Οι Δελφοί,
το κέντρο και ο ομφαλός, υπήρξαν η εστία διαμόρφωσης της θρησκευτικής
ψυχής του αρχαίου κόσμου, σκορπίζοντας τις ευεργετικές ακτίνες του
Φοίβου σε όλους τους θνητούς, ενώ στους λίγους και μυημένους, σ’
εκείνους που το ποθούσαν και μπορούσαν να τ’ αντέξουν, το «μαύρο» Φως
του Απόλλωνα, του Διόνυσου το Φως.
Η κατανόηση και η γεφύρωση των δύο όψεων, του Λογικού και του Παραλόγου, ήταν ο δρόμος που ανοιγόταν γι’ αυτόν που θα τολμούσε ν’ ανοίξει τη θύρα, πάνω στην οποία δεσπόζει η επιγραφή: «ΓΝΩΘΙ Σ’ ΑΥΤΟΝ».
Αρχέτυπα: Η ρευστή διαπερατότητα της φύσης τους δεν επιτρέπει ξεκάθαρους διαχωρισμούς και ακριβείς σχηματισμούς, παρά μόνο μια προσεγγιστική περιγραφή. Δεν είναι η μορφοποίηση που δίνει το ζωντανό νόημά τους, αλλά η συνολική τους παρουσίαση. Το ν’ αποπειραθεί κανείς να τα εντοπίσει με ακρίβεια, του στερεί τη διαύγεια του νοηματικού περιεχομένου του πυρήνα τους. Έτσι, όταν το αρχέτυπο σχηματοποιείται στην ύλη, παύει να είναι αυτό που ήταν. Διατηρείται στους αιώνες και χρειάζεται πάντα νέες ερμηνείες. Τα αρχέτυπα είναι τα αιώνια συστατικά του υπερσυνείδητου, αλλά διαρκώς μεταμορφώνονται στον κόσμο των φαινομένων.
Το πόσο κοντά στην αλήθεια βρίσκεται η ανωτέρω άποψη του C. Jung,
γίνεται προφανές μέσα από μια προσπάθεια του αναζητητή, να καταδυθεί
στον λαβύρινθο της βιβλιογραφίας, της πληθωρικής, σχετικά με μια απ’ τις
μορφές του παιδιού-αρχέτυπου, του Διονύσου. Δεν είναι κάτι που μπορεί
ν’ αγγίξει κανείς με την τετράγωνη λογική. Κάθε τέτοια απόπειρα θα έχει
την φυγόκεντρη τάση να τον εξωθήσει στην περιφέρεια, χάνοντας έτσι την
ουσία.
Ο ίδιος ο Διόνυσος, το «αρχέτυπο είδωλο άφθαρτης ζωής»,
είναι από τη φύση του εχθρός της λογικής σκέψης. Κηρύττει την
περιφρόνηση στο λογικό, την υπακοή στους παλμούς της καρδιάς, το
παραλήρημα του εγκεφάλου. Μόνο η ψυχολογική διαίσθηση και η δημιουργική
φαντασία είναι ικανές να μας φέρουν σ’ επαφή με τις ίδιες τις πηγές της
ζωής και του θανάτου, με τη διονυσιακή λατρεία και τα φαινόμενα της
μετάλλαξης και της αναγέννησης που τη συνοδεύουν. Είναι η καρδιά του
Διόνυσου του Ζαγρέα που πρέπει ν’ αναζητήσει ο νεόφυτος και να δονηθεί
στον παλμό της, αυτή θα τον αναγεννήσει κι όχι τα κομμάτια του
διαμελισμένου απ’ τους Τιτάνες σώματός του, τα θαμμένα απ’ τον Απόλλωνα
παρά τον τρίποδά του, εκεί, στα άδυτα του ναού του μαντείου των Δελφών.
Εδώ
συναντήθηκαν οι δύο αδελφοί, οι δύο θεοί, που στην ουσία ήταν ένας, κι
έδωσαν τα χέρια υπό έναν φοίνικα και ξαναενώθηκαν, ο ξανθόμαλλος Δωριεύς Απόλλων και ο εξ Ανατολής Διόνυσος των Θρακών,
της Λυδίας, της Φρυγίας ή ακόμη ο ίδιος ο Όσιρις των Αιγυπτίων.
Καταλύτης αυτής της αντίδρασης ο μύστης Ορφέας, ο Θράκας, που καταδύθηκε
στα άδυτα των αιγυπτιακών μυστηρίων, αναζητώντας τη χαμένη
Ευρυδίκη-ψυχή του που πλανιόταν στα τάρταρα. Μια τάξη ιερέων-πολεμιστών,
η θρακική φρουρά, θα είναι εφεξής οι φύλακες της υψηλής διδασκαλίας.
Έτσι οι Δελφοί, μέσα από το μαντείο τους και το αμφικτιονικό συνέδριο,
που θα ενοποιήσει τους Έλληνες, θα γίνουν ο ομφαλός του κόσμου, ο ήλιος
που θα σκορπίζει το φως του με τα Μυστήρια, τις γιορτές, τους
ολυμπιακούς αγώνες.
Εδώ, Απόλλων και Διόνυσος, συγχωνεύοντας μέσα τους τις προγενέστερες χθόνιες-σεληνιακές-θηλυκές θεότητες και
λατρείες και απορροφώντας τις, συγκρούονται για την κυριαρχία και
κατοχή του μαγικού τρίποδα και τελικά συμφιλιώνονται, μοιραζόμενοι
μεταξύ τους τα βασίλεια του κόσμου. Ο Απόλλων κρατεί το ανατολικό αέτωμα
του ναού, με τις Μούσες του, ο δε Διόνυσος με τις Θυιάδες το δυτικό.
Έτσι ο
Διόνυσος, ο ήλιος των μυστών, ο εσωτερικός αόρατος ήλιος, γίνεται η
εσωτερική ουσία των πραγμάτων, η εσωτερική αλήθεια, ο κάτοχος και
φύλακας των μυστηρίων της ζωής και του θανάτου, το θείο πνεύμα σ’
εξέλιξη μέσα στο σύμπαν και βασιλεύει στο μυστηριώδες υπερπέραν. Είναι η
κοσμική ψυχή, μέρος της οποίας αποτελεί η ανθρώπινη, που τείνει να
ενωθεί μαζί της και να επιστρέψει σ’ αυτήν μετά την ένωση του ανθρώπου
με τον εαυτό του. Ο Απόλλων είναι η εκδήλωσή του στον γήινο άνθρωπο,
αυτός που βασιλεύει στους ζωντανούς, η εφαρμογή της αλήθειας και της
τάξης σ’ αυτούς, η επιστήμη δια της θεότητας, η ομορφιά δια της τέχνης, η
αρμονία ψυχής και σώματος διαμέσου του εξαγνισμού.
Ο Απόλλων χάνει την ιδιότητά του ως κυνηγού μετά τον φόνο του Πύθωνα και τον οκταετή εξαγνισμό που τον ακολούθησε,
καθαρίζεται, ημερώνει, γίνεται ο εκπολιτιστής, αφήνοντας έτσι χώρο στον
Διόνυσο τον Ζαγρέα (=κυνηγός ζωντανών) να έρθει και να γεμίσει τη
σκοτεινή και άγρια αυτή όψη του.
Ο Μουσαγέτης, με τον ερχομό του χειμώνα (φυσικού,
ηθικού, πνευματικού) στη φύση, είτε στον άνθρωπο, είτε σε κάποια μορφή
πολιτισμού, κουρασμένος, μη μπορώντας να δώσει σφρίγος από μόνος του, εγκαταλείπει το ιερό του και επιστρέφει στη χώρα των Υπερβορείων απ’ όπου κατάγεται, εκεί όπου ο ήλιος δεν δύει και εκεί παραμένει και αναπαύεται.
Είναι ο
καιρός του Διόνυσου να ξυπνήσει. Το μαντείο παύει να χρησμοδοτεί για
τρεις μήνες και παραμένει κλειστό για τους επισκέπτες, που δύσκολα ούτως
ή άλλως θα μπορούσαν να έρθουν, λόγω καιρικών συνθηκών. Όπως ο
Παυσανίας γράφει: «Εν Δελφοίς, τον
μεν άλλον ενιαυτόν παιάνι χρώνται περί τας θυσίας, αρχομένου δε
χειμώνος, επεγείραντες του διθυράμβου, τον δε παιάνα καταπαύσαντες,
τρεις μήνας αντ’εκείνου τούτον κατακαλούνται τον θεόν».
Ο παιάνας
του Φοίβου αντικαθίσταται απ’ τον διθύραμβο τού δύο φορές γεννημένου
Διόνυσου, απ’ την Περσεφόνη, τη Σεμέλη και τον μηρό του Δία εν τέλει.
Είναι ο δελφικός μήνας Δαδοφόριος (Νοέμβριος-Δεκέμβριος). Οι Θυιάδες
(βάκχες ή μαινάδες) θ’ ανέβουν στον Παρνασσό να ξυπνήσουν τον
Διόνυσο-Λικνίτη, αυτόν που κοιμάται μέσα στο λίκνο, το ίδιο αυτό σκεύος
που βλέπουμε σε παραστάσεις γεμισμένο με φρούτα και στη μέση τον φαλλό,
σύμβολο του Διονύσου, σύμβολο γονιμότητας. Την ίδια ώρα το ίδιο θα
κάνουν μέσα στο άδυτο του ναού και εκεί όπου πιστεύεται ότι βρίσκονται
θαμμένα τα κομμάτια του Διόνυσου, οι πέντε όσιοι ιερείς του μαντείου,
τελώντας μυστική θυσία.
Μαζί με τις
δελφικές Θυιάδες –που οφείλουν τ’ όνομά τους στη Θυία, κόρη του
Κασταλίου, αυτόχθονα από τους Δελφούς και πρώτη ιέρεια εκεί του
Διόνυσου, είτε στο ρήμα θύω: μανίζω- έρχεται να ενωθεί κι ένας θίασος
ακόμη γυναικών από την Αθήνα, σε πομπή μέσα στη νύχτα κρατώντας λαμπάδες
-νυκτοπολία (Διόνυσος Νυκτέλιος), απ’όπου και το όνομα του μήνα
Δαδοφόριου- και θύρσους, ξύλινες ράβδους με κώνο στην κορυφή στεμμένες
με κισσούς ή φύλλα αμπέλου, όλα διονυσιακά σύμβολα, που μας παραπέμπουν
στη ράβδο Djed του Όσιρι και στο κηρύκειο του Ερμή, τη σπονδυλική στήλη
με τα δύο φίδια (Ίδα και Πιγκάλα – Δίας και Περσεφόνη) γύρω της
τυλιγμένα, να καταλήγει στο κωνάριο ή επίφυση.
Ξυπνά
ο Διόνυσος ως Kουνταλίνι, διαρρέοντας τη σπονδυλική στήλη ως το
κωνάριο, ξυπνά μέσα στην κούνια, στο λίκνο που φέρουν οι Θυιάδες,
αν καταφέρουν και φτάσουν ορειβατώντας και δεν αποκλειστούν στα χιόνια
και εκεί τους μεταδίδει τον ενθουσιασμό, την ένθεη μανία (Μαινάδες,
Μαντική, Μάνας) και προφητεύουν όπως η πυθία του Απόλλωνα σε κατάσταση
έκστασης, με το κεφάλι ριγμένο προς τα πίσω, χορεύουν το μαιναδικό χορό
και τραγουδούν τον διθύραμβο γύρω από το λίκνο, όπως οι Kουρήτες έκαναν
γύρω από τον Ζαγρέα για να τον προφυλάξουν.
Τα παρνασσικά όργια συμπεριλάμβαναν τις τριετηρίδες και τις εννεαετηρίδες. Οι τριετηρίδες αφορούν τον Διόνυσο - Λικνίτη και
σχετίζονται ίσως με τη διετή κάθοδο και παραμονή του Διόνυσου στο
βασίλειο της Περσεφόνης και μάλλον αποτελούσαν προπαρασκευή των
συμμετεχόντων στο εποχικό δράμα του θεού, στη βλαστική του όψη
(αποτελούσε πιθανά ένα είδος φυλετικής μύησης για τις νεαρές Θυιάδες),
το οποίο ετελείτο ετησίως, με τη συμβολική ρίψη στα νερά ενός ξύλινου
ανθρώπινου ομοιώματος που παρίστανε τον χειμώνα, την περασμένη χρονιά,
τον θάνατο και την ταυτόχρονη μεταφορά στην κοινότητα απ’ την εξοχή ενός
άλλου, που παρίστανε την νέα χρονιά, την άνοιξη, τη ζωή. Ταυτόχρονα δύο
θίασοι, ένας αρσενικός και ένας θηλυκός συναντιόνταν και τελούσαν τον
«γάμο» των πρώτων τους, του «βασιλιά» ή πρώτου κούρου και της
«βασίλισσας», οι οποίοι και θα αποτελούσαν το γονιμικό ζευγάρι της
χρονιάς.
Οι εννεατηρίδες, έχοντας σαν υπόστρωμα τις προγενέστερες, ανά οκτώ έτη τελούμενες, της Χάριλας και της Ηρωίδας (θηλυκές
τοπικές οντότητες), αφορούσαν την κάθοδο στον Άδη του Διονύσου, ο
οποίος απελευθερώνει τη γήινη μητέρα του Σεμέλη, η οποία με την ανάστασή
της ανεβαίνει με τον Διόνυσο στον Όλυμπο κι εκεί μετονομάζεται σε Θυώνη
(εκ του ρήματος θύω). Έτσι η Σεμέλη (που σχετίζεται ίσως με την Σελήνη ή
τη Γη: Θεμέλη-Θεμέλιο), ξαναγεννιέται σ’ έναν ανώτερο κόσμο και αποκτά
καινούργιο όνομα.
Ο Διόνυσος
ξαναγεννιέται και επαναφέρει τον κόσμο στην αρχή του, στην κατάσταση του
χάους, όπου οι δυνάμεις της μετατροπής, ανανέωσης και βελτίωσης των
πραγμάτων θα ελευθερωθούν και θ’ αντλήσουν νέα στοιχεία απ’ τις αόρατες
δεξαμενές, η καθεστηκυία τάξη θα κλονιστεί, κάτι νέο θ’ αναδυθεί. Είναι
αυτή η περίοδος της μαγνητικής παύσης του Απόλλωνα, η ευκαιρία για μια
άλλη δράση, υπόγεια και αόρατη, όπως η ζύμωση του οίνου, που τόσο στενά
συνδέεται με τον Διόνυσο, αυτή που θα φέρει τη νέα Άνοιξη στη φύση, στον
άνθρωπο και στον κόσμο.
Τότε ο
Απόλλων, καλεσμένος από τη δημιουργική δύναμη του αδελφού του, θα
επιστρέψει πάνω στο χρυσό του άρμα, που το σέρνουν οι κύκνοι, από την
χώρα των Υπερβορείων και, παίζοντας την επτάχορδη λύρα του, θα δώσει
μορφή και θα εναρμονίσει αυτό που ο Ήρωας-Διόνυσος έφερε στο φως μετά
την κατάδυσή του, εκπολιτίζοντας την προσφορά του κι ένας νέος κύκλος θ’
αρχίσει, με μια στροφή της σπείρας σε μια ανώτερη οκτάβα της κλίμακας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η Νέα Ανθρωπολογία, Fernand Schwartz, εκδ. Νέα Ακρόπολη
ΔΙΟΝΥΣΟΣ – Ιστορία της λατρείας του Βάκχου, H. Jeanmaire, εκδ. Κλειώ, Πάτραι
Αποσυμβολισμός της ελληνικής μυθολογίας, Νικόλα Μαργιωρή, εκδ. Ομακοείο Αθηνών
Τα Ορφικά Μυστήρια, Γ. Σιέττος, εκδ. Πύρινος κόσμος
Η επιστήμη της Μυθολογίας, C.G. Jung – C. Kerenyi, εκδ. Ιάμβλιχος
Δελφικά Μυστήρια, Χρ. Μαυρουδή, εκδ. Πύρινος Κόσμος
Το Μαύρο Φως του Απόλλωνα, Patri Aime, εκδ. Βιβλιοθήκη του Ρόδου
Τα Διονυσιακά Μυστήρια, Μάνλυ Χωλ – Ιππόλυτος ντα Κόστα, εκδ. Πύρινος Κόσμος
Ο Διόνυσος κάτω από τ’αστέρια, M. Detienne, εκδ. Αλεξάνδρεια
Πυθίας παραληρήματα, Άγγελου Σ. Βλάχου, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου & Σ/ία
Διόνυσος – Μύθος και λατρεία, Walter F. Otto, εκδ. Του εικοστού πρώτου
Η μυθολογία των Ελλήνων, C. Kerenyi, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Διόνυσος, Παναγή Λεκατσά, εκδ. Εταιρία σπουδών νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας (ιδρυτής σχολή Μωραϊτη)
Μυστηριακές θρησκείες του αρχαίου κόσμου, Joscelyn Godwin, εκδ. Καρδαμίτσα
Μυθολογία της Γεωργίας
Πηγή: