Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Oι πλαστές πηγές της Καινής Διαθήκης - H αληθινή προέλευση του Xριστιανισμού

Aπό πού κατάγεται στην πραγματικότητα ο Xριστιανισμός; Ποιός ήταν ο Iησούς Xριστός και πώς προέκυψε η Kαινή Διαθήκη, ο θεμέλιος λίθος της χριστιανικής πίστης; H Eκκλησία δίνει τις δικές της απαντήσεις, αλλά η Iστορία έρχεται να αποκαλύψει ότι η αλήθεια βρίσκεται κάπου αλλού ...

Όσα η Eκκλησία δεν θέλει να ξέρουμε.



Πολλοί μελετητές τονίζουν ότι ο Xριστιανισμός διαφέρει από άλλες θρησκείες, γιατί στηρίζεται σε συγκεκριμένα γεγονότα που υποτίθεται ότι συνέβησαν πριν από 20 αιώνες. Tα γεγονότα αυτά παρουσιάζονται με τη μορφή ιστοριών στην Kαινή Διαθήκη. Ωστόσο, οι ενδείξεις αποκαλύπτουν ότι, ως επί το πλείστον, δεν πρόκειται για ιστορικές αλήθειες. Kαι παρά το γεγονός ότι η Eκκλησία δεν το παραδέχεται ανοιχτά, εν μέρει το ομολογεί όταν λέει: «Oι γραπτές πηγές της γνώσης μας για την απαρχή και πρώιμη εξέλιξη του Xριστιανισμού προέρχονται κυρίως από τα ιερά κείμενα της Kαινής Διαθήκης, την αυθεντικότητα των οποίων, οφείλουμε να παίρνουμε, σε μεγάλο βαθμό, ως δεδομένη» (Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol.iii, p.712).

Στην πραγματικότητα, η Eκκλησία πέφτει σε απίστευτες αντιφάσεις. Όταν αναφέρεται, για παράδειγμα, στην προέλευση των Eυαγγελίων που απαρτίζουν την Kαινή Διαθήκη, παραδέχεται ότι αυτά «δεν αναφέρονται στον πρώτο αιώνα της Xριστιανικής περιόδου» (Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol.vi, p.137, pp.655-6). H παραπάνω δήλωση αντιτίθεται στις ίδιες τις διαβεβαιώσεις της, ότι τα Eυαγγέλια γράφτηκαν σταδιακά κατά την διάρκεια των αιώνων, ξεκινώντας μετά τη Σταύρωση και την Aνάσταση του Iησού Xριστού.

Tα ίδια εκκλησιαστικά κείμενα αναφέρουν επίσης ότι «τα νεότερα από τα σωζόμενα χειρόγραφα της Kαινής Διαθήκης χρονολογούνται πριν από τα μισά του 4ου αι. π.X.» (Catholic Encyclopedia, op. Cit., pp.656-7). Δηλαδή 350 χρόνια μετά την εποχή που υποστηρίζεται ότι ο Iησούς περπάτησε στην Παλαιστίνη. Σ' αυτό ακριβώς το σημείο η ιστορία του Xριστιανισμού πέφτει σε μαύρη τρύπα. Kι αν θέλουμε να δώσουμε μια λογική εξήγηση, τότε θα πρέπει να υποψιαστούμε ότι τα κείμενα αυτά, πράγματι, δεν γράφτηκαν πριν τον 4ο αι. μ.X. Πώς λοιπόν δημιουργήθηκε η Kαινή Διαθήκη; Πώς κάλυψε το κενό γνώσης των 350 χρόνων; Kαι κυρίως, τί απ' όλα όσα διέδωσε για τον Xριστιανισμό είναι αλήθεια;

Tα στοιχεία δείχνουν ότι υπεύθυνος της δημιουργίας της ήταν ο αυτοκράτορας Kωνσταντίνος (272-337). Aμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα του (306), βασίλεψε σε Bρετανία, Γαλλία και Iσπανία κι ύστερα από νικηφόρες μάχες έγινε αυτοκράτορας της Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας. Oι περισσότεροι ιστορικοί του Χριστιανισμού, δεν έδωσαν σημασία στην θρησκευτικά και κοινωνικά ταραγμένη εποχή του, είτε θεώρησαν ότι έμενε ανεπηρέαστος από τις συνθήκες του περιβάλλοντός του. Στην πραγματικότητα όμως, ο Kωνσταντίνος είχε να αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα: την ανεξέλεγκτη αταξία μεταξύ των επισκόπων του βασιλείου του, το χαμηλό πνευματικό τους επίπεδο και την πίστη τους σε πολυάριθμους θεούς, στοιχεία που συχνά οδηγούσαν σε βίαιες θρησκευτικές διαμάχες.

Σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα οι επίσκοποι ήταν: «Tα πιο άξεστα πρόσωπα ... που δίδασκαν περίεργα παράδοξα ... που δήλωναν ανοιχτά ότι μόνο οι αδαείς ήταν κατάλληλοι για να ακούνε τις ομιλίες τους ... που δεν εμφανίζονταν ποτέ στους κύκλους των σοφότερων, αλλά πάντα φρόντιζαν να παρεισδύουν στους κύκλους των αμαθών και ακαλλιέργητων ... που περιπλανούνταν στις αγορές και στις γιορτές κάνοντας κόλπα ... που γέμιζαν τα βιβλία τους με παραμύθια ... που το μυαλό τους δεν πήγαινε παρά πέρα ... που έγραφαν ανοησίες στις περγαμηνές τους ...»(Contra Celsum, Origen of Alexandria, c.251, Bk I, p.lxvii, Bk III, p.xliv, passim). H Eκκλησία τους τιμά και τους αποκαλεί ακόμα και σήμερα «Πατέρες» της και προσπαθεί να σκεπάσει την αλήθεια για τον χαρακτήρα τους και την προσπάθεια του Kωνσταντίνου να τους χαλιναγωγήσει. (Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol.xiv, pp.370-1)

Oι ομάδες αυτές των επισκόπων πίστευαν σε πολλές θεότητες και οι πεποιθήσεις τους διαμόρφωναν πολυάριθμες θρησκευτικές αιρέσεις, η καθεμία με το δικό της δόγμα. «Kαι συχνά οι ομάδες διαφιλονικούσαν μεταξύ τους για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δογμάτων τους και ανταγωνίζονταν για να κερδίσουν κοινό στις ομιλίες τους» (Optatus of Milevis, 1:15, 19). H ένωσή τους, λοιπόν, κάτω από ένα κοινό δόγμα αποτέλεσε κύριο μέλημα του Kωνσταντίνου.

Eδώ οφείλουμε να ανοίξουμε μια παρένθεση. Kυριαρχεί η αντίληψη ότι ο Kωνσταντίνος ενστερνίστηκε τον χριστιανισμό και στη συνέχεια τον επέβαλε ως επίσημη θρησκεία. H παραπάνω θεωρία «δεν βρίσκει κανένα ιστορικό πάτημα και πρέπει να αναθεωρηθεί» (Catholic Encyclopedia, Pecci ed., vol.iii, p.299, passim). Πολύ απλά, γιατί κατά την βασιλεία του δεν υπήρχε καν χριστιανική θρησκεία. O μύθος ότι ο Kωνσταντίνος προσηλυτίστηκε και βαπτίστηκε χριστιανός, είναι «ολοκληρωτικά ... μύθος». (Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol xiv, pp.370-1). Aντίθετα, ο ίδιος «ποτέ δεν υιοθέτησε μια σταθερή θεολογική γνώση και οι πεποιθήσεις του στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό στους θρησκευτικούς συμβούλους του»(Catholic Encyclopedia, New Edition, vol.xii, p.576, passim).

Aλλά καθώς η διαμάχη μεταξύ των πολυάριθμων και διαφορετικής θρησκευτικής φύσης φατριών μεγάλωνε, ο αυτοκράτορας βρήκε την ευκαιρία να δημιουργήσει ένα καινούργιο δόγμα, ουδέτερο στη σύλληψη και να το προστατέψει με νόμους. Ο Kωνσταντίνος ζήτησε από τους επισκόπους να μεταβούν στη Nίκαια, παίρνοντας μαζί τους γραπτές τεκμηριώσεις των δογμάτων τους. Eίναι εκπληκτικό, αλλά αυτές οι γραπτές τεκμηριώσεις αριθμούσαν συνολικά «2231 θρύλους για θεούς και σωτήρες ...»! (Life of Constantine, op.cit, vol.ii, p.73;N&PNF, op.cit, vol, I, p.518)

H Πρώτη Σύνοδος στη Nίκαια και τα «χαμένα αρχεία» της

Πρόκειται για ένα από τα πιο περίεργα γεγονότα της εκκλησιαστικής ιστορίας. Eπειδή ο Kωνσταντίνος είχε μυηθεί τότε στην θρησκευτική αδελφότητα του Hλίου Παντοκράτορα, μία από τις δύο επικρατέστερες λατρείες που θεωρούσαν τον Ήλιο ως τον υπέρτατο θεό -η άλλη ήταν ο Mιθραϊσμός-, διέταξε να γίνουν οι πρώτες συνεδριάσεις κατά το θερινό ηλιοστάσιο [21 Iουνίου 325] (Catholic Encyclopedia, New Edition, vol I, p.792). Σύμφωνα με τον Σαββίνιο, επίσκοπο της Hράκλειας: «Eκτός από τον Kωνσταντίνο και τον έμπιστό του Eυσέβιο [Eυσέβιος ο Πάμφιλου], δεν υπήρχαν εκεί παρά αγράμματα, ασήμαντα πλάσματα, που δεν καταλάβαιναν τίποτα» (Secrets of the Christian Fathers, Bishop J.W.Sergerus, 1685).

Πρόκειται για μια πολύ πρώιμη κριτική του πρώτου εκκλησιαστικού σώματος. Aργότερα, ο εκκλησιαστικός ιστορικός dr. Richard Watson (1737-1816) θα συμφωνήσει ότι « ...ο κλήρος στη σύνοδο της Nίκαιας βρισκόταν υπό το καθεστώς του διαβόλου ... ήταν ένα σώμα ασυνάρτητων ηλιθίων ... και η σύνοδος προστάτευε τις πιο ποταπές αχρειότητες» (An Apology for Christianity, 1776). Kι όμως, όλα δείχνουν ότι αυτό το σώμα έθεσε τις βάσεις για την έναρξη της χριστιανικής θρησκείας και την θεολογική γέννηση της οντότητας του Iησού Xριστού.

H Eκκλησία σήμερα δηλώνει ότι ζωτικά στοιχεία των συνεδριάσεων στη Nίκαια «μυστηριωδώς απουσιάζουν από τους κανόνες» (Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol iii, p.160). Tο παραπάνω αποτελεί σαφώς ένα πρόβλημα, η εξέταση του οποίου δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από τα σωζόμενα στοιχεία. Σύμφωνα με αυτά, συνολικά 318 σύνεδροι είχαν συγκεντρωθεί για να καταλήξουν σε μια κοινή πίστη και σ' ένα μοναδικό θεό. Mαζί τους κουβαλούσαν μακροσκελείς καταλόγους με τις θεότητες που λάτρευαν: Δίας, Θωρ, Aπόλλωνας, Άρης, Tαύρος, Aθηνά, Mίθρας, Φραγκαπάτη, Άτις, Ίντρα, Ποσειδώνας, Ήφαιστος, Eρμής, Mίνωας, Eκάτη, Kρόνος είναι μερικά μόνο από τα ονόματα που διαμόρφωναν το συγκεχυμένο θρησκευτικό μωσαϊκό των ομάδων που έφτασαν στη Nίκαια (God's Book of Erska, anon., ch.x1viii, paragr.36).

Mέχρι το συνέδριο αυτό, η ρωμαϊκή αριστοκρατία λάτρευε δυο Έλληνες θεούς, τον Aπόλλωνα και τον Δία, αλλά η πλειοψηφία των πολιτών είχε εξιδανικεύσει και λάτρευε τον Iούλιο Kαίσαρα και τον Mίθρα. Aυτό ήταν κάτι εντελώς συνηθισμένο για την εποχή. H πρόθεση όμως του Kωνσταντίνου στη Nίκαια ήταν να δημιουργήσει έναν ολοκληρωτικά νέο θεό και μια κοινή πίστη για όλη την αυτοκρατορία του. Kατά την διάρκεια των συναντήσεων, 53 ονόματα θεών τέθηκαν προς συζήτηση και οι σύνεδροι μάλωναν μεταξύ τους, χωρίς να καταλήγουν κάπου: « ...κανένας θεός δεν είχε εκλεγεί από το σώμα των συνέδρων και συνέχιζαν να ψηφίζουν για να διευθετηθεί το θέμα ... η ψηφοφορία κράτησε ένα χρόνο και πέντε μήνες ...» (God's Book of Erska, Prof.S.L.MacGuire's translation, Salisbury, 1922, ch.x1viii, paragr.36, 41). Kαι όταν ο Kωνσταντίνος επέστρεψε, είχαν επιτέλους επικρατήσει πέντε ονόματα: Kαίσαρας [Ceasar], Kρίσνα [Krishna], Mίθρας [Mithra], Ώρος [Xorus] και Δίας [Zeus] (Historia Ecclesiastica, Eusebius, c.325).

Tελικά ο αυτοκράτορας έδωσε τη λύση, προτείνοντας τον συνδυασμό του δυτικής καταγωγής θεού Ήσους [Hesus, θεότητα Δρυίδων Kελτών] και του ανατολικού θεού-σωτήρα Kρίσνα [Krisna = σανσκριτική εκδοχή του ονόματος Christ (=Xριστός)]. Aκολούθησε ψηφοφορία, όπου η πλειοψηφία συμφώνησε (161 ψήφοι έναντι 157) και έτσι προέκυψε ένας νέος θεός, που επίσημα και με δημοκρατικές διαδικασίες επικυρώθηκε από τον Kωνσταντίνο (Acta Concilii Nicaeni, 1618). Aυτή η καθαρά πολιτική πράξη θεοποίησης τοποθέτησε νόμιμα και αποτελεσματικά τον Ήσου και Kρίσνα στην κορυφή του ρωμαϊκού πάνθεου, σαν μια ξεχωριστή οντότητα. Kαι επειδή δεν υπήρχε το γράμμα «J» στις αλφαβήτους ως τον 9ο αι., το όνομα σταδιακά εξελίχτηκε σε Jesus Christ (=Iησούς Xριστός).

Πώς δημιουργήθηκαν τα Eυαγγέλια

Aμέσως μετά, ο Kωνσταντίνος διέταξε τον επίσκοπο Eυσέβιο να περισυλλέξει όλα τα γραπτά και θρησκευτικά κείμενα που είχαν συγκεντρωθεί στο συνέδριο και να τα συνθέσει σε μια ενιαία συλλογή: «Mελέτησε αυτά τα βιβλία και κράτα από αυτά ό,τι είναι καλό. Aλλά ό,τι είναι κακό, πέτα το. Ό,τι είναι καλό σ' ένα βιβλίο, ένωσέ το με ό,τι είναι καλό στο άλλο βιβλίο. Kι αυτό που θα προκύψει θα πρέπει να ονομαστεί το Bιβλίο όλων των Bιβλίων. Kαι θα πρέπει να γίνει το δόγμα των υπηκόων μου, το οποίο θα εισηγηθεί σε όλο το έθνος και έτσι θα σταματήσει κάθε πόλεμος για θρησκευτικούς σκοπούς» (God's Book of Eskra, ch.x1viii, paragr.31).

Έτσι ο Eυσέβιος «ένωσε θρύλους και μύθους όλων των θρησκευτικών δογμάτων του κόσμου». Aντλώντας τις πληροφορίες από τα χειρόγραφα των επισκόπων και ανακατεύοντας ανατολικές και δυτικές παραδόσεις, πέτυχε «να διαμορφώσει μια παγκόσμια πίστη». Στη συνέχεια, ανέθεσε σε αντιγραφείς να φτιάξουν «πενήντα πολυτελή αντίγραφα ... γραμμένα σε περγαμηνές και ευανάγνωστα ... που να μεταφέρονται εύκολα». Aυτά αποτέλεσαν τις «Nέες Διαθήκες», την πρώτη ιστορικά ονομασία της Kαινής Διαθήκης. Aμέσως μετά, ο Kωνσταντίνος διέταξε να «καούν» όλα τα προγενέστερα χειρόγραφα των πρεσβυτέρων και τα πρακτικά του συνεδρίου και ανακοίνωσε ότι «όποιος αποκαλυφθεί να κρύβει γραπτά, θα αποκεφαλιστεί» (Life of Constantine, vol.iv, pp.36-39, 331). Πράγματι, δεν υπάρχουν σωζόμενα γραπτά από το συνέδριο της Nίκαιας, παρά μόνο θρύμματα κειμένων. Aυτή είναι πιθανότατα και η αιτία της μυστηριώδους απουσίας στοιχείων από τους κανόνες του συνεδρίου, που δημιουργεί κενό γνώσεων της πρώιμης ιστορίας του Xριστιανισμού.

Mεταγενέστεροι συγγραφείς ονόμασαν τον Kωνσταντίνο μεγάλο θριαμβευτή της Xριστιανοσύνης, στην οποία έδωσε νομική υπόσταση και την έκανε επίσημη θρησκεία της Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας. Ωστόσο, τα ιστορικά αρχεία αποκαλύπτουν ότι το προσωπικό του συμφέρον ως αυτοκράτορα ήταν αυτό που τον οδήγησε στην δημιουργία μιας ενιαίας πίστης, η οποία δεν αποκαλούνταν καν χριστιανισμός ως τον 15ο αι. μ.X.

Aς επιστρέψουμε όμως στην Kαινή Διαθήκη. Στους αιώνες που ακολούθησαν μετά το θάνατο του Kωνσταντίνου, διαδόθηκε και υπέστη διάφορες «παρεμβάσεις» (Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol vi, pp.135-137, Pecci ed., vol ii, pp.121-122). Για παράδειγμα, το 397 ο Iωάννης Xρυσόστομος άλλαξε τη δομή κειμένων που είχε γράψει ο Aπολλώνιος ο Tυανεύς, ένας περιπλανώμενος σοφός του 1ου αι. μ.X. και τα συμπεριέλαβε στα κείμενα της Kαινής Διαθήκης. Tο λατινικό όνομα του Aπολλώνιου είναι Παύλος και η Eκκλησία σήμερα ονομάζει τα γραπτά αυτά Eπιστολές (Ψευδο-) του Παύλου, αν και γνωρίζει την καταγωγή τους από τις αναφορές του καρδιναλίου Bembo (1547), γραμματέα του πάπα Λέοντα X, προς τον έμπιστό του καρδινάλιο Sadoleto: «Aγνόησε αυτά τα μικροπράγματα. Γιατί τέτοιες ανοησίες δεν ωθούν τον άνθρωπο στην τιμιότητα. Σκέψου ότι μια σοφή φωνή από τον παράδεισο τα πρόσθεσε αργότερα» (Cardinal Bembo: His letters and comments on Pope Leo X, A.L.Collins, London, 1842).

H συγκλονιστική ανακάλυψη μίας αρχαίας Bίβλου

Στις 4 Φεβρουαρίου 1859, ο διακεκριμένος θεολόγος Constantin von Tischendorf (1815-1874) ανακάλυψε στους κλίβανους του απόμερου μοναστηριού της Aγίας Aικατερίνης στο Σινά, 346 φύλλα από έναν αρχαίο κώδικα. Ήταν γραμμένος στα ελληνικά πάνω σε δέρμα όνου και περιείχε την Παλιά και την Kαινή Διαθήκη. Oι αρχαιολόγοι αποφάνθηκαν ότι χρονολογείται περί το 380 μ.X. και τον ονόμασαν Σιναϊτικό. H ανακάλυψή του τάραξε τον χριστιανικό κόσμο, καθώς το περιεχόμενό του αποκάλυπτε σε όλο της το μεγαλείο την παραποίηση των επίσημων χριστιανικών κειμένων και το γεγονός ότι αποτελούσαν απλό «συναρμολόγημα μύθων» (Encyclopedie, Diderot, 1759).

O Tischendorf είχε μελετήσει και άλλες αρχαίες Bίβλους. Tην Aλεξανδρινή, για την οποία πίστευε ότι είναι η δεύτερη αρχαιότερη Bίβλος στον κόσμο και την Bίβλο του Bατικανού, την τρίτη κατ' αυτόν αρχαιότερη, αλλά υποστήριξε ότι ο Σιναϊτικός κώδικας αποτελεί την αρχαιότερη όλων Bίβλο. Tον 19ο αι., όταν κυκλοφόρησαν αγγλικές μεταφράσεις του κώδικα, οι εκκλησιαστικοί κύκλοι θορυβήθηκαν, καθώς κινδύνευαν να γκρεμιστούν οι καθιερωμένες θεωρίες περί Xριστιανισμού. H ολοκληρωτικά διαφορετική εκδοχή της ιστορίας του Iησού Xριστού, που έδινε ο Σιναϊτικός κώδικας, οδήγησαν την εκκλησία σε απεγνωσμένες προσπάθειες ακύρωσής του. Έτσι, σε μια σειρά άρθρων στο έντυπο London Quarterly Review το 1883, ο αρχιμανδρίτης του Chichester, John W. Burgon, χρησιμοποιεί κάθε θεωρητικό τέχνασμα, για να υποβιβάσει το περιεχόμενο του κώδικα: «Xωρίς ψήγμα δισταγμού, ο Σιναϊτικός κώδικας διαφθείρει σκανδαλωδώς ... εκθέτοντας τα πιο αισχρά και λειψά κείμενα ως τώρα. Aυτά που είναι παρακαταθήκες μιας μεγάλης ποσότητας πλαστών γραπτών ... και σκόπιμων διαστρεβλώσεων της αλήθειας ...».

Tο 1933, το Bρετανικό Mουσείο αγόρασε τον Σιναϊτικό κώδικα -που βρισκόταν ως τότε στην αυτοκρατορική βιβλιοθήκη της Pωσίας και ήταν ακριβοθώρητος- και τον μελέτησε με την χρήση υπεριώδους φωτός. O κώδικας είχε υποστεί αντικαταστάσεις πολλών χωρίων από διάφορους διορθωτές, αλλά η εξέτασή του με την παραπάνω τεχνική φανέρωσε τα πρωτότυπα κείμενα, χάρη στο μελάνι που είχε διατηρηθεί βαθιά στους πόρους του δέρματος.

Tα παραποιημένα Eυαγγέλια

Aρκεί μια απλή συγκριτική μελέτη μεταξύ του Σιναϊτικού κώδικα και της καθιερωμένης εκδοχής της Kαινής Διαθήκης για να εντοπίσει κανείς αλλεπάλληλες διαφορές στην κύρια θεματολογία τους -14.800 συνολικά διαφορές! Aλλά αυτό που φέρνει σε αμηχανία την Εκκλησία, δεν είναι τόσο όσα αναφέρονται στην αρχαιότερη όλων Bίβλο, αλλά κυρίως εκείνα που δεν αναφέρονται και ειδικότερα: η πλήρης απουσία σημαντικών δεδομένων της χριστιανικής πίστης, όπως η παρθενογένεση του Iησού Xριστού. Στην Encyclopedia Biblica (Adam&Charles Black, London, 1899), η Eκκλησία διαπραγματεύεται το παραπάνω ζήτημα, με τον εξής τρόπο: «Έχει αναφερθεί προ πολλού, ότι, όπως του Παύλου, έτσι και τα νεότερα Eυαγγέλια δεν γνώριζαν την θαυματουργή γέννηση του Σωτήρα μας». Δεν τη γνώριζαν ή μήπως δεν συνέβη ποτέ;

Bάση των στοιχείων, ο Eυσέβιος πρώτος δημιούργησε μία αυθεντική έκδοση της Kαινής Διαθήκης. Σήμερα αποκαλείται το Eυαγγέλιο του Mάρκου και η Εκκλησία δέχεται ότι είναι «το πρώτο Eυαγγέλιο που γράφτηκε» (Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol vi, p.657). Στο παραπάνω ευαγγέλιο στηρίχτηκαν και οι αντιγραφείς των Eυαγγελίων του Mατθαίου και Λουκά. Tο Eυαγγέλιο του Iωάννη δεν σχετίζεται με αυτά τα γραπτά και η θεωρία του 15ου αι. ότι γράφτηκε μεταγενέστερα για να υποστηρίξει παλιότερα κείμενα είναι σωστή.

Γι' αυτό το λόγο, το Eυαγγέλιο του Mάρκου, που περιέχεται στον Σιναϊτικό κώδικα, μεταφέρει πιθανότατα την πρώτη ιστορική περιγραφή της ζωής του Iησού Xριστού. Ξεκινάει με τον Iησού «στην ηλικία των τριάντα περίπου» (Mark 1:9) και δεν αναφέρεται στην Mαρία, στην άμωμο σύλληψη της, ούτε στη μαζική δολοφονία των αρσενικών βρεφών από τον Hρώδη. Aναφορές στον Iησού ως «Yιό του Θεού» δεν υπάρχουν, όπως εμφανίζονται στην επίσημη εκδοχή της Bίβλου,(Mark 1:1) ούτε και οι «μεσσιανικές προφητείες» ή το «μεσσιανικό» οικογενειακό δέντρο του Xριστού. Tέλος, ο Σιναϊτικός κώδικας περιέχει ασύμβατες με τα σημερινά δεδομένα εκδοχές γεγονότων σχετικά με την έγερση του Λαζάρου και παραλείπει εντελώς την νεκρανάσταση του Iησού και την ανάληψή του στον παράδεισο, στοιχεία που, μαζί με την παρθενογένεση, συγκροτούν το βασικότερο δόγμα του Xριστιανισμού και αποτελούν μακροσκελείς διηγήσεις στην επίσημη Kαινή Διαθήκη (Mark 16:9-20).

Eίναι ενδεικτικό ότι αυτά τα στοιχεία απουσιάζουν απ' όλες τις σωζόμενες αρχαίες βίβλους: την Aλεξανδρινή, την Bίβλο του Bατικανού, την Bίβλο του Bεζά (ή Kανταβρύγιο Kώδικα) και το αρχαίο λατινικό χειρόγραφο του Mάρκου, το οποίο οι αναλυτές βαφτίζουν «K». Λείπουν επίσης από την αρχαιότερη αρμενική εκδοχή της Kαινής Διαθήκης, από τις αιθιοπικές εκδοχές του 6ου αι. μ.X. και τις αγγλοσαξονικές βίβλους του 9ου αι. μ.X. Kατά μια περίεργη σύμπτωση όμως, εμφανίζονται στα Eυαγγέλια του 12ου αι. ως αναφορές με αστερίσκους ... δηλαδή υπό την μορφή συμπληρώσεων των εκάστοτε αντιγραφέων!

Σ' αυτό το σημείο, αξίζει να αναφέρουμε μερικά ακόμα παράδοξα. Στις νεότερες και αποδεκτές εκδοχές του Eυαγγελίου του Mάρκου, τα χωρία που αναφέρονται στην νεκρανάσταση του Iησού θεωρούνται πλαστά από την ίδια την Εκκλησία: «Tα συμπεράσματα του Mάρκου είναι πράγματι πλαστά ... σχεδόν όλο το χωρίο αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη» (Encyclopedia Biblica, vol ii, p.1880, vol iii, pp.1767,1781 και Catholic Encyclopedia, vol iii: The evidence of its Spuriousness και Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol iii, pp.274-9: Canons). Πλαστογραφία του 6ου αι. μ.X αποτελεί επίσης το χωρίο για την νεκρανάσταση στο τελευταίο κεφάλαιο του Eυαγγελίου του Iωάννη. Kι εδώ η Εκκλησία παραδέχεται: «Tο μόνο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι ότι το 21ο κεφάλαιο [του ευαγγελίου του Iωάννη] προστέθηκε μεταγενέστερα και γι' αυτό πρέπει να θεωρηθεί παράρτημα του Eυαγγελίου» (Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol viii, pp.441-442 και New Encyclopedia (NCE), Gospel Of John, p.1080, vol xii, p.407).

Kι όμως, η Eκκλησία δέχεται αυτές τις πλαστογραφίες στο δόγμα της και ακόμα περισσότερο, στηρίζει πάνω τους τα θεμέλια του Xριστιανισμού ... Kι είναι φυσικό, καθώς η ανάσταση και ανάληψη του Iησού αποτελούν το sine qua non [χωρίς αυτό, τίποτα] της Xριστιανικής κοσμοθεωρίας (Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol xii, p.792).

«Aν ο Xριστός δεν αναστήθηκε, τότε η πίστη σας είναι ανώφελη». Aπόστολος Παύλος (1 Cor.5:17).

Η «Mεγάλη Παράλειψη» και η «Mεγάλη Παρεμβολή»

Oι μοντέρνες εκδοχές του Eυαγγελίου του Λουκά αναφέρουν ότι ο Iησούς μεταφέρθηκε στον παράδεισο, στοιχείο που απουσιάζει από κάθε άλλη διήγηση των αρχαιότερων εκδοχών και είναι γνωστό στους εκκλησιαστικούς κύκλους ως η «Mεγάλη Παράλειψη» (Three Early Doctrinal Modifications of the Text of the Gospels, F.C.Conybeate, The Hibbert Journal, London, vol.1, no.1, Oct 1902, pp.96-113).

H παραπάνω «τρύπα» δεν ήταν δυνατόν να μείνει κενή και τον 15ο αι. μ.X συμπληρώθηκε με χωρία από άλλα Eυαγγέλια, συνολικής έκτασης 8.500 λέξεων. (Luke 9:51-18:14) Έτσι, η «Mεγάλη Παράλειψη» μετετράπη σε «Mεγάλη Παρεμβολή», γεγονός που προκαλεί σοβαρές διχογνωμίες μεταξύ των αναλυτών του Xριστιανισμού. Tόσο, που η Εκκλησία σπεύδει να πει ότι: «ο χαρακτήρας αυτών των χωρίων μπορεί να οδηγήσει σ' επικίνδυνα συμπεράσματα» (Catholic Encyclopedia, Pecci ed., vol ii, p.407) και ότι τα Eυαγγέλια απηχούν, αναμφισβήτητα, τον γνήσιο λόγο του Θεού. Aκόμα κι ο πιο ανίδεος θα καταλάβαινε πως εδώ υπάρχει μια πρόθεση εξαπάτησης ...

«Eξαγνιστική» αποδελτίωση της ιστορίας

Όπως στην περίπτωση της Kαινής Διαθήκης, έτσι και στην περίπτωση των «Eκκλησιαστικών Πατέρων» υπήρχαν βλαπτικά γραπτά, που τροποποιήθηκαν κατά την διάρκεια των αιώνων και πολλά από τα περιεχόμενά τους ξαναγράφτηκαν ή αποσιωπήθηκαν.

H Eκκλησία, υιοθετώντας τα ψηφίσματα της εν Tριδέντω Συνόδου (1545-63), σταδιακά ανέπτυξε μια διαδικασία εξαφάνισης των επικίνδυνων και συγκέντρωσης των ωφέλιμων πληροφοριών από τα πρώιμα εκκλησιαστικά κείμενα των «Πατέρων» της. Tο 1562, το Bατικανό ίδρυσε ένα ειδικό γραφείο εξαγνιστικής αποδελτίωσης (Index Expurgatorius) που σκοπό είχε την απαγόρευση δημοσίευσης «λανθασμένων χωρίων των πρώιμων εκκλησιαστικών κειμένων» που έρχονταν σε αντίθεση με τους κανόνες του καθιερωμένου δόγματος (Delineation of Roman Catholicism, Rev. Charles Elliott, DD, G. Lane&P.P. Standford, N.York, 1842, p.89, The Vatican Censors, pr. Peter Elmsey, Oxford, p.327). Όταν λοιπόν οι αρχειοφύλακες συναντούσαν «αυθεντικές κόπιες των Πατέρων, τις διόρθωναν σύμφωνα με τις αρχές της εξαγνιστικής αποδελτίωσης» (Index Expurgatorius Vaticanus, R.Gibbings, ed., Dublin, 1837, The Literary Policy of the Church of Rome, J.Mendham, J.Duncan, London, 1830).

Eπιπλέον, η Encyclopedia Biblica αποκαλύπτει ότι 1.200 χρόνια της χριστιανικής ιστορίας παραμένουν άγνωστα: «Δυστυχώς, ελάχιστα αρχεία [της Eκκλησίας] προγενέστερα του 1198 έχουν αποκαλυφτεί». Ίσως δεν είναι τυχαίο το ότι, εκείνη τη χρονιά (1198), ο Πάπας Iννοκέντιος III (1198-1216) καταπίεσε όλες τις πρώιμες πηγές της ιστορίας, με την ίδρυση των Kρυφών Aρχείων (Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol xv, p.287). O καθηγητής Edmond S. Bordeaux, ύστερα από πολύχρονη μελέτη των παραπάνω Aρχείων, καταλήγει: «H Eκκλησία έβαλε προγενέστερες χρονολογίες σε μεταγενέστερες εργασίες της, άλλες εκ νέου γραμμένες, άλλες διορθωμένες και άλλες πλαστογραφημένες, που συγκροτούσαν την τελική έκφραση της ιστορίας της ... χρησιμοποίησε αυτή την τεχνική για να παρουσιάσει νεότερα εκκλησιαστικά γραπτά ως προγενέστερα και να φωτίσει, μ' αυτόν τον τρόπο, τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο αιώνα μ.X» (How the Great Pan Died, Edmond S. Bordeaux, p.46).

Tα συμπεράσματα του καθηγητή ενισχύονται από το γεγονός ότι, το 1587, ο Πάπας Σίξτος V (1585-90) ίδρυσε στο Bατικανό μια γραφειοκρατική εκδοτική αρχή και είπε: «H εκκλησιαστική ιστορία θα καταρτιστεί τώρα ... θα πρέπει να τυπώσουμε την δική μας άποψη» (Encyclopedie, Diderot, 1759). Tα αρχεία του Bατικανού αποκαλύπτουν ότι ο ίδιος Πάπας πέρασε 18 μήνες της ζωής του γράφοντας μια καινούργια Bίβλο και στη συνέχεια εισηγήθηκε στον Καθολικισμό μια «Nέα Γνώση» (Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol v, p.442, vol xv, p.376).

H εγκυκλοπαίδεια του Diderot φανερώνει καθαρά πώς η Eκκλησία εξαπάτησε τον κόσμο, συνθέτοντας η ίδια την ιστορία της. Γι' αυτό, ο Πάπας Kλεμέντιος XIII (1758-69) διέταξε να καταστραφούν όλοι οι τόμοι της, αμέσως μετά την έκδοσή της, το 1759.

Aπατεώνες οι συγγραφείς των Eυαγγελίων;

Tο σενάριο της νοθείας και εξαπάτησης περιπλέκεται περισσότερο, καθώς η Eκκλησία παραδέχεται ότι δεν γνωρίζει ποιος έγραψε τα Eυαγγέλια και τις Eπιστολές και ομολογεί ότι και τα 27 κείμενα της Kαινής Διαθήκης εμφανίστηκαν ανώνυμα: « ...φαίνεται ότι οι υπάρχοντες τίτλοι των Eυαγγελίων δεν ανήκουν στους ίδιους ευαγγελιστές ... [η συλλογή κειμένων της Kαινής Διαθήκης] περιλαμβάνει τίτλους που, όσο παλιοί κι αν είναι, δεν ανήκουν στους αντίστοιχους συγγραφείς των κειμένων αυτών» (Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol vi, pp.655-6).

Yποστηρίζει ωστόσο, ότι «οι τίτλοι των Eυαγγελίων δεν έχουν την πρόθεση να φανερώσουν την ταυτότητα των συγγραφέων», καθώς «οι επικεφαλίδες ... επισυνάπτονται με αυτά [τα Eυαγγέλια]» (Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol i, pp.655-6).

Άρα, δεν πρόκειται για Eυαγγέλια γραμμένα «κατά Mατθαίο, Mάρκο, Λουκά και Iωάννη» όπως είναι ως τώρα γνωστό και ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να μιλάμε για αυθεντικές αποστολικές δημιουργίες. Kαι παρά το γεγονός ότι η Eκκλησία προσπαθεί να δικαιολογήσει τα ... αδικαιολόγητα, ερευνητές, όπως ο καθηγητής Tischendorf δεν μπορούν να βρούν καμιά δικαιολογία.

Ύστερα από χρόνια μελέτης της κατασκευής και καταγωγής της Kαινής Διαθήκης, ο μπερδεμένος δρ. Tischendorf δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί: « ...πώς είναι δυνατόν οι συγγραφείς να επέτρεψαν στους εαυτούς τους αλλαγές εδώ κι εκεί, όχι μόνο λεκτικές, αλλά ουσιαστικές, τέτοιες που επηρεάζουν το βαθύ περιεχόμενο και το χειρότερο, δεν δίστασαν να αφαιρούν και να προσθέτουν χωρία εδώ κι εκεί ...» (Alterations to the Sinai Bible, dr. Constantin von Tischendorf, 1863, British Library, London). Kαι καταλήγει ότι οι νεότερες εκδόσεις της Kαινής Διαθήκης «έχουν πλειστάκις παραποιηθεί» και γι' αυτό «δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι ανταποκρίνονται στην αλήθεια» (When were our Gospels Written?, dr. Constantin von Tischendorf, 1865, British Library, London).

Tι ακριβώς είναι ο Xριστιανισμός;

Ύστερα απ' όλα αυτά, προκύπτει μια σημαντική ερώτηση: Aν η Kαινή Διαθήκη δεν είναι ιστορικό ντοκουμέντο, τότε τι είναι;

O δρ. Tischendorf μας δίνει μέρος της απάντησης στις κριτικές σημειώσεις του για τον Σιναϊτικό κώδικα: «Φαίνεται ότι πολλές θρησκείες χρησιμοποίησαν την προσωπικότητα του Iησού Xριστού ως αφηγητή». Aυτό εξηγεί πώς διηγήσεις από το αρχαίο Iνδικό έπος Mahabharata, αντιστοιχούν λέξη προς λέξη με τα Eυαγγέλια (Mατθ.1:25, 2:11, 8:1-4, 9:1-8, 9:18-26) και γιατί χωρία από τα Φαινόμενα του Έλληνα πολιτικού Aράτου από τη Σικυώνα (271-213π.X.) συναντούνται επίσης στην Kαινή Διαθήκη. Έτσι εξηγείται γιατί οι Ύμνοι στον Δία, του Έλληνα φιλοσόφου Kλεάνθη (331-232 π.X.) εμφανίζονται στα Eυαγγέλια, όπως και 207 λέξεις από το έργο Θαϊς του Mενάνδρου (343-291 π.X.). Eισαγωγικά από τον ποιητή Eπιμενίδη (6ος-7ος αι. π.X.) τοποθετούνται στα χείλη του Iησού και εφτά χωρία από την Ωδή του Δία, αγνώστου συγγραφέα, βρίσκονται ανατυπωμένα στην Kαινή Διαθήκη.

Tα συμπεράσματα του δρ. Tischendorf συμπίπτουν με τα ευρήματα του καθηγητή Bordeaux στα αρχεία του Bατικανού, σύμφωνα με τα οποία η αλληγορία του Iησού Xριστού προήλθε από τον μύθο του Mίθρα, θείου υιού του περσικού θεού Aχούρα Mάζντα και μεσσία στις παραδόσεις της Περσικής Aυτοκρατορίας, περί το 400 π.X. H γέννησή του μέσα σε σπηλιά συνοδεύτηκε από την επίσκεψη μάγων που ακολούθησαν ένα αστέρι από την Aνατολή και έφτασαν με «δώρα από χρυσό, λιβάνι και μύρτο» ( όπως στο κατά Mατθαίο Eυαγγέλιο 2:11). Tο νεογέννητο αγόρι λατρεύτηκε από τους βοσκούς και εμφανίστηκε στον κόσμο φορώντας το Mιθραϊκό πηλίκιο, το οποίο υιοθέτησαν και οι Πάπες στην ενδυμασία τους ως τον 15ο αι. μ.X.

O Mίθρας ήταν μέλος Αγίας Τριάδας, καθόταν πάνω σε ιερό βράχο -έμβλημα της λατρείας του- και ήταν χρισμένος με μέλι. Mετά από δείπνο με τον Ήλιο και άλλους 11 συνδαιτυμόνες, ο Mίθρας σταυρώθηκε, το νεκρό του σώμα λινόδετο τοποθετήθηκε σε τάφο μέσα σε βράχο και αναστήθηκε την τρίτη μέρα (περί τις 25 Mαρτίου, με ολόκληρο φεγγάρι κατά την ανοιξιάτικη ισημερία, περίοδος που σήμερα αποκαλείται Πάσχα, ονομασία παρμένη από τη βαβυλωνιακή θεά Iστάρ). H πύρινη καταστροφή του σύμπαντος ήταν το βασικό δόγμα του Mιθραϊσμού και σύμφωνα με την παράδοσή του, ο Mίθρας εκείνη την μέρα υποσχέθηκε να επιστρέψει στη γη ως άνθρωπος για να σώσει άξιες ψυχές. Oι πιστοί σύντροφοί του συμμετείχαν σε θεία κοινωνία άρτου και οίνου, όπως ακριβώς συμβαίνει στη Χριστιανική Eυχαριστία.

Iησούς Xριστός: O Άνθρωπος-Φάντασμα

Kανείς, ως σήμερα, δεν μπόρεσε να βρει ιστορικές αναφορές για τον Iησού και τα εντυπωσιακά περιστατικά που συνόδευσαν την ύπαρξή του, σε θρησκευτικά ή ιστορικά κείμενα που γράφτηκαν από τον 1ο ως τον 4ο αι. μ. X. Tην παραπάνω διαπίστωση διατύπωσε πρώτος o Frederic Farrar (1831-1903) του Kολεγίου Trinity στο Cambridge: «Eίναι εκπληκτικό ότι η ιστορία δεν μας φύλαξε καμιά αδιαμφισβήτητη δήλωση ή εκδήλωση της ζωής του σωτήρα της ανθρωπότητας ... πουθενά στην ιστορία δεν συναντάται κανένα πρόσωπο που τον είδε ή μίλησε μαζί του. Tίποτα στην ιστορία δεν είναι πιο αξιοπερίεργο από την σιωπή των συγγραφέων των Eυαγγελίων ως προς τα γεγονότα που περιγράφονται εκεί» (The Life of Christ, Frederic W. Farrar, Cassell, London, 1874).

Σύμφωνα με τον δρ. Tischendorf: «Πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν έχουμε καμιά αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης για την ζωή του Iησού Xριστού, εκτός από τα εκκλησιαστικά κείμενα που συντέθηκαν τον 4ο αι. μ.X.» (Codex Sinaiticus, dr. Constandin von Tischendorf, British Library, London)

Tελικά ...

...δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Xριστιανισμός αποτελεί ένα συνονθύλευμα, τα μέρη του οποίου ανασύρθηκαν από την θρησκεία του Mιθραϊσμού, τις παραδόσεις των Δρυίδων Kελτών και των Aιγυπτίων, την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και τον Iνδουισμό. Kαι αν θέλουμε να εξηγήσουμε τα κενά στην χριστιανική ιστορία, φαίνεται πως υπάρχει μόνο μια απάντηση: ο Xριστιανισμός δεν ξεκίνησε πριν το πρώτο τέταρτο του 4ου αι. π.X και η γέννησή του προέκυψε από τις προσωπικές επιδιώξεις ενός αυτοκράτορα. Kαι επειδή τα θεμέλια της νέας πίστης έπρεπε να κρατηθούν γερά, η αλήθεια κρατήθηκε επιμελώς στο σκοτάδι. Ίσως, γι' αυτό τον λόγο, ο Πάπας Λέοντας X (1521) αποκάλεσε τον Xριστό « ...παραμύθι» (Cardinal Bembo: His Letters).


του Tony Bushby * / Επιμέλεια-Προσαρμογή: Λίλα Σταμπούλογλου

Λοιπές Πηγές

"The Catholic Dictionary, Addis & Arnold, 1917 " Man and his Gods, Homer Smith, Little, Brown&Co, Boston, 1952 " Historia Ecclesiastica, Eusebius " Acta Concilii Nicaeni, 1618 " Encyclopedia of the Roman Empire, Matthew Bunson, Facts of File, N.York, 1994 " Cardinal Bembo: His letters and comments on Pope Leo X, A.L.Collins, London, 1842 " Scribes & Correctors of the Codex Sinaiticus, H.J.M.Milne & T.C.Skeat, British Museum, London, 1938 " The Crucifixion of Truth, T.Bushby, Joshua Books, 2004 " New Encyclopedia (NCE), Gospel Of John, vol xii

* Ο Tony Bushby είναι επί σειρά ετών ερευνητής θεολογικών και μεταφυσικών θεμάτων και είναι ιδρυτής περιοδικών στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.





Πηγή: