Μπορεί οι εξατμίσεις κάποιων Volkswagen να καπνίζουν περισσότερο από όσο δήλωνε η γερμανική φίρμα, αλλά οι σκοτεινότερες στιγμές της εταιρείας δεν έχουν να κάνουν απλώς με απάτες και πτώση της χρηματιστηριακής της αξίας
Σχετίζονται με την καταρράκωση της ανθρώπινης αξίας και την καταναγκαστική εργασία χιλιάδων ανθρώπων στις εγκαταστάσεις της, την περίοδο του Τρίτου Ράιχ
«Δωμάτια θανάτου» στην πόλη της χαράς; Είναι ένα από τα τραγικά παράδοξα που συνδέονται με το ναζισμό την περίοδο του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Η πόλη των KdF (σημερινό Βόλφσμπουργκ) δημιουργήθηκε για να στεγάσει τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις που θα έκαναν πράξη το όραμα του Χίτλερ για το Αυτοκίνητο του Λαού. Επρόκειτο για το Beetle, που τότε λεγόταν KdF (Kraft durch Freude), δηλαδή Ισχύς μέσω της Χαράς, αντλώντας το όνομά του από την ομώνυμη ναζιστική «πολιτιστική» οργάνωση.
Η μαζική παραγωγή του μοντέλου ξεκίνησε
τελικά μετά τη λήξη του πολέμου, ενώ οι ελάχιστες μονάδες που
κατασκευάστηκαν μέχρι το 1945 διανεμήθηκαν σε υψηλά ιστάμενα στελέχη των
Εθνικοσοσιαλιστών. Η βιομηχανική πόλη, βέβαια, έσφυζε από δραστηριότητα
σε όλο αυτό το διάστημα. Αλλά δεν παρήγε χαρά – μόνο πόνο…
Η
Sara Frenkel ήταν ένας εκ των 20.000 και πλέον ανθρώπων που εργάζονταν
καταναγκαστικά για τη Volkswagen. Μέχρι να φθάσει εκεί, με παραποιημένα
στοιχεία ταυτότητας, είχε περάσει από γκέτο και στρατόπεδα κρύβοντας την
εβραϊκή καταγωγή της που ισοδυναμούσε με σχεδόν βέβαιη θανατική
καταδίκη. Οι αναμνήσεις της από εκείνη την εποχή περιστρέφονται γύρω από
δύο «σταθερές»: το φόβο μήπως αποκαλυφθεί η πραγματική της ταυτότητα
και το θάνατο περισσότερων από 360 βρεφών, οι γονείς των οποίων ήταν
σκλάβοι στο εργοστάσιο. Η ίδια είναι αλήθεια ότι στάθηκε ανέλπιστα
τυχερή, βρίσκοντας ένα κρεβάτι κι ένα πιάτο φαί στο νοσοκομείο -ένα
σύμπλεγμα παραπηγμάτων-που ήταν μέρος του βιομηχανικού συγκροτήματος.
Εργαζόμενη, όμως, ως νοσοκόμα βίωνε καθημερινά την απανθρωπιά του
ναζιστικού συστήματος. Πολλές δεκαετίες μετά, κατάφερε να βάλει σε σειρά
κάποιες από εκείνες τις εμπειρίες και να τις αφηγηθεί με συνεκτικό
τρόπο:
«Ο ‘’θάλαμος 8’’, όπου δούλευα, κάποια στιγμή άρχισε να δέχεται νεογέννητα εργατριών από τη Σοβιετική Ένωση, οι οποίες επιτρεπόταν να παραμείνουν στο νοσοκομείο μόνο για λίγες μέρες μετά τον τοκετό. Καθώς ήταν πρακτικά αδύνατο να διαχωριστούν τα άρρωστα μωρά από τα υγιή, το ένα μετά το άλλο άρχισαν να πεθαίνουν. Όταν ζήτησα από το φαρμακείο φάρμακο για ένα άρρωστο μωρό, μου απάντησαν ότι η ουσία δεν διατίθεται για τα παιδιά του ‘’θαλάμου 8’’. Το καλοκαίρι του 1944, η κατάσταση επιδεινώθηκε. Ο θάλαμος έκλεισε, δημιουργήθηκε μια πτέρυγα απομόνωσης και όσα παιδιά ήταν υγιή μεταφέρθηκαν λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, στο ‘’σπίτι του παιδιού’’. Ήταν φριχτές οι συνθήκες εκεί: Το μέρος ήταν γεμάτο κοριούς, ψείρες κι έζεχνε ούρα και κόπρανα. Λίγο αργότερα μεταφέρθηκαν εκεί και τα υπόλοιπα παιδιά. Τελικά δεν επέζησε κανένα τους (…) Θυμάμαι τη Σόφι, ένα κοριτσάκι εφτά μηνών, πολύ λεπτό. Σχεδόν λιμοκτονούσε, υπέφερε συνέχεια από διάρροια κι εμετό, δεν μπορούσε να φάει και της τσιμπούσα ελαφρά τη μύτη για να καταπιεί την τροφή. Της είχα αδυναμία, την έπαιρνα αγκαλιά, της έπλεκα πραγματάκια από γάζες, την έμαθα να μπουσουλάει. Ήταν σχεδόν θαύμα το ότι η Σόφι επιβίωνε, αλλά μια μέρα μου ανακοίνωσαν ότι το μωρό θα φύγει για το ‘’σπίτι του παιδιού’’. Έκανα τα πάντα για να το αποτρέψω, αλλά δεν μπόρεσα. Άρχισα να την επισκέπτομαι εκεί, ώσπου μια μέρα μου είπαν να μην πάω. Είχε πεθάνει. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, επέστρεψα σε αυτό το μέρος – κάποια παιδιά επιζούσαν ακόμη, ξαπλωμένα στο πάτωμα, γεμάτα ψείρες. Δεν μπορούσα να τα βοηθήσω…».
Στο πόνημά τους, η ίδρυση της Volkswagen
εμφανίζεται ως πολιτική επιλογή. Μέσω του Αυτοκινήτου του Λαού, ο Χίτλερ
θα επιχειρούσε να δώσει μια απάντηση στην ανθηρή αμερικανική
αυτοκινητοβιομηχανία. Όρισε αυθαίρετα ως στόχο μια χαμηλή τιμή πώλησης,
κάτω από το κόστος παραγωγής, και προώθησε την ίδρυση μιας κρατικά
ελεγχόμενης εταιρείας, υπό την ιδιοκτησία της DAF (εργατικό συνδικάτο
των Ναζί). Η έναρξη της κατασκευής του νέου μοντέλου, όμως, σχεδόν
συνέπεσε με την αρχή του πολέμου και, ύστερα από μια περίοδο
στασιμότητας, το εργοστάσιο άρχισε να παράγει βόμβες και ρουκέτες, υλικό
για την πολεμική αεροπορία και οχήματα για στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Αυτού του είδους η ανάπτυξη θεωρήθηκε ως πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη
δημιουργία μιας εύρωστης υποδομής, η οποία μετά τον πόλεμο θα χρησίμευε
για την κατασκευή επιβατικών αυτοκινήτων σε μαζική κλίμακα.
Το όραμα ήταν ιδιαίτερα μεγαλεπήβολο για
να φρενάρει σε ηθικές αναστολές για την εφαρμογή της καταναγκαστικής
εργασίας. Πολύ περισσότερο που η εθνικοσοσιαλιστική αξιακή κλίμακα είχε
ήδη προνοήσει, δημιουργώντας μια βολική διαστρωμάτωση ανάμεσα στους
Αρίους και τους «υπανθρώπους» Εβραίους. Οι τελευταίοι, μαζί με τους
ανατολικο-ευρωπαίκής προέλευσης και σλαβικής καταγωγής εργάτες
βρίσκονταν στη βάση της ιεραρχίας των σκλάβων, ενώ σε σαφώς καλύτερη
θέση ήταν, για παράδειγμα, οι Γάλλοι ή οι Ιταλοί, που εξαναγκάζονταν σε
υποχρεωτική εργασία. Η συγκεκριμένη διαβάθμιση είχε άμεση συνέπεια στη
μεταχείριση αυτών των ανθρώπων, στη διατροφή, τις συνθήκες διαβίωσης και
τις αποδοχές τους – υπήρχαν και τέτοιες, χαμηλές για τους δυτικής
προέλευσης εργάτες και πενιχρές για τους υπολοίπους.
Το 1998 η Volkswagen, πρώτη από όλες τις
γερμανικές εταιρείες, θέσπισε έναν «ανθρωπιστικό» λογαριασμό 12
εκατομμυρίων δολαρίων για την αποζημίωση ανθρώπων που εξαναγκάστηκαν να
παρέχουν εργασία στα εργοστάσιά της (53 χρόνια μετά, δεν είχαν απομείνει
και πολλοί). Λίγους μήνες αργότερα, εγκατέστησε μια μόνιμη έκθεση στο
Βόλφσμπουργκ, η οποία λειτουργεί ως «τόπος μνήμης» για την
καταναγκαστική εργασία. Ανέλαβε έτσι μέρος της ιστορικής της ευθύνης
και, παράλληλα, βελτίωσε το image της που στα επόμενα χρόνια έμελλε να
ενισχυθεί ακόμη πιο πολύ. Μέχρι που έσκασε το επόμενο σκάνδαλο.
news247.gr