Η μυκηναϊκή ειρήνη, που διήρκεσε από το 1350 ως το 1200 π.Χ. και κατά την οποία ο ελληνόφωνος κόσμος διοικούνταν από τα φιλόδοξα μυκηναϊκά ανάκτορα (Διμήνι Βόλου, Ορχομενός, Θήβα, Αθήνα, Μυκήνες, Τίρυνθα, Σπάρτη, Πύλος, Χανιά), κατέρρεε με πάταγο. Το ένα μετά το άλλο, τα μυκηναϊκά κέντρα παραδίδονταν στις φλόγες από μία πρωτοφανή για τη δεύτερη χιλιετία οικονομική κρίση, που είχε χτυπήσει τον ίδιο καιρό όλα τα μεγάλα διοικητικά κέντρα της ανατολικής Μεσογείου (τους Χετταίους στη σημερινή Τουρκία, τα βασίλεια της Συροπαλαιστίνης, τις πόλεις της Κύπρου, μέχρι και τα σύνορα της Αιγύπτου). Η βία και η καταστροφή ξερίζωναν ολόκληρους πληθυσμούς από τις κοιτίδες τους και άφηναν ερείπια και καμένα στρώματα χώματος, που αναγνωρίζονται στις εκατοντάδες αρχαιολογικές ανασκαφές.
Μέσα στο κλίμα του φόβου καθένας προσπαθούσε να προετοιμαστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, παίρνοντας μαζί του ό,τι μπορούσε να κουβαλήσει και αφήνοντας πίσω ό,τι δεν άξιζε τον κόπο. Ωστόσο, υπήρχαν πάντα ορισμένα φορητά αντικείμενα που ήταν καλύτερο να αποκρυβούν, από το φόβο της κλοπής στο δρόμο της προσφυγιάς και από την ελπίδα της επιστροφής στο σπίτι.
Αυτή φαίνεται πως ήταν η αιτία της απόκρυψης μέσα σε ένα στενό δωμάτιο πλάτους ενός μόλις μέτρου, στη ρίζα του νότιου κυκλώπειου τείχους της Ακρόπολης και κάτω από το χώμα του αρχαίου δαπέδου, ενός πλούσιου συνόλου χάλκινων εργαλείων, όπλων και προσωπικών αντικειμένων που χρονολογούνται γύρω στο 1200 π.Χ. Στα εργαλεία περιλαμβάνονταν πελέκεις, μαχαίρια, σμίλες, σκεπάρνια, κοπίδες και σφυριά, που πρέπει να είχαν χρησιμοποιηθεί από έναν ή περισσότερους ξυλουργούς και χαλκουργούς του ανακτόρου. Μαζί με αυτά βρέθηκαν τρία χάλκινα όπλα: ένα κοντό ξίφος, μία λόγχη και ένα μακρύ μαχαίρι, που αποτελούν μια ελαφρά πολεμική εξάρτυση. Η χάλκινη φιάλη (αβαθές κύπελλο) και οι τρεις χάλκινοι καθρέφτες που περιέχονταν στο σύνολο των αντικειμένων πρέπει να προέρχονταν από τις αμέριμνες στιγμές του βίου ενός πολυτελούς σπιτιού.
Τα χάλκινα της απόκρυψης του 1200 π.Χ. εντοπίστηκαν το 1888, κατά τη διάρκεια της ανασκαφής των Παναγιώτη Καββαδία και Georg Kawerau κοντά στο παλιό Μουσείο του Βράχου. Ονομάστηκαν από τότε «θησαυρός», όπως ορίζεται στην αρχαιολογική ορολογία το σύνολο των πολύτιμων αντικειμένων που έχουν φυλαχτεί προσεκτικά από τον κάτοχό τους, και εκτίθενται σήμερα σε μια προθήκη του Μουσείου Ακροπόλεως, μπροστά από την οποία περνούν αναρίθμητοι ανυποψίαστοι επισκέπτες. Και είναι περίεργο να συνιστά για μας «θησαυρό» ό,τι απέμεινε από την απελπισία του τελευταίου του κατόχου. Και κυρίως διότι δεν έζησε για να τον πάρει πίσω.
(ΠΗΝΕΛΟΠΗ)
Μέσα στο κλίμα του φόβου καθένας προσπαθούσε να προετοιμαστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, παίρνοντας μαζί του ό,τι μπορούσε να κουβαλήσει και αφήνοντας πίσω ό,τι δεν άξιζε τον κόπο. Ωστόσο, υπήρχαν πάντα ορισμένα φορητά αντικείμενα που ήταν καλύτερο να αποκρυβούν, από το φόβο της κλοπής στο δρόμο της προσφυγιάς και από την ελπίδα της επιστροφής στο σπίτι.
Αυτή φαίνεται πως ήταν η αιτία της απόκρυψης μέσα σε ένα στενό δωμάτιο πλάτους ενός μόλις μέτρου, στη ρίζα του νότιου κυκλώπειου τείχους της Ακρόπολης και κάτω από το χώμα του αρχαίου δαπέδου, ενός πλούσιου συνόλου χάλκινων εργαλείων, όπλων και προσωπικών αντικειμένων που χρονολογούνται γύρω στο 1200 π.Χ. Στα εργαλεία περιλαμβάνονταν πελέκεις, μαχαίρια, σμίλες, σκεπάρνια, κοπίδες και σφυριά, που πρέπει να είχαν χρησιμοποιηθεί από έναν ή περισσότερους ξυλουργούς και χαλκουργούς του ανακτόρου. Μαζί με αυτά βρέθηκαν τρία χάλκινα όπλα: ένα κοντό ξίφος, μία λόγχη και ένα μακρύ μαχαίρι, που αποτελούν μια ελαφρά πολεμική εξάρτυση. Η χάλκινη φιάλη (αβαθές κύπελλο) και οι τρεις χάλκινοι καθρέφτες που περιέχονταν στο σύνολο των αντικειμένων πρέπει να προέρχονταν από τις αμέριμνες στιγμές του βίου ενός πολυτελούς σπιτιού.
Τα χάλκινα της απόκρυψης του 1200 π.Χ. εντοπίστηκαν το 1888, κατά τη διάρκεια της ανασκαφής των Παναγιώτη Καββαδία και Georg Kawerau κοντά στο παλιό Μουσείο του Βράχου. Ονομάστηκαν από τότε «θησαυρός», όπως ορίζεται στην αρχαιολογική ορολογία το σύνολο των πολύτιμων αντικειμένων που έχουν φυλαχτεί προσεκτικά από τον κάτοχό τους, και εκτίθενται σήμερα σε μια προθήκη του Μουσείου Ακροπόλεως, μπροστά από την οποία περνούν αναρίθμητοι ανυποψίαστοι επισκέπτες. Και είναι περίεργο να συνιστά για μας «θησαυρό» ό,τι απέμεινε από την απελπισία του τελευταίου του κατόχου. Και κυρίως διότι δεν έζησε για να τον πάρει πίσω.
(ΠΗΝΕΛΟΠΗ)
Πηγή: