Οι εταίρες αποτελούσαν τις μόνες αληθινά ελεύθερες γυναίκες στην
αθηναϊκή επικράτεια και έχοντας ξεφύγει από την κατηγορία των φθηνών
πορνών δέν είχαν ανάγκη τους λίγους οβολούς, που κέρδιζαν από το
επάγγελμά τους οι τελευταίες. Ήταν συνήθως ξένες, που έρχονταν στην
Αθήνα εφοδιασμένες, πέρα από το αδιαμφισβήτητο κάλλος τους, και με
αξιοσημείωτη μόρφωση. Αρκετές από αυτές αποφάσιζαν να εγκατασταθούν
μόνιμα στην πόλη και γίνονταν μέτοικοι.
Έτσι η ζωή τους ήταν μέσα στη χλιδή και την πολυτέλεια. Κυκλοφορούσαν παντού με άνεση και έπαιρναν μέρος στα συμπόσια, όπου μπορούσαν ελεύθερα να διατυπώσουν τις απόψεις τους, ακόμα και γιά τα πιό περίπλοκα θέματα. Οι άντρες τις άκουγαν με προσοχή σεβόμενοι τις απόψεις τους και με αυτόν τον τρόπο απέκτησαν γρήγορα κύρος και κοινωνική αποδοχή. Μερικές μάλιστα από αυτές κατάφεραν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα τής εποχής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίφημη εταίρα Ασπασία, που είχε καταφέρει να καταστήσει υποχείριούς της τους πιό ισχυρούς πολιτικούς και να κάνει σημαντικούς φιλόσοφους να ασχολούνται σοβαρά μαζί της.
Η πιο ζωντανή μαρτυρία γιά τις παραφυάδες αυτού τού κόσμου είναι ένας λόγος, που εκφωνήθηκε ενώπιον αθηναϊκού δικαστηρίου το 340 π.Χ. και αποτελεί καταπέλτη γιά τις δραστηριότητες και την οικογένεια μιάς πρώην εταίρας, τής Νεαίρας. Ο ρήτορας αναφέρεται εκτενώς στον τρόπο, με τον οποίο οι άνδρες αγόραζαν από κοινού μιά εταίρα και τη χρησιμοποιούσαν εκ περιτροπής.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο αθηναίος ομιλητής κατονομάζει ευθέως τη Νεαίρα, ενώ θα έπρεπε να την προσφωνήσει ως «σύζυγο του …», και ότι αυτό το εξαιρετικά στρεβλό και κατασκευασμένο κατηγορητήριο αφορά μιά γυναίκα, που είχε περάσει προ πολλού τα πενήντα και η οποία σε καμμία περίπτωση δέ θυμίζει την αχαλίνωτη «πόρνη», που περιγράφεται. Πρόκειται γιά την απόπειρα τού άνδρα κατήγορου να ταπεινώσει έναν πολιτικό του αντίπαλο, ο οποίος σχετιζόταν με αυτήν.
Οι εταίρες δέν ήταν πλάσματα χωρίς υπόληψη, αλλά κόρες των καλύτερων οικογενειών, οι οποίες ευχαριστούσαν καθημερινά την Αφροδίτη, επειδή τους είχε χαρίσει την ομορφιά. Είχαν παρατσούκλια γραμμένα πάνω σε αγγεία ή κύπελλα, τα οποία όριζαν μιά από τις φυσικές τους ιδιαιτερότητες, όπως γιά παράδειγμα «Γλυκιέρα» = «Η Γλυκιά», «Φρύνη» = «Ο Γυρίνος» κ.λπ. Όταν γερνούσαν έβρισκαν ένα νεαρό, τον οποίο και συντηρούσαν, ενώ εκείνος εκτιμούσε με τη σειρά του τις λαμπρές τους ειδικότητες.
Οι εταίρες δέν είχαν δικαίωμα να ερωτεύονται, παρά μόνο κάποιο ζάμπλουτο γέροντα, που ήταν σε θέση να συντηρεί τις ίδιες και την οικογένειά τους. Τις συναναστρέφονταν οι καλλιτέχνες, οι συγγραφείς, οι πολιτικοί, που γίνονταν κατά κάποιο τρόπο προστάτες τους. Σαν αντάλλαγμα έπαιρναν στα χέρια τους ένα συμβόλαιο ενοικίασης και ένα διόλου ευκαταφρόνητο χρηματικό ποσό. Το συμβόλαιο ίσχυε γιά ένα χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο προστάτης χάριζε στην εταίρα κοσμήματα και ρούχα. Όσο μεγαλύτερο ήταν το διάστημα αυτό τόσο ακριβότερο ήταν και το ενοίκιο. Πολλές φορές, κίνητρο τού ενοικιαστή ήταν απλώς η επίδειξη, γι’ αυτό και κάθε χρόνο η Λαΐς ενοικιαζόταν από τον φιλόσοφο Αρίστιππο, που έπαιρνε μαζί του την εταίρα στην Ελευσίνα για τη γιορτή των Ποσειδωνίων.
Η εταίρα δέν αποτελούσε μονάχα αντικείμενο ηδονής, αλλά αντιπροσώπευε και ένα εξωτερικό σημάδι πλούτου, γι’ αυτό και συνόδευε τον προστάτη της σε δημόσιες εκδηλώσεις, όπως τα συμπόσια. Έτσι αντιλαμβανόμαστε καλύτερα και τον όρο «σύντροφος» (=εταίρα), τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι έλληνες. Η εταίρα ήταν η μόνη, που είχε δικαίωμα να παρίσταται στις διάφορες διασκεδάσεις τού εραστή της, καθώς όπως γνωρίζουμε οι νόμιμες σύζυγοι ούτε που διανοούνταν να βγουν από το σπίτι. Την ίδια τύχη είχαν και οι παλλακίδες, οι οποίες έμεναν συνήθως κλεισμένες στο γυναικωνίτη. Επιπλέον, ο εραστής πήγαινε με την εταίρα στο σπίτι του, χωρίς η σύζυγος να έχει την οποιαδήποτε αντίρρηση.
Δέν υπάρχει αμφιβολία, ότι τα συμπόσια κατέληγαν σε όργια, ομαδικούς έρωτες με τρία ή τέσσερα ζευγάρια, ακριβώς όπως αναπαριστούν τα αγγεία. Οι εταίρες έδιναν εκεί τον καλύτερό τους εαυτό, καθώς τις σύγκριναν μεταξύ τους κρίνοντας την ικανότητα και τη φαντασία τους.
Η ομορφιά αυτών των γυναικών χρησιμοποιούνταν, επίσης, γιά την υπογραφή ενός συμβολαίου ή μιάς συνθήκης. Έτσι, γιά παράδειγμα, μιά εταίρα από την Ιωνία ονόματι Θαργηλία πληρώθηκε από τον βασιλιά τής Περσίας, προκειμένου να κάνει προπαγάνδα στους έλληνες υπέρ των περσών. Επιπλέον, οι βασιλείς και οι αρχηγοί έδιναν στις εταίρες ό,τι τους ζητούσαν, ακόμα κι αν χρειαζόταν να διαπράξουν ιεροσυλία. Γιά παράδειγμα, ο Φάυλλος, τύρρανος τής Φωκίδας, έκλεψε ένα ασημένιο αγγείο και ένα χρυσό στεφάνι κισσού από το θησαυρό των Δελφών γιά να τα δώσει στην αυλητρίδα Βρομιάδα.
Όταν οι εταίρες ήταν μικρές σε ηλικία ασκούσαν τη δραστηριότητά τους παράνομα και μόνο όταν έφταναν σε κατάλληλη ηλικία γινόντουσαν επισήμως δεκτές στο επάγγελμα. Μερικές ήταν ελεύθερες χωρίς να εξαρτώνται από κάποιον προξενητή και άλλες, που αποτελούν και τη συνηθέστερη περίπτωση, εξαρτιόνταν από κάποιον προξενητή ή αφεντικό, ο οποίος τις χρηματοδοτούσε, συντηρώντας έτσι το σπίτι που τους δεχόταν. Σκοπός όλων των πορνών ήταν να εργάζονται γιά λογαριασμό τους, όμως χωρίς προστάτη συναντούσαν διαφόρων λογής εμπόδια, καθώς οι προαγωγοί προσπαθούσαν να εξουδετερώσουν όσες έμπαιναν μόνες τους στην αγορά. Επιπλέον υπήρχαν και χρόνια ταραγμένα όπου το ενδιαφέρον δέν ήταν στραμμένο στις απολαύσεις, αλλά στις συρράξεις και, συνεπώς, δέν θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τον άρτο τον επιούσιο γιά την οικογένειά τους, ούτε να συντηρήσουν το σπίτι τους.
Από την άλλη, μιά πόρνη προστατευόμενη κατά το παρελθόν μπορούσε να κατέβει στην ιεραρχία τής κοινωνικής πυραμίδας καταλήγοντας από το συμπόσιο στο πεζοδρόμιο τού Κεραμεικού. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και αυξανόταν περισσότερο όσο η πόρνη γερνούσε.
Η ελληνική κοινωνία παραμελούσε τις εταίρες, όταν έπαυαν να τής χρησιμεύουν γιά να διανθίζουν τα συμπόσια. Το θέατρο ήταν γεμάτο από στίχους γιά τη μαραμένη και άχρηστη πλέον ομορφιά τους, όπως και τα χλεύη των αλλοτινών τους εραστών. Σπάνια έβλεπες κάποιες από αυτές να γλιτώνουν συνεχίζοντας τη σταδιοδρομία τους ως τα γηρατειά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα απόσπασμα από την Παλατινή Ανθολογία:
«Η Χαριτώ πλησιάζει τα εξηνταένα της χρόνια. Τα πλεγμένα της μαλλιά εξακολουθούν να είναι κατάμαυρα. Οι θηλές στα μαρμάρινα στήθη της είναι στητές και δέν χρειάζεται ζώνη να τα συγκρατήσει. Το τεντωμένο της δέρμα σκορπίζει ακόμα την ίδια ευωδιά, διατηρώντας την ίδια γοητεία, την ίδια χάρη. Εραστές, μήν αποφεύγετε την φλογερή και μυρωμένη της αγκαλιά! Πηγαίνετε στο σπίτι της και ξεχάστε τα χρόνια της!»
Κατά τις τελευταίες μέρες τής ζωής τους όλες περνούσαν δύσκολα, ακόμα και η πιό διάσημη ανάμεσά τους, η Λαΐς. Αυτές, λοιπόν, που είχαν στερηθεί τα πάντα κατέληγαν σε κάποιον οίκο ανοχής. Δέν ήταν σπάνιο φαινόμενο να δεις έναν άντρα, ο οποίος, προκειμένου να ξεφορτωθεί τη συμβία του, την τοποθετούσε σε ένα από τα πορνεία τής πόλης.
Ωστόσο, οι πόρνες έδειχναν να είναι καλοδεχούμενες από τις νόμιμες συζύγους, εφόσον αποτελούσαν μέρος τού ελληνικού κόσμου και κρατούσαν τη θέση τους. Δέν συνέβη, όμως, το ίδιο και στην περίπτωση τής Λαΐδας από την Υκκάρα τής Σικελίας, η οποία σύρθηκε σε ένα ιερό τής Αφροδίτης και χτυπήθηκε θανάσιμα από ξύλινα σκαμνιά στο άνθος τής ηλικίας της από μιά ορδή ζηλότυπων θεσσαλιωτισσών.
Συνοψίζοντας, θα πρέπει να πούμε, ότι οι εταίρες, έστω και αθέλητα, προσέφεραν στις αθηναίες μιά ανεκτίμητη υπηρεσία. Με αφετηρία τις δικές τους ελευθερίες άρχισε σταδιακά να διαμορφώνεται μιά νέα νοοτροπία, που έκανε τη ζωή των γυναικών πιό υποφερτή και ανθρώπινη, καταφέρνοντας ισχυρά πλήγματα στα κοινωνικά στεγανά τής μέχρι τότε εποχής.
α. Ασπασία
Τον 5ο αιώνα υπήρχαν πολλά παράνομα ζευγάρια, αντιπροσωπευτικότερο από τα οποία είναι ο Περικλής με τη Ασπασία, κλονίζοντας τη σταθερότητα, που υπήρχε μέχρι τότε στην αθηναϊκή οικογένεια. Ο Περικλής γνώρισε τη μιλήσια, ενώ ήταν ήδη παντρεμένος και πατέρας δύο γιών. Έδιωξε τη γυναίκα του γιά να ζήσει μαζί της, εφόσον δέν μπορούσε να την παντρευτεί, καθώς η Μίλητος, πατρίδα τής Ασπασίας, δέν είχε λάβει από την Αθήνα το δικαίωμα τής επιγαμίας. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι η επιρροή τής Ασπασίας πάνω στον Περικλή ήταν πολύ μεγάλη και πολλοί μάλιστα υποστηρίζουν, ότι αν δέν υπήρχε η Ασπασία ίσως ο Περικλής να μήν είχε φτάσει στο απόγειο τής δόξας του.
Η Ασπασία αποτελούσε μιά από τις ενδοξότερες εταίρες τής τότε εποχής καθώς, εκτός από θαυμάσια ομορφιά, είχε και κλίση στη φιλοσοφία, την πολιτική και την ποίηση. Επιπλέον, καμμιά άλλη γυναίκα δέν μπόρεσε να ασκήσει τόσο σημαντική επιρροή σε σοβαρά ζητήματα τής πολιτείας, καθώς θεωρείτο η αιτία τού Πελοποννησιακού Πολέμου.
Η Ασπασία, όμως, δέν ήταν μόνο καλή στα πολιτικά και τη φιλοσοφία, αλλά είχε και μιά αξιοζήλευτη ευγλωττία, η οποία ωφέλησε και τον Περικλή. Λέγεται, ότι η ακαταμάχητη ευχέρεια λόγου, που διέθετε ο Περικλής και που συγκλόνιζε όλη την Ελλάδα, οφείλετο στην ευγλωττία τής Ασπασίας.
Η Ασπασία υπήρξε σύντροφος τού Περικλή ως το τέλος της ζωής του και τον περιποιήθηκε με απόλυτη αφοσίωση και αυταπάρνηση πριν τον θάνατό του, όταν προσβλήθηκε από πανώλη, διακινδυνεύοντας και την ίδια της τη ζωή. Μετά το θάνατο τού Περικλή, η Ασπασία έπεσε σε μεγάλη θλίψη και δυστυχία. Κανείς δέν ενδιαφερόταν γι’ αυτήν και δέν την πρόσεχε. Έκτοτε, χάνεται το όνομα τής εξέχουσας αυτής προσωπικότητας στα σκοτάδια τής αφάνειας γιά να εξυμνηθεί, όμως, αργότερα όχι μόνο γιά την ωραιότητά της, αλλά και γιά τις πολιτικές και φιλοσοφικές ικανότητές της, καθώς και γιά τη μεγάλη ψυχική δύναμη, που επέδειξε κατά τη διάρκεια τής ζωής της.
Παρατηρούμε, ότι στο τέλος τού 5ου αιώνα και κατά τη διάρκεια τού 4ου καθιερώθηκε, γιά πολλούς αθηναίους, η συνήθεια να έχουν παλλακίδα, χωρίς ωστόσο να διώχνουν τη νόμιμη σύζυγό τους. Οι εταίρες δέν θεωρούνται πλέον αντικείμενα, αλλά αναγνωρίζονται, θαυμάζονται, λατρεύονται και ο κόσμος τις έχει σε υπόληψη.
Αξίζει εδώ να τονίσουμε την εκτίμηση, που έτρεφε ο Σωκράτης, απέναντι στο πρόσωπο τής Ασπασίας, γιά την οποία φτάνει στο σημείο να λέει, ότι έχει σοφία μεγαλύτερη ακόμα και από τη δική του. Ο αθηναίος φιλόσοφος είχε αρχίσει να αμφιβάλλει γιά τη βιολογική διαφορά μεταξύ αντρών και γυναικών, που όπως μας λέει και ο Ξενοφών στο Συμπόσιό του, βλέποντας την ικανότητα μιάς ταχυδακτυλουργού, είπε, ότι αυτά, που έκανε η κοπέλα, αποτελούσαν απόδειξη, μεταξύ πολλών άλλων, ότι οι γυναίκες δέν ήταν εκ φύσεως κατώτερες από τους άντρες, παρά μόνο επειδή τους έλειπε η μόρφωση και η δύναμη.
Δέν ήταν, λοιπόν, η φύση, που καθιστούσε κατώτερες τις γυναίκες, αλλά κυρίως η έλλειψη εκπαίδευσης, γι’ αυτό και ο Σωκράτης πίστευε, ότι αποτελούσε καθήκον των αντρών τους να τις διδάσκουν πώς να είναι καλοί σύντροφοι και πώς να πάψουν να είναι πρόσωπα, με τα οποία οι σύζυγοι είχαν τον ελλιπέστερο διάλογο, καθώς και πώς να συμβάλλουν, όπως και οι άντρες, στο καλό τής οικογένειας.
Ο Σωκράτης, που κάθε άλλο παρά μισογύνης υπήρξε, ήταν ιδιαίτερα καλά διατεθειμένος απέναντι στις γυναίκες, αναγνωρίζοντας τις ικανότητές τους και ακούγοντας τις συμβουλές τους. Η σχέση, όμως, που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τής Ασπασίας και τού Σωκράτη είναι πολύ βαθύτερη. Κατά μερικούς, ο Σωκράτης είχε από την Ασπασία διδαχθεί τη μέθοδό του, αυτήν, που ονομάζουμε «μαιευτική» (κάποιοι τη χαρακτηρίζουν και ως σωκρατική), την οποία η Ασπασία χειριζόταν με σπάνια δεξιοτεχνία κατά τις συζητήσεις της.
Ο Σωκράτης θαύμαζε τις ιδέες της και τη σοφία της σε τέτοιο μεγάλο βαθμό, που όταν κάποτε ερωτήθηκε «αν κάποιος εμφανίζεται να έχει καλή σύζυγο, θα πρέπει να πιστεύουμε, ότι είναι αυτός ο ίδιος, που την έκανε τέτοια», ο φιλόσοφος τους συνέστησε να απευθυνθούν στην Ασπασία, προκειμένου να πάρουν απάντηση, καθώς αυτή «γνώριζε πολύ περισσότερα από αυτόν».
Δέν ήταν, λοιπόν, τυχαίο που οι αθηναίοι αντιπαθούσαν την Ασπασία, καθώς ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος με απόψεις γιά το ρόλο των γυναικών και τις σχέσεις των δυο φύλων, που οι ίδιοι κάθε άλλο παρά συμμερίζονταν. Η αντιπάθεια αυτή ενισχυόταν και από την ισχυρή προσωπικότητα τής περίφημης αυτής εταίρας, γιά την οποία τέσσερις μαθητές τού Σωκράτη μιλούν στα έργα τους: ο Αισχίνης (ο Σφήττιος), ο Αντισθένης, ο Ξενοφών και ο ίδιος ο Πλάτων, ο οποίος στον Μενέξενό του γράφει, ότι ο Σωκράτης έλεγε, ότι ο γνωστός επικήδειος λόγος γιά τους πεσόντες τού πρώτου Πελοποννησιακού Πολέμου είχε συνταχθεί από την Ασπασία.
β. Νεαίρα
Η Νεαίρα δέν ήταν αθηναία. Παρόλο, που υπήρχε νόμος, που απαγόρευε στους ξένους, αλλά και στις ξένες να συνάπτουν νόμιμο γάμο, ο αθηναίος Στέφανος συγκατοίκησε με τη Νεαίρα και την εμφάνισε ως γυναίκα του εγγράφοντας στη φρατρία τα παιδιά της ως δικά του. Γύρω στο 340 π.Χ., κατηγορήθηκε από τον Απολλόδωρο, με τον οποίο είχε μιά παλαιά αντιδικία, γιά παράνομο γάμο μεταξύ Νεαίρας και Στεφάνου. Ο Απολλόδωρος μηνύει τη Νεαίρα γιατί, όπως ισχυρίζεται, ήταν μιά ξένη και είχε παραβεί το νόμο περί γάμου στην πόλη των Αθηνών.
Η ρητορική του στρατηγική επικεντρώνεται στην απόδειξη δύο βασικών ισχυρισμών: πρώτον, ότι η Νέαιρα ήταν όντως ξένη και δεύτερον, ότι ο Στέφανος ζούσε μαζί της ως σύζυγος, έχοντας αναγνωρίσει τα παιδιά της, τον Πρόξενο, τον Αρίστωνα και τη Φανώ ως αθηναίους πολίτες. Η ταπεινωτική περιγραφή τού Απολλόδωρου σχετικά με την προγενέστερη ζωή τής Νέαιρας στον κορινθιακό οίκο ανοχής αποτελεί θεμελιώδες τμήμα τής επιχειρηματολογίας του. Εάν καταδικαζόταν, η Νεαίρα θα γινόταν δούλη, ενώ ο Στέφανος θα τιμωρούνταν με ένα αυστηρό πρόστιμο.
Ο Στέφανος κατηγορήθηκε γιά αυτή του την πράξη και παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, όπου ο Απολλόδωρος εκφώνησε τον περίφημο «Kατά Νεαίρας» λόγο, που τού είχε γράψει ο Δημοσθένης, προκειμένου να υπερασπιστεί το νόμο. Ο Στέφανος προσπάθησε να διαψεύσει τις κατηγορίες, που του καταλογίζονταν, αλλά ο λόγος τού Δημοσθένη κατάφερε να πείσει τους δικαστές γιά την ενοχή τού Στεφάνου, καθώς και γιά την προέλευση τής εταίρας Νεαίρας.
γ. Λαΐς
Πολλοί συγγραφείς πίστευαν, παρασυρμένοι από τη φήμη αυτής τής εταίρας, ότι πρόκειται γιά μιά Λαΐδα, ενώ αναμφισβήτητα πρόκειται περί τριών.
Η Λαΐδα, η παλαιότερη, ήταν κρίνθια εταίρα και γεννήθηκε το 480 π.Χ. Οι έλληνες επιθυμώντας να εξυμνήσουν το μεγάλο κάλλος τής Λαΐδας έγραψαν το ακόλουθο επίγραμμα: «Την εις τας μάχας ανίκητον, την τροπαιούχον Ελλάδα καθυπεδούλωσε νυν υπερφυής καλλονή».
Η Λαΐδα είχε πολλούς λάτρεις και γι’ αυτό έγινε μιά από τις πλουσιότερες γυναίκες τής εποχής. Λέγεται μάλιστα, ότι ενώ οι αθηναίοι έχουν να υπερηφανεύονται γιά τον Παρθενώνα, η Κόρινθος έχει να υπερηφανεύεται γιά τα ανάκτορα και τους κήπους τηής Λαΐδας, όπου πραγματοποιούνταν μεγαλειώδεις γιορτές. Επιπλέον, μέσα στους κήπους αυτών των ανακτόρων ίδρυσε Ακαδημία «ρητορικής» και «ερωτικής».
Η Λαΐδα, όμως, δέν ήταν μόνο εξαιρετικής ομορφιάς, αλλά και φιλεύσπλαχνη, καθώς σπαταλούσε μεγάλα ποσά γιά τα φτωχά κορίτσια και όσους γενικότερα είχαν ανάγκη. Όταν η περίφημη εταίρα πέθανε, όλη η Κόρινθος πένθησε το θάνατό της και έστησε προς τιμή της μεγαλοπρεπή τάφο, πάνω στον οποίο, κατά τον Παυσανία, καθόταν μαρμάρινη λέαινα, που κρατούσε στα νύχια της ένα κριό, συμβολίζοντας την άπληστη και ασελγή ζωή, που ακολούθησε, καθώς, όπως αναφέρει ο Αλιανός και ο Αριστοφάνης, λόγω των πολύ μεγάλων χρηματικών ποσών, που ζητούσε από τους εραστές της και λόγων τής μεγάλης επιμονής της μέχρι να καταφέρει να πραγματοποιήσει όσα αξίωνε, λεγόταν «Αξίνη».
Η Λαΐδα όμως, κατά τις τελευταίες μέρες τής ζωής της φαίνεται, ότι περνούσε πολύ δύσκολα. Συγκεκριμένα, ο Επικράτης στην Αντιλαΐδα του δίνει μιά αρκετά μίζερη εικόνα της:
«Η Λαΐς είναι οκνηρή και πάντοτε μεθυσμένη. Δέν ενδιαφέρεται παρά μόνο γιά την καθημερινή της τροφή και το ποτό της. Θα μπορούσε να την παραβάλει κανείς με τον αετό, μιάς και αυτά τα όρνια, στη νεαρή τους ηλικία, αρπάζουν τη λεία τους μεταφέροντάς την στους αιθέρες, ως τις βουνοκορφές, όπου και την καταβροχθίζουν. Γερνώντας, όμως, κουρνιάζουν πεινασμένα στους ναούς των Θεών. Κάτι τέτοιο θεωρείται θεϊκό προμήνυμα. Επίσης. η Λαΐς είναι ένα θαύμα. Όταν ήταν νέα και δροσερή ήταν ακαταμάχητη γιά τα πλούτη της, και ευκολότερα συναντούσες τον σατράπη Φαρνάβαζο, παρά εκείνη. Ωστόσο, αφότου πέρασαν τα χρόνια και τα σώμα της έχασε τις αρμονικές του γραμμές είναι ευκολότερο να τη δεις, παρά να τη φτύσεις! Τώρα, περιφέρεται παντού. Εισπράττει με την ίδια προθυμία ένα χρυσό νόμισμα και έναν οβολό… Έχει γίνει τόσο ήμερη, που σου γλείφει τα χέρια».
Η Λαΐδα η δεύτερη, ήταν κόρη τής Τιμάνδρας, η οποία, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, ήταν παλιά ερωμένη τού Αλκιβιάδη. Η Λαΐδα αυτή γεννήθηκε στη Σικελία το 422 π.Χ.. Η παράδοση μάς λέει, ότι αυτή η εταίρα ήρθε ως δούλη από τη Σικελία στην Πελοπόννησο, μαζί με τους αιχμαλώτους τού Νικίου, ο οποίος κατέλαβε την Υκκάρα. Το τέλος τής Λαΐδας αυτής είναι τραγικό, καθώς σύμφωνα με την παράδοση, ερωτεύτηκε τον Ιππόλοχο και τον ακολούθησε στη Θεσσαλία, όπου σύρθηκε σε ένα ιερό τής Αφροδίτης και χτυπήθηκε θανάσιμα από ξύλινα σκαμνιά σε νεαρή ηλικία από μιά μάζα ζηλότυπων θεσσαλιωτισσών.
Η Λαΐδα η νεώτερη γεννήθηκε στην Κόρινθο στα μέσα περίπου τού 4ου αιώνα π.Χ.. Απέκτησε και αυτή μεγάλη φήμη και λέγεται, ότι είχε πολλούς εραστές, ανεξαρτήτως τής οικονομικής τους κατάστασης.
Πολλοί γλύπτες και ζωγράφοι αποθανάτισαν το ωραιότατο σώμα της. Λέγεται, μάλιστα, ότι Λαΐδα αυτή είδε ο ζωγράφος Απελλής να παίρνει νερό από την κρήνη Πειρήνη, εφτά ετών τότε, και εκθαμβώθηκε τόσο από το κάλλος της, που την πήρε μαζί του και την παρουσίασε σε φιλική συναναστροφή. Αργότερα, η εταίρα αυτή προσέλκυσε όλο το βαθύπλουτο και διανοούμενο κόσμο τής εποχής εκείνης, που ερχόταν στην Κόρινθο, την πόλη τής ηδονής και των οργίων, γιά να θαυμάσει το κάλλος της. Η ελληνική αρχαιότητα λάτρεψε τόσο πολύ το ωραίο και το υψηλό, ώστε ήταν αδύνατο να μείνει ασυγκίνητη μπροστά στο κάλλος τής γυναίκας αυτής, την οποία όλοι οι αιώνες θαύμασαν όχι μόνο για την ομορφιά της, αλλά και γιατί συνδύαζε και άλλες σωματικές και ψυχικές χάρες. Όπως, εξάλλου, αναφέρει ο Καπίτωνας στα ερωτικά του επιγράμματα, «κάλλος άνευ χαρίτων τέρπει μόνον, ου κατέχει δε, ως όπερ αγκίστρου νηχόμενον δέλεαρ».
Συμπερασματικά, υπήρξαν τρεις Λαΐδες, που άκμασαν στην Κόρινθο, την αρχαία πόλη τού πλούτου, τής δόξας και των οργίων. Η αρχαιότερη, όπως και η νεώτερη από αυτές, πέθαναν και θάφτηκαν στην Κόρινθο, ενώ η δεύτερη φονεύθηκε βάναυσα στη Θεσσαλία. Και οι τρεις τους όμως, έγιναν πολύ ονομαστές και πλούσιες, κυρίως χάρη στο σωματικό τους κάλλος.
δ. Φρύνη
Η Φρύνη ήταν μιά εταίρα, η ομορφιά τής οποίας αναστάτωσε κυριολεκτικά τους πάντες. Λέγεται μάλιστα, ότι κανείς δέν μπορούσε να την αντικρίσει γυμνή χωρίς να κλείσει τα μάτια του από το εκθαμβωτικό της κάλλος. Το πραγματικό της όνομα ήταν Μνησαρέτη και γεννήθηκε στα μέσα τού 4ου π.Χ. αι. στις Θεσπιές. Η Φρύνη έφυγε από τις Θεσπιές γιά να έρθει στην Αθήνα, όπου σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έγινε περιβόητη τόσο γιά το εξαιρετικό σωματικό της κάλλος, όσο και γιά την πνευματική της διαύγεια.
Στη εξάπλωση τής φήμης της σπουδαίο ρόλο έπαιξε και η σχέση της με τον Πραξιτέλη, ο οποίος την αγάπησε με τόσο πάθος, ώστε η αμοιβαιότητα τού ερωτικού αυτού συναισθήματος έγινε αφορμή να δοξαστούν και οι δύο. Τα θαυμαστότερα έργα τού Πραξιτέλη έγιναν με πρότυπο τη Φρύνη, καθώς αυτή ήταν, που τον ενέπνεε. Το τέλος αυτής τής εταίρας παραμένει άγνωστο μέχρι και σήμερα. Το μόνο βέβαιο είναι, ότι η Φρύνη εξασκούσε το επάγγελμά της ακόμα και τα γεράματά της. Ίσως μελλοντικά μπορέσουμε να αντλήσουμε κι άλλες πληροφορίες γιά τη ζωή τής ωραίας αυτής γυναίκας, το κάλλος τής οποίας απασχόλησε και θα απασχολεί σ’ όλους τους αιώνες.
Σε κάποιους εορτασμούς προς τιμήν τού Ποσειδώνα στην Ελευσίνα, αφαίρεσε τα ρούχα της, έλυσε τα μαλλιά της και προχώρησε γυμνή προς τη θάλασσα, μπροστά στα μάτια του κόσμου. Ο ζωγράφος Απελλής, λέγεται, πως εμπνεύστηκε από το γεγονός αυτό για να φιλότεχνήσει το περίφημο έργο «Αφροδίτη Αναδυόμενη». Η Φρύνη πόζαρε ως μοντέλο στον Πραξιτέλη, γιά διάσημο άγαλμα, γνωστό ως «Αφροδίτη τής Κνίδου».
Επίλογος
Διαβάζοντας περιγραφές γιά το περιβάλλον, που ζούσαν οι εταίρες, επαναλαμβάνονται οι ίδιες περίπου λέξεις γιά ομορφιά, πολυτέλεια, γούστο, τέχνη. Γιά παράδειγμα, μιά πόρνη μπορούσε να γίνει το μοντέλο ενός ζωγράφου και μιά άλλη το μοντέλο ενός γλύπτη. Εξυπακούεται, ότι εδώ αναφερόμαστε στις εταίρες και όχι στις πόρνες τού Κεραμεικού. Έτσι, πολλές από αυτές όφειλαν την καλή τους τύχη σε ένα γνωστό καλλιτέχνη. Η πιό αντιπροσωπευτική περίπτωση είναι αυτή τής Λαΐδας, η οποία έγινα ηγερία τού Απελλή αφού οδηγήθηκε αιχμάλωτη από τη Σικελία στην Κόρινθο. Αλλά και η Φρύνη βγήκε από την ανωνυμία χάρη στο γλύπτη Πραξιτέλη. Τούτες οι γυναίκες έμοιαζαν να ζουν σ’ έναν κόσμο τελείως διαφορετικό από αυτόν των φτωχών πορνών, που εκδίδονταν είτε στις λαϊκές συνοικίες των πρωτευουσών είτε στα λιμάνια.
Η Ασπασία, η Λαΐδα, η Φρύνη μας είναι γνωστές γιά το γούστο και το ταλέντο τους. Φαίνεται, πως οι εταίρες ήταν πιό καλλιεργημένες από τις ελεύθερες γυναίκες. Εκπαιδεύονταν μέσα στο ίδιο περιβάλλον, όπου σύχναζαν, μαθαίνοντας ωστόσο πρώτα από όλα να περιποιούνται το σώμα τους και να το καλλωπίζουν με φτιασίδια και τερτίπια.
Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα
Αλεξανδρή Ελένη
Η συντήρησή τους ήταν πολυδάπανη και γι΄αυτό το λόγο οι πλούσιοι αθηναίοι δαπανούσαν γιά χάρη τους ολόκληρες περιουσίες, ιδιαίτερα αν ήθελαν να μονοπωλήσουν τη συντροφιά τους.Έτσι η ζωή τους ήταν μέσα στη χλιδή και την πολυτέλεια. Κυκλοφορούσαν παντού με άνεση και έπαιρναν μέρος στα συμπόσια, όπου μπορούσαν ελεύθερα να διατυπώσουν τις απόψεις τους, ακόμα και γιά τα πιό περίπλοκα θέματα. Οι άντρες τις άκουγαν με προσοχή σεβόμενοι τις απόψεις τους και με αυτόν τον τρόπο απέκτησαν γρήγορα κύρος και κοινωνική αποδοχή. Μερικές μάλιστα από αυτές κατάφεραν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα τής εποχής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίφημη εταίρα Ασπασία, που είχε καταφέρει να καταστήσει υποχείριούς της τους πιό ισχυρούς πολιτικούς και να κάνει σημαντικούς φιλόσοφους να ασχολούνται σοβαρά μαζί της.
Η πιο ζωντανή μαρτυρία γιά τις παραφυάδες αυτού τού κόσμου είναι ένας λόγος, που εκφωνήθηκε ενώπιον αθηναϊκού δικαστηρίου το 340 π.Χ. και αποτελεί καταπέλτη γιά τις δραστηριότητες και την οικογένεια μιάς πρώην εταίρας, τής Νεαίρας. Ο ρήτορας αναφέρεται εκτενώς στον τρόπο, με τον οποίο οι άνδρες αγόραζαν από κοινού μιά εταίρα και τη χρησιμοποιούσαν εκ περιτροπής.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο αθηναίος ομιλητής κατονομάζει ευθέως τη Νεαίρα, ενώ θα έπρεπε να την προσφωνήσει ως «σύζυγο του …», και ότι αυτό το εξαιρετικά στρεβλό και κατασκευασμένο κατηγορητήριο αφορά μιά γυναίκα, που είχε περάσει προ πολλού τα πενήντα και η οποία σε καμμία περίπτωση δέ θυμίζει την αχαλίνωτη «πόρνη», που περιγράφεται. Πρόκειται γιά την απόπειρα τού άνδρα κατήγορου να ταπεινώσει έναν πολιτικό του αντίπαλο, ο οποίος σχετιζόταν με αυτήν.
Οι εταίρες δέν ήταν πλάσματα χωρίς υπόληψη, αλλά κόρες των καλύτερων οικογενειών, οι οποίες ευχαριστούσαν καθημερινά την Αφροδίτη, επειδή τους είχε χαρίσει την ομορφιά. Είχαν παρατσούκλια γραμμένα πάνω σε αγγεία ή κύπελλα, τα οποία όριζαν μιά από τις φυσικές τους ιδιαιτερότητες, όπως γιά παράδειγμα «Γλυκιέρα» = «Η Γλυκιά», «Φρύνη» = «Ο Γυρίνος» κ.λπ. Όταν γερνούσαν έβρισκαν ένα νεαρό, τον οποίο και συντηρούσαν, ενώ εκείνος εκτιμούσε με τη σειρά του τις λαμπρές τους ειδικότητες.
Οι εταίρες δέν είχαν δικαίωμα να ερωτεύονται, παρά μόνο κάποιο ζάμπλουτο γέροντα, που ήταν σε θέση να συντηρεί τις ίδιες και την οικογένειά τους. Τις συναναστρέφονταν οι καλλιτέχνες, οι συγγραφείς, οι πολιτικοί, που γίνονταν κατά κάποιο τρόπο προστάτες τους. Σαν αντάλλαγμα έπαιρναν στα χέρια τους ένα συμβόλαιο ενοικίασης και ένα διόλου ευκαταφρόνητο χρηματικό ποσό. Το συμβόλαιο ίσχυε γιά ένα χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο προστάτης χάριζε στην εταίρα κοσμήματα και ρούχα. Όσο μεγαλύτερο ήταν το διάστημα αυτό τόσο ακριβότερο ήταν και το ενοίκιο. Πολλές φορές, κίνητρο τού ενοικιαστή ήταν απλώς η επίδειξη, γι’ αυτό και κάθε χρόνο η Λαΐς ενοικιαζόταν από τον φιλόσοφο Αρίστιππο, που έπαιρνε μαζί του την εταίρα στην Ελευσίνα για τη γιορτή των Ποσειδωνίων.
Η εταίρα δέν αποτελούσε μονάχα αντικείμενο ηδονής, αλλά αντιπροσώπευε και ένα εξωτερικό σημάδι πλούτου, γι’ αυτό και συνόδευε τον προστάτη της σε δημόσιες εκδηλώσεις, όπως τα συμπόσια. Έτσι αντιλαμβανόμαστε καλύτερα και τον όρο «σύντροφος» (=εταίρα), τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι έλληνες. Η εταίρα ήταν η μόνη, που είχε δικαίωμα να παρίσταται στις διάφορες διασκεδάσεις τού εραστή της, καθώς όπως γνωρίζουμε οι νόμιμες σύζυγοι ούτε που διανοούνταν να βγουν από το σπίτι. Την ίδια τύχη είχαν και οι παλλακίδες, οι οποίες έμεναν συνήθως κλεισμένες στο γυναικωνίτη. Επιπλέον, ο εραστής πήγαινε με την εταίρα στο σπίτι του, χωρίς η σύζυγος να έχει την οποιαδήποτε αντίρρηση.
Δέν υπάρχει αμφιβολία, ότι τα συμπόσια κατέληγαν σε όργια, ομαδικούς έρωτες με τρία ή τέσσερα ζευγάρια, ακριβώς όπως αναπαριστούν τα αγγεία. Οι εταίρες έδιναν εκεί τον καλύτερό τους εαυτό, καθώς τις σύγκριναν μεταξύ τους κρίνοντας την ικανότητα και τη φαντασία τους.
Η ομορφιά αυτών των γυναικών χρησιμοποιούνταν, επίσης, γιά την υπογραφή ενός συμβολαίου ή μιάς συνθήκης. Έτσι, γιά παράδειγμα, μιά εταίρα από την Ιωνία ονόματι Θαργηλία πληρώθηκε από τον βασιλιά τής Περσίας, προκειμένου να κάνει προπαγάνδα στους έλληνες υπέρ των περσών. Επιπλέον, οι βασιλείς και οι αρχηγοί έδιναν στις εταίρες ό,τι τους ζητούσαν, ακόμα κι αν χρειαζόταν να διαπράξουν ιεροσυλία. Γιά παράδειγμα, ο Φάυλλος, τύρρανος τής Φωκίδας, έκλεψε ένα ασημένιο αγγείο και ένα χρυσό στεφάνι κισσού από το θησαυρό των Δελφών γιά να τα δώσει στην αυλητρίδα Βρομιάδα.
Όταν οι εταίρες ήταν μικρές σε ηλικία ασκούσαν τη δραστηριότητά τους παράνομα και μόνο όταν έφταναν σε κατάλληλη ηλικία γινόντουσαν επισήμως δεκτές στο επάγγελμα. Μερικές ήταν ελεύθερες χωρίς να εξαρτώνται από κάποιον προξενητή και άλλες, που αποτελούν και τη συνηθέστερη περίπτωση, εξαρτιόνταν από κάποιον προξενητή ή αφεντικό, ο οποίος τις χρηματοδοτούσε, συντηρώντας έτσι το σπίτι που τους δεχόταν. Σκοπός όλων των πορνών ήταν να εργάζονται γιά λογαριασμό τους, όμως χωρίς προστάτη συναντούσαν διαφόρων λογής εμπόδια, καθώς οι προαγωγοί προσπαθούσαν να εξουδετερώσουν όσες έμπαιναν μόνες τους στην αγορά. Επιπλέον υπήρχαν και χρόνια ταραγμένα όπου το ενδιαφέρον δέν ήταν στραμμένο στις απολαύσεις, αλλά στις συρράξεις και, συνεπώς, δέν θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τον άρτο τον επιούσιο γιά την οικογένειά τους, ούτε να συντηρήσουν το σπίτι τους.
Από την άλλη, μιά πόρνη προστατευόμενη κατά το παρελθόν μπορούσε να κατέβει στην ιεραρχία τής κοινωνικής πυραμίδας καταλήγοντας από το συμπόσιο στο πεζοδρόμιο τού Κεραμεικού. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και αυξανόταν περισσότερο όσο η πόρνη γερνούσε.
Η ελληνική κοινωνία παραμελούσε τις εταίρες, όταν έπαυαν να τής χρησιμεύουν γιά να διανθίζουν τα συμπόσια. Το θέατρο ήταν γεμάτο από στίχους γιά τη μαραμένη και άχρηστη πλέον ομορφιά τους, όπως και τα χλεύη των αλλοτινών τους εραστών. Σπάνια έβλεπες κάποιες από αυτές να γλιτώνουν συνεχίζοντας τη σταδιοδρομία τους ως τα γηρατειά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα απόσπασμα από την Παλατινή Ανθολογία:
«Η Χαριτώ πλησιάζει τα εξηνταένα της χρόνια. Τα πλεγμένα της μαλλιά εξακολουθούν να είναι κατάμαυρα. Οι θηλές στα μαρμάρινα στήθη της είναι στητές και δέν χρειάζεται ζώνη να τα συγκρατήσει. Το τεντωμένο της δέρμα σκορπίζει ακόμα την ίδια ευωδιά, διατηρώντας την ίδια γοητεία, την ίδια χάρη. Εραστές, μήν αποφεύγετε την φλογερή και μυρωμένη της αγκαλιά! Πηγαίνετε στο σπίτι της και ξεχάστε τα χρόνια της!»
Κατά τις τελευταίες μέρες τής ζωής τους όλες περνούσαν δύσκολα, ακόμα και η πιό διάσημη ανάμεσά τους, η Λαΐς. Αυτές, λοιπόν, που είχαν στερηθεί τα πάντα κατέληγαν σε κάποιον οίκο ανοχής. Δέν ήταν σπάνιο φαινόμενο να δεις έναν άντρα, ο οποίος, προκειμένου να ξεφορτωθεί τη συμβία του, την τοποθετούσε σε ένα από τα πορνεία τής πόλης.
Ωστόσο, οι πόρνες έδειχναν να είναι καλοδεχούμενες από τις νόμιμες συζύγους, εφόσον αποτελούσαν μέρος τού ελληνικού κόσμου και κρατούσαν τη θέση τους. Δέν συνέβη, όμως, το ίδιο και στην περίπτωση τής Λαΐδας από την Υκκάρα τής Σικελίας, η οποία σύρθηκε σε ένα ιερό τής Αφροδίτης και χτυπήθηκε θανάσιμα από ξύλινα σκαμνιά στο άνθος τής ηλικίας της από μιά ορδή ζηλότυπων θεσσαλιωτισσών.
Συνοψίζοντας, θα πρέπει να πούμε, ότι οι εταίρες, έστω και αθέλητα, προσέφεραν στις αθηναίες μιά ανεκτίμητη υπηρεσία. Με αφετηρία τις δικές τους ελευθερίες άρχισε σταδιακά να διαμορφώνεται μιά νέα νοοτροπία, που έκανε τη ζωή των γυναικών πιό υποφερτή και ανθρώπινη, καταφέρνοντας ισχυρά πλήγματα στα κοινωνικά στεγανά τής μέχρι τότε εποχής.
Διάσημες εταίρες
α. Ασπασία
Τον 5ο αιώνα υπήρχαν πολλά παράνομα ζευγάρια, αντιπροσωπευτικότερο από τα οποία είναι ο Περικλής με τη Ασπασία, κλονίζοντας τη σταθερότητα, που υπήρχε μέχρι τότε στην αθηναϊκή οικογένεια. Ο Περικλής γνώρισε τη μιλήσια, ενώ ήταν ήδη παντρεμένος και πατέρας δύο γιών. Έδιωξε τη γυναίκα του γιά να ζήσει μαζί της, εφόσον δέν μπορούσε να την παντρευτεί, καθώς η Μίλητος, πατρίδα τής Ασπασίας, δέν είχε λάβει από την Αθήνα το δικαίωμα τής επιγαμίας. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι η επιρροή τής Ασπασίας πάνω στον Περικλή ήταν πολύ μεγάλη και πολλοί μάλιστα υποστηρίζουν, ότι αν δέν υπήρχε η Ασπασία ίσως ο Περικλής να μήν είχε φτάσει στο απόγειο τής δόξας του.
Η Ασπασία αποτελούσε μιά από τις ενδοξότερες εταίρες τής τότε εποχής καθώς, εκτός από θαυμάσια ομορφιά, είχε και κλίση στη φιλοσοφία, την πολιτική και την ποίηση. Επιπλέον, καμμιά άλλη γυναίκα δέν μπόρεσε να ασκήσει τόσο σημαντική επιρροή σε σοβαρά ζητήματα τής πολιτείας, καθώς θεωρείτο η αιτία τού Πελοποννησιακού Πολέμου.
Η Ασπασία, όμως, δέν ήταν μόνο καλή στα πολιτικά και τη φιλοσοφία, αλλά είχε και μιά αξιοζήλευτη ευγλωττία, η οποία ωφέλησε και τον Περικλή. Λέγεται, ότι η ακαταμάχητη ευχέρεια λόγου, που διέθετε ο Περικλής και που συγκλόνιζε όλη την Ελλάδα, οφείλετο στην ευγλωττία τής Ασπασίας.
Η Ασπασία υπήρξε σύντροφος τού Περικλή ως το τέλος της ζωής του και τον περιποιήθηκε με απόλυτη αφοσίωση και αυταπάρνηση πριν τον θάνατό του, όταν προσβλήθηκε από πανώλη, διακινδυνεύοντας και την ίδια της τη ζωή. Μετά το θάνατο τού Περικλή, η Ασπασία έπεσε σε μεγάλη θλίψη και δυστυχία. Κανείς δέν ενδιαφερόταν γι’ αυτήν και δέν την πρόσεχε. Έκτοτε, χάνεται το όνομα τής εξέχουσας αυτής προσωπικότητας στα σκοτάδια τής αφάνειας γιά να εξυμνηθεί, όμως, αργότερα όχι μόνο γιά την ωραιότητά της, αλλά και γιά τις πολιτικές και φιλοσοφικές ικανότητές της, καθώς και γιά τη μεγάλη ψυχική δύναμη, που επέδειξε κατά τη διάρκεια τής ζωής της.
Παρατηρούμε, ότι στο τέλος τού 5ου αιώνα και κατά τη διάρκεια τού 4ου καθιερώθηκε, γιά πολλούς αθηναίους, η συνήθεια να έχουν παλλακίδα, χωρίς ωστόσο να διώχνουν τη νόμιμη σύζυγό τους. Οι εταίρες δέν θεωρούνται πλέον αντικείμενα, αλλά αναγνωρίζονται, θαυμάζονται, λατρεύονται και ο κόσμος τις έχει σε υπόληψη.
Αξίζει εδώ να τονίσουμε την εκτίμηση, που έτρεφε ο Σωκράτης, απέναντι στο πρόσωπο τής Ασπασίας, γιά την οποία φτάνει στο σημείο να λέει, ότι έχει σοφία μεγαλύτερη ακόμα και από τη δική του. Ο αθηναίος φιλόσοφος είχε αρχίσει να αμφιβάλλει γιά τη βιολογική διαφορά μεταξύ αντρών και γυναικών, που όπως μας λέει και ο Ξενοφών στο Συμπόσιό του, βλέποντας την ικανότητα μιάς ταχυδακτυλουργού, είπε, ότι αυτά, που έκανε η κοπέλα, αποτελούσαν απόδειξη, μεταξύ πολλών άλλων, ότι οι γυναίκες δέν ήταν εκ φύσεως κατώτερες από τους άντρες, παρά μόνο επειδή τους έλειπε η μόρφωση και η δύναμη.
Δέν ήταν, λοιπόν, η φύση, που καθιστούσε κατώτερες τις γυναίκες, αλλά κυρίως η έλλειψη εκπαίδευσης, γι’ αυτό και ο Σωκράτης πίστευε, ότι αποτελούσε καθήκον των αντρών τους να τις διδάσκουν πώς να είναι καλοί σύντροφοι και πώς να πάψουν να είναι πρόσωπα, με τα οποία οι σύζυγοι είχαν τον ελλιπέστερο διάλογο, καθώς και πώς να συμβάλλουν, όπως και οι άντρες, στο καλό τής οικογένειας.
Ο Σωκράτης, που κάθε άλλο παρά μισογύνης υπήρξε, ήταν ιδιαίτερα καλά διατεθειμένος απέναντι στις γυναίκες, αναγνωρίζοντας τις ικανότητές τους και ακούγοντας τις συμβουλές τους. Η σχέση, όμως, που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τής Ασπασίας και τού Σωκράτη είναι πολύ βαθύτερη. Κατά μερικούς, ο Σωκράτης είχε από την Ασπασία διδαχθεί τη μέθοδό του, αυτήν, που ονομάζουμε «μαιευτική» (κάποιοι τη χαρακτηρίζουν και ως σωκρατική), την οποία η Ασπασία χειριζόταν με σπάνια δεξιοτεχνία κατά τις συζητήσεις της.
Ο Σωκράτης θαύμαζε τις ιδέες της και τη σοφία της σε τέτοιο μεγάλο βαθμό, που όταν κάποτε ερωτήθηκε «αν κάποιος εμφανίζεται να έχει καλή σύζυγο, θα πρέπει να πιστεύουμε, ότι είναι αυτός ο ίδιος, που την έκανε τέτοια», ο φιλόσοφος τους συνέστησε να απευθυνθούν στην Ασπασία, προκειμένου να πάρουν απάντηση, καθώς αυτή «γνώριζε πολύ περισσότερα από αυτόν».
Δέν ήταν, λοιπόν, τυχαίο που οι αθηναίοι αντιπαθούσαν την Ασπασία, καθώς ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος με απόψεις γιά το ρόλο των γυναικών και τις σχέσεις των δυο φύλων, που οι ίδιοι κάθε άλλο παρά συμμερίζονταν. Η αντιπάθεια αυτή ενισχυόταν και από την ισχυρή προσωπικότητα τής περίφημης αυτής εταίρας, γιά την οποία τέσσερις μαθητές τού Σωκράτη μιλούν στα έργα τους: ο Αισχίνης (ο Σφήττιος), ο Αντισθένης, ο Ξενοφών και ο ίδιος ο Πλάτων, ο οποίος στον Μενέξενό του γράφει, ότι ο Σωκράτης έλεγε, ότι ο γνωστός επικήδειος λόγος γιά τους πεσόντες τού πρώτου Πελοποννησιακού Πολέμου είχε συνταχθεί από την Ασπασία.
β. Νεαίρα
Η Νεαίρα δέν ήταν αθηναία. Παρόλο, που υπήρχε νόμος, που απαγόρευε στους ξένους, αλλά και στις ξένες να συνάπτουν νόμιμο γάμο, ο αθηναίος Στέφανος συγκατοίκησε με τη Νεαίρα και την εμφάνισε ως γυναίκα του εγγράφοντας στη φρατρία τα παιδιά της ως δικά του. Γύρω στο 340 π.Χ., κατηγορήθηκε από τον Απολλόδωρο, με τον οποίο είχε μιά παλαιά αντιδικία, γιά παράνομο γάμο μεταξύ Νεαίρας και Στεφάνου. Ο Απολλόδωρος μηνύει τη Νεαίρα γιατί, όπως ισχυρίζεται, ήταν μιά ξένη και είχε παραβεί το νόμο περί γάμου στην πόλη των Αθηνών.
Η ρητορική του στρατηγική επικεντρώνεται στην απόδειξη δύο βασικών ισχυρισμών: πρώτον, ότι η Νέαιρα ήταν όντως ξένη και δεύτερον, ότι ο Στέφανος ζούσε μαζί της ως σύζυγος, έχοντας αναγνωρίσει τα παιδιά της, τον Πρόξενο, τον Αρίστωνα και τη Φανώ ως αθηναίους πολίτες. Η ταπεινωτική περιγραφή τού Απολλόδωρου σχετικά με την προγενέστερη ζωή τής Νέαιρας στον κορινθιακό οίκο ανοχής αποτελεί θεμελιώδες τμήμα τής επιχειρηματολογίας του. Εάν καταδικαζόταν, η Νεαίρα θα γινόταν δούλη, ενώ ο Στέφανος θα τιμωρούνταν με ένα αυστηρό πρόστιμο.
Ο Στέφανος κατηγορήθηκε γιά αυτή του την πράξη και παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, όπου ο Απολλόδωρος εκφώνησε τον περίφημο «Kατά Νεαίρας» λόγο, που τού είχε γράψει ο Δημοσθένης, προκειμένου να υπερασπιστεί το νόμο. Ο Στέφανος προσπάθησε να διαψεύσει τις κατηγορίες, που του καταλογίζονταν, αλλά ο λόγος τού Δημοσθένη κατάφερε να πείσει τους δικαστές γιά την ενοχή τού Στεφάνου, καθώς και γιά την προέλευση τής εταίρας Νεαίρας.
γ. Λαΐς
Πολλοί συγγραφείς πίστευαν, παρασυρμένοι από τη φήμη αυτής τής εταίρας, ότι πρόκειται γιά μιά Λαΐδα, ενώ αναμφισβήτητα πρόκειται περί τριών.
Η Λαΐδα, η παλαιότερη, ήταν κρίνθια εταίρα και γεννήθηκε το 480 π.Χ. Οι έλληνες επιθυμώντας να εξυμνήσουν το μεγάλο κάλλος τής Λαΐδας έγραψαν το ακόλουθο επίγραμμα: «Την εις τας μάχας ανίκητον, την τροπαιούχον Ελλάδα καθυπεδούλωσε νυν υπερφυής καλλονή».
Η Λαΐδα είχε πολλούς λάτρεις και γι’ αυτό έγινε μιά από τις πλουσιότερες γυναίκες τής εποχής. Λέγεται μάλιστα, ότι ενώ οι αθηναίοι έχουν να υπερηφανεύονται γιά τον Παρθενώνα, η Κόρινθος έχει να υπερηφανεύεται γιά τα ανάκτορα και τους κήπους τηής Λαΐδας, όπου πραγματοποιούνταν μεγαλειώδεις γιορτές. Επιπλέον, μέσα στους κήπους αυτών των ανακτόρων ίδρυσε Ακαδημία «ρητορικής» και «ερωτικής».
Η Λαΐδα, όμως, δέν ήταν μόνο εξαιρετικής ομορφιάς, αλλά και φιλεύσπλαχνη, καθώς σπαταλούσε μεγάλα ποσά γιά τα φτωχά κορίτσια και όσους γενικότερα είχαν ανάγκη. Όταν η περίφημη εταίρα πέθανε, όλη η Κόρινθος πένθησε το θάνατό της και έστησε προς τιμή της μεγαλοπρεπή τάφο, πάνω στον οποίο, κατά τον Παυσανία, καθόταν μαρμάρινη λέαινα, που κρατούσε στα νύχια της ένα κριό, συμβολίζοντας την άπληστη και ασελγή ζωή, που ακολούθησε, καθώς, όπως αναφέρει ο Αλιανός και ο Αριστοφάνης, λόγω των πολύ μεγάλων χρηματικών ποσών, που ζητούσε από τους εραστές της και λόγων τής μεγάλης επιμονής της μέχρι να καταφέρει να πραγματοποιήσει όσα αξίωνε, λεγόταν «Αξίνη».
Η Λαΐδα όμως, κατά τις τελευταίες μέρες τής ζωής της φαίνεται, ότι περνούσε πολύ δύσκολα. Συγκεκριμένα, ο Επικράτης στην Αντιλαΐδα του δίνει μιά αρκετά μίζερη εικόνα της:
«Η Λαΐς είναι οκνηρή και πάντοτε μεθυσμένη. Δέν ενδιαφέρεται παρά μόνο γιά την καθημερινή της τροφή και το ποτό της. Θα μπορούσε να την παραβάλει κανείς με τον αετό, μιάς και αυτά τα όρνια, στη νεαρή τους ηλικία, αρπάζουν τη λεία τους μεταφέροντάς την στους αιθέρες, ως τις βουνοκορφές, όπου και την καταβροχθίζουν. Γερνώντας, όμως, κουρνιάζουν πεινασμένα στους ναούς των Θεών. Κάτι τέτοιο θεωρείται θεϊκό προμήνυμα. Επίσης. η Λαΐς είναι ένα θαύμα. Όταν ήταν νέα και δροσερή ήταν ακαταμάχητη γιά τα πλούτη της, και ευκολότερα συναντούσες τον σατράπη Φαρνάβαζο, παρά εκείνη. Ωστόσο, αφότου πέρασαν τα χρόνια και τα σώμα της έχασε τις αρμονικές του γραμμές είναι ευκολότερο να τη δεις, παρά να τη φτύσεις! Τώρα, περιφέρεται παντού. Εισπράττει με την ίδια προθυμία ένα χρυσό νόμισμα και έναν οβολό… Έχει γίνει τόσο ήμερη, που σου γλείφει τα χέρια».
Η Λαΐδα η δεύτερη, ήταν κόρη τής Τιμάνδρας, η οποία, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, ήταν παλιά ερωμένη τού Αλκιβιάδη. Η Λαΐδα αυτή γεννήθηκε στη Σικελία το 422 π.Χ.. Η παράδοση μάς λέει, ότι αυτή η εταίρα ήρθε ως δούλη από τη Σικελία στην Πελοπόννησο, μαζί με τους αιχμαλώτους τού Νικίου, ο οποίος κατέλαβε την Υκκάρα. Το τέλος τής Λαΐδας αυτής είναι τραγικό, καθώς σύμφωνα με την παράδοση, ερωτεύτηκε τον Ιππόλοχο και τον ακολούθησε στη Θεσσαλία, όπου σύρθηκε σε ένα ιερό τής Αφροδίτης και χτυπήθηκε θανάσιμα από ξύλινα σκαμνιά σε νεαρή ηλικία από μιά μάζα ζηλότυπων θεσσαλιωτισσών.
Η Λαΐδα η νεώτερη γεννήθηκε στην Κόρινθο στα μέσα περίπου τού 4ου αιώνα π.Χ.. Απέκτησε και αυτή μεγάλη φήμη και λέγεται, ότι είχε πολλούς εραστές, ανεξαρτήτως τής οικονομικής τους κατάστασης.
Πολλοί γλύπτες και ζωγράφοι αποθανάτισαν το ωραιότατο σώμα της. Λέγεται, μάλιστα, ότι Λαΐδα αυτή είδε ο ζωγράφος Απελλής να παίρνει νερό από την κρήνη Πειρήνη, εφτά ετών τότε, και εκθαμβώθηκε τόσο από το κάλλος της, που την πήρε μαζί του και την παρουσίασε σε φιλική συναναστροφή. Αργότερα, η εταίρα αυτή προσέλκυσε όλο το βαθύπλουτο και διανοούμενο κόσμο τής εποχής εκείνης, που ερχόταν στην Κόρινθο, την πόλη τής ηδονής και των οργίων, γιά να θαυμάσει το κάλλος της. Η ελληνική αρχαιότητα λάτρεψε τόσο πολύ το ωραίο και το υψηλό, ώστε ήταν αδύνατο να μείνει ασυγκίνητη μπροστά στο κάλλος τής γυναίκας αυτής, την οποία όλοι οι αιώνες θαύμασαν όχι μόνο για την ομορφιά της, αλλά και γιατί συνδύαζε και άλλες σωματικές και ψυχικές χάρες. Όπως, εξάλλου, αναφέρει ο Καπίτωνας στα ερωτικά του επιγράμματα, «κάλλος άνευ χαρίτων τέρπει μόνον, ου κατέχει δε, ως όπερ αγκίστρου νηχόμενον δέλεαρ».
Συμπερασματικά, υπήρξαν τρεις Λαΐδες, που άκμασαν στην Κόρινθο, την αρχαία πόλη τού πλούτου, τής δόξας και των οργίων. Η αρχαιότερη, όπως και η νεώτερη από αυτές, πέθαναν και θάφτηκαν στην Κόρινθο, ενώ η δεύτερη φονεύθηκε βάναυσα στη Θεσσαλία. Και οι τρεις τους όμως, έγιναν πολύ ονομαστές και πλούσιες, κυρίως χάρη στο σωματικό τους κάλλος.
Η Φρύνη ήταν μιά εταίρα, η ομορφιά τής οποίας αναστάτωσε κυριολεκτικά τους πάντες. Λέγεται μάλιστα, ότι κανείς δέν μπορούσε να την αντικρίσει γυμνή χωρίς να κλείσει τα μάτια του από το εκθαμβωτικό της κάλλος. Το πραγματικό της όνομα ήταν Μνησαρέτη και γεννήθηκε στα μέσα τού 4ου π.Χ. αι. στις Θεσπιές. Η Φρύνη έφυγε από τις Θεσπιές γιά να έρθει στην Αθήνα, όπου σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έγινε περιβόητη τόσο γιά το εξαιρετικό σωματικό της κάλλος, όσο και γιά την πνευματική της διαύγεια.
Στη εξάπλωση τής φήμης της σπουδαίο ρόλο έπαιξε και η σχέση της με τον Πραξιτέλη, ο οποίος την αγάπησε με τόσο πάθος, ώστε η αμοιβαιότητα τού ερωτικού αυτού συναισθήματος έγινε αφορμή να δοξαστούν και οι δύο. Τα θαυμαστότερα έργα τού Πραξιτέλη έγιναν με πρότυπο τη Φρύνη, καθώς αυτή ήταν, που τον ενέπνεε. Το τέλος αυτής τής εταίρας παραμένει άγνωστο μέχρι και σήμερα. Το μόνο βέβαιο είναι, ότι η Φρύνη εξασκούσε το επάγγελμά της ακόμα και τα γεράματά της. Ίσως μελλοντικά μπορέσουμε να αντλήσουμε κι άλλες πληροφορίες γιά τη ζωή τής ωραίας αυτής γυναίκας, το κάλλος τής οποίας απασχόλησε και θα απασχολεί σ’ όλους τους αιώνες.
Σε κάποιους εορτασμούς προς τιμήν τού Ποσειδώνα στην Ελευσίνα, αφαίρεσε τα ρούχα της, έλυσε τα μαλλιά της και προχώρησε γυμνή προς τη θάλασσα, μπροστά στα μάτια του κόσμου. Ο ζωγράφος Απελλής, λέγεται, πως εμπνεύστηκε από το γεγονός αυτό για να φιλότεχνήσει το περίφημο έργο «Αφροδίτη Αναδυόμενη». Η Φρύνη πόζαρε ως μοντέλο στον Πραξιτέλη, γιά διάσημο άγαλμα, γνωστό ως «Αφροδίτη τής Κνίδου».
Επίλογος
Διαβάζοντας περιγραφές γιά το περιβάλλον, που ζούσαν οι εταίρες, επαναλαμβάνονται οι ίδιες περίπου λέξεις γιά ομορφιά, πολυτέλεια, γούστο, τέχνη. Γιά παράδειγμα, μιά πόρνη μπορούσε να γίνει το μοντέλο ενός ζωγράφου και μιά άλλη το μοντέλο ενός γλύπτη. Εξυπακούεται, ότι εδώ αναφερόμαστε στις εταίρες και όχι στις πόρνες τού Κεραμεικού. Έτσι, πολλές από αυτές όφειλαν την καλή τους τύχη σε ένα γνωστό καλλιτέχνη. Η πιό αντιπροσωπευτική περίπτωση είναι αυτή τής Λαΐδας, η οποία έγινα ηγερία τού Απελλή αφού οδηγήθηκε αιχμάλωτη από τη Σικελία στην Κόρινθο. Αλλά και η Φρύνη βγήκε από την ανωνυμία χάρη στο γλύπτη Πραξιτέλη. Τούτες οι γυναίκες έμοιαζαν να ζουν σ’ έναν κόσμο τελείως διαφορετικό από αυτόν των φτωχών πορνών, που εκδίδονταν είτε στις λαϊκές συνοικίες των πρωτευουσών είτε στα λιμάνια.
Η Ασπασία, η Λαΐδα, η Φρύνη μας είναι γνωστές γιά το γούστο και το ταλέντο τους. Φαίνεται, πως οι εταίρες ήταν πιό καλλιεργημένες από τις ελεύθερες γυναίκες. Εκπαιδεύονταν μέσα στο ίδιο περιβάλλον, όπου σύχναζαν, μαθαίνοντας ωστόσο πρώτα από όλα να περιποιούνται το σώμα τους και να το καλλωπίζουν με φτιασίδια και τερτίπια.
Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα
από τη διπλωματική εργασία τής κ. Ελένης Αλεξανδρή
στο Πάντειο πανεπιστήμιο με τίτλο: «Γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα:
Σύζυγοι, παλλακίδες, εταίρες, πόρνες», Αθήνα, 2013,
που αναρτήθηκε στην «Πάνδημο» Ψηφιακή Βιβλιοθήκη
τού πανεπιστημίου (pandemos.panteion.gr).
«Ὅποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ἑλληνικά, ἔστω κι ἄν δέν τό ὑποπτεύεται» – Jacqueline de Romilly
Πηγή: