Πριν
προχωρήσουμε στην ανάλυση της Πλατωνικής σκέψης, να αναφερθούμε
περιεκτικά στη συμβολή του Σωκράτη στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης. Ο
Σωκράτης διαδέχεται τους αρχαίους στοχαστές της Ιωνίας, αλλά σε
αντίθεση μ΄αυτούς, οι οποίοι μελετούν το Εν-Παν και τη Φύση, ο Σωκράτης
εστιάζει στην ανθρωπινότητα του ανθρώπου και συντάσσει μια «υπαρξιστική»
ανθρωπολογία με μεταφυσικές και ιδεαλιστικές αντηχήσεις. Η
ανθρωπολογική θεώρηση που εισάγει ο Σωκράτης, αποβλέπει στον άνθρωπο και
την ηθική του στάση στις δημόσιες υποθέσεις, αλλά δεν τον αποσυνδέει
από το φυσικό και οντολογικό του υπόβαθρο όπως διεξοδικά διερευνάται στο
έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Ο Σωκράτης παρεμβάλλεται εμβόλιμα
στην οντολογική, μεταφυσική και γνωσιοθεωρητική διένεξη του Παρμενίδη
που υποστηρίζει το Είναι και την παρουσία του όντος και των σοφιστών που
υποστηρίζουν το Μηδέν και τη σχετικότητα και ρευστότητα του όντος και
με αυτόν τον τρόπο, χαράζει την οδό των ιδεών και την έλλογη φύση του
Λόγου. Ο Σωκράτης δεν αρνείται τη θέση του Παρμενίδη ότι υπάρχει δεσμός
μεταξύ Όντος και Λόγου. Ωστόσο, το Ον μπορεί να προηγείται σε σχέση με
τον Λόγο (και αυτό πρέπει να το υποστηρίξουμε έναντι των ισχυρισμών του
Γοργία ή του Πρωταγόρα). Από την άλλη, οι σοφιστές δεν είχαν τελείως
άδικο για τον Σωκράτη, όταν υποστήριζαν σε αντίθεση με τον Παρμενίδη,
ότι υπάρχει μία μορφή όντος συνδεδεμένη στενά με τον Λόγο, η οποία
επιμένει να υφίσταται δίπλα στο μοναδικό, ακίνητο και αιώνιο Ον του
Παρμενίδη.
Ο Σωκράτης
θεωρεί ότι η αλήθεια προέρχεται από την ψυχή, αλλά είναι αναγκαία η
συνάντηση με τον άλλον για να αναδειχθεί και να συνειδητοποιηθεί (αυτή
είναι η αρχή της σωκρατικής «μαιευτικής», η οποία αποβλέπει στη γέννηση
και τη διαύγαση των πνευμάτων). Αυτό που ανακαλύπτει ο άνθρωπος στην
ψυχή «του» είναι μια ά-χρονη καθολική αλήθεια, οντολογική και
γνωσιοθεωρητική (η αλήθεια που δε θα ήταν de jure αληθινή για όλους, δεν
μπορεί να είναι de facto αληθινή για κανέναν) ακόμα και σε θέματα
δεοντολογικής ηθικής. Για τον Σωκράτη, η γνώση είναι ανάμνηση και η
αλήθεια καθολικό αγαθό που δομεί την ψυχή. Η a priori γνώση, η οποία
αποκαλύπτεται με τον Λόγο και τη διαλεκτική, όπως επίσης και η
υπερβατικότητα του Αγαθού της Αλήθειας που φωλιάζει στην Αιώνια
Συμπαντική ψυχή, συνιστούν τις μείζονες προκείμενες της μεταφυσικής
συλλογιστικής του Σωκράτη. Άγνοια είναι η απόσυρση της αλήθειας από τον
ψυχικό χώρο του ενσυνείδητου Λόγου, η εγκατάλειψη της ψυχής στον ποταμό
της λησμονιάς, σύμβολο της εισόδου της στο φθαρτό, θνητό και
πεπερασμένων δυνατοτήτων σώμα.
Το γεγονός
ότι ο Σωκράτης αρνήθηκε πως είχε οποιαδήποτε γνώση «εν οίδα ότι ουδέν
οίδα», λειτούργησε αποφθεγματικά κατά την αρχαιότητα. Αυτή η παράδοση, η
οποία επιβιώνει μέχρι την εποχή μας, οφείλεται σε μια ερμηνεία του
Πλάτωνα. Ο Σωκράτης δεν αρνείται ότι δε γνωρίζει τίποτα, στην «απολογία
του, ισχυρίζεται ότι το να εγκαταλείψει τη θεϊκή αποστολή της γνώσης θα
ήταν επονείδιστο (29b, 37b). Αυτό που αρνείται είναι ότι έχει
οποιαδήποτε σοφία και κατά συνέπεια αρνείται ότι διαπαιδαγωγεί τους
ανθρώπους με την έννοια της μετάδοσης γνώσεων ή πληροφοριών. Στην
‘’Απολογία’’ του υποστηρίζει, ότι ο Θεός είναι ο αληθινός σοφός και ότι η
ανθρώπινη σοφία δεν είναι τίποτε σε σχέση με τη Θεϊκή σοφία (23a-b). Με
την πεποίθηση αυτή, ο Σωκράτης αναγνωρίζει και αποδέχεται τα ανθρώπινα
όρια όσον αφορά τη δυνατότητα ολοκληρωμένης και διαυγούς κατανόησης των
πάντων. Αντιτίθεται στην ανθρώπινη αλαζονεία και βλασφημία που προσδοκά
ότι ο άνθρωπος μπορεί να εξισωθεί με τον Θεό. Με το «εν οίδα ότι ουδέν
οίδα», ο Σωκράτης γίνεται μάρτυρας του Λόγου, πιστός στην πεποίθησή του
για τη διαρκή αναζήτηση της Αλήθειας και της μη βίας.
Ο
μεταφυσικός ιδεαλισμός του Σωκράτη αντιτίθεται στον εμπειρισμό, τον
φαινομεναλισμό και τον θετικισμό που διέπει τη σκέψη των σοφιστών. Στον
σχετικισμό και τον ατομικισμό, ο Σωκράτης απαντά με την υπερβατικότητα
της Αλήθειας και τη συμπαντικότητα της ψυχής, στον σκεπτικισμό και τον
μηδενισμό, αντιπαραθέτει το Δόγμα της βέβαιης γνώσης, του αιώνιου και
Απόλυτου Αγαθού. Στην τεχνολογία της επιχειρηματολογίας των Σοφιστών,
τη ρητορική, η οποία αποβλέπει περισσότερο προς τον «ισχυρό λόγο» όπως
υποστήριζε ο Πρωταγόρας και λιγότερο προς τον Αληθή Λόγο, εκθέτει
ανταγωνιστικά τη «σωκρατική ειρωνεία», τον Λόγο και την Αλήθεια. Εν
τέλει, απέναντι στη λογική της Δημοκρατίας (πλειοψηφία), η οποία τον
καταδικάζει σε θάνατο, παρατάσσει την «Απόλυτη Δημοκρατία» του
συμπαντικού Λόγου που διαμένει στην Ψυχή. Κατά αναλογία, το Πλατωνικό
μαθηματικό παράδειγμα (μια αναγκαία Αλήθεια) υπερισχύει του δημοκρατικού
παραδείγματος (συμπτωματικές αποφάσεις που δεν έχουν σχέση με την
Αλήθεια). Η Γνώση του Απόλυτου είναι αναγκαία αληθής, διακρίνεται από τη
δόξα και τη γνώμη που είναι συμπτωματικές και αυθαίρετες
διυποκειμενικές συμφωνίες και αποφάνσεις τόσο για τα ορατά όσο και για
τα αόρατα.
Αν η
προθετικότητα της -ατομοκεντρικής- σοφιστικής στάσης, είναι η
χρησιμοποίηση του Λόγου για πραγματιστικούς, χρησιμοθηρικούς και
ωφελιμιστικούς σκοπούς, η -κοινωνικοκεντρική- ηθικότητα της σκέψης του
Σωκράτη αποβλέπει στην κατανόηση και τη διαύγαση των ανθρώπινων
υποθέσεων. Η Σωκρατική διαλεκτική δε διδάσκει το πώς θα υπερισχύσουμε
στις διαλογικές αντιπαραθέσεις, πώς θα ισχυροποιήσουμε την πολιτική μας
θέση, πώς θα καθοδηγήσουμε τα ακροατήρια των δικαστηρίων όπως έκαναν οι
Σοφιστές, αλλά πώς θα μεθοδεύσουμε ορθολογικά την επικοινωνιακή
διαδικασία, η οποία θα πρέπει να συνίσταται στη συν-αναζήτηση του Αγαθού
της Αλήθειας και του Καλού. Στον ‘’Γοργία’’ του Πλάτωνα η κριτική που
διατυπώνεται εναντίον της ρητορικής τεχνικής των σοφιστών, συνδέεται με
τις πρακτικές της συνέπειες και αυτό γιατί ο Πλάτωνας δε διακρίνει τις
ανθρώπινες δραστηριότητες από τις υπερβατικές αξίες του Καλού και της
Αλήθειας που θα πρέπει να καθοδηγούν τις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Η
διαδικασία της ανύψωσης προς την ιδέα του Αγαθού της Αλήθειας είναι η
διαλεκτική, η «τέχνη του να ζητάς και να δίνεις λόγο» (Πολιτεία 533γ). Η
διαλεκτική μέθοδος συμβάλλει στην ανακάλυψη του μέτρου, στον εντοπισμό
της Ανυποθετικής αρχής κάθε υπόθεσης. Με τη διαλεκτική, το πνεύμα
μεταβαίνει από ιδέα σε ιδέα και αναπτύσσει με ορθολογικό τρόπο τις
απαραίτητες σχέσεις και συνάγει αυστηρά ελεγχόμενα συμπεράσματα. Πέραν
από αυτή τη σημασία, η διαλεκτική του Σωκράτη έχει και μια άλλη σημασία,
εκείνη της ρηματικής διαδικασίας στον διάλογο. Ο ομιλητής, σ΄έναν
διάλογο, ερωτάται με τρόπο που θα αναδείξει τις αντιφάσεις του λόγου
του. Η διαδικασία αποβλέπει στο να φέρει τον ομιλητή σε κατάσταση
σύγχυσης ή ανημποριάς. Η στρατηγική αυτή εμφανίζει δομικές αναλογίες με
την ψυχαναλυτική πρακτική, όπου ο αναλυτής αναδεικνύει τις αντιφάσεις,
τα χάσματα και τις παλινωδίες στην αφήγηση του αναλυόμενου. Εντούτοις,
όπως ο Σωκράτης διερευνά και αναδεικνύει την αλήθεια από τις συγχυσμένες
προτάσεις του συνομιλητή του, έτσι και ο αναλυτής πασχίζει να
απομακρύνει τις αυταπάτες και τα στερεότυπα που βασανίζουν τον
αναλυόμενο, δίχως να τα συνειδητοποιεί.
Όπως ο
Σωκράτης πιστεύει ότι ο άνθρωπος ξέρει χωρίς να το γνωρίζει, έτσι και ο
αναλυτής πιστεύει ότι ο αναλυόμενος ξέρει και καταλαβαίνει περισσότερο
από ότι γνωρίζει και αποδέχεται συνειδητά. Η εμπειρία της διαλεκτικής
διαδικασίας, τόσο στην παιδαγωγική όσο και στην ψυχαναλυτική πρακτική,
συγκλίνει στην πεποίθηση ότι ο άνθρωπος διαθέτει μια «άγνωστη γνώση»,
μια γνώση που δε γνωρίζει ότι τη γνωρίζει. Ακριβώς γι΄αυτό το λόγο, η
φιλοσοφία και ο στοχασμός των επιστημών της αγωγής απαιτείται να
αποβλέπουν σε μια σταδιακή ανάδυση και αποκάλυψη αυτής της γνώσης.
Βέβαια, οι μέθοδοι, οι τεχνικές όπως και οι στόχοι, μπορεί να αποκλίνουν
στις δύο θεματικές της αγωγής. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του
Σωκράτη και αργότερα στον Hegel, ο άνθρωπος μπορεί να αναχθεί στη γνώση
του απόλυτου ή στην «απόλυτη γνώση» με την αφαιρετική σκέψη και τη
σύλληψη των καθολικών εννοιών. Στην ψυχανάλυση, όμως, ο στόχος της
απόλυτης γνώσης δεν μπορεί να επιτευχθεί και αυτό γιατί το ασυνείδητο
είναι μη αναγώγιμο: ανάμεσα στο υποκείμενο και τη γνώση υπάρχει ένας
αναπόδραστος διχασμός. Η γνώση είναι γνώση της αλήθειας γύρω από την
ασυνείδητη επιθυμία του καθενός μας. Η γνώση δεν ενυπάρχει σε κάποιο
συγκεκριμένο υποκείμενο, αλλά είναι διυποκειμενική και βιώνεται με
μοναδικό τρόπο από τον καθένα.
Έτσι, η
φιλοσοφική μέθοδος του Σωκράτη είναι αδιαχώριστη από το περιεχόμενό της,
τη θεωρία της αιώνιας ύπαρξης της αλήθειας στην ψυχή. Η Σωκρατική μεθ’
οδός δεν είναι μια επιστήμη της παιδαγωγικής, δε συγκροτεί ένα διδακτικό
σύστημα θεωρητικών αρχών, τεχνικών κανόνων και πρακτικών. Αντίθετα,
είναι μια παιδαγωγική της επιστήμης, μια γλώσσα της παιδείας που
εδράζεται στην καλλιέργεια, στην ευαισθησία, τη σοφία, στον διάλογο της
ψυχής με τον εαυτό της, μ΄αυτό που ονομάζεται σκέψη όπως διατείνεται ο
Πλάτωνας (Θεαίτητος 189,ε). Για να επιτευχθεί ο διάλογος της ψυχής με
τον εαυτό της, προϋπόθεση είναι η μύηση από τον φιλόσοφο που μεσολαβεί
και διευκολύνει την αναζήτηση της Γνώσης του Αγαθού της Αλήθειας, που
είναι η ενότητα όλων των αληθειών. Η Αλήθεια έχει απωθηθεί και μ΄αυτή
την έννοια, έχει λησμονηθεί από την επικράτηση της πολλαπλότητας των
φαινομενικών εντυπώσεων και των συμπτωματικών αντιλήψεων. Η μύηση
συνιστά μια δημιουργική και ποιητική Πράξη που χαρακτηρίζεται από έρωτα,
ευαισθησία και συμπάθεια για τον μυούμενο, αποδοχή και κατανόηση των
αντιστάσεων που εγείρονται κατά τη διάρκεια της διαλεκτικής τέχνης,
υπομονή και σεβασμό στον χρόνο που απαιτείται για τη σταδιακή αναγνώριση
της διαφοράς μεταξύ της επίπλαστης φαινομενικότητας και της αληθινής
πραγματικότητας. Για να απαλλαχθεί ο άνθρωπος από τις προκαταλήψεις και
τα στερεότυπα που τον κάνουν ένα ον υπόδουλο, χρειάζεται η ψυχή να
ξαναθυμηθεί την αλήθεια, γιατί η αλήθεια δεν υπόκειται στις χωροχρονικές
μεταβολές, είναι αιώνια παρούσα και δεν έχει αρχή (η α-χωροχρονικότητα
της Ιδέας και της Αξίας). Για τον Σωκράτη, η γνώση είναι ανάμνηση και
αναγνώριση (γνωρίζω ξανά) που προαπαιτεί τη μεσολάβηση και τη μύηση του
φιλόσοφου. Αυτή η Σωκρατική θέση ομοιάζει με τη θέση του Αριστοτέλη που
υποστηρίζει ότι αν γνωρίζαμε τι θέλουμε δε θα αναζητούσαμε, αν δε
γνωρίζαμε τι θέλουμε δε θα ξέραμε που να στραφούμε και να αναζητήσουμε,
οπότε συμπεραίνει ότι μπορεί να μη γνωρίζουμε τι θέλουμε, αλλά αν το
συναντήσουμε θα το αναγνωρίσουμε.
Η άρση της
υποκειμενικής αλήθειας αναδεικνύει την πραγματική Αλήθεια και τη σκέψη
του συμπαντικού Καλού, πάνω στην οποία θα πρέπει να θεμελιώνεται η
Δίκαιη Πολιτεία. Ακριβώς αυτή η πίστη στην αιωνιότητα και όχι στη
χρονικότητα της Αιώνιας Αλήθειας του Αγαθού και της Ψυχής είναι που
οδήγησε την ορθολογιστική σκέψη του Σωκράτη, να κάνει το «άλμα» στο κενό
με την απόφασή του να αποδεχτεί τη θανατική καταδίκη που του επέβαλε το
Αθηναϊκό Δικαστήριο για ασέβεια και διαφθορά των νέων. Ο Ορθολογιστής
Σωκράτης διακινδύνευσε και θυσίασε τη ζωή του για μια μεταφυσική
υπόθεση, η οποία ούτε λογικά συναγόταν ούτε στατιστικά πιθανολογούνταν
βάσιμα, αλλά ούτε εμπειρικά μπορούσε να αποδειχθεί ή να διαψευσθεί.
Ρίσκαρε τη ζωή του με μια υπαρξιακή κίνηση πέραν του οντολογικού χώρου
της λογικής, μια κίνηση που αποφασίσθηκε με αποκλειστικό γνώμονα την
προσωπική βεβαιότητα της υποκειμενικής αλήθειας (συγκεκριμένο Δέον),
αλλά και την ευλαβική προσήλωση στον Νόμο της Πολιτείας (αφηρημένο Δέον)
μιας που αποδέχτηκε την ετυμηγορία των αντιδίκων του. Στην ‘’απολογία’’
του, απευθυνόμενος στους κατήγορούς του, οι οποίοι τον προειδοποιούν
για το ενδεχόμενο της θανατικής καταδίκης του, υποστηρίζει ότι δεν
μπορούν να τον βλάψουν. Ως βλάβη, εννοούσε τη δυνατότητα αλλοίωσης της
συνείδησης και μεταβολής των αποφάσεων που έχει λάβει στην περίπτωση του
Σωκράτη, η συνείδηση προσλαμβάνει τη μορφή του θεϊκού δαιμονίου. Για
τον Σωκράτη, η αταλάντευτη και επίμονη προσήλωση στην παραδειγματική
αρχή της συνέπειας των αρχών και ιδανικών «του», καθιστούσε τους διώκτες
του ανίσχυρους και την επιδίωξή τους ατελέσφορη. Θα λέγαμε ότι θυσίασε
την αυτοσυντήρησή του στο βωμό υπέρτατων ιδανικών και μ΄ αυτή την πράξη
καταξίωσε τον άνθρωπο και το πνεύμα, αλλά ταυτοχρόνως, αποδεχόμενος την
ετυμηγορία της πολιτείας αναγνωρίζει την αναγκαιότητα σεβασμού και
τήρησης του θεσμισμένου νόμου.
Ο Σωκράτης
υπέβαλε τις ιερότερες ιδέες της κοινωνίας και την παράδοση του αθηναϊκού
τρόπου ζωής στην κριτική του δαιμονίου και της διαλεκτικής σκέψης, όπως
την ονόμασε ο Πλάτωνας και έτσι προλείανε το ψυχοπνευματικό έδαφος για
ριζικά διαφορετικές μορφές ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς.
Μολονότι η διδασκαλία του μπορεί να θεωρηθεί η φιλοσοφική αφετηρία της
κατηγορίας του υποκειμένου, ως του τελικού κριτή του καλού και του
κακού, εντούτοις η απόφανσή του ότι ο Λόγος δεν είναι υποκειμενική και
συμβατική αρχή, όπως υποστήριζαν οι σοφιστές, τον κατατάσσει στο
πάνθεον των υποστηρικτών της αντικειμενικής δομής του Λόγου. Για τον
Σωκράτη ο Λόγος αντανακλά την πραγματική φύση των πραγμάτων και γι αυτό
έπρεπε να καθορίζει τις πεποιθήσεις και να ρυθμίζει τη σχέση των
ανθρώπων και τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Τα διδάγματα της στάσης
του υπονοούν την ιδέα μιας απόλυτης αλήθειας, η οποία παρουσιάζεται ως
αντικειμενική διόραση και ως αποκάλυψη. Το «δαιμόνιον» ήταν ένας
πνευματικός θεός, μια ζώσα δύναμη που νοηματοδοτούσε την ανθρώπινη ψυχή.
Το «θεϊκό δαιμόνιο» που καταλαμβάνει τον Σωκράτη, μας υποψιάζει από
την μια για την εγγενή αντιφατικότητα και το διφορούμενο της ανθρώπινης
ψυχής και του Κόσμου και απ΄την άλλη αναδεικνύει την ηθική ευθύνη του
ατόμου να αποφασίζει σύμφωνα με μια υψηλότερη και ευγενέστερη σφαίρα απ΄
αυτήν των συμβατικών ανθρώπινων προτύπων. Το δαιμόνιον εδρεύει στην
ψυχή και η ψυχή είναι το μάτι που μπορεί να προσλαμβάνει τις ιδέες.
Αυτοαποκαλύπτεται ως το όραμα της αλήθειας ή ως η ικανότητα του
μεμονωμένου ατόμου να αντιλαμβάνεται την αιώνια τάξη των πραγμάτων και
κατά συνέπεια υπαγορεύει την στρατηγική δράσης που πρέπει να ακολουθηθεί
στην εγκόσμια τάξη.