Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Η αιματηρή εισβολή των Γαλατών στην Ελλάδα το 279 π.Χ. Ηθελαν να λεηλατήσουν το μνημείο των Δελφών, αλλά κατατροπώθηκαν από Αιτωλούς και Ευρυτάνες

Την εκστρατεία των Γαλατών στην Ελλάδα μας την διέσωσε με πολύ σαφήνεια μέσα σε λίγες σελίδες ο Παυσανίας (110 μ.Χ – 180 μ.Χ), ο οποίος συγκέντρωσε όλα εκείνα τα στοιχεία για την πορεία τους και έγραψε το μοναδικό και αθάνατο βιβλίο “Ελλάδος Περιήγησις” (ΦΩΚΙΚΑ). Από το βιβλίο αυτό, που δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση και τις σελίδες εκείνες που αναφέρονται στην εισβολή των Γαλατών στην Ελλάδα.


«Γαλάτες», ονομάζονταν στην αρχαιότητα οι κάτοικοι της περιοχής μεταξύ των Πυρηναίων και του Ρήνου. Η χώρα αυτή ήταν διηρημένη, πριν την Ρωμαϊκή εποχή, σε τρία (3) μέρη, ανάλογα με τους κατοίκους της: Στο Νοτιοδυτικό μέρος κατοικούσαν οι «Ακουιτανοί», στο Βόρειο οι «Βέλγες» και στο Ανατολικό οι «Κέλτες ή Κελτοί».


(Χ. 19 – 23), επέλεξα τα σημεία εκείνα που θα μας καταδείξουν τον δρόμο που ακολούθησαν οι Γαλάτες. (Η μετάφραση είναι του Α. Παπαθεοδώρου).
α / Κεφ. 19 «…Δια την εκστρατείαν των Γαλατών κατά της Ελλάδος αναφέρω μερικά είς τα Αττικά μου γράφων περί του Βουλευτηρίου, ηθέλησα όμως να γράψω λεπτομερέστατα τα σχετικά με αυτούς ομιλών περί των Δελφών, διότι το μεγαλύτερον κατόρθωμα των Ελλήνων κατά των Βαρβάρων συνετελέσθη εδώ. […] Τότε λοιπόν ο Βρέννος μετά φορτικότητος προσεπάθει και εις τας κοινάς συνεδριάσεις και είς τας ιδιαιτέρας συζητήσεις μετά των επισήμων Γαλατών, να τους πείσει να εκστρατεύσουν κατά της Ελλάδος, τονίζων την αδυναμίαν των Ελλήνων κατά την στιγμήν εκείνην και ότι υπήρχον πολλά χρήματα εις τα δημόσια ταμεία, περισσότερα όμως υπήρχαν είς τα ιερά, δηλαδή άργυρος και χρυσός είς νομίσματα, έπεισε λοιπόν τους Γαλάτες να επέλθουν κατά της Ελλάδος…».
  
β/ Κεφ. 20 «…Εναντίον όμως των βαρβάρων που ήλθον από τον Ωκεανόν συνεκεντρώθησαν εις τας Θερμοπύλας οι εξής Έλληνες: 10.000 οπλίτες και 500 ιππείς Βοιωτοί, 3000 πεζοί και 500 ιππείς Φωκείς, 700 πεζοί Λοκροί, 400 οπλίτες Μεγαρείς, 7.000 οπλίτες και 790 ψιλοί Αιτωλοί, 1000 πεζοί και 500 ιππείς Αθηναίοι και όλα τα κατάλληλα προς πλούν πλοία, 500 Μακεδόνες και 500 από την Αντιόχεια της Μ. Ασίας». 

Το μνημείο της μάχης στα Κοκκάλια όπου οι Γαλάτες κατατροπώθηκαν. O Σύλλογος των εν Αθήναις και απανταχού Κρικελλιωτών Ευρυτάνων «ο Άγιος Νικόλαος» προς ανάμνηση της σπουδαίας μάχης, ανέγειρε το μνημείο της φωτογραφίας σας το 1995. Το πεδίο της μάχης βρίσκεται στα όρια των Νομών Φθιώτιδος και Ευρυτανίας, πάνω από τους σημερινούς οικισμούς Πουγκάκια και Παλαιοχώρι Τυμφρηστού (Ομιλαίων) Φθιώτιδος


γ / Κεφ. 21 «…Αφού λοιπόν επροχώρησαν είς την Ηράκλειαν – εν τω μεταξύ είχαν μάθει από αυτομόλους πόσοι από κάθε πόλιν είχον συγκεντρωθεί είς τας Θερμοπύλας – επεριφρόνησαν τους Έλληνας και την επομένην ήρχισεν η μάχη. […] Επειδή λοιπόν οι Κέλται υπέφερον περισσότερον από όσον είναι δυνατόν να περιγραφή και επειδή εις το στενόν εκείνο μέρος δεν κατόρθωσαν μεγάλα πράγματα, έπασχαν όμως διπλάσια και τετραπλάσια κακά, οι αρχηγοί τους έδωσαν σύνθημα υποχωρήσεως είς το στρατόπεδον. Εκείνοι οπισθοχωρούντες εν μέσω συγχύσεως και χωρίς καμμίαν τάξιν, πολλοί κατεπατήθησαν μεταξύ τους και πολλοί έπεσαν μέσα εις το τέλμα και εξηφανίσθησαν κάτω από την λάσπην…». 

δ / Κεφ. 22 «…Επτά ημέρας μετά την μάχην ένας λόχος των Γαλατών επεχείρησε να αναβή είς την Οίτην προς το μέρος της Ηράκλειας και είς το μέρος αυτό επίσης μία στενή ατραπός μετά τα ερείπια της Τραχίνος ανέρχεται προς το όρος- υπεράνω της πόλεως υπήρχε τότε το ιερόν της Τραχινίδος Αθηνάς και εντός αυτού αφιερώματα. Ήλπιζον λοιπόν ότι δια της ατραπού θα ανέβαινον εις την Οίτην και ταυτοχρόνως, ως δευτερεύουσαν επιχείρησιν, θα ήρπαζον τους θησαυρούς του ιερού. Την ατραπόν εφύλαττον οι Φωκείς με τον Τελέσαρχον. Κατά την μάχην ενίκησαν μέν οι Έλληνες, εφονεύθη όμως ο Τελέσαρχος, ο προθυμότερος από κάθε άλλον δια τας Ελληνικάς υποθέσεις. Οι άλλοι αρχηγοί λοιπόν των βαρβάρων είχον κατατρομάξει από τους Έλληνας και ευρίσκοντο εις αμηχανίαν δια τα μέλοντα, διότι έβλεπαν ότι αι τωριναί επιχειρήσεις των δεν επήγαιναν καθόλου καλά, ο Βρέννος όμως εσκέφθη ότι, αν εξηνάγκαζε τους Αιτωλούς να επιστρέψουν είς την πατρίδα τους Αιτωλίαν, τότε θα του ήτο ευκολώτερος ο πόλεμος κατά των Ελλήνων. 
Απέσπασε λοιπόν από τον στρατόν του τεσσαράκοντα χιλιάδας πεζών και οκτακοσίους περίπου ιππείς και ώρισεν ως αρχηγούς αυτών τον Ορεστόριον και τον Κόμβουτιν, οι οποίοι διήλθον πάλι τας γεφύρας του Σπερχειού πρός τα οπίσω, εβάδισαν δια μέσου της Θεσσαλίας και εισέβαλαν είς την Αιτωλίαν. Ο Ορεστόριος και ο Κόμβουτις ήσαν εκείνοι οι οποίοι διέπραξαν τα μεγαλύτερα ανοσιουργήματα απ’ όσα εξ ακοής γνωρίζομεν και δεν ομοιάζουν καθόλου με άλλα τολμηρά κακουργήματα των ανθρώπων. Έσφαξαν κάθε αρσενικόν άνθρωπον, χωρίς διάκρισιν γερόντων ή νηπίων επί των μαστών των μητέρων τους, όσα έκ των νηπίων είχον γίνει παχύτερα με το γάλα, τα εφόνευον, έπιναν το αίμα τους και έτρωγαν το κρέας τους. 
Αι γυναίκες και όσαι από τάς παρθένους ήσαν είς ώραν γάμου, αι έχουσαι φιλότιμον, έσπευσαν να αυτοκτονήσουν καθ’ όν χρόνον εκυριεύετο η περιοχή. Οσας εύρον έν τη ζωή οι Γαλάται τας μεταχειρίσθησαν με παντός είδους εξευτελισμούς χρησιμοποιούντες μεγάλην βίαν, εφόσον δεν ησθάνοντο καμμίαν συμπόνιαν ή έρωτα. Όσαι γυναίκες εύρισκον τα μαχαίρια των Γαλατών, αυτοκτονούσαν με αυτά, δια δε τας άλλας δεν εβράδυνεν το μοιραίον λόγω της ασιτίας και τις αϋπνίας, διότι οι αγροίκοι βάρβαροι ασχημονούσαν επ’ αυτών συνεχώς ο ένας κατόπιν του άλλου, συνευρίσκοντο μάλιστα και με ψυχορραγούσας γυναίκας αλλά και με νεκράς ακόμη.
Οι Αιτωλοί επληροφορήθηκαν από αγγελιοφόρους διά τάς συμφοράς που τους είχαν εύρει και αμέσως εσήκωσαν τον στρατόν τους, όσον γρηγορώτερα ημπορούσαν, από τας Θερμοπύλας και έσπευσαν εις την Αιτωλίαν αποφασισμένοι να σώσουν τας μη καταληφθείσας εισέτι πόλεις. Και εις τας πατρίδας των κατετάσσοντο είς τον στρατόν οι ευρισκόμενοι εις στρατεύσιμον ηλικίαν, από όλας τας πόλεις και μαζί με αυτούς οι γέροντες, των οποίων την πολεμικήν διάθεσιν είχεν διεγείρει η κρίσιμος περίστασις. Είς την εκστρατείαν μετείχον και αι γυναίκες εθελοντικά, διότι έπνεον μένεα κατά των Γαλατών, περισσότερον και από τους άνδρας.
Οι βάρβαροι λεηλατήσαντες τας οικίας και τα ιερά, έκαψαν το Κάλλιον και ήρχισαν να επιστρέφουν από τον ίδιο δρόμον. 

[…] Οι Αιτωλοί και αι Αιτωλαί γυναίκες παρατεταγμένοι κατά μήκος όλου του δρόμου έρριχναν ακόντια κατά των βαρβάρων και επειδή οι Γαλάται δεν είχον παρά τας ασπίδας του τόπου των, ολίγα ακόντια απετύγχανον. Όταν τους κατεδίωκον, οι Αιτωλοί ευκόλως εξέφευγον και αμέσως τους εκτυπούσαν εκ νέου, μόλις εκείνοι επέστρεφον από την καταδίωξιν. Μολονότι αι συμφοραί των Καλλιέων είναι τόσο μεγάλαι, ώστε να κάμνουν και τα αναγραφόμενα εις τα Ομηρικά έπη περί Λαιστριγόνων και Κύκλωπος να μη φαίνωνται ως εκτός αληθείας, όμως η επελθούσα εκδίκησις ήτο ανταξία. Διότι από τους 40.000 βαρβάρους οι δυνηθέντες να σωθούν και να φθάσουν εις το στρατόπεδον των Θερμοπυλών ήσαν ολιγώτεροι από τους μισούς. 
Εις τους Έλληνας που ευρίσκοντο εις τας Θερμοπύλας συνέβησαν κατά την ίδιαν εποχή τα εξής: Εις το όρος Οίτη υπάρχει υπεράνω της Τραχίνος μία ατραπός, κατά το μεγαλύτερον μέρος της είς απόκρημνον τόπον και φοβερά ανηφορική. Από τον δρόμον αυτόν υπέσχοντο οι Ηρακλεώται και οι Αινιάνες να οδηγήσουν τον Βρέννον, όχι από κακόβουλον διάθεσιν κατά των Ελλήνων, αλλά επειδή ενδιαφέροντο να φύγουν οι Κελτοί εκ της χώρας των και να μην μένουν περισσότερον εκεί και καταστρέφοντες αυτήν. Τότε λοιπόν η υπόσχεσις των Αινιάνων και Ηρακλεωτών εξεσήκωσε τον Βρέννον, ο οποίος άφησεν εις τον στρατόν τον Ακιχώριον, με διαταγήν να επιτεθούν και αυτοί μόλις ο Βρέννος κυκλώση τους Έλληνας. Εξέλεξε λοιπόν τεσσαράκοντα χιλιάδας στρατού και εβάδισε δια της ατραπού. Την ημέραν εκείνην συνέβη να πέση πυκνή ομίχλη εις το όρος και εξ αιτίας τούτου ο ήλιος ήτο σκοτεινός τόσον, ώστε οι Φωκείς οι οποίοι εφρούρουν την ατραπόν δεν αντελήφθησαν τους βαρβάρους επερχομένους παρά μόνον όταν επλησίασαν. Τότε οι Γαλάται ήρχισαν την μάχην, οι Φωκείς ανθίσταντο γενναίως…». 


ε / Κεφ. 23. Κατά του Βρέννου και στρατού του αντεστάθησαν και οι Έλληνες που συγκεντώθησαν εις τους Δελφούς, αλλά και ο Θεός έδειξε κατά των βαρβάρων πολύ γρήγορα τα σημεία του που ήσαν και τα πλέον φανερώτερα από όσα γνωρίζω. Διότι ολόκληρος η έκτασις της γής που κατελάμβανεν ο στρατός των Γαλατών, ετραντάζετο από ισχυρούς σεισμούς τας περισσοτέρας ώρας της ημέρας, έπιπτον δε συνεχώς κεραυνοί και εγίνοντο βρονταί. Αυτά κατεφόβισαν τους Κελτούς και τους ημπόδιζαν να ακούουν καλώς τας διδομένας διαταγάς …» 
[…] Κατά την μάχην εφονεύθησαν πολλοί από τους Φωκείς, μεταξύ αυτών και ο Αλεξίμαχος ο οποίος κατά την μάχην αυτήν με την ακμάζουσα ηλικίαν του, με την σωματικήν του δύναμιν και με την γενναιότητα της ψυχής του, εφόνευσε τους περισσοτέρους βαρβάρους από όλους τους Έλληνες. Οι Φωκείς έκαμαν ανδριάντα του Αλεξιμάχου και τον έστειλαν εις τον Απόλλωνα των Δελφών…».
[…] Εις την Φωκίδα εφονεύθησαν κατά τας μάχας κατά τι ολιγώτεροι από έξ χιλιάδας Γαλάται, πλέον από δέκα χιλιάδας κατεστράφησαν κατά την παγεράν νύκτα και κατόπιν κατά τον πανικόν και τόσοι άλλοι εχάθησαν από την πείναν…».
[…] Ο Βρέννος είχεν ελπίδας να θεραπευθεί από τα τραύματα, λέγεται όμως ότι εκείνος επειδή εφοβείτο τους συμπολίτας του και περισσότερον από την εντροπήν του, διότι ήτο αίτιος των συμφορών που έπαθαν εις την Ελλάδα, ηυτοκτόνησε πίνων άφθονον άκρατον οίνον…». 

 Ο Κων/νος  Παπαρρηγόπουλος στην “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους” αναφέρει: «…Τα στίφη αυτά, κατόπιν των οποίων επήλθον εις την μικράν Ασίαν και άλλοι πολλοί Γαλάται, διετέλεσαν επί μακρόν λεηλατούντα διαφόρους χώρας της χερσονήσου. Έπειτα δε κατεστάθησαν οριστικώς εις την μεταξύ Καπαδοκίας, Παφλαγονίας, Βιθυνίας, Φρυγίας χώραν, την απ’ αυτών κληθείσαν Γαλατίαν. Τοιούτο τέλος έλαβεν η επιδρομή των Γαλατών, οίτινες υπήρξαν οι πρώτοι από δυσμών και Βορρά βάρβαροι, οι τας Ελληνικάς χώρας επισκεφθένες…».  
Η θέση «Κοκκάλια» (πεδίο της μάχης το 279 π.Χ), βρίσκεται στα όρια των Νομών Φθιώτιδος και Ευρυτανίας, πάνω από τους σημερινούς οικισμούς Πουγκάκια και Παλαιοχώρι Τυμφρηστού (Ομιλαίων) Φθιώτιδος.
Με πληροφορίες από τον ιστότοπο του Παλαιοχωρίου Τυμφρηστού (Ομιλαίων) Φθιώτιδος (Κωνσταντίνος Παναγιώτου)

Πηγή:
aienaristeyein.com