Παραψυχολογία ονομάζεται ο τομέας ερευνών που μελετά, τα
«παραψυχολογικά» φαινομένα, εκείνα δηλαδή που αφορούν αντίληψη πέραν των
φυσικών αισθητηρίων ικανοτήτων και δεν μπορούν να εξηγηθούν βάσει των
φυσικών νόμων ή της τρέχουσας επιστημονικής γνώσης.
Πρόκειται για φαινόμενα γνωστικού τύπου όπως η τηλεπάθεια, η ενόραση κ.ά., κατά τα οποία πιστεύεται ότι ένας άνθρωπος έλαβε γνώση γεγονότων, της σκέψης άλλων ανθρώπων ή μελλοντικών συμβάντων χωρίς να χρησιμοποιήσει τις φυσικές αισθητήριες ικανότητές του (παλαιότερα τέτοια φαινόμενα αποκαλούνταν συλλήβδην εξωαισθητήρια αντίληψη), ή φυσικού τύπου όπως η τηλεκίνηση και η πυροκίνηση (παλαιότερα τέτοια φαινόμενα αποκαλούνταν συλλογικά ψυχοκίνηση).
Οι παραψυχολόγοι αποκαλούν συνήθως το σύνολο των εν λόγω φαινομένων με τον ουδέτερο όρο Ψ (Psi), ο οποίος δεν βασίζεται σε υποθέσεις για τη μέθοδο λειτουργίας τους. Από τον όρο Ψ προέρχεται και η λέξη ψιονική (κατά το «ηλεκτρονική») που επίσης αναφέρεται στην παραψυχολογία.
Έχει αποτελέσει πεδίο εκτενούς ανάλυσης και παραγωγής εκτεταμένης βιβλιογραφίας, ειδικά κατά τον δέκατο ένατο και εικοστό αιώνα, η πίστη όμως για την πραγματική ύπαρξη τους ήταν ευρύτατα διαδεδομένη από πανάρχαιους χρόνους, όταν τα φαινόμενα αυτά αποδίδονταν σε υπερφυσικούς παράγοντες (φαντάσματα, μάγους, δαίμονες, μυθικά όντα).
Η παραψυχολογία περιλαμβάνει μία ποικιλία μεθοδολογιών, όπως εργαστηριακές έρευνες και πειράματα Γκάντσφελντ (Ganzfeld), που διεξάγονται σε Πανεπιστήμια ή κυρίως ιδιωτικά επιχορηγούμενα εργαστήρια ανά τον κόσμο[2], τα αποτελέσματα των οποίων δημοσιεύονται σε ειδικευμένα περιοδικά όπως τα Journal of Parapsychology και European Journal of Parapsychology, ενώ σχετικές μελέτες έχουν παρουσιαστεί επίσης στις εκδόσεις Psychological Bulletin, Foundations of Physics, και British Journal of Psychology. Υπάρχουν μετα-αναλύσεις παραψυχολογικών ερευνών και αρκετές από αυτές τις στατιστικές αναλύσεις έχουν παρουσιαστεί στην ευρύτερη ακαδημαϊκή κοινότητα, μέσα από τις σελίδες καθιερωμένων επιστημονικών περιοδικών προκαλώντας συζητήσεις και αντίλογο.
Η παραψυχολογία θεωρείται από πολλούς ψευδοεπιστήμη καθώς πιστεύεται ότι αποτυγχάνει στη δοκιμασία της επιστημονικής μεθόδου, και σε αρκετές περιπτώσεις αμφισβητείται και η ύπαρξη των φαινομένων που μελετά. Επιστήμονες έχουν εκφράσει δυσπιστία τόσο απέναντι στη μεθοδολογία που ακολουθείται όσο και στα αποτελέσματα παραψυχολογικών ερευνών. Η ύπαρξη παραψυχολογικών φαινομένων συνεχίζει να αποτελεί πεδίο διαφωνιών, ενώ η πλειοψηφία των επιστημόνων δεν αποδέχεται πως υπάρχει καλά θεμελιωμένη απόδειξη περί της ύπαρξής τους.
Η αρχή της ιστορίας της παραψυχολογίας ταυτίζεται με την ίδρυση της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών (Society for Psychical Research) στο Λονδίνο, το 1882. Έξι χρόνια αργότερα ακολούθησε η ίδρυση ανάλογης ομάδας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής από τον ψυχολόγο Γουίλιαμ Τζέιμς (William James), ενώ τα επόμενα χρόνια, περισσότερες ερευνητικές προσπάθειες προς την ίδια κατεύθυνση σημειώθηκαν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ειδικότερα στην Ολλανδία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Ρωσία, καθώς και στην Ιαπωνία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκάλεσε η έρευνα που διεξήχθη στο παραψυχολογικό εργαστήριο του Πανεπιστημίου Ντιουκ (Duke University) στο Ντέραμ τής Βόρειας Καρολίνας.
Πρόκειται για φαινόμενα γνωστικού τύπου όπως η τηλεπάθεια, η ενόραση κ.ά., κατά τα οποία πιστεύεται ότι ένας άνθρωπος έλαβε γνώση γεγονότων, της σκέψης άλλων ανθρώπων ή μελλοντικών συμβάντων χωρίς να χρησιμοποιήσει τις φυσικές αισθητήριες ικανότητές του (παλαιότερα τέτοια φαινόμενα αποκαλούνταν συλλήβδην εξωαισθητήρια αντίληψη), ή φυσικού τύπου όπως η τηλεκίνηση και η πυροκίνηση (παλαιότερα τέτοια φαινόμενα αποκαλούνταν συλλογικά ψυχοκίνηση).
Οι παραψυχολόγοι αποκαλούν συνήθως το σύνολο των εν λόγω φαινομένων με τον ουδέτερο όρο Ψ (Psi), ο οποίος δεν βασίζεται σε υποθέσεις για τη μέθοδο λειτουργίας τους. Από τον όρο Ψ προέρχεται και η λέξη ψιονική (κατά το «ηλεκτρονική») που επίσης αναφέρεται στην παραψυχολογία.
Έχει αποτελέσει πεδίο εκτενούς ανάλυσης και παραγωγής εκτεταμένης βιβλιογραφίας, ειδικά κατά τον δέκατο ένατο και εικοστό αιώνα, η πίστη όμως για την πραγματική ύπαρξη τους ήταν ευρύτατα διαδεδομένη από πανάρχαιους χρόνους, όταν τα φαινόμενα αυτά αποδίδονταν σε υπερφυσικούς παράγοντες (φαντάσματα, μάγους, δαίμονες, μυθικά όντα).
Η παραψυχολογία περιλαμβάνει μία ποικιλία μεθοδολογιών, όπως εργαστηριακές έρευνες και πειράματα Γκάντσφελντ (Ganzfeld), που διεξάγονται σε Πανεπιστήμια ή κυρίως ιδιωτικά επιχορηγούμενα εργαστήρια ανά τον κόσμο[2], τα αποτελέσματα των οποίων δημοσιεύονται σε ειδικευμένα περιοδικά όπως τα Journal of Parapsychology και European Journal of Parapsychology, ενώ σχετικές μελέτες έχουν παρουσιαστεί επίσης στις εκδόσεις Psychological Bulletin, Foundations of Physics, και British Journal of Psychology. Υπάρχουν μετα-αναλύσεις παραψυχολογικών ερευνών και αρκετές από αυτές τις στατιστικές αναλύσεις έχουν παρουσιαστεί στην ευρύτερη ακαδημαϊκή κοινότητα, μέσα από τις σελίδες καθιερωμένων επιστημονικών περιοδικών προκαλώντας συζητήσεις και αντίλογο.
Η παραψυχολογία θεωρείται από πολλούς ψευδοεπιστήμη καθώς πιστεύεται ότι αποτυγχάνει στη δοκιμασία της επιστημονικής μεθόδου, και σε αρκετές περιπτώσεις αμφισβητείται και η ύπαρξη των φαινομένων που μελετά. Επιστήμονες έχουν εκφράσει δυσπιστία τόσο απέναντι στη μεθοδολογία που ακολουθείται όσο και στα αποτελέσματα παραψυχολογικών ερευνών. Η ύπαρξη παραψυχολογικών φαινομένων συνεχίζει να αποτελεί πεδίο διαφωνιών, ενώ η πλειοψηφία των επιστημόνων δεν αποδέχεται πως υπάρχει καλά θεμελιωμένη απόδειξη περί της ύπαρξής τους.
Η αρχή της ιστορίας της παραψυχολογίας ταυτίζεται με την ίδρυση της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών (Society for Psychical Research) στο Λονδίνο, το 1882. Έξι χρόνια αργότερα ακολούθησε η ίδρυση ανάλογης ομάδας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής από τον ψυχολόγο Γουίλιαμ Τζέιμς (William James), ενώ τα επόμενα χρόνια, περισσότερες ερευνητικές προσπάθειες προς την ίδια κατεύθυνση σημειώθηκαν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ειδικότερα στην Ολλανδία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Ρωσία, καθώς και στην Ιαπωνία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκάλεσε η έρευνα που διεξήχθη στο παραψυχολογικό εργαστήριο του Πανεπιστημίου Ντιουκ (Duke University) στο Ντέραμ τής Βόρειας Καρολίνας.
Ο Αμερικανός ψυχολόγος και φιλόσοφος Γουίλιαμ Τζέιμς (1842-1910), ένας από τους πρώτους ερευνητές της παραψυχολογίας.
Ιστορική εξέλιξη
Ο όρος παραψυχολογία εισήχθη περίπου το 1889 από τον ψυχολόγο Μαξ
Ντεσουάρ (Max Dessoir) και υιοθετήθηκε από τον Τζόζεφ Μπανκς Ράιν (J.B.
Rhine) στα μέσα της δεκαετίας του 1930, αντικαθιστώντας τον όρο «ψυχική
έρευνα» (αγγλ. psychical research) και προκειμένου να επισημανθεί μία
μετάβαση σε εργαστηριακές μεθοδολογίες που άρχισαν να εφαρμόζονται στη
μελέτη των ψυχικών φαινομένων.
Πρώιμες έρευνες
Οι πρώτες συστηματικές παραψυχολογικές έρευνες ταυτίστηκαν με την
Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών (ΕΨΕ) που ιδρύθηκε το 1882 στο Λονδίνο, με
πρωτοβουλία ακαδημαϊκών του πανεπιστημίου του Κέμπριτζ που πίστευαν πως
οι ισχυρισμοί για την ύπαρξη παραψυχολογικών φαινομένων απαιτούσαν
επιστημονική διερεύνηση. Στην ίδρυση της συνέβαλαν καθοριστικά τα
κινήματα του Μεσμερισμού και του Πνευματισμού. Αποτέλεσε την πρώτη
οργανωμένη προσπάθεια συνεργασίας επιστημόνων και άλλων ερευνητών για τη
μελέτη των αποκαλούμενων παραψυχολογικών φαινομένων. Ο σκοπός της, όπως
δηλώνεται στις σύγχρονες εκδόσεις της, είναι η «χωρίς προκατάληψη ή
εμπάθεια και με επιστημονικό πνεύμα έρευνα των ανθρωπίνων δυνατοτήτων,
πραγματικών ή υποτιθέμενων, που εμφανίζονται ως ανεξήγητες με βάση
οποιαδήποτε αναγνωρισμένη υπόθεση»[9]. Μέλη της Εταιρείας αποτέλεσαν
φιλόσοφοι, φιλόλογοι, επιστήμονες και πολιτικοί, μεταξύ των οποίων οι
Henry Sidgwick, Arthur Balfour, William Crookes και ο βραβευμένος με το
Νόμπελ Ιατρικής του 1913 φυσιολόγος Σαρλ Ρισέ. Η ΕΨΕ ταξινόμησε τα
θέματα της μελέτης σε διαφορετικές περιοχές έρευνας: τηλεπάθεια,
υπνωτισμός, φαινόμενα Reichenbach, εμπειρίες με φαντάσματα και
πνευματισμός ή σχετικά φαινόμενα όπως η υλοποίηση.
Στις πρώτες συλλογικές μελέτες της ΕΨΕ ανήκε η Απογραφή των Παραισθήσεων
που εστίαζε στις εμπειρίες εμφανίσεως πνευμάτων και τις παραισθήσεις
ατόμων. Υπήρξε η πρώτη προσπάθεια της εταιρείας για μία στατιστική
εκτίμηση των παραψυχολογικών φαινομένων και οδήγησε σε μία δημοσίευση
(Phantasms of the Living, 1886) που αναφέρεται συχνά στη σύγχρονη
βιβλιογραφία της παραψυχολογίας. Η Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών αποτέλεσε
πρότυπο για άλλες ανάλογες ομάδες σε χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ κατά
τα τέλη του 19ου αιώνα. Κυρίως χάρη στην υποστήριξη του ψυχολόγου
Γουίλιαμ Τζέιμς, η Αμερικανική Εταιρεία Ψυχικές Έρευνας (American
Society for Psychical Research, ASPR) ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη το 1885.
Η συνεισφορά του Ράιν
Το 1911, το πανεπιστήμιο Στάνφορντ έγινε το πρώτο ακαδημαϊκό ίδρυμα
στις ΗΠΑ που συνεισέφερε στην έρευνα της εξωαισθητήριας αντίληψης
(Εxtra-sensory perception, ESP) και της ψυχοκίνησης, σε εργαστηριακές
συνθήκες. Η απόπειρα αυτή καθοδηγήθηκε από τον ψυχολόγο Τζον Έντγκαρ
Κούβερ (John Edgar Coover). Το 1930, το πανεπιστήμιο Ντιουκ ακολούθησε
το παράδειγμα του Στάνφορντ και κάτω από την επίβλεψη του Γουίλιαμ Μακ
Ντούγκαλ (William McDougall), καθώς και άλλων ψυχολόγων όπως ο Καρλ
Ζένερ και ο Τζότζεφ Μπανκς Ράιν, οργάνωσε πειράματα για την έρευνα της
εξωαισθητήριας αντίληψης, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό εθελοντές
προπτυχιακούς φοιτητές.
Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες προσεγγίσεις στην παραψυχολογική έρευνα,
που στηρίζονταν σε ποιοτικές αναλύσεις, τα πειράματα του Ντιουκ
συνεισέφεραν μια ποσοτική προσέγγιση και στατιστικές αναλύσεις με χρήση
των αποκαλούμενων «καρτών Ζένερ» ή ζαριών. Αποτέλεσμα των πειραμάτων
αυτών ήταν η ανάπτυξη προτύπων μεθόδων εργαστηριακής μελέτης της
εξωαισθητήριας αντίληψης που υιοθετήθηκαν από αρκετούς ερευνητές ανά τον
κόσμο.
Με το βιβλίο New Frontiers of the Mind (1937), ο Ράιν μετέφερε με
εκλαϊκευμένο τρόπο τα ευρήματα της έρευνας στην κοινή γνώμη. Για την
περιγραφή τους υιοθέτησε και διέδωσε ευρύτερα τον όρο παραψυχολογία που
είχε εισάγει ο ψυχολόγος Μαξ Ντεσουάρ 40 χρόνια νωρίτερα. Ο Ράιν ίδρυσε
επίσης ένα αυτόνομο Εργαστήριο Παραψυχολογίας εντός του Πανεπιστημίου
Ντιουκ, ενώ παράλληλα ξεκίνησε την έκδοση του περιοδικού Journal of
Parapsychology, σε συνεργασία με τον Γουίλιαμ Μακ Ντούγκαλ.
Τα παραψυχολογικά πειράματα του Ντιουκ προκάλεσαν την έντονη κριτική
ακαδημαϊκών ψυχολόγων, οι οποίοι αμφισβήτησαν τις «αποδείξεις» περί
εξωαισθητήριας αντίληψης. Ο Ράιν και οι συνεργάτες του επιχείρησαν να
απαντήσουν στις κριτικές μέσα από νέα πειράματα, άρθρα και βιβλία,
συνοψίζοντας τις διχογνωμίες στο βιβλίο Extra-Sensory Perception After
Sixty Years. Η διοίκηση του Πανεπιστημίου του Ντιουκ σταδιακά παραμέρισε
τον τομέα της παραψυχολογίας και ειδικά μετά την αποχώρηση του Ράιν το
1965, διακόπηκε η σύνδεση του με τον παραψυχολογικό χώρο έρευνας.
Ο Ράιν ίδρυσε αργότερα το Ίδρυμα για την Έρευνα της Φύσης του Ανθρώπου
(Foundation for Research on the Nature of Man, FRNM) και το Ινστιτούτο
Παραψυχολογίας (Institute for Parapsychology) σε μια προσπάθεια
συνέχισης του έργου που είχε πραγματοποιηθεί στο Πανεπιστήμιο του
Ντιουκ. Το 1995, εκατό χρόνια μετά τη γέννηση του Ράιν, το ίδρυμα
μετονομάστηκε σε Ερευνητικό Κέντρο Ράιν (Rhine Research Center) και
στοχεύει στην «επιστημονική κατανόηση εκείνων των δυνατοτήτων που
φαίνεται να υπερβαίνουν τα συνηθισμένα όρια του χώρου κα του χρόνου».
Η Ένωση Παραψυχολογίας ιδρύθηκε στις 19 Ιουνίου 1957 μετά από σχετική
εισήγηση του Ράιν κατά τη διάρκεια συνεδρίου στο πανεπιστήμιο Ντιουκ.
Σκοπός της Ένωσης, όπως δηλώθηκε στο ιδρυτικό καταστατικό της, ήταν η
«εξέλιξη της παραυχολογίας ως επιστήμη, η διάδοση του σώματος της γνώσης
της και η ενσωμάτωση των αποτελεσμάτων της στους υπόλοιπους
επιστημονικούς κλάδους».
Υπό τη διεύθυνση της ανθρωπολόγου Μάργκαρετ Μιντ, η Ένωση συνεισέφερε
σημαντικά στην ενίσχυση της θέσης τής παραψυχολογίας, όταν το 1969 έγινε
μέλος της Αμερικανικής Ένωσης για την Πρόοδο της Επιστήμης (American
Association for the Advancement of Science, AAAS), η οποία ανήκει στις
μεγαλύτερες επιστημονικές κοινότητες του κόσμου. Το 1979, ο
διακεκριμένος θεωρητικός φυσικός Τζον Άρτσιμπαλντ Γουίλερ (John A.
Wheeler) χαρακτήρισε την παραψυχολογία ψευδοεπιστημονική, ζητώντας την
αναθεώρηση της απόφασης προσχώρησης της Ένωσης Παραψυχολογίας στην AAAS,
χωρίς επιτυχία. Η Ένωση παραμένει μέλος της AAAS, αριθμώντας το 2007
περίπου τριακόσια μέλη, ενώ αποτελέσματα παραψυχολογικών ερευνών
παρουσιάζονται στο ετήσιο συνέδριο της AAAS.
Δεκαετία του 1970
Η συγγένεια της Ένωσης Παραψυχολογίας με την Αμερικανική Ένωση για την
Πρόοδο της Επιστήμης, σε συνδυασμό με ένα ευρύτερο ενδιαφέρον για το
χώρο των ψυχικών φαινομένων, οδήγησαν στην εντατικοποίηση της
παραψυχολογικής έρευνας κατά τη δεκαετία του 1970. Σε αυτή την περίοδο
ιδρύθηκαν αξιοσημείωτοι οργανισμοί, όπως η Ακαδημία Παραψυχολογίας και
Ιατρικής (1970), το Ινστιτούτο Νοητικών Επιστημών (Institute of Noetic
Sciences, 1973), η Διεθνής Ερευνητική Ένωση Κίρλιαν (International
Kirlian Research Association, 1975) και το εργαστήριο Princeton
Engineering Anomalies Research (1979). Μελέτες στον τομέα της
παραψυχολογίας πραγματοποιήθηκαν επίσης στο ερευνητικό Ινστιτούτο του
Στάνφορντ (Stanford Research Institute, SRI), κατά την ίδια περίοδο.
Στη διάρκεια της δεκαετίας το πεδίο της παραψυχολογίας διευρύνθηκε. Ο
ψυχίατρος Ίαν Στίβενσον πραγματοποίησε την αμφιλεγόμενη έρευνά του πάνω
στη μετενσάρκωση, η ψυχολόγος Θέλμα Μος μελέτησε τη φωτογραφία Κίρλιαν
στο εργαστήριο παραψυχολογίας του UCLA, ενώ αυξήθηκε επίσης το
ενδιαφέρον για τις μεταβαλλόμενες καταστάσεις συνείδησης. Ο φυσικός
Ράσελ Ταργκ εισήγαγε τον όρο remote viewing (δηλ. παρατήρηση εξ
αποστάσεως) που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την περιγραφή ορισμένων
πρώιμων ερευνών που πραγματοποίησε στο Στάνφορντ το 1974.
Την ίδια περίοδο, ακαδημαϊκοί που βρίσκονταν έξω από το χώρο της
παραψυχολογίας εξέφραζαν αισιοδοξία ως προς την έρευνα των
παραψυχολογικών φαινομένων. Το 1979, στα πλαίσια δημοσκόπησης που
πραγματοποιήθηκε σε δείγμα περίπου 1.100 καθηγητών κολεγίων των ΗΠΑ,
διαπιστώθηκε ότι μόνο το 2% των ψυχολόγων εξέφραζαν την πεποίθηση πως η
εξωαισθητήρια αντίληψη ήταν αδύνατη. Το 34% δήλωνε πως ήταν δεδομένη ή
ένα πιθανό ενδεχόμενο. Το ποσοστό ήταν υψηλότερο σε άλλους τομείς
έρευνας: 55% των φυσικών επιστημόνων, 66% των κοινωνικών επιστημόνων
(εξαιρώντας τους ψυχολόγους) και 77% των ακαδημαϊκών από το χώρο των
τεχνών, των ανθρωπιστικών επιστημών και της εκπαίδευσης, πίστευαν πως η
έρευνα για την εξωαισθητήρια αντίληψη ήταν χρήσιμη.
Το έντονο ενδιαφέρον για την έρευνα στην παραψυχολογία συνεχίστηκε
καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 μέχρι τις αρχές του 1980. Στα
τέλη της δεκαετίας του '80, σύμφωνα με την Ένωση Παραψυχολογίας, μέλη
της εργάζονταν σε περισσότερες από 30 χώρες. Επιπλέον, έρευνες που δεν
σχετιζόταν άμεσα με την Ένωση πραγματοποιούνταν επίσης στην ανατολική
Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση.
Σύγχρονο καθεστώς
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η έρευνα
στο χώρο της παραψυχολογίας μειώθηκε αισθητά. Οι πρώιμες μελέτες
θεωρήθηκαν αναποτελεσματικές, ενώ οι παρψυχολόγοι αντιμετώπισαν σκληρή
κριτική από συναδέλφους ακαδημαϊκούς. Ορισμένα από τα φαινόμενα που
θεωρήθηκαν παραψυχολογικά, όπως στην περίπτωση της φωτογραφίας Κίρλιαν,
δεν παρατηρήθηκαν υπό καθεστώς πιο αυστηρών ελέγχων παρατήρησής τους,
οδηγώντας αυτές τις κατευθύνσεις της έρευνας σε αδιέξοδο.
Αρκετά πανεπιστημιακά εργαστήρια στις ΗΠΑ ανέστειλαν τη λειτουργία
τους, με αποτέλεσμα η κύρια έρευνα στο χώρο της παραψυχολογίας να
διεξάγεται σε ιδιωτικά ιδρύματα και με ιδιωτικά κονδύλια. Μετά από 28
χρόνια δραστηριότητας, το εργαστήριο του Πρίνστον (PEAR) διέκοψε τη
λειτουργία του το 2007[18]. Σήμερα λειτουργούν εργαστήρια παραψυχολογίας
σε δύο πανεπιστήμια στις ΗΠΑ, στο τμήμα ψυχιατρικής του πανεπιστημίου
της Βιρτζίνια και στο πανεπιστήμιο της Αριζόνας όπου λειτουργεί το
εργαστήριο Veritas. Παράλληλα, ιδιωτικά ινστιτούτα πραγματοποιούν
ανάλογες μελέτες. Στην Ευρώπη, ο κύριος όγκος της έρευνας στην
παραψυχολογία πραγματοποιείται στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ εργαστήρια
χρηματοδοτούνται ιδιωτικά στα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου, του
Νορθάμπτον, του Λίβερπουλ και αλλού.
Thouless, R. H. (1942). "Experiments on paranormal guessing". British Journal of Psychology, 33, 15–27.
«Parapsychological Association FAQ». Parapsychological Association. 1995. Ανακτήθηκε στις 2007-07-02.
Bem, Daryl J.; Honorton, Charles (1995). "Does psi exist? Replicable
evidence for an anomalous process of information transfer" (PDF).
Psychological Bulletin 115 (1): 4–18.
Bösch H, Steinkamp F, Boller E (2006). "Examining psychokinesis: the
interaction of human intention with random number generators--a
meta-analysis". Psychological bulletin 132 (4): 497–523.
Schmidt, S.; Schneider, R.; Utts, J.; Walach, H. (2004). "Distant
intentionality and the feeling of being stared at: two meta-analyses".
British journal of psychology (London, England : 1953) 95 (Pt 2):
235–47.
Beyerstein, Barry L. (1995). «Distinguishing Science from Pseudoscience»
(PDF). Simon Fraser University. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις
2003-08-20. Ανακτήθηκε στις 2007-07-31.
Gregory Neil Derry, What Science Is and How It Works, Princeton University Press, 1999, σ. 180
, στο: 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 8,6 Melton, J. G. (1996). Parapsychology.
In Encyclopedia of Occultism & Parapsychology. Thomson Gale. ISBN
978-0810394872.
Wooffitt, Robin (2006). The Language of Mediums and Psychics: The
Social Organization of Everyday Miracles. Ashgate. ISBN 075464202X.
Beloff, John (1977). Handbook of parapsychology. Van Nostrand Reinhold. ISBN 0442295766.
, στο: 11,0 11,1 11,2 Berger, Arthur S.; Berger, Joyce (1991). The
Encyclopedia of Parapsychology and Psychical Research. Paragon House
Publishers. ISBN 1557780439.
«The History of the Rhine Research Center». Rhine Research Center. Ανακτήθηκε στις 2007-06-29.
«History of the Parapsychological Association». The Parapsychological Association. Ανακτήθηκε στις 2007-06-29.
Melton, J. G. (1996). Parapsychological Association. In Encyclopedia of
Occultism & Parapsychology. Thomson Gale. ISBN 978-0810394872.
John Archibald Wheeler (1998). Geons, Black Holes, and Quantum Foam: A Life in Physics. W. W. Norton. ISBN 0-393-04642-7.
↑ Άλμα πάνω, στο: 16,0 16,1 Irwin, Harvey J. (2007). An Introduction to
Parapsychology, Fourth Edition. McFarland & Company. ISBN
0786418338.
Άλμα πάνω ↑ Wagner, M. W; Monnet, M. (1979). «Attitudes of college
professors toward extra-sensory perception». Zetetic Scholar (5): 7–17.
στο: 18,0 18,1 18,2 Odling-Smee, Lucy (2007-03-01). «The lab that asked
the wrong questions». Nature (446): 10–11. doi:10.1038/446010a.
Lamont, Peter. «Koestler Parapsychology Unit». University of Edinburgh. Ανακτήθηκε στις 2007-11-14.
«Parapsychology Research Group». Liverpool Hope University. Ανακτήθηκε στις 2007-11-14.
«The VERITAS Research Program». University of Arizona. Ανακτήθηκε στις 2007-11-14.
Martin, Lloyd. «Consciousness and Transpersonal Psychology». Ανακτήθηκε στις 2007-11-14.
«Center for the Study of Anomalous Psychological Processes». University of Northampton. Ανακτήθηκε στις 2007-11-14.
«Anomalistic Psychology». Research Unit at Goldsmiths University of London. Ανακτήθηκε στις 2007-11-14.
«Princeton Engineering Anomalies Research». Princeton Univesity. Ανακτήθηκε στις 2007-07-11.
«Parapsychological Association». parapsych.org. Ανακτήθηκε στις 2007-11-14.
«Society for Psychical Research». spr.ac.uk. Ανακτήθηκε στις 2007-11-14.
«American Society for Psychical Research». aspr.com. Ανακτήθηκε στις 2007-11-14.
«Rhine Research Center and Institute for Parapsychology». Rhine.org. Ανακτήθηκε στις 2007-11-14.
«Parapsychology Foundation». parapsychology.org. Ανακτήθηκε στις 2007-11-14.
«Australian Institute of Parapsychological Research». aiprinc.org. Ανακτήθηκε στις 2007-11-14.
Stevens, Paul. «European Journal of Parapsychology». Bournemouth
University, BH12 5BB, UK: Poole House. Ανακτήθηκε στις 2007-11-14.
«Committee for Skeptical Inquiry». csicop.org. Ανακτήθηκε στις 2007-11-14.
«James Randi Educational Foundation». randi.org. Ανακτήθηκε στις 2007-11-14.
Πηγή:
theafterdarkproject.blogspot.gr