Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ – ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΟΜΙΛΟΥΝ… ΒΛΑΧΙΚΑ ΟΜΗΡΙΚΑ

Γράφει ὁ ΚΩΣΤΑΣ ΔΟΥΚΑΣ
Εἶναι ἀπίστευτο τό πόσες χιλιάδες λέξεις τοῦ Ὁμήρου χρησιμοποιοῦν στό
καθημερινό τους λεξιλόγιο οἱ Εὐρωπαῖοι καί ὃλος ὁ κόσμος τελικά γιά νά
συνεννοηθοῦν. Χωρίς τίς λέξεις αὐτές κάθε εὐρωπαϊκή διάλεκτος θά ἦταν ἀτελεστάτη. Καί δέν ἐννοοῦμε τίς εὒκολα ἀντιληπτές λέξεις, ὃπως mini (μινύθω=μικραίνω, ἐλαχιστοποιῶ), ἐξ οὗ minute, minuto, minimum κλπ., πατήρ father, pere, padre κλπ., μήτηρ, mother, mere, madre κλπ., ἐξ οὗ καί διεθνῶς metro ὁ ἠλεκτρικός σιδηρόδρομος (μητροπολιτικός) κλπ.,ἒλαιον, oil, huil, olio κλπ. , skeen=δέρμα (σκήνιον=τό δέρμα τοῦ Ὁμήρου), σπείζω καί σπιδής= ἐκτείνομαι, ἐκτενής, space, espace, spatial=διάστημα, poverty, pauvre, poverino=φτωχός, φτώχια (ὁμηρικά παῦρος= λίγος, φτωχός), kiss, τό φιλί τῶν Ἂγγλων (ὁμηρικά κύσσε=φίλησε, ἀόριστος τοῦ κυνέω=φιλῶ, καί ἀτέλειωτος ἀριθμός ἂλλων λέξεων.



Στό λεξικό μου ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ ἀναφέρεται ὃτι οἱ μέν
Ἂγγλοι καί οἱ Γάλλοι ἒχουν παραλάβει μόνο ἀπό τόν Ὃμηρο 5.500 λέξεις
καί ἀνάλογο ἀριθμό οἱ Γερμανοί, οἱ Ἱσπανοί, οἱ Ἰταλοί καί πολλοί ἂλλοι
λαοί, καθώς καί πολλές ἂλλες μεταομηρικές ἀρχαιοελληνικές λέξεις, οἱ
ὁποῖες βεβαίως καί αὐτές ἀπό τήν ὁμηρική ἓλκουν τήν καταγωγή.
Θά ἢθελα νά ἐπικεντρώσω τήν προσοχή σας σέ λέξεις μασκαρεμένες, πού
κατάγονται ἀπό τόν Ὃμηρο, ἀλλά ἀποκαλύπτεται ἡ καταγωγή τους διά τῆς
συγκριτικῆς γλωσσολογίας.

Γιά παράδειγμα, ὃταν οἱ Γάλλοι λένε dame τήν κυρία, δέν μπορεῖ νά πάη
τό μυαλό τους στήν ὁμηρική λέξη <δάμαρ>, ἀπό τό ρῆμα δαμάω=δαμάζω.
Τουτέστιν ἡ dame δέν εἶναι ἂλλη ἀπό τήν δαμασμένη γυναῖκα.
Ἀλλά ὑπάρχουν καί πολυπλοκώτεροι γλωσσικοί συσχετισμοί.
Ὁ πρόμαχος τοῦ Ὃμήρου εἶναι ὁ πολεμιστής πού βρίσκεται μπροστά στήν
μάχη, ἐξυπακουομένης τῆς πρός τά πρόσσω κινήσεως. Ὁ πρόμαχος προχωρεῖ
καί διά τῶν ὃπλων του ἐξουδετερώνει τόν ἀντίπαλο.

Χάριν τοῦ μέτρου ὁ Ὃμηρος περικόπτει μία συλλαβή, κάτι πού συμβαίνει
συχνά στά ἒπη (π.χ. ὑπέρτατος ὓπατος, ἀμφιφορεύς ἀμφορεύς κλπ) καί ἡ
λέξη πρόμαχος γίνεται πρόμος. Ἡ λέξη ἀρέσει στούς Εὐρωπαίους καί μιᾶς
καί δέν ἒχουν ἀντίστοιχη, ὃ,τι εἶναι προωθημένο καί τῆς μόδας, εἶναι
promotion. Κι ἐμεῖς οἱ Ἓλληνες παπαγαλίζοντας παίρνουμε τήν λέξη ἀπό
τούς Εὐρωπαίους καί λέμε <αὐτό εἶναι…προμόσιον>.

Ἀλλά ἡ ὁμηρική λέξη ἒχει καί…οὐρά. Ἡ κατάληξη motion εἶναι ὃτι
ἀπέμεινε ἀπό τήν μάχη καί τήν πρός τά πρόσσω κίνηση, ὁπότε οἱ Ἂγγλοι
λένε τό κινοῦμαι move καί τήν κίνηση motion, καί φυσικά <μοτέρ> εἶναι
ἡ μηχανή, καί στό θυλικό τῶν Γάλλων automotrice ὁ συρμός, εἶναι ὁ
<αὐτόματος> καί ἡ <μάχη> τοῦ Ὁμήρου.  Οἱ Γάλλοι πάλι λένε τό κινοῦμαι
mouvoir, τήν κίνηση motion, καί οὒτε πάει τό μυαλό τους ὃτι ὃλα αὐτά
γεννήθηκαν στό Τρωικό πεδίο τῶν μαχῶν. Ἀλλά εἶναι τόσο ὡραία καί τόσο
ἐκφραστική ἡ λέξη, ὣστε τήν…ξεκοκκαλίζουν κυριολεκτικά δημιουργῶντας
πλῆθος παραγώγων λέξεων.

Ο ΤΑΡΣΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΨΑ
Ἂλλο.
Ὁ ταρσός ὃπως ὃλοι γνωρίζουμε, εἶναι ὁ σκελετός τοῦ κάτω μέρους τοῦ
ποδιοῦ. Στήν Ἀττική διάλεκτο λεγόταν καί ταρός. Καί τί ἦταν ἀρχικά ὁ
ταρσός;
Ἦταν ἓνα καλαθάκι, ὃπου οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι στέγνωναν τό τυρί,
ἀφήνοντάς το νά στραγγίση. Τό καλαθάκι αὐτό ἒμοιαζε πάρα πολύ μέ τόν
σκελετό τοῦ πέλματος, γι᾽ αὐτό καί ὀνομάσθηκε ταρσός ἢ ταρός τό κάτω
μέρος τοῦ ποδιοῦ.

Δέν ἦταν ὃμως μόνο ἡ ὁμοιότητα τοῦ καλαθιοῦ καί τοῦ σκελετοῦ πού ὢθησε
τόν ὀνοματοθέτη νά δώση αὐτό τό ὂνομα. Ἦταν καί τό κοινό γνώρισμα τοῦ
στεγνώματος. Ὃπως στέγνωνε τό νωπό τυρί στόν ταρσό, ἒτσι στέγνωνε καί
τό αἷμα ἀπό τήν πληγή τοῦ πολεμιστοῦ στό κάτω μέρος τοῦ πέλματος, ἀφοῦ
τό ὑπόλοιπο τμῆμα τοῦ ποδιοῦ τό προστάτευε ἡ κνημίδα. Ἂλλωστε ὃποιος
τραυματιζόταν στόν ταρσό δέν ἦταν καί τοῦ <θανατᾶ>, ὃπως λέει ὁ λαός.
Καί αὐτή ἡ λέξη ἀρέσει στούς Εὐρωπαίους, οἱ ὁποῖοι παραλαμβάνουν τήν
ἒννοια τῆς ξηρότητος μόνο. Ἒτσι οἱ Γάλλοι λένε τό στεγνώνω, ξηραίνω,
tarir, ἀπό τό ταρός καί τήν ξηρότητα tarissement.
Οἱ Ἂγγλοι πάλι λένε ὃταν αἰσθάνονται ξηροί, ἒχει ξεραθῆ τό στόμα τους,
διψοῦν δηλαδή, I am thirsty, ἐξυπακουομένου τοῦ ταρσοῦ. Στά
παλαιογερμανικά πάλι τό διψῶ λέγεται durst, ἐξυπακουμένου καί ἐδῶ τοῦ
ταρσοῦ.

Κατά τά ἂλλα μιλοῦν τήν δική τους γλῶσσα.
Δέν μποροῦσαν νά βροῦν οὒτε μιά λέξη γιά τό <ὀρφανός>. Καί περίμεναν
τόν Ὃμηρο νά τήν βρῆ γιά νά ποῦν κι αὐτοί <orphan>.

ΤΟ ΜΕΙΡΑΚΙΟΝ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΠΑΝΤΡΕΙΑ
Γιά τό νεαρό τῆς ἡλικίας ἑνός ἀτόμου χρησιμοποιοῦμε τήν λέξη
μειράκιον. Ἡ ἐτυμολογική ἱστορία τῆς λέξεως ἒχει πολύ ἐνδιαφέρον. Ὃλοι
ξέρουμε τήν λέξη <μοῖρα>. Λέμε: <Ἦταν γραφτό ἀπό τήν μοῖρα>, ἢ <τόν
βρῆκε ἡ κακή μοῖρα>. Ἀλλά τί εἶναι ἡ μοῖρα τοῦ Ὁμήρου; Εἶναι τό
μερίδιο τῆς τύχης πού ἀντιστοιχεῖ στόν καθένα μας, ἀπό τό ὁμηρικό ρῆμα
<μείρομαι>. Εἶναι ἡ <εἱμαρμένη>, πού καθορίζει ὁ Θεός. Ἡ λέξη ἒχει
περάσει στήν καθημερινή ζωή καί ἒχει εὐρεῖα χρήση. Λέμε: <Νόμιμος
μοῖρα> καί ἐννοοῦμε τό μειράδι, τό μερτικό πού μᾶς ἀνήκει βάσει τοῦ
νόμου ἀπό μία περιουσία συγγενικοῦ προσώπου. Ἀλλά καί ἡ μοῖρα πού
χρησιμοποιοῦν οἱ ναυτικοί στίς θαλασσινές τους πορεῖες τό ἲδιο
σημαίνει, ἀφοῦ άντιστοιχεῖ σέ μία ὑποδιαίρεση, σέ ἓνα <μέρος> τοῦ
κύκλου. Ὃλοι βέβαια γνωρίζουμε τά παράγωγα τοῦ <μείρομαι>, ὃπως
μοίρασμα, μερίδιο, μέρισμα, μέριμνα, καταμερισμός, ἀμέριστος,
μεροληπτικός κλπ. Σκεφθῆτε πόσο μᾶς διευκόλυνε ὁ Ὃμηρος γιά νά
συνεννοηθοῦμε.

Ὃμως ὑπάρχει καί ἡ λέξη <μειράκιον>, <μείραξ>. Ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ
κατάντησε νά σημαίνη μικρό ἂνθρωπο, παιδί;
Πρέπει καί πάλι νά ἀνατρέξουμε στόν παντογνώστη Ὃμηρο, ὁ ὁποῖος ἒπλασε
καί τόν ἐκτεταμένο τύπο τοῦ ρήματος <μείρομαι>, καθώς ἒβλεπε ὃτι τά
παιδάκια στό παιχνίδι τους, ὃπως συμβαίνει καί σήμερα καί ὃπως θά
συμβαίνει πάντα, διεκδικοῦσαν τά πάντα γιά τόν ἑαυτό τους. Τά ἢθελαν
ὃλα δικά τους, Ἒτσι γεννήθηκε τό ρῆμα <μειρακιάζομαι>, πού σημαίνει
<παιδιαρίζω>. Καί ἀπό τό ρῆμα αὐτό προέκυψαν οἱ λέξεις <μείραξ> καί
<μειράκιον>.

Κι αὐτή ἡ λέξη ἀρέσει στούς Εὐρωπαίους, ὃπως ὃλες οἱ λέξεις τοῦ Ὁμήρου.
Ἒτσι οἱ Ἂγγλοι, ὃταν παντρεύονται μιά γυναῖκα (ὑποθέτω) τήν θεωροῦν
κτῆμα τους καί λένε <I am married> (τουτέστιν μειρακιάζομαι), οἱ
Γάλλοι λένε τόν σύζυγο <mari> καί τό <εἶμαι παντρεμένος> je suis
marie, οἱ Ἰταλοί λένε marito  τόν σύζυγο, οἱ Ἱσπανοί  maricon τόν
παντρεμένο και οὓτω καθεξῆς.

Ἡ γλωσσοπλασία ὃμως ἀπό τό ὁμηρικό ρῆμα <μείρομαι> καί <μειρακιάζομαι>
δέν σταματᾶ ἐδῶ. Ἡ <μοῖρα> γίνεται ἀπό τόν Ὃμηρο καί <μόρος> μέ τήν
ἒννοια τοῦ θανάτου. Κι αὐτή ἡ λέξη τούς ἀρέσει. Ἒτσι, τό πεθαίνω στά
γαλλικά γίνεται <mourir>, στά ἱσπανικά <muerto>, στά ἰταλικά <morto>,
λέξη πού τήν λέμε κι ἐμεῖς χωρίς νά γνωρίζουμε ὃτι εἶναι ἐκ
παλιννοστήσεως ὁμηρική.


Τέτοιες λέξεις πού πῆραν οἱ ξένοι ἀπό τόν Ὃμηρο καί μόνο, ὑπάρχουν
χιλιάδες, ἀλλά μή περιμένετε ἀπό κανένα γλωσσολόγο πού βγάζει λεξικά
νά σᾶς τίς ἐτυμολογήση. Ψάξτε μόνοι σας, ἂν ἐνδιαφέρεσθε, μέσα ἀπό τά
ὁμηρικά λεξικά καί τά λεξικά τῆς ἀρχαιοελληνικῆς γλώσσας, γιά νά δῆτε
πόσο ὑπέροχη εἶναι ἡ πανάρχαια ἑλληνική γλῶσσα καί πόσο γονιμοποίησε
τίς λεγόμενες εὐρωπαϊκές διαλέκτους. Θά σᾶς βοηθήσουμε κι ἐμεῖς μέ
κατά καιρούς ἐτυμολογήσεις λέξεων, καθώς πιστεύουμε πώς ἡ σημερινή
κρίση πού διέρχεται ὁ Ἑλληνισμός, ἂρχισε μέ τήν συστηματική κατεδάφιση
τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, κατά τήν πρώιμη σύσταση τοῦ Κίσινγκερ.
Καί ὃσοι μπορεῖτε νά γράφετε στό πολυτονικό.
Θά ἐπανέλθουμε ὃμως καί σέ ἑπόμενα ἂρθρα μας.





Πηγή:
ΚΩΣΤΑΣ ΔΟΥΚΑΣ