Ένα από τα τελευταία αρχαία δημόσια
οικοδομήματα του αρχαίου λιμανιού της Σαλαμίνας, ενδεχομένως εκείνο που
είδε και αναφέρει στην Περιήγησή του ο Παυσανίας, κατά τον ύστερο 2ο αι.
μ.Χ. αποκάλυψε η αρχαιολογική έρευνα.
Η έρευνα πραγματοποιείται στο πλαίσιο
τριετούς προγράμματος συνεργασίας (2016-2018), μεταξύ της Εφορείας
Εναλίων Αρχαιοτήτων (ΕΕΑ) του ΥΠΠΟΑ και του Ινστιτούτου Εναλίων
Αρχαιολογικών Ερευνών (ΙΕΝΑΕ), υπό την διεύθυνση της Δρ. Αγγελικής
Σίμωσι, προϊσταμένης της Εφορείας και του Γιάννου Γ. Λώλου, καθηγητή του
πανεπιστημίου Ιωαννίνων και προέδρου του Ινστιτούτου, με την συμμετοχή
του Εργαστηρίου Θαλάσσιας Γεωλογίας και Φυσικής Ωκεανογραφίας του
πανεπιστημίου Πατρών, υπό τον καθηγητή Γιώργο Παπαθεοδώρου, με κύρια
συνεργάτιδα την αναπληρώτρια καθηγήτρια, Μαρία Γεραγά.
Στα σημαντικότερα ευρήματα, από το
στρώμα καταστροφής, κυρίως από την ύστατη φάση λειτουργίας του κτηρίου
(στον 3ο αι. μ.Χ.) συγκαταλέγονται: Σπόνδυλος αράβδωτου κίονα και
μαρμάρινα θραύσματα βωμίσκου, στήλης, αγαλμάτων και σκευών, καθώς και
τμήματα πήλινων Υστερορωμαϊκών λύχνων, από γνωστά Αθηναϊκά
καταστημάτα-βιοτεχνίες και άλλα αγγεία. Με βάση τα μέχρι τώρα ευρήματα,
εκτιμάται ότι το αποκαλυπτόμενο κτήριο θα πρέπει να είναι ένα από τα
τελευταία αρχαία δημόσια οικοδομήματα παρά τον λιμένα της πόλης της
Σαλαμίνας, ενδεχομένως ένα από αυτά που είδε και αναφέρει στην Περιήγησή
του ο Παυσανίας (1.35.3, 1.36.1), κατά τον ύστερο 2ο αι. μ.Χ.
Όπως τονίζει σε ανακοίνωσή του το
Υπουργείο Πολιτισμού, σε μικρή απόσταση από τον νεότερο μώλο, μήκους 48
μ, που ξεχωρίζει στη βόρεια πλευρά του όρμου του Αμπελακίου και ο οποίος
είναι κατασκευασμένος πριν το 1900 από αρχαίο οικοδομικό υλικό,
«αποκαλύπτεται, καταποντισμένη σήμερα, σε βουρκώδες περιβάλλον, μεγάλη
στιβαρή κατασκευή, από λιθόπλινθους, επιμελούς εμφάνισης, σε μήκος 13 μ.
Πρόκειται, κατά πάσα πιθανότητα, για κρηπίδα (με εντοπισμένη ισχυρή
θεμελίωση στο νότιο σκέλος της) κτηριακής κατασκευής δημόσιου
χαρακτήρα».
Οι συστηματικές θαλάσσιες γεωφυσικές
έρευνες εκτελέστηκαν στον Όρμο του Αμπελακίου καθώς και βόρεια και
ανατολικά της Κυνόσουρας. Ο σκοπός των ερευνών ήταν διττός, αφενός ο
εντοπισμός της ακτογραμμής της Κλασικής περιόδου και η ανασύνθεση της
παράκτιας παλαιογεωγραφίας της περιοχής και αφετέρου ο εντοπισμός στόχων
πιθανής αρχαιολογικής σημασίας που “αναπαύονται” στην επιφάνεια του
πυθμένα ή βρίσκονται θαμμένοι κάτω από αυτόν.
Οι έρευνες, οι οποίες είναι οι πρώτες
συστηματικές θαλάσσιες γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή της Κυνόσουρας,
έδωσαν πολύ μεγάλο όγκο ψηφιακών δεδομένων υψηλότατης ποιότητας, των
οποίων η επεξεργασία αναμένεται να ρίξει φως στην παλαιογεωγραφική
εξέλιξη της περιοχής και στον εντοπισμό στόχων αρχαιολογικής σημασίας.
Εντοπίστηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός στόχων θαμμένων κάτω από τις
χαλαρές αμμοιλύες του πυθμένα του Όρμου του Αμπελακίου. Μία υποενότητα
αυτών των στόχων (μερικές δεκάδες) εντοπίστηκε σε βάθος κάτω από τον
πυθμένα, το οποίο πιθανώς ανταποκρίνεται στο στρώμα της Κλασικής
περιόδου και της Ναυμαχίας. Η εκτίμηση του μεγέθους, του σχήματος και
του υλικού αυτών των θαμμένων στόχων τους καθιστούν πολύ σημαντικούς και
υποψήφιους για έλεγχο κατά την επόμενη ερευνητική περίοδο.
Η μορφή του κρηπιδώματος μαζί με τα άλλα
αρχιτεκτονικά στοιχεία και τα κινητά ευρήματα, σε συνδυασμό με την
εύρεση παλαιότερα (το 1882), σε άμεσα γειτονικό σημείο, μαρμάρινου
βάθρου αγάλματος με αναθηματική επιγραφή (IG ΙΙ2 1955), οδηγούν στην
προκαταρκτική ερμηνεία του κτηρίου ως ναού ή στοάς, σε λειτουργία κατά
την Υστερορωμαϊκή εποχή, ιδρυμένου πιθανώς σε παλαιότερους,
Υστεροκλασικούς-Ελληνιστικούς χρόνους.
Πηγή: