Απόψε το βράδυ μ’ επισκέφθηκε μια τρελή ιδέα.
Ήρθε και στάθηκε μπροστά στο τραπέζι της κουζίνας, τράβηξε την καρέκλα κι έκατσε αυθαίρετα απέναντί μου.“Λοιπόν”, είπε...
“πρέπει να μπει ένα τέλος σε αυτήν την μεγαλειώδη ανοησία”.
Την κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω και δε μου γέμισε καθόλου το μάτι.
Εκείνη τη στιγμή μελετούσα ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο και δεν είχα καμία διάθεση για παρεμβολές άλλωστε.
Επιπλέον, αυτή η ιδέα που στεκόταν απέναντί μου, δε μου φαινόταν καθόλου, μα καθόλου σοβαρή.
Φορούσε μάλιστα κι ένα τεράστιο καπέλο, στολισμένο με ροζ παπαγάλους κι εξωτικά λουλούδια.
Και το κυριότερο, δεν αντιλαμβανόμουν το καταληκτικό ύφος της, λες και είχε προηγηθεί κάποια συζήτηση μεταξύ μας ή έστω μια σειρά γεγονότων που εκείνη συνοπτικά χαρακτήριζε ως “μεγαλειώδη ανοησία”, στην οποία θα έπρεπε επιτέλους να μπει ένα τέλος.
-Ξεκουβάλα, της είπα ξερά κοιτώντας την πάνω από τα γυαλιά μου. Διαβάζω τώρα.
-Και που διαβάζεις, τι θα καταλάβεις; συνέχισε αυτή απτόητη.
Μήπως και αλλάζει ποτέ κάτι;
Έχεις ήδη κατεβάσει τη μισή Εθνική Βιβλιοθήκη αστρίτη μου και δουλειά μέχρι στιγμής, δεν έγινε!
Η κεντρική φλέβα στο λαιμό μου ξαφνικά φούσκωσε σαν αλφαδολάστιχο οικοδομής ευθύς μόλις άκουσα το υποτιμητικό σχόλιο της, αλλά κράτησα το στόμα μου κλειστό και δεν την διαολόστειλα.
-Για πες, την παρότρυνα.
Αφού εγώ όπως λες τα έχω κάνει μαντάρα και δεν μπορώ να βγάλω άκρη, εσύ μάλλον θα μου κουβαλήθηκες εδώ πέρα βραδιάτικα για να μου πετάξεις καμιά ευφυή ιδέα.
-Εγώ δε πετάω ευφυείς ιδέες, αγάπη μου, κάγχασε εκείνη ειρωνικά.
Εγώ είμαι η ευφυής Ιδέα, αυτοπροσώπως.
Ξανακοίταξα το καπέλο με τους ροζ παπαγάλους και τα εξωτικά λουλούδια κι είπα από μέσα μου πως δε γίνεται ένα τόσο γελοίο καπέλο να το φοράει ένα ευφυές κεφάλι, αλλά καθώς τα φαινόμενα πάντοτε απατούν, είπα για παν ενδεχόμενο ν’ ακούσω πρώτα τι είχε να μου πεί.
Η Ιδέα χαμογέλασε ειρωνικά.
-Άντε, μπράβο, είπε. Βλέπω παίρνεις γρήγορα στροφές.
Κλείσε τώρα το βιβλίο σου και να το ξανανοίξεις όταν πια θα έχεις βάλει μια τάξη μέσα στο κεφάλι σου.
-Πες ότι έχεις να πεις, την έκοψα ενοχλημένη.
Ακόμη δε γνωριστήκαμε σκέφτηκα και μου έλεγε κιόλας τι να κάνω.
-Λοιπόν, είπε η Ιδέα.
Για να μη μακρυγορούμε.
Όλοι ψάχνουν απεγνωσμένα την ευτυχία.
Αλλά η ευτυχία τους γλιστράει από τα χέρια σα λαδωμένο ποντίκι.
Και γιατί παρακαλώ;
Τι φταίει κι αποτυγχάνουν παταγωδώς οι προσπάθειες τόσων ανθρώπων αν όχι όλων σχεδόν των ανθρώπων;
Φταίει που οι άνθρωποι δεν δουλεύουν με τον εαυτό τους και αποφεύγουν να κοιτάξουν μέσα τους;
Λάάάθος.
Φταίει που ρίχνουν το φταίξιμο σε όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό τους;
Λάάάθος.
Φταίει που παλεύουν μια ζωή να ξεπεράσουν την αγωγή, την εκπαίδευση και τις αρχές που τους εμφύτευσαν οι γονείς κι οι κηδεμόνες τους;
Λάάάθος!
Τις πταίει λοιπόν δια την άμετρη δυστυχία των ανθρώπων;
-Ξέρω κι εγώ! απάντησα μπερδεμένη. Συνήθως αυτά ήταν τα αίτια της δυστυχίας όλων μας απ’ όσο είχα αντιληφθεί μέχρι σήμερα.
-Μάλλον έχεις δίκιο σε όσα λες, της απάντησα, γιατί κι εγώ που γνωρίζω όλα αυτά και τα παλεύω, προκοπή μέχρι σήμερα δεν είδα!
-Κι ούτε θα δεις κουκλάκι μου, απάντησε η Ιδέα με ξεκάθαρη περιφρόνηση.
Μέχρι να ξεδιαλύνεις τα σώψυχά σου, θ’ ασπρίσουν οι τρίχες σου!
Κι ούτε μπορεί και κανείς άλλος να στα ξεδιαλύνει.
Να σου δώσει ένα χέρι βοήθειας ναι, ίσως και να το καταφέρει. Αλλά τη δουλειά θα την κάνεις εσύ, μόνη σου, αν θες να προκόψεις από δω και πέρα.
-Και πως γίνεται αυτή η περίφημη δουλειά; ρώτησα.
Θα μου πεις ή θα αρχίσεις τα διαφημιστικά κόλπα για ν’ αγοράσω όλο το πακέτο;
-Μπααα, είπε η Ιδέα περιφρονητικά.
Τα λεφτά σου δεν περνάνε εδώ πέρα.
Θα σου πω.
Μιας και κατέβηκα στο κεφάλι σου, φαίνεται πως ήρθε η ώρα σου για να μάθεις:
Ευτυχισμένος γίνεσαι όταν γίνεσαι ευτυχισμένος!
Την κοίταξα χάσκοντας περιμένοντας να μου εξηγήσει την αλλόκοτη, σχεδόν γελοία φράση της.
Χαμογέλασε.
-Θεέ μου, σε τι στουρνάρι μ’ έστειλες κι απόψε! μουρμούρισε.
Με είπε στουρνάρι, σκέφθηκα θυμωμένη. Εμένα που..
-Ναι, εσένα που τι; μ’ έκοψε η Ιδέα.
Παλεύεις να βρεις την ευτυχία με τη θεωρία! Και δεν είναι η θεωρία το λάθος σου.
Όχι! Το λάθος σου είναι που παλεύεις!
Η ευτυχία κουκλάκι μου, δεν έρχεται όταν παλεύεις.
Έρχεται όταν είσαι.
-Τι να είσαι; ρώτησα με το μυαλό ξεχαρβαλωμένο πια απ’ τον χαοτικό της συλλογισμό.
-Ευτυχισμένη, είπε.
Τι δεν καταλαβαίνεις τέλος πάντων;
Έμεινα για λίγο σιωπηλή.
-Και πως θα είμαι ευτυχισμένη όταν δεν είμαι ευτυχισμένη; ρώτησα. Αυτό είναι απολύτως ηλίθιο!
-Α ναι, ε; Ενώ το να είσαι δυστυχισμένη και να περιμένεις να γίνεις ξαφνικά ευτυχισμένη, είναι πανέξυπνο! ειρωνεύτηκε η Ιδέα. Στουρνάρι!
Βρε, μπορεί ο γκαντέμης που ξυπνάει το πρωί με τη δυστυχία στο μάτι και τη βουτάει σαν κουλούρι στον καφέ του να δει ποτέ του μιαν άσπρη μέρα;
-Χλωμό μου φαίνεται, συμφώνησα.
-Άντε γειά σου, αρχινάς και το πιάνεις.
Όπότε, για σκέψου λίγο αετέ μου τι πρέπει να κάνεις για να βρεις επιτέλους την ευτυχία;
-Τι; ρώτησα κουνώντας το κεφάλι μου πέρα-δώθε αποβλακωμένη απ’ τα λόγια της.
-Να φορέσεις την ευτυχία καπέλο πάνω στο κεφάλι σου, όπως αυτό που φοράω εγώ πάνω στο δικό μου!
-Αυτό το καπέλο που φοράς είναι η ευτυχία; ρώτησα κοιτώντας ξανά τους ροζ παπαγάλους και τα εξωτικά λουλούδια με δυσπιστία.
-Σου φαίνεται γελοίο το καπέλο μου μήπως; με ρώτησε ειρωνικά η Ιδέα.
Έτσι θα φαίνεται και στους άλλους το δικό σου καπέλο όταν αποφασίσεις να το φορέσεις.
Αλλά εσύ θα είσαι ευτυχισμένη γιατί θα έχεις αποφασίσει να μην είσαι πια δυστυχισμένη, αλλά ευτυχής.
Το κατάλαβες;
-Άμα το αποφασίσω δηλαδή ένα πρωί να είμαι ευτυχισμένη, θα γίνω;
-Ε, ναι! Τι λέμε τόσην ώρα!
Και για όσο καιρό θα υπερισχύει αυτή σου η απόφαση, εσύ θα παραμένεις ευτυχισμένη.
Αλλά πρόσεξε!
Η μιζέρια κι η συνήθεια είναι πολύ βολικές!
Και μας τραβάνε επάνω τους όπως η φωτιά τις πεταλούδες.
Ενώ η ευτυχία, θέλει αγώνα να την κρατήσεις απάνω στο κεφάλι σου, όπως εγω κρατάω αυτό το καπέλο επάνω στο δικό μου.
-Μα δε σε βλέπω να το κρατάς για να μη σου φύγει! παρατήρησα.
-Μα πόσο χαζή πια!
Με το μυαλό μου το κρατώ, κουκλάκι μου, όχι με τα χέρια! αναφώνησε η Ιδέα απηυδισμένη απ’ τις ερωτήσεις μου.
-Τελειώσαμε! είπε και σηκώθηκε απότομα.
Δεν έχω κάτι άλλο να σου πω. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια!
Άντε πέσε κοιμήσου τώρα κι αύριο που θα σηκωθείς, πάρε μια γενναία απόφαση:
να κάνεις κάτι που σου φαίνεται εντελώς γελοίο όπως σου φαίνεται και το καπέλο μου τόσην ώρα που στέκομαι μπροστά σου.
Ή θα φορέσεις τη συνηθισμένη μιζέρια σου και όλες τις δικαιολογίες σου αύριο το πρωί ή θα βάλεις το καινούργιο καπέλο σου απάνω στο ξερό σου το κεφάλι και θα τελειώνουμε μία και καλή!
Σηκώθηκε, βγήκε από την κουζίνα κι άκουσα την εξώπορτα να κλείνει πίσω της με θόρυβο.
Ξανάβαλα τα γυαλιά μου, γύρισα το βιβλίο που διάβαζα στην τελευταία λευκή σελίδα κι άρχισα να ζωγραφίζω το καπέλο που θα φορούσα την άλλη μέρα το πρωί:
Είχε πάνω του ένα μαύρο πάνθηρα, έναν κύκνο κι ένα λευκό περιστέρι.
Ζωγράφισα κι ένα κόκκινο σχοινί και τα έδεσα μεταξύ τους για να μη σκορπίσουνε.
Αύριο το πρωί θα το φορέσω οπωσδήποτε.
And frankly my dear, I don’t give a damn, εάν θα με βρείτε γελοία.
Nancy Ladopoulou