Αρχαίες επιφάνειες γραφής (το αρχαίο χαρτί)
Στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν ένα πλήθος υλικών γραφής, τόσο
οργανικών, όσο και ανόργανων. Αντίθετα με μας σήμερα που γράφουμε επάνω
στο χαρτί σχεδόν αποκλειστικά, οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν ένα πλήθος
επιφανειών για να γράψουν, όπως το λίθο, τον πηλό, τα μεταλλικά
ελάσματα, τις ξύλινες πινακίδες και τον πάπυρο.Ανόργανα υλικά γραφής
Πάρα πολύ απλό υλικό γραφής αποτελούσαν τα θραύσματα από πήλινα αγγεία, τα λεγόμενα όστρακα, υλικό πρακτικό και αδάπανο. Η γραφή επάνω στα όστρακα ήταν άλλοτε εγχάρακτη και άλλοτε με σινική μελάνη. Όπως προκύπτει από τα σχετικά ευρήματα, τα όστρακα χρησιμοποιούνταν για φορολογικές αποδείξεις, σημειώσεις, βεβαιώσεις, επιστολές και κυρίως μαθητικές ασκήσεις.
Ένα ακόμη πιο πρωτόγονο μέσον γραφής αυτής της κατηγορίας ήταν οι λείες πέτρες.
Μια σπουδαία κατηγορία υλικών γραφής ήταν τα μέταλλα. Ο ορείχαλκος αν και συχνά χρησιμοποιούμενος αλλού, στον ελλαδικό χώρο δεν χρησιμοποιούνταν ιδιαίτερα, καθώς εδώ προτιμούνταν μαλακότερα μέταλλα, όπως για παράδειγμα ο μόλυβδος.
Συχνά στην αρχαιότητα συναντάται η χρήση των καταδέσμων, το να γράφουν δηλαδή επάνω σε φύλλα μολύβδου μαζί με τύπους αναθεματισμού το όνομα ενός προσώπου για το οποίο εύχονταν κάτι κακό και έπειτα να θάβουν ή να πετούν μέσα σε τάφους τις κατάρες αυτές (εικ. 20-21).
Κατάλληλο επίσης μεταλλικό υλικό γραφής ήταν ο μαλακός κασσίτερος. Και σε αυτό το υλικό βρέθηκαν γραμμένες κατάρες όπως αυτές που προαναφέρθηκαν. Ο Παυσανίας (4, 26, 8) αναφέρει τέτοιους γραμμένους ρόλους από κασσίτερο.
Από τα μέταλλα σπανιότατα υλικά γραφής ήταν ο χρυσός και ο άργυρος. Παρ’ όλα αυτά σώθηκαν ορισμένα ασημένια πλακίδια με αναθέματα. Ο Πλούταρχος αναφέρεται στο χρυσό βιβλίο που αφιέρωσε η ποιήτρια Αριστομάχη από τις Ερυθρές στο Μαντείο των Δελφών. Οι γραφές επάνω σε αυτά τα πολύτιμα υλικά προφανώς δεν προορίζονταν για καθημερινή χρήση και έτσι τέτοια παραδείγματα πρέπει να ήταν πολύ σπάνια.
Οργανικά υλικά γραφής
Μεταξύ των οργανικών υλικών γραφής, φυτικής προέλευσης, ένα χαρακτηριστικό υλικό ήταν το ξύλο το οποίο χρησιμοποιούνταν για ορισμένα σύντομα κείμενα. Στην πιο απλή περίπτωση επρόκειτο για σανίδες ή σανιδάκια επάνω στα οποία έγραφαν απευθείας με μελάνη. Λευκώματα ονομάζονταν οι ξύλινες επιφάνειες που ασπρίζονταν πρώτα με ασβέστη ή γύψο. Τα πιο συχνά υλικά κατάλοιπα επιγραφών επάνω σε ξύλο προέρχονται από την Αίγυπτο, λόγω των ευνοϊκών συνθηκών διατήρησής τους. Από τα υλικά αυτά κατάλοιπα διαπιστώνουμε ότι καμιά φορά περισσότερες ξύλινες πινακίδες συνδέονταν μεταξύ τους με τρύπες στη μία πλευρά τους, από τις οποίες περνούσε ένα κορδόνι για τη σύνδεση. Ανάλογα με τον αριθμό των συνδεόμενων ξύλινων πινακίδων, το σύνολο ονομάζονταν πυξία ή πτυχία, δίπτυχα, τρίπτυχα ή πολύπτυχα. Οι ξύλινες πλάκες ήταν λείες και διέθεταν επίστρωση από κερί στην εσωτερική επιφάνεια, ενώ στην άλλη πλευρά διέθεταν υπερυψωμένο χείλος. Ονομάζονταν γραμματεία και χρησιμοποιούνται κυρίως από τους μαθητές. Μία ή πολλές πλάκες μαζί χρησιμοποιούνταν επίσης για το γράψιμο επιστολών, ως σημειωματάρια, για λογοτεχνικά σχεδιάσματα, περιλήψεις ή και ως σχολικοί πίνακες.
Το πιο σημαντικό υλικό γραφής της αρχαιότητας, το οποίο απέκτησε και τη μεγαλύτερη σημασία μέσα στα χρόνια, ήταν ο πάπυρος. Ο πάπυρος προέρχονταν από το φυτό πάπυρος ή χάρτης, όπως ονομάζονταν από τους Έλληνες, ένα χαμόδεντρο που ανήκει στα ξυνόχορτα και αγαπά την υγρασία και τη ζέστη, με περιοχή διάδοσής του το Νείλο της Αιγύπτου. Η εν λόγω γραφική ύλη προέρχονταν από την καρδιά του κατώτερου τμήματος του στελέχους του φυτού, ενώ ο Πλίνος παραθέτει αναλυτική σχετική αναφορά (Hist Nat 13, 74 κε).
Η διαδικασία σε σχέση με την παραγωγή του παπύρου, ήταν η εξής: το στέλεχος κόβονταν φρέσκο σε τμήματα, αποφλοιώνονταν και έπειτα ελευθερωνόταν η καρδιά του. Στη συνέχεια η καρδιά κόβονταν σε λεπτές, πλατιές λωρίδες, τις οποίες έβαζαν τη μία πλάι στην άλλη ώστε να επικαλύπτονται οι άκρες επάνω σε μία σανίδα βρεγμένη στο νερό. Επάνω σ’ αυτό το στρώμα τοποθετούσαν ένα δεύτερο στρώμα από λωρίδες της καρδιάς του φυτού. Κατόπιν μ’ ένα λείο, πλατύ λιθάρι χτυπούσαν καλά την άνω επιφάνεια των λωρίδων, ώστε τα μεμονωμένα στοιχεία με την κολλώδη συνοχή της δυνατής ψίχας να συνδεθούν σταθερά μεταξύ τους. Το φύλλο που αποκτούσαν μ’ αυτό τον τρόπο, το κόλλημα, ξηραίνονταν στον ήλιο και μετά στιλβώνονταν. Για τη στίλβωση χρησιμοποιούσαν κισσήρι, κοχύλι ή ραβδί από ελεφαντόδοντο. Ενίοτε με τη βοήθεια ξυδιού ή αλεύρου συγκολλούνταν περισσότερα φύλλα, 20 ή και 50 ακόμη σε ένα ρολό όπου οι ίνες του φυτού στη μία πλευρά πήγαιναν πάντα προς στην ίδια κατεύθυνση, εξωτερικά κάθετα και εσωτερικά οριζόντια.
Ο πάπυρος έφτανε στο εμπόριο πάντα με τη μορφή τέτοιων ρολών τα οποία κόβονταν έπειτα στο επιθυμητό μέγεθος. Το πρώτο φύλλο, το πρωτόκκολλον, έμενε συνήθως άγραφο ως προστατευτικό του κυλίνδρου. Το κείμενο γράφονταν σε στήλες, σελίδες, συνήθως μόνο στη λεία εσωτερική επιφάνεια αρχίζοντας από το αριστερό άκρο. Ο τίτλος του κειμένου και το όνομα του συγγραφέα αναγράφονταν σε πρόσθετη δερμάτινη ταινία, το λεγόμενο σίλλυβο.
Ο πάπυρος γενικά είχε ανοιχτό τόνο, ήταν εύκαμπτο υλικό γραφής, και διέθετε την πρέπουσα ελαστικότητα, ενώ χρησιμοποιούνταν κυρίως για μακροσκελή κείμενα. Από τις επιγραφές του Ερεχθείου μαθαίνουμε ότι η διοίκηση της Αθήνας του 5ου αι. χρησιμοποιούσε τον πάπυρο για τους λογαριασμούς του χτισίματος του κτιρίου.
Ένα μοναδικό παράδειγμα του είδους αποτελεί ο πάπυρος που βρέθηκε στον κιβωτιόσχημο τάφο Α στο Δερβένι Θεσσαλονίκης το 1963.
Δέρμα και περγαμηνή
Τα δέρματα των ζώων ήταν μία άλλη ύλη ανταγωνιστική προς τον πάπυρο. Η διαφορά μεταξύ δέρματος και περγαμηνής είναι ότι το δέρμα προέκυπτε από άργασμα αποτριχωμένου δέρματος ζώου με φυτικά υλικά που περιείχαν βυρσοδεψικό οξύ. Η περγαμηνή αντίθετα δεν γινόταν με το άργασμα του ζώου, αλλά μετά από κατεργασία του με ασβέστη, αφού το ξήραιναν τεντωμένο και έπειτα το έξυναν και το λείαιναν. Στην αρχαία γραμματεία το δέρμα ζώου αναφέρεται συχνά ως μέσο γραφής, ενώ οι όροι που χρησιμοποιούνται αδιακρίτως και για τα δύο είναι οι όροι διφθέρακαι μεμβράνα. ο Ηρόδοτος συγκεκριμένα (5, 58) αναφέρει πως οι Έλληνες της Ιωνίας έγραφαν πριν από τον πάπυρο σε δέρματα αιγοπροβάτων.
Βιβλιογραφία
- Blanck H.,Το βιβλίο στην αρχαιότητα, Αθήνα 1994.
Κονδύλια γραφής (τα αρχαία μολύβια)
Για τα σκληρά υλικά, όπως τα όστρακα, θα αρκούσε κάθε αιχμηρή
μεταλλική πρόκα και σίγουρα δεν θα χρησιμοποιούνταν πάντα ένα ειδικό
κονδύλι γραφής. Ειδικό κονδύλι γραφής θα χρησιμοποιούσαν σίγουρα όταν
έγραφαν επάνω στις ξύλινες πλάκες που ήταν αλειμμένες με στρώμα κεριού,
αν χάραζαν δηλαδή τη γραφή επάνω στη λεπτή κέρινη επίστρωση. Ένα τέτοιο κονδύλι, η λεγόμενη γραφίς,
είχε κάτω μυτερό άκρο για το γράψιμο και επάνω ένα άκρο διαπλατυσμένο
σε σχήμα σπάτουλας για να μπορούν σε περίπτωση λάθους να ισιάζουν εύκολα
την επιφάνεια με το κερί. Τέτοια κονδύλια απεικονίζονται σε πολλές
αρχαίες παραστάσεις με μορφές που γράφουν επάνω σε ξύλινες πλάκες ή σε
δίπτυχα, όπως για παράδειγμα στο γνωστό αγγείο του Δούρι όπου
απεικονίζεται σκηνή σχολείου. Από τις γραφίδες της αρχαιότητας σώθηκαν
αρκετά δείγματα (εικ. 37), τα πιο πολλά οστέινα, ορειχάλκινα, από
ελεφαντόδοντο ή από κάποια ευγενή μέταλλα.
Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι κατασκεύαζαν τις γραφίδες τους από ορείχαλκο ή καλάμι, το οποίο έκοβαν με κονδυλομάχαιρο, στη μία του άκρη πλαγίως, σχίζοντας τη μύτη έτσι ώστε να λαμβάνει σχήμα παρόμοιο με της ατσάλινης γραφίδας. Πάντως επειδή οι γραφίδες από καλάμι φθείρονταν γρήγορα, έπρεπε να ξύνονται συχνά με κονδυλομάχαιρο ή κισσήρι. Για το λόγο αυτό σ’ ένα κουτί με γραφικά υλικά φύλασσαν περισσότερες από μία γραφίδες έτοιμες.
Η μελάνη, μέλαν, κατασκευάζονταν αφού διέβρεχαν στο νερό καπνιά και προσέθεταν αράβικη γόμμα. Η μελάνη έπρεπε να καταναλωθεί αυθημερόν και διατηρούνταν μέσα σε μελανοδοχείο το οποίο συχνά διαφυλάσσονταν μαζί με τις γραφίδες σε μία κοινή θήκη. Για το γράψιμο σε μαλακό υλικό, όπως ο πάπυρος χρησιμοποιούνταν από κάτω μία στερεή βάση γραφής.
Οι αρχαίοι κανονικά έγραφαν καθισμένοι στηρίζοντας τις ξύλινες πλάκες στους μηρούς τους. Καθώς οι πλάκες αυτές ήταν αλύγιστες, μπορούσαν επίσης να γράφουν σ’ αυτές και όρθιοι. Επάνω στον πάπυρο και την περγαμηνή, αλλά και στο ασπρισμένο ξύλο έγραφαν με μελάνη ή φτερό γραφής.
Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι κατασκεύαζαν τις γραφίδες τους από ορείχαλκο ή καλάμι, το οποίο έκοβαν με κονδυλομάχαιρο, στη μία του άκρη πλαγίως, σχίζοντας τη μύτη έτσι ώστε να λαμβάνει σχήμα παρόμοιο με της ατσάλινης γραφίδας. Πάντως επειδή οι γραφίδες από καλάμι φθείρονταν γρήγορα, έπρεπε να ξύνονται συχνά με κονδυλομάχαιρο ή κισσήρι. Για το λόγο αυτό σ’ ένα κουτί με γραφικά υλικά φύλασσαν περισσότερες από μία γραφίδες έτοιμες.
Η μελάνη, μέλαν, κατασκευάζονταν αφού διέβρεχαν στο νερό καπνιά και προσέθεταν αράβικη γόμμα. Η μελάνη έπρεπε να καταναλωθεί αυθημερόν και διατηρούνταν μέσα σε μελανοδοχείο το οποίο συχνά διαφυλάσσονταν μαζί με τις γραφίδες σε μία κοινή θήκη. Για το γράψιμο σε μαλακό υλικό, όπως ο πάπυρος χρησιμοποιούνταν από κάτω μία στερεή βάση γραφής.
Οι αρχαίοι κανονικά έγραφαν καθισμένοι στηρίζοντας τις ξύλινες πλάκες στους μηρούς τους. Καθώς οι πλάκες αυτές ήταν αλύγιστες, μπορούσαν επίσης να γράφουν σ’ αυτές και όρθιοι. Επάνω στον πάπυρο και την περγαμηνή, αλλά και στο ασπρισμένο ξύλο έγραφαν με μελάνη ή φτερό γραφής.
Βιβλιογραφία
- Blanck H.,Το βιβλίο στην αρχαιότητα, Αθήνα 1994.
Αττική ερυθρόμορφη κύλικα
Πρόκειται για ένα γνωστό αγγείο της αρχαιότητας, με σκηνές από ένα σχολείο της Αθήνας του 5ου αιώνα, μια παράσταση σπάνια για την αρχαία αγγειογραφία. Αποδίδεται με βάση την επιγραφή στον αγγειογράφο Δούρη με μακρά σχετική σταδιοδρομία στην αττική αγγειογραφία του 5ου αιώνα.
Περιγραφή
Στο μέσον της μίας από τις δύο όψεις της κύλικας απεικονίζεται δάσκαλος, καθισμένος σε κλισμό να ξετυλίγει ένα κύλινδρο μπροστά από ένα μαθητή του. Στο τμήμα αυτό του παπύρου που έχει ξετυλιχτεί, διαβάζουμε «ΜΟΙΣΑΜΟΙ ΑΦΙΣΚΑΜΑΝΔΡΟΝ ΕΥΡΩΝΑΡΧΟΜΑΙ ΑΕΙΝΔΕΝ» δηλαδή το τμήμα πιθανότατα ενός διθυράμβου σε εξάμετρο με τα κατορθώματα του Αχιλλέα στην Τροία. Πίσω από το νεαρό μαθητή κάθεται σε δίφρο ο παιδαγωγός του, κρατώντας βακτηρία σε μία στάση που υποδηλώνει το ταπεινό της καταγωγής του.Στ’ αριστερά ένας άλλος γενειοφόρος δάσκαλος σε δίφρο διδάσκει σε μαθητή που κάθεται επίσης σε δίφρο, να παίζει λύρα. Ο εξοπλισμός του σχολείου, όπως φαίνεται από τα πράγματα στους τοίχους είναι κύλικες, λύρες, μία αυλοθήκη, η αρχαία συβήνη, καθώς και ένα κιβώτιο ίσως με κυλίνδρους.
Στην άλλη πλευρά του αγγείου στο μέσον, εικονίζεται νεαρός γραμματοδιδάσκαλος, γραμματιστής, που διδάσκει γραφή ή διορθώνει αυτά που έχει γράψει ο μαθητής του επάνω σε πτυκτό τρίπτυχο, το γραμματείον ή πυξίον. Στα δεξιά της παράστασης κάθεται πάλι ο παιδαγωγός του μαθητή. Στ’ αριστερά της παράστασης απεικονίζεται αυλοδιδάσκαλος σε δίφρο και από μπροστά μαθητής που παρακολουθεί. Επάνω στους τοίχους είναι αναρτημένα ένα πυξίον, ένα είδος κανόνα και μία λύρα.
Καθώς φαίνεται από την παράσταση που απεικονίζει εσωτερικό σχολείου, οι μαθητές ήταν ντυμένοι με ευπρέπεια με το ιμάτιο να καλύπτει όλο τους το σώμα. Κυρίαρχη μορφή της όλης παράστασης είναι ο δάσκαλος με το ερεισίνωτο στο κάθισμα, ο οποίος απεικονίζεται και στο κέντρο της σύνθεσης.
Βιβλιογραφία
- Τιβέριος Μ., Αρχαία Αγγεία, Ελληνική Τέχνη, 1996.
Πάπυρος Δερβενίου
Ο πάπυρος του Δερβενίου βρέθηκε στον λεγόμενο τάφο Α ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1962. Πρόκειται για έναν κιβωτιόσχημο τάφο με εσωτερικές διαστάσεις 2,07×0,90 και 1,08 βάθος. Ο τάφος ήταν κατασκευασμένος από αδρά κατεργασμένους πλίνθους πωρόλιθου κατά το ισόδομο σύστημα και έφερε κάλυψη από τέσσερις παρόμοιες λιθόπλινθους. Εσωτερικά ήταν επιχρισμένος με λευκό κονίαμα.
Περιγραφή
Μέσα στον τάφο αποκαλύφθηκε πλήθος κτερισμάτων, ενώ δίπλα στα κατάλοιπα της πυράς του νεκρού, βρέθηκαν τα υπολείμματα ενός κυλίνδρου απανθρακωμένου παπύρου επάνω στον οποίο σώζεται απόσπασμα από ένα ορφικό κείμενο. Η εύρεση του παπύρου προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον από την αρχή στους αρχαιολόγους και τους φιλολόγους, ως το μοναδικό μέχρι στιγμής δείγμα του είδους που ανακαλύπτεται στο έδαφος της ελληνικής μητρόπολης και το οποίο χρωστά τη διατήρησή του στην απανθράκωση από τη φωτιά. Η σημασία του είναι ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς αποτελεί πιθανόν το παλιότερο δείγμα ελληνικής γραφής επάνω σε πάπυρο. Καταλαμβάνει έτσι εξέχουσα θέση ανάμεσα στις χιλιάδες των ελληνικών χειρογράφων σε πάπυρο που μας έχει χαρίσει το έδαφος της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης.Ο πάπυρος ανήκει στην ορφική γραμματεία. Ο συγγραφέας υπομνηματίζει λεξιλογικά και ερμηνεύει αλληγορικά ένα αρκετά παλιότερο από την εποχή του ορφικό ποίημα με κοσμογονικό και θεογονικό περιεχόμενο, παραδίδοντας ένα κείμενο που προτείνει μία θεογονία διαφορετική από την επίσημη του Ησιόδου.
Χρήση
Πιθανόν ο πάπυρος να συνόδευσε το νεκρό στον τάφο του είτε λόγω του εσχατολογικού περιεχομένου του είτε γιατί ο νεκρός ήταν αναγνώστης ή υπομνηματιστής τέτοιων κειμένων.Βιβλιογραφία
- Θέμελης Γ. Π., Τουράτσογλου Γ., Οι Τάφοι του Δερβενίου, 1997.
Πηγή: