Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ

Ένα  Oπλο  του  συνολικού  σπαρτιατικού  στρατού  που  λησμονείται  κατ’  επανάληψη,  είναι  το  ναυτικό.  Οι  Σπαρτιάτες  δεν  είχαν  ναυτική  παράδοση,  ούτε  απέκτησαν  ποτέ.

Όμως,  το  σημαντικό  σπαρτιατικό  ναυτικό  ήταν  μια  πραγματικότητα  η  οποία  οφειλόταν  στους  Λάκωνες  περιοίκους.  Αργότερα,  στην  Κλασσική  εποχή,  το  κοινό  Πελοποννησιακό  ναυτικό  προερχόταν  κυρίως  από  τους  Πελοποννήσιους  συμμάχους.  Μετά  το  τέλος  της  ηγεμονίας  της  (371  π.Χ.),  η  Σπάρτη  έμεινε  ουσιαστικά  χωρίς  ναυτικές  δυνάμεις  μέχρι  την  εποχή  του  βασιλιά  (και  όχι «τυράννου»)  Νάβιδος,  ο  οποίος  ήταν  υπεύθυνος  για  την  τελευταία  αναλαμπή  του  Σπαρτιατικού  Ναυτικού.

Η  ναυτική  παράδοση  των  παράκτιων  Λακώνων  περιοίκων,  που  ήταν  κυρίως  προ-δωριείς,  αρχίζει  τουλάχιστον  από  τη  Μυκηναϊκή  εποχή,  όταν  οι  Λακεδαιμόνιοι  Αχαιοί  έλαβαν  μέρος  στα  Τρωικά  με  60  πλοία.  Ο  αποικισμός  Σπαρτιατών  Δωριέων  και  Λακώνων  προ-δωριέων  στην  Κρήτη,  στη  Μήλο,  στη  Θήρα,  καθώς  και  στην  Κνίδο  στην  μικρασιατική  ακτή,  δείχνει  ότι  η  λακωνική  ναυτιλία  συνεχίστηκε  κατά  τη  Γεωμετρική  Εποχή (11ος-8ος  αι.  πΧ).  Το  ίδιο  αποδεικνύει  και  η  ναυτική  επιχείρηση  της  ίδρυσης  του  Τάραντα  στη  νότια  Ιταλία  από  τους  «Παρθενίες»  της  Σπάρτης  (706/5  π.Χ.),  οι  οποίοι  ξεκίνησαν  από  το  Γύθειο. 
Το  σπαρτιατικό  κράτος  δεν  είχε  εδαφική  διέξοδο  στην  θάλασσα  μέχρι  τα  μέσα  του  8ου  αιώνα,  αλλά  η  αποικιστική  συνεργασία  Δωριέων  και  προ-δωριέων  κατά  τη  Γεωμετρική  περίοδο  ήταν  συνηθες  φαινόμενο.  Οι  μόνοι  Λάκωνες  Δωριείς  που  απέκτησαν  κάποια  ναυτική  εμπειρία  ήταν  οι  Σπαρτιάτες  άποικοι  στο  Γύθειο  και  στα  Κύθηρα.
Κατά  την  Αρχαϊκή  Περίοδο (700-480  πΧ)  θεωρείται  βέβαιο  ότι  η  Σπάρτη  διέθετε  ναυτική  δύναμη  πεντηκοντόρων,  ενδεχομένως  και  διήρων,  προερχόμενη  από  τους  Λάκωνες  περιοίκους.  Το  524  διενεργείται  η  μεγάλη  κοινή  επιχείρηση  του  σπαρτιατικού  και  του  κορινθιακού  ναυτικού  για  την  ανατροπή  του  Πολυκράτη,  του  πανίσχυρου  τυράννου  της  Σάμου.  Αυτή  η  εκστρατεία  απέτυχε  λόγω  της  ναυτικής  ισχύος  της  τελευταίας.  Ο  Ευσέβιος  στον  «Κατάλογο  των  θαλασσοκρατοριών»,  όπως  αποκαλείται  η  αναφορά  του  αρχαίου  συγγραφέα  στις  ισχυρότερες  ναυτικές  δυνάμεις  της  Αρχαϊκής  εποχής,  αναφέρει  τη  Σπάρτη  ως  θαλασσοκράτειρα  κατά  τα  έτη  517-5  π.Χ.  Κάτι  τέτοιο  θεωρείται  ότι  δεν  ισχύει,  όταν  υπήρχαν  ναυτικές  δυνάμεις  όπως  η  Κόρινθος,  η  Αίγινα,  η  Μίλητος, η  Σάμος  κ.α.,  αλλά  αποδεικνύει  –όπως  και  η  εκστρατεία  εναντίον  του  Πολυκράτη–  ότι  οι  Σπαρτιάτες  είχαν  στη  διάθεση  τους  έναν  μικρό  αλλά  υπολογίσιμο  στόλο.  Οι  περίοικοι  που  έδιναν  πλοία  για  τον  στόλο,  ήταν  αποκλειστικά  Λάκωνες  επειδή  οι  παράκτιοι  περίοικοι  της  Μεσσηνίας  δεν  είχαν  πλέον  καμία  ναυτική  παράδοση  μετά  τη  σταδιακή  φυγή  των  Αχαιών  της  Πυλίας  προς  τη  Μικρά  Ασία  και  το  Μεταπόντιο  της  Ιταλίας  κατά  το  διάστημα  1200-600  π.Χ.



Μία  σπάνια  απεικόνιση  μίας  οπλιταγωγού  τριήρους  (σε  καταιγίδα).  Παρατηρείστε  το  κατάφρακτο  και  εκτεταμμένο  κατάστρωμα (κατάφρακτη  τριήρης), κατάλληλο  για τη  μεταφορά  των  οπλιτών  και  άλλων  μαχίμων  (έργο  του  Sam  Manning)

Η  Λακωνία  και  η  Κυνουρία  διέθεταν  αρκετά  μικρά  λιμάνια  με  ανεπτυγμένη  ναυτιλία.  Στην  ανατολική  ακτή  της  Πελοποννήσου  υπήρχε  η  Θυρέα  (σημερ.  Άστρος),  η  Τύρος,  οι  Πρασιές  (σημερ.  Λεωνίδιο),  η  Κύφαντα,  ο  Ζάραξ  (σημερ.  Γέρακας)  και  η  Επίδαυρος  Λιμηρά.  Στον  Λακωνικό  κόλπο  υπήρχαν  οι  Βοιές  (σημερ.  Νεάπολη),  ο  Λας,  το  Γύθειο  και  η  λακωνική  Ασίνη  (σημερ.  κόλπος  Σκούταρι),  ενώ  τον  Μεσσηνιακό  κόλπο  «αντίκριζε»  η  Καρδαμύλη  (στην  χερσόνησο  του  Ταινάρου).  Το  σημαντικότερο  λιμάνι  ήταν  πάντοτε  το  Γύθειο.  Θεωρείται  ότι  περίπου  οι  ίδιες  πολίχνες  παρείχαν  και  τα  πλοία  που  έστειλε  η  αχαϊκή  Λακεδαίμων  εναντίον  της  Τροίας  περί  το  1250  π.Χ.  Ο  πολεμικός  ναύσταθμος  όπου  ναυπηγούνταν  τα  πολεμικά  πλοία  (τουλάχιστον  κατά  τον  Πελοποννησιακό  πόλεμο)  βρισκόταν  στο  σύμπλεγμα  της  Τρινάσσου  (Τριών  Νήσων),  κοντά  στο  Γύθειο.
Οι  κάτοικοι  αυτών  των    παραθαλάσσιων  πόλεων  διέθεταν  μια  μικρή  τάξη  επιτυχημένων  εμπόρων  και  ναυτικών  με  τοπική  ναυπηγική  πείρα.  Αυτοί  ήταν  που  ανελάμβαναν  τη  ναυπήγηση  και  την  επάνδρωση  του  σπαρτιατικού  πολεμικού  στόλου  σε  όλες  τις  περιόδους.



Κορινθιακό  κράνος  της  περιόδου.  Οι  Ελληνες  «επιβάτες» (πεζοναύτες),  δηλαδή  οι  μάχιμοι  του  πολεμικού  πλοίου,  έφεραν  συνήθως  μόνο  την  περικεφαλαία,  την  ασπίδα  και  το  δόρυ  (ή  ξίφος) τους  στο  πλοίο,  προκειμένου  να  μην  επιβαρύνονται  με  βάρος  από  το  οποίο  δεν  θα  μπορούσαν  να  απαλλαγούν  εύκολα  (θωρακίσεις  κ.α.)  σε  περίπτωση  που  έπεφταν  στο  νερό  κατά  τη  σύρραξη  με  τον  εχθρό.

Περί  το  500  π.Χ.,  ο  στόλος  των  πεντηκοντόρων  αντικαταστάθηκε  από  τριήρεις,  με  τις  οποίες  η  Σπάρτη  έλαβε  μέρος  στους  Περσικούς  πολέμους.  Η  ναυπηγική  τεχνολογία  για  τη  κατασκευή  των  τριήρων  προήλθε  από  τις  πιστές  συμμάχους    της  Σπάρτης,  Κόρινθο  και  Αίγινα,  μεγάλες  ναυτικές  δυνάμεις  της  εποχής.  Η  Σπάρτη  απέκτησε  τον  πρώτο  στόλο  τριήρων  μάλλον  μία  δεκαετία  νωρίτερα  από  την  Αθήνα,  η  οποία  ναυπήγησε  τα  πρώτα  πλοία  αυτού  του  τύπου  μετά  την  μάχη  του  Μαραθώνα  (490  π.Χ.),  χάρη  στην  επιμονή  του  Θεμιστοκλή.  Εως  τότε  οι Αθηναίοι  διέθεταν  μόνο  πεντηκοντόρους  και  ίσως  λίγες  διήρεις.  Η  σπαρτιατική  μοίρα  στα  «Μηδικά»  ήταν  η  πέμπτη  μεγαλύτερη  ανάμεσα  σε  αυτές  των  άλλων  ελληνικών  κρατών,  αποτελούμενη  από  16  τριήρεις.  Ήταν  μικρότερη  αριθμητικά  μόνο  από  εκείνες  της  Αθήνας  (200  τριήρεις  με  αυτές  των  Αθηναίων  κληρούχων  του  Ληλαντιου  της  Ευβοιας),  της  Κορίνθου  (40  τριήρεις),  της  Αίγινας  (συνολικά  40  τριήρεις  μαζί  με  μια  εφεδρεία  δέκα  τέτοιων  πλοίων  στο  νησί)  και  των  Μεγάρων  (20).  Ακολουθούσε  η  μοίρα  της  Σικυώνας  με  15  τριήρεις  και  άλλες  μικρότερες.  Το  ειδικό  βάρος  της  χερσαίας  στρατιωτικής  δύναμης  της  Σπάρτης  είχε  το  αντίκτυπο  της  και  στον  ελληνικό  συμμαχικό  στόλο  των  «Μηδικών».  Αυτός  είχε  πάντοτε  Σπαρτιάτη  ναύαρχο,  όπως  ο  Ευρυβιάδης  και  ο  Λεωτυχίδης.  Ωστόσο,  οι  ώριμα  σκεπτόμενοι  Σπαρτιάτες  ναύαρχοι,  μην  έχοντας  ναυτική  πείρα  και  αναγνωρίζοντας  την  ιδιοφυία  του  Θεμιστοκλή,  του  επέτρεπαν  σιωπηρά  να  είναι  συνήθως  ο  ουσιαστικός  διοικητής  του  ελληνικού  στόλου.

Περικλής   Δεληγιάννης


            
Καλλιτεχνική  απεικόνιση  ελληνικής  τριήρους  αλλά  με  ακριβή  τα  χαρακτηριστικά  του  αρχαίου  σκάφους.  Οι  Λακεδαιμόνιοι  στηρίχθηκαν  για  μεγάλο  διάστημα  στο  συγκεκριμένο  τύπο  πλοίου,  την  τεχνογνωσία  της  ναυπήγησης  του  οποίου  παρέλαβαν  από  τους  Κορίνθιους  και  Αιγινήτες  συμμάχους  τους (telias.free.fr).

Στις  σπαρτιατικές  τριήρεις,  οι  «επιβάτες»,  δηλαδή  οι  πεζοναύτες  οπλίτες  τους,  αποτελούντο  από  Σπαρτιάτες  και  άλλους  Λακεδαιμόνιους,  οι  ναύτες  ήταν  Λάκωνες  περίοικοι  ενώ  οι  κωπηλάτες  ήταν  περίοικοι  και  είλωτες.  Οι  τριήραρχοι  ήταν  Σπαρτιάτες  ή  Λάκωνες  περίοικοι.
Mετά  τους  Περσικούς  πόλεμους,  ο  στρατός  της  Πελοποννησιακής  συμμαχίας  έγινε  ουσιαστικά  οργανικό  τμήμα  του  σπαρτιατικού  στρατού.  Το  ίδιο  συνέβη  με  το  ναυτικό  των  Πελοποννησίων  συμμάχων.  Από  τους  αριθμούς  των  πλοίων  που  παρέταξαν  στα  Μηδικά,  συνάγεται  ότι  περί  το  480  π.Χ.,  η  συνολική  δύναμη  τους  ανερχόταν  σε  120-130  τριήρεις.  Μετά  την  κατάκτηση  της  Αίγινας  από  τους  Αθηναίους  και  την  οικονομική  παρακμή  της  Κορίνθου,  ο  πελοποννησιακός  στόλος  μειώθηκε  σημαντικά.  Το  κενό  προσπάθησαν  μάταια  να  καλύψουν  οι  άλλοι  ναυτικοί  σύμμαχοι,  ανάμεσα  στους  οποίους  και  οι  Σπαρτιάτες.  Οι  τελευταίοι  ανέβασαν  τον  αριθμό  των  τριήρων  τους  σε  25  (413  π.Χ.).  Παρά  το  γεγονός  ότι  ο  πελοποννησιακός  στόλος  παρέμενε  σημαντικός,  δεν  μπορούσε  να  συγκριθεί  με  τον  αντίπαλο  του  αθηναϊκό  στόλο,  ο  οποίος  αριθμούσε  μαζί  με  τα  πολεμικά  πλοία  των  ναυτικών  συμμάχων  του,  περί  τις  350-480  ετοιμοπόλεμες  τριήρεις  στο  μεγαλύτερο  μέρος  του  5ου  αιώνα  π.Χ.,  από  τις  οποίες  μπορούσαν  να  επανδρωθούν  οι  200-300. 
Τελικά  η  περσική  οικονομική  βοήθεια  έδωσε  την  δυνατότητα  στα  ναυτικά  κράτη  της  Πελοποννησιακής  συμμαχίας,  την  Κόρινθο,  τα  Μέγαρα,  τη  Σικυώνα,  την  Αμβρακία,  τις  αργολικές  πόλεις  και  την  Ήλιδα,  να  ναυπηγήσουν  180  τριήρεις.  Οι  Σπαρτιάτες  επιστράτευσαν  περισσότερους  περιοίκους  και  είλωτες  για  υπηρεσία  στα  πλοία  ενώ  κατέφυγαν  στην  πρόσληψη  και  πολλών  μισθοφορικών  πληρωμάτων  από  άλλους  Έλληνες. Με  τη  ναυτική  συμβολή  συμμάχων  της  Σπάρτης  στο  Αιγαίο,  οι  οποίοι  είχαν  αποστατήσει  από  την  αθηναϊκή  συμμαχία,  ο  πελοποννησιακός  στόλος  έφτανε  στα  τελευταία  χρόνια  του  πολέμου  τις  200  τριήρεις.



Μία  σπάνια  απεικόνιση  ενός  αρχαιοελληνικού   ιππαγωγού  σκάφους  (μεταφοράς  ίππων), από  τον  Sam  Manning.  Πρέπει  να  θεωρείται  βέβαιο  ότι το Πελοποννησιακό  ναυτικό  διέθετε  τέτοιου  είδους  πλοία.

Παρά  τις  αριθμητικές  του  διακυμάνσεις  και  την  σαφή  αδυναμία  του  απέναντι  στο  ακαταμάχητο  αθηναϊκό  ναυτικό,  ο  πελοποννησιακός  στόλος  ήταν  γενικά  ισχυρός  τόσο  ποσοτικά  όσο  και  ποιοτικά.  Οι  Σπαρτιάτες  είχαν  στη  διάθεση  τους  τη  ναυτική  πείρα  της  Κορίνθου,  των  Συρακουσών  και  των  Μεγάρων,  η  οποία  ήταν  μεγαλύτερης  χρονικής  διάρκειας  από  την  αθηναϊκή  και  για  τις  τρεις  αυτές  πόλεις.  Ειδικά  οι  Κορίνθιοι,  παρά  την  σταδιακή  μείωση  του  στόλου  τους  λόγω  οικονομικών  προβλημάτων  και  τις  θαλάσσιες  ήττες  που  υπέστησαν  από  τους  Αθηναίους,  απέδειξαν  με  τις  καινοτομίες  που  εισήγαγαν  στην  ναυτική  πολεμική  τέχνη  της  εποχής,  ότι  μπορούσαν  να  τους  αντιμετωπίσουν.  Επιπλέον  είχαν  διαρκώς  στην  διάθεση  τους  τις  σπουδαίες  ναυτικές  και  ναυπηγικές  γνώσεις  των  Συρακουσών,  η  οποία  πόλη  ήταν  αποικία  τους.  Οι  Συρακούσιοι  συνέτριψαν  τον  αθηναϊκό  στόλο  κατά  τη  Σικελική  εκστρατεία  (414-3  π.Χ.)  και  βοήθησαν  στον  βαθμό  που  μπορούσαν  την  Κόρινθο  και  τη  Σπάρτη  μέχρι  την  επίτευξη  της  τελικής  νίκης  τους  σε  βάρος  της  Αθήνας.  Στο  επίπεδο  των  διοικητών  του  στόλου,  ο  έγκυρος  «Σπαρτιατολόγος»  ιστορικός  Κάρλτετζ  θεωρεί  τον  Λύσανδρο  ως  τον  καλύτερο  Έλληνα  ναύαρχο  από  την  εποχή  του  Θεμιστοκλή  με  την  εξαίρεση  ίσως  του  Φορμίωνος.  Αποψη  του  γράφοντος  είναι  ότι  ο  Λύσανδρος  υπήρξε  ανώτερος  και  του  Φορμίωνος  λόγω  της  γενικότερης  στρατηγικής  του  στις  θαλάσσιες  επιχειρήσεις  του  πολέμου.
Σχετικά  με  τους  βαθμούς  των  αξιωματικών  του  σπαρτιατικού  και  του  πελοποννησιακού  στόλου  γενικά,  αυτοί  δεν  διέφεραν  ιδιαίτερα  από  τους  άλλους  ελληνικούς.  Πλησιάζοντας  στο  τέλος  του  Πελοποννησιακού  πολέμου,  οι  Σπαρτιάτες  εισήγαγαν  επίσημα  τον  τίτλο  του  «Ναυάρχου»  για  τον  διοικητή  του  στόλου  τους,  του  οποίου  η  θητεία  είχε  αυστηρά  διάρκεια  ενός  έτους.  Ο  υποδιοικητής  του  ονομαζόταν  «Επιστολέας»  (δηλαδή  επιτελάρχης  του  στόλου).  Κατά  τα  άλλα  οι  τριήρεις  διοικούνταν  από  τον  «τριήραχο»  που  είχε  το  γενικό  πρόσταγμα,  οδηγούντο  από  τον  «κυβερνήτη»  που  ήταν  υπεύθυνος  για  την  πλοήγηση,  κ.ο.κ.,  όπως  στους  άλλους  ελληνικούς  στόλους.
Η  πείσμων  Σπάρτη,  παρά  τις  απανωτές  αποτυχίες  του  πελοποννησιακού  στόλου  έναντι  του  αθηναϊκού,  δεν  εγκατέλειψε  την  προσπάθεια.  Εντέλει  κατόρθωσε  να  δημιουργήσει  στόλο  αντάξιο  του  αθηναϊκού  και  να  νικήσει  την  Αθήνα  στο  ίδιο  της  το  στοιχείο,  στη  θάλασσα,  βάζοντας  οριστικό  τέλος  σε  έναν  πόλεμο  διάρκειας  27  ετών  (Αιγός  Ποταμοί,  404  π.Χ.).
Μετά  τη  νίκη  τους,  οι  Σπαρτιάτες  μείωσαν  τον  αριθμό  των  πλοίων  του  πελοποννησιακού  στόλου  επειδή  ο  στόλος  της  Αθήνας  είχε  μειωθεί  σε  12  τριήρεις  και  η  περσική    ναυτική  δύναμη  βρισκόταν  σε  κάμψη.  Μετά  τις  εδαφικές  απώλειες  της  Σπάρτης  του  369  π.Χ. (Μεσσηνία,  αρκαδικές  περιοχές  κ.α.)  και  την  επακόλουθη  οικονομική  παρακμή  της,  η  Σπάρτη  έχασε  τις  ναυτικές  της  δυνάμεις.  Πρέπει  να  διατηρήθηκε  ένας  μικρός  αριθμός  τριήρων,  που  θα  δρούσε  ως  ακτοφυλακή  των  λακωνικών  ακτών  εναντίον  των  πειρατών.


Π.   Δεληγιάννης




Πηγή:
theancientwebgreece.wordpress.com