Μετάφραση: Ελένη Χωρεάνθη
-1-
Άκουγα τις φωνές, και τις κραυγές της άκουγα
της δύστυχης Κολχίτισσας.
Μα πες μου εσύ, γερόντισσα,
καθόλου δεν μαλάκωσε ακόμα η οργή της;
Έφταναν ως έξω οι κραυγές της
κι από τις δύο πόρτες του σπιτιού της.
Και διόλου δεν χαιρόμουν με τις συμφορές
που έπεσαν πάνω της, γερόντισσα.
Γιατί πολύ τη συμπαθώ τη δύστυχη Κολχίτισσα.
-2 –
Ξανάκουσες, Δία και γη και φως,
στεναγμό τόσο πικρό όπως αυτόν
που η προδομένη, η δύστυχη
γυναίκα στο μοιρολόι της βγάζει;
Και συ, ανόητη Μήδεια,
κλαις για την κλίνη του απλησίαστου έρωτα;
Θα καταλήξεις στο θάνατο έτσι πιο γρήγορα.
Καθόλου αυτό μην το εύχεσαι.
Κι αν ο προκομμένος σου ο σύζυγος
σε καινούρια κρεβάτια τον έρωτα χαίρεται τώρα,
δεν του αξίζει να σκίζεις για κείνον τα μάγουλά σου.
Ο Δίας σε παραστέκει στις συμφορές που σε βρήκαν.
Μη φθείρεσαι άσκοπα, οδυρομένη,
στενάζοντας για έναν άπιστο σύζυγο.
-3-
Κλαίει και οδύρεται η δύστυχη,
κραυγές πολυστέναχτες βγάζει,
άγρια σκούζει κι οργίζεται,
τον επίορκο καταριέται τον άντρα της,
τον προδότη, τον άπιστο.
Τους θεούς ικετεύει για τ’ άδικα που έπαθε,
του Δία καλεί την ισότιμη Θέμιδα,
που είναι των όρκων προστάτιδα,
αυτήν που από απέναντι
στην Ελλάδα ολονύχτια την έφερε,
μέσα απ’ τη θάλασσα την απέραντη,
το στενό του Ελλησπόντου διαβαίνοντας.
-4-
Αχ, αχ! Δυστυχισμένη γυναίκα,
ποπό συμφορά που σε βρήκε, καημένη!
Τα βάσανά σου δεν έχουν ποτέ τελειωμό.
Προς τα πού θα τραβήξεις μια μέρα;
Ποιος θα δεχτεί να φιλοξενήσει εσένα;
Ποιο σπίτι, ποια χώρα μπορεί να βρεθεί
από τις συμφορές να σε σώσει εσένα;
Ποπό σε ποια φουρτούνα κακών αδιέξοδη
σ’ έριξε, Μήδεια, κάποιος θεός! Κακομοίρα.
-5-
Πάνω αναβλύζουν των ιερών ποταμών οι πηγές,
η δικαιοσύνη και τα πάντα ανατρέπονται πάλι.
Πονηρές των ανθρώπων οι σκέψεις
και στους θεούς η πίστη πια δεν στηρίζεται.
Θα δοξαστούμε, γυναίκες! Έφτασε η ώρα
να τιμηθεί και το γένος των γυναικών.
Κακογλωσσιά δεν θα μας τρώει πια τις γυναίκες.
Και θα πάψουν οι μούσες των γερασμένων ποιητών
τις απιστίες να υμνούν τις δικές μας.
Γιατί στο δικό μας μυαλό δεν όρισε ο Φοίβος,
της μουσικής ο προστάτης, το χάρισμα
να 'χουμε λύρας τραγούδια να λέμε κι εμείς
γιατί θα τα «ψέλναμε» στη γενιά των αντρών.
Αλλά η ζωή είναι ατέλειωτη κι είναι
ακόμα τόσα πολλά για των αντρών
και τη δική μας τη μοίρα να ειπωθούν...
Κι εσύ, Μήδεια, που τα παράτησες όλα:
σπίτι, πατρίδα και πλέοντας
ερωτευμένη παράφορα, τους δίδυμους βράχους
της θάλασσας πέρασες, και στην ξένη
τη γη κατοικείς, τον άπιστο
από την κλίνη σου χάνοντας σύζυγο,
δύστυχη, κι από τούτη τη χώρα
ταπεινωμένη θα φύγεις, εξόριστη...
Σεβασμός δεν υπάρχει στους όρκους,
και ντροπή στη μεγάλη Ελλάδα δεν έχει
απομείνει, πάει πέταξε στα ουράνια.
Για σένα πια δεν υπάρχουν τα πατρικά σου
παλάτια, δυστυχισμένη, για να γλιτώσεις
απ' τις συμφορές σου εκεί. Κι από την κλίνη σου
μια ισχυρότερη άλλη βασίλισσα
στα παλάτια σου πρόβαλε.
Οπόταν σφοδροί ορμήσανε
οι έρωτες, φήμη καλή και τιμή
στους ανθρώπους δεν έδωκαν.
Μα, όταν έρθει σαν αύρα η Κύπριδα
καμιά άλλη θεά τέτοια χάρη δεν έχει.
Ποτέ, δέσποινά μου, μη σημαδέψεις εμένα
με των ολόχρυσων τόξων τ’ αλάθητα βέλη
βουτηγμένα στον πόθο.
Εμένα η φρονιμάδα μου αρκεί,
δώρημα των θεών ωραιότατο.
Και ποτέ ακατάσχετη οργή
κι αχόρταγα μίση
την καρδιά ξεσηκώνοντας
σε αλλωνών μη με ρίξει κρεβάτια
η ακαταμάχητη Κύπριδα,
τ’ αγαπημένα ζευγάρια σεβόμενη,
ας αφήνει σε κάθε γυναίκα τον άντρα της.
-6-
Αχ, πατρίδα, σπιτάκι μου, αχ, μη γίνω απάτριδη
της δυστυχίας τον ανυπόφερτο
περνώντας καιρό των οικτροτάτων βασάνων.
Θάνατος! Καλύτερα ο θάνατος εμένα ας με πάρει
προτού ξημερώσει μια τέτοια ημέρα.
Κόπος πιο ανυπόφερτος άλλος δεν είναι
απ’ το να σου στερήσουν τη γη των πατέρων σου.
Τα είδαμε, δεν λέμε ό,τι από άλλους ακούσαμε.
Εσένα δα, δύστυχη, μήτε η πόλη
μήτε ένας φίλος δεν σε λυπήθηκε
που τόσο σκληρά βασανίστηκες.
Ας ήταν να χαθεί ο αχάριστος
που δεν συντρέχει τους φίλους του
και δεν τους τιμάει
και της καθαρής του καρδιάς δεν ανοίγει τα φύλλα.
Εγώ θαρρώ πως φίλος αυτός
ποτέ δεν υπήρξε.
-7-
Από παλιά ευτυχισμένοι οι Ερεχθίδες
και μακαρισμένων θεών παιδιά
κι από την ιερή και απόρθητη χώρα τους
την ενδοξότατη σοφία αιώνια τρυγώντας,
μες στον ολόλαμπρο αλαφρο-
περπατώντας αιθέρα,
εκεί όπου κάποτε, λένε, πως η Ξανθή
Αρμονία, τις εννέα γέννησε Μούσες.
Κι απ’ τις πανέμορφες ροές του ποταμού Κηφισού
τις γλυκόπνοες, η Κύπριδα συνάζοντας αύρες
κατακλύζει, όπως λένε, μ’ απαλό αεράκι τη χώρα.
Στα μαλλιά της πάντα στεφάνι φοράει
μ’ ευωδερά πλεγμένο τριαντάφυλλα,
και πλάι στη σοφία να κάθονται στέλλει
τους έρωτες σε κάθε αρετή συνεργούς.
Πώς λοιπόν μπορεί να δεχτεί
των ιερών ποταμών η πόλη
ή των φίλων η φιλόξενη χώρα
εσέ την ανόσια γυναίκα, την παιδοκτόνο,
όπως δέχεται όλους τους άλλους;
Σκέψου, τη σφαγή των παιδιών σου,
σκέψου ποιο φόνο θα κάνεις!
Όχι! Γονατιστές σε ικετεύομε όλες,
με πόνο ψυχής και καρδιάς σε ικετεύομε,
τα παιδιά σου να μην τα σκοτώσεις.
Πώς θα θαρρέψει η ψυχή σου ή
πώς εσύ με το χέρι σου,
τη φοβερή πού θα ’βρεις την τόλμη
στην καρδιά των παιδιών σου
το μαχαίρι να μπήξεις;
Και πώς, βλέποντάς τα μπροστά σου,
αδάκρυτη μοίρα θανάτου
στα παιδιά σου θα δώσεις;
Δεν θα μπορέσεις, όταν θα δεις τα παιδιά σου
να γονατίζουν μπροστά σου ικετεύοντας,
ν’ απλώσεις φονικό χέρι πάνω τους
με ψυχή τολμηρή.
-8-
Τώρα ελπίδα καμιά
για τη ζωή των παιδιών της
δεν μου απόμεινε πια.
Γιατί βρίσκονται κιόλας μέσα στου χάρου τα δόντια.
Θα δεχτεί και η νύφη των χρυσών στεφανιών
την κακή της η δόλια τη μοίρα.
Στην ξανθή της θα βάλει την κόμη
στολίδι τον Άδη
με τα ίδια τα χέρια της.
Η λαμπεράδα κι η χάρη θα την πλανέψει
και θα τυλίξει στο κορμί της τον πέπλο
και στα μαλλιά της θα βάλει το στέμμα
και κοντά στους νεκρούς
θα ντυθεί πια για νύφη...
Σε τέτοια πλεκτάνη και μοίρα θανάτου
η δύστυχη θα εμπλακεί.
Μα και συ, αχ, ταλαίπωρε, κακοπάντρευτε
σύζυγε της βασιλοπούλας,
στα παιδιά σου ανίδεος τον όλεθρο
φέρνεις και σε κείνη τη δύστυχη σύζυγό
σου φρικαλεότατο θάνατο.
Δύστυχε, η μοίρα κι εσένα τι σου ’γραφε...
Αχ, και για σένα ξανά αναστενάζω, ταλαίπωρη
μάνα παιδιών, που εσύ θα σκοτώσεις
τα παιδιά που η ίδια τα γέννησες,
εξαιτίας μιας άλλης γυναίκας που αγάπησε ο άντρας σου
και παρατώντας τα σε σένα, παράνομα
τώρα συζεί και πλαγιάζει με κείνη...
-9-
Πολλές φορές έχω σκεφτεί * ως τώρα και συλλογιστεί
και μέσα από συλλογισμούς * εγώ πέρασα λεπτούς
παρά πολύ ξεπέρασα * τα όρια, και γέρασα,
που οι γυναίκες δα μπορούν * και πρέπει τους να ερευνούν
το νόημα της ζωής να βρουν. *
Είναι μια μούσα και για μας * και στο πλευρό της καθεμιάς
γυναίκας να την οδηγεί * προς της σοφίας την πηγή.
Όχι σε όλες. Λιγοστές, * –μία στις χίλιες τις κουτές–
οι στερημένες είμαστε * από σοφία οι δύστυχες.
Και λέω λοιπόν όσοι θνητοί * παιδί δεν ξέρουν τι θα πει,
γιατί δεν έθρεψαν παιδί, * αυτοί πως είναι τυχεροί
θνητοί και ευτυχέστεροι. * Οι άτεκνοι που αγνοούν
αν φέρνουν γλύκα στους θνητούς * ή πόνο τα παιδιά τους,
αφού δεν γέννησαν παιδιά * ζουν μακριά από παιδεμούς
και βάσανα άφθονα, πολλά. *
Και σ’ όσα σπίτια είναι παιδιών * γλυκό ζωής βλαστάρι,
για τους γονιούς καμάρι, * βλέπω να κατατρύχονται
κι ολοζωής να φθείρονται * να τ’ αναθρέψουνε καλά
να τους αφήσουν αγαθά * χωρίς να ξέρουν κι αγνοούν
αν γι’ άχρηστα παιδιά μοχθούν * ή για καλά αγωνίζονται.
Και το χειρότερο κακό * για τους θνητούς είναι αυτό
που εγώ δημόσια θα πω:
Μπορεί να βρήκαν αγαθά * απ' τους γονιούς τους περισσά
και ν’ άνθισε και το κορμί * στην ήβη, κι άνθρωποι καλοί
να γίνανε. Μα ξαφνικά * της ευτυχίας η χαρά
πέταξε, και στα σκοτεινά * πήρε τα όμορφα κορμιά
ο Θάνατος! Ποια απολαβή * απ' των παιδιών την προκοπή
έχουν οι άμοιροι θνητοί * που τους ορίζουν οι θεοί
τέτοια ζωή μαρτυρική;
-10-
Ω, δύστυχη κόρη του Κρέοντα,
για τις συμφορές που σε βρήκαν
λυπούμαστε και θρηνούμε για σένα
που διαβαίνεις τις πύλες του Άδη
εξαιτίας των γάμων σου με τον Ιάσονα...
Γη και πάμφωτη του Ήλιου ακτίνα,
δείτε, δείτε την άθλια γυναίκα
προτού ν’ απλώσει αιματόβρεχτο,
φονικό, παιδοκτόνο το χέρι της στα παιδιά.
Απ’ τη δική σου δα τη χρυσή γενεά
και τούτη βλάστησε η θνητή,
κι είναι φρικτό αίμα θεού στη γη
απ' των ανθρώπων το χέρι να χυθεί.
Αλλά, φως διογέννητο, εμπό-
δισέ την, σταμάτησέ την,
βγάλε την απ’ το σπίτι
την άθλια φόνισσα, την Ερινύα
που θεοί τιμωροί στο φονικό την ωθούν.
Μάταια μόχθησες για τα παιδιά σου,
μάταια λοιπόν τ’ αγαπημένα σου γέννησες τέκνα,
αχ, εσύ που απ’ των μαύρων Συμπληγάδων
το αφιλόξενο στενό διάβηκες πέρασμα.
Δυστυχισμένη, γιατί στα φρένα σου βαριά
οργή ορμάει και στο ακατονόμαστο
ετούτο σε σπρώχνει φονικό;
Γιατί φοβερό είναι το μίασμα
απ’ τους θνητούς συγγενικό
στη γη όταν χύνεται αίμα,
κι απ’ τους θεούς συμφορές
θα πέφτουν μαζί απανωτές
στα σπίτια των παιδοκτόνων.
Άθλια μάνα, πώς μπόρεσες,
πέτρα ήσουν ή σίδερο,
και τα παιδιά σου τα ίδια,
τη σάρκα απ’ τη σάρκα σου,
με τα ίδια τα χέρια σου σκότωσες;
Μια, μόνο μια και μοναδική, όπως λένε,
γυναίκα στον κόσμο ως τώρα
φονικό στα παιδιά της άπλωσε χέρι,
η Ινώ, απ’ τους θεούς τρελαμένη,
όταν του Δία η σύζυγος
τρελή απ’ τα παλάτια την πέταξε έξω.
Και στην άκρη της θάλασσας
η ταλαίπωρη φτάνοντας
πηδάει και πέφτει στο πέλαγος
μαζί με τα δυο της παιδιά και πεθαίνει.
Τι λοιπόν φοβερότερο θα μπορούσε να γίνει;
Έλεος πια, πολυβάσανο
κρεβάτι των γυναικών!
Πόσα και πόσα κακά στους θνητούς
δεν προξένησες δα!
(Παλαιό Φάληρο 1999, Ιούνιος 2017)
-1-
Άκουγα τις φωνές, και τις κραυγές της άκουγα
της δύστυχης Κολχίτισσας.
Μα πες μου εσύ, γερόντισσα,
καθόλου δεν μαλάκωσε ακόμα η οργή της;
Έφταναν ως έξω οι κραυγές της
κι από τις δύο πόρτες του σπιτιού της.
Και διόλου δεν χαιρόμουν με τις συμφορές
που έπεσαν πάνω της, γερόντισσα.
Γιατί πολύ τη συμπαθώ τη δύστυχη Κολχίτισσα.
-2 –
Ξανάκουσες, Δία και γη και φως,
στεναγμό τόσο πικρό όπως αυτόν
που η προδομένη, η δύστυχη
γυναίκα στο μοιρολόι της βγάζει;
Και συ, ανόητη Μήδεια,
κλαις για την κλίνη του απλησίαστου έρωτα;
Θα καταλήξεις στο θάνατο έτσι πιο γρήγορα.
Καθόλου αυτό μην το εύχεσαι.
Κι αν ο προκομμένος σου ο σύζυγος
σε καινούρια κρεβάτια τον έρωτα χαίρεται τώρα,
δεν του αξίζει να σκίζεις για κείνον τα μάγουλά σου.
Ο Δίας σε παραστέκει στις συμφορές που σε βρήκαν.
Μη φθείρεσαι άσκοπα, οδυρομένη,
στενάζοντας για έναν άπιστο σύζυγο.
-3-
Κλαίει και οδύρεται η δύστυχη,
κραυγές πολυστέναχτες βγάζει,
άγρια σκούζει κι οργίζεται,
τον επίορκο καταριέται τον άντρα της,
τον προδότη, τον άπιστο.
Τους θεούς ικετεύει για τ’ άδικα που έπαθε,
του Δία καλεί την ισότιμη Θέμιδα,
που είναι των όρκων προστάτιδα,
αυτήν που από απέναντι
στην Ελλάδα ολονύχτια την έφερε,
μέσα απ’ τη θάλασσα την απέραντη,
το στενό του Ελλησπόντου διαβαίνοντας.
-4-
Αχ, αχ! Δυστυχισμένη γυναίκα,
ποπό συμφορά που σε βρήκε, καημένη!
Τα βάσανά σου δεν έχουν ποτέ τελειωμό.
Προς τα πού θα τραβήξεις μια μέρα;
Ποιος θα δεχτεί να φιλοξενήσει εσένα;
Ποιο σπίτι, ποια χώρα μπορεί να βρεθεί
από τις συμφορές να σε σώσει εσένα;
Ποπό σε ποια φουρτούνα κακών αδιέξοδη
σ’ έριξε, Μήδεια, κάποιος θεός! Κακομοίρα.
-5-
Πάνω αναβλύζουν των ιερών ποταμών οι πηγές,
η δικαιοσύνη και τα πάντα ανατρέπονται πάλι.
Πονηρές των ανθρώπων οι σκέψεις
και στους θεούς η πίστη πια δεν στηρίζεται.
Θα δοξαστούμε, γυναίκες! Έφτασε η ώρα
να τιμηθεί και το γένος των γυναικών.
Κακογλωσσιά δεν θα μας τρώει πια τις γυναίκες.
Και θα πάψουν οι μούσες των γερασμένων ποιητών
τις απιστίες να υμνούν τις δικές μας.
Γιατί στο δικό μας μυαλό δεν όρισε ο Φοίβος,
της μουσικής ο προστάτης, το χάρισμα
να 'χουμε λύρας τραγούδια να λέμε κι εμείς
γιατί θα τα «ψέλναμε» στη γενιά των αντρών.
Αλλά η ζωή είναι ατέλειωτη κι είναι
ακόμα τόσα πολλά για των αντρών
και τη δική μας τη μοίρα να ειπωθούν...
Κι εσύ, Μήδεια, που τα παράτησες όλα:
σπίτι, πατρίδα και πλέοντας
ερωτευμένη παράφορα, τους δίδυμους βράχους
της θάλασσας πέρασες, και στην ξένη
τη γη κατοικείς, τον άπιστο
από την κλίνη σου χάνοντας σύζυγο,
δύστυχη, κι από τούτη τη χώρα
ταπεινωμένη θα φύγεις, εξόριστη...
Σεβασμός δεν υπάρχει στους όρκους,
και ντροπή στη μεγάλη Ελλάδα δεν έχει
απομείνει, πάει πέταξε στα ουράνια.
Για σένα πια δεν υπάρχουν τα πατρικά σου
παλάτια, δυστυχισμένη, για να γλιτώσεις
απ' τις συμφορές σου εκεί. Κι από την κλίνη σου
μια ισχυρότερη άλλη βασίλισσα
στα παλάτια σου πρόβαλε.
Οπόταν σφοδροί ορμήσανε
οι έρωτες, φήμη καλή και τιμή
στους ανθρώπους δεν έδωκαν.
Μα, όταν έρθει σαν αύρα η Κύπριδα
καμιά άλλη θεά τέτοια χάρη δεν έχει.
Ποτέ, δέσποινά μου, μη σημαδέψεις εμένα
με των ολόχρυσων τόξων τ’ αλάθητα βέλη
βουτηγμένα στον πόθο.
Εμένα η φρονιμάδα μου αρκεί,
δώρημα των θεών ωραιότατο.
Και ποτέ ακατάσχετη οργή
κι αχόρταγα μίση
την καρδιά ξεσηκώνοντας
σε αλλωνών μη με ρίξει κρεβάτια
η ακαταμάχητη Κύπριδα,
τ’ αγαπημένα ζευγάρια σεβόμενη,
ας αφήνει σε κάθε γυναίκα τον άντρα της.
-6-
Αχ, πατρίδα, σπιτάκι μου, αχ, μη γίνω απάτριδη
της δυστυχίας τον ανυπόφερτο
περνώντας καιρό των οικτροτάτων βασάνων.
Θάνατος! Καλύτερα ο θάνατος εμένα ας με πάρει
προτού ξημερώσει μια τέτοια ημέρα.
Κόπος πιο ανυπόφερτος άλλος δεν είναι
απ’ το να σου στερήσουν τη γη των πατέρων σου.
Τα είδαμε, δεν λέμε ό,τι από άλλους ακούσαμε.
Εσένα δα, δύστυχη, μήτε η πόλη
μήτε ένας φίλος δεν σε λυπήθηκε
που τόσο σκληρά βασανίστηκες.
Ας ήταν να χαθεί ο αχάριστος
που δεν συντρέχει τους φίλους του
και δεν τους τιμάει
και της καθαρής του καρδιάς δεν ανοίγει τα φύλλα.
Εγώ θαρρώ πως φίλος αυτός
ποτέ δεν υπήρξε.
-7-
Από παλιά ευτυχισμένοι οι Ερεχθίδες
και μακαρισμένων θεών παιδιά
κι από την ιερή και απόρθητη χώρα τους
την ενδοξότατη σοφία αιώνια τρυγώντας,
μες στον ολόλαμπρο αλαφρο-
περπατώντας αιθέρα,
εκεί όπου κάποτε, λένε, πως η Ξανθή
Αρμονία, τις εννέα γέννησε Μούσες.
Κι απ’ τις πανέμορφες ροές του ποταμού Κηφισού
τις γλυκόπνοες, η Κύπριδα συνάζοντας αύρες
κατακλύζει, όπως λένε, μ’ απαλό αεράκι τη χώρα.
Στα μαλλιά της πάντα στεφάνι φοράει
μ’ ευωδερά πλεγμένο τριαντάφυλλα,
και πλάι στη σοφία να κάθονται στέλλει
τους έρωτες σε κάθε αρετή συνεργούς.
Πώς λοιπόν μπορεί να δεχτεί
των ιερών ποταμών η πόλη
ή των φίλων η φιλόξενη χώρα
εσέ την ανόσια γυναίκα, την παιδοκτόνο,
όπως δέχεται όλους τους άλλους;
Σκέψου, τη σφαγή των παιδιών σου,
σκέψου ποιο φόνο θα κάνεις!
Όχι! Γονατιστές σε ικετεύομε όλες,
με πόνο ψυχής και καρδιάς σε ικετεύομε,
τα παιδιά σου να μην τα σκοτώσεις.
Πώς θα θαρρέψει η ψυχή σου ή
πώς εσύ με το χέρι σου,
τη φοβερή πού θα ’βρεις την τόλμη
στην καρδιά των παιδιών σου
το μαχαίρι να μπήξεις;
Και πώς, βλέποντάς τα μπροστά σου,
αδάκρυτη μοίρα θανάτου
στα παιδιά σου θα δώσεις;
Δεν θα μπορέσεις, όταν θα δεις τα παιδιά σου
να γονατίζουν μπροστά σου ικετεύοντας,
ν’ απλώσεις φονικό χέρι πάνω τους
με ψυχή τολμηρή.
-8-
Τώρα ελπίδα καμιά
για τη ζωή των παιδιών της
δεν μου απόμεινε πια.
Γιατί βρίσκονται κιόλας μέσα στου χάρου τα δόντια.
Θα δεχτεί και η νύφη των χρυσών στεφανιών
την κακή της η δόλια τη μοίρα.
Στην ξανθή της θα βάλει την κόμη
στολίδι τον Άδη
με τα ίδια τα χέρια της.
Η λαμπεράδα κι η χάρη θα την πλανέψει
και θα τυλίξει στο κορμί της τον πέπλο
και στα μαλλιά της θα βάλει το στέμμα
και κοντά στους νεκρούς
θα ντυθεί πια για νύφη...
Σε τέτοια πλεκτάνη και μοίρα θανάτου
η δύστυχη θα εμπλακεί.
Μα και συ, αχ, ταλαίπωρε, κακοπάντρευτε
σύζυγε της βασιλοπούλας,
στα παιδιά σου ανίδεος τον όλεθρο
φέρνεις και σε κείνη τη δύστυχη σύζυγό
σου φρικαλεότατο θάνατο.
Δύστυχε, η μοίρα κι εσένα τι σου ’γραφε...
Αχ, και για σένα ξανά αναστενάζω, ταλαίπωρη
μάνα παιδιών, που εσύ θα σκοτώσεις
τα παιδιά που η ίδια τα γέννησες,
εξαιτίας μιας άλλης γυναίκας που αγάπησε ο άντρας σου
και παρατώντας τα σε σένα, παράνομα
τώρα συζεί και πλαγιάζει με κείνη...
-9-
Πολλές φορές έχω σκεφτεί * ως τώρα και συλλογιστεί
και μέσα από συλλογισμούς * εγώ πέρασα λεπτούς
παρά πολύ ξεπέρασα * τα όρια, και γέρασα,
που οι γυναίκες δα μπορούν * και πρέπει τους να ερευνούν
το νόημα της ζωής να βρουν. *
Είναι μια μούσα και για μας * και στο πλευρό της καθεμιάς
γυναίκας να την οδηγεί * προς της σοφίας την πηγή.
Όχι σε όλες. Λιγοστές, * –μία στις χίλιες τις κουτές–
οι στερημένες είμαστε * από σοφία οι δύστυχες.
Και λέω λοιπόν όσοι θνητοί * παιδί δεν ξέρουν τι θα πει,
γιατί δεν έθρεψαν παιδί, * αυτοί πως είναι τυχεροί
θνητοί και ευτυχέστεροι. * Οι άτεκνοι που αγνοούν
αν φέρνουν γλύκα στους θνητούς * ή πόνο τα παιδιά τους,
αφού δεν γέννησαν παιδιά * ζουν μακριά από παιδεμούς
και βάσανα άφθονα, πολλά. *
Και σ’ όσα σπίτια είναι παιδιών * γλυκό ζωής βλαστάρι,
για τους γονιούς καμάρι, * βλέπω να κατατρύχονται
κι ολοζωής να φθείρονται * να τ’ αναθρέψουνε καλά
να τους αφήσουν αγαθά * χωρίς να ξέρουν κι αγνοούν
αν γι’ άχρηστα παιδιά μοχθούν * ή για καλά αγωνίζονται.
Και το χειρότερο κακό * για τους θνητούς είναι αυτό
που εγώ δημόσια θα πω:
Μπορεί να βρήκαν αγαθά * απ' τους γονιούς τους περισσά
και ν’ άνθισε και το κορμί * στην ήβη, κι άνθρωποι καλοί
να γίνανε. Μα ξαφνικά * της ευτυχίας η χαρά
πέταξε, και στα σκοτεινά * πήρε τα όμορφα κορμιά
ο Θάνατος! Ποια απολαβή * απ' των παιδιών την προκοπή
έχουν οι άμοιροι θνητοί * που τους ορίζουν οι θεοί
τέτοια ζωή μαρτυρική;
-10-
Ω, δύστυχη κόρη του Κρέοντα,
για τις συμφορές που σε βρήκαν
λυπούμαστε και θρηνούμε για σένα
που διαβαίνεις τις πύλες του Άδη
εξαιτίας των γάμων σου με τον Ιάσονα...
Γη και πάμφωτη του Ήλιου ακτίνα,
δείτε, δείτε την άθλια γυναίκα
προτού ν’ απλώσει αιματόβρεχτο,
φονικό, παιδοκτόνο το χέρι της στα παιδιά.
Απ’ τη δική σου δα τη χρυσή γενεά
και τούτη βλάστησε η θνητή,
κι είναι φρικτό αίμα θεού στη γη
απ' των ανθρώπων το χέρι να χυθεί.
Αλλά, φως διογέννητο, εμπό-
δισέ την, σταμάτησέ την,
βγάλε την απ’ το σπίτι
την άθλια φόνισσα, την Ερινύα
που θεοί τιμωροί στο φονικό την ωθούν.
Μάταια μόχθησες για τα παιδιά σου,
μάταια λοιπόν τ’ αγαπημένα σου γέννησες τέκνα,
αχ, εσύ που απ’ των μαύρων Συμπληγάδων
το αφιλόξενο στενό διάβηκες πέρασμα.
Δυστυχισμένη, γιατί στα φρένα σου βαριά
οργή ορμάει και στο ακατονόμαστο
ετούτο σε σπρώχνει φονικό;
Γιατί φοβερό είναι το μίασμα
απ’ τους θνητούς συγγενικό
στη γη όταν χύνεται αίμα,
κι απ’ τους θεούς συμφορές
θα πέφτουν μαζί απανωτές
στα σπίτια των παιδοκτόνων.
Άθλια μάνα, πώς μπόρεσες,
πέτρα ήσουν ή σίδερο,
και τα παιδιά σου τα ίδια,
τη σάρκα απ’ τη σάρκα σου,
με τα ίδια τα χέρια σου σκότωσες;
Μια, μόνο μια και μοναδική, όπως λένε,
γυναίκα στον κόσμο ως τώρα
φονικό στα παιδιά της άπλωσε χέρι,
η Ινώ, απ’ τους θεούς τρελαμένη,
όταν του Δία η σύζυγος
τρελή απ’ τα παλάτια την πέταξε έξω.
Και στην άκρη της θάλασσας
η ταλαίπωρη φτάνοντας
πηδάει και πέφτει στο πέλαγος
μαζί με τα δυο της παιδιά και πεθαίνει.
Τι λοιπόν φοβερότερο θα μπορούσε να γίνει;
Έλεος πια, πολυβάσανο
κρεβάτι των γυναικών!
Πόσα και πόσα κακά στους θνητούς
δεν προξένησες δα!
(Παλαιό Φάληρο 1999, Ιούνιος 2017)
Πηγή:
diastixo.gr