«Εχανόμουνα στα χωράφια ξιπολησάς. Και τα κανιά μου γιομάτα σημάδια. Έβρεχε και πιλάλαγα στη βροχή. Έπεφτε μπόρα, δεν μ' απάνταγε. Τα 'βαζα με τα στοιχειά της φύσης. Βούταγα μια βάρκα και κοντραριζόμουνα με τα κύματα. Την άνοιξη φούσκωνε η ψυχή μου. Εκαθόμουνα με τις ώρες στις πλευρές κι άκουγα τα λουλούδια που έσκαζαν. Είχα μονίμως μια φούντωση. Έτσι ενθυμούμαι. Πέντε χρονώ, μ' έστειλε ο πατέρας σχολείο. [...]
Βιβλία δεν είχαμε. Το μάθημα τ' αρπάζαμε από το στόμα του δάσκαλου. Μόλις τελείωνα με την διδασκαλία, ξαμολιόμουνα στα χωράφια και έλεγα μεγαλοφώνως τι άκουσα. Το 'λεγα πολλές φορές. Αφού φχαριστιόμουνα, το ξανάρχιζα κι έβαζα και δικά μου μέσα. Ό,τι μου 'ρχότανε. Το μεγάλωνα. Άμα μου άρεσε μια λέξη, μια φράση, την έλεγα και την ξανάλεγα. Κι όταν με σήκωνε στο μάθημα, του ξηγιόμουνα αβέρτα. Εκεί όμως που πάθαινα μεγάλη ζημιά ήταν με τον Πάρι και την ωραία Ελένη. Τον Αγαμέμνονα. Ξέρξη. Δαρείο. Τους Άθλους του Ηρακλέους. Όπου εστεκόμουνα, αυτούς τους πατριώτες τους έβλεπα ομπρός μου. Και τις ναυμαχίες. Με πρώτη εκείνη που έλαβε χώρα στή Σαλαμίνα.
Ετούτοι οι πρόγονοι πολύ με συγκίνησαν. Ταίριαξαν με την ψυχή μου. Ο δάσκαλος καταλάβαινε τι αντάρα γινόταν μέσα μου και με είχε περί πολλού. Ήμαστε ζόρικοι. Αλλά σ' εμένα δεν σήκωσε ποτές χέρι. Γιατί είχα έρωτα στα γράμματα. Τους άλλους τους μούρλαινε στις φάπες. Τους διάταξε, ο καθένας να φέρνει τη βέργα του. Και με την βέργα του τον έδερνε. Να και τούτη, να και κείνη. Και του καρούλιαζε τα χέρια. Όταν έμαθα την αλφαβήτα, γιόμισαν τα μάτια μου δάκρυα. Μου κονόμησε ο πατέρας ένα μολύβι. Εβρήκα κι ένα χαρτί άσπρο κι άρχισα να συνταιριάζω τις πρώτες λέξεις. Τις έγραφα και μετά τις διάβαζα φωναχτά. Τι δε θα 'δινα να θυμηθώ την πρώτη λέξη που 'γραψα. Αλάφρωσε η ψυχή μου από την φούντωση. Τα γράμματα μου παίρναν την στενοχώρια. Από μικρό παιδάκι στα βάσανα. Έβλεπα τον πατέρα μου να δουλεύει, να κουράζεται. Αλλά το ψωμί δεν έφτανε. Πώς να θρέψει τρία παιδιά;
Κι η μάνα μου μαρτύρησε να μας αναστήσει. Είχα κλίση στα γράμματα. Κι όταν φτάσαμε σ' εκείνους, Βυζάντιο και τα ρέστα, ξανάπαθα ζημιά. Όλους εκείνους τους αυτοκρατόρους, Κωνσταντινούπολη, Αγία Σοφιά. Έπεφτα να πλαγιάσω, αλλά πού ύπνος. Τα 'παιρνα απ' το δάσκαλο και τα 'φερνα στον ύπνο. Συντροφιά. Ξαγρύπναγα και τα 'βλεπα. Κοιμόμανε και 'ρχόσανε στα όνειρα.
Βυζάντιο. Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως. Εσηκωνόμουνε ως υπνοβάτης
και ξέβγαινα όξω τες νύχτες, μπας και τους συναντήσω. Κι όλο ρώταγα το δάσκαλο εκείνα που σκεφτόμουνα, να πάρω απαντήσεις. Αλλά δεν κράτησα πολύ τα γράμματα. Πριν τελειώσω την τέταρτη τάξη, το 1912, επήραν τον πατέρα μου στρατιώτη και άφησα το σχολείο για να πάμε με τη μάνα μου σε δουλειά. Τρία μωρά στο σβέρκο. Εμένα. Τον Λεονάρδο. Και τον Φραγκίσκο.
Ήμανε ο μεγαλύτερος. Κι ήπρεπε να κονομάμε. Από δουλειά σε δουλειά, εγίνηκα κι εφημεριδοπώλης. Εξέκλεφτα χρόνο στις γωνιές και κλεφτά εδιάβαζα τα μεγάλα γράμματα. Τους τίτλους. Κι εμάθαινα τα γραμματάκια. Και τα καλλιεργούσα όπως όπως».
(Απόσπασμα από το βιβλίο: «Mάρκος Bαμβακάρης, Aυτοβιογραφία», Eκδόσεις Παπαζήση 1978).
Πηγή:
e-oikodomos.blogspot.gr
Βιβλία δεν είχαμε. Το μάθημα τ' αρπάζαμε από το στόμα του δάσκαλου. Μόλις τελείωνα με την διδασκαλία, ξαμολιόμουνα στα χωράφια και έλεγα μεγαλοφώνως τι άκουσα. Το 'λεγα πολλές φορές. Αφού φχαριστιόμουνα, το ξανάρχιζα κι έβαζα και δικά μου μέσα. Ό,τι μου 'ρχότανε. Το μεγάλωνα. Άμα μου άρεσε μια λέξη, μια φράση, την έλεγα και την ξανάλεγα. Κι όταν με σήκωνε στο μάθημα, του ξηγιόμουνα αβέρτα. Εκεί όμως που πάθαινα μεγάλη ζημιά ήταν με τον Πάρι και την ωραία Ελένη. Τον Αγαμέμνονα. Ξέρξη. Δαρείο. Τους Άθλους του Ηρακλέους. Όπου εστεκόμουνα, αυτούς τους πατριώτες τους έβλεπα ομπρός μου. Και τις ναυμαχίες. Με πρώτη εκείνη που έλαβε χώρα στή Σαλαμίνα.
Ετούτοι οι πρόγονοι πολύ με συγκίνησαν. Ταίριαξαν με την ψυχή μου. Ο δάσκαλος καταλάβαινε τι αντάρα γινόταν μέσα μου και με είχε περί πολλού. Ήμαστε ζόρικοι. Αλλά σ' εμένα δεν σήκωσε ποτές χέρι. Γιατί είχα έρωτα στα γράμματα. Τους άλλους τους μούρλαινε στις φάπες. Τους διάταξε, ο καθένας να φέρνει τη βέργα του. Και με την βέργα του τον έδερνε. Να και τούτη, να και κείνη. Και του καρούλιαζε τα χέρια. Όταν έμαθα την αλφαβήτα, γιόμισαν τα μάτια μου δάκρυα. Μου κονόμησε ο πατέρας ένα μολύβι. Εβρήκα κι ένα χαρτί άσπρο κι άρχισα να συνταιριάζω τις πρώτες λέξεις. Τις έγραφα και μετά τις διάβαζα φωναχτά. Τι δε θα 'δινα να θυμηθώ την πρώτη λέξη που 'γραψα. Αλάφρωσε η ψυχή μου από την φούντωση. Τα γράμματα μου παίρναν την στενοχώρια. Από μικρό παιδάκι στα βάσανα. Έβλεπα τον πατέρα μου να δουλεύει, να κουράζεται. Αλλά το ψωμί δεν έφτανε. Πώς να θρέψει τρία παιδιά;
Κι η μάνα μου μαρτύρησε να μας αναστήσει. Είχα κλίση στα γράμματα. Κι όταν φτάσαμε σ' εκείνους, Βυζάντιο και τα ρέστα, ξανάπαθα ζημιά. Όλους εκείνους τους αυτοκρατόρους, Κωνσταντινούπολη, Αγία Σοφιά. Έπεφτα να πλαγιάσω, αλλά πού ύπνος. Τα 'παιρνα απ' το δάσκαλο και τα 'φερνα στον ύπνο. Συντροφιά. Ξαγρύπναγα και τα 'βλεπα. Κοιμόμανε και 'ρχόσανε στα όνειρα.
Βυζάντιο. Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως. Εσηκωνόμουνε ως υπνοβάτης
και ξέβγαινα όξω τες νύχτες, μπας και τους συναντήσω. Κι όλο ρώταγα το δάσκαλο εκείνα που σκεφτόμουνα, να πάρω απαντήσεις. Αλλά δεν κράτησα πολύ τα γράμματα. Πριν τελειώσω την τέταρτη τάξη, το 1912, επήραν τον πατέρα μου στρατιώτη και άφησα το σχολείο για να πάμε με τη μάνα μου σε δουλειά. Τρία μωρά στο σβέρκο. Εμένα. Τον Λεονάρδο. Και τον Φραγκίσκο.
Ήμανε ο μεγαλύτερος. Κι ήπρεπε να κονομάμε. Από δουλειά σε δουλειά, εγίνηκα κι εφημεριδοπώλης. Εξέκλεφτα χρόνο στις γωνιές και κλεφτά εδιάβαζα τα μεγάλα γράμματα. Τους τίτλους. Κι εμάθαινα τα γραμματάκια. Και τα καλλιεργούσα όπως όπως».
(Απόσπασμα από το βιβλίο: «Mάρκος Bαμβακάρης, Aυτοβιογραφία», Eκδόσεις Παπαζήση 1978).
Πηγή:
e-oikodomos.blogspot.gr