Στις 12 Δεκεμβρίου 1935, εβδομήντα πέντε χρόνια πριν, ο
αρχηγός των Ες Ες, Χάινριχ Χίμλερ, δημιούργησε το πρόγραμμα ευγονικής
Lebensborn (Πηγή Ζωής).
Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, μέλη των Ες Ες ενθαρρύνονταν να
τεκνοποιούσαν με γυναίκες που πληρούσαν τα χαρακτηριστικά της «άριας φυλής». Σε κάθε παιδί δινόταν ένας αριθμός, ενώ οι Γερμανοί βοηθούσαν οικονομικά την ανύπαντρη μητέρα.
Το πρόγραμμα ξεκίνησε αρχικά στη Γερμανία, ενώ επεκτάθηκε και σε χώρες της δυτικής και βόρειας Ευρώπης κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις χώρες αυτές που βρίσκονταν υπό γερμανική κατοχή, χιλιάδες γυναίκες που είχαν ερωτικές σχέσεις με Γερμανούς στρατιώτες, ήταν αποκλεισμένες κοινωνικά.
Στη Γαλλία μάλιστα τις κούρευαν και τις περιέφεραν γυμνές στους δρόμους, ενώ είχε ψηφιστεί ειδικός νόμος για την τιμωρία τους με την ονομασία colaborization horizontiale (οριζόντια συνεργασία). Έτσι, οι γυναίκες αυτές δεν είχαν πολλές εναλλακτικές επιλογές, παρά να ζητήσουν βοήθεια στο πλαίσιο του προγράμματος Lebensborn.
Αρχικά, το Lebensborn αποτελούσε ίδρυμα πρόνοιας για τις συζύγους των αξιωματούχων των Ες Ες. Στις εγκαταστάσεις του λειτουργούσαν μαιευτήρια και βρεφοκομεία. Εκεί, μπορούσαν να απευθυνθούν και ανύπαντρες γυναίκες, οι οποίες είτε ήταν έγκυες είτε είχαν γεννήσει και χρειάζονταν βοήθεια, με την προϋπόθεση ότι πληρούσαν τα «φυλετικά κριτήρια».
Στη συνέχεια, στις εγκαταστάσεις προστέθηκαν ορφανοτροφεία, προσωρινά σπίτια αλλά και υπηρεσίες υιοθεσίας. Το πρώτο γνωστό σπίτι του προγράμματος δημιουργήθηκε το 1936 σε ένα χωριό κοντά στο Μόναχο, το Steinhöring, ενώ οι πρώτες εγκαταστάσεις εκτός Γερμανίας εντοπίζονται στη Νορβηγία το 1941.
Αν και το πρόγραμμα επεκτάθηκε σε αρκετές χώρες υπό γερμανική κατοχή, η κύρια δραστηριότητά του ήταν στη Γερμανία, τη Νορβηγία αλλά και στη βορειο-ανατολική Ευρώπη, κυρίως στην Πολωνία.
Στη Νορβηγία, η «Πηγή Ζωής» επικεντρωνόταν στην παροχή βοήθειας στα παιδιά Γερμανών στρατιωτών με γυναίκες από τη Νορβηγία. Στη βορειοανατολική Ευρώπη, παράλληλα με την παροχή υπηρεσιών στα μέλη των Ες Ες, ασχολούνταν με την υιοθεσία παιδιών, κυρίως ορφανών, από οικογένειες στη Γερμανία.
Υπολογίζεται ότι περίπου 8.000 παιδιά γεννήθηκαν στη Γερμανία σε σπίτια του προγράμματος, και άλλες 8.000 στη Νορβηγία. Στις υπόλοιπες περιοχές ο αριθμός ήταν αρκετά μικρότερος.
Επίσης, στη Νορβηγία πραγματοποιήθηκαν περίπου 250 υιοθεσίες στο πλαίσιο του Lebensborn. Οι περισσότερες μητέρες γνώριζαν για την υιοθεσία, όμως πολλές δεν ήξεραν ότι θα έμεναν στη Γερμανία. Μετά το τέλος του πολέμου, το κομμάτι του προγράμματος που δραστηριοποιούνταν στη βορειοανατολική Ευρώπη κατηγορήθηκε για απαγωγή παιδιών προκειμένου να τα υιοθετήσουν οικογένειες στη Γερμανία.
Ωστόσο, κατά τη δίκη της Νυρεμβέργης δεν βρέθηκαν στοιχεία για άμεση ανάμειξη του προγράμματος στις απαγωγές. Όταν σταμάτησε ο πόλεμος, τα παιδιά αυτά ήταν που υπέφεραν περισσότερο, καθώς αποκρυσταλλώνουν ξαφνικά πάνω τους τα αντιγερμανικά αισθήματα ενός ολόκληρου λαού. Υπέστησαν κακοποιήσεις, βιασμούς, ενώ άλλα υποχρεωτικά μεταφέρθηκαν σε ορφανοτροφεία.
Το πρόγραμμα ξεκίνησε αρχικά στη Γερμανία, ενώ επεκτάθηκε και σε χώρες της δυτικής και βόρειας Ευρώπης κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις χώρες αυτές που βρίσκονταν υπό γερμανική κατοχή, χιλιάδες γυναίκες που είχαν ερωτικές σχέσεις με Γερμανούς στρατιώτες, ήταν αποκλεισμένες κοινωνικά.
Στη Γαλλία μάλιστα τις κούρευαν και τις περιέφεραν γυμνές στους δρόμους, ενώ είχε ψηφιστεί ειδικός νόμος για την τιμωρία τους με την ονομασία colaborization horizontiale (οριζόντια συνεργασία). Έτσι, οι γυναίκες αυτές δεν είχαν πολλές εναλλακτικές επιλογές, παρά να ζητήσουν βοήθεια στο πλαίσιο του προγράμματος Lebensborn.
Αρχικά, το Lebensborn αποτελούσε ίδρυμα πρόνοιας για τις συζύγους των αξιωματούχων των Ες Ες. Στις εγκαταστάσεις του λειτουργούσαν μαιευτήρια και βρεφοκομεία. Εκεί, μπορούσαν να απευθυνθούν και ανύπαντρες γυναίκες, οι οποίες είτε ήταν έγκυες είτε είχαν γεννήσει και χρειάζονταν βοήθεια, με την προϋπόθεση ότι πληρούσαν τα «φυλετικά κριτήρια».
Στη συνέχεια, στις εγκαταστάσεις προστέθηκαν ορφανοτροφεία, προσωρινά σπίτια αλλά και υπηρεσίες υιοθεσίας. Το πρώτο γνωστό σπίτι του προγράμματος δημιουργήθηκε το 1936 σε ένα χωριό κοντά στο Μόναχο, το Steinhöring, ενώ οι πρώτες εγκαταστάσεις εκτός Γερμανίας εντοπίζονται στη Νορβηγία το 1941.
Αν και το πρόγραμμα επεκτάθηκε σε αρκετές χώρες υπό γερμανική κατοχή, η κύρια δραστηριότητά του ήταν στη Γερμανία, τη Νορβηγία αλλά και στη βορειο-ανατολική Ευρώπη, κυρίως στην Πολωνία.
Στη Νορβηγία, η «Πηγή Ζωής» επικεντρωνόταν στην παροχή βοήθειας στα παιδιά Γερμανών στρατιωτών με γυναίκες από τη Νορβηγία. Στη βορειοανατολική Ευρώπη, παράλληλα με την παροχή υπηρεσιών στα μέλη των Ες Ες, ασχολούνταν με την υιοθεσία παιδιών, κυρίως ορφανών, από οικογένειες στη Γερμανία.
Υπολογίζεται ότι περίπου 8.000 παιδιά γεννήθηκαν στη Γερμανία σε σπίτια του προγράμματος, και άλλες 8.000 στη Νορβηγία. Στις υπόλοιπες περιοχές ο αριθμός ήταν αρκετά μικρότερος.
Επίσης, στη Νορβηγία πραγματοποιήθηκαν περίπου 250 υιοθεσίες στο πλαίσιο του Lebensborn. Οι περισσότερες μητέρες γνώριζαν για την υιοθεσία, όμως πολλές δεν ήξεραν ότι θα έμεναν στη Γερμανία. Μετά το τέλος του πολέμου, το κομμάτι του προγράμματος που δραστηριοποιούνταν στη βορειοανατολική Ευρώπη κατηγορήθηκε για απαγωγή παιδιών προκειμένου να τα υιοθετήσουν οικογένειες στη Γερμανία.
Ωστόσο, κατά τη δίκη της Νυρεμβέργης δεν βρέθηκαν στοιχεία για άμεση ανάμειξη του προγράμματος στις απαγωγές. Όταν σταμάτησε ο πόλεμος, τα παιδιά αυτά ήταν που υπέφεραν περισσότερο, καθώς αποκρυσταλλώνουν ξαφνικά πάνω τους τα αντιγερμανικά αισθήματα ενός ολόκληρου λαού. Υπέστησαν κακοποιήσεις, βιασμούς, ενώ άλλα υποχρεωτικά μεταφέρθηκαν σε ορφανοτροφεία.