Γεώργιος Καραϊσκάκης ο «Αχιλλέας της Ρωμιοσύνης» τον χαρακτήρισε ο μεγάλος ποιητής Κωστής Παλαμάς
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος ήταν Έλληνας Επαναστάτης, την εποχή που οι περισσότεροι Ελληνες ήταν ραγιάδες, αρχικά υπήρξε σπουδαίος αρματολός και στη συνέχεια στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Το επίθετό του είναι χαϊδευτικό υποκοριστικό του Καραΐσκος, που έφερε ο πατέρας του ήρωα, Δημήτριος Καραΐσκος. Στην παιδική του ηλικία έλαβε το προσωνύμιο το Καραϊσκάκι δηλαδή το άτυχο Καραϊσκόπουλο, λόγω της ορφάνιας του και της παραμέλησής του από τον πατέρα και τα αδέλφια του. Ο ίδιος υπέγραφε επίσημα Καραΐσκος όπως φαίνεται και στη σφραγίδα του του 1816. Πρόκειται για μια σύνθετη λέξη από του τουρκικό Kara και το παλαιότερο οικογενειακό όνομα Ίσκος.
Γεννήθηκε τo 1782, νόθος γιος της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά, πρώτης εξαδέλφης του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυρομματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια γι’ αυτό και του έμεινε η προσωνυμία «ο γιος της καλογριάς». Για την ταυτότητα του πατέρα του θεωρείται πιθανότερο ότι ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτριος Καραΐσκος.
Δεν είναι απολύτως εξακριβωμένος ο τόπος γέννησης του Καραϊσκάκη. Οι πρώτοι του βιογράφοι είτε δεν αναγράφουν τον τόπο γέννησης, είτε αναφέρουν διαφορετικές περιοχές όπως ότι γεννήθηκε σε σπηλιά πλησίον του χωριού Μαυρομμάτι Καρδίτσας ή σε μοναστήρι στη Σκουληκαριά Άρτας Η επιτροπή που συνέστησε το Υπουργείο Εσωτερικών το 1927, προκειμένου να επιλύσει το θέμα της γενέτειράς του, κατέληξε στην επίσημη αναγόρευση του Μαυρομματίου ως γενέτειρας του Καραϊσκάκη. Παρ’ όλα αυτά το 1997, στα πλαίσια του σχεδίου Καποδίστριας, αποφασίστηκε να δοθεί το όνομα «Γεώργιος Καραϊσκάκης» στον νεοσύστατο δήμο του νομού Άρτας στον οποίο υπάγεται έως σήμερα η Σκουληκαριά και το 2005 με Προεδρικό διάταγμα καθιερώθηκε επίσημα στη Σκουληκαριά Άρτας δημόσια εορτή τοπικής σημασίας προς τιμή του Γεωργίου Καραϊσκάκη εντείνοντας περαιτέρω τη διαμάχη ως προς τον τόπο γέννησης του ήρωα.
Ο Περραιβός γράφει: «Παρά πολλών λέγεται ότι ο καπετάν Καραΐσκος από τον Βάλτον ηράσθη της Καλογραίας, και έτεκε τον Καραϊσκάκην» ενώ ο Παπαρρηγόπουλος αφήνει κάπως ανοιχτό το ζήτημα: «τις ήτο ο πατήρ αυτού, άδηλον». Ο Βλαχογιάννης κάνει λόγο και για άλλον πατέρα: «Η παράδοση τονέ λέει γυιο του παλιού κλέφτη Καραΐσκου. Άλλη παράδοση τονέ λέει γυιο του καπετάν Αραπογιάννη.» Νεαρός κλέφτης συλλαμβάνεται από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων και φυλακίζεται (έμεινε δυό χρόνους στην καδένα). Εκεί μαθαίνει λίγα γράμματα. Εμπλέκεται ακόμη στο φόνο του τρομερού Βεληγκέκα, αν δεν τον σκότωσε ο ίδιος. Υπηρέτησε στην αυλή του Αλή και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου Πασβάνογλου, του φίλου του Ρήγα Φεραίου.
Φαίνεται ότι προσέλαβε την άκρατον αθυροστομίαν από τη μάνα του και σαφώς δεν αρνούνταν την καταγωγή του: «Η μοναχή εκείνη δεν έκρυπτε το αμάρτημά της· εξεναντίας πασίγνωστος απέβη εις πολλάς επαρχίας δια την περί την γλώσσαν και τον τρόπον τόλμην, εξ ου πρωϊμώτατα έλαβε μεν ο παις το επώνυμον του γιου της καλογραίας, όπερ βραδύτερον εκ διαλειμμάτων απεδίδετο αυτώ, προσέλαβε δε και την άκρατον αθυροστομίαν, ην μέχρι τέλους της ζωής διετήρησεν. Εκ τούτων δε εννοείται ήδη ότι ούδ’ ο Καραϊσκάκης δεν ηρνείτο την καταγωγήν του• εκαυχάτο μάλιστα επ’ αυτή και έλεγεν ότι «καθώς τα εμβολιασμένα δένδρα είναι καλήτερα των κοινών, ούτω πολλάκις οι νόθοι είναι αξιώτεροι των γνησίων». Άλλοτε, με το γνωστό ύφος έλεγε: «Τι θυμώνετε, ωρέ! κι εγώ είμαι είμαι ο γιος της καλογριάς. Eμένα η μάνα μου έφαγε σαράντα χιλιάδες ψωλές ώσπου να με γεννήσει» συναντήθηκε κάποτε με τον πατέρα του αλλά δεν έδωσαν γνωριμιά»
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά κι επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του. Μεγάλη ψυχολογική και κοινωνική πίεση δέχθηκε λόγω του προηγούμενου. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ήδη, έκανε τα πρώτα βήματά του ως κλέφτης. Ο Καραϊσκάκης έγινε περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα.
Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου πασά Πασβάνογλου, φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά. Η πιο αμφιλεγόμενη περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάκτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης.
Όπως και να χει, ο πρώην κλέφτης, αληπασαλής και αρματολός, ήταν μούλος, νόθος δηλαδή κι επομένως δεν διέθετε συγγενικό δίκτυο και κληρονομημένο αρματολίκι. Είναι γνωστό ότι τα κλέφτικα και αρματολικά σώματα επανδρώνονταν με βάση συγγενικά ή τοπικά δίκτυα (σαράντα κλέφτες ήμασταν όλοι αδελφοξαδέλφια). Ο καπετάν Καραΐσκος έπρεπε να στηριχθεί στις προσωπικές του ικανότητες. Ο διάλογος με τον Αλή πασά είναι χαρακτηριστικός:’«Πάντοτε δε ο Αλή πασάς έδειξεν ευμένειαν τινά προς τον Καραϊσκάκην, ευμένειαν δηλαδή όσης ήτο δεκτική η μέλαινα εκείνη ψυχή. Και λέγεται ότι ηρώτησεν αυτόν ποτέ, είτε εις την προκειμένην, είτε εις άλλην περίστασιν• τι θέλεις να σε κάμω, μωρέ Καραϊσκάκη; ο δε, μετά της πεποιθήσεως ανέκαθεν είχε προς την ιδίαν αξίαν, αλλά και μετά της ευλαβείας ην δεν ελησμόνει ότι ώφειλε να δεικνύη ως προς δεσπότην δύσπιστον απεκρίθη: «αν με γνωρίζης άξιον δι’ αυθέντην, απεκρίθη, κάμε με αυθέντην αν με γνωρίζης άξιον δια χουσμεκιάρην (υπηρέτην) κάμε με χουσμεκιάρην• αν με γνωρίζης ανάξιον του παντός, ρίψε με εις λίμνης των Ιωαννίνων τον γυαλόν.»
Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε την Εγκολπία Σκυλοδήμου από γνωστή οικογένεια των αρματωλών και απέκτησε την Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο του Ανδρέα Νοταρά υπουργού του Όθωνα και αργότερα απέκτησε την Ελένη και τον Σπύρο, την επιμέλεια των οποίων όταν πέθανε άφησε στον ανιψιό του Μήτρο Σκυλοδήμο. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά κατέφευγε σε γιατροσόφους αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς.
Συμπολεμίστρια και νοσοκόμα του ήταν η Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε τον στρατηγό στις μετακινήσεις κι επιχειρήσεις του. Η Μαριώ θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται. Η νεαρή πρώην μουσουλμάνα η πολυθρύλητη Μαριώ ακολουθούσε παντού τον καπετάνιο, οπλισμένη και ντυμένη σαν άντρας: «Είναι αληθές ότι περί τα μέσα της επαναστάσεως, διατελών εξ ανάγκης μακράν της οικογενείας του, προσέλαβε παρ’ αυτώ νεοφώτιστον τινά νέαν, την εν τοις στρατοπέδοις πολυθρύλλητον γενομένην Μαριών, ήτις φέρουσα το ιμάτιον και τον οπλισμόν του στρατιώτου, παρηκολούθησεν αυτόν καθ’ όλας τας τελευταίας της ζωής του εκστρατείας. Αλλά δεν ηλάττωσε την προς την σύζυγον στοργήν ή της προσκαίρου εκείνης συντρόφου παρουσία, ήτις άλλως τε κατήντησεν αναπόφευκτος εις αυτόν, δια την ανάγκην ην είχεν ιδιαζούσης διηνεκούς περιποιήσεως, ένεκα της κακής καταστάσεως της υγείας του»
Ο Παναγιώτης Σούτσος σε πανηγυρικό λόγο (5 Μαρτίου 1846) περιγράφει τον ηθικόν και φυσικόν χαρακτήρα του μεγάλου Καραΐσκου:
«Ο ανήρ αυτός έχων νουν ακατέργαστον, αλλά γεννητικώτατον και οξύτατον,
άμοιρος ων παιδείας, αλλ’ αγαπών και τιμών τους πεπαιδευμένους,
φιλάσθενος, αλλά καρτερικώτατος εις τας σκληραγωγίας, δαπανών αφειδώς
την ιδίαν περιουσίαν εις τας δημοσίας ανάγκας, εκθέτων τους περί αυτόν
εις τους υπέρ πατρίδος κινδύνους και πρώτος αυτός εκτιθέμενος,
στρατηγηματικώτατος απάντων και των πάντων τας στρατιωτικές γνώμας
ακούων και σταθμίζων, ακόρεστος δόξης και ονόματος. Ανάστημα μέτριον,
σώμα ισχνόν, χρώμα υπομέλαν, μέτωπον πλατύ, ευρεία εστία σκέψεως, όφρεις
πυκναί και πλήρεις μερίμνων, ελαιόμαυροι και μικροί οφθαλμοί, αλλ’
αστράπτοντες, αιθέριον τι πνεύμα υποφουσκώνον τους μυκτήρας του και
διακεχυμένον εις όλον το πρόσωπον αυτού κόμη ως χαίτη λέοντος»
Εις εκ των ανδρειοτάτων: Ο αυστηρός και παρατηρητικός Φίνλεϋ, αυτόπτης μάρτυς στην πολιορκία της Ακρόπολης που υπηρετούσε τότε ως εθελοντής ναύτης υπό τον στρατηγό Γόρδωνα, γνώρισε από κοντά όλους σχεδόν τους πρωταγωνιστές των επιχειρήσεων. Μεταξύ άλλων, μάς παραδίδει και μια φυσιογνωμική περιγραφή του Ρουμελιώτη οπλαρχηγού: «Ήτο εις εκ των ανδρειοτάτων και δραστηριωτάτων ανδρών ων είχε φεισθή ο πόλεμος […] αι στρατιωτικαί αρεταί του ήσαν αι εμπρέπουσαι εις αρχηγόν ατάκτων συμμοριών[…]» «Κατά την όψιν και το παράστημα ήτο μεσαίου αναστήματος, ισχνός, μελαψός και βλοσυρός, με λαμπρόν εμψυχωμένον όμμα, όπερ κατεμαρτύρει την ύπαρξιν βοημικού αίματος εις τας φλέβας του. Οι χαρακτήρες του εν αναπαύσει ανελάμβανον την όψιν της ταλαιπωρίας, την οποίαν συνήθως διεδέχετο γοργόν, ανήσυχον βλέμμα»
Ο Κόκκινος στην Ιστορία του γράφει: «Ο Καραϊσκάκης είχεν μέτριο ανάστημα, ήτο μελαψός, με πρόσωπον στεγνωμένον από τη διαβρωτικήν χρονίαν του ασθένειαν (φυματίωση), με μάτια λάμποντα κάτω από πλατειά φρύδια εις το βάθος βαθουλωμένων κογχών, μύτην λεπτήν, με το άκρον και τους ρώθωνας ελαφρώς ανασηκωμένους και λεπτόν μουστάκι. Κατά την συνομιλίαν είχε ελευθεροστομίας αμέτρους. Εχρωμάτιζε την φρασεολογίαν του επί προσώπων και καταστάσεων με λέξεις ωμάς, των οποίων η κοσμιωτέρα ήτο εκείνη του Καμπρόν» (Ο Πιέρ Καμπρόν (1770-1842) ήταν στρατηγός του Ναπολέοντα. Στη μάχη του Βατερλό φέρεται ότι στη φράση Γενναίοι Γάλλοι, παραδοθείτε! αποκρίθηκε: -Σκατά!) Όταν συνωμιλούσε με επιφανείς ξένους, οι διερμηνείς συχνά έφθαναν εις αμηχανίαν κι όταν τα καυστικά λόγια του εξώργιζαν, είχε την δεξιότητα να στρέφη την συνομιλίαν προς την αστειολογίαν, αλλ’ αφού είχεν είπει όσα ήθελε. Έτσι ο Καραϊσκάκης εδημιουργούσεν εχθρούς.
Η Πολεμική Δράση του 1821 – 1827
Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ του. Αργότερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ’ αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 θέλησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως «δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός για επανάσταση καλά ήταν στην βολή τους». Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε την σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.
Μόλις ξέσπασε κι επίσημα η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισμένος ακόμη και από τις οθωμανικές αρχές της Λάρισας.
Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε κι αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν ενώ τα δικαιώματα θα τα έστελνε ο ίδιος σ’ εκείνους». Έτσι ενωμένοι ο Καραϊσκάκης με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, κερδίζοντας χρόνο και περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών του κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και «αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει» έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.
Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα. Του στρατού αυτού ηγούνταν οι Ισμαήλ Πασάς Πλιάσας, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και Άγος. Ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση κοντά στον Άγιο Βλάση και ανάγκασε τους εχθρούς, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από πεισματώδη μάχη. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.
Η Επιστροφή και η Δίκη Παρωδεία
Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων. Αλλά ο πολιτικός κι όχι πολεμιστής Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε. Στα πλαίσια των ενεργειών του Μαυροκορδάτου για ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας και κατάργηση της αυτοτέλειας των οπλαρχηγών εντάσσονται και οι συγκρούσεις του με τον Βαρνακιώτη το 1822, που κατέφυγε τελικά στον Ομέρ Βρυώνη κι αργότερα, το 1824, επίσης στο Μεσολόγγι, με τον Καραϊσκάκη, ο οποίος μόνο μετά την σύγκρουση αυτή, κατά Παπαρρηγόπουλον, «ήρχισε να λαμβάνη συνείδησίν τινα πειθαρχίας».
Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος, που ηθελημένα παραγνώριζε τον Καραϊσκάκη προκειμένου να υποστηρίξει τον Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου. Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά από ομολογία του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε μεταβεί στα Γιάννενα, ότι: «ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό» Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την «αποκάλυψη προδοσίας».
Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε η παραπάνω επιτροπή και στις 2 Απριλίου 1824 (σε 3 μέρες) εκδόθηκε προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος». Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική, η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Παρ’ όλα αυτά είναι αμφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας» τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν». Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 (ανήμερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Καραϊσκάκης με πολλούς οπαδούς του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι. Στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώμη από τον Α. Μαυροκορδάτο, που όμως δεν εισακούσθηκε. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.
Κατά τον γραμματικό και βιογράφο του Καραϊσκάκη Δημήτριο Αινιάνα «η επιστολή αύτη εκ μέρους του Καραϊσκάκη προς τον Ομέρ Βρυόνην είχε γίνει τω όντι». Στη συνέχεια o Αινιάν γράφει ότι, επειδή ο απεσταλμένος του Καραϊσκάκη προς τον Ομέρ Βρυώνη «έλαβε υποδοχήν από τον Μαυροκορδάτον αντί της ανηκούσης εις τοιούτον αμάρτημα ποινής», ήταν εγκάθετος των εχθρών του οπλαρχηγού. Επανέρχεται όμως στο τέλος λέγοντας ότι ο Καραϊσκάκης «εσχεδίασε να καταφύγη εις τον Ομέρ Βρυόνην διά να λάβη συνδρομήν παρ’ αυτού». Κατά τον Παπαρρηγόπουλο «Ότε [ο Καραϊσκάκης] εστερήθη του βαθμού του υπό πολεμικού δικαστηρίου, όπερ συνεκρότησεν επί τούτω ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ήρχισε να εννοή, ότι δεν δύναται να κάμνη ό,τι θέλει ατιμωρητεί. Έκτοτε τωόντι ήρχισε να λαμβάνη συνείδησίν τινα πειθαρχίας». Με το ίδιο πνεύμα και οι Ξένος, Άννινος, Σταματόπουλος, και Κορδάτος. Και τέλος ο ίδιος ο Καραϊσκάκης: «Όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω διάβολος. Εις το εξής έχω απόφασιν να γένω άγγελος». Και όντως κράτησε τον λόγο του.
Επιγραμματικά περί του διπλωμάτου πολιτικού (κι όχι πολεμιστή) Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου: Ο Μαυροκορδάτος μετά την επανάσταση ηγήθηκε της αντιπολίτευσης εναντίον του Καποδίστρια, ως εκφραστής της αγγλικής πολιτικής και συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή της Ελλάδας διατελώντας τέσσερις φορές πρωθυπουργός. Τον Απρίλιο του 1823 ο Μαυροκορδάτος εκλέχθηκε από την Β΄ Εθνοσυνέλευση Άστρους γραμματέας του Εκτελεστικού και στη συνέχεια πρόεδρος του Βουλευτικού με 41 ψήφους, υπερισχύσας συντριπτικώς του προεστού Αναγνώστη Δεληγιάννη. Το Καλοκαίρι του ίδιου έτους εκδηλώθηκε ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού, τον έλεγχο των οποίων ασκούσαν για το μεν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και οι νησιώτες, για το δε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οι στρατιωτικοί και οι Πελοποννήσιοι. Η σύγκρουση αυτή σε συνδυασμό με την εκλογή του Μαυροκορδάτου στην προεδρία εξόργισε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος τον απείλησε λέγοντάς του «Σου λέγω τούτο, κύριε Μαυροκορδάτε, μη καθίσεις πρόεδρος διότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με τη βελάδα όπου ήρθες». Ύστερα από αυτή την προειδοποίηση ο Μαυροκορδάτος αναχώρησε για την Ύδρα συνεργαζόμενος στενότατα με τους Κουντουριώτηδες. Στη συνέλευση του Άστρους εκδηλώθηκε για πρώτη φορά διαμάχη μεταξύ ετεροχθόνων και αυτοχθόνων με πρωταγωνιστές την ομάδα των εκσυγχρωνιστών από τη μία, στην οποία ανήκε και ο Μαυροκορδάτος, και των προεστών από την άλλη.
Ε, ρε Μαυροκορδάτε! Στην περίφημη δίκη του, ελάχιστοι πήραν σοβαρά τις βαριές κατηγορίες που διατυπώθηκαν δια στόματος Στορνάρη: “Σ’ ερωτώ. Αντενεργούσες με γράμματα την εκστρατείαν. Το ηξεύραμεν τούτο, πλην δε μάς έμελεν. Είδες ότι δεν επιτυχαίνεις – επιχειρίσθης όσα κακά ημπόρεσες κατά του Έθνους και της Διευθύνσεως”. Ο οπλαρχηγός δικάστηκε με παρόν το ένοπλο σώμα του και κανείς δεν τόλμησε να εφαρμόσει την ποινή της φυλάκισης. Ο Καραϊσκάκης ουσιαστικά παροπλίζεται. Η επιστολή του Ανδ. Ζαΐμη προς τον Καραϊσκάκη είναι απόδειξη της ιστορικής δικαίωσης του στρατάρχη: «Η Πατρίς εις αυτήν την περίστασιν εγνώρισεν, τι είναι ο Καραϊσκάκης και ότι χωρίς Καραΐσκάκην δεν εκατορθούτο, ό,τι θαυμασίως κατωρθώθη έως την σήμερον» (17-1- 1827). Αναχωρώντας γράφει για τον ποστέλνικο: «Ε, ρε Μαυροκορδάτε. Εσύ την προδοσία μού την έγραψες εις το χαρτί και εγώ γρήγορα ελπίζω να σού τη γράψω εις το μέτωπόν σου. Να φανή ποιός είσαι» και εφάνει, σήμερα γνωρίζουμε τι κατακάθι ήταν ο Μαυροκορδάτος και οι συν αυτό. Η προδοσία της Ελλάδος ήταν πάντοτε υπόθεση των Ραγιάδων.
Αρχιστρατηγία του Καραϊσκάκη
Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθοφόρων. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι κοντά στα Σάλωνα (Άμφισσα) συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους «στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας» Όμως στα τέλη του 1824 και χωρίς σχετική διαταγή της Κυβέρνησης, ο Καραϊσκάκης έλαβε μέρος μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους Ρουμελιώτες στον 2ο εμφύλιο πόλεμο, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων. Αμέσως μετά έσπευσε και συμμετείχε στη μάχη του Κρομμυδίου (περιοχή Μεθώνης). Μετά το τέλος του 2ου εμφυλίου πολέμου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ’ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από το Μωριά και τη Ρούμελη, εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό.
Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στη Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος ως γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι, σε συνεννόηση πάντα με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς όμως να ολοκληρωθεί. Επέφερε όμως διακοπή της πολιορκίας ενώ οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες έσπευσε στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων, διήλθε την «Λάσπη του Καρβασαρά» όπου έδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο (σημ. Αστακός).
Την νύκτα της 10-11 Απριλίου 1826 όταν το προπύργιο της επανάστασης, η πόλη των «ελεύθερων πολιορκημένων», το Μεσολόγγι έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Πάραυτα έστειλε στη «Γέφυρα της Βαρνάκοβας» παρατηρητές να δουν πόσοι και ποιοι σώθηκαν από την ηρωική εκείνη φρουρά του Μεσολογγίου. Παρότι ο Πλάτανος ήταν έρημος και ο ίδιος ασθενής σε στρώμα, ετοίμασε ψωμί και σφακτά που μοίρασε πλουσιοπάροχα στα «πειναλέα εκείνα λείψανα του Μεσολογγίου»
Στις 17 Ιουνίου ο Καραϊσκάκης μαζί με πολλούς από εκείνους του μαχητές φθάνει στο Ναύπλιο. Η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, αν και βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο φυματίωσης, υπό την θεραπεία του Ελβετού γιατρού Baily, πρότεινε στην εδρεύουσα «Διοικητική Επιτροπή» να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Είχε όμως προσκληθεί και από τον Κριεζώτη και από τον Βάσσο, που δρούσαν ήδη στην Αττική και στην Ελευσίνα. Ο Α. Ζαΐμης, πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, θεώρησε τον «Γιο της Καλογριάς» ως τον αξιότερο στρατιωτικό για την γενική αρχιστρατηγία και τον αναγνώρισε ως αρχιστράτηγο, παρότι είχε παλαιότερα κατατρεχθεί από εκείνον και είχε υποστεί λεηλασία της οικίας του.
Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, λόγο της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Στις 5-7 Αυγούστου του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι, την οποία ακολούθησαν κι άλλες, φοβούμενος ο Κιουταχής την κατά μέτωπο επίθεση από τα κυκλωτικά πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη. Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών, ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο μήνα και 15 μέρες μετά (25 Οκτωβρίου) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ’ όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων.
Νικηφόρες πορείες του Αρχιστράτηγου
Προχωρώντας στη συνέχεια στην πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας, διέταξε να αρχίσει και η προσβολή των Τούρκων που βρίσκονταν στην πεδιάδα του χωριού (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετά μετέφερε το στρατόπεδό του από τη Δόμβραινα και την Κεκόση στη Μονή Δομπού του Αγίου Σεραφείμ και από εκεί στη Μονή του Όσιου Λουκά και στις 18 Νοεμβρίου στρατοπέδευσε στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει τις εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή. Τις κυκλωτικές αυτές κινήσεις αντελήφθη γρήγορα ο Κιουταχής και ειδοποιεί να σπεύσουν σε βοήθειά του ο Μουσταφάμπεης από την Αταλάντη και ο Καχαγιάμπεης που βρισκόταν νοτιότερα. Αυτοί ενώνοντας τις δυνάμεις τους έσπευσαν να καλύψουν τα νώτα των Τούρκων που πολιορκούσαν την Ακρόπολη.
Στις 18 Νοεμβρίου 1826 ο επικεφαλής των τουρκαλβανικών σωμάτων Μουσταφάμπεης στρατοπέδευσε στη Δαύλεια, δίπλα στη Μονή της Ιερουσαλήμ, προκειμένου να διανυκτερεύσει, προτιθέμενος την επομένη να φθάσει στην Άμφισσα μέσω Αράχοβας. Ο Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τις κινήσεις και τις προθέσεις αυτές, την νύχτα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου, έσπευσε με 560 άνδρες και προκατέλαβε την Αράχοβα, την οποία οχύρωσε με την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων. Στις έξι ημέρες που ακολούθησαν (19-24) οι μάχες που δόθηκαν εντός και εκτός της Αράχοβας υπήρξαν συντριπτικές για τους Τούρκους, που από 2.000 που ήταν, μόλις που διασώθηκαν περί τους 300. Στις μάχες εκείνες σκοτώθηκαν και τέσσερις Τούρκοι αρχηγοί σωμάτων: ο Μουσταφάμπεης, ο αδελφός του Καριοφίλμπεης, ο Ελζάμπεης καθώς και ο Κεχαγιάμπεης. Δυτικά του Ναού του Αγίου Γεωργίου της Αράχοβας, στο τέλος των μαχών, ο Καραϊσκάκης έστησε πυραμίδα από 1.500 κεφάλια τουρκαλβανών στρατιωτών.
Στη συνέχεια, προβλέποντας πως ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία χωρίς ανεφοδιασμό, συνέχισε τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Αρχές Δεκεμβρίου εισήλθε στο Τουρκοχώρι το οποίο και κατέλαβε ενώ με τα ίδια του τα χέρια σκότωσε τον Μεχμέτ Πασά, τα δε λείψανα του στρατού εκείνου τα κατεδίωξε τη Βουδουνίτσα. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε σπεύσει εναντίον του να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του. Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.
Η έννοια Πολεμιστής είναι συνώνυμη του Βωμολόχου
Ο Καραϊσκάκης ήταν γνωστός για τις ύβρεις που χρησιμοποιούσε αδιακρίτως· ακόμη και για την οικογένειά του και τον ίδιο. Ιδιαίτερα την περίοδο της Επανάστασης οι ύβρεις που εκτόξευε εναντίον των στρατιωτικών του αντιπάλων, των Μουσουλμάνων εκπροσώπων της Οθωμανικής εξουσίας, δήλωναν την ανατροπή της μέχρι τότε τάξης πραγμάτων, της κοινωνικής ιεραρχίας που βασιζόταν στην ανωτερότητα των Μουσουλμάνων επί των Χριστιανών ζιμμήδων και το αίσθημα ανωτερότητας που η εθνική ιδέα και η συμμετοχή στην Επανάσταση χάριζαν στους πολεμιστές απέναντι στους μέχρι πρότινος κοινωνικά “ανώτερους” αντιπάλους τους.
Ό όρος «βωμολοχία» είναι σύνθετος. Παράγεται από τις λέξεις «βωμός» και «λόχος» (ενέδρα). Εκείνοι πού κατά την αρχαιότητα ελλόχευαν (ενέδρευαν), δηλαδή παραμόνευαν κοντά στους βωμούς για να πάρουν ένα κομμάτι από τα κρέατα των θυσιών, ήταν βωμολόχοι και στη συνέχεια ή έννοια εκφυλίστηκε στην αισχρολογία- χυδαιολογία. Το ΠΑΡΑΜΟΝΕΜΑ είναι ίδιον του ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ άρα και κάθε λέξη ΙΕΡΗ γι’ αυτόν την έχουν εκφυλίσει στο αντίθετο κι επί κακό. Είναι άλλη η έννοια της λέξης βωμολόχος και άλλη η έννοια της λέξης αθυρόστομος. Ο Καραϊσκάκης ήταν και τα δύο, σήμερα δε υπάρχουν μόνο αθυρόστομοι κι ελάχιστοι βωμολόχοι.
>-Ποια κυβέρνησις, καπετάν Νότη;
Ο Σουλιώτης οπλαρχηγός Νότης Μπότσαρης κι ο αρματολός Νικόλας Στορνάρης επισκέφτηκαν τον βαριά ασθενή Καραϊσκάκη για να τον αποχαιρετήσουν. Ο διάλογος σώζεται ατόφιος από τον αγωνιστή Κασομούλη στα απομνημονεύματά του: «-Καπεταναίοι εκστρατεύετε, δεν σας ερωτώ διά πού.
-Και ημείς δεν ηξεύρομεν, του απάντησε ο Νότης. Πηγαίνουμε εις τον Μαχαλάν και όπου μας διορίση η κυβέρνησις, εκεί θέλει εκστρατεύσωμεν».
– Ποια κυβέρνησις, καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρεΐζ – εφέντη ο τεσσαρομάτης; Ποιοι τον έκαμαν Κυβέρνηση; Εγώ κι άλλοι δεν τον γνωρίζομεν! Ή σύναξεν δέκα ανόητους και τον υπέγραψαν δια τας ιδιοτέλειας των; Ιδού ποιοι τον υπέγραψαν: Πρώτον εσύ, όπου όλα τα πράγματα θέλεις να έρχονται με το ζουρνά (δηλ. εύκολα), ο Σκαλτσάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ – μπαγκ, ο Μακρής, ο μακρολαίμης όπου μόνον το κεφάλι ηξεύρει να ταράζη, ο Μήτζιος Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήταν γυναίκα, δεν εχόρταινεν με 80.000 φορές την ώραν, ο ξυνόγαλος Γιώργος Τσιόγκας, όπου στραβώνει τα χείλια του με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν την υπέγραψεν ο μπούτζος μου την εκστρατείαν σας.» Σύμφωνα με τις επεξηγήσεις του Βλαχογιάννη, Ρεΐζ – εφέντης είναι ο υπουργός εξωτερικών του Σουλτάνου, τεσσαρομάτη αποκαλεί τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτος επειδή φορούσε γυαλιά, ξυνογαλά λέει τον Τσιόγκα που είχε Σαρακατσάνικη καταγωγή, ενώ ο Μακρής ήταν ψηλόλιγνος και συγκαταβατικός. Αν και η αυθεντική ζωντανή λαϊκή γλώσσα της εποχής ήταν ξεκάθαρα όπλο στον επαναστατικό πόλεμο, οι γραμματικοί – από εθνική αιδημοσύνη – δεν κατέγραψαν ούτε λίγες αράδες από τους βροντερούς λόγους του Κολοκοτρώνη που έκαναν τα παλικάρια να χλιμιντρίζουν. Αγωνιστές που δεν φοβήθηκαν τα φουσάτα του Δράμαλη και τις τούρκικες αρμάδες οπισθοχώρησαν αμαχητί μπροστά στα απαρέμφατα και τις μετοχές των διδασκάλων.
[Εφκειασαν τὴν Συνέλεψη, διορίσαν τὸν ναύαρχον τὸν νέον, ὅτι γέρασε ὁ Μιαούλης, τὸν ἀρχιστράτηγον, ὅτι δὲν δύνεται ὁ Καραϊσκάκης, καὶ γράψαν μίαν διαταγὴ εἰς τὸν Καραϊσκάκη οἱ καλοὶ πατριῶτες καὶ τόλεγαν, ὅταν κιντύνευε ἡ πατρίς, ὅταν νάστιβε ὁ Καραϊσκάκης καὶ οἱ συντρόφοι τοῦ τὰ πουκάμισά τους, ἐκίναγε τὸ αἷμα ἀπὸ τὴν Ἀράχωβα, ἀπὸ τὸν Ἔπαχτο, ἀπὸ τὸ Δίστομον κι᾿ ἀπὸ τὸν καθημερινὸ πόλεμο, τότε ἔγραψαν τοῦ Καραϊσκάκη καὶ τόπαιρναν τὰ συχαρίκια ὅτι διορίσαν τὸν Τζούρτζη – κι᾿ αὐτὸς νὰ εἶναι εἰς τὴν ὁδηγίαν του. Στοχαστῆτε, ἐσεῖς οἱ ἀναγνώστες· αὐτείνη τὴν ἐποχὴ ποιὸς εἶχε γνώση διὰ νὰ σώση τὴν πατρίδα -καὶ ποιὸς νὰ τὴν χάση. Μὲ τόση δύναμη ὁ Καραϊσκάκης δὲν τοὺς ἔφκειανε φλούδα ὅλους αὐτούς;] Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα.
Πόσο δίκιο είχε, σ’ αυτή την εκστρατεία (μάχη του Πέτα) σφαγιάστηκαν όλοι οι Φιλέλληνες και πάρα πολλοί Έλληνες!
> Όταν έμαθε πως η γυναίκα του τον είχε απατήσει, αποφάσισε να τη χωρίσει και να παντρευτεί την όμορφη κόρη του μεγαλοτσιφλικά των Αγράφων Τσολάκογλου, το υποστατικό του οποίου είχε ρημάξει όταν ήταν κλέφτης. Σύντομα όμως έχασε το ενδιαφέρον του κι αφού πέταξε την εικόνα της στα πόδια των στρατιωτών του, φώναξε: «Όποιος την πρωτοπάρει να την έχει! Να την χέσω την πουτάνα!»
> Ο Βλαχογιάννης αναφέρει, εν είδει ιστορικού ανεκδότου, πως δεν είχε διστάσει να προσβάλλει τον «πρωθυπουργό» Κουντουριώτη για την τραγελαφική εκστρατεία εναντίον του Ιμπραήμ που κατέληξε στην οικτρή ήττα των Ελλήνων στο Κρεμμύδι το 1825: «Ώρε Κουντουριώτη, άκουγα και νόμιζα θα είναι γεμάτο μυαλό το κεφάλι σου. Εσύ όμως έχεις τόσο μυαλό όσο εγώ έχω σπόρο στ’ αρχίδια μου»
> Ο έλεγχος των στρατιωτών ήταν από τις μεγαλύτερες δυσκολίες των οπλαρχηγών, οι οποίοι έπρεπε να επινοούν ποικίλες μεθόδους, για να επιβάλλουν τάξη. Το 27 η Συνέλευση της Τροιζήνας όρισε, εν αναμονή του Καποδίστρια, τριμελή διοικητική επιτροπή, ένα Νησιώτη, ένα Μωραΐτη και ένα Ρουμελιώτη, το Γ. Νάκο. Οι Ρουμελιώτες πίστεψαν πως εκπρόσωπός τους ορίστηκε ο Νάκος, για να τον έχουν οι άλλοι του χεριού τους, ώστε να μπει ευκολότερα σε εφαρμογή το σχέδιο της Αγγλίας. Ελευθερία στο Μοριά με αντάλλαγμα την υποταγή της Ρούμελης στο Σουλτάνο. Πράγματι, το μοναδικό προσόν του Νάκου ήταν η όμορφη γυναίκα του, που, όπως ήταν κοινό μυστικό, είχε εραστή τον κόντε Μεταξά. Μόλις οι Ρουμελιώτες μαθαίνουν την εκλογή του Νάκου, γίνονται έξαλλοι, απειλούν να παρατήσουν τον πόλεμο. Μάταια ο Καραϊσκάκης προσπαθεί να τους μεταπείσει. Τελικά, όπως μας πληροφορεί ο Δ. Δημητρακάκης, τους λέει: «Ας τελειώνουμε εδώ τη δουλειά μας και τότε να ιδώ πού θα μ’ πάη ου κερατάς (ο Νάκος) και στου μουνί της π’τάνας της γυναίκας του να κρυφτή, θα βάλω τον μπουτζον του Μεταξά να τον ξετρυπώσ». Αυτό ήταν! Το στράτευμα τραντάχτηκε από τα γέλια και συνέχισε την εκστρατεία.
> Προς τον απεσταλμένο του Σιλιχτάρ Μπόδα, αρχηγό του τουρκικού στρατού στα Τρίκαλα: «Έλα, σκατότουρκε, έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους, έλα ν’ ακούσεις τα κέρατα σας, γαμώ την πίστιν σας και τον Μουχαμέτη σας. Τι θαρεύσατε, κερατάδες. Δεν εντρέπεστε να ζητείτε από ημάς συνθήκην με έναν κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην, να τον χέσω και αυτόν και τόν Βεζύρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα».
> «Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χέζουν και τώρα και πάντα».
> Διεξάγοντας Ψυχολογικόν Πόλεμο: Είναι γνωστό ότι ο Καραϊσκάκης τραυματίστηκε εις την φύσιν εφαρμόζοντας κανονικό ψυχολογικό πόλεμο: «Από όσους πολέμους έκαμε, σημαντικότερος εστάθη εκείνος εις το Κουμπότι, όπου νικήσας τον εχθρόν και τρέψας εις φυγήν, ανέβη εις μίαν πέτραν και ύβριζε τους Τούρκους μεγαλοφώνως· και δια να τους ατιμάση και εξουδενώση περισσότερον, έδειξεν αυτοίς και τον πρωκτόν του γυμνόν. Ένας Τούρκος Γκέκας, κρυμμένος εις κάποια κλαδιά, τον ετυφέκισε, και τον ελάβωσεν εις τους δύο μηρούς και εις την μέση του καυλού» … «Τούτο το έκαμεν όχι ως αισχρουργός, αλλά διά να προξενή και θάρσος εις τους εδικούς του συντρόφους· διότι τότε τρεις χιλιάδες Τούρκοι ενικήθησαν εξαιτίας του, από πολλά ολίγον αριθμό Ελλήνων.»
Ο Παπαρρηγόπουλος αναφέρει επίσης το περιστατικό: «O Καραϊσκάκης τότε εδραμεν εις Μακρυνόρος και εν αρχή του Ιουλίου μηνός 1821 μετέσχε της περί το Κομπότιον προς τον Ισμαΐλ πασάν Πλιάσαν γενομένης συμπλοκής, καθό δεν ηρκέσθη να αγωνισθή εκθύμως, άλλ’ έδωκε και περιττόν τι ανδρείας δείγμα, το οποίον δεν αναφέρομεν ενταύθα ειμή διότι είναι χαρακτηριστικώτατον του ανδρός. Τω όντι, τραπέντων των πολεμίων εις φυγήν, ο Καραϊσκάκης ανέβη εις υψωμά τι και ήρχισεν εκείθεν υβρίζων μεγαλοφώνως• δεν περιωρίσθη δε εις τούτο, αλλ’ ίνα δείξη έτι πλείονα προς αυτούς περιφρόνησιν, απογυμνωθείς, έτρεψεν αυτοίς τα οπίσθια. Τότε όμως Γκέγκας τις, κεκρυμμένος εκεί που πλησίον, πυροβολήσας, επλήγωσεν αυτόν εις τους δύο μηρούς και εις έτι καιριώτερον τι μέρος· προς ίασιν δε της πληγής ταύτης ηναγκάσθη ο θρασύς πολεμιστής μας να μείνει εις Λουτράκιον.»
>Εισβολή των κερατάδων: Την άνοιξη του 1823, ο αρματολός Ράγκος (αυτομόλησε αργότερα) πείθει τον Σουλιώτη Κίτσο Τζαβέλα να μεταβεί στα Άγραφα, ελπίζοντας ότι θα προκαλέσει έτσι την οργή των Τούρκων και θα θέσει σε δυσμένεια τον εχθρό του Καραΐσκάκη. Ο τελευταίος γράφει στον Στορνάρη, εσωκλείοντας ειδικό γράμμα για τους εισβολείς: «Αδελφέ καπετάν Νικόλα, είδα όσα μού γράφεις περί της εισβολής των κερατάδων. Στείλε τους το εσώκλειστον, ετοίμασε τους συντρόφους σου και το γιόμα θα είμαι αυτού. Καραισκάκης.»
Στους Τζαβελλαίους γράφει: «Κίτσο Τζαβέλλα και λοιποί, έμαθα το πέρασμά σας εις Ασπροπόταμον. Πού πάτε, κλέφτες, λησταί της πατρίδος και προδότες, παληοτσάρουχα; τρακόσοι άνθρωποι θα μάς φέρετε την ελευθερίαν; Ή θαρρείτε δεν ηξεύρομεν τους σκοπούς σας; Επουλήσατε την πατρίδα σας και τώρα τρέχετε εδώ να χαλνάτε τον κόσμον; Όχι. Αν είναι το Ρωμέικον να μάς το φέρετε εσείς οι διακόσιοι άνθρωποι, δεν σας θέλομεν. Έχομεν και στράτευμα και άλλες δυνάμεις, όταν μάς διορίσει το έθνος να βαρέσωμεν. Διά τούτο άμα λάβετε το γράμμα, αμέσως να φύγετε, διότι να μη μάς κάμετε άπιστους.» 20 Απρίλης 1823
> Σε γράμμα, τον Απρίλη του 1824, πάλι ο Στορνάρης συμβουλεύει τον γιό της καλογριάς να μείνει ασφαλής στο Γαρδίκι με μερικούς συνδρόφους και να διατάξει τους υπόλοιπους άντρες του να χτυπήσουν τα Τρίκαλα: «[…] τους δε λοιπούς στείλε τους να ενωθούν με ημάς, να ριχθούμεν μια νύχτα εις τα Τρίκκαλα, να τα καύσωμεν, να πετάξωμεν τους Τούρκους από αυτού να τους χαλάσουμε την φωλεάν και να προχωρήσουμε προς τη Λάρισσαν. ο φίλος σου αδελφός Ν. Στορνάρης» Στέλνει μάλιστα ρεχέμι, (όμηρο, ενέχυρο) τον υιόν του Γιαννιόν, πράγμα υποτιμητικό για έναν καπετάνιο και δείγμα σεβασμού. Ο Καραισκάκης κλινήρης και εξαντλημένος, ημιθανής, κατάκοιτος, τρέχεις εις τα χιόνια απάνω εις το κραββάτι, τού απαντά: «Γενναιότατε Καπετάν Νικόλα, Έλαβα το γράμμα σου· είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου (τούρκικα όργανα του ιππικού), έχει και τρουμπέταις (ελληνικά όργανα). Όποια θέλω θα μεταχειρισθώ. Ταύτα εις απάντηση του γράμματός σου.
> Ο Παπαρρηγόπουλος παραθέτει τα λόγια του καπετάνιου, όταν στρατιώτες είχαν αρχίσει να λιποτακτούν από το στρατόπεδο, με προτροπή κάποιων μπουλουκτσήδων: «Αλλά εν τω μεταξύ γινομένων τούτων των oμιλιών, ανηγγέλλετο ακαταπαύστως των στρατιωτών η λιποταξία και τίνες των αυθαδεστέρων αξιωματικών ετόλμησαν, του αρχηγοί παρόντος, να είπωσι, προτρέποντες και τους άλλους εις φυγήν, ότι αυτοί δεν κάθηνται να γίνωσι θύματα της φιλοδοξίας του Καραϊσκάκη. Ο στρατηγός ούτος, ούτε τον Πλούταρχον ανέγνωσεν, ούτε την νεωτέραν ιστορίαν και όμως μάρτυρες αξιόπιστοι βεβαιούσιν ότι εν τη ευλόγω αυτού αγανακτήσει είπε τότε λέξεις τινάς, αίτινες ενθυμίζουσιν τον τε λόγον του Σύλλα εν τω Ορχομενώ, και τόν του Σουβόρωφ εν Ελουητία, διότι ψυχαί ανάλογοι εις αναλόγους ευρισκόμεναι περιστάσεις, δεν είναι άπορον αν υπό των αυτών κατέχονται ιδεών. «Πηγαίνετε, ανέκραξεν, όπου αγαπάτε. Ο Καραϊσκάκης θέλει επιμείνει εις την θέσιν του και ας χαθή. Όταν όμως σάς ερωτήσωσιν οι άνθρωποι, τι εκάματε τον αρχηγόν σας, ειπέτε, ότι τον παρεδώσαμεν εις τους εχθρούς, διότι δεν ηθέλησε να γίνη αρχηγός της λειποταξίας.» Αι λέξεις αύται, εκφωνηθείσαι με τόνον και με πάθος, επροξένησαν ζωηράν εντύπωσιν εις άπαντας τους παρευρεθέντας αξιωματικούς και στρατιώτας, αλλά δεν ηδυνηθησαν ν’ αναχαιτίσωσι την αρξαμένην λειποταξίαν και το πλείστον του στρατοπέδου μετέβη τω όντι εις Σαλαμίνα»
Πολλά από τα αποσπάσματα με ύβρεις του Καραΐσκάκη είναι κατασκευές των καλαμαράδων ή και απλών ευφάνταστων συγγραφέων. Οι έμμετρες λ.χ. απαντήσεις που βάζει ο Γαζής στο στόμα του αρχηγού ανταποκρίνονται μεν στο όλον ύφος του, νομίζω όμως ότι δεν ειπώθηκαν ακριβώς έτσι αν και το νόημα είναι σωστό:
«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί,
λέγεις να προσκυνήσω.
Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον μπούτζον μου
τον ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω,
κι αν έλθεις κατ’ επάνω μου,
ευθύς να πολεμήσω».
Στο τέλος μπλέκει και τους Αρχαίους, κατά τη συνήθεια των γραμματιζούμενων της εποχής: «Αυτή η απόκρισις στοχάζομαι να υπερβαίνει την του Λεωνίδου μολών λαβέ»
>Ο Καραϊσκάκης, κατ’ εξοχήν πολεμιστής και ικανότατος στο να κερδίζει μάχες, όταν κατάλαβε ότι το δικαστήριο του Μαυροκορδάτου θα τον καταδίκαζε σε θάνατο, έψαξε και βρήκε τρόπο ν’ αναβληθεί ή δίκη του. Όταν ό Γαλάνης Μεγαπάνος, δημόσιος κατήγορος, σχολιάζοντας την απάντηση του Καραϊσκάκη ότι το είχε χούι να λέει λόγια, του είπε: «Μα γιατί να το έχεις αυτό το χούι ενώ είσαι πενήντα χρόνων;» Ό Καραϊσκάκης, εκμεταλλευόμενος την ορθάνοιχτη πόρτα και την πνευματική του ετοιμότητα: «Αμ δέν ημπορώ να το κόψω τώρα, Κύρ Πάνο κι εσύ, Κύρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρόνων, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γαμής και δέν μ’ ακούς». Τα γέλια προκάλεσαν σεισμό δέκα ρίχτερ κι η δίκη αναβλήθηκε.
Χτυπήθηκε απο “φιλικό” χέρι και φυσικά χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί, αφού οι παρασιτικοί που τον δολοφόνησαν (όπως και τον Καποδίστρια) κυβέρνησαν και κυβερνούν την σκλαβωμένη Ελλάδα μέχρι σήμερα, λέγεται ότι είδε ποιός τον βάρεσε και τα τελευταία του λόγια του αθυρόστομου και βωμολόχου Καραϊσκάκη ήταν: «Αν γίνω καλά θα τον χαλάσω εγώ αυτόν που με βάρεσε, εάν ψοφήσω κλάστε μου το μπούτζο»
Στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη διαβάζουμε: «Ὅτι τὴν πατρίδα τὴν ἤθελαν ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν καὶ κατὰ τὴν Πελοπόννησον, ὄχι ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν καὶ κατὰ τὴν Ρούμελη. Καὶ κατηγοροῦσαν τὸν Καραϊσκάκη, ὁποῦ δούλευε νὰ ξαναλευτερώση τὴν Ρούμελη. Καθὼς κι᾿ ὁ Κυβερνήτης μας προσπάθαγε δι᾿ αὐτὸ καὶ τότε ἔγινε Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος.» Και αλλού: «Ἐνέργειες τοῦ Μαυροκορδάτου μόνον ἤξεραν, ὅπου ἔβαλε τὸν Κουντουριώτη νὰ φκειάση τὸν Σκούρτη ἀρχιστράτηγον εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς τοὺς στεριανοὺς καὶ τοὺς ὁδηγοῦνε ὄρτζια καὶ πόντζα. Κι᾿ ὁ Μεταξᾶς μὲ τὸν ἀρχηγὸν τῆς πιάτζας καὶ συντροφιά τους, ὅπου κατόρθωσαν τὶς τρεῖς μεγάλες ἀρχηγίες εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ἤφεραν ξένα φῶτα κι᾿ ἀντρεία, κυβέρνηση, ναυαρχίαν, ἀρχιστρατηγίαν, θέλαν νὰ χαλάσουν τὴν ὄρεξίν του Καραϊσκάκη κι᾿ ἄλλων ἀρχηγῶν, ὁποῦ πολεμοῦσαν τὸ χειμώνα διὰ νὰ ματαλευτερώσουν τὴν πατρίδα τους, ὅπου ξανατούρκεψε ἀπὸ τοὺς συχνοὺς ἐφύλιους πολέμους καὶ φατρίες αὐτήνων τῶν ἀγαθῶν πατριώτων. Ὁδήγησαν καὶ τὸν ἀθῶον καὶ γενναῖον Μπούρμπαχη νὰ πάγη εἰς τὸν Καραϊσκάκη αὐτὸς – χορτάτος κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης νηστικός, καὶ νὰ σκοτωθοῦν.» Ο ίδιος -αυτόπτης- σώζει τα τελευταία λόγια του καπετάνιου: «Ἄναψε ὁ πόλεμος πολύ· ἦρθε κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης. Τότε τοῦ λέγω: «Σύρε ὀπίσου νὰ πάψη ὁ πόλεμος, ὅτι τὸ βράδυ θὰ κινηθοῦμεν. Μοῦ λέγει, στάσου αὐτοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους κ᾿ ἐγὼ φέγω». Τότε σὲ ὀλίγον μαθαίνω ὅτι βαρέθη ὁ Καραϊσκάκης. Πάγω ἐκεῖ· μαζευόμαστε, τηρᾶμεν· ἤτανε βαρεμένος εἰς τ᾿ ἀσκέλι παραπάνου, εἰς τὰ φτενά. Μαζωχτήκαμεν ὅλοι ἐκεῖ. Μᾶς εἶπε μὲ χωρατά· «Ἐγὼ πεθαίνω· ὅμως ἐσεῖς νὰ εἶστε μονοιασμένοι καὶ νὰ βαστήξετε τὴν πατρίδα». Τὸν πῆγαν εἰς τὸ καράβι. Τὴν νύχτα τελείωσε καὶ τὸν πῆγαν εἰς τὴν Κούλουρη καὶ τὸν τάφιασαν.»
[…] «Τὸν Χαράλαμπο Παπαπολίτη πατριώτη μου, ἀφοῦ ἤτανε τουρκοκοτζάμπασης καὶ φίλος τοῦ Μαυροκορδάτου, τὸν σύστησε αὐτὸς τοῦ Κυβερνήτη. Ὡς τοιοῦτος συστημένος ὁ Παπαπολίτης, τοῦ εἶπε ὁ Κυβερνήτης μας ὅτι ἡ Ρούμελη δὲν μπορεῖ νὰ λευτερωθῆ – καὶ τί τὴν θέλομεν; Ὅσοι Ἕλληνες μείναν ζωντανοὶ χωροῦνε εἰς τὴν Πελοπόννησο. Ὅμως νὰ ῾νεργήση ὁ Παπαπολίτης νὰ μποῦνε οἱ Λιδορικιῶτες μέσα εἰς τὴν Πελοπόννησο. Καὶ εἶπε κι᾿ ἀλλουνῶν τοιούτων. Αὐτὸ ἔδινε χέρι καὶ τοῦ Κυβερνήτη μας. Ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κόρθος καὶ μέσα ἔμενε ἡ Ἐξοχότη τοῦ ἕνας πρίτζηπας κι᾿ ὁ Κολοκοτρώνης ἀρχιστράτηγος καὶ τ᾿ ἀδέλφια τοῦ Κυβερνήτη μας καὶ οἱ φίλοι του Κολοκοτρώνη δικαιοκράτες· καὶ τότε ἡ πατρὶς λάβαινε τὴν τύχη τῆς εἰς αὐτὸ – οἱ Ἕλληνες ραγιάδες αὐτεινῶν κι᾿ αὐτεῖνοι ἀφεντάδες. Δι᾿ αὐτοὺς κάψαμε τὰ σπίτια μας, δι᾿ αὐτοὺς χάσαμε τοὺς ἀνθρώπους μας, δι᾿ αὐτοὺς σκοτωθήκαμεν. Καὶ τηράξετε μεγάλη γνώση ὁποῦ ῾χουν ὅσοι πᾶνε εἰς τὴν Εὐρώπη καὶ ἦρθαν νὰ μᾶς κυβερνήσουνε· νὰ γένουν οἱ Ρουμελιῶτες εἵλωτες αὐτεινῶν! Δὲν θέλω νὰ κάμω καμμίαν παρατήρησιν ἐγὼ καὶ κάμετε τὴν ἐσεῖς οἱ ἀναγνῶστες, ἂν θὰ ῾μενε κανένας ζωντανὸς ἀπὸ αὐτοὺς διὰ νὰ μὴν τελεσφορήση αὐτό. Ἦταν τυχερὸν καὶ μαθεύτηκε ὕστερα, ὁποῦ τὸ εἶδε καὶ ὁ Μαυροκορδάτος»
Ο γραμματέας του Δημήτριος Αινιάν, στην ολιγοσέλιδη βιογραφία του αναφέρει τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και σημειώνει ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα τα εξής: «Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερε εις αυτούς ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον.» Έτσι ή αλλιώς, είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι βασικοί υπαίτιοι της καταστροφής ήταν ο Τσώρτς και κυριότατα ο Κόχραν, οι οποίοι «τοσούτον κακώς διέταξαν τα πράγματα, ώστε αντί θριάμβου κατήνεγκον κατά της Ελλάδος την ολεθριωτάτην των πληγών οι άνδρες διετάχθησαν να προέλθωσιν επί σφαγήν προφανή»
Τοιούτος ην και ο Καραϊσκάκης
Κατά τον Παπαρρηγόπουλο, «εν αρχή της επαναστάσεως ο Καραϊσκάκης είναι ουδέν άλλο, ειμή εις των παλαιών κλεπτών και αρματωλών, ους παρεσκεύασεν η προηγούμενη εποχή κοινά έχων προς τους πλειοτέρους αυτών τα τε προτερήματα και τα ελαττώματα, και τη αλήθεια προς πολλούς εξ αυτών παραβαλλόμενος, πλειότερα ίσως αναδεικνύων τα ελαττώματα ή τα προτερήματα• οι τρόποι του είναι βάναυσοι, οι λόγοι πολλάκις αισχροί, η ηθική αξία της κυβερνητικής του έθνους ενότητος, ακατάληπτος έτι αυτώ• η όλη φιλοτιμία του περιορίζεται εις το να λάβη το αρματωλίκι των Αγράφων. Άλλα περί το 1825, ο αυτός άνθρωπος, ανυψούται βαθμηδόν υπέρ το κοινόν μέτρον των κατά την Ρούμελην συναδέλφων αυτού, φέρων εις μέσον αξιώσεις υψηλοτέρας και γενναιοτέρας…[…] Ο γιός της καλογριάς ήταν αλαβάστρινο βάζο (αγγείον αλαβάστρινον) και η ομορφιά του μπορούσε να αναδειχθεί μόνο με τη φωτιά μέσα του (ου το κάλλος δεν ηδύνατο να αποβή κατάδηλον ειμή ότε ήπτετο φλόξ εντός αυτού..[…] Τοιούτος ην και ο Καραϊσκάκης.) (6) Οι φλόγες του Αγώνα, οι έσχατοι κίνδυνοι της πατρίδας και η φιλοτιμία ανέδειξαν πράγματι το πατριωτικό ανάστημα του ανδρός. Λίγο πριν οι τύχες του αγωνιζόμενου έθνους περάσουν οριστικά στα χέρια των πολιτικών, ο μεγάλος επαναστάτης θα συλλάβει βαθύτερα το νόημα του εθνικού απελευθερωτικού Αγώνα: «Η πατρίς είναι μία· παντού είναι ο αυτός αγών· ή Ρούμελη ή Πελοπόννησος, το ίδιο κάνει!»
Η κατάρα των Ελλήνων Ραγιάδων
Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε από την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε «ταμπούρια» (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς έφθασαν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι, διορισμένοι από τη Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), Κόχραν ως «στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων» και Τσωρτς, ως «διευθυντής χερσαίων δυνάμεων», προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής, επιζητώντας την έξοδο με κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.
Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους «κυνηγά το βόλι». Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη «να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα». Ωκύπους, με τόλμη που άγγιζε τα όρια του παραλογισμού, ο Καραϊσκάκης πολεμούσε στην πρώτη γραμμή των επιχειρήσεων. Ο έμπειρος αρχικλέφτης Κολοκοτρώνης -συνήθιζε να παρακολουθεί τις μάχες με κιάλι από ψηλές κορυφές και γενικώς δεν λέρωνε τα χέρια του με αίματα- τον ορμηνεύει δια χειρός του γραμματικού Μιχάλη Οικονόμου:
«Αδελφέ και παιδί μου Καραΐσκάκη. Καθ’ α μανθάνω από ερχόμενους, εις ασκόπους αψιμαχίας και ακροβολισμούς ματαίους, τους οποίους, ως ανωφελείς και επιζημίους μάλιστα, και να απαγορεύεις πρέπει, ου μόνον τους άλλους παρορμάς εις σέρδαις – άμιλλας – επίσης ασκόπους και επικινδύνους, αλλά και τον εαυτόν σου εις ταύτα εκθέτεις. Το να φονεύονται τινές στρατιώται εν τοιαύταις, κακόν μεν και τούτο. Αλλ” εάν φονεύονται και οπλαρχηγοί, άνευ ανάγκης ή σπουδαίου τινός λόγου, και το υπ” αυτούς σώμα, μικρόν ή μεγάλον, μένη ακέφαλον, τότε αυτό όλον γίνεται νεκρόν και άχρηστον. Το βόλι του εχθρού σκοπεύει και κυνηγεί ως επί το πλείστον τους διακρινόμενους ως αξιωματικούς, και δεν διακρίνει, ούτε εντρέπεται, ούτε σέβεται ή φοβείται τινά. […] Πρόσεχε τον Καραισκάκην! Όχι διά τον Καραισκάκην αυτόν, αλλά διά την πατρίδα, εις την οποίαν ανήκει και είναι πολύ χρήσιμος! Αν ο Θεός μη το δώσει (ο λόγος θάνατον δε φέρνει!) κτυπηθής συ, ήξευρε ότι στρατόπεδον ελληνικόν εις την Ανατολικήν Ελλάδα ή υπέρ των Αθηνών δεν υπάρχει.[…]
Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων. Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του γρήγορα κατάλαβαν πως θα κατέληγε. Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε.
Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα». Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.
Όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη κάθισε σταυροπόδι και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καθοριστικός παράγοντας για την καταστροφή στο Φάληρο ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός του Καραϊσκάκη. Και είναι επίσης γνωστό ότι οι Ελληνες Ραγιάδες δεν φέρθηκαν όπως έπρεπε κατά το σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το γεγονός αυτό ως την καταστροφή. Αλλά είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι βασικοί υπαίτιοι της καταστροφής ήταν ο Τσώρτς και κυριότατα ο Κόχραν, οι οποίοι «τοσούτον κακώς διέταξαν τα πράγματα, ώστε αντί θριάμβου κατήνεγκον κατά της Ελλάδος την ολεθριωτάτην των πληγών, οι άνδρες διετάχθησαν να προέλθωσιν επί σφαγήν προφανή». Δεν έλαβε υπ’ όψιν του ο Κόχραν ότι οι πιθανότητες επιτυχίας του παράλογου ούτως ή άλλως σχεδίου του είχαν εκμηδενιστεί μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη οπότε οι οπλαρχηγοί δήλωσαν ανέτοιμοι. Κατά τον αγγλόφιλο Τρικούπη «Τοιαύτα ήσαν τα αποτελέσματα της παραφοράς του Κοχράνου, του κακή μοίρα της Ελλάδος κατά την Αττικήν επιφανέντος».
Οι πηγές που αναφέρονται στον θάνατο του Καραϊσκάκη χαρακτηρίζονται από ασυμφωνία, φυσικά προπαγανδιστικά για ευνόητους λόγους.
Ο Δημήτριος Αινιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την βιογραφία
του το 1833, αναφέρει τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου κι ότι ο
Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα πως
«Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερε εις αυτούς ότι επληγώθη από
το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση,
ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον». Δ. Αινιάν, Ο Καραϊσκάκης, σ.185.
Ο Κίτσος Τζαβέλας ήταν αυτός για τον οποίο φημολογήθηκε αμέσως ότι οργάνωσε την δολοφονία του Καραϊσκάκη (Ιωάννης Σταυριανός: Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου, Εταιρεία Στερεοελλαδικών Μελετών, 1982, σ. 189. Επίσης Ιωάννης Ζαμπέλιος, Καραϊσκάκης, τραγωδία, πρόλογος). Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φέρεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει δολίως ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως (sic) ως «δολοφονία από κάποιον Έλληνα».
Μόνο ένας συγγραφέας, αυτόπτης απομνημονευματογράφος, υποστήριξε επίμονα την εκδοχή της δολοφονίας ο Κύπριος αγωνιστής Ιωάννης Σταυριανού, ο οποίος πολέμησε δίπλα στον Καραϊσκάκη μας διαβεβαιώνει, ότι ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης δολοφονήθηκε από ελληνικό χέρι κι ότι ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς του γεγονότος. Ο Σταυριανός δεν είναι ο μόνος ούτε ο πρώτος που αναφέρει ότι ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε. Όμως είναι ο μόνος και ο πρώτος, που το αναφέρει σαν πραγματικό γεγονός και όχι σαν αόριστη φημολογία, αναφέρει: Ο Καραΐσκος άμα διέταξε τον υπασπιστήν του να καταδιώξει τους δύο ιππείς, έστρεψεν οπίσω απομακρυνθείς της μάνδρας ικανόν διάστημα. Τότες είδομεν στρατόν και ευθύς ο πυροβολητής ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του Καραΐσκου. Οι οφθαλμοί του συντρόφου μου εν ριπή διέτρεξαν τον δολοφόνον και τον αρχηγόν.
– Φρικτόν με λέγει εχάθημεν.
– Πως, πως, τον απαντώ.
– Είδες το όπλον όπου έπεσεν πλησίον του Καραΐσκου; Εκείνος όπου έφευγεν τον εβάρεσεν!
– Τον είδα του είπον και στρέφω τους οφθαλμούς μου. Είδα τον Καραΐσκον κρατώντα τον δύο εκ δεξιών και δύο εξ’ αριστερών και τον μετέφερον εις το στρατοπεδαρχείον. Ο Καραΐσκος άμα κτυπηθείς είπεν: Τούτο το ήκουσαν πολλοί, εκ τούτων ίσως ουδείς υπάρχει. Εν ακαρεί δε διεδόθη ότι ο Καραΐσκος εδολοφονήθη συνεργία του Κίτζιου Τζαβέλα και Λάμπρου Βεΐκου, αλλά το διέψευσαν αμέσως δια να μην διχασθεί ο στρατός και δημοσίευσαν, ότι ο Γαρδικιώτης τον εσυνόδευσεν και πολύ επροσπάθησεν να μάθει περί της δολοφονίας και ότι ο Καραΐσκος ομολόγησεν ότι Τούρκος τις, τον οποίον δεν επρόσεξεν τον εκτύπησεν. Περί του υπαρκτού της δολοφονίας του Καραΐσκου τον ερώτησαν να τους ειπεί εμπιστευτικώς πόθεν εβαρέθη, ο Καραΐσκος τους απήντησεν ότι αν ζήσει γνωρίζει ποίος τον εκτύπησεν, ειδεμή ας του κλάσουν τον μπούτζον.
Από τους νεώτερους συγγραφείς ο Γιάννης Βλαχογιάννης υποστήριξε ότι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος οργάνωσε την δολοφονία του Καραϊσκάκη. Την γνώμη του υιοθέτησαν οι Δημήτρης Φωτιάδης και Δημήτρης Σταμέλος. Ο Γιάννης Κορδάτος διερωτάται αν «Οι Τούρκοι τον πυροβόλησαν ή κάποιος Έλληνας όργανο του Κιουταχή ή του Κόχραν». Οι Αναστάσιος Ορλάνδος, Μέντελσον-Μπαρτόλντι, Κωνσταντίνος Ράδος, Απόστολος Βακαλόπουλος, Κυριάκος Σιμόπουλος και Χρήστος Λούκος πιστεύουν ότι πυροβολήθηκε από Τούρκους. Οι Τρικούπης (που εκφώνησε τον επικήδειο), Παπαρρηγόπουλος, Κόκκινος και πλείστοι άλλοι δεν ασχολούνται με το θέμα. Παραθέτουμε τέλος την τραγική προειδοποίηση του Κολοκοτρώνη: «Μανθάνω, ότι εμβαίνεις εις τους ακροβολισμούς, αυτό δεν είναι έργο ιδικόν σου».
«Αν γίνω καλά θα τον χαλάσω εγώ αυτόν που με βάρεσε, εάν ψοφήσω κλάστε μου το μπούτζο»
Γεώργιος Καραϊσκάκης Αρχιστράτηγος της Επανάστασης του 1821 εναντίον των Τούρκων.
Αυτών των Τούρκων που η «πρώτη φορά γάμησε τα» κυβέρνηση τους κουβάλησε στα Ελληνικά νησιά, όντας ανίκανη να φυλάξει τα Ελληνικά σύνορα από τους εισβολείς. Αν θέλετε να ξέρετε το μέλλον σας νεοραγιάδες μελετήστε την ιστορία σας!
Βιβλιογραφία για μελέτη:
*Αγαπητός, Αγαπητός Σ. (1877). «Οι Ένδοξοι Έλληνες του 1821, ή Οι Πρωταγωνισταί της Ελλάδος». Τυπογραφείον Α.Σ. Αγαπητού, Εν Πάτραις, σσ. 77-89. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2009.
*Αινιάν, Δημήτριος (1903). «Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, υπό του ιδιαιτέρου γραμματέως του Δ. Αινιάνος». Εκ του Τυπογραφείου Γ.Σ. Βλαστού, Αθήνα 1903. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2011.
*Αινιάν, Δημήτριος (1834). «Ο Καραϊσκάκης». Μ. Αστεριάδου, Χαλκίδα 1834. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2011.
*Ανδριώτης, Νικόλαος: «Η ετυμολογική προέλευση του επώνυμου Καραϊσκάκης», στο: Αντιχάρισμα στον καθηγητή Νικόλαο Π. Ανδριώτη, ανατύπωση 88 εργασιών του με τη φροντίδα επιτροπής, Θεσσαλονίκη 1976, σ.164-166
*Βλαχογιάννης, Γιάννης: Καραϊσκάκης, Βιογραφία βγαλμένη από ανέκδοτες πηγές, βιβλιογραφία και στοματικές παραδόσεις, εκδ. «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 1943
*Γαζής, Γεώργιος: Βιογραφία των ηρώων Μάρκου Μπότσαρη και Καραϊσκάκη, 1828
@Πολυξένη Δελλή /miastala.com 2009
Πρώτη φωτογραφία «Γεώργιος Καραϊσκάκης» Γιάννης Νίκου 2010
Πηγή:
terrapapers.com
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος ήταν Έλληνας Επαναστάτης, την εποχή που οι περισσότεροι Ελληνες ήταν ραγιάδες, αρχικά υπήρξε σπουδαίος αρματολός και στη συνέχεια στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Το επίθετό του είναι χαϊδευτικό υποκοριστικό του Καραΐσκος, που έφερε ο πατέρας του ήρωα, Δημήτριος Καραΐσκος. Στην παιδική του ηλικία έλαβε το προσωνύμιο το Καραϊσκάκι δηλαδή το άτυχο Καραϊσκόπουλο, λόγω της ορφάνιας του και της παραμέλησής του από τον πατέρα και τα αδέλφια του. Ο ίδιος υπέγραφε επίσημα Καραΐσκος όπως φαίνεται και στη σφραγίδα του του 1816. Πρόκειται για μια σύνθετη λέξη από του τουρκικό Kara και το παλαιότερο οικογενειακό όνομα Ίσκος.
Γεννήθηκε τo 1782, νόθος γιος της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά, πρώτης εξαδέλφης του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυρομματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια γι’ αυτό και του έμεινε η προσωνυμία «ο γιος της καλογριάς». Για την ταυτότητα του πατέρα του θεωρείται πιθανότερο ότι ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτριος Καραΐσκος.
Δεν είναι απολύτως εξακριβωμένος ο τόπος γέννησης του Καραϊσκάκη. Οι πρώτοι του βιογράφοι είτε δεν αναγράφουν τον τόπο γέννησης, είτε αναφέρουν διαφορετικές περιοχές όπως ότι γεννήθηκε σε σπηλιά πλησίον του χωριού Μαυρομμάτι Καρδίτσας ή σε μοναστήρι στη Σκουληκαριά Άρτας Η επιτροπή που συνέστησε το Υπουργείο Εσωτερικών το 1927, προκειμένου να επιλύσει το θέμα της γενέτειράς του, κατέληξε στην επίσημη αναγόρευση του Μαυρομματίου ως γενέτειρας του Καραϊσκάκη. Παρ’ όλα αυτά το 1997, στα πλαίσια του σχεδίου Καποδίστριας, αποφασίστηκε να δοθεί το όνομα «Γεώργιος Καραϊσκάκης» στον νεοσύστατο δήμο του νομού Άρτας στον οποίο υπάγεται έως σήμερα η Σκουληκαριά και το 2005 με Προεδρικό διάταγμα καθιερώθηκε επίσημα στη Σκουληκαριά Άρτας δημόσια εορτή τοπικής σημασίας προς τιμή του Γεωργίου Καραϊσκάκη εντείνοντας περαιτέρω τη διαμάχη ως προς τον τόπο γέννησης του ήρωα.
Ο Περραιβός γράφει: «Παρά πολλών λέγεται ότι ο καπετάν Καραΐσκος από τον Βάλτον ηράσθη της Καλογραίας, και έτεκε τον Καραϊσκάκην» ενώ ο Παπαρρηγόπουλος αφήνει κάπως ανοιχτό το ζήτημα: «τις ήτο ο πατήρ αυτού, άδηλον». Ο Βλαχογιάννης κάνει λόγο και για άλλον πατέρα: «Η παράδοση τονέ λέει γυιο του παλιού κλέφτη Καραΐσκου. Άλλη παράδοση τονέ λέει γυιο του καπετάν Αραπογιάννη.» Νεαρός κλέφτης συλλαμβάνεται από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων και φυλακίζεται (έμεινε δυό χρόνους στην καδένα). Εκεί μαθαίνει λίγα γράμματα. Εμπλέκεται ακόμη στο φόνο του τρομερού Βεληγκέκα, αν δεν τον σκότωσε ο ίδιος. Υπηρέτησε στην αυλή του Αλή και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου Πασβάνογλου, του φίλου του Ρήγα Φεραίου.
Φαίνεται ότι προσέλαβε την άκρατον αθυροστομίαν από τη μάνα του και σαφώς δεν αρνούνταν την καταγωγή του: «Η μοναχή εκείνη δεν έκρυπτε το αμάρτημά της· εξεναντίας πασίγνωστος απέβη εις πολλάς επαρχίας δια την περί την γλώσσαν και τον τρόπον τόλμην, εξ ου πρωϊμώτατα έλαβε μεν ο παις το επώνυμον του γιου της καλογραίας, όπερ βραδύτερον εκ διαλειμμάτων απεδίδετο αυτώ, προσέλαβε δε και την άκρατον αθυροστομίαν, ην μέχρι τέλους της ζωής διετήρησεν. Εκ τούτων δε εννοείται ήδη ότι ούδ’ ο Καραϊσκάκης δεν ηρνείτο την καταγωγήν του• εκαυχάτο μάλιστα επ’ αυτή και έλεγεν ότι «καθώς τα εμβολιασμένα δένδρα είναι καλήτερα των κοινών, ούτω πολλάκις οι νόθοι είναι αξιώτεροι των γνησίων». Άλλοτε, με το γνωστό ύφος έλεγε: «Τι θυμώνετε, ωρέ! κι εγώ είμαι είμαι ο γιος της καλογριάς. Eμένα η μάνα μου έφαγε σαράντα χιλιάδες ψωλές ώσπου να με γεννήσει» συναντήθηκε κάποτε με τον πατέρα του αλλά δεν έδωσαν γνωριμιά»
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά κι επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του. Μεγάλη ψυχολογική και κοινωνική πίεση δέχθηκε λόγω του προηγούμενου. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ήδη, έκανε τα πρώτα βήματά του ως κλέφτης. Ο Καραϊσκάκης έγινε περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα.
Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου πασά Πασβάνογλου, φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά. Η πιο αμφιλεγόμενη περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάκτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης.
Όπως και να χει, ο πρώην κλέφτης, αληπασαλής και αρματολός, ήταν μούλος, νόθος δηλαδή κι επομένως δεν διέθετε συγγενικό δίκτυο και κληρονομημένο αρματολίκι. Είναι γνωστό ότι τα κλέφτικα και αρματολικά σώματα επανδρώνονταν με βάση συγγενικά ή τοπικά δίκτυα (σαράντα κλέφτες ήμασταν όλοι αδελφοξαδέλφια). Ο καπετάν Καραΐσκος έπρεπε να στηριχθεί στις προσωπικές του ικανότητες. Ο διάλογος με τον Αλή πασά είναι χαρακτηριστικός:’«Πάντοτε δε ο Αλή πασάς έδειξεν ευμένειαν τινά προς τον Καραϊσκάκην, ευμένειαν δηλαδή όσης ήτο δεκτική η μέλαινα εκείνη ψυχή. Και λέγεται ότι ηρώτησεν αυτόν ποτέ, είτε εις την προκειμένην, είτε εις άλλην περίστασιν• τι θέλεις να σε κάμω, μωρέ Καραϊσκάκη; ο δε, μετά της πεποιθήσεως ανέκαθεν είχε προς την ιδίαν αξίαν, αλλά και μετά της ευλαβείας ην δεν ελησμόνει ότι ώφειλε να δεικνύη ως προς δεσπότην δύσπιστον απεκρίθη: «αν με γνωρίζης άξιον δι’ αυθέντην, απεκρίθη, κάμε με αυθέντην αν με γνωρίζης άξιον δια χουσμεκιάρην (υπηρέτην) κάμε με χουσμεκιάρην• αν με γνωρίζης ανάξιον του παντός, ρίψε με εις λίμνης των Ιωαννίνων τον γυαλόν.»
Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε την Εγκολπία Σκυλοδήμου από γνωστή οικογένεια των αρματωλών και απέκτησε την Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο του Ανδρέα Νοταρά υπουργού του Όθωνα και αργότερα απέκτησε την Ελένη και τον Σπύρο, την επιμέλεια των οποίων όταν πέθανε άφησε στον ανιψιό του Μήτρο Σκυλοδήμο. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά κατέφευγε σε γιατροσόφους αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς.
Συμπολεμίστρια και νοσοκόμα του ήταν η Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε τον στρατηγό στις μετακινήσεις κι επιχειρήσεις του. Η Μαριώ θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται. Η νεαρή πρώην μουσουλμάνα η πολυθρύλητη Μαριώ ακολουθούσε παντού τον καπετάνιο, οπλισμένη και ντυμένη σαν άντρας: «Είναι αληθές ότι περί τα μέσα της επαναστάσεως, διατελών εξ ανάγκης μακράν της οικογενείας του, προσέλαβε παρ’ αυτώ νεοφώτιστον τινά νέαν, την εν τοις στρατοπέδοις πολυθρύλλητον γενομένην Μαριών, ήτις φέρουσα το ιμάτιον και τον οπλισμόν του στρατιώτου, παρηκολούθησεν αυτόν καθ’ όλας τας τελευταίας της ζωής του εκστρατείας. Αλλά δεν ηλάττωσε την προς την σύζυγον στοργήν ή της προσκαίρου εκείνης συντρόφου παρουσία, ήτις άλλως τε κατήντησεν αναπόφευκτος εις αυτόν, δια την ανάγκην ην είχεν ιδιαζούσης διηνεκούς περιποιήσεως, ένεκα της κακής καταστάσεως της υγείας του»
Γεώργιος Καραϊσκάκης ο «Αχιλλέας της Ρωμιοσύνης» τον χαρακτήρισε ο Κωστής Παλαμάς
Εις εκ των ανδρειοτάτων: Ο αυστηρός και παρατηρητικός Φίνλεϋ, αυτόπτης μάρτυς στην πολιορκία της Ακρόπολης που υπηρετούσε τότε ως εθελοντής ναύτης υπό τον στρατηγό Γόρδωνα, γνώρισε από κοντά όλους σχεδόν τους πρωταγωνιστές των επιχειρήσεων. Μεταξύ άλλων, μάς παραδίδει και μια φυσιογνωμική περιγραφή του Ρουμελιώτη οπλαρχηγού: «Ήτο εις εκ των ανδρειοτάτων και δραστηριωτάτων ανδρών ων είχε φεισθή ο πόλεμος […] αι στρατιωτικαί αρεταί του ήσαν αι εμπρέπουσαι εις αρχηγόν ατάκτων συμμοριών[…]» «Κατά την όψιν και το παράστημα ήτο μεσαίου αναστήματος, ισχνός, μελαψός και βλοσυρός, με λαμπρόν εμψυχωμένον όμμα, όπερ κατεμαρτύρει την ύπαρξιν βοημικού αίματος εις τας φλέβας του. Οι χαρακτήρες του εν αναπαύσει ανελάμβανον την όψιν της ταλαιπωρίας, την οποίαν συνήθως διεδέχετο γοργόν, ανήσυχον βλέμμα»
Ο Κόκκινος στην Ιστορία του γράφει: «Ο Καραϊσκάκης είχεν μέτριο ανάστημα, ήτο μελαψός, με πρόσωπον στεγνωμένον από τη διαβρωτικήν χρονίαν του ασθένειαν (φυματίωση), με μάτια λάμποντα κάτω από πλατειά φρύδια εις το βάθος βαθουλωμένων κογχών, μύτην λεπτήν, με το άκρον και τους ρώθωνας ελαφρώς ανασηκωμένους και λεπτόν μουστάκι. Κατά την συνομιλίαν είχε ελευθεροστομίας αμέτρους. Εχρωμάτιζε την φρασεολογίαν του επί προσώπων και καταστάσεων με λέξεις ωμάς, των οποίων η κοσμιωτέρα ήτο εκείνη του Καμπρόν» (Ο Πιέρ Καμπρόν (1770-1842) ήταν στρατηγός του Ναπολέοντα. Στη μάχη του Βατερλό φέρεται ότι στη φράση Γενναίοι Γάλλοι, παραδοθείτε! αποκρίθηκε: -Σκατά!) Όταν συνωμιλούσε με επιφανείς ξένους, οι διερμηνείς συχνά έφθαναν εις αμηχανίαν κι όταν τα καυστικά λόγια του εξώργιζαν, είχε την δεξιότητα να στρέφη την συνομιλίαν προς την αστειολογίαν, αλλ’ αφού είχεν είπει όσα ήθελε. Έτσι ο Καραϊσκάκης εδημιουργούσεν εχθρούς.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εφορμά στην Ακρόπολη, έργο του Γεωργίου Μαργαρίτη, 1844
Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ του. Αργότερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ’ αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 θέλησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως «δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός για επανάσταση καλά ήταν στην βολή τους». Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε την σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.
Μόλις ξέσπασε κι επίσημα η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισμένος ακόμη και από τις οθωμανικές αρχές της Λάρισας.
Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε κι αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν ενώ τα δικαιώματα θα τα έστελνε ο ίδιος σ’ εκείνους». Έτσι ενωμένοι ο Καραϊσκάκης με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, κερδίζοντας χρόνο και περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών του κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και «αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει» έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.
Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα. Του στρατού αυτού ηγούνταν οι Ισμαήλ Πασάς Πλιάσας, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και Άγος. Ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση κοντά στον Άγιο Βλάση και ανάγκασε τους εχθρούς, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από πεισματώδη μάχη. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.
Η Επιστροφή και η Δίκη Παρωδεία
Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων. Αλλά ο πολιτικός κι όχι πολεμιστής Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε. Στα πλαίσια των ενεργειών του Μαυροκορδάτου για ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας και κατάργηση της αυτοτέλειας των οπλαρχηγών εντάσσονται και οι συγκρούσεις του με τον Βαρνακιώτη το 1822, που κατέφυγε τελικά στον Ομέρ Βρυώνη κι αργότερα, το 1824, επίσης στο Μεσολόγγι, με τον Καραϊσκάκη, ο οποίος μόνο μετά την σύγκρουση αυτή, κατά Παπαρρηγόπουλον, «ήρχισε να λαμβάνη συνείδησίν τινα πειθαρχίας».
Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος, που ηθελημένα παραγνώριζε τον Καραϊσκάκη προκειμένου να υποστηρίξει τον Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου. Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά από ομολογία του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε μεταβεί στα Γιάννενα, ότι: «ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό» Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την «αποκάλυψη προδοσίας».
Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε η παραπάνω επιτροπή και στις 2 Απριλίου 1824 (σε 3 μέρες) εκδόθηκε προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος». Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική, η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Παρ’ όλα αυτά είναι αμφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας» τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν». Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 (ανήμερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Καραϊσκάκης με πολλούς οπαδούς του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι. Στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώμη από τον Α. Μαυροκορδάτο, που όμως δεν εισακούσθηκε. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.
Κατά τον γραμματικό και βιογράφο του Καραϊσκάκη Δημήτριο Αινιάνα «η επιστολή αύτη εκ μέρους του Καραϊσκάκη προς τον Ομέρ Βρυόνην είχε γίνει τω όντι». Στη συνέχεια o Αινιάν γράφει ότι, επειδή ο απεσταλμένος του Καραϊσκάκη προς τον Ομέρ Βρυώνη «έλαβε υποδοχήν από τον Μαυροκορδάτον αντί της ανηκούσης εις τοιούτον αμάρτημα ποινής», ήταν εγκάθετος των εχθρών του οπλαρχηγού. Επανέρχεται όμως στο τέλος λέγοντας ότι ο Καραϊσκάκης «εσχεδίασε να καταφύγη εις τον Ομέρ Βρυόνην διά να λάβη συνδρομήν παρ’ αυτού». Κατά τον Παπαρρηγόπουλο «Ότε [ο Καραϊσκάκης] εστερήθη του βαθμού του υπό πολεμικού δικαστηρίου, όπερ συνεκρότησεν επί τούτω ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ήρχισε να εννοή, ότι δεν δύναται να κάμνη ό,τι θέλει ατιμωρητεί. Έκτοτε τωόντι ήρχισε να λαμβάνη συνείδησίν τινα πειθαρχίας». Με το ίδιο πνεύμα και οι Ξένος, Άννινος, Σταματόπουλος, και Κορδάτος. Και τέλος ο ίδιος ο Καραϊσκάκης: «Όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω διάβολος. Εις το εξής έχω απόφασιν να γένω άγγελος». Και όντως κράτησε τον λόγο του.
Επιγραμματικά περί του διπλωμάτου πολιτικού (κι όχι πολεμιστή) Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου: Ο Μαυροκορδάτος μετά την επανάσταση ηγήθηκε της αντιπολίτευσης εναντίον του Καποδίστρια, ως εκφραστής της αγγλικής πολιτικής και συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή της Ελλάδας διατελώντας τέσσερις φορές πρωθυπουργός. Τον Απρίλιο του 1823 ο Μαυροκορδάτος εκλέχθηκε από την Β΄ Εθνοσυνέλευση Άστρους γραμματέας του Εκτελεστικού και στη συνέχεια πρόεδρος του Βουλευτικού με 41 ψήφους, υπερισχύσας συντριπτικώς του προεστού Αναγνώστη Δεληγιάννη. Το Καλοκαίρι του ίδιου έτους εκδηλώθηκε ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού, τον έλεγχο των οποίων ασκούσαν για το μεν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και οι νησιώτες, για το δε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οι στρατιωτικοί και οι Πελοποννήσιοι. Η σύγκρουση αυτή σε συνδυασμό με την εκλογή του Μαυροκορδάτου στην προεδρία εξόργισε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος τον απείλησε λέγοντάς του «Σου λέγω τούτο, κύριε Μαυροκορδάτε, μη καθίσεις πρόεδρος διότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με τη βελάδα όπου ήρθες». Ύστερα από αυτή την προειδοποίηση ο Μαυροκορδάτος αναχώρησε για την Ύδρα συνεργαζόμενος στενότατα με τους Κουντουριώτηδες. Στη συνέλευση του Άστρους εκδηλώθηκε για πρώτη φορά διαμάχη μεταξύ ετεροχθόνων και αυτοχθόνων με πρωταγωνιστές την ομάδα των εκσυγχρωνιστών από τη μία, στην οποία ανήκε και ο Μαυροκορδάτος, και των προεστών από την άλλη.
Ε, ρε Μαυροκορδάτε! Στην περίφημη δίκη του, ελάχιστοι πήραν σοβαρά τις βαριές κατηγορίες που διατυπώθηκαν δια στόματος Στορνάρη: “Σ’ ερωτώ. Αντενεργούσες με γράμματα την εκστρατείαν. Το ηξεύραμεν τούτο, πλην δε μάς έμελεν. Είδες ότι δεν επιτυχαίνεις – επιχειρίσθης όσα κακά ημπόρεσες κατά του Έθνους και της Διευθύνσεως”. Ο οπλαρχηγός δικάστηκε με παρόν το ένοπλο σώμα του και κανείς δεν τόλμησε να εφαρμόσει την ποινή της φυλάκισης. Ο Καραϊσκάκης ουσιαστικά παροπλίζεται. Η επιστολή του Ανδ. Ζαΐμη προς τον Καραϊσκάκη είναι απόδειξη της ιστορικής δικαίωσης του στρατάρχη: «Η Πατρίς εις αυτήν την περίστασιν εγνώρισεν, τι είναι ο Καραϊσκάκης και ότι χωρίς Καραΐσκάκην δεν εκατορθούτο, ό,τι θαυμασίως κατωρθώθη έως την σήμερον» (17-1- 1827). Αναχωρώντας γράφει για τον ποστέλνικο: «Ε, ρε Μαυροκορδάτε. Εσύ την προδοσία μού την έγραψες εις το χαρτί και εγώ γρήγορα ελπίζω να σού τη γράψω εις το μέτωπόν σου. Να φανή ποιός είσαι» και εφάνει, σήμερα γνωρίζουμε τι κατακάθι ήταν ο Μαυροκορδάτος και οι συν αυτό. Η προδοσία της Ελλάδος ήταν πάντοτε υπόθεση των Ραγιάδων.
Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1855)
Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθοφόρων. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι κοντά στα Σάλωνα (Άμφισσα) συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους «στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας» Όμως στα τέλη του 1824 και χωρίς σχετική διαταγή της Κυβέρνησης, ο Καραϊσκάκης έλαβε μέρος μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους Ρουμελιώτες στον 2ο εμφύλιο πόλεμο, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων. Αμέσως μετά έσπευσε και συμμετείχε στη μάχη του Κρομμυδίου (περιοχή Μεθώνης). Μετά το τέλος του 2ου εμφυλίου πολέμου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ’ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από το Μωριά και τη Ρούμελη, εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό.
Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στη Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος ως γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι, σε συνεννόηση πάντα με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς όμως να ολοκληρωθεί. Επέφερε όμως διακοπή της πολιορκίας ενώ οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες έσπευσε στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων, διήλθε την «Λάσπη του Καρβασαρά» όπου έδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο (σημ. Αστακός).
Την νύκτα της 10-11 Απριλίου 1826 όταν το προπύργιο της επανάστασης, η πόλη των «ελεύθερων πολιορκημένων», το Μεσολόγγι έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Πάραυτα έστειλε στη «Γέφυρα της Βαρνάκοβας» παρατηρητές να δουν πόσοι και ποιοι σώθηκαν από την ηρωική εκείνη φρουρά του Μεσολογγίου. Παρότι ο Πλάτανος ήταν έρημος και ο ίδιος ασθενής σε στρώμα, ετοίμασε ψωμί και σφακτά που μοίρασε πλουσιοπάροχα στα «πειναλέα εκείνα λείψανα του Μεσολογγίου»
Στις 17 Ιουνίου ο Καραϊσκάκης μαζί με πολλούς από εκείνους του μαχητές φθάνει στο Ναύπλιο. Η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, αν και βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο φυματίωσης, υπό την θεραπεία του Ελβετού γιατρού Baily, πρότεινε στην εδρεύουσα «Διοικητική Επιτροπή» να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Είχε όμως προσκληθεί και από τον Κριεζώτη και από τον Βάσσο, που δρούσαν ήδη στην Αττική και στην Ελευσίνα. Ο Α. Ζαΐμης, πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, θεώρησε τον «Γιο της Καλογριάς» ως τον αξιότερο στρατιωτικό για την γενική αρχιστρατηγία και τον αναγνώρισε ως αρχιστράτηγο, παρότι είχε παλαιότερα κατατρεχθεί από εκείνον και είχε υποστεί λεηλασία της οικίας του.
Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, λόγο της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Στις 5-7 Αυγούστου του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι, την οποία ακολούθησαν κι άλλες, φοβούμενος ο Κιουταχής την κατά μέτωπο επίθεση από τα κυκλωτικά πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη. Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών, ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο μήνα και 15 μέρες μετά (25 Οκτωβρίου) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ’ όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων.
Νικηφόρες πορείες του Αρχιστράτηγου
Προχωρώντας στη συνέχεια στην πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας, διέταξε να αρχίσει και η προσβολή των Τούρκων που βρίσκονταν στην πεδιάδα του χωριού (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετά μετέφερε το στρατόπεδό του από τη Δόμβραινα και την Κεκόση στη Μονή Δομπού του Αγίου Σεραφείμ και από εκεί στη Μονή του Όσιου Λουκά και στις 18 Νοεμβρίου στρατοπέδευσε στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει τις εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή. Τις κυκλωτικές αυτές κινήσεις αντελήφθη γρήγορα ο Κιουταχής και ειδοποιεί να σπεύσουν σε βοήθειά του ο Μουσταφάμπεης από την Αταλάντη και ο Καχαγιάμπεης που βρισκόταν νοτιότερα. Αυτοί ενώνοντας τις δυνάμεις τους έσπευσαν να καλύψουν τα νώτα των Τούρκων που πολιορκούσαν την Ακρόπολη.
Στις 18 Νοεμβρίου 1826 ο επικεφαλής των τουρκαλβανικών σωμάτων Μουσταφάμπεης στρατοπέδευσε στη Δαύλεια, δίπλα στη Μονή της Ιερουσαλήμ, προκειμένου να διανυκτερεύσει, προτιθέμενος την επομένη να φθάσει στην Άμφισσα μέσω Αράχοβας. Ο Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τις κινήσεις και τις προθέσεις αυτές, την νύχτα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου, έσπευσε με 560 άνδρες και προκατέλαβε την Αράχοβα, την οποία οχύρωσε με την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων. Στις έξι ημέρες που ακολούθησαν (19-24) οι μάχες που δόθηκαν εντός και εκτός της Αράχοβας υπήρξαν συντριπτικές για τους Τούρκους, που από 2.000 που ήταν, μόλις που διασώθηκαν περί τους 300. Στις μάχες εκείνες σκοτώθηκαν και τέσσερις Τούρκοι αρχηγοί σωμάτων: ο Μουσταφάμπεης, ο αδελφός του Καριοφίλμπεης, ο Ελζάμπεης καθώς και ο Κεχαγιάμπεης. Δυτικά του Ναού του Αγίου Γεωργίου της Αράχοβας, στο τέλος των μαχών, ο Καραϊσκάκης έστησε πυραμίδα από 1.500 κεφάλια τουρκαλβανών στρατιωτών.
Στη συνέχεια, προβλέποντας πως ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία χωρίς ανεφοδιασμό, συνέχισε τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Αρχές Δεκεμβρίου εισήλθε στο Τουρκοχώρι το οποίο και κατέλαβε ενώ με τα ίδια του τα χέρια σκότωσε τον Μεχμέτ Πασά, τα δε λείψανα του στρατού εκείνου τα κατεδίωξε τη Βουδουνίτσα. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε σπεύσει εναντίον του να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του. Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.
Η έννοια Πολεμιστής είναι συνώνυμη του Βωμολόχου
Ο Καραϊσκάκης ήταν γνωστός για τις ύβρεις που χρησιμοποιούσε αδιακρίτως· ακόμη και για την οικογένειά του και τον ίδιο. Ιδιαίτερα την περίοδο της Επανάστασης οι ύβρεις που εκτόξευε εναντίον των στρατιωτικών του αντιπάλων, των Μουσουλμάνων εκπροσώπων της Οθωμανικής εξουσίας, δήλωναν την ανατροπή της μέχρι τότε τάξης πραγμάτων, της κοινωνικής ιεραρχίας που βασιζόταν στην ανωτερότητα των Μουσουλμάνων επί των Χριστιανών ζιμμήδων και το αίσθημα ανωτερότητας που η εθνική ιδέα και η συμμετοχή στην Επανάσταση χάριζαν στους πολεμιστές απέναντι στους μέχρι πρότινος κοινωνικά “ανώτερους” αντιπάλους τους.
Ό όρος «βωμολοχία» είναι σύνθετος. Παράγεται από τις λέξεις «βωμός» και «λόχος» (ενέδρα). Εκείνοι πού κατά την αρχαιότητα ελλόχευαν (ενέδρευαν), δηλαδή παραμόνευαν κοντά στους βωμούς για να πάρουν ένα κομμάτι από τα κρέατα των θυσιών, ήταν βωμολόχοι και στη συνέχεια ή έννοια εκφυλίστηκε στην αισχρολογία- χυδαιολογία. Το ΠΑΡΑΜΟΝΕΜΑ είναι ίδιον του ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ άρα και κάθε λέξη ΙΕΡΗ γι’ αυτόν την έχουν εκφυλίσει στο αντίθετο κι επί κακό. Είναι άλλη η έννοια της λέξης βωμολόχος και άλλη η έννοια της λέξης αθυρόστομος. Ο Καραϊσκάκης ήταν και τα δύο, σήμερα δε υπάρχουν μόνο αθυρόστομοι κι ελάχιστοι βωμολόχοι.
>-Ποια κυβέρνησις, καπετάν Νότη;
Ο Σουλιώτης οπλαρχηγός Νότης Μπότσαρης κι ο αρματολός Νικόλας Στορνάρης επισκέφτηκαν τον βαριά ασθενή Καραϊσκάκη για να τον αποχαιρετήσουν. Ο διάλογος σώζεται ατόφιος από τον αγωνιστή Κασομούλη στα απομνημονεύματά του: «-Καπεταναίοι εκστρατεύετε, δεν σας ερωτώ διά πού.
-Και ημείς δεν ηξεύρομεν, του απάντησε ο Νότης. Πηγαίνουμε εις τον Μαχαλάν και όπου μας διορίση η κυβέρνησις, εκεί θέλει εκστρατεύσωμεν».
– Ποια κυβέρνησις, καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρεΐζ – εφέντη ο τεσσαρομάτης; Ποιοι τον έκαμαν Κυβέρνηση; Εγώ κι άλλοι δεν τον γνωρίζομεν! Ή σύναξεν δέκα ανόητους και τον υπέγραψαν δια τας ιδιοτέλειας των; Ιδού ποιοι τον υπέγραψαν: Πρώτον εσύ, όπου όλα τα πράγματα θέλεις να έρχονται με το ζουρνά (δηλ. εύκολα), ο Σκαλτσάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ – μπαγκ, ο Μακρής, ο μακρολαίμης όπου μόνον το κεφάλι ηξεύρει να ταράζη, ο Μήτζιος Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήταν γυναίκα, δεν εχόρταινεν με 80.000 φορές την ώραν, ο ξυνόγαλος Γιώργος Τσιόγκας, όπου στραβώνει τα χείλια του με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν την υπέγραψεν ο μπούτζος μου την εκστρατείαν σας.» Σύμφωνα με τις επεξηγήσεις του Βλαχογιάννη, Ρεΐζ – εφέντης είναι ο υπουργός εξωτερικών του Σουλτάνου, τεσσαρομάτη αποκαλεί τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτος επειδή φορούσε γυαλιά, ξυνογαλά λέει τον Τσιόγκα που είχε Σαρακατσάνικη καταγωγή, ενώ ο Μακρής ήταν ψηλόλιγνος και συγκαταβατικός. Αν και η αυθεντική ζωντανή λαϊκή γλώσσα της εποχής ήταν ξεκάθαρα όπλο στον επαναστατικό πόλεμο, οι γραμματικοί – από εθνική αιδημοσύνη – δεν κατέγραψαν ούτε λίγες αράδες από τους βροντερούς λόγους του Κολοκοτρώνη που έκαναν τα παλικάρια να χλιμιντρίζουν. Αγωνιστές που δεν φοβήθηκαν τα φουσάτα του Δράμαλη και τις τούρκικες αρμάδες οπισθοχώρησαν αμαχητί μπροστά στα απαρέμφατα και τις μετοχές των διδασκάλων.
[Εφκειασαν τὴν Συνέλεψη, διορίσαν τὸν ναύαρχον τὸν νέον, ὅτι γέρασε ὁ Μιαούλης, τὸν ἀρχιστράτηγον, ὅτι δὲν δύνεται ὁ Καραϊσκάκης, καὶ γράψαν μίαν διαταγὴ εἰς τὸν Καραϊσκάκη οἱ καλοὶ πατριῶτες καὶ τόλεγαν, ὅταν κιντύνευε ἡ πατρίς, ὅταν νάστιβε ὁ Καραϊσκάκης καὶ οἱ συντρόφοι τοῦ τὰ πουκάμισά τους, ἐκίναγε τὸ αἷμα ἀπὸ τὴν Ἀράχωβα, ἀπὸ τὸν Ἔπαχτο, ἀπὸ τὸ Δίστομον κι᾿ ἀπὸ τὸν καθημερινὸ πόλεμο, τότε ἔγραψαν τοῦ Καραϊσκάκη καὶ τόπαιρναν τὰ συχαρίκια ὅτι διορίσαν τὸν Τζούρτζη – κι᾿ αὐτὸς νὰ εἶναι εἰς τὴν ὁδηγίαν του. Στοχαστῆτε, ἐσεῖς οἱ ἀναγνώστες· αὐτείνη τὴν ἐποχὴ ποιὸς εἶχε γνώση διὰ νὰ σώση τὴν πατρίδα -καὶ ποιὸς νὰ τὴν χάση. Μὲ τόση δύναμη ὁ Καραϊσκάκης δὲν τοὺς ἔφκειανε φλούδα ὅλους αὐτούς;] Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα.
Πόσο δίκιο είχε, σ’ αυτή την εκστρατεία (μάχη του Πέτα) σφαγιάστηκαν όλοι οι Φιλέλληνες και πάρα πολλοί Έλληνες!
> Όταν έμαθε πως η γυναίκα του τον είχε απατήσει, αποφάσισε να τη χωρίσει και να παντρευτεί την όμορφη κόρη του μεγαλοτσιφλικά των Αγράφων Τσολάκογλου, το υποστατικό του οποίου είχε ρημάξει όταν ήταν κλέφτης. Σύντομα όμως έχασε το ενδιαφέρον του κι αφού πέταξε την εικόνα της στα πόδια των στρατιωτών του, φώναξε: «Όποιος την πρωτοπάρει να την έχει! Να την χέσω την πουτάνα!»
> Ο Βλαχογιάννης αναφέρει, εν είδει ιστορικού ανεκδότου, πως δεν είχε διστάσει να προσβάλλει τον «πρωθυπουργό» Κουντουριώτη για την τραγελαφική εκστρατεία εναντίον του Ιμπραήμ που κατέληξε στην οικτρή ήττα των Ελλήνων στο Κρεμμύδι το 1825: «Ώρε Κουντουριώτη, άκουγα και νόμιζα θα είναι γεμάτο μυαλό το κεφάλι σου. Εσύ όμως έχεις τόσο μυαλό όσο εγώ έχω σπόρο στ’ αρχίδια μου»
> Ο έλεγχος των στρατιωτών ήταν από τις μεγαλύτερες δυσκολίες των οπλαρχηγών, οι οποίοι έπρεπε να επινοούν ποικίλες μεθόδους, για να επιβάλλουν τάξη. Το 27 η Συνέλευση της Τροιζήνας όρισε, εν αναμονή του Καποδίστρια, τριμελή διοικητική επιτροπή, ένα Νησιώτη, ένα Μωραΐτη και ένα Ρουμελιώτη, το Γ. Νάκο. Οι Ρουμελιώτες πίστεψαν πως εκπρόσωπός τους ορίστηκε ο Νάκος, για να τον έχουν οι άλλοι του χεριού τους, ώστε να μπει ευκολότερα σε εφαρμογή το σχέδιο της Αγγλίας. Ελευθερία στο Μοριά με αντάλλαγμα την υποταγή της Ρούμελης στο Σουλτάνο. Πράγματι, το μοναδικό προσόν του Νάκου ήταν η όμορφη γυναίκα του, που, όπως ήταν κοινό μυστικό, είχε εραστή τον κόντε Μεταξά. Μόλις οι Ρουμελιώτες μαθαίνουν την εκλογή του Νάκου, γίνονται έξαλλοι, απειλούν να παρατήσουν τον πόλεμο. Μάταια ο Καραϊσκάκης προσπαθεί να τους μεταπείσει. Τελικά, όπως μας πληροφορεί ο Δ. Δημητρακάκης, τους λέει: «Ας τελειώνουμε εδώ τη δουλειά μας και τότε να ιδώ πού θα μ’ πάη ου κερατάς (ο Νάκος) και στου μουνί της π’τάνας της γυναίκας του να κρυφτή, θα βάλω τον μπουτζον του Μεταξά να τον ξετρυπώσ». Αυτό ήταν! Το στράτευμα τραντάχτηκε από τα γέλια και συνέχισε την εκστρατεία.
> Προς τον απεσταλμένο του Σιλιχτάρ Μπόδα, αρχηγό του τουρκικού στρατού στα Τρίκαλα: «Έλα, σκατότουρκε, έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους, έλα ν’ ακούσεις τα κέρατα σας, γαμώ την πίστιν σας και τον Μουχαμέτη σας. Τι θαρεύσατε, κερατάδες. Δεν εντρέπεστε να ζητείτε από ημάς συνθήκην με έναν κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην, να τον χέσω και αυτόν και τόν Βεζύρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα».
Έργο του Georg Perlberg
> «Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χέζουν και τώρα και πάντα».
> Διεξάγοντας Ψυχολογικόν Πόλεμο: Είναι γνωστό ότι ο Καραϊσκάκης τραυματίστηκε εις την φύσιν εφαρμόζοντας κανονικό ψυχολογικό πόλεμο: «Από όσους πολέμους έκαμε, σημαντικότερος εστάθη εκείνος εις το Κουμπότι, όπου νικήσας τον εχθρόν και τρέψας εις φυγήν, ανέβη εις μίαν πέτραν και ύβριζε τους Τούρκους μεγαλοφώνως· και δια να τους ατιμάση και εξουδενώση περισσότερον, έδειξεν αυτοίς και τον πρωκτόν του γυμνόν. Ένας Τούρκος Γκέκας, κρυμμένος εις κάποια κλαδιά, τον ετυφέκισε, και τον ελάβωσεν εις τους δύο μηρούς και εις την μέση του καυλού» … «Τούτο το έκαμεν όχι ως αισχρουργός, αλλά διά να προξενή και θάρσος εις τους εδικούς του συντρόφους· διότι τότε τρεις χιλιάδες Τούρκοι ενικήθησαν εξαιτίας του, από πολλά ολίγον αριθμό Ελλήνων.»
Ο Παπαρρηγόπουλος αναφέρει επίσης το περιστατικό: «O Καραϊσκάκης τότε εδραμεν εις Μακρυνόρος και εν αρχή του Ιουλίου μηνός 1821 μετέσχε της περί το Κομπότιον προς τον Ισμαΐλ πασάν Πλιάσαν γενομένης συμπλοκής, καθό δεν ηρκέσθη να αγωνισθή εκθύμως, άλλ’ έδωκε και περιττόν τι ανδρείας δείγμα, το οποίον δεν αναφέρομεν ενταύθα ειμή διότι είναι χαρακτηριστικώτατον του ανδρός. Τω όντι, τραπέντων των πολεμίων εις φυγήν, ο Καραϊσκάκης ανέβη εις υψωμά τι και ήρχισεν εκείθεν υβρίζων μεγαλοφώνως• δεν περιωρίσθη δε εις τούτο, αλλ’ ίνα δείξη έτι πλείονα προς αυτούς περιφρόνησιν, απογυμνωθείς, έτρεψεν αυτοίς τα οπίσθια. Τότε όμως Γκέγκας τις, κεκρυμμένος εκεί που πλησίον, πυροβολήσας, επλήγωσεν αυτόν εις τους δύο μηρούς και εις έτι καιριώτερον τι μέρος· προς ίασιν δε της πληγής ταύτης ηναγκάσθη ο θρασύς πολεμιστής μας να μείνει εις Λουτράκιον.»
>Εισβολή των κερατάδων: Την άνοιξη του 1823, ο αρματολός Ράγκος (αυτομόλησε αργότερα) πείθει τον Σουλιώτη Κίτσο Τζαβέλα να μεταβεί στα Άγραφα, ελπίζοντας ότι θα προκαλέσει έτσι την οργή των Τούρκων και θα θέσει σε δυσμένεια τον εχθρό του Καραΐσκάκη. Ο τελευταίος γράφει στον Στορνάρη, εσωκλείοντας ειδικό γράμμα για τους εισβολείς: «Αδελφέ καπετάν Νικόλα, είδα όσα μού γράφεις περί της εισβολής των κερατάδων. Στείλε τους το εσώκλειστον, ετοίμασε τους συντρόφους σου και το γιόμα θα είμαι αυτού. Καραισκάκης.»
Στους Τζαβελλαίους γράφει: «Κίτσο Τζαβέλλα και λοιποί, έμαθα το πέρασμά σας εις Ασπροπόταμον. Πού πάτε, κλέφτες, λησταί της πατρίδος και προδότες, παληοτσάρουχα; τρακόσοι άνθρωποι θα μάς φέρετε την ελευθερίαν; Ή θαρρείτε δεν ηξεύρομεν τους σκοπούς σας; Επουλήσατε την πατρίδα σας και τώρα τρέχετε εδώ να χαλνάτε τον κόσμον; Όχι. Αν είναι το Ρωμέικον να μάς το φέρετε εσείς οι διακόσιοι άνθρωποι, δεν σας θέλομεν. Έχομεν και στράτευμα και άλλες δυνάμεις, όταν μάς διορίσει το έθνος να βαρέσωμεν. Διά τούτο άμα λάβετε το γράμμα, αμέσως να φύγετε, διότι να μη μάς κάμετε άπιστους.» 20 Απρίλης 1823
> Σε γράμμα, τον Απρίλη του 1824, πάλι ο Στορνάρης συμβουλεύει τον γιό της καλογριάς να μείνει ασφαλής στο Γαρδίκι με μερικούς συνδρόφους και να διατάξει τους υπόλοιπους άντρες του να χτυπήσουν τα Τρίκαλα: «[…] τους δε λοιπούς στείλε τους να ενωθούν με ημάς, να ριχθούμεν μια νύχτα εις τα Τρίκκαλα, να τα καύσωμεν, να πετάξωμεν τους Τούρκους από αυτού να τους χαλάσουμε την φωλεάν και να προχωρήσουμε προς τη Λάρισσαν. ο φίλος σου αδελφός Ν. Στορνάρης» Στέλνει μάλιστα ρεχέμι, (όμηρο, ενέχυρο) τον υιόν του Γιαννιόν, πράγμα υποτιμητικό για έναν καπετάνιο και δείγμα σεβασμού. Ο Καραισκάκης κλινήρης και εξαντλημένος, ημιθανής, κατάκοιτος, τρέχεις εις τα χιόνια απάνω εις το κραββάτι, τού απαντά: «Γενναιότατε Καπετάν Νικόλα, Έλαβα το γράμμα σου· είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου (τούρκικα όργανα του ιππικού), έχει και τρουμπέταις (ελληνικά όργανα). Όποια θέλω θα μεταχειρισθώ. Ταύτα εις απάντηση του γράμματός σου.
> Ο Παπαρρηγόπουλος παραθέτει τα λόγια του καπετάνιου, όταν στρατιώτες είχαν αρχίσει να λιποτακτούν από το στρατόπεδο, με προτροπή κάποιων μπουλουκτσήδων: «Αλλά εν τω μεταξύ γινομένων τούτων των oμιλιών, ανηγγέλλετο ακαταπαύστως των στρατιωτών η λιποταξία και τίνες των αυθαδεστέρων αξιωματικών ετόλμησαν, του αρχηγοί παρόντος, να είπωσι, προτρέποντες και τους άλλους εις φυγήν, ότι αυτοί δεν κάθηνται να γίνωσι θύματα της φιλοδοξίας του Καραϊσκάκη. Ο στρατηγός ούτος, ούτε τον Πλούταρχον ανέγνωσεν, ούτε την νεωτέραν ιστορίαν και όμως μάρτυρες αξιόπιστοι βεβαιούσιν ότι εν τη ευλόγω αυτού αγανακτήσει είπε τότε λέξεις τινάς, αίτινες ενθυμίζουσιν τον τε λόγον του Σύλλα εν τω Ορχομενώ, και τόν του Σουβόρωφ εν Ελουητία, διότι ψυχαί ανάλογοι εις αναλόγους ευρισκόμεναι περιστάσεις, δεν είναι άπορον αν υπό των αυτών κατέχονται ιδεών. «Πηγαίνετε, ανέκραξεν, όπου αγαπάτε. Ο Καραϊσκάκης θέλει επιμείνει εις την θέσιν του και ας χαθή. Όταν όμως σάς ερωτήσωσιν οι άνθρωποι, τι εκάματε τον αρχηγόν σας, ειπέτε, ότι τον παρεδώσαμεν εις τους εχθρούς, διότι δεν ηθέλησε να γίνη αρχηγός της λειποταξίας.» Αι λέξεις αύται, εκφωνηθείσαι με τόνον και με πάθος, επροξένησαν ζωηράν εντύπωσιν εις άπαντας τους παρευρεθέντας αξιωματικούς και στρατιώτας, αλλά δεν ηδυνηθησαν ν’ αναχαιτίσωσι την αρξαμένην λειποταξίαν και το πλείστον του στρατοπέδου μετέβη τω όντι εις Σαλαμίνα»
Πολλά από τα αποσπάσματα με ύβρεις του Καραΐσκάκη είναι κατασκευές των καλαμαράδων ή και απλών ευφάνταστων συγγραφέων. Οι έμμετρες λ.χ. απαντήσεις που βάζει ο Γαζής στο στόμα του αρχηγού ανταποκρίνονται μεν στο όλον ύφος του, νομίζω όμως ότι δεν ειπώθηκαν ακριβώς έτσι αν και το νόημα είναι σωστό:
«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί,
λέγεις να προσκυνήσω.
Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον μπούτζον μου
τον ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω,
κι αν έλθεις κατ’ επάνω μου,
ευθύς να πολεμήσω».
Στο τέλος μπλέκει και τους Αρχαίους, κατά τη συνήθεια των γραμματιζούμενων της εποχής: «Αυτή η απόκρισις στοχάζομαι να υπερβαίνει την του Λεωνίδου μολών λαβέ»
>Ο Καραϊσκάκης, κατ’ εξοχήν πολεμιστής και ικανότατος στο να κερδίζει μάχες, όταν κατάλαβε ότι το δικαστήριο του Μαυροκορδάτου θα τον καταδίκαζε σε θάνατο, έψαξε και βρήκε τρόπο ν’ αναβληθεί ή δίκη του. Όταν ό Γαλάνης Μεγαπάνος, δημόσιος κατήγορος, σχολιάζοντας την απάντηση του Καραϊσκάκη ότι το είχε χούι να λέει λόγια, του είπε: «Μα γιατί να το έχεις αυτό το χούι ενώ είσαι πενήντα χρόνων;» Ό Καραϊσκάκης, εκμεταλλευόμενος την ορθάνοιχτη πόρτα και την πνευματική του ετοιμότητα: «Αμ δέν ημπορώ να το κόψω τώρα, Κύρ Πάνο κι εσύ, Κύρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρόνων, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γαμής και δέν μ’ ακούς». Τα γέλια προκάλεσαν σεισμό δέκα ρίχτερ κι η δίκη αναβλήθηκε.
Χτυπήθηκε απο “φιλικό” χέρι και φυσικά χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί, αφού οι παρασιτικοί που τον δολοφόνησαν (όπως και τον Καποδίστρια) κυβέρνησαν και κυβερνούν την σκλαβωμένη Ελλάδα μέχρι σήμερα, λέγεται ότι είδε ποιός τον βάρεσε και τα τελευταία του λόγια του αθυρόστομου και βωμολόχου Καραϊσκάκη ήταν: «Αν γίνω καλά θα τον χαλάσω εγώ αυτόν που με βάρεσε, εάν ψοφήσω κλάστε μου το μπούτζο»
Στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη διαβάζουμε: «Ὅτι τὴν πατρίδα τὴν ἤθελαν ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν καὶ κατὰ τὴν Πελοπόννησον, ὄχι ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν καὶ κατὰ τὴν Ρούμελη. Καὶ κατηγοροῦσαν τὸν Καραϊσκάκη, ὁποῦ δούλευε νὰ ξαναλευτερώση τὴν Ρούμελη. Καθὼς κι᾿ ὁ Κυβερνήτης μας προσπάθαγε δι᾿ αὐτὸ καὶ τότε ἔγινε Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος.» Και αλλού: «Ἐνέργειες τοῦ Μαυροκορδάτου μόνον ἤξεραν, ὅπου ἔβαλε τὸν Κουντουριώτη νὰ φκειάση τὸν Σκούρτη ἀρχιστράτηγον εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς τοὺς στεριανοὺς καὶ τοὺς ὁδηγοῦνε ὄρτζια καὶ πόντζα. Κι᾿ ὁ Μεταξᾶς μὲ τὸν ἀρχηγὸν τῆς πιάτζας καὶ συντροφιά τους, ὅπου κατόρθωσαν τὶς τρεῖς μεγάλες ἀρχηγίες εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ἤφεραν ξένα φῶτα κι᾿ ἀντρεία, κυβέρνηση, ναυαρχίαν, ἀρχιστρατηγίαν, θέλαν νὰ χαλάσουν τὴν ὄρεξίν του Καραϊσκάκη κι᾿ ἄλλων ἀρχηγῶν, ὁποῦ πολεμοῦσαν τὸ χειμώνα διὰ νὰ ματαλευτερώσουν τὴν πατρίδα τους, ὅπου ξανατούρκεψε ἀπὸ τοὺς συχνοὺς ἐφύλιους πολέμους καὶ φατρίες αὐτήνων τῶν ἀγαθῶν πατριώτων. Ὁδήγησαν καὶ τὸν ἀθῶον καὶ γενναῖον Μπούρμπαχη νὰ πάγη εἰς τὸν Καραϊσκάκη αὐτὸς – χορτάτος κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης νηστικός, καὶ νὰ σκοτωθοῦν.» Ο ίδιος -αυτόπτης- σώζει τα τελευταία λόγια του καπετάνιου: «Ἄναψε ὁ πόλεμος πολύ· ἦρθε κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης. Τότε τοῦ λέγω: «Σύρε ὀπίσου νὰ πάψη ὁ πόλεμος, ὅτι τὸ βράδυ θὰ κινηθοῦμεν. Μοῦ λέγει, στάσου αὐτοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους κ᾿ ἐγὼ φέγω». Τότε σὲ ὀλίγον μαθαίνω ὅτι βαρέθη ὁ Καραϊσκάκης. Πάγω ἐκεῖ· μαζευόμαστε, τηρᾶμεν· ἤτανε βαρεμένος εἰς τ᾿ ἀσκέλι παραπάνου, εἰς τὰ φτενά. Μαζωχτήκαμεν ὅλοι ἐκεῖ. Μᾶς εἶπε μὲ χωρατά· «Ἐγὼ πεθαίνω· ὅμως ἐσεῖς νὰ εἶστε μονοιασμένοι καὶ νὰ βαστήξετε τὴν πατρίδα». Τὸν πῆγαν εἰς τὸ καράβι. Τὴν νύχτα τελείωσε καὶ τὸν πῆγαν εἰς τὴν Κούλουρη καὶ τὸν τάφιασαν.»
[…] «Τὸν Χαράλαμπο Παπαπολίτη πατριώτη μου, ἀφοῦ ἤτανε τουρκοκοτζάμπασης καὶ φίλος τοῦ Μαυροκορδάτου, τὸν σύστησε αὐτὸς τοῦ Κυβερνήτη. Ὡς τοιοῦτος συστημένος ὁ Παπαπολίτης, τοῦ εἶπε ὁ Κυβερνήτης μας ὅτι ἡ Ρούμελη δὲν μπορεῖ νὰ λευτερωθῆ – καὶ τί τὴν θέλομεν; Ὅσοι Ἕλληνες μείναν ζωντανοὶ χωροῦνε εἰς τὴν Πελοπόννησο. Ὅμως νὰ ῾νεργήση ὁ Παπαπολίτης νὰ μποῦνε οἱ Λιδορικιῶτες μέσα εἰς τὴν Πελοπόννησο. Καὶ εἶπε κι᾿ ἀλλουνῶν τοιούτων. Αὐτὸ ἔδινε χέρι καὶ τοῦ Κυβερνήτη μας. Ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κόρθος καὶ μέσα ἔμενε ἡ Ἐξοχότη τοῦ ἕνας πρίτζηπας κι᾿ ὁ Κολοκοτρώνης ἀρχιστράτηγος καὶ τ᾿ ἀδέλφια τοῦ Κυβερνήτη μας καὶ οἱ φίλοι του Κολοκοτρώνη δικαιοκράτες· καὶ τότε ἡ πατρὶς λάβαινε τὴν τύχη τῆς εἰς αὐτὸ – οἱ Ἕλληνες ραγιάδες αὐτεινῶν κι᾿ αὐτεῖνοι ἀφεντάδες. Δι᾿ αὐτοὺς κάψαμε τὰ σπίτια μας, δι᾿ αὐτοὺς χάσαμε τοὺς ἀνθρώπους μας, δι᾿ αὐτοὺς σκοτωθήκαμεν. Καὶ τηράξετε μεγάλη γνώση ὁποῦ ῾χουν ὅσοι πᾶνε εἰς τὴν Εὐρώπη καὶ ἦρθαν νὰ μᾶς κυβερνήσουνε· νὰ γένουν οἱ Ρουμελιῶτες εἵλωτες αὐτεινῶν! Δὲν θέλω νὰ κάμω καμμίαν παρατήρησιν ἐγὼ καὶ κάμετε τὴν ἐσεῖς οἱ ἀναγνῶστες, ἂν θὰ ῾μενε κανένας ζωντανὸς ἀπὸ αὐτοὺς διὰ νὰ μὴν τελεσφορήση αὐτό. Ἦταν τυχερὸν καὶ μαθεύτηκε ὕστερα, ὁποῦ τὸ εἶδε καὶ ὁ Μαυροκορδάτος»
Ο γραμματέας του Δημήτριος Αινιάν, στην ολιγοσέλιδη βιογραφία του αναφέρει τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και σημειώνει ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα τα εξής: «Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερε εις αυτούς ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον.» Έτσι ή αλλιώς, είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι βασικοί υπαίτιοι της καταστροφής ήταν ο Τσώρτς και κυριότατα ο Κόχραν, οι οποίοι «τοσούτον κακώς διέταξαν τα πράγματα, ώστε αντί θριάμβου κατήνεγκον κατά της Ελλάδος την ολεθριωτάτην των πληγών οι άνδρες διετάχθησαν να προέλθωσιν επί σφαγήν προφανή»
Τοιούτος ην και ο Καραϊσκάκης
Κατά τον Παπαρρηγόπουλο, «εν αρχή της επαναστάσεως ο Καραϊσκάκης είναι ουδέν άλλο, ειμή εις των παλαιών κλεπτών και αρματωλών, ους παρεσκεύασεν η προηγούμενη εποχή κοινά έχων προς τους πλειοτέρους αυτών τα τε προτερήματα και τα ελαττώματα, και τη αλήθεια προς πολλούς εξ αυτών παραβαλλόμενος, πλειότερα ίσως αναδεικνύων τα ελαττώματα ή τα προτερήματα• οι τρόποι του είναι βάναυσοι, οι λόγοι πολλάκις αισχροί, η ηθική αξία της κυβερνητικής του έθνους ενότητος, ακατάληπτος έτι αυτώ• η όλη φιλοτιμία του περιορίζεται εις το να λάβη το αρματωλίκι των Αγράφων. Άλλα περί το 1825, ο αυτός άνθρωπος, ανυψούται βαθμηδόν υπέρ το κοινόν μέτρον των κατά την Ρούμελην συναδέλφων αυτού, φέρων εις μέσον αξιώσεις υψηλοτέρας και γενναιοτέρας…[…] Ο γιός της καλογριάς ήταν αλαβάστρινο βάζο (αγγείον αλαβάστρινον) και η ομορφιά του μπορούσε να αναδειχθεί μόνο με τη φωτιά μέσα του (ου το κάλλος δεν ηδύνατο να αποβή κατάδηλον ειμή ότε ήπτετο φλόξ εντός αυτού..[…] Τοιούτος ην και ο Καραϊσκάκης.) (6) Οι φλόγες του Αγώνα, οι έσχατοι κίνδυνοι της πατρίδας και η φιλοτιμία ανέδειξαν πράγματι το πατριωτικό ανάστημα του ανδρός. Λίγο πριν οι τύχες του αγωνιζόμενου έθνους περάσουν οριστικά στα χέρια των πολιτικών, ο μεγάλος επαναστάτης θα συλλάβει βαθύτερα το νόημα του εθνικού απελευθερωτικού Αγώνα: «Η πατρίς είναι μία· παντού είναι ο αυτός αγών· ή Ρούμελη ή Πελοπόννησος, το ίδιο κάνει!»
Η κατάρα των Ελλήνων Ραγιάδων
Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε από την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε «ταμπούρια» (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς έφθασαν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι, διορισμένοι από τη Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), Κόχραν ως «στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων» και Τσωρτς, ως «διευθυντής χερσαίων δυνάμεων», προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής, επιζητώντας την έξοδο με κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.
Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους «κυνηγά το βόλι». Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη «να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα». Ωκύπους, με τόλμη που άγγιζε τα όρια του παραλογισμού, ο Καραϊσκάκης πολεμούσε στην πρώτη γραμμή των επιχειρήσεων. Ο έμπειρος αρχικλέφτης Κολοκοτρώνης -συνήθιζε να παρακολουθεί τις μάχες με κιάλι από ψηλές κορυφές και γενικώς δεν λέρωνε τα χέρια του με αίματα- τον ορμηνεύει δια χειρός του γραμματικού Μιχάλη Οικονόμου:
«Αδελφέ και παιδί μου Καραΐσκάκη. Καθ’ α μανθάνω από ερχόμενους, εις ασκόπους αψιμαχίας και ακροβολισμούς ματαίους, τους οποίους, ως ανωφελείς και επιζημίους μάλιστα, και να απαγορεύεις πρέπει, ου μόνον τους άλλους παρορμάς εις σέρδαις – άμιλλας – επίσης ασκόπους και επικινδύνους, αλλά και τον εαυτόν σου εις ταύτα εκθέτεις. Το να φονεύονται τινές στρατιώται εν τοιαύταις, κακόν μεν και τούτο. Αλλ” εάν φονεύονται και οπλαρχηγοί, άνευ ανάγκης ή σπουδαίου τινός λόγου, και το υπ” αυτούς σώμα, μικρόν ή μεγάλον, μένη ακέφαλον, τότε αυτό όλον γίνεται νεκρόν και άχρηστον. Το βόλι του εχθρού σκοπεύει και κυνηγεί ως επί το πλείστον τους διακρινόμενους ως αξιωματικούς, και δεν διακρίνει, ούτε εντρέπεται, ούτε σέβεται ή φοβείται τινά. […] Πρόσεχε τον Καραισκάκην! Όχι διά τον Καραισκάκην αυτόν, αλλά διά την πατρίδα, εις την οποίαν ανήκει και είναι πολύ χρήσιμος! Αν ο Θεός μη το δώσει (ο λόγος θάνατον δε φέρνει!) κτυπηθής συ, ήξευρε ότι στρατόπεδον ελληνικόν εις την Ανατολικήν Ελλάδα ή υπέρ των Αθηνών δεν υπάρχει.[…]
Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων. Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του γρήγορα κατάλαβαν πως θα κατέληγε. Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε.
Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα». Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.
Όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη κάθισε σταυροπόδι και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καθοριστικός παράγοντας για την καταστροφή στο Φάληρο ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός του Καραϊσκάκη. Και είναι επίσης γνωστό ότι οι Ελληνες Ραγιάδες δεν φέρθηκαν όπως έπρεπε κατά το σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το γεγονός αυτό ως την καταστροφή. Αλλά είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι βασικοί υπαίτιοι της καταστροφής ήταν ο Τσώρτς και κυριότατα ο Κόχραν, οι οποίοι «τοσούτον κακώς διέταξαν τα πράγματα, ώστε αντί θριάμβου κατήνεγκον κατά της Ελλάδος την ολεθριωτάτην των πληγών, οι άνδρες διετάχθησαν να προέλθωσιν επί σφαγήν προφανή». Δεν έλαβε υπ’ όψιν του ο Κόχραν ότι οι πιθανότητες επιτυχίας του παράλογου ούτως ή άλλως σχεδίου του είχαν εκμηδενιστεί μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη οπότε οι οπλαρχηγοί δήλωσαν ανέτοιμοι. Κατά τον αγγλόφιλο Τρικούπη «Τοιαύτα ήσαν τα αποτελέσματα της παραφοράς του Κοχράνου, του κακή μοίρα της Ελλάδος κατά την Αττικήν επιφανέντος».
«Η αποβίβαση του Γεώργιου Καραϊσκάκη στο Φάληρο» Κωνσταντίνος Βολανάκης
Ο Κίτσος Τζαβέλας ήταν αυτός για τον οποίο φημολογήθηκε αμέσως ότι οργάνωσε την δολοφονία του Καραϊσκάκη (Ιωάννης Σταυριανός: Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου, Εταιρεία Στερεοελλαδικών Μελετών, 1982, σ. 189. Επίσης Ιωάννης Ζαμπέλιος, Καραϊσκάκης, τραγωδία, πρόλογος). Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φέρεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει δολίως ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως (sic) ως «δολοφονία από κάποιον Έλληνα».
Μόνο ένας συγγραφέας, αυτόπτης απομνημονευματογράφος, υποστήριξε επίμονα την εκδοχή της δολοφονίας ο Κύπριος αγωνιστής Ιωάννης Σταυριανού, ο οποίος πολέμησε δίπλα στον Καραϊσκάκη μας διαβεβαιώνει, ότι ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης δολοφονήθηκε από ελληνικό χέρι κι ότι ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς του γεγονότος. Ο Σταυριανός δεν είναι ο μόνος ούτε ο πρώτος που αναφέρει ότι ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε. Όμως είναι ο μόνος και ο πρώτος, που το αναφέρει σαν πραγματικό γεγονός και όχι σαν αόριστη φημολογία, αναφέρει: Ο Καραΐσκος άμα διέταξε τον υπασπιστήν του να καταδιώξει τους δύο ιππείς, έστρεψεν οπίσω απομακρυνθείς της μάνδρας ικανόν διάστημα. Τότες είδομεν στρατόν και ευθύς ο πυροβολητής ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του Καραΐσκου. Οι οφθαλμοί του συντρόφου μου εν ριπή διέτρεξαν τον δολοφόνον και τον αρχηγόν.
– Φρικτόν με λέγει εχάθημεν.
– Πως, πως, τον απαντώ.
– Είδες το όπλον όπου έπεσεν πλησίον του Καραΐσκου; Εκείνος όπου έφευγεν τον εβάρεσεν!
– Τον είδα του είπον και στρέφω τους οφθαλμούς μου. Είδα τον Καραΐσκον κρατώντα τον δύο εκ δεξιών και δύο εξ’ αριστερών και τον μετέφερον εις το στρατοπεδαρχείον. Ο Καραΐσκος άμα κτυπηθείς είπεν: Τούτο το ήκουσαν πολλοί, εκ τούτων ίσως ουδείς υπάρχει. Εν ακαρεί δε διεδόθη ότι ο Καραΐσκος εδολοφονήθη συνεργία του Κίτζιου Τζαβέλα και Λάμπρου Βεΐκου, αλλά το διέψευσαν αμέσως δια να μην διχασθεί ο στρατός και δημοσίευσαν, ότι ο Γαρδικιώτης τον εσυνόδευσεν και πολύ επροσπάθησεν να μάθει περί της δολοφονίας και ότι ο Καραΐσκος ομολόγησεν ότι Τούρκος τις, τον οποίον δεν επρόσεξεν τον εκτύπησεν. Περί του υπαρκτού της δολοφονίας του Καραΐσκου τον ερώτησαν να τους ειπεί εμπιστευτικώς πόθεν εβαρέθη, ο Καραΐσκος τους απήντησεν ότι αν ζήσει γνωρίζει ποίος τον εκτύπησεν, ειδεμή ας του κλάσουν τον μπούτζον.
Από τους νεώτερους συγγραφείς ο Γιάννης Βλαχογιάννης υποστήριξε ότι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος οργάνωσε την δολοφονία του Καραϊσκάκη. Την γνώμη του υιοθέτησαν οι Δημήτρης Φωτιάδης και Δημήτρης Σταμέλος. Ο Γιάννης Κορδάτος διερωτάται αν «Οι Τούρκοι τον πυροβόλησαν ή κάποιος Έλληνας όργανο του Κιουταχή ή του Κόχραν». Οι Αναστάσιος Ορλάνδος, Μέντελσον-Μπαρτόλντι, Κωνσταντίνος Ράδος, Απόστολος Βακαλόπουλος, Κυριάκος Σιμόπουλος και Χρήστος Λούκος πιστεύουν ότι πυροβολήθηκε από Τούρκους. Οι Τρικούπης (που εκφώνησε τον επικήδειο), Παπαρρηγόπουλος, Κόκκινος και πλείστοι άλλοι δεν ασχολούνται με το θέμα. Παραθέτουμε τέλος την τραγική προειδοποίηση του Κολοκοτρώνη: «Μανθάνω, ότι εμβαίνεις εις τους ακροβολισμούς, αυτό δεν είναι έργο ιδικόν σου».
«Αν γίνω καλά θα τον χαλάσω εγώ αυτόν που με βάρεσε, εάν ψοφήσω κλάστε μου το μπούτζο»
Γεώργιος Καραϊσκάκης Αρχιστράτηγος της Επανάστασης του 1821 εναντίον των Τούρκων.
Αυτών των Τούρκων που η «πρώτη φορά γάμησε τα» κυβέρνηση τους κουβάλησε στα Ελληνικά νησιά, όντας ανίκανη να φυλάξει τα Ελληνικά σύνορα από τους εισβολείς. Αν θέλετε να ξέρετε το μέλλον σας νεοραγιάδες μελετήστε την ιστορία σας!
Βιβλιογραφία για μελέτη:
*Αγαπητός, Αγαπητός Σ. (1877). «Οι Ένδοξοι Έλληνες του 1821, ή Οι Πρωταγωνισταί της Ελλάδος». Τυπογραφείον Α.Σ. Αγαπητού, Εν Πάτραις, σσ. 77-89. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2009.
*Αινιάν, Δημήτριος (1903). «Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, υπό του ιδιαιτέρου γραμματέως του Δ. Αινιάνος». Εκ του Τυπογραφείου Γ.Σ. Βλαστού, Αθήνα 1903. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2011.
*Αινιάν, Δημήτριος (1834). «Ο Καραϊσκάκης». Μ. Αστεριάδου, Χαλκίδα 1834. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2011.
*Ανδριώτης, Νικόλαος: «Η ετυμολογική προέλευση του επώνυμου Καραϊσκάκης», στο: Αντιχάρισμα στον καθηγητή Νικόλαο Π. Ανδριώτη, ανατύπωση 88 εργασιών του με τη φροντίδα επιτροπής, Θεσσαλονίκη 1976, σ.164-166
*Βλαχογιάννης, Γιάννης: Καραϊσκάκης, Βιογραφία βγαλμένη από ανέκδοτες πηγές, βιβλιογραφία και στοματικές παραδόσεις, εκδ. «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 1943
*Γαζής, Γεώργιος: Βιογραφία των ηρώων Μάρκου Μπότσαρη και Καραϊσκάκη, 1828
@Πολυξένη Δελλή /miastala.com 2009
Πρώτη φωτογραφία «Γεώργιος Καραϊσκάκης» Γιάννης Νίκου 2010
Πηγή:
terrapapers.com