Αυτό που γνωρίζαμε από την ιστορία, ότι δηλαδή οι Τουρκοκύπριοι είναι Έλληνες εξισλαμισμένοι, απέδειξε και το DNA.
Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι προέρχονται από την ίδια γενετική
δεξαμενή, η οποία άρχισε να διαφοροποιείται μόνο τους τελευταίους
αιώνες, δηλαδή από την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου και μετά, σύμφωνα
με μια νέα πληθυσμιακή γενετική μελέτη που διενεργήθηκε υπό το Τμήμα
Καρδιαγγειακής Γενετικής και το Εργαστήριο Δικανικής Γενετικής του
Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου (ΙΝΓΚ).
Στοιχεία της έρευνας δημοσιεύει σήμερα η εφημερίδα «Πολίτης». Η μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στις 16 Ιουνίου 2017 στο επιστημονικό περιοδικό «PlosOne», διενεργήθηκε τα τελευταία δύο χρόνια από πολυμελή και πολυεθνική ομάδα εξειδικευμένων επιστημόνων με επικεφαλής τον καθηγητή Μάριο Καριόλου του ΙΝΓΚ και τους στενούς του συνεργάτες δρα Αλέξανδρο Ηρακλείδη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και δρα Ήβη Πασιαρδή του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου.
Η ερευνητική ομάδα ανέλυσε τα τελευταία δύο χρόνια δείγματα DNA που έλαβε από 344 Ελληνοκύπριους άνδρες, με γεωγραφική κατανομή από όλη την επικράτεια της Κύπρου που δεν είχαν συγγενική σχέση μεταξύ τους και τα συνέκρινε με τα δείγματα 380 Τουρκοκυπρίων ανδρών που επίσης δεν είχαν οποιαδήποτε συγγενική σχέση μεταξύ τους.
Επιπρόσθετα, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι Τουρκοκύπριοι άνδρες είχαν κυπριακή καταγωγή (δηλαδή όχι έποικοι από το 1974 και εντεύθεν).
Οι πληροφορίες για το δείγμα των 380 Τουρκοκυπρίων λήφθηκαν από ένα δημόσια προσβάσιμο δείγμα πληθυσμού του οποίου το DNA ανέλυσε και δημοσίευσε το 2017 ο Τουρκοκύπριος γενετιστής Cemal Gurkan.
Ο λόγος που επιλέχθηκαν ανδρικά δείγματα είναι γιατί το ανδρικό χρωμόσωμα Υ στο 23ο ζεύγος των ανθρώπινων χρωμοσωμάτων (ΧΥ για τους άντρες και ΧΧ για τις γυναίκες) μεταφέρεται σχεδόν αυτούσιο από γενιά σε γενιά και έτσι μπορεί κανείς να ανιχνεύσει την καταγωγή πηγαίνοντας πολλές γενιές πίσω.
Οι μικρές αλλαγές που μπορεί να παρατηρηθούν στο ανδρικό χρωμόσωμα Υ (ή μεταλλάξεις στη γλώσσα της γενετικής) όπως αυτό κληροδοτείται από μία γενεά στην άλλη, βοηθούν και αυτές στις πληθυσμιακές γενετικές μελέτες.
Το επιστημονικό εύρημα της πληθυσμιακής γενετικής μελέτης είναι ότι η πατρική καταγωγή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων προέρχεται κυρίως από την ίδια γενετική δεξαμενή, σε βαθμό τέτοιο ώστε να θεωρείται περίπου πως πρόκειται για τον ίδιο πληθυσμό.
Προκύπτει επίσης ότι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μοιράζονται και μια πολύ στενή γενετική συγγένεια με τους κατοίκους του Λιβάνου αλλά και της Καλαβρίας στην Ιταλία.
Ενδιαφέρον είναι ότι τόσο Ελληνοκύπριοι όσο και Τουρκοκύπριοι φανερώνουν στενές γενετικές καταβολές και με τον ελληνικό πληθυσμό.
Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι το 7-8% του πληθυσμού των δύο κοινοτήτων είναι μεταξύ τους κοντινοί συγγενείς εκ πατρός.
Οι Τουρκοκύπριοι εμφανίζονται επίσης να έχουν σε ένα ποσοστό 3% κοινούς απλότυπους με τους κατοίκους της Τουρκίας και ένα μικρότερο ποσοστό με κατοίκους διαφόρων χωρών της Βόρειας Αφρικής, κυρίως της Λιβύης.
Τόσο οι Ελληνοκύπριοι όσο και οι Τουρκοκύπριοι έχουν κοινούς απλότυπους με κατοίκους της Ελλάδας και του Λιβάνου, ενώ συγκεκριμένα οι Ελληνοκύπριοι έχουν κοινούς απλότυπους με κατοίκους της Αλβανίας.
Το γενικό γενετικό προφίλ των Κυπρίων (ιδιαίτερα των Ελληνοκυπρίων) όσον αφορά την πατρική καταγωγή μοιάζει με αυτό γηγενών πληθυσμών της Μικράς Ασίας και του νοτιοδυτικού Καυκάσου (π.χ. Αρμένιοι), καθώς και με τους Έλληνες της Κρήτης.
Η γενετική ομοιότητα με τους πληθυσμούς που κατοικούν στην Ελλάδα είναι μεγάλη, όχι όμως τόσο όσο με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, διότι από τον εξελληνισμό του νησιού με την κάθοδο των αχαϊκών φύλων μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει 3.500 χρόνια και στο μεταξύ οι απλότυποι-Υ μεταλλάχθηκαν, έτσι είναι αδύνατο να εντοπιστεί μεγάλος αριθμός κοινών απλοτύπων.
Στους Τουρκοκύπριους, η επιμιξία με τον τουρκικό πληθυσμό (βάσει πάντα του ανδρικού χρωμοσώματος Υ) είναι μικρή και φαίνεται να ήρθε αργά, πιθανότατα μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Οθωμανούς τον 16ο αιώνα.
Συνολικά, η ανάλυση του χρωμοσώματος Υ δείχνει ότι οι Κύπριοι βρίσκονται στη μέση μιας γενετικής εξάπλωσης που εκτείνεται από τη λεκάνη της Λεβαντίνης ώς τη νοτιοανατολική Ευρώπη και αποκαλύπτει ότι, παρά τις επιμέρους διαφορές στους απλότυπους, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μοιράζονται μια κοινή πατρική καταγωγή από την περίοδο πριν από την οθωμανική κυριαρχία στο νησί.
Με βάση την ιστορική και αρχαιολογική μαρτυρία, η παρουσία Ελληνοκυπρίων στο νησί αρχίζει την εποχή του Χαλκού (περίπου στα 1000 π.Χ.) και των Τουρκοκυπρίων την οθωμανική περίοδο (16ος αιώνας μ.Χ.).
Έτσι, αυτή η μεταξύ τους γενετική ομοιότητα (μεγαλύτερη από ό,τι με οποιονδήποτε άλλο πληθυσμό της γύρω περιοχής) θα μπορούσε να αποδοθεί είτε στην κοινή προοθωμανική καταγωγή και των δύο κοινοτήτων που διαφοροποιήθηκε (αλλά ακόμη διατηρούνται σημαντικές ομοιότητες) μετά την Οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου, είτε σε μια διαφορετική, όχι κυπριακή πατρική γενετική καταγωγή των Τουρκοκυπρίων (π.χ. τουρκική).
Ανάλυση της προέλευσης 24 κοινών απλοτύπων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων έδειξε ότι κανείς από αυτούς δεν συναντάται στην Τουρκία, επομένως δεν προκύπτει τουρκική καταγωγή.
Πολύ περισσότερο, το γεγονός ότι οι 20 από τους 24 κοινούς απλότυπους δεν υπάρχουν ούτε στη διεθνή βάση δεδομένων, δείχνει ότι συναντώνται μόνο στον τοπικό πληθυσμό της Κύπρου.
Την πληθυσμιακή γενετική μελέτη, η οποία δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό «Plos One», υπογράφουν οι: Αλέξανδρος Ηρακλείδης, Ήβη Πασιαρδή, Eva Fernandez-Dominguez, Stefania Bertoncini, Μάριος Χειμωνάς, Βασίλης Χριστοφή, Jonathan King, Bruce Budowle, Παναγιώτης Μανώλη και Μάριος Καριόλου. Οι πιο πάνω ερευνητές προέρχονται από: το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, τη Σχολή Μοριακής Ιατρικής Κύπρου, το Durham University, το University of Pisa και το University of North Texas Health Science Center.
Την πληθυσμιακή γενετική μελέτη, η οποία δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό «Plos One», υπογράφουν οι Αλέξανδρος Ηρακλείδης, Ήβη Πασιαρδή, Eva Fernandez-Dominguez, Stefania Bertoncini, Μάριος Χειμωνάς, Βασίλης Χριστοφή, Jonathan King, Bruce Budowle, Παναγιώτης Μανώλη και Μάριος Καριόλου.΄
Ο κυπριακός λαός που μέχρι πρότινος βρισκόταν υπό την σκληρή κατοχή των Ενετών πέρασε κάτω από τον ζυγό των Οθωμανών, οι οποίοι (όπως έπραξαν και στην Κρήτη) άρχισαν αμέσως να τους πιέζουν να ασπαστούν το Ισλάμ.
Και εδώ λοιπόν, πολλοί υπέκυψαν και άλλαξαν την πίστη τους.
Όμως αυτό δεν σημαίνει πως έπαψαν να είναι ελληνόφωνοι, ή και να εργάζονται για την απελευθέρωση της πατρίδας τους.
Έτσι, 30 χρόνια μετά την κατάκτηση της νήσου, το έτος 1600, βρίσκουμε τους Κύπριους να προετοιμάζουν επανάσταση σε συνεννόηση με τον δούκα της Σαβοΐας.
Το εγχείρημα έμοιαζε εύκολο, εφόσον οι Τούρκοι κατοχικοί στρατιώτες στο νησί δεν ξεπερνούσαν τους 4.800 και αυτοί διεσπαρμένοι κατά σώματα αποτελούμενα από διακόσιους και τριακόσιους άνδρες.
Στη συνωμοσία ενεργή συμμετοχή είχαν και οι Κύπριοι εξισλαμισμένοι, οι οποίοι αν και είχαν αλλάξει πίστη παρέμεναν Έλληνες στη συνείδηση και έτοιμοι να θυσιάσουν τις ζωές τους για την ελευθερία.
Επικεφαλής των Κύπριων μουσουλμάνων ήταν ο Μεμής και ο Μουσταφάς, και είχαν αναλάβει με τους υπόλοιπους ομοθρήσκους τους να επιτεθούν στο φρούριο της Αμμοχώστου και να το καταλάβουν.
Ωστόσο, είχαν θέσει τους ακόλουθους όρους στους χριστιανούς συναγωνιστές τους: Μετά την απελευθέρωση του νησιού, και αφού θα βαπτίζονταν όλοι οι «Τουρκοκύπριοι» πάλι χριστιανοί, να διατηρήσουν ανέπαφες τις περιουσίες τους και στη πρώτη επισκοπή του νησιού που θα χήρευε, να εκλεγόταν μητροπολίτης ο θείος του Μεμή και του Μουσταφά που ονομαζόταν Παρθένιος.
Επίσης, «στον Πόντο, στην Κρήτη και στην Κύπρο οι καταπιεζόμενοι Έλληνες κατέφευγαν, όταν η τυραννία έφτανε στο απροχώρητο, στην εικονική ομαδική αποστασία. Εξισλαμίζονταν τυπικά αλλά διατηρούσαν μυστικά την πίστη των πατέρων τους. Ήταν οι λεγόμενοι Κρυπτο-Χριστιανοί. Στην Κύπρο οι Κρυπτοχριστιανοί ονομάζονταν λινομπάμπακοι και στον Πόντο Κλωστοί ή Κλωσμένοι».
Οι Μουσουλμάνοι της Κύπρου συμμετείχαν ή και πρωτοστάτησαν σε πολλές εξεγέρσεις κατά της οθωμανικής διοικητικής ασυδοσίας.
Ξεχωρίζουν η επανάσταση του Μεχμέτ Αγά Βογιατζίογλου, γύρω στα 1683, που κράτησε περίπου επτά χρόνια και κατεστάλη μετά από αποστολές στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία, κι εκείνη του Χαλήλ Αγά, σχεδόν ένα αιώνα αργότερα.
Το 1833, και ενώ έχει συσταθεί το πρώτο ελληνικό κράτος, ξέσπασε μεγάλη επανάσταση στην Κύπρο με ξεκάθαρους εθνικούς και απελευθερωτικούς στόχους.
Οι Κύπριοι αγωνιστές συσπειρώθηκαν γύρω από τρία κινήματα: α΄) υπό τον καλόγερο Ιωαννίκιο στην Καρπασία, β΄) υπό τον στρατηγό Νικόλαο Θησέα με επίκεντρο την περιοχή Λάρνακας – Σταυροβουνίου και γ΄) υπό τον μουσουλμάνο Κύπριο Γκιαούρ Ιμάμη στην επαρχία Πάφου. Και τα τρία κινήματα κατεστάλησαν σχετικά εύκολα από στρατεύματα που έστειλε η Πύλη στη νήσο από την κοντινή Μικρά Ασία.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Ελλάδας, οι Κύπριοι μουσουλμάνοι συχνά συντάχθηκαν ενεργά με τους χριστιανούς συμπατριώτες τους σε κοινούς απελευθερωτικούς ή κοινωνικούς αγώνες.
Οι λεγόμενοι «Τουρκοκύπριοι» παρέμειναν αποκλειστικά ελληνόφωνοι καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής, ενώ τα Ελληνικά (ως κυπριακή διάλεκτος) συνεχίζουν να είναι ακόμα και σήμερα η μητρική τους γλώσσα.
Μάλιστα οι Κύπριοι μουσουλμάνοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν αισθάνονταν να διαφέρουν σε τίποτα από τους ομόγλωσσους χριστιανούς συμπατριώτες τους, εκτός φυσικά από τη θρησκεία.
Ωστόσο, η Αγγλική Αποικιοκρατία που ξεκίνησε στο νησί από το 1878 ήταν εκείνη που ακολουθώντας το γνωστό δόγμα της, του «διαίρει και βασίλευε», φρόντισε να καλλιεργήσει με ζήλο την τουρκική εθνική συνείδηση στον ελληνόφωνο μουσουλμανικό πληθυσμό της νήσου.
Η τακτική αυτή αποσκοπούσε πρωτίστως να σπείρει τη διχόνοια μεταξύ του κυπριακού λαού.
Στη συνέχεια, οι χριστιανοί Κύπριοι που με βεβαιότητα θα πρόσβλεπαν στην ενότητα με τη μητέρα Ελλάδα, μοιραία θα ωθούσαν τους «Τούρκους» συμπατριώτες τους στην αγκαλιά, αν όχι της οθωμανικής ακόμα τότε Τουρκίας, σίγουρα στην ασφαλή αγκάλη της βρετανικής αποικιοκρατίας.
Οι χριστιανοί Κύπριοι βλέποντας στα πρόσωπα των «Τουρκοκυπρίων» τους παλαιούς δυνάστες τους και σε εκείνα των Βρετανών τους τωρινούς τους, θα ταύτιζαν αυτά τα δύο σε έναν κοινό εχθρό.
Και οι «Τουρκοκύπριοι» πλέον, φοβούμενοι για τις ζωές και τις περιουσίες τους, έθεσαν εαυτούς, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, στις υπηρεσίες των Βρετανών ως χωροφύλακες και μισθοφόροι της αποικιοκρατίας!
Έτσι οι Άγγλοι νόμισαν ότι μπορούσαν να κρατήσουν την Κύπρο για πάντα δική τους, με το να υποδαυλίζουν συστηματικά μέσω των ακούραστων πρακτόρων τους τα θρησκευτικά μίση, τα οποία ως καταστροφικό αποτέλεσμα είχαν τη δημιουργία εκ του μηδενός της υποτιθέμενης σήμερα ως «τουρκοκυπριακής» εθνικής μειονότητας, ονομάζοντας ως «Τούρκους», για μία ακόμη φορά στην ιστορία, τους Έλληνες μουσουλμάνους.
Αν όμως στην περίπτωση της Κύπρου, χριστιανοί και μουσουλμάνοι Έλληνες, τόσο ανόητα παρασύρθηκαν και διαιρέθηκαν από τις θρησκείες ώστε παρέδωσαν την πατρίδα τους βορά, αρχικά στους Άγγλους αποικιοκράτες, και μετά προκάλεσαν την (υποκινούμενη από τις Η.Π.Α.) τουρκική εισβολή και κατοχή του βόρειου μέρους του νησιού από το 1974 έως και σήμερα, το έτος 2002 μία μοναχική φωνή αλήθειας και διαμαρτυρίας υψώθηκε για τον τεχνητό διχασμό και μάλιστα από την πλευρά που δεν το περίμενε κανείς, των Τουρκοκυπρίων!
Ο Αχμέτ Έρντενκιζ, πρώην «πρόξενος» του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους στην Ουάσινγκτον, τόλμησε και δημοσίευσε μία ανατρεπτική έρευνά του γύρω από την καταγωγή των Κύπριων μουσουλμάνων, στο συλλογικό βιβλίο ένδεκα συνολικά «Τουρκοκυπρίων» ερευνητών και συγγραφέων με τίτλο «Λαογραφία III», το οποίο τυπώθηκε και τέθηκε σε κυκλοφορία με έξοδα του τουρκοκυπριακού «υπουργείου παιδείας».
Ο Έρντενκιζ στην έρευνά του υποστήριξε με παρρησία και επικαλούμενος ιστορικά στοιχεία και πηγές ότι οι «Τουρκοκύπριοι» δεν είναι τουρκικής καταγωγής, αλλά σύμπαντες εξισλαμισμένοι χριστιανοί. Μάλιστα το κείμενό του φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο, «Οι κρυπτοχριστιανοί στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην Κύπρο».
Ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο, την «προδοσία» του Έρντενκιζ ανέλαβαν να καταγγείλουν τα φερέφωνα του κατακτητή και οι εθνικιστές παντουρκιστές!
Στη συστηματική και ενορχηστρωμένη λασπολογία που εξαπολύθηκε κατά του γενναίου Κύπριου μουσουλμάνου διανοούμενου και πολιτικού, πρωτοστάτησε ο αρθρογράφος της εφημερίδας «Χαλκίν Σεσί» Λούτφι Οζτέρ, και αμέσως ακολούθησε η εθνικιστική εφημερίδα «Βόλκαν», εκφραστικό όργανο του «Εθνικού Λαϊκού Κινήματος».
Ο σάλος που προκλήθηκε στα κατεχόμενα της βόρειας Κύπρου πήρε τέτοιες διαστάσεις, που το «υπουργείο παιδείας» του ψευδοκράτους αναγκάστηκε να απαγορεύσει την κυκλοφορία του βιβλίου «Λαογραφία III» και να το αποσύρει από τις βιβλιοθήκες.
Ο Αχμέτ Έρντενκιζ, στην έρευνά του, δεν εκφέρει προσωπικές απόψεις, αλλά, όπως και ο ίδιος αναφέρει, βασίστηκε σε πηγές των ιστορικών Κώστα Κύρρη και Θεόδωρου Παπαδόπουλου, στα εκκλησιαστικά αρχεία της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, των θρησκευτικών δικαστηρίων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των αρχείων του Βατικανού. Τα ονόματα των κυπριακών περιοχών που οι κάτοικοι ήταν στο σύνολό τους «λινοβάμβακοι» (κρυπτοχριστιανοί εξισλαμισμένοι Έλληνες) αναφέρονται στα αρχεία της Προεδρίας Κυβερνήσεως της Τουρκίας (11/071905 και 22/02/1910) βάση της έρευνας του Μουφτή της Κύπρου Ζιγιάι Εφέντη.
Βεβαίως υπήρξαν και ομόθρησκοι του Έρντενκιζ που έσπευσαν να σταθούν γενναία στο πλευρό του.
Ο αρχαιολόγος Τουντζέρ Μπαγισκάν σε άρθρο του στην εφημερίδα «Αφρίκα» (14/02/2002), αφού επέκρινε τον Λουτφή Οζτέρ, πέρασε στην αντεπίθεση παραθέτοντας μία μαρτυρία ενός Κύπριου μουσουλμάνου της Καρπασίας για να αποδείξει ότι, όντως οι «Τουρκοκύπριοι» δεν έχουν τουρκική καταγωγή. Στο άρθρο του ο Μπαγισκάν, έγραψε σχετικά:
«Πριν από μερικά χρόνια, ενώ βρισκόμουν στην Καρπασία για αρχαιολογικές ανασκαφές πληροφορήθηκα την περιπέτεια ενός τουρκοκύπριου της περιοχής ο οποίος στη δεκαετία του ’30 μετέβη στην Τουρκία για να εγγραφεί στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή της Κωνσταντινούπολης. Οι στρατιωτικές αρχές μετά από σχετική έρευνα, απεφάνθησαν ότι ο εν λόγω Τουρκοκύπριος δεν είχε τουρκική καταγωγή και ως εκ τούτου δεν έγινε δεχτός στη Σχολή. Κατόπιν αυτού, ο Τουρκοκύπριος ενεγράφη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης. Ως πτυχιούχος επέστρεψε στην Κύπρο και συνεργάστηκε με τον ιατρό Αντώνη, αδελφό του Νίκου Σαμψών από το Βασίλι. Ο Τουρκοκύπριος (του οποίου δεν αναφέρεται το όνομα) ήταν γνωστός στην κοινότητα για τα εθνικιστικά του φρονήματα, εξελέγη «βουλευτής» και χρημάτισε «Υπουργός». Η κηδεία του έγινε σε τζαμί και σύμφωνα με τα όσα ισχύουν στη Μουσουλμανική θρησκεία».
Πέρα από αυτό το χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς οι ίδιοι οι Τούρκοι αντιμετώπιζαν τους μουσουλμάνους της Κύπρου, ο Μπαγισκάν αναφέρεται και στο βιβλίο του Αλή Κεμάλ Μεράμ με τίτλο «Οι μητέρες των Σουλτάνων», όπου μία προς μία αναφέρονται οι Ελληνίδες, Εβραίες, Ρωσίδες, Ιταλίδες και Ισπανίδες σουλτάνες.
Επίσης ο Μπαγισκάν αναφέρει και τη δήλωση του Κεμάλ Ατατούρκ, ότι «για αιώνες οι Οθωμανοί σφετερίστηκαν τα δικαιώματα των Τούρκων», όπου γίνεται ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ των γνήσιων μογγολίδων Τούρκων στην καταγωγή και της μεγάλης πλειοψηφίας των εξισλαμισμένων Οθωμανών, δηλαδή «τουρκεμένων» χριστιανών, ελληνικής, αρμενικής, βουλγαρικής, αλβανικής, σερβικής κ.α. καταγωγής. Βεβαίως, τι ειρωνεία να λέει ο Κεμάλ κάτι τέτοιο, που ήταν Εβραίος στην καταγωγή!
Αξίζει τώρα να δούμε, ποια είναι αυτά τα σημεία της έρευνας του Έρντενκιζ, που προκάλεσαν τη μήνη των φανατικών τουρκοφρόνων. Στη σελίδα 60 του βιβλίου αναφέρονται 27 ονόματα «τουρκοκυπριακών» χωριών (μεταξύ των οποίων: Ποταμιά, Λουρουτζίνα, Καντού, Κιβισίλι, Σκούλι, Πολεμίδια, Επισκοπή, Κόκκινα) των οποίων το σύνολο των κατοίκων είναι κρυπτοχριστιανοί. Πρόκειται για λατίνους ή Έλληνες που εξισλαμίστηκαν και αργότερα εκτουρκίστηκαν.
Στις σελίδες 66 και 67 αναφέρεται ότι ο εξισλαμισθείς χριστιανός έπαιρνε το τούρκικο ή αραβικό όνομα που αντιστοιχούσε στο προηγούμενο χριστιανικό του, π.χ. ο Ιωσήφ = Yusuf, η Μαρία = Meryem, ο Χριστόδουλος = Abdullah, ο Κωνσταντίνος = Omer, ο Νίκος = Hasan, ο Χριστοφής = Bayrdm κ.λ.π.
Στη σελίδα 69 μάλιστα σημειώνεται ότι μέχρι τον 19ο αιώνα, δηλαδή μέχρι την έλευση των Άγγλων στο νησί, υπήρχαν μουσουλμάνοι που χρησιμοποιούσαν και τα δύο ονόματα.
Στη σελίδα 104 μαθαίνουμε ότι οι πρώτοι «Τούρκοι» που πάτησαν το πόδι τους στην Κύπρο, ήταν Τουρκομάνοι από τη Νότια Ανατολία, Συρία, Λίβανο και Ιράκ. Επρόκειτο, κυρίως, για Κούρδους και Άραβες χριστιανούς.
Στη σελίδα 109 ο Έρντενκιζ γράφει, ότι σημαντικός αριθμός των ανδρών προγόνων των σημερινών «Τουρκοκυπρίων» ήταν μουσουλμάνοι αλλά όχι Τούρκοι, οι δε μητέρες στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήταν Ελληνίδες και δυτικοευρωπαίες.
Στη σελίδα 115 υποστηρίζει ότι οι διαμένοντες στην Καρπασία «Τούρκοι», έχουν λευκή επιδερμίδα, είναι ξανθοί και γαλανομάτηδες. Είναι όλοι τους εξισλαμισμένοι Έλληνες. Οι «Τουρκοκύπριοι» των χωριών Κιβισίλι, Μαρί, Πραστειό Πάφου και Μελούντα μέχρι το 1832 ήταν όλοι τους χριστιανοί.
Τα παραπάνω στοιχεία επειδή ακριβώς δεν προέρχονται από έναν Έλληνα ή έστω Ελληνοκύπριο ιστορικό, αλλά από επιφανή Κύπριο μουσουλμάνο, όπως είναι ο Αχμέτ Έρντενκιζ, οπωσδήποτε έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα και δείχνουν ακριβώς το κλίμα που επικρατεί μεταξύ των διανοούμενων «Τουρκοκυπρίων».
Οι μουσουλμάνοι της Κύπρου, άπαντες ελληνόφωνοι, αισθανόμενοι αιχμάλωτοι στην ίδια την πατρίδα τους από τον πολυάριθμο κατοχικό τουρκικό στρατό που τους «απελευθέρωσε» και τους «προστατεύει», έχουν αρχίσει πλέον και φωνάζουν, έστω δειλά, την ελληνική τους καταγωγή, ελπίζοντας πως η μητέρα Ελλάδα, της οποίας γνήσια τέκνα είναι και αυτοί, θα παύσει επιτέλους να θεωρεί ως «γνήσιους» Έλληνες μόνο τους ορθοδόξους χριστιανούς και θα αναγνωρίσει επιτέλους ως αληθινούς και καλούς Έλληνες, και τους εκατομμύρια ελληνόφωνους μουσουλμάνους όχι μόνο της Κύπρου, αλλά και του Πόντου, και της Μικράς Ασίας.
Στοιχεία της έρευνας δημοσιεύει σήμερα η εφημερίδα «Πολίτης». Η μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στις 16 Ιουνίου 2017 στο επιστημονικό περιοδικό «PlosOne», διενεργήθηκε τα τελευταία δύο χρόνια από πολυμελή και πολυεθνική ομάδα εξειδικευμένων επιστημόνων με επικεφαλής τον καθηγητή Μάριο Καριόλου του ΙΝΓΚ και τους στενούς του συνεργάτες δρα Αλέξανδρο Ηρακλείδη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και δρα Ήβη Πασιαρδή του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου.
Η ερευνητική ομάδα ανέλυσε τα τελευταία δύο χρόνια δείγματα DNA που έλαβε από 344 Ελληνοκύπριους άνδρες, με γεωγραφική κατανομή από όλη την επικράτεια της Κύπρου που δεν είχαν συγγενική σχέση μεταξύ τους και τα συνέκρινε με τα δείγματα 380 Τουρκοκυπρίων ανδρών που επίσης δεν είχαν οποιαδήποτε συγγενική σχέση μεταξύ τους.
Επιπρόσθετα, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι Τουρκοκύπριοι άνδρες είχαν κυπριακή καταγωγή (δηλαδή όχι έποικοι από το 1974 και εντεύθεν).
Οι πληροφορίες για το δείγμα των 380 Τουρκοκυπρίων λήφθηκαν από ένα δημόσια προσβάσιμο δείγμα πληθυσμού του οποίου το DNA ανέλυσε και δημοσίευσε το 2017 ο Τουρκοκύπριος γενετιστής Cemal Gurkan.
Ο λόγος που επιλέχθηκαν ανδρικά δείγματα είναι γιατί το ανδρικό χρωμόσωμα Υ στο 23ο ζεύγος των ανθρώπινων χρωμοσωμάτων (ΧΥ για τους άντρες και ΧΧ για τις γυναίκες) μεταφέρεται σχεδόν αυτούσιο από γενιά σε γενιά και έτσι μπορεί κανείς να ανιχνεύσει την καταγωγή πηγαίνοντας πολλές γενιές πίσω.
Οι μικρές αλλαγές που μπορεί να παρατηρηθούν στο ανδρικό χρωμόσωμα Υ (ή μεταλλάξεις στη γλώσσα της γενετικής) όπως αυτό κληροδοτείται από μία γενεά στην άλλη, βοηθούν και αυτές στις πληθυσμιακές γενετικές μελέτες.
Το επιστημονικό εύρημα της πληθυσμιακής γενετικής μελέτης είναι ότι η πατρική καταγωγή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων προέρχεται κυρίως από την ίδια γενετική δεξαμενή, σε βαθμό τέτοιο ώστε να θεωρείται περίπου πως πρόκειται για τον ίδιο πληθυσμό.
Προκύπτει επίσης ότι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μοιράζονται και μια πολύ στενή γενετική συγγένεια με τους κατοίκους του Λιβάνου αλλά και της Καλαβρίας στην Ιταλία.
Ενδιαφέρον είναι ότι τόσο Ελληνοκύπριοι όσο και Τουρκοκύπριοι φανερώνουν στενές γενετικές καταβολές και με τον ελληνικό πληθυσμό.
Τουρκοκύπριες με παραδοσιακές φορεσιές τους, παρόμοιες με των υπόλοιπων Ελλήνων των νησιών. Καμία σχέση με οθωμανική μόδα. Τα χαρακτηριστικά τους ελληνικά και όχι «ανατολίτικα» ή «μογγολικά».
Αν ανατρέξει κανείς στη γενεαλογία της τελευταίας χιλιετίας, όπως φαίνεται από την ανάλυση των απλοτύπων (σ.σ. όπου απλότυπος είναι η γενετική ταυτότητα του κάθε άνδρα στο χρωμόσωμα Υ, η οποία χρησιμοποιείται για ταυτοποιήσεις ατόμων που είναι συγγενικά), Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μοιράζονται μεταξύ τους πολύ περισσότερους απλότυπους απ’ όσους έχουν κοινούς με οποιονδήποτε άλλον πληθυσμό περιβάλλει την Κύπρο.Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι το 7-8% του πληθυσμού των δύο κοινοτήτων είναι μεταξύ τους κοντινοί συγγενείς εκ πατρός.
Οι Τουρκοκύπριοι εμφανίζονται επίσης να έχουν σε ένα ποσοστό 3% κοινούς απλότυπους με τους κατοίκους της Τουρκίας και ένα μικρότερο ποσοστό με κατοίκους διαφόρων χωρών της Βόρειας Αφρικής, κυρίως της Λιβύης.
Τόσο οι Ελληνοκύπριοι όσο και οι Τουρκοκύπριοι έχουν κοινούς απλότυπους με κατοίκους της Ελλάδας και του Λιβάνου, ενώ συγκεκριμένα οι Ελληνοκύπριοι έχουν κοινούς απλότυπους με κατοίκους της Αλβανίας.
Το γενικό γενετικό προφίλ των Κυπρίων (ιδιαίτερα των Ελληνοκυπρίων) όσον αφορά την πατρική καταγωγή μοιάζει με αυτό γηγενών πληθυσμών της Μικράς Ασίας και του νοτιοδυτικού Καυκάσου (π.χ. Αρμένιοι), καθώς και με τους Έλληνες της Κρήτης.
Η γενετική ομοιότητα με τους πληθυσμούς που κατοικούν στην Ελλάδα είναι μεγάλη, όχι όμως τόσο όσο με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, διότι από τον εξελληνισμό του νησιού με την κάθοδο των αχαϊκών φύλων μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει 3.500 χρόνια και στο μεταξύ οι απλότυποι-Υ μεταλλάχθηκαν, έτσι είναι αδύνατο να εντοπιστεί μεγάλος αριθμός κοινών απλοτύπων.
Στους Τουρκοκύπριους, η επιμιξία με τον τουρκικό πληθυσμό (βάσει πάντα του ανδρικού χρωμοσώματος Υ) είναι μικρή και φαίνεται να ήρθε αργά, πιθανότατα μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Οθωμανούς τον 16ο αιώνα.
Συνολικά, η ανάλυση του χρωμοσώματος Υ δείχνει ότι οι Κύπριοι βρίσκονται στη μέση μιας γενετικής εξάπλωσης που εκτείνεται από τη λεκάνη της Λεβαντίνης ώς τη νοτιοανατολική Ευρώπη και αποκαλύπτει ότι, παρά τις επιμέρους διαφορές στους απλότυπους, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μοιράζονται μια κοινή πατρική καταγωγή από την περίοδο πριν από την οθωμανική κυριαρχία στο νησί.
Με βάση την ιστορική και αρχαιολογική μαρτυρία, η παρουσία Ελληνοκυπρίων στο νησί αρχίζει την εποχή του Χαλκού (περίπου στα 1000 π.Χ.) και των Τουρκοκυπρίων την οθωμανική περίοδο (16ος αιώνας μ.Χ.).
Έτσι, αυτή η μεταξύ τους γενετική ομοιότητα (μεγαλύτερη από ό,τι με οποιονδήποτε άλλο πληθυσμό της γύρω περιοχής) θα μπορούσε να αποδοθεί είτε στην κοινή προοθωμανική καταγωγή και των δύο κοινοτήτων που διαφοροποιήθηκε (αλλά ακόμη διατηρούνται σημαντικές ομοιότητες) μετά την Οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου, είτε σε μια διαφορετική, όχι κυπριακή πατρική γενετική καταγωγή των Τουρκοκυπρίων (π.χ. τουρκική).
Ανάλυση της προέλευσης 24 κοινών απλοτύπων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων έδειξε ότι κανείς από αυτούς δεν συναντάται στην Τουρκία, επομένως δεν προκύπτει τουρκική καταγωγή.
Πολύ περισσότερο, το γεγονός ότι οι 20 από τους 24 κοινούς απλότυπους δεν υπάρχουν ούτε στη διεθνή βάση δεδομένων, δείχνει ότι συναντώνται μόνο στον τοπικό πληθυσμό της Κύπρου.
Την πληθυσμιακή γενετική μελέτη, η οποία δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό «Plos One», υπογράφουν οι: Αλέξανδρος Ηρακλείδης, Ήβη Πασιαρδή, Eva Fernandez-Dominguez, Stefania Bertoncini, Μάριος Χειμωνάς, Βασίλης Χριστοφή, Jonathan King, Bruce Budowle, Παναγιώτης Μανώλη και Μάριος Καριόλου. Οι πιο πάνω ερευνητές προέρχονται από: το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, τη Σχολή Μοριακής Ιατρικής Κύπρου, το Durham University, το University of Pisa και το University of North Texas Health Science Center.
Την πληθυσμιακή γενετική μελέτη, η οποία δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό «Plos One», υπογράφουν οι Αλέξανδρος Ηρακλείδης, Ήβη Πασιαρδή, Eva Fernandez-Dominguez, Stefania Bertoncini, Μάριος Χειμωνάς, Βασίλης Χριστοφή, Jonathan King, Bruce Budowle, Παναγιώτης Μανώλη και Μάριος Καριόλου.΄
Τι λέει η ιστορία
Η Οθωμανική εισβολή στην Κύπρο άρχισε στις 20 Ιουνίου 1570 και η Λευκωσία αλώθηκε την 9η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.Ο κυπριακός λαός που μέχρι πρότινος βρισκόταν υπό την σκληρή κατοχή των Ενετών πέρασε κάτω από τον ζυγό των Οθωμανών, οι οποίοι (όπως έπραξαν και στην Κρήτη) άρχισαν αμέσως να τους πιέζουν να ασπαστούν το Ισλάμ.
Και εδώ λοιπόν, πολλοί υπέκυψαν και άλλαξαν την πίστη τους.
Όμως αυτό δεν σημαίνει πως έπαψαν να είναι ελληνόφωνοι, ή και να εργάζονται για την απελευθέρωση της πατρίδας τους.
Έτσι, 30 χρόνια μετά την κατάκτηση της νήσου, το έτος 1600, βρίσκουμε τους Κύπριους να προετοιμάζουν επανάσταση σε συνεννόηση με τον δούκα της Σαβοΐας.
Το εγχείρημα έμοιαζε εύκολο, εφόσον οι Τούρκοι κατοχικοί στρατιώτες στο νησί δεν ξεπερνούσαν τους 4.800 και αυτοί διεσπαρμένοι κατά σώματα αποτελούμενα από διακόσιους και τριακόσιους άνδρες.
Στη συνωμοσία ενεργή συμμετοχή είχαν και οι Κύπριοι εξισλαμισμένοι, οι οποίοι αν και είχαν αλλάξει πίστη παρέμεναν Έλληνες στη συνείδηση και έτοιμοι να θυσιάσουν τις ζωές τους για την ελευθερία.
Επικεφαλής των Κύπριων μουσουλμάνων ήταν ο Μεμής και ο Μουσταφάς, και είχαν αναλάβει με τους υπόλοιπους ομοθρήσκους τους να επιτεθούν στο φρούριο της Αμμοχώστου και να το καταλάβουν.
Ωστόσο, είχαν θέσει τους ακόλουθους όρους στους χριστιανούς συναγωνιστές τους: Μετά την απελευθέρωση του νησιού, και αφού θα βαπτίζονταν όλοι οι «Τουρκοκύπριοι» πάλι χριστιανοί, να διατηρήσουν ανέπαφες τις περιουσίες τους και στη πρώτη επισκοπή του νησιού που θα χήρευε, να εκλεγόταν μητροπολίτης ο θείος του Μεμή και του Μουσταφά που ονομαζόταν Παρθένιος.
Επίσης, «στον Πόντο, στην Κρήτη και στην Κύπρο οι καταπιεζόμενοι Έλληνες κατέφευγαν, όταν η τυραννία έφτανε στο απροχώρητο, στην εικονική ομαδική αποστασία. Εξισλαμίζονταν τυπικά αλλά διατηρούσαν μυστικά την πίστη των πατέρων τους. Ήταν οι λεγόμενοι Κρυπτο-Χριστιανοί. Στην Κύπρο οι Κρυπτοχριστιανοί ονομάζονταν λινομπάμπακοι και στον Πόντο Κλωστοί ή Κλωσμένοι».
Οι Μουσουλμάνοι της Κύπρου συμμετείχαν ή και πρωτοστάτησαν σε πολλές εξεγέρσεις κατά της οθωμανικής διοικητικής ασυδοσίας.
Ξεχωρίζουν η επανάσταση του Μεχμέτ Αγά Βογιατζίογλου, γύρω στα 1683, που κράτησε περίπου επτά χρόνια και κατεστάλη μετά από αποστολές στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία, κι εκείνη του Χαλήλ Αγά, σχεδόν ένα αιώνα αργότερα.
Το 1833, και ενώ έχει συσταθεί το πρώτο ελληνικό κράτος, ξέσπασε μεγάλη επανάσταση στην Κύπρο με ξεκάθαρους εθνικούς και απελευθερωτικούς στόχους.
Οι Κύπριοι αγωνιστές συσπειρώθηκαν γύρω από τρία κινήματα: α΄) υπό τον καλόγερο Ιωαννίκιο στην Καρπασία, β΄) υπό τον στρατηγό Νικόλαο Θησέα με επίκεντρο την περιοχή Λάρνακας – Σταυροβουνίου και γ΄) υπό τον μουσουλμάνο Κύπριο Γκιαούρ Ιμάμη στην επαρχία Πάφου. Και τα τρία κινήματα κατεστάλησαν σχετικά εύκολα από στρατεύματα που έστειλε η Πύλη στη νήσο από την κοντινή Μικρά Ασία.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Ελλάδας, οι Κύπριοι μουσουλμάνοι συχνά συντάχθηκαν ενεργά με τους χριστιανούς συμπατριώτες τους σε κοινούς απελευθερωτικούς ή κοινωνικούς αγώνες.
Οι λεγόμενοι «Τουρκοκύπριοι» παρέμειναν αποκλειστικά ελληνόφωνοι καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής, ενώ τα Ελληνικά (ως κυπριακή διάλεκτος) συνεχίζουν να είναι ακόμα και σήμερα η μητρική τους γλώσσα.
Μάλιστα οι Κύπριοι μουσουλμάνοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν αισθάνονταν να διαφέρουν σε τίποτα από τους ομόγλωσσους χριστιανούς συμπατριώτες τους, εκτός φυσικά από τη θρησκεία.
Ωστόσο, η Αγγλική Αποικιοκρατία που ξεκίνησε στο νησί από το 1878 ήταν εκείνη που ακολουθώντας το γνωστό δόγμα της, του «διαίρει και βασίλευε», φρόντισε να καλλιεργήσει με ζήλο την τουρκική εθνική συνείδηση στον ελληνόφωνο μουσουλμανικό πληθυσμό της νήσου.
Η τακτική αυτή αποσκοπούσε πρωτίστως να σπείρει τη διχόνοια μεταξύ του κυπριακού λαού.
Στη συνέχεια, οι χριστιανοί Κύπριοι που με βεβαιότητα θα πρόσβλεπαν στην ενότητα με τη μητέρα Ελλάδα, μοιραία θα ωθούσαν τους «Τούρκους» συμπατριώτες τους στην αγκαλιά, αν όχι της οθωμανικής ακόμα τότε Τουρκίας, σίγουρα στην ασφαλή αγκάλη της βρετανικής αποικιοκρατίας.
Οι χριστιανοί Κύπριοι βλέποντας στα πρόσωπα των «Τουρκοκυπρίων» τους παλαιούς δυνάστες τους και σε εκείνα των Βρετανών τους τωρινούς τους, θα ταύτιζαν αυτά τα δύο σε έναν κοινό εχθρό.
Και οι «Τουρκοκύπριοι» πλέον, φοβούμενοι για τις ζωές και τις περιουσίες τους, έθεσαν εαυτούς, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, στις υπηρεσίες των Βρετανών ως χωροφύλακες και μισθοφόροι της αποικιοκρατίας!
Έτσι οι Άγγλοι νόμισαν ότι μπορούσαν να κρατήσουν την Κύπρο για πάντα δική τους, με το να υποδαυλίζουν συστηματικά μέσω των ακούραστων πρακτόρων τους τα θρησκευτικά μίση, τα οποία ως καταστροφικό αποτέλεσμα είχαν τη δημιουργία εκ του μηδενός της υποτιθέμενης σήμερα ως «τουρκοκυπριακής» εθνικής μειονότητας, ονομάζοντας ως «Τούρκους», για μία ακόμη φορά στην ιστορία, τους Έλληνες μουσουλμάνους.
Αν όμως στην περίπτωση της Κύπρου, χριστιανοί και μουσουλμάνοι Έλληνες, τόσο ανόητα παρασύρθηκαν και διαιρέθηκαν από τις θρησκείες ώστε παρέδωσαν την πατρίδα τους βορά, αρχικά στους Άγγλους αποικιοκράτες, και μετά προκάλεσαν την (υποκινούμενη από τις Η.Π.Α.) τουρκική εισβολή και κατοχή του βόρειου μέρους του νησιού από το 1974 έως και σήμερα, το έτος 2002 μία μοναχική φωνή αλήθειας και διαμαρτυρίας υψώθηκε για τον τεχνητό διχασμό και μάλιστα από την πλευρά που δεν το περίμενε κανείς, των Τουρκοκυπρίων!
Ο Αχμέτ Έρντενκιζ, πρώην «πρόξενος» του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους στην Ουάσινγκτον, τόλμησε και δημοσίευσε μία ανατρεπτική έρευνά του γύρω από την καταγωγή των Κύπριων μουσουλμάνων, στο συλλογικό βιβλίο ένδεκα συνολικά «Τουρκοκυπρίων» ερευνητών και συγγραφέων με τίτλο «Λαογραφία III», το οποίο τυπώθηκε και τέθηκε σε κυκλοφορία με έξοδα του τουρκοκυπριακού «υπουργείου παιδείας».
Ο Έρντενκιζ στην έρευνά του υποστήριξε με παρρησία και επικαλούμενος ιστορικά στοιχεία και πηγές ότι οι «Τουρκοκύπριοι» δεν είναι τουρκικής καταγωγής, αλλά σύμπαντες εξισλαμισμένοι χριστιανοί. Μάλιστα το κείμενό του φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο, «Οι κρυπτοχριστιανοί στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην Κύπρο».
Ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο, την «προδοσία» του Έρντενκιζ ανέλαβαν να καταγγείλουν τα φερέφωνα του κατακτητή και οι εθνικιστές παντουρκιστές!
Στη συστηματική και ενορχηστρωμένη λασπολογία που εξαπολύθηκε κατά του γενναίου Κύπριου μουσουλμάνου διανοούμενου και πολιτικού, πρωτοστάτησε ο αρθρογράφος της εφημερίδας «Χαλκίν Σεσί» Λούτφι Οζτέρ, και αμέσως ακολούθησε η εθνικιστική εφημερίδα «Βόλκαν», εκφραστικό όργανο του «Εθνικού Λαϊκού Κινήματος».
Ο σάλος που προκλήθηκε στα κατεχόμενα της βόρειας Κύπρου πήρε τέτοιες διαστάσεις, που το «υπουργείο παιδείας» του ψευδοκράτους αναγκάστηκε να απαγορεύσει την κυκλοφορία του βιβλίου «Λαογραφία III» και να το αποσύρει από τις βιβλιοθήκες.
Ο Αχμέτ Έρντενκιζ, στην έρευνά του, δεν εκφέρει προσωπικές απόψεις, αλλά, όπως και ο ίδιος αναφέρει, βασίστηκε σε πηγές των ιστορικών Κώστα Κύρρη και Θεόδωρου Παπαδόπουλου, στα εκκλησιαστικά αρχεία της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, των θρησκευτικών δικαστηρίων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των αρχείων του Βατικανού. Τα ονόματα των κυπριακών περιοχών που οι κάτοικοι ήταν στο σύνολό τους «λινοβάμβακοι» (κρυπτοχριστιανοί εξισλαμισμένοι Έλληνες) αναφέρονται στα αρχεία της Προεδρίας Κυβερνήσεως της Τουρκίας (11/071905 και 22/02/1910) βάση της έρευνας του Μουφτή της Κύπρου Ζιγιάι Εφέντη.
Βεβαίως υπήρξαν και ομόθρησκοι του Έρντενκιζ που έσπευσαν να σταθούν γενναία στο πλευρό του.
Ο αρχαιολόγος Τουντζέρ Μπαγισκάν σε άρθρο του στην εφημερίδα «Αφρίκα» (14/02/2002), αφού επέκρινε τον Λουτφή Οζτέρ, πέρασε στην αντεπίθεση παραθέτοντας μία μαρτυρία ενός Κύπριου μουσουλμάνου της Καρπασίας για να αποδείξει ότι, όντως οι «Τουρκοκύπριοι» δεν έχουν τουρκική καταγωγή. Στο άρθρο του ο Μπαγισκάν, έγραψε σχετικά:
«Πριν από μερικά χρόνια, ενώ βρισκόμουν στην Καρπασία για αρχαιολογικές ανασκαφές πληροφορήθηκα την περιπέτεια ενός τουρκοκύπριου της περιοχής ο οποίος στη δεκαετία του ’30 μετέβη στην Τουρκία για να εγγραφεί στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή της Κωνσταντινούπολης. Οι στρατιωτικές αρχές μετά από σχετική έρευνα, απεφάνθησαν ότι ο εν λόγω Τουρκοκύπριος δεν είχε τουρκική καταγωγή και ως εκ τούτου δεν έγινε δεχτός στη Σχολή. Κατόπιν αυτού, ο Τουρκοκύπριος ενεγράφη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης. Ως πτυχιούχος επέστρεψε στην Κύπρο και συνεργάστηκε με τον ιατρό Αντώνη, αδελφό του Νίκου Σαμψών από το Βασίλι. Ο Τουρκοκύπριος (του οποίου δεν αναφέρεται το όνομα) ήταν γνωστός στην κοινότητα για τα εθνικιστικά του φρονήματα, εξελέγη «βουλευτής» και χρημάτισε «Υπουργός». Η κηδεία του έγινε σε τζαμί και σύμφωνα με τα όσα ισχύουν στη Μουσουλμανική θρησκεία».
Πέρα από αυτό το χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς οι ίδιοι οι Τούρκοι αντιμετώπιζαν τους μουσουλμάνους της Κύπρου, ο Μπαγισκάν αναφέρεται και στο βιβλίο του Αλή Κεμάλ Μεράμ με τίτλο «Οι μητέρες των Σουλτάνων», όπου μία προς μία αναφέρονται οι Ελληνίδες, Εβραίες, Ρωσίδες, Ιταλίδες και Ισπανίδες σουλτάνες.
Επίσης ο Μπαγισκάν αναφέρει και τη δήλωση του Κεμάλ Ατατούρκ, ότι «για αιώνες οι Οθωμανοί σφετερίστηκαν τα δικαιώματα των Τούρκων», όπου γίνεται ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ των γνήσιων μογγολίδων Τούρκων στην καταγωγή και της μεγάλης πλειοψηφίας των εξισλαμισμένων Οθωμανών, δηλαδή «τουρκεμένων» χριστιανών, ελληνικής, αρμενικής, βουλγαρικής, αλβανικής, σερβικής κ.α. καταγωγής. Βεβαίως, τι ειρωνεία να λέει ο Κεμάλ κάτι τέτοιο, που ήταν Εβραίος στην καταγωγή!
Αξίζει τώρα να δούμε, ποια είναι αυτά τα σημεία της έρευνας του Έρντενκιζ, που προκάλεσαν τη μήνη των φανατικών τουρκοφρόνων. Στη σελίδα 60 του βιβλίου αναφέρονται 27 ονόματα «τουρκοκυπριακών» χωριών (μεταξύ των οποίων: Ποταμιά, Λουρουτζίνα, Καντού, Κιβισίλι, Σκούλι, Πολεμίδια, Επισκοπή, Κόκκινα) των οποίων το σύνολο των κατοίκων είναι κρυπτοχριστιανοί. Πρόκειται για λατίνους ή Έλληνες που εξισλαμίστηκαν και αργότερα εκτουρκίστηκαν.
Στις σελίδες 66 και 67 αναφέρεται ότι ο εξισλαμισθείς χριστιανός έπαιρνε το τούρκικο ή αραβικό όνομα που αντιστοιχούσε στο προηγούμενο χριστιανικό του, π.χ. ο Ιωσήφ = Yusuf, η Μαρία = Meryem, ο Χριστόδουλος = Abdullah, ο Κωνσταντίνος = Omer, ο Νίκος = Hasan, ο Χριστοφής = Bayrdm κ.λ.π.
Στη σελίδα 69 μάλιστα σημειώνεται ότι μέχρι τον 19ο αιώνα, δηλαδή μέχρι την έλευση των Άγγλων στο νησί, υπήρχαν μουσουλμάνοι που χρησιμοποιούσαν και τα δύο ονόματα.
Στη σελίδα 104 μαθαίνουμε ότι οι πρώτοι «Τούρκοι» που πάτησαν το πόδι τους στην Κύπρο, ήταν Τουρκομάνοι από τη Νότια Ανατολία, Συρία, Λίβανο και Ιράκ. Επρόκειτο, κυρίως, για Κούρδους και Άραβες χριστιανούς.
Στη σελίδα 109 ο Έρντενκιζ γράφει, ότι σημαντικός αριθμός των ανδρών προγόνων των σημερινών «Τουρκοκυπρίων» ήταν μουσουλμάνοι αλλά όχι Τούρκοι, οι δε μητέρες στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήταν Ελληνίδες και δυτικοευρωπαίες.
Στη σελίδα 115 υποστηρίζει ότι οι διαμένοντες στην Καρπασία «Τούρκοι», έχουν λευκή επιδερμίδα, είναι ξανθοί και γαλανομάτηδες. Είναι όλοι τους εξισλαμισμένοι Έλληνες. Οι «Τουρκοκύπριοι» των χωριών Κιβισίλι, Μαρί, Πραστειό Πάφου και Μελούντα μέχρι το 1832 ήταν όλοι τους χριστιανοί.
Τα παραπάνω στοιχεία επειδή ακριβώς δεν προέρχονται από έναν Έλληνα ή έστω Ελληνοκύπριο ιστορικό, αλλά από επιφανή Κύπριο μουσουλμάνο, όπως είναι ο Αχμέτ Έρντενκιζ, οπωσδήποτε έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα και δείχνουν ακριβώς το κλίμα που επικρατεί μεταξύ των διανοούμενων «Τουρκοκυπρίων».
Οι μουσουλμάνοι της Κύπρου, άπαντες ελληνόφωνοι, αισθανόμενοι αιχμάλωτοι στην ίδια την πατρίδα τους από τον πολυάριθμο κατοχικό τουρκικό στρατό που τους «απελευθέρωσε» και τους «προστατεύει», έχουν αρχίσει πλέον και φωνάζουν, έστω δειλά, την ελληνική τους καταγωγή, ελπίζοντας πως η μητέρα Ελλάδα, της οποίας γνήσια τέκνα είναι και αυτοί, θα παύσει επιτέλους να θεωρεί ως «γνήσιους» Έλληνες μόνο τους ορθοδόξους χριστιανούς και θα αναγνωρίσει επιτέλους ως αληθινούς και καλούς Έλληνες, και τους εκατομμύρια ελληνόφωνους μουσουλμάνους όχι μόνο της Κύπρου, αλλά και του Πόντου, και της Μικράς Ασίας.
Στην κεντρική φωτογραφία, μικρά παιδιά Τουρκοκύπριοι ντυμένοι με τις παραδοσιακές φορεσιές τους που είναι ελληνικές νησιωτικές. Οι μουσουλμάνοι της Κύπρου είχαν αλλάξει μόνο στη θρησκεία και καθόλου στις άλλες συνήθειές τους.
Πηγή: