνωρίζει πως τίποτα στην πραγματικότητα δεν χάνεται. Πως τα πάντα είναι απλώς αλλαγή κατάστασης ή ενέργειας και μορφής. Είναι η στιγμή όπου τα πάντα «είναι ένα», το μέρος που όλα ενώνονται, όπου τίποτα δεν υφίσταται διαχωρισμένο ακόμα και η ψυχή. Είναι ο χρόνος και ο τόπος που ο ήρωας, ο μύστης ή φιλόσοφος αφού έχει νικήσει τα τρομερά τέρατα, έχει νικήσει το σκότος «βλέπει το φως του μεσονυκτίου».
Ο φωταγωγός, απ' όπου μπορούμε να καταδυθούμε στην «αληθινή Άβυσσο»,την ψυχή του ανθρώπου. Ο Πλούταρχος το περιγράφει στο έργο του Περί του Σωκράτους Δαιμονίου (590Β) :«Η ανθρώπινη Ψυχή προήλθε από τον θείο Νου. Ένα μέρος της , καθώς αναμιγνύεται με τα πάθη της ύλης, αλλοιώνεται, αλλά ένα άλλο θαυμάσιο μέρος της μας κρατάει ψηλά το κεφάλι, ώστε να αναπνέουμε τον ελεύθερο αέρα, σαν αεραγωγός επικοινωνών με το σκάφανδρο ανθρώπου που έχει καταδυθεί στον βυθό. Το μέρος εκείνο που βρίσκεται στο υποβρύχιο σώμα ονομάζεται Ψυχή.
Ενώ, γι' αυτό που δεν αλλοιώνεται, οι πολλοί, βλέποντάς το ως ανταύγεια επί εσόπτρου, πιστεύουν ότι βρίσκεται μέσα τους. Όσοι όμως διαισθάνονται σωστά, γνωρίζουν ότι αυτό βρίσκεται έξω από αυτούς, και το αποκαλούν Δαίμονα…».
Ο Θησέας στα Τάρταρα έχει παγιδευτεί στην λήθη. Αυτό είναι ένα επικίνδυνο ταξίδι διότι εάν ο άνθρωπος χάσει την ατομικότητα του, μπορεί να παγιδευτεί σε έναν άλλο κόσμο, ξεχνώντας τα εγκόσμια. Η μάχη πρέπει να δίνεται στον παρόντα χρόνο, αναζητώντας την αρμονία και την ισορροπία, ώστε να τιμούμε ισότιμα την ύλη αλλά και το πνεύμα. Για αυτό τον λόγο ο Ηρακλής με την μυϊκή δύναμη του, βοήθησε τον Θησέα να απεγκλωβιστεί από την λήθη, και τα δεσμά του θανάτου.
Αυτός που θα καταφέρει βρει την αρμονία και να εντοπίσει το «ιερό μέσα του» θα έχει κερδίσει την μάχη, θα έχει καταφέρει να ξεπεράσει τον κόσμο των σκιών και της αυταπάτης, θα έχει βγει από την σπηλιά του Πλάτωνα. Θα έχει επιτευχθεί ο στόχος της πνευματικής του ολοκλήρωσης.
Αυτή είναι η μυθολογική ιστορία του Θησέα, η οποία εάν εξηγηθεί αλληγορικά κατά το πρότυπο του Πλάτωνα και των Στωικών, μας αποκαλύπτει αρχετυπικές αλήθειες που συντροφεύουν τον άνθρωπο από την αρχή της ιστορίας του έως σήμερα.
Η Ερμηνεία των μύθων χρειάζεται μεγάλη προσοχή και ενέχει πολλούς κινδύνους παρερμηνείας. Η παρούσα προσπάθεια αποσυμβολισμού του μύθου, δεν διεκδικεί την ορθότητα ή την μοναδικότητα της ερμηνείας του. Το δόγμα εξάλλου δεν έχει θέση στην αναζήτηση της γνώσης και της ιστορίας. Το μόνο βέβαιο «μήνυμα» που οι ιστορίες αυτές μας μεταφέρουν είναι πώς κανένα δόγμα και κανένα τελετουργικό δεν μπορεί να μας οδηγήσει στην «αυτοπραγμάτωση», παρά μόνο η δική μας ειλικρινής «εσωτερική» προσπάθεια.
Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΗΡΩΑ
Στους ιστορικούς χρόνους, ο πρώτος που υπενθύμισε στους Αθηναίους το χρέος τους προς τον ήρωα ήταν ο Πεισίστρατος. Το 475 π.Χ., όταν ο Κίμων εξεστράτευσε κατά της Σκύρου και την κατέλαβε, άρχισε να ψάχνει όλο το νησί για να βρει τον τάφο του Θησέα. Είχε πια απελπιστεί, όταν είδε ξαφνικά έναν αετό να προσγειώνεται σε ένα λόφο, να τον σκαλίζει με τα νύχια του και να τον κτυπά με το ράμφος του. Ο Κίμων το θεώρησε θεϊκό σημάδι, έσκαψε εκεί και ανακάλυψε μία παλιά μεγάλη σαρκοφάγο και κοντά της την αιχμή μιας λόγχης και ένα ξίφος. Πίστεψε ότι ανήκαν στον Θησέα και τα μετέφερε με την τριήρη του στην Αθήνα.
Οι Αθηναίοι τον υποδέχθηκαν με λαμπρές τελετές και εναπέθεσαν με ευλάβεια τα λείψανα στο «Θησείον», το ηρώο που έκτισαν για τον σκοπό αυτό «εν μέσει πόλει» (κατά τον Πλούταρχο, κοντά δηλαδή στον βωμό των 12 θεών). Ακόμα, όρισαν τις 8 Πυανεψιώνος ως ημερομηνία προσφοράς της μέγιστης θυσίας, επειδή η ημέρα εκείνη ήταν η επέτειος της επιστροφής του από την Κρήτη, και τις 8 του κάθε μήνα να τιμάται η μνήμη του (ιδιαίτερα στις 8 Εκατομβαιώνος, ημερομηνία που ο ήρωας πρωτοήλθε στην Αθήνα από την Τροιζήνα).
Θησείο και ο Ναός του Ηφαίστου
Στην κορυφή του λόφου του Αγοραίου Κολωνού, που οριοθετεί την Αρχαία Αγορά των Αθηνών στη δυτική πλευρά, βρίσκεται ο ναός του Ηφαίστου, ευρύτερα γνωστός ως ''Θησείο''. Πρόκειται για έναν από τους καλύτερα διατηρημένους αρχαίους ναούς, γεγονός που οφείλεται εν μέρει και στη μετατροπή του σε χριστιανική εκκλησία. Σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία (I, 14, 5-6), στο ναό λατρεύονταν από κοινού ο Ήφαιστος, προστάτης των μεταλλουργών, και η Αθηνά Εργάνη, προστάτρια των κεραμέων και της οικοτεχνίας.
Την ταύτιση του ναού ως ''Ηφαιστείο'' επιβεβαίωσε η ανασκαφική έρευνα με την αποκάλυψη εργαστηρίων μεταλλουργίας στην ευρύτερη περιοχή του λόφου, επισκιάζοντας, έτσι, παλαιότερες απόψεις, που αναγνώριζαν ως λατρευόμενες θεότητες το Θησέα, τον Ηρακλή ή τον Άρη. Η οικοδόμηση του ναού πρέπει να πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στα έτη 460-420 π.Χ. από άγνωστο αρχιτέκτονα, στον οποίο, όμως, αποδίδονται και άλλοι ναοί στην Αττική, με παρόμοια κατασκευή.
Ο ναός διέθετε πρόναο και οπισθόδομο, δίστυλους εν παραστάσι. Εξωτερικά περιβαλλόταν από την περίσταση, μια δωρική κιονοστοιχία, με 6 κίονες στις στενές πλευρές και 13 στις μακρές. Ολόκληρο το οικοδόμημα, από την κρηπίδα έως και την οροφή, ήταν κατασκευασμένο από πεντελικό μάρμαρο, ενώ τα αρχιτεκτονικά γλυπτά που το κοσμούσαν ήταν από Παριανό μάρμαρο.
Στο εσωτερικό του σηκού υπήρχε δίτονη κιονοστοιχία σε σχήμα Π και στο βάθος του υπήρχε βάθρο, επάνω στο οποίο στέκονταν τα ορειχάλκινα λατρευτικά αγάλματα του Ηφαίστου και της Αθηνάς, έργα του γλύπτη Αλκαμένη, σύμφωνα με τον Παυσανία, τα οποία πρέπει να φιλοτεχνήθηκαν ανάμεσα στα έτη 421-415 π.Χ. Ο ναός έφερε πλούσιο γλυπτικό διάκοσμο. Από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μετόπες, που κοσμούσαν την ανατολική πλευρά της περίστασης εξωτερικά και παριστάνουν τους εννέα άθλους του Ηρακλή.
Σε συνέχεια αυτών, στη βόρεια και στη νότια πλευρά, εικονίζονται από τέσσερις άθλοι του Θησέα, σκηνές από τις οποίες προέκυψε η λαϊκή ονομασία ''Θησείο'' για το ναό. Η ζωφόρος δεν διατρέχει τις τέσσερις πλευρές του σηκού, αλλά μόνο τον πρόναο και τον οπισθόδομο. Στον πρόναο παριστάνεται ο νικηφόρος αγώνας του Θησέα κατά των απαιτητών του θρόνου, των 50 υιών του Πάλλαντα, στον οποίο παρίστανται και έξι θεοί του Ολύμπου.
Στον οπισθόδομο, στο πλάτος του σηκού, παριστάνεται η Κενταυρομαχία. Αξιόλογες γλυπτικές παραστάσεις κοσμούσαν, επίσης, και τα αετώματα του ναού. Στο δυτικό παριστανόταν η Κενταυρομαχία και στο ανατολικό η υποδοχή του Ηρακλή στον Όλυμπο ή η γέννηση της Αθηνάς.
Ορισμένα από τα γλυπτά αυτά αναγνωρίζονται σε αγάλματα που βρέθηκαν στην περιοχή του ναού, όπως το αποσπασματικά σωζόμενο σύμπλεγμα δύο γυναικείων μορφών, από τις οποίες η μια μεταφέρει στον ώμο της την άλλη, σαν να προσπαθεί να τη σώσει (''Eφεδρισμός'', Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς, αρ. ευρ. S 429), και ο κορμός μιας ενδεδυμένης γυναικείας μορφής με έντονο το στοιχείο της κίνησης, που θα μπορούσε να είναι ένα από τα ακρωτήρια του ναού (''Νηρηίδα'', Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς, αρ. ευρ. S 182).
Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους γύρω από το ναό φυτεύθηκαν θάμνοι ή μικρά δένδρα σε παράλληλες σειρές, μέσα σε γλάστρες, οι οποίες ήλθαν στο φως κατά τις ανασκαφές. Τον 7ο αι. μ.Χ. ο ναός μετατράπηκε σε εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Ακάμα και λειτούργησε έτσι έως την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους.
Κατά το 18ο αιώνα μέσα στο κτήριο ενταφιάσθηκαν πολλοί επιφανείς προτεστάντες, που πέθαναν στην Αθήνα, ενώ το 1834 πραγματοποιήθηκε εδώ η τελετή υποδοχής του βασιλιά Όθωνα. Έκτοτε ο ναός λειτούργησε ως αρχαιολογικό μουσείο, μέχρι την έναρξη των ανασκαφών της Αμερικανικής Σχολής στην Αρχαία Αγορά, το 1930.
Πηγή:
ieraellas-kinimaethnikon.blogspot.gr