Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

Σήκωσαν ὁλόκληρα μουσεῖα οἱ Γερμανοὶ στὴν Κατοχή…

Ο απολογισμός της μεγάλης ληστείας των κατακτητών. Πάνω από 8.500 πολύτιμα αντικείμενα σε 37 περιοχές της χώρας μας κλάπηκαν ή λεηλατήθηκαν από τους «μορφωμένους» γερμανούς αξιωματικούς κατά την περίοδο της Κατοχής…

Οταν δεν λεηλατούσαν γλυπτά από την Ακρόπολη με τις ξιφολόγχες τους, έκαναν βόλτες με τους σκύλους τους στον Ιερό Βράχο, απολάμβαναν ερωτικές στιγμές μέσα στο προφυλαγμένο από τα αδιάκριτα βλέμματα Ερέχθειο, έμπαιναν στον αρχαιολογικό χώρο σε ώρες εκτός λειτουργίας σκαρφαλώνοντας από τον πύργο της Αθηνάς Νίκης και έκαναν την ανάγκη τους εντός του Παρθενώνα διότι «δεν υπήρχαν ευκρινώς τοποθετημένες πινακίδες που να υποδεικνύουν πού υπάρχουν τουαλέτες». 

Κι όταν τύχαινε να συναντήσουν ένα αρχαίο έργο τέχνης που να τους γυάλιζε στο μάτι, το προσέφεραν ως δώρο στους ανωτέρους τους, όπως έκαναν με μια «άριστη αρχαία κεφαλή γυναικός του 4ου αι. π.Χ.», την οποία χάρισαν στον στρατάρχη Φον Λιστ.
27 Απριλίου 1941: Γερμανικό στρατιωτικό απόσπασμα
υψώνει τη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό στην Ακρόπολη 


Ο λόγος για τους γερμανούς αξιωματικούς και στρατιώτες την περίοδο της Κατοχής, που δεν αρκέστηκαν να πάρουν μαζί τους ως «αναμνηστικά» από την παραμονή τους στη χώρα μας απλώς κάποια θραύσματα αρχαιοτήτων, αλλά εκτιμάται ότι λεηλάτησαν περισσότερα από 8.500 αντικείμενα που προέρχονται από 37 περιοχές της Ελλάδας. Απολογισμός που γίνεται βάσει της καταγραφής «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής» που συντάχθηκε το 1946 από τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων του τότε υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας και η οποία, όπως αποσαφηνίζεται στον πρόλογο, δεν είναι πλήρης.

Η υπόθεση ήρθε ξανά στη δημοσιότητα με αφορμή τη δήλωση του Μανώλη Γλέζου που επισημαίνει – όπως αναφέρει δημοσίευμα της γερμανικής «Ντι Βελτ» – ότι θα πρέπει να επιστρέψουν στην Ελλάδα οι κλεμμένοι από τους Γερμανούς αρχαιολογικοί θησαυροί. Δήλωση που ήρθε ως απάντηση στον γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος αντιμετώπισε απαξιωτικά το ελληνικό αίτημα περί πολεμικών αποζημιώσεων.

«Μορφωμένοι γερμανοί στρατιωτικοί κατόπιν επισταμένης μελέτης του Μουσείου απεφάσισαν και εξετέλεσαν κλοπήν, αφού προηγουμένως κατεσκεύασαν και το προς την κλοπήν κατάλληλον εργαλείον. Εθραυσαν δηλαδή διά καταλλήλως προητοιμασμένου κοντού το παράθυρον της παρά το Μουσείον αποθήκης και διά του κοντού αφήρεσαν αγγεία και ειδώλια εξ αυτής. Γενόμενοι δε αντιληπτοί έφυγον επί μοτοσυκλέττας», αναφέρει μαρτυρία της εποχής για την κλοπή στο Μουσείο της Ελευσίνας.

Οσο για την έγγραφη δικαιολογία των Γερμανών; «Η προκειμένη περίπτωσις δέον να μη θεωρηθεί ως κλοπή, δι’ ης θα επλούτιζον οι δράσται. Τούτο συνάγεται εκ του γεγονότος ότι πρόκειται περί μορφωμένων ανθρώπων, οίτινες έχουν ενδιαφέρον διά την ελληνικήν αρχαιότητα, όπερ συνάγεται εκ του ότι εγνώριζον την αγγλική και έκαμον χρήσιν του αγγλιστί γεγραμμένου οδηγού. Οι αποκομίσαντες θα είχον προφανώς την πρόθεσιν ν’ αποκτήσουν ενδεχομένως διά του τρόπου τούτου εν ενθύμιον».


Στη Θεσσαλονίκη οι γερμανοί στρατιώτες εμφανίστηκαν αιφνιδίως στο Μουσείο – τότε χρέη μουσείου εκτελούσε η Ροτόντα – και πήραν ένα γυναικείο μαρμάρινο άγαλμα που είχε βρεθεί στην Πλατεία Δικαστηρίων κατά τη διάρκεια εργασιών. Μάταια ο έφορος προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί. Οι Γερμανοί τού απάντησαν ότι πρόκειται να το προστατεύσουν σε ασφαλές αντιαεροπορικό καταφύγιο, αλλά στην πραγματικότητα το γλυπτό κατέληξε στη Βιέννη.

Τέσσερα μεγάλα κιβώτια γεμάτα κτερίσματα που βρήκαν σε 20 ασύλητους τάφους κοντά στη Φυλακωπή σήκωσαν από τη Μήλο. Με τρία κιβώτια ευρημάτων έφυγε από την Κνωσό ο στρατηγός Ρίνγκελ που ζήτησε τα κλειδιά του Στρωματογραφικού Μουσείου δήθεν για να μελετήσει. Και στη Χαιρώνεια όχι μόνο έσπασαν το λουκέτο του Μουσείου και τα τζάμια μιας προθήκης για να πάρουν ένα χρυσό δαχτυλίδι, ένα φύλλο χρυσού και πέντε αγγεία, αλλά μέσω τρομοκρατικών ανακρίσεων ανάγκασαν τους μάρτυρες να βεβαιώσουν την αθωότητα των Γερμανών.

Παρά τις προσπάθειες που είχαν γίνει από ελληνικής πλευράς ώστε πολλές από τις αρχαιότητες των μουσείων να θαφτούν σε υπόγεια, σπηλιές και θησαυροφυλάκια για να προστατευθούν από τους κινδύνους του πολέμου, οι κατακτητές, που εμφανίζονταν ως λάτρεις του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, δεν τις αντιμετώπισαν ούτε καν με θαυμασμό σε πολλές περιπτώσεις. Για σεβασμό, δε, ούτε συζήτηση.

Και σοβαρές καταστροφές
Οι λεηλασίες ήταν μόνο ένα μέρος της δράσης των γερμανών κατακτητών. Διότι δεν ήταν και λίγες οι φορές που στο διάβα τους κατέστρεφαν ό,τι έβρισκαν «πληγώνοντας» βαριά μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους.

Φεύγοντας από το Σούνιο, για παράδειγμα, έκαναν ανατινάξεις, με αποτέλεσμα να σπάσει ένα επιστύλιο από τον ναό του Ποσειδώνα. Στην Ελευσίνα όχι μόνο έριχναν κάτω όσους κίονες βρίσκονταν στη θέση τους, αλλά συγκέντρωσαν και όσες αρχαιότητες ήταν διάσπαρτες γύρω από το υδραγωγείο – το οποίο είχαν μετατρέψει σε καταφύγιο – ώστε να χτίσουν με αυτές προστατευτικό τοίχο.

Ούτε μία, ούτε δύο, αλλά δεκαεπτά βόμβες έριξαν στις 26 Αυγούστου του 1943 τρία γερμανικά αεροπλάνα στη Μονή του Οσίου Λουκά, προκαλώντας πολλές ζημιές στο εξωτερικό. Ενώ από την καταστροφική τους μανία δεν γλίτωσαν ούτε οι πολύχρυσες Μυκήνες. Τέσσερις γερμανοί στρατιώτες έβαλαν σημάδι τους λέοντες της Πύλης των Λεόντων με τα περίστροφά τους, ενώ πέντε συνάδελφοί τους «μετά κοπίδος και σφυρίου» μπήκαν στον Θησαυρό του Ατρέως (ο τάφος του Αγαμέμνονα) καταστρέφοντας πέντε λίθους του τάφου για να πάρουν ισάριθμα χάλκινα καρφιά. Με τα ξίφη τους, δε, χάραξαν τα ονόματά τους σε διάφορα σημεία. Θέλοντας όμως να είναι βέβαιοι ότι θα μείνουν στην αιωνιότητα, μετέφεραν μια σκάλα από τα αυτοκίνητά τους και ανέβηκαν ψηλά για να μην μπορέσει να τα φτάσει κανείς και να τα σβήσει.

Από κοντά και οι Ιταλοί
Μπορεί οι Γερμανοί να λεηλάτησαν και να κατέστρεψαν χιλιάδες αρχαιότητες, όμως και οι Ιταλοί δεν πήγαν πίσω. Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση της Δήλου με πρωταγωνιστή τον ιταλό στρατιωτικό διοικητή των Κυκλάδων, Τζοβάνι Δούκα. Ηταν 6 Σεπτεμβρίου του 1941 όταν πήγε στη γενέτειρα του Απόλλωνα και της Αρτεμης με βοηθητικό πολεμικό πλοίο, συνοδευόμενος από έξι αξιωματικούς και έξι στρατιώτες, όπως αναφέρει ο γενικός γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ακαδημαϊκός, Βασίλειος Πετράκος στο βιβλίο του «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944», βασιζόμενος σε ντοκουμέντα της εποχής. «Καθ’ ον χρόνον οι αξιωματικοί ελεηλάτουν τας προθήκας του Μουσείου οι στρατιώται ανοίξαντες το συρτάριον της τραπέζης, ένθα επωλούντο τα εισιτήρια, αφήρεσαν περί τας χιλίας πεντακοσίας δραχμάς». Δεν αρκέστηκαν, δε, να λεηλατήσουν Μουσείο και ταμείο, αλλά συνέχισαν την επιδρομή τους και στο ιστιοφόρο «Ευαγγελίστρια» που βρισκόταν αγκυροβολημένο στο νησί λόγω βλάβης, από όπου άρπαξαν από εργαλεία, κλειδιά μηχανής και καμινέτα έως δέκα οκάδες στουπί και δύο κλινοσκεπάσματα από το διαμέρισμα του κυβερνήτη.

Μαίρη Ἀδαμοπούλου



Πηγή: