Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η Τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
– Παρόντες όλοι;
– Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
– Παρόντες, λέει ο δάσκαλος∙ και με φωνή που τρέμει:
– Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
– Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ σα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.
Το ποίημα αυτό έγραψε ο Δωδεκανήσιος Φώτης Βαρέλης στο άκουσμα του θανάτου του Ευαγόρα Παλληκαρίδη και ο ραδιοσταθμός της Λευκωσίας το μετέδωσε τότε ως δημοτικό κυπριακό τραγούδι. Περιλαμβανόταν δε σε ένα εξαιρετικό άρθρο τού Δασκάλου Δημήτρη Νατσιού που είχε αναρτηθεί στον infognomonpolitics στις 14 Μαρτίου 2011.
Και μια παρατήρηση: Είναι ιστορικά αβάσιμο και άστοχο, νομίζω, να γράφεται ότι ευθύνεται για τον εγκληματικό θάνατο τού Ευαγόρα αόριστα η «αγγλική διπλωματία». Το αίμα ειδικά αυτού τού Ήρωα βαραίνει αυτό τούτο το British Crown και προσωπικά την Ελισάβετ, στην οποία ονομαστικά έστειλαν επιστολές προσωπικότητες όπως ο Αλμπέρ Καμύ (που είχε γράψει ύμνους και για τους Καραολή και Δημητρίου) και ο Γερουσιαστής των Η.Π.Α. James Fulton. Η μόλις 31 ετών τότε νεαρά άνασσα, σκληρή, ανάλγητη και μνησίκακη αρνείται, θέλοντας προφανώς έτσι και να εκδικηθεί την προσβολή που θεωρήθηκε ότι υπέστη όταν πριν τέσσερα χρόνια ο 15χρονος τότε Ευαγόρας είχε σκίσει την αγγλική σημαία αρνούμενος να συνεορτάσει ο Ελεύθερος υπόδουλος την αλαζονική στέψη της, με εορτές που επέβαλαν οι τύραννοι κατακτητές και στην Κύπρο.
Και αρνήθηκε η ίδια η Ελισάβετ αυτήν την απονομή χάριτος στον Έφηβο, επιμένοντας να τον κρεμάσουν λίγο καιρό μάλιστα πριν ανακοπούν αυτές οι απάνθρωπες πρακτικές τής κυβέρνησής της κάτω από την διεθνή κατακραυγή. Η ευθύνη και η ντροπή για το έγκλημα (και) αυτό των Άγγλων και προσωπικά τής γραίας πλέον ενοίκου τού Μπάκιγχαμ δεν θα σβηστεί ποτέ!
Πρόλαβε όμως ο Ήρωας πριν τον κρεμάσουν οι “πολιτισμένοι” κακούργοι να γράψει και το εξής ποίημα:
Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη λευτεριά.
“Κόρη πανώρια” θα της πω
“άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου
μονάχα αυτό ζητώ”.
Το παλληκάρι ο Παλληκαρίδης ανέβηκε τα σκαλοπάτια και αντάμωσε με την Λευτεριά στα πιό ευγενικά της δώματα: τής εκούσιας και ανώτερης Θυσίας.
Αιώνια και άσβεστη η μνήμη και η Δόξα τού Παλληκαριού.
Πηγή:
infognomonpolitics
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η Τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
– Παρόντες όλοι;
– Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
– Παρόντες, λέει ο δάσκαλος∙ και με φωνή που τρέμει:
– Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
– Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ σα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.
Το ποίημα αυτό έγραψε ο Δωδεκανήσιος Φώτης Βαρέλης στο άκουσμα του θανάτου του Ευαγόρα Παλληκαρίδη και ο ραδιοσταθμός της Λευκωσίας το μετέδωσε τότε ως δημοτικό κυπριακό τραγούδι. Περιλαμβανόταν δε σε ένα εξαιρετικό άρθρο τού Δασκάλου Δημήτρη Νατσιού που είχε αναρτηθεί στον infognomonpolitics στις 14 Μαρτίου 2011.
Και μια παρατήρηση: Είναι ιστορικά αβάσιμο και άστοχο, νομίζω, να γράφεται ότι ευθύνεται για τον εγκληματικό θάνατο τού Ευαγόρα αόριστα η «αγγλική διπλωματία». Το αίμα ειδικά αυτού τού Ήρωα βαραίνει αυτό τούτο το British Crown και προσωπικά την Ελισάβετ, στην οποία ονομαστικά έστειλαν επιστολές προσωπικότητες όπως ο Αλμπέρ Καμύ (που είχε γράψει ύμνους και για τους Καραολή και Δημητρίου) και ο Γερουσιαστής των Η.Π.Α. James Fulton. Η μόλις 31 ετών τότε νεαρά άνασσα, σκληρή, ανάλγητη και μνησίκακη αρνείται, θέλοντας προφανώς έτσι και να εκδικηθεί την προσβολή που θεωρήθηκε ότι υπέστη όταν πριν τέσσερα χρόνια ο 15χρονος τότε Ευαγόρας είχε σκίσει την αγγλική σημαία αρνούμενος να συνεορτάσει ο Ελεύθερος υπόδουλος την αλαζονική στέψη της, με εορτές που επέβαλαν οι τύραννοι κατακτητές και στην Κύπρο.
Και αρνήθηκε η ίδια η Ελισάβετ αυτήν την απονομή χάριτος στον Έφηβο, επιμένοντας να τον κρεμάσουν λίγο καιρό μάλιστα πριν ανακοπούν αυτές οι απάνθρωπες πρακτικές τής κυβέρνησής της κάτω από την διεθνή κατακραυγή. Η ευθύνη και η ντροπή για το έγκλημα (και) αυτό των Άγγλων και προσωπικά τής γραίας πλέον ενοίκου τού Μπάκιγχαμ δεν θα σβηστεί ποτέ!
Πρόλαβε όμως ο Ήρωας πριν τον κρεμάσουν οι “πολιτισμένοι” κακούργοι να γράψει και το εξής ποίημα:
Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη λευτεριά.
“Κόρη πανώρια” θα της πω
“άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου
μονάχα αυτό ζητώ”.
Το παλληκάρι ο Παλληκαρίδης ανέβηκε τα σκαλοπάτια και αντάμωσε με την Λευτεριά στα πιό ευγενικά της δώματα: τής εκούσιας και ανώτερης Θυσίας.
Αιώνια και άσβεστη η μνήμη και η Δόξα τού Παλληκαριού.
Πηγή:
infognomonpolitics