Ι. Η ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΥΠΟΦΥΣΗΣ
Χαλαρώνουμε και αρχίζουμε να οραματιζόμαστε μια φανταστική πόρτα μέσα στο μυαλό μας. Η αναπνοή μας πρέπει να είναι βαθιά και κανονική και τα μάτια μας στραμμένα προς τα πίσω, προς ένα σημείο ανάμεσα στα φρύδια μας. Μετά από λίγο θα εμφανισθεί ένα ήρεμο μούδιασμα στο σώμα μας, αρχίζοντας πιθανά από τα πόδια μας. Μερικοί μπορεί να το νοιώσουμε αυτό σα μια μυϊκή ακαμψία, που μπορεί να είναι στην αρχή πολύ οδυνηρή, με ιδιαίτερη ένταση στα σαγόνια μας. Στην αρχή νοιώθουμε μια πίεση στο κεφάλι μας, αλλά όταν επιμείνουμε το δωμάτιο θα γεμίσει από μια θαμπή ακτινοβολία, συνοδευόμενη από σύντομες αναλαμπές φωτός κι έναν αυξανόμενο θόρυβο. Ο θόρυβος αυτός μπορεί να φτάσει μερικές φορές σ' εκκωφαντικά ύψη.
Μπορεί τώρα να νοιώθουμε ότι έχουμε δυο σώματα, ένα στατικό, εξωτερικό σώμα κι ένα πιο λεπτό εσωτερικό, που μπορεί να φαίνεται ότι είναι παγιδευμένο μέσα του. Το τέχνασμα είναι να οραματισθούμε ενεργητικά το λεπτό σώμα μας να φεύγει από την πόρτα του μυαλού μας. Ο ασώματος εαυτός μας συγκεντρώνεται στον αδένα της υπόφυσης, σα να ετοιμάζεται να φύγει από την πόρτα. Αυτός ο αδένας βρίσκεται στο κέντρο του εγκεφάλου μας κι έχει συσχετισθεί από πολλούς με το τρίτο μάτι. Κάποτε μάλιστα νομίζανε ότι ήταν η έδρα της ψυχής.
Ο φωτισμός τώρα γύρω μας γίνεται πολύ έντονος και ο θόρυβος αυξάνει, μέχρις ότου έχουμε μια παράξενη αίσθηση ότι περνάμε μέσα απ' αυτή τη "Πόρτα της Επίφυσης" και μ' ένα "μπαμ" την έχουμε διαβεί. Ο θόρυβος τότε σταματά, το φως ηρεμεί και μπορούμε, όπως αναφέρει και ο Όλιβερ Φοξ, να σηκωθούμε άνετα από το κρεβάτι μας και να περπατήσουμε μακριά, αφήνοντας το εκστασιασμένο σώμα μας πάνω στο κρεβάτι μας.
ΙΙ. Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΥΓΗΣ
Η άσκηση αυτή δεν είναι πλήρης αλλά μας δίνει μια ακόμα ιδέα για τον τρόπο που μπορούμε να προκαλέσουμε μια "αστρική προβολή".
Χαλαρώνουμε το σώμα μας και οραματιζόμαστε ένα ακτινοβόλο λευκό φως να κατεβαίνει δια μέσου της σπονδυλικής μας στήλης προς τα πόδια μας. Όταν αυτό φτάσει στα πόδια μας το εξακοντίζουμε σα μια περιστρεφόμενη δίνη προς το κεφάλι μας, αφήνοντας με αυτό τον τρόπο αδρανές και ναρκωμένο το σώμα μας. Τελικά μόνο το κεφάλι μας μένει ξύπνιο καθώς μπαίνουμε σε μια ζώνη λυκόφωτος ανάμεσα στον ύπνο και το συνειδητό ονείρεμα. Στη συνέχεια οραματιζόμαστε διάφορα σύμβολα και χρώματα για καθένα από τα τέσσερα στοιχεία ή το πέμπτο στοιχείο του πνεύματος, τα οποία μας δίνουν μια κατεύθυνση για το μέρος που θέλουμε να επισκεφθούμε.
ΙΙΙ. Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΟΥ ROBERT MONROE
Παρακάτω παρουσιάζουμε μια πλήρη μέθοδο αστρικής προβολής, όπως ακριβώς τη δίνει ο ίδιος ο Ρόμπερτ Μονρόε στο βιβλίο του «Journeys Out Of the Body»
ΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ
Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετωπίζουμε στις εξωσωματικές εμπειρίες μας είναι ο τυφλός και παράλογος φόβος μας, που εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε πανικό ή τρόμο. Ο φόβος αυτός έχει πολλές όψεις. Πρώτος και μεγαλύτερος είναι ο φόβος του θανάτου. Ανεξάρτητα από το πόσο θαρραλέοι και εκπαιδευμένοι μπορεί να είμαστε, οι πρώτες αντιδράσεις μας είναι αυτόματες και ανεξέλεγκτες. Νομίζουμε ότι πεθαίνουμε πραγματικά και προσπαθούμε με τρόμο να ξαναμπούμε μέσα στο σώμα μας. Ο ίδιος ο Μονρόε χρειάστηκε να βγει 18 με 20 φορές έξω από το σώμα του και για λίγα μόνο δευτερόλεπτα για να βρει τελικά αρκετό θάρρος για να παρατηρήσει αντικειμενικά τα γεγονότα. Πάρα πολλά όμως άτομα σταματούν με τη πρώτη ή τη δεύτερη φορά, ανίκανα να ξεπεράσουν αυτό το φόβο.
Μια άλλη πλευρά του φόβου μας, που συνδέεται επίσης με το φόβο του θανάτου, είναι ο κίνδυνος να μην μπορέσουμε να ξαναγυρίσουμε στο σώμα μας. Ο Μονρόε αναφέρει ότι αυτός ήταν ο βασικός φόβος του για αρκετά χρόνια. Τελικά τον ξεπέρασε με τη λογική ότι είχε ήδη βγει και επιστρέψει εκατοντάδες φορές χωρίς κανένα πρόβλημα, οπότε η μεγαλύτερη πιθανότητα ήταν να ξανασυνέβαινε το ίδιο και την επόμενη φορά.
Ο τρίτος βασικός φόβος είναι ο φόβος του αγνώστου. Το καινούργιο περιβάλλον μας είναι εντελώς άγνωστο με τελείως διαφορετικούς νόμους απ' αυτούς που ξέρουμε. Δεν υπάρχουν χάρτες και οδηγοί, ούτε και κανένας για να μας βοηθήσει. Όπως παρατηρεί ο Μονρόε "πολλοί ιεραπόστολοι έχουν σκοτωθεί σε μια ξένη χώρα κάτω από παρόμοιες συνθήκες!" Ο τρίτος αυτός φόβος δεν εξαφανίζεται εντελώς, γιατί το άγνωστο συνεχίζει να παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστο, ανεξάρτητα από το πόσες φορές το έχουμε επισκεφθεί.
Ένας άλλος φόβος είναι τα αποτελέσματα που μπορεί να έχουν αυτές οι εμπειρίες μας πάνω στη φυσική και διανοητική μας συγκρότηση. Παρ' όλο που μπορεί να γνωρίζουμε πολλά για διάφορες φυσικές και διανοητικές ασθένειες, δεν ξέρουμε απολύτως τίποτα για την παθολογία του αστρικού μας σώματος.
Για να αντιμετωπίσουμε αυτό το βασικό εμπόδιο του φόβου, πέρα από το λογικό έλεγχο των διαδικασιών που προσπαθούμε να έχουμε, είναι πολύ σημαντικό να προχωρήσουμε στα πρώτα μας βήματα πολύ προσεκτικά για να εξοικειωθούμε σιγά - σιγά με το καινούργιο μας περιβάλλον.
Η ΜΕΘΟΔΟΣ
1. ΧΑΛΑΡΩΣΗ
Το πρώτο βασικό βήμα για μια αστρική προβολή είναι να μπορούμε να χαλαρώνουμε φυσικά και νοητικά, χωρίς άγχος χρόνου και χωρίς να μας απασχολεί καμιά ιδιαίτερη ανάγκη. Τα σχετικά βιβλία του εμπορίου αναφέρουν πολλές τεχνικές χαλάρωσης από τις οποίες μπορούμε να διαλέξουμε εκείνη που μας ταιριάζει καλύτερα.
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΛΥΚΟΦΩΤΟΣ
Το πιο σημαντικό πράγμα είναι να μπορέσουμε να διατηρήσουμε μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην εγρήγορση και στον ύπνο. Ξαπλώνουμε λοιπόν στο κρεβάτι μας και χαλαρώνουμε. Καθώς αρχίζουμε ν' αποκοιμόμαστε, κρατάμε το νου μας συγκεντρωμένο σ' ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, έχοντας κλειστά τα μάτια μας. Όταν θα μπορούμε να παραμείνουμε για πολύ χρόνο σε αυτή την ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ εγρήγορσης και ύπνου χωρίς ν' αποκοιμηθούμε, τότε θα έχουμε περάσει το πρώτο στάδιο. Αρκετές φορές πάντως θ' αποκοιμηθούμε, αλλ' αυτό δεν πρέπει να μας ενοχλήσει. Πρέπει να επιμείνουμε μέχρι να καταφέρουμε να παραμένουμε άνετα σε αυτή τη κατάσταση.
Αν γινόμαστε νευρικοί με τη προσπάθειά μας να κρατηθούμε σε αυτή την ενδιάμεση κατάσταση, μπορούμε να διακόψουμε την άσκησή μας, να σηκωθούμε, να βαδίσουμε για λίγο μέχρι να μας φύγει η νευρικότητα και μετά να ξαναξαπλώσουμε και να ξαναδοκιμάσουμε. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Απλά δεν είχαμε τη κατάλληλη διάθεση.
Μόλις έχουμε επιτύχει αυτό το πρώτο στάδιο Α, δηλαδή να μπορούμε να παραμένουμε ήρεμα στην ενδιάμεση κατάσταση για αρκετό χρόνο, κρατώντας το νου μας σε μια μόνο σκέψη, είμαστε έτοιμοι για το επόμενο βήμα. Το στάδιο Β είναι παρόμοιο, αλλά τώρα δε σκεπτόμαστε τίποτα. Παραμένουμε στην ίδια κατάσταση μεταξύ εγρήγορσης και ύπνου και κοιτάμε το σκοτάδι μπροστά στα κλειστά μάτια μας. Μπορεί στην αρχή να έχουμε μερικές "νοητικές εικόνες", αλλ' αυτές δεν έχουν μεγάλη σημασία. Είναι συνήθως μορφές νευρικής εκφόρτισης και σχετίζονται με τις παραστάσεις που είχαμε τις προηγούμενες οκτώ με δέκα ώρες. Όσο πιο έντονη ήταν η συγκέντρωσή μας τότε, τόσο περισσότερος χρόνος χρειάζεται για να εξαφανισθούν αυτές οι εντυπώσεις.
Θα έχουμε περάσει την κατάσταση Β όταν θα μπορούμε να παραμένουμε άνετα σε αυτή για αρκετό χρόνο μετά την εξάλειψη των προηγούμενων εντυπώσεων, κοιτώντας απλώς το σκοτάδι μπροστά στα μάτια μας.
Το στάδιο Γ είναι μια συστηματική εμβάθυνση της συνείδησής μας, ενώ βρισκόμαστε στη κατάσταση Β. Σε κάθε άσκηση εγκαταλείπουμε προσεκτικά το σταθερό κράτημά μας στην ενδιάμεση κατάσταση και βυθιζόμαστε σιγά - σιγά σ' ένα βαθύτερο επίπεδο. Πρέπει να μάθουμε να δημιουργούμε διάφορους βαθμούς εμβάθυνσης της συνείδησής μας "βυθιζόμενοι" σ' ένα δοσμένο επίπεδο κι επιστρέφοντας πάλι με τη θέλησή μας. Θ' αναγνωρίσουμε αυτούς του βαθμούς εμβάθυνσης από την εξαφάνιση σιγά - σιγά των αισθήσεών μας. Η πρώτη που μας εγκαταλείπει είναι η αίσθηση της αφής και δεν αισθανόμαστε πια κανένα μέρος του σώματός μας. Σύντομα την ακολουθούν η οσμή και η γεύση, μετά η ακοή και τέλος η όραση (αν και μερικές φορές οι δυο τελευταίες είναι ανάποδα).
Το στάδιο Δ είναι η επίτευξη του σταδίου Γ όταν είμαστε πλήρως αναπαυμένοι και αναζωογονημένοι και όχι κουρασμένοι και νυσταγμένοι, όπως στην αρχή της άσκησης. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται. Το να μπούμε στη κατάσταση χαλάρωσης με πλήρη εγρήγορση είναι ισοδύναμο με το να εξασφαλίσουμε τη διατήρηση ενός συνειδητού ελέγχου. Η καλύτερη στιγμή για την άσκηση του σταδίου Δ είναι αμέσως μετά το ξύπνημά μας. Αρχίζουμε την άσκηση πριν κινηθούμε στο κρεβάτι μας, ενώ το σώμα μας είναι ακόμα χαλαρωμένο από τον ύπνο και το μυαλό μας εντελώς ξύπνιο. Καλό είναι να μην έχουμε πιει πολλά υγρά προτού κοιμηθούμε, για να μη νοιώσουμε την ανάγκη να πάμε στη τουαλέτα μόλις ξυπνήσουμε.
Γενικά πρέπει να αποφεύγουμε τη χρήση βαρβιτουρικών, υπνωτικών χαπιών ή αλκοόλ, γιατί μπορεί αυτά να βοηθούν τη χαλάρωση, αλλά προκαλούν ένα μεγαλύτερο βύθισμα με σημαντική απώλεια της συνείδησής μας.
2. Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΡΑΔΑΣΜΩΝ
Είναι πολύ σημαντικό να μπορέσουμε να επιτύχουμε αυτή τη κατάσταση. Μόλις το κατορθώσουμε, θα έχουμε περάσει ένα άλλο βασικό εμπόδιο. Δεν ξέρουμε πως ακριβώς λειτουργεί αυτή. Μοιάζει με το γύρισμα ενός ηλεκτρικού διακόπτη, χωρίς να ξέρουμε τι κάνει ο διακόπτης, από που έρχεται ο ηλεκτρισμός ή πως ενεργεί αυτός πάνω στη λάμπα.
Πρώτα απ' όλα εξασφαλίζουμε ότι δε θα μας ενοχλήσει με οποιοδήποτε τρόπο (επίσκεψη, τηλέφωνο κ.λ.π.) κανείς. Δεν πρέπει να βάλουμε χρονικό όριο στην άσκησή μας. Δεν υπάρχει άλλη δραστηριότητα που θα μπορούσαμε να περάσουμε καλύτερα το χρόνο μας, ούτε υπάρχει κάτι που να μπορεί να διακόψει την άσκησή μας.
Σκοτεινιάζουμε το δωμάτιό μας, έτσι ώστε να μη μπορούμε να δούμε φως μέσα από τα βλέφαρά μας. Δε χρησιμοποιούμε όμως ένα τελείως σκοτεινό δωμάτιο, γιατί δε θα έχουμε τότε ένα οπτικό σημείο αναφοράς. Βγάζουμε οποιαδήποτε κοσμήματα ή μεταλλικά αντικείμενα από το σώμα μας και ξαπλώνουμε σε μια άνετη στάση, αλλά με το σώμα μας στη κατεύθυνση του μαγνητικού άξονα με το κεφάλι μας στο μαγνητικό βορρά. Ξεσφίγγουμε τα ρούχα που μπορεί να φοράμε και βάζουμε ένα σκέπασμα από πάνω μας για να αισθανόμαστε λίγο πιο ζεστά απ' ό,τι συνήθως. Βεβαιωνόμαστε ότι τα χέρια, τα πόδια μας και ο λαιμός μας χαλαρώνουν σε μια στάση που δεν εμποδίζει τη κυκλοφορία του αίματός μας.
Χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε μέθοδο μας ταιριάζει καλύτερα φθάνουμε μέχρι το στάδιο Δ και παραμένουμε στο βαθύτερο δυνατό επίπεδο χαλάρωσης, χωρίς να εξασθενήσουμε τη συνείδησή μας. Όταν το έχουμε εξασφαλίσει αυτό, επαναλαμβάνουμε νοητικά ότι θα αντιληφθούμε συνειδητά και θα θυμηθούμε όλα όσα θα μας συμβούν στη διάρκεια αυτής της χαλάρωσης. Θα θυμηθούμε όμως πλήρως και με λεπτομέρειες μόνο όσα πράγματα είναι ωφέλημα για τη φυσική και τη νοητική μας ύπαρξη. Το επαναλαμβάνουμε αυτό πέντε φορές. Μετά αρχίζουμε ν' αναπνέουμε μέσα από το μισάνοιχτο στόμα μας.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΚΡΑΔΑΣΜΩΝ
Καθώς συνεχίζουμε ν' αναπνέουμε μέσα από το μισάνοιχτο στόμα μας συγκεντρωνόμαστε στο σκοτάδι με κλειστά τα μάτια μας. Κοιτάζουμε μέσα στο σκοτάδι σε μια θέση τριάντα εκατοστών μακριά από το μέτωπό μας. Μετά μετακινούμε το σημείο της συγκέντρωσής μας στα ενενήντα εκατοστά και ύστερα στα εκατόν ογδόντα εκατοστά. Μένουμε για λίγο εκεί μέχρι να σταθεροποιηθεί το σημείο και μετά το στρέφουμε κατά 90ο προς τα πάνω, σε μια γραμμή παράλληλη προς το σώμα μας. Προσπαθούμε να φθάσουμε τους κραδασμούς σε αυτή τη θέση. Όταν τους βρούμε, τους τραβάμε νοητικά μέσα στο κεφάλι μας.
Επειδή η προηγούμενη περιγραφή μπορεί να προκαλέσει πολλά ερωτήματα, ο Μονρόε δίνει και μια δεύτερη: Οραματιζόμαστε δυο γραμμές να εκτείνονται προς τα έξω από τα κλειστά μάτια μας. Τις σκεπτόμαστε ότι συγκλίνουν σε ένα σημείο τριάντα εκατοστά μακριά από το μέτωπό μας. Οραματιζόμαστε μια αντίσταση ή πίεση στο σημείο συνάντησής τους, σα να ενώνονται δυο ρευματοφόρα ηλεκτρικά σύρματα ή οι πόλοι ενός μαγνήτη. Μετά επεκτείνουμε το σημείο τομής τους προς τα έξω στα ενενήντα περίπου εκατοστά, ή στο μήκος του τεντωμένου χεριού μας. Λόγω της γωνιακής διαφοράς, η αίσθηση της πίεσης τώρα αλλάζει. Προκαλείται μια συμπίεση του χώρου μεταξύ των δυο συγκλινουσών γραμμών κι επομένως πρέπει ν' αυξηθεί η πίεση για να διατηρηθεί η σύγκλισή τους. Αφού δημιουργήσουμε και διατηρήσουμε το μήκος των ενενήντα εκατοστών, επεκτείνουμε μετά το σημείο τομής στα εκατόν ογδόντα εκατοστά μακριά από το κεφάλι μας, ή στις 30ο. (για να μπορούμε να οραματισθούμε με ακρίβεια τη γωνία των 30ο μπορούμε, αν θέλουμε, να κατασκευάσουμε, μία σ' ένα χαρτί και μετά να την απομνημονεύσουμε).
Μόλις έχουμε μάθει να δημιουργούμε και να διατηρούμε τη γωνία των 30ο εξωτερικά (ή χονδρικά εκατόν ογδόντα εκατοστά μακριά μας), κάμπτουμε το σημείο τομής κατά 90ο (ή σε ένα "L") προς τα πάνω στη κατεύθυνση του κεφαλιού μας, αλλά παράλληλα προς τον άξονα του σώματός μας. Φθάνουμε νοητικά αυτό το σημείο τομής. Το νιώθουμε περισσότερο, μέχρι να πάρουμε μια αντίδραση. Είναι σα να έρχεται βρυχούμενο και με σφύριγμα ένα διογκούμενο κύμα από πύρινους σπινθήρες μέσα στο κεφάλι μας. Από κει απλώνεται σε ολόκληρο το σώμα μας, κάνοντάς το άκαμπτο και ακίνητο.
Μόλις μάθουμε τη διαδικασία δε θα χρειάζεται να περάσουμε απ' όλα τα προηγούμενα στάδια. Θα σκεπτόμαστε απλώς τους κραδασμούς ενώ είμαστε σε μια χαλαρή κατάσταση και αυτοί αμέσως θα εμφανίζονται. Θα έχουμε δημιουργήσει ένα εξαρτημένο ανακλαστικό, ένα νευρικό μονοπάτι που θα μπορούμε ν' ακολουθήσουμε ξανά και ξανά. Μπορεί να μην το πετύχουμε αυτό με τη πρώτη φορά, αλλά η πιθανότητα επιτυχίας μας αυξάνει με κάθε επόμενη προσπάθειά μας. Μόλις πάντως το επιτύχουμε, δε θα επαναλαμβάνεται πάντα με τη θέληση μας. Επεμβαίνουν πολλές ακόμη μεταβλητές τις οποίες θα πρέπει ν' απομονώσουμε και να αναγνωρίσουμε. Το φαινόμενο όμως θα συμβαίνει αρκετά συχνά για να μπορούμε να το μελετήσουμε.
3. Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΚΡΑΔΑΣΜΩΝ
Όταν έχουμε φθάσει στη κατάσταση των κραδασμών μπορούμε να ακολουθήσουμε πια ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές. Αυτό που βασικά αναζητάμε είναι ο συνειδητός έλεγχος αυτής της κατάστασης. Για να τον επιτύχουμε πρέπει ν' ακολουθήσουμε προσεκτικά και με την παρουσιαζόμενη σειρά τις αντίστοιχες διαδικασίες. Σημειώνουμε πάντως ότι η κατάσταση των κραδασμών δεν έχει καμιά βλαβερή επίδραση πάνω στο νου ή στο φυσικό μας σώμα.
Η ΕΞΟΙΚΕΙΩΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΜΑΣ
Πρέπει να συνηθίσουμε αυτή την παράξενη κατάσταση. Δεν πρέπει να φοβηθούμε όταν νιώσουμε αυτά τα ισχυρά κύματα να διαπερνούν χωρίς πόνο το σώμα μας. Η καλύτερη μέθοδος είναι να μην κάνουμε τίποτα όταν μας συμβούν. Τα παρατηρούμε απλώς μέχρι να εξαφανιστούν. Αυτό συμβαίνει συνήθως σε πέντε λεπτά. Μετά από αρκετά τέτοια πειράματα καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει κανένας φόβος και ότι δεν "ηλεκτρολύεται" το σώμα μας. Προσπαθούμε να μη διασπάσουμε με το πανικό μας τη παραλυτική αυτή κατάσταση. Μπορούμε αν θέλουμε να το κάνουμε, αν ανασηκωθούμε π.χ. με μεγάλη δύναμη, αλλά θ' απογοητευθούμε με τον εαυτό μας που το κάναμε. Έτσι κι αλλιώς αυτό ακριβώς προσπαθούσαμε να επιτύχουμε.
Ο ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΚΡΑΔΑΣΜΩΝ
Μόλις έχουμε ελέγξει το φόβο μας, είμαστε έτοιμοι για μερικά βήματα ελέγχου. Στην αρχή "κατευθύνουμε" νοητικά αυτούς τους κραδασμούς, ή τους εξαναγκάζουμε, να μπουν όλοι μέσα στο κεφάλι μας. Μετά τους σπρώχνουμε προς τα κάτω μέχρι τα δάκτυλα των ποδιών μας και μετά πάλι πίσω στο κεφάλι μας. Τους κάνουμε ν' απλώνονται ρυθμικά σαν ένα κύμα πάνω στο σώμα μας, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια μας και μετά πάλι πίσω. Αφού δώσουμε μια αρχική ώθηση σε αυτό το κύμα, το αφήνουμε μετά να προχωρήσει από μόνο του μέχρι να εξασθενίσει. Θα χρειαστούν δέκα περίπου δευτερόλεπτα, πέντε κάτω και πέντε πάνω, για να κάνει ένα πλήρη κύκλο από το κεφάλι μέχρι τα δάκτυλα των ποδιών μας και μετά πάλι πίσω. Εξασκούμαστε σε αυτό μέχρι το κύμα των κραδασμών ν' αρχίζει αμέσως με τη νοητική μας εντολή και να κινείται μετά σταθερά μέχρι να εξασθενίσει.
Μέχρι τώρα έχουμε παρατηρήσει μερικές φορές "τη τραχύτητα" αυτών των κραδασμών, σαν το σώμα μας να σείεται δυνατά μέχρι το μοριακό ή το ατομικό του επίπεδο. Αυτό είναι κάπως άβολο και θα νιώσουμε την επιθυμία να τους "εξομαλύνουμε". Μπορούμε να το κάνουμε αυτό αυξάνοντας νοητικά τη συχνότητά τους. Ο αρχικός ρυθμός τους φαίνεται να είναι της τάξης των 28 περίπου κύκλων το δευτερόλεπτο (αυτή είναι η συχνότητα των ίδιων των κραδασμών και όχι η συχνότητα της κυκλοφορίας τους από το κεφάλι μέχρι τα πόδια μας). Στην αρχή η αύξηση της συχνότητάς τους είναι μικρή, αλλά γρήγορα θα νιώσουμε ότι έχουν εξομαλυνθεί και δεν μας ενοχλούν πια.
Είναι πολύ σημαντικό να αυξήσουμε τη συχνότητα των κραδασμών, γιατί αυτή είναι η μορφή που επιτρέπει τον αποχωρισμό μας από το φυσικό σώμα μας. Μόλις έχουμε θέσει την αρχική τους ώθηση, η επιτάχυνσή τους συνεχίζεται από μόνη της. Τελικά μπορεί να τους αισθανθούμε μόνο τη στιγμή που αρχίζουν. Αυτοί αυξάνουν μετά τη συχνότητά τους μέχρις ότου δεν τους αντιλαμβανόμαστε πια. Σε αυτή τη φάση αισθανόμαστε μια ζεστασιά κι ένα ελαφρό μυρμήγκιασμα στο σώμα μας.
Όταν έχουμε επιτύχει με συνέπεια αυτό το στάδιο, είμαστε έτοιμοι για τα πρώτα πειράματα αποχωρισμού από το φυσικό σώμα μας. Πρέπει πάντως να ξέρουμε ότι πέρα από αυτό το σημείο, δεν υπάρχει επιστροφή. Θα υποχρεωθούμε ν' αποδεχθούμε τη πραγματικότητα αυτής της άλλης ύπαρξης. Το πως θα επηρεάσει αυτή τη προσωπικότητά μας, τη καθημερινή μας ζωή, το μέλλον μας και τις φιλοσοφίες μας εξαρτάται απολύτως από μας. Διότι μόλις έχουμε "ανοιχθεί" σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, δεν θα μπορούμε να τη σταματήσουμε εντελώς, όσο και αν προσπαθήσουμε. Μπορεί να την ξεχάσουμε για λίγο λόγω των έντονων καθημερινών προβλημάτων μας, αλλά θα μας ξαναπαρουσιαστεί. Δεν μπορούμε να είμαστε πάντα σ' επιφυλακή εναντίον της. Μόλις αρχίζουμε να κοιμόμαστε ή να ξυπνάμε ή όταν απλά χαλαρώνουμε, μπορεί να φανερωθεί ξαφνικά απρόσκλητο το κύμα των κραδασμών. Μπορούμε βέβαια να το σταματήσουμε, αλλά θα μας είναι τελικά πολύ κουραστικό να ενοχλούμαστε συνεχώς και κάποια στιγμή θα βρεθούμε σίγουρα πάλι έξω από το σώμα μας. Τελικά θα νιώθουμε σα να πολεμάμε τον ίδιο τον εαυτό μας.
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΥ
Στη κατάσταση των κραδασμών πρέπει να είμαστε όσο το δυνατόν πιο κοντά στη κατάσταση της "καμιάς σκέψης" ή της "μίας σκέψης" (συγκέντρωση). Αν δεν είμαστε προσεκτικοί οι ανεξέλεγκτες σκέψεις μας μπορούν να μας οδηγήσουν σε ανεξήγητα ταξίδια σε μέρη και ανθρώπους που δεν ξέρουμε. Η πρώτη τώρα άσκηση αποχωρισμού μας από το φυσικό μας σώμα πρέπει να περιοριστεί σε χρόνο και σε δράση. Πρέπει στην αρχή να εξοικειωθούμε με το καινούργιο περιβάλλον μας και ν' αποκτήσουμε μια αίσθηση προσανατολισμού, ώστε να μη φοβόμαστε ή ανησυχούμε όταν βγαίνουμε από το σώμα μας.
ΟΧΙ ΣΤΙΣ ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ
Η επόμενη άσκηση θα μας βοηθήσει να εξοικειωθούμε με την αίσθηση του "δεύτερου" ή αστρικού μας "σώματος", χωρίς να χρειαστεί να βγούμε πλήρως από το φυσικό μας σώμα. Η άσκηση αυτή είναι πολύ σημαντική, γιατί θα μας δώσει τη πρώτη επιβεβαίωση για την πραγματικότητα του αστρικού μας σώματος. Απλώνουμε λοιπόν νοητικά το δεξιό ή το αριστερό χέρι μας, χωρίς να κουνήσουμε το φυσικό χέρι μας, προς τα πλάγια προσπαθώντας να πιάσουμε οποιοδήποτε αντικείμενο θυμόμαστε ότι είναι μακρύτερα από την έκτασή του. Μπορούμε επίσης ν' απλώσουμε το χέρι μας χωρίς να έχουμε κανένα ιδιαίτερο αντικείμενο στο νου μας, που μπορεί να μας προϊδέαζε για το τι επρόκειτο να "αισθανθούμε" όταν θα το πιάναμε.
Όταν απλώνουμε με αυτό το τρόπο το χέρι μας και δε νιώθουμε τίποτα, το απλώνουμε λίγο μακρύτερα. Συνεχίζουμε να το σπρώχνουμε απαλά, σα να το τεντώναμε, μέχρι να συναντήσει κάποιο υλικό αντικείμενο. Αν έχουμε προκαλέσει κανονικά τους κραδασμούς, τότε το χέρι μας κάποια στιγμή θα αισθανθεί ή θα αγγίξει κάτι. Όταν συμβεί αυτό, εξετάζουμε με την αφή μας αυτό το αντικείμενο, προσέχοντας τις ιδιαίτερες λεπτομέρειές του, που θα μπορούσαμε αργότερα ν' αναγνωρίσουμε. Σε αυτό το σημείο τίποτα δε θα φαίνεται ασυνήθιστο. Οι αισθήσεις μας θα μας πουν ότι αγγίζουμε το αντικείμενο με το φυσικό μας χέρι.
Αφού εξοικειωθούμε με το αντικείμενο με το εκτεταμένο χέρι μας, τεντώνουμε το χέρι μας περισσότερο σπρώχνοντας το αντικείμενο με τις άκρες των δακτύλων μας. Στην αρχή θα αισθανθούμε μια αντίσταση. Σπρώχνουμε τότε λίγο δυνατότερα και ξεπερνάμε απαλά αυτή την αντίσταση. Θα αισθανθούμε τότε το χέρι μας να περνά μέσα από το αντικείμενο. Συνεχίζουμε να σπρώχνουμε μέχρι το χέρι μας να περάσει τελείως από αυτό και να συναντήσει ένα άλλο υλικό αντικείμενο. Εξετάζουμε με την αφή μας και το δεύτερο αυτό αντικείμενο. Μετά τραβάμε προσεκτικά το χέρι μας προς τα πίσω, μέσα από το πρώτο αντικείμενο και σιγά - σιγά στη κανονική του θέση, μέχρι να το νιώσουμε ότι βρίσκεται στο "σωστό" του μέρος.
Μετά απ' αυτό ελαττώνουμε τους κραδασμούς. Ο καλύτερος τρόπος για να το κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να κινήσουμε σιγά - σιγά το φυσικό μας σώμα. Σκεπτόμαστε το φυσικό σώμα μας και ανοίγουμε τα φυσικά μάτια μας. Επαναφέρουμε επίσης με τη θέλησή μας τις φυσικές αισθήσεις μας.
Μόλις εξαλειφθούν τελείως οι κραδασμοί καθόμαστε για μερικά λεπτά εκεί που είμαστε και μετά σηκωνόμαστε. Βρίσκουμε το αντικείμενο που αισθανθήκαμε", εντοπίζοντάς το σε σχέση με τη θέση του εκτεταμένου χεριού μας όταν ήμασταν ξαπλωμένοι. Παρατηρούμε τις λεπτομέρειες και των δυο αντικειμένων, επισημαίνοντας αυτές που δε θα μπορούσαμε να είχαμε διακρίνει από απόσταση. Συγκρίνουμε τη φυσική τους αίσθηση με αυτό που αισθανθήκαμε κάτω από την επίδραση των κραδασμών. Εξετάζουμε αν γνωρίζαμε τη παρουσία ή τη θέση του δεύτερου αντικειμένου πριν το πείραμα. Ελέγχουμε επίσης τη γραμμή κατεύθυνσης από τη θέση που βρισκόταν το φυσικό χέρι μας μέχρι το πρώτο και μετά μέχρι το δεύτερο αντικείμενο. Είναι αυτή μια ευθεία γραμμή;
Ελέγχουμε τ' αποτελέσματά μας. Ήταν το πρώτο αντικείμενο σε μια απόσταση που θα ήταν αδύνατο να το φθάσουμε χωρίς να κινήσουμε το φυσικό μας σώμα; Μήπως οι λεπτομέρειες του αντικειμένου, ιδιαίτερα οι μικρολεπτομέρειές του, συμπίπτουν με τις παρατηρήσεις που κάναμε; Κάνουμε τον ίδιο έλεγχο και με το δεύτερο αντικείμενο.
Αν οι απαντήσεις μας είναι βεβαιωτικές, τότε είχαμε την πρώτη μας επιτυχία. Αν δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα γεγονότα, θα προσπαθήσουμε ξανά μια άλλη φορά. Αν έχουμε προκαλέσει πάντως τη κατάσταση των κραδασμών, η άσκηση θα έχει σίγουρα αποτελέσματα.
Μπορούμε να κάνουμε ακόμα τη παρακάτω άσκηση. Αφού προκαλέσουμε τους κραδασμούς, και είμαστε ξαπλωμένοι στην πλάτη μας με τα χέρια στο πλάι μας ή πάνω στο στήθος μας, σηκώνουμε απαλά τα χέρια μας χωρίς να τα κοιτάμε και αγγίζουμε μαζί τα δάκτυλά μας. Το κάνουμε αυτό αρκετά τυχαία, αφηρημένα, και παρατηρούμε τι αισθανόμαστε. Μόλις έχουμε θηλυκώσει τα χέρια μας πάνω από το στήθος μας, τα κοιτάμε με κλειστά τα μάτια μας. Αν έχουμε προχωρήσει σωστά, θα δούμε τότε και τα φυσικά και τα αστρικά μας χέρια. Τα φυσικά χέρια μας θα αναπαύονται στο πλάι μας ή πάνω στο στήθος μας. Οι αισθητικές εντυπώσεις που θα έχουμε θα είναι με τα αστρικά μας χέρια πάνω από το φυσικό σώμα μας. Θα πρέπει να ελέγξουμε αυτό το φαινόμενο όσες φορές θέλουμε. Πρέπει να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι δεν κινούμε τα φυσικά μας χέρια, αλλά κάτι άλλο. Το κάνουμε αυτό με οποιοδήποτε τρόπο μπορεί να μας κάνει να βεβαιωθούμε πλήρως γι' αυτή την πραγματικότητα.
Είναι σημαντικό να επιστρέφουμε πάντα τα αστρικά χέρια μας στην αρχική τους θέση σε πλήρη ένωση με τα φυσικά μας χέρια, πριν "εξασθενίσουμε" τους κραδασμούς. Παρ' όλο που μπορεί να μη συμβεί τίποτα το σοβαρό αν δεν το κάνουμε, δεν είναι καλό να το ανακαλύψουμε σε αυτά τα πρώτα στάδια.
Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΟΥ ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΥ
Η απλούστερη μέθοδος για ν' αποχωριστούμε από το φυσικό σώμα μας είναι η διαδικασία της "ανύψωσης". Ο σκοπός μας εδώ δεν είναι να ταξιδεύσουμε σε μακρινά μέρη, αλλά να εξοικειωθούμε με την αίσθηση του αποχωρισμού μας μέσα στο γνώριμο περιβάλλον του δωματίου μας. Για να βοηθηθούμε στον προσανατολισμό μας, είναι καλύτερο αυτές οι πρώτες ασκήσεις του πλήρους αποχωρισμού μας να γίνουν στη διάρκεια της ημέρας. Ελέγχουμε την ποσότητα του φωτός στο δωμάτιό μας ανάλογα με τις ανάγκες μας. Αποφεύγουμε πάντως τη χρησιμοποίηση ενός ηλεκτρικού φωτός.
Ερχόμαστε τώρα στη κατάσταση των κραδασμών κι ελέγχουμε πλήρως τις σκέψεις μας. Πρόκειται να παραμείνουμε στα όρια του γνωστού δωματίου μας. Σκεπτόμαστε ότι γινόμαστε ελαφρύτεροι, ότι ανεβαίνουμε προς τα πάνω και το πόσο όμορφο είναι να αιωρηθούμε ψηλά από το σώμα μας. Πριν ακόμα ανυψωθούμε, ανταποκρινόμαστε θετικά σε αυτό. Αν συνεχίσουμε να έχουμε μόνο αυτές τις σκέψεις, θ' αποχωριστούμε ήρεμα από το φυσικό σώμα μας και θα ανυψωθούμε απαλά προς τα πάνω. Μπορεί πάντως να μην τα καταφέρουμε με τη πρώτη ή τη δεύτερη φορά. Αλλά εφόσον έχουμε κάνει τις προηγούμενες ασκήσεις, σίγουρα θα τα καταφέρουμε.
Μια δεύτερη μέθοδο είναι η τεχνική της περιστροφής, σα να γυρίζαμε μπρούμυτα απαλά στο κρεβάτι μας για να νιώσουμε πιο άνετα. Δεν πρέπει όμως να κάνουμε καμιά προσπάθεια με τα χέρια μας ή τα πόδια μας για να βοηθήσουμε τον εαυτό μας να περιστραφεί. Σκεπτόμαστε απλά την όλη διαδικασία. Αρχίζουμε να περιστρεφόμαστε στρέφοντας στην αρχή το πάνω μέρος του σώματός μας, το κεφάλι και τους ώμους μας. Κινούμαστε σιγά - σιγά, εξασκώντας μια απαλή αλλά σταθερή πίεση. Είναι σημαντικό να περιστραφούμε αργά, για να μη χάσουμε το προσανατολισμό μας.
Η ευκολία με την οποία περιστρεφόμαστε χωρίς τριβή ή αίσθηση βάρους, μας πληροφορεί ότι έχει αρχίσει ο αποχωρισμός μας. Στρεφόμαστε σιγά - σιγά μέχρι να νιώσουμε ότι έχουμε περιστραφεί κατά 180ο (ερχόμενοι δηλαδή πρόσωπο με πρόσωπο με το φυσικό μας σώμα).
Μόλις φθάσουμε στις 180ο, σταματάμε με τη σκέψη μας την περιστροφή. Σκεπτόμαστε τότε ότι ανυψωνόμαστε, απομακρυνόμενοι με τη πλάτη μας από το φυσικό μας σώμα. Αν έχουμε επιτύχει την κατάσταση των κραδασμών και αυτή η μέθοδος θα έχει σίγουρα αποτελέσματα.
Η πρώτη από τις δυο αυτές τεχνικές αποχωρισμού πρέπει να προσπαθηθεί πριν τη δεύτερη. Στη συνέχεια αφού εξετάσουμε και ελέγξουμε και τις δυο, μπορούμε να χρησιμοποιούμε όποια νομίζουμε ότι είναι η πιο εύκολη για μας.
ΕΠΙΤΟΠΙΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΞΟΙΚΕΙΩΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ
Μόλις έχουμε επιτύχει τον αποχωρισμό από το φυσικό μας σώμα, είναι πολύ σημαντικό να διατηρήσουμε τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης. Ο μόνος τρόπος για να το κάνουμε αυτό είναι να παραμείνουμε στα αρχικά στάδια κοντά στο φυσικό μας σώμα. Ό,τι και να αισθανόμαστε, μένουμε κοντά σε αυτό. Δεν το κάνουμε γιατί υπάρχει κάποιος γνωστός κίνδυνος, αλλά για να εξοικειωθούμε σιγά - σιγά και να καταλάβουμε έτσι τι ακριβώς συμβαίνει. Τα ανεξέλεγκτα ταξίδια σε αυτό το στάδιο μπορούν να μας δημιουργήσουν απρόβλεπτες καταστάσεις που θα μας αναγκάσουν να ξαναμάθουμε από την αρχή πολλά απ' όσα έχουμε ήδη μάθει.
Σε αυτό το σημείο η βασική μας άσκηση είναι να επιστρέψουμε στο φυσικό μας σώμα. Διατηρούμε μια απόσταση ενενήντα το πολύ εκατοστών πάνω απ' αυτό. Δεν κάνουμε καμιά προσπάθεια να κινηθούμε πλευρικά ή περισσότερο "προς τα πάνω". Πώς ξέρουμε πόσο μακριά είμαστε; Και αυτό είναι κάτι που το αισθανόμαστε. Η όρασή μας είναι τώρα μηδενική. Έχουμε υποχρεώσει τον εαυτό μας να μην ανοίξουμε τα μάτια μας και τα κρατάμε προς το παρόν κλειστά. Μένουμε κοντά στο φυσικό μας σώμα. Έχοντας αυτό στο νου μας θα κρατηθούμε στη κατάλληλη απόσταση.
Στις επόμενες τρεις ή τέσσερες ασκήσεις, δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να ασκούμαστε να βγαίνουμε "έξω" και να επιστρέφουμε πάλι στο φυσικό μας σώμα. Για να επιστρέψουμε, σκεπτόμαστε απλώς τον εαυτό μας πίσω στο φυσικό μας σώμα και θα επιστρέψουμε. Αν έχουμε χρησιμοποιήσει τη πρώτη μέθοδο αποχωρισμού, η επανολοκλήρωσή μας είναι σχετικά απλή. Όταν είμαστε σε πλήρη ευθυγράμμιση με το σώμα μας, μπορούμε να κινήσουμε οποιοδήποτε μέλος του και να επανεργοποιήσουμε τις αισθήσεις μας. Κάθε φορά που επιστρέφουμε, ανοίγουμε τα φυσικά μας μάτια και ανασηκωνόμαστε φυσικά, ώστε να ξέρουμε ότι είμαστε πάλι πλήρεις. Αυτό γίνεται για να εξασφαλίσουμε τον προσανατολισμό μας, ν' αποκτήσουμε εμπιστοσύνη ότι μπορούμε να επιστρέφουμε με τη θέλησή μας, και το πιο σπουδαίο, για να βεβαιώσουμε τον εαυτό μας για τη συνεχιζόμενη επαφή μας με τον υλικό κόσμο στον οποίο τώρα ανήκουμε. Ό,τι και να πιστεύουμε αυτή η καθησύχαση μας είναι πολύ απαραίτητη.
Αν έχουμε εφαρμόσει τη μέθοδο της περιστροφής, κινούμαστε αργά προς το φυσικό μας σώμα και όταν αισθανθούμε ότι έχουμε πλήρη επαφή με αυτό, αρχίζουμε την περιστροφή μας για να ενωθούμε ξανά μαζί του. Δεν έχει σημασία αν συμπληρώσουμε τον κύκλο της περιστροφής στις 360ο ή αν τον αντιστρέψουμε και επιστρέψουμε με μια αντίθετη περιστροφή από την προηγούμενη με την οποία αποχωριστήκαμε από το φυσικό μας σώμα.
Και στις δυο τεχνικές όταν είμαστε σε πλήρη σύνδεση με το φυσικό μας σώμα αισθανόμαστε ένα ελαφρύ τίναγμα σαν ένα "κλικ". Είναι δύσκολο να περιγραφεί αυτή η αίσθηση, αλλά θα την αναγνωρίσουμε. Μετά την επιστροφή μας περιμένουμε πάντα λίγα λεπτά πριν ανασηκωθούμε, κυρίως για να αποφύγουμε οποιαδήποτε ανησυχία μας. Δίνουμε στον εαυτό μας κάποιο χρόνο για να ξαναπροσαρμοσθούμε στο φυσικό περιβάλλον μας. Με το ανασηκωμά μας αποδεικνύουμε άμεσα τη συνέχειά μας.
Θα έχουμε τελειώσει αυτό τον κύκλο όταν θα μπορούμε να αποχωριζόμαστε, να επιστρέφουμε στο φυσικό μας σώμα, ν' ανασηκωνόμαστε και να σημειώνουμε το χρόνο που πέρασε, να ξαναποχωριζόμαστε και να επιστρέφουμε για δεύτερη φορά στο φυσικό μας σώμα, χωρίς καμιά απώλεια στη συνέχεια της συνείδησής μας. Θα μας βοηθήσει σε αυτό αν σημειώνουμε το χρόνο που πέρασε μετά από κάθε αποχωρισμό μας.
Το επόμενο βήμα στην εξοικείωσή μας είναι να αποχωριστούμε με τον ίδιο τρόπο από το φυσικό μας σώμα σε μια μεγαλύτερη τώρα απόσταση. Οποιαδήποτε απόσταση μέχρι τρία μέτρα θα είναι καλή. Έχουμε πάντα το νου μας εστιασμένο σε ένα και μόνο σκοπό, χωρίς περιπλανώμενες σκέψεις, ιδιαίτερα σε αυτές τις πιο εκτεταμένες τώρα ασκήσεις μας. Αφού έχουμε εξοικειωθεί με την αίσθηση του να έχουμε "αποχωριστεί" περισσότερο από το σώμα μας, λέμε νοητικά στον εαυτό μας ότι μπορούμε να δούμε. Δε σκεπτόμαστε τη πράξη του ν' ανοίξουμε τα μάτια μας, γιατί αυτό μπορεί να μας μεταφέρει πίσω στο φυσικό μας σώμα και να ελαττώσει τη συχνότητα των κραδασμών. Σκεπτόμαστε απλώς ότι βλέπουμε, ότι μπορούμε να δούμε, και θα δούμε. Δεν υπάρχει καμιά αίσθηση ανοίγματος των ματιών μας. Απλά η μαυρίλα μπροστά από τα μάτια μας ξαφνικά εξαφανίζεται. Στην αρχή η όρασή μας μπορεί να είναι αμυδρή και συγκεχυμένη όπως στο ημίφως ή μυωπική. Στη συνέχεια όμως θα γίνει πιο οξεία.
Αν έχουμε εφαρμόσει σωστά τις προηγούμενες ασκήσεις, δε θα ανησυχήσουμε από τη θέα του φυσικού μας σώματος που βρίσκεται ξαπλωμένο από κάτω μας. Αφού ικανοποιηθούμε ότι είμαστε "εμείς" εκεί κάτω ξαπλωμένοι, εξετάζουμε οπτικά το δωμάτιο από την προοπτική της θέσης μας. Μετά κινούμαστε νοητικά σιγά - σιγά προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Κινούμε τα χέρια και τα πόδια μας για να βεβαιωθούμε για τη κινητικότητά μας. Γυρίζουμε τριγύρω μένοντας όμως πάντα μέσα στη καθορισμένη απόσταση από το φυσικό μας σώμα.
Σε αυτό το στάδιο μπορεί να νιώσουμε διάφορες πολύ ισχυρές επιθυμίες, που αποτελούν και το μεγαλύτερο πρόβλημά μας τώρα. Αυτές εμφανίζονται απρόσμενα και απρόσκλητα και μπορούν να μας βγάλουν εύκολα από τη λογική μας θέση. Το σημαντικό είναι να μην τις θεωρήσουμε σαν κακές ή λαθεμένες, αλλά να μάθουμε πως να τις αντιμετωπίζουμε. Δεν πρέπει ν' αρνηθούμε την ύπαρξή τους, αλλά να τις αναγνωρίσουμε σαν ένα βαθύ και ακέραιο μέρος του εαυτού μας, που δεν μπορούμε να διώξουμε με τη σκέψη μας. Μέχρι να το κάνουμε αυτό, θα είμαστε ανίκανοι να τις ελέγξουμε. Οι επιθυμίες αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν την ανάγκη μας να ξεφαντώσουμε και να οργιάσουμε στο καινούργιο μας περιβάλλον, μια πολύ έντονη σεξουαλικότητα αισθησιακής φύσης, μια ανάγκη για θρησκευτική έκσταση κ.α. Παρ' όλο που δεν είναι τόσο εύκολο, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να κυριαρχήσουμε με τη λογική μας και να μην παρασυρθούμε απ' αυτές τις επιθυμίες μας. Δεν μπορούμε να τις εξαφανίσουμε, αλλά μπορούμε να τις βάλουμε προς στιγμή κατά μέρος. Τους υποσχόμαστε ότι θα τις ικανοποιήσουμε στο μέλλον κι έτσι δε θα μας προβάλλουν αντίσταση. Έτσι κι αλλιώς χρόνια τώρα έχουν συνηθίσει στην αναβολή της ικανοποίησής τους.
Όταν θα έχουμε ελέγξει λογικά αυτά τα άλλα μέρη του εαυτού μας, και θα το έχουμε αποδείξει αυτό πρακτικά πέντε μ' επτά φορές (ενώ είμαστε στο ίδιο δωμάτιο και κοντά στο σώμα μας), θα είμαστε έτοιμοι για πιο μακρινά και ειδικά ταξίδια. Υποτίθεται βέβαια ότι με όλα τα προηγούμενα που έχουμε κάνει μέχρι τώρα έχουμε ξεπεράσει τους περισσότερους φόβους μας. Αν δεν το έχουμε κάνει, τότε καλύτερα να επαναλάβουμε τις ασκήσεις που προκαλούν φόβο, μέχρι να τους ξεπεράσουμε.
ΜΙΑ ΣΙΓΟΥΡΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ
Όπως έχουμε ήδη πει ο φόβος μας ότι μπορεί να μη μπορέσουμε να επανέλθουμε στο φυσικό μας σώμα αποτελεί ένα σημαντικό εμπόδιο για τον αποχωρισμό μας απ' αυτό. Πρώτα απ' όλα δεν πρέπει να μας πιάσει πανικός. Πρέπει να κυριαρχήσει η λογική μας. Ο τρόμος μας δυσκολεύει απλώς τη κατάσταση. Όπου και να είμαστε μπορούμε να σκεφθούμε απλώς το φυσικό μας σώμα και ν' αρχίσουμε να κινούμε νοητικά κάποιο μέρος του, για παράδειγμα ένα δάκτυλο του χεριού ή του ποδιού μας. Μπορούμε να πάρουμε εσκεμμένα μια βαθιά αναπνοή, να επανεργοποιήσουμε μια ή όλες τις αισθήσεις μας, να κινήσουμε το σαγόνι μας, να καταπιούμε ή να κινήσουμε τη γλώσσα μας. Οποιαδήποτε κίνηση ή χρησιμοποίηση της ενέργειας του φυσικού μας σώματος μπορεί να μας κάνει να επιστρέψουμε γρήγορα σε αυτό. Αν αυτή δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα, δοκιμάζουμε μια άλλη. Το μόνο τελικά θέμα είναι ποια μέθοδος είναι η καλύτερη για μας.
Όταν εφαρμόζουμε αυτή τη τεχνική η επιστροφή μας είναι άμεση. Η επανολοκλήρωσή μας φαίνεται να είναι τότε στιγμιαία. Αυτή όμως η μέθοδος της άμεσης επιστροφής εξαφανίζει κάθε δυνατότητα επιλογής από μέρους μας. Μόλις τεθεί σε δράση, δεν μπορούμε να τη σταματήσουμε. Θα γυρίσουμε γρήγορα στο φυσικό μας σώμα, χωρίς να μπορούμε να γνωρίσουμε τι συμβαίνει και πως συμβαίνει. Καλύτερα λοιπόν να τη θεωρήσουμε σα μια μέθοδο επείγουσας περίπτωσης και όχι σαν ένα απαραίτητο βήμα στη μεθοδολογία μας.
Στις συνηθισμένες συνθήκες θα πρέπει να σκεπτόμαστε ή να αισθανόμαστε τη κατεύθυνση του φυσικού μας σώματος. Χωρίς λοιπόν μεγάλη βιασύνη και με ένα ήρεμο και εκούσιο τρόπο αρχίζουμε να επιστρέφουμε σε αυτό.
ΠΩΣ ΚΙΝΟΥΜΑΣΤΕ
Είμαστε τώρα έτοιμοι για το σπουδαιότερο απ' όλα τα βήματα, "να πάμε" δηλαδή σε ένα μακρινό σημείο και να επιστρέψουμε. Δεν είναι συνετό να προσπαθήσουμε να κάνουμε αυτή την άσκηση, προτού ολοκληρώσουμε με άνεση όλες τις προηγούμενες ασκήσεις. Είναι πολύ σημαντικό να ακολουθήσουμε μια πλήρη και ολοκληρωμένη διαδικασία.
Πρώτα απ' όλα σκεπτόμαστε το "σημείο που θέλουμε να πάμε". Ο κανόνας είναι να διαλέγουμε να "πάμε" σε ένα άτομο και όχι σε ένα μέρος. Μπορεί να καταφέρουμε και το τελευταίο, αν έχουμε μια βαθιά συναισθηματική προσκόλληση σε κάποιο μέρος, αλλά τα πειράματα που έκανε ο Μονρόε προς αυτή την κατεύθυνση είχαν ελάχιστη επιτυχία. Αυτό βέβαια μπορεί να οφειλόταν στη ιδιαίτερη δική του προσωπικότητα και μπορεί κάποιος άλλος να τα καταφέρει καλύτερα.
Διαλέγουμε από την αρχή ένα ζωντανό άτομο που θέλουμε να επισκεφθούμε. Διαλέγουμε κάποιον που να τον ξέρουμε καλά. Δε θα πρέπει να τον πληροφορήσουμε για την άσκησή μας γιατί μπορεί να τον προϊδεάσουμε. Μπαίνουμε στη κατάσταση χαλάρωσης και στη κατάσταση των κραδασμών και στη συνέχεια απομακρυνόμαστε σε μια κοντινή απόσταση, 1,5 με 2 μέτρα από το φυσικό μας σώμα. Με την όρασή μας ακόμα αδρανή σκεπτόμαστε προσεκτικά το άτομο που πρόκειται να επισκεφθούμε. Δε σκεπτόμαστε μόνο το όνομα, αλλά τη προσωπικότητα και το χαρακτήρα αυτού του ατόμου. Δεν προσπαθούμε να οραματισθούμε τη φυσική του μορφή, γιατί αυτό που θα μας ελκύσει είναι οι εσωτερικές του ιδιότητες και όχι τόσο τα φυσικά του χαρακτηριστικά.
Καθώς σκεπτόμαστε αυτό το άτομο, κάνουμε σιγά - σιγά μια στροφή 360ο. Ενώ στρεφόμαστε θα "νιώσουμε" κάπου τη σωστή κατεύθυνση. Είναι μια διαίσθηση, μια βεβαιότητα που μας προσελκύει σαν ένας απαλός μαγνήτης. Μπορούμε αν θέλουμε να βεβαιωθούμε γι' αυτή τη κατεύθυνση. Προσπερνάμε καθώς στρεφόμαστε αυτό το σημείο και ξαναεπιστρέφουμε. Θα το νιώσουμε και πάλι πολύ δυνατά. Σταματούμε τότε, αντικρίζοντας αυτή τη κατεύθυνση. Σκεπτόμαστε ότι βλέπουμε και αρχίζουμε αμέσως να βλέπουμε.
Για να κινηθούμε προς τον προορισμό μας, χρησιμοποιούμε τη μέθοδο του "τεντώματος" των χεριών που κάναμε στην πρώτη μας άσκηση. Η ευκολότερη μέθοδος είναι να βάλουμε τα αστρικά μας χέρια μας σαν ένα βουτηχτή πάνω από το κεφάλι μας σκεπτόμενοι το άτομο που θέλουμε να επισκεφθούμε και "τεντώνοντας" το σώμα μας προς αυτή τη κατεύθυνση. Μπορούμε να κινούμαστε γρήγορα ή αργά, ανάλογα με τη προσπάθεια που βάζουμε σε αυτό το "τέντωμά" μας. Όσο περισσότερο "τεντωνόμαστε" τόσο γρηγορότερα πηγαίνουμε. Όταν φθάσουμε στο προορισμό μας χωρίς να το αντιληφθούμε θα σταματήσουμε να "τεντωνόμαστε".
Για να επιστρέψουμε χρησιμοποιούμε μια ανάλογη μέθοδο. Σκεπτόμαστε το φυσικό μας σώμα, τεντωνόμαστε κι επιστρέφουμε γρήγορα. Συνήθως δε χρειάζεται τίποτα παραπάνω από αυτό.
Πηγή:
quantumnaut.blogspot.gr