Στην ευρύτερη περιοχή της Ανδρίτσαινας Ηλείας και της Αμπελιώνας
Μεσσηνίας, στη θέση «Βάσσες» του όρους Κωτιλίου, δεσπόζει ένα από τα
άριστα μνημεία στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα.
Πριν αναφέρουμε οτιδήποτε άλλο για το ναό, επιβάλλεται να ξεκαθαρίσουμε το ζήτημα της ορθής γραφής του επιθέτου που συνοδεύει το όνομα του Απόλλωνα, όταν αναφερόμαστε στο συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα. Η ενδεδειγμένη γραφή είναι αυτή που φαίνεται και στον τίτλο του παρόντος άρθρου, δηλαδή επικούριος και όχι επικούρειος.
Είναι προφανές ότι ο επιβλητικός ναός δε συνδέεται με τον Επίκουρο (έναν από τους επιφανέστερους υλιστές φιλοσόφους της αρχαιότητας) ή τη φιλοσοφία του (κάτι τέτοιο θα δικαιολογούσε τη γραφή επικούρειος), αλλά με τη συνήθη επίκληση πολλών θεών που παρείχαν βοήθεια (επικουρία), κατεξοχήν όμως του Απόλλωνα, ο οποίος λατρευόταν ως τέτοιος (δηλαδή, επικούριος) από τους κατοίκους της γειτονικής Φιγαλείας, επειδή τους είχε απαλλάξει από επιδημία πανώλης κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Έργο των Κλασικών Χρόνων (τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ.) που αποδίδεται στον Ικτίνο, τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα (εξ ου και «δεύτερος Παρθενώνας»), ο περικαλλής ναός ανεγέρθηκε σε ειδικά διαμορφωμένο πλάτωμα από κατοίκους της Φιγαλείας, σημαντικής αρκαδικής πόλης της αρχαιότητας.
Στην ίδια κατά πάσαν πιθανότητα θέση είχε οικοδομηθεί προγενέστερος ναός του Απόλλωνα, από τον οποίο σώζονται πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη, κεραμίδια και πήλινα ακροκέραμα.
O ναός αποτελεί ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό αριστούργημα, καθώς συνδυάζει αρμονικά στοιχεία των τριών αρχιτεκτονικών ρυθμών της αρχαιότητας: του δωρικού, του ιωνικού και του κορινθιακού.
Στην κατασκευή του περίπτερου ναού, που διέθετε πρόναο, σηκό, άδυτο και οπισθόδομο, χρησιμοποιήθηκε ανοιχτόχρωμος τοπικός ασβεστόλιθος, ενώ σε ορισμένα τμήματα της οροφής, στα κιονόκρανα του σηκού και στο γλυπτό διάκοσμο έγινε χρήση μαρμάρου.
Το σημαντικότερο διακοσμητικό στοιχείο του ναού ήταν η μαρμάρινη ιωνική ζωφόρος, που υπήρχε πάνω από τους ιωνικούς ημικίονες μέσα στο σηκό. Η ζωφόρος, έργο πιθανώς του γλύπτη Παιωνίου (δημιουργού του φημισμένου αγάλματος της Νίκης στην Αρχαία Ολυμπία), είχε συνολικό μήκος 31 μ. και συνίστατο από είκοσι τρεις μαρμάρινες πλάκες. Στις δώδεκα εξ αυτών απεικονίζεται η Αμαζονομαχία (μάχη ανάμεσα στους Έλληνες και τις Aμαζόνες) και στις υπόλοιπες έντεκα η Κενταυρομαχία (μάχη ανάμεσα στους Λαπίθες, γενναίο πολεμικό λαό της Θεσσαλίας, και τους Kενταύρους).
Ο γλυπτός διάκοσμος του ναού αποτέλεσε στόχο των «αρχαιοφίλων» που έδρασαν στην Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα. Οι είκοσι τρεις μαρμάρινες πλάκες της ιωνικής ζωφόρου μεταφέρθηκαν το 1815 στο Bρετανικό Mουσείο του Λονδίνου (εκεί εκτίθενται έως σήμερα).
Στο χώρο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Ανδρίτσαινας (στα πραγματικά σπάνια εκθέματά της συγκαταλέγεται δοκίμιο του γνωστού εκπροσώπου του Διαφωτισμού Ζαν - Ζακ Ρουσσώ, με τις ιδιόχειρες διορθώσεις του προς τον εγκυκλοπαιδιστή Ζαν ντ' Αλαμπέρ) εκτίθενται γύψινα εκμαγεία της ζωφόρου του ναού του Επικούριου Aπόλλωνα.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα υπήρξε το πρώτο μνημείο της ελληνικής επικράτειας που εντάχθηκε στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, το 1986.
Πηγή:
in.gr
Πριν αναφέρουμε οτιδήποτε άλλο για το ναό, επιβάλλεται να ξεκαθαρίσουμε το ζήτημα της ορθής γραφής του επιθέτου που συνοδεύει το όνομα του Απόλλωνα, όταν αναφερόμαστε στο συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα. Η ενδεδειγμένη γραφή είναι αυτή που φαίνεται και στον τίτλο του παρόντος άρθρου, δηλαδή επικούριος και όχι επικούρειος.
Είναι προφανές ότι ο επιβλητικός ναός δε συνδέεται με τον Επίκουρο (έναν από τους επιφανέστερους υλιστές φιλοσόφους της αρχαιότητας) ή τη φιλοσοφία του (κάτι τέτοιο θα δικαιολογούσε τη γραφή επικούρειος), αλλά με τη συνήθη επίκληση πολλών θεών που παρείχαν βοήθεια (επικουρία), κατεξοχήν όμως του Απόλλωνα, ο οποίος λατρευόταν ως τέτοιος (δηλαδή, επικούριος) από τους κατοίκους της γειτονικής Φιγαλείας, επειδή τους είχε απαλλάξει από επιδημία πανώλης κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Έργο των Κλασικών Χρόνων (τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ.) που αποδίδεται στον Ικτίνο, τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα (εξ ου και «δεύτερος Παρθενώνας»), ο περικαλλής ναός ανεγέρθηκε σε ειδικά διαμορφωμένο πλάτωμα από κατοίκους της Φιγαλείας, σημαντικής αρκαδικής πόλης της αρχαιότητας.
Στην ίδια κατά πάσαν πιθανότητα θέση είχε οικοδομηθεί προγενέστερος ναός του Απόλλωνα, από τον οποίο σώζονται πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη, κεραμίδια και πήλινα ακροκέραμα.
O ναός αποτελεί ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό αριστούργημα, καθώς συνδυάζει αρμονικά στοιχεία των τριών αρχιτεκτονικών ρυθμών της αρχαιότητας: του δωρικού, του ιωνικού και του κορινθιακού.
Στην κατασκευή του περίπτερου ναού, που διέθετε πρόναο, σηκό, άδυτο και οπισθόδομο, χρησιμοποιήθηκε ανοιχτόχρωμος τοπικός ασβεστόλιθος, ενώ σε ορισμένα τμήματα της οροφής, στα κιονόκρανα του σηκού και στο γλυπτό διάκοσμο έγινε χρήση μαρμάρου.
Το σημαντικότερο διακοσμητικό στοιχείο του ναού ήταν η μαρμάρινη ιωνική ζωφόρος, που υπήρχε πάνω από τους ιωνικούς ημικίονες μέσα στο σηκό. Η ζωφόρος, έργο πιθανώς του γλύπτη Παιωνίου (δημιουργού του φημισμένου αγάλματος της Νίκης στην Αρχαία Ολυμπία), είχε συνολικό μήκος 31 μ. και συνίστατο από είκοσι τρεις μαρμάρινες πλάκες. Στις δώδεκα εξ αυτών απεικονίζεται η Αμαζονομαχία (μάχη ανάμεσα στους Έλληνες και τις Aμαζόνες) και στις υπόλοιπες έντεκα η Κενταυρομαχία (μάχη ανάμεσα στους Λαπίθες, γενναίο πολεμικό λαό της Θεσσαλίας, και τους Kενταύρους).
Ο γλυπτός διάκοσμος του ναού αποτέλεσε στόχο των «αρχαιοφίλων» που έδρασαν στην Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα. Οι είκοσι τρεις μαρμάρινες πλάκες της ιωνικής ζωφόρου μεταφέρθηκαν το 1815 στο Bρετανικό Mουσείο του Λονδίνου (εκεί εκτίθενται έως σήμερα).
Στο χώρο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Ανδρίτσαινας (στα πραγματικά σπάνια εκθέματά της συγκαταλέγεται δοκίμιο του γνωστού εκπροσώπου του Διαφωτισμού Ζαν - Ζακ Ρουσσώ, με τις ιδιόχειρες διορθώσεις του προς τον εγκυκλοπαιδιστή Ζαν ντ' Αλαμπέρ) εκτίθενται γύψινα εκμαγεία της ζωφόρου του ναού του Επικούριου Aπόλλωνα.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα υπήρξε το πρώτο μνημείο της ελληνικής επικράτειας που εντάχθηκε στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, το 1986.
Βαγγέλης Στεργιόπουλος,
Πηγή:
in.gr