Ο Μεγασθένης ο Ίων, (περ. 350 – 290 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας γεωγράφος – εθνογράφος, διπλωμάτης και ιστορικός. Υπήρξε πρέσβης του Σέλευκου Α΄ του Νικάτορος για περισσότερα από 10 χρόνια στα ανάκτορα του Τσαντραγκούπτα Μαουρύα (Ελληνικά: Σανδροκόττος ή Σανδράκοττος) στην Παταλιπούτρα, και κατά τους Έλληνες Παλίμβαθρα, (σημερινή Πάτνα) των Ινδιών.
Το βιβλίο του «Ινδικά» αποτελεί την πρώτη ιστορική πηγή που έχουμε για την Ινδία, και γι’ αυτό δίκαια έχει χαρακτηρισθεί ως ο «Πατέρας της Ινδικής Ιστορίας». Επίσης έχει καταγραφεί ως ο πρώτος ξένος Πρέσβης στα χρονικά της Ινδίας. Η παραμονή του στην Ινδία θα πρέπει να έγινε πριν από το θάνατο του Τσαντραγκούπτα το 288 π.Χ., οπότε και επέστρεψε στην Αραχωσία.
Η περιγραφή του για την Ινδία περιλαμβάνει πολλούς «μύθους» αλλά και σημαντικά γεωγραφικά και εθνολογικά στοιχεία. Στην αρχή του βιβλίου του αναφέρεται στους ηλικιωμένους Ινδούς που γνωρίζουν για την προϊστορική άφιξη του Διόνυσου και του Ηρακλή στην Ινδία. Μια ιστορία ιδιαίτερα δημοφιλή κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι και οι παρατηρήσεις του για τις θρησκείες των Ινδών, όπου αναφέρεται στους λάτρεις του Ηρακλή (Σίβα) και Διόνυσου (Κρίσνα ή Ίντρα) ενώ δεν αναφέρεται καθόλου στο Βουδισμό που αποδεικνύει ότι η θρησκεία αυτή δεν ήταν ευρέως γνωστή πριν από την ανάληψη της ηγεμονίας από τον Ασόκα
Σύμφωνα με τα Ινδικά του Μεγασθένη, οι Ινδοί που ζούσαν στα βουνά λάτρευαν τον Διόνυσο (Σίβα) και αυτοί που κατοικούσαν στις πεδιάδες τον Ηρακλή (Κρίσνα). Οι φιλόσοφοι των βουνών, υποστήριζαν ότι ο Διόνυσος είχε έρθει ανάμεσα τους, φέρνοντας τις άγριες κληματαριές, που πίστευαν ότι φυτρώνουν μόνο στην χώρα τους, τον κισσό, την δάφνη, την μυρτιά, και άλλα αειθαλή. Ακόμη, ακολουθούσαν ορισμένες συνήθειες που ήταν Βακχικές. Ντυνόντουσαν με ύφασμα, φορούσαν τουρμπάνια, χρησιμοποιούσαν αρώματα, και στόλιζαν τους εαυτούς τους με ρούχα βαμμένα με φωτεινά χρώματα. Μουσικοί με τύμπανα και κουδούνια προϋπαντούσαν τους βασιλείς πριν από την εμφάνιση τους στο λαό.
Ο Μεγασθένης κατέγραψε ακόμη ότι οι άνθρωποι με την μεγαλύτερη μόρφωση στην Ινδία διηγιόντουσαν στην εποχή του ότι την εποχή που οι άνθρωποι της χώρας ζούσαν ακόμη σε χωριά, ο Διόνυσος έκανε την εμφάνισή του σε περιοχές που βρίσκονται στην Δύση. Όταν ο Διόνυσος έφθασε στην Ινδία έκτισε πόλεις, έδωσε νόμους, πρόσφερε κρασί και δίδαξε στους Ινδούς πως να καλλιεργούν τη γη. Αυτός πρώτος έζεψε τα βουβάλια στο όργωμα και έκανε τους περισσότερους Ινδούς γεωργούς αντί για νομάδες.
Αυτός τους εξόπλισε με τα όπλα του πολέμου. Ο Διόνυσος τους έμαθε να λατρεύουν διάφορους θεούς, αλλά ιδιαίτερα τον εαυτό του, με την κρούση των κυμβάλων και το κτύπημα των τυμπάνων. Αυτός δίδαξε στους Ινδούς να χορεύουν σε σατυρικό στυλ (τον χορό που ονομαζόταν ‘κόρδαξ’ ανάμεσα στους Έλληνες), τους έδειξε πως να διατηρούν τα μαλλιά τους μακριά προς τιμή του θεού με την κωνική κούπα και πως να χρησιμοποιούν αλοιφές. Αφού έθεσε τα πάντα σε τάξη, ο Διόνυσος διόρισε τον Σπατέμπα βασιλιά και έφυγε από την Ινδία. Σχετικά με την χρονολογία της άφιξης του Έλληνα θεού στην Ινδία, ο Μεγασθένης μας πληροφορεί ότι μεταξύ της βασιλείας του Διόνυσου και αυτής του Candragupta πέρασαν εκατόν πενήντα τρεις βασιλείς που διοίκησαν για έξι χιλιάδες και σαράντα δυο χρόνια. Ο Julius Solinus μετρά 6,451 χρόνια από τον Πατέρα Βάκχο μέχρι τον Αλέξανδρο.
Στις προ-Αλεξανδρινές πηγές, ο θεός Διόνυσος έχει ήδη συσχετισθεί με το βουνό Νύσα και την Βάκτρια αλλά οι εκστρατείες του στην Ινδία δεν έχουν καταγραφεί. Σύμφωνα με τον Ευριπίδη (που έζησε ένα αιώνα πριν από τον Αλέξανδρο), ο Διόνυσος ανέπτυξε τον πολιτισμό, έδωσε νόμους, αγάπησε την ειρήνη αλλά και έκανε εκστρατείες και κατέκτησε ολόκληρη την Ασία. Στην έναρξη του δράματός του, Βάκχαι, ο δραματικός ποιητής περιγράφει την επιστροφή του Διόνυσου από την Ασία, αναφέροντας διάφορες χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Βάκτριας, αλλά όχι την Ινδία.
Πληροφορίες για την προϊστορική συσχέτιση των Ελλήνων με την βορειοδυτική Ινδία συναντάμε στην Mahabharata και τις Puranas, όπου οι Ίωνες (Yavanas στα σανσκριτικά) θεωρούνται απόγονοι του βεδικού Βασιλιά Turvasha, που αναφέρεται συχνά στoυς ύμνους της Rig Veda και χρονολογούνται πίσω στη δεύτερη χιλιετηρίδα π.Χ. Επίσης στα έπη και τη μεταγενέστερη ινδική λογοτεχνία, συναντάμε ορισμένες αναφορές που περιγράφουν τους Yavanas ως Άριους που έχασαν την κοινωνική τους υπόσταση και ως ανθρώπους που μπορούσαν να σπουδάσουν τις Βέδες στο παρελθόν.
Οι παραπάνω αναφορές δίδουν βάση στην υπόθεση της ύπαρξης Ιωνικών αποικιών στη Βάκτρια και Βόριο-Δυτική Ινδία, αλλά οι ιστορίες της εκστρατείας του Διόνυσου και του Ηρακλή στην Ινδία προπαγανδίσθηκαν κυρίως στους χρόνους του Αλεξάνδρου και την μετα-Αλεξανδρινή εποχή. Οι ελληνιστές συγγραφείς γοητευμένοι από τις ομοιότητες που συνάντησαν μεταξύ των ινδικών και ελληνικών θεοτήτων ταύτισαν τις δυο κύριες τοπικές θεότητες, Σίβα και Κρίσνα, με τον Διόνυσο και τον Ηρακλή αντίστοιχα. Οι ομοιότητες μεταξύ του Έλληνα και του Ινδού θεού της έκστασης και της ελευθερίας έχουν γίνει αντικείμενο εκτενούς σύγκρισης από μελετητές καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας.
Πηγή:
Επιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος – Μυσταγωγία-Μυθαγωγία
Το βιβλίο του «Ινδικά» αποτελεί την πρώτη ιστορική πηγή που έχουμε για την Ινδία, και γι’ αυτό δίκαια έχει χαρακτηρισθεί ως ο «Πατέρας της Ινδικής Ιστορίας». Επίσης έχει καταγραφεί ως ο πρώτος ξένος Πρέσβης στα χρονικά της Ινδίας. Η παραμονή του στην Ινδία θα πρέπει να έγινε πριν από το θάνατο του Τσαντραγκούπτα το 288 π.Χ., οπότε και επέστρεψε στην Αραχωσία.
Η περιγραφή του για την Ινδία περιλαμβάνει πολλούς «μύθους» αλλά και σημαντικά γεωγραφικά και εθνολογικά στοιχεία. Στην αρχή του βιβλίου του αναφέρεται στους ηλικιωμένους Ινδούς που γνωρίζουν για την προϊστορική άφιξη του Διόνυσου και του Ηρακλή στην Ινδία. Μια ιστορία ιδιαίτερα δημοφιλή κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι και οι παρατηρήσεις του για τις θρησκείες των Ινδών, όπου αναφέρεται στους λάτρεις του Ηρακλή (Σίβα) και Διόνυσου (Κρίσνα ή Ίντρα) ενώ δεν αναφέρεται καθόλου στο Βουδισμό που αποδεικνύει ότι η θρησκεία αυτή δεν ήταν ευρέως γνωστή πριν από την ανάληψη της ηγεμονίας από τον Ασόκα
Σύμφωνα με τα Ινδικά του Μεγασθένη, οι Ινδοί που ζούσαν στα βουνά λάτρευαν τον Διόνυσο (Σίβα) και αυτοί που κατοικούσαν στις πεδιάδες τον Ηρακλή (Κρίσνα). Οι φιλόσοφοι των βουνών, υποστήριζαν ότι ο Διόνυσος είχε έρθει ανάμεσα τους, φέρνοντας τις άγριες κληματαριές, που πίστευαν ότι φυτρώνουν μόνο στην χώρα τους, τον κισσό, την δάφνη, την μυρτιά, και άλλα αειθαλή. Ακόμη, ακολουθούσαν ορισμένες συνήθειες που ήταν Βακχικές. Ντυνόντουσαν με ύφασμα, φορούσαν τουρμπάνια, χρησιμοποιούσαν αρώματα, και στόλιζαν τους εαυτούς τους με ρούχα βαμμένα με φωτεινά χρώματα. Μουσικοί με τύμπανα και κουδούνια προϋπαντούσαν τους βασιλείς πριν από την εμφάνιση τους στο λαό.
Ο Μεγασθένης κατέγραψε ακόμη ότι οι άνθρωποι με την μεγαλύτερη μόρφωση στην Ινδία διηγιόντουσαν στην εποχή του ότι την εποχή που οι άνθρωποι της χώρας ζούσαν ακόμη σε χωριά, ο Διόνυσος έκανε την εμφάνισή του σε περιοχές που βρίσκονται στην Δύση. Όταν ο Διόνυσος έφθασε στην Ινδία έκτισε πόλεις, έδωσε νόμους, πρόσφερε κρασί και δίδαξε στους Ινδούς πως να καλλιεργούν τη γη. Αυτός πρώτος έζεψε τα βουβάλια στο όργωμα και έκανε τους περισσότερους Ινδούς γεωργούς αντί για νομάδες.
Αυτός τους εξόπλισε με τα όπλα του πολέμου. Ο Διόνυσος τους έμαθε να λατρεύουν διάφορους θεούς, αλλά ιδιαίτερα τον εαυτό του, με την κρούση των κυμβάλων και το κτύπημα των τυμπάνων. Αυτός δίδαξε στους Ινδούς να χορεύουν σε σατυρικό στυλ (τον χορό που ονομαζόταν ‘κόρδαξ’ ανάμεσα στους Έλληνες), τους έδειξε πως να διατηρούν τα μαλλιά τους μακριά προς τιμή του θεού με την κωνική κούπα και πως να χρησιμοποιούν αλοιφές. Αφού έθεσε τα πάντα σε τάξη, ο Διόνυσος διόρισε τον Σπατέμπα βασιλιά και έφυγε από την Ινδία. Σχετικά με την χρονολογία της άφιξης του Έλληνα θεού στην Ινδία, ο Μεγασθένης μας πληροφορεί ότι μεταξύ της βασιλείας του Διόνυσου και αυτής του Candragupta πέρασαν εκατόν πενήντα τρεις βασιλείς που διοίκησαν για έξι χιλιάδες και σαράντα δυο χρόνια. Ο Julius Solinus μετρά 6,451 χρόνια από τον Πατέρα Βάκχο μέχρι τον Αλέξανδρο.
Στις προ-Αλεξανδρινές πηγές, ο θεός Διόνυσος έχει ήδη συσχετισθεί με το βουνό Νύσα και την Βάκτρια αλλά οι εκστρατείες του στην Ινδία δεν έχουν καταγραφεί. Σύμφωνα με τον Ευριπίδη (που έζησε ένα αιώνα πριν από τον Αλέξανδρο), ο Διόνυσος ανέπτυξε τον πολιτισμό, έδωσε νόμους, αγάπησε την ειρήνη αλλά και έκανε εκστρατείες και κατέκτησε ολόκληρη την Ασία. Στην έναρξη του δράματός του, Βάκχαι, ο δραματικός ποιητής περιγράφει την επιστροφή του Διόνυσου από την Ασία, αναφέροντας διάφορες χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Βάκτριας, αλλά όχι την Ινδία.
Πληροφορίες για την προϊστορική συσχέτιση των Ελλήνων με την βορειοδυτική Ινδία συναντάμε στην Mahabharata και τις Puranas, όπου οι Ίωνες (Yavanas στα σανσκριτικά) θεωρούνται απόγονοι του βεδικού Βασιλιά Turvasha, που αναφέρεται συχνά στoυς ύμνους της Rig Veda και χρονολογούνται πίσω στη δεύτερη χιλιετηρίδα π.Χ. Επίσης στα έπη και τη μεταγενέστερη ινδική λογοτεχνία, συναντάμε ορισμένες αναφορές που περιγράφουν τους Yavanas ως Άριους που έχασαν την κοινωνική τους υπόσταση και ως ανθρώπους που μπορούσαν να σπουδάσουν τις Βέδες στο παρελθόν.
Οι παραπάνω αναφορές δίδουν βάση στην υπόθεση της ύπαρξης Ιωνικών αποικιών στη Βάκτρια και Βόριο-Δυτική Ινδία, αλλά οι ιστορίες της εκστρατείας του Διόνυσου και του Ηρακλή στην Ινδία προπαγανδίσθηκαν κυρίως στους χρόνους του Αλεξάνδρου και την μετα-Αλεξανδρινή εποχή. Οι ελληνιστές συγγραφείς γοητευμένοι από τις ομοιότητες που συνάντησαν μεταξύ των ινδικών και ελληνικών θεοτήτων ταύτισαν τις δυο κύριες τοπικές θεότητες, Σίβα και Κρίσνα, με τον Διόνυσο και τον Ηρακλή αντίστοιχα. Οι ομοιότητες μεταξύ του Έλληνα και του Ινδού θεού της έκστασης και της ελευθερίας έχουν γίνει αντικείμενο εκτενούς σύγκρισης από μελετητές καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας.
Απόσπασμα από το του Δημήτρη Βασιλειάδη, «ΣΙΒΑ – Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ»
Πηγή:
Επιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος – Μυσταγωγία-Μυθαγωγία