Ο σκεπτικισμός έθεσε τις βάσεις για τη συγκρότηση της συστηματικής επιστήμης. Ας φανταστούμε πόσο δίκιο είχε ο Πύρρων. Ποτέ εμείς οι θνητοί δε θα αντικρίσουμε τα όντα, ακριβώς όπως είναι. Το μόνο που βλέπουμε είναι τα φαινόμενά τους, τις σκιές των αληθινών πραγμάτων. Κάθε φορά θα αναθεωρούμε και θα τείνουμε προς την αλήθεια και την πραγματική φύση των όντων, αλλά ποτέ δε θα φθάσουμε σε αυτήν.
Ο Διογένης ο Λαέρτιος («Βίοι Φιλοσόφων», βιβλίο ΙΧ,§61) μιλώντας για τον Πύρρωνα (365-275 π.Χ.) γράφει:
«Πύρρων
Ηλείος Πλειστάρχου μεν ην υιός, καθά και Διοκλής ιστορεί- ως φησί δ'
Απολλόδωρος εν Χρονικοίς, πρότερον ην ζωγράφος, και ήκουσε Βρύσωνος τoυ
Στίλπωνος, ως Aλέξανδρος εν Διαδοχαίς, είτ' Αναξάρχου, ξυνακολουθών
πανταχού, ως και τοις Γυμνοσοφισταίς εv Ινδία συμμίξαι και τοις Μάγοις,
όθεν γενναιότατα δοκεί φιλοσοφήσαι, τo της ακαταλnψίας και εποχής είδος
εισαγωγών, ως Ασκάνιος ο Αβδηρίτης φησίν».
(Ο
Πύρρων ο Ηλείος ήταν γιος του Πλειστάρχου, όπως αναφέρει κι ο Διοκλής.
Όπως λέγει στα «Χρονικά» ο Απολλόδωρος, προηγουμένως ήταν ζωγράφος, και
άκουσε το Βρύσωνα του Στίλπωνα, όπως γράφει ο Αλέξανδρος στις
«Διαδοχές», έπειτα άκουσε τον Ανάξαρχο, ακολουθώντας τον παντού, όπως
επίσης ήρθε σε επικοινωνία με τους Γυμνοσοφιστές στην Ινδία και με τους
Μάγους, απ' όπου φαίνεται πως ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία ιδιαίτερα,
εισάγοντας την έννοια της ακαταληψίας και της εποχής, όπως λέγει ο
Ασκάνιος ο Αβδηρίτης).
Επίκεντρο της διδασκαλίας του κατέστησε ο Πύρρων το πρόβλημα της γνώσης, το οποίο εξυπηρετούσε ενδεχομένως τους απώτερους σκοπούς της ηθικής του φιλοσόφου. Σύμφωνα, λοιπόν, με στοιχεία που διέσωσε ο Αριστοκλής (στον Ευσέβιο τον Παμφίλου) “ο δε γε μαθητής αυτού Τίμων φησι δειν τον μέλλοντα ευδαιμονήσειν εις τρία ταυτα βλέπειν: πρώτον μεν οποια πέφυκε τα πράγματα, δεύτερον δε, τινα χρη τρόπον ημάς προς αυτά διακείσθαι, τελευταίον δε τι περιέσται τοις ουτως εχουσιν”.
Το απόσπασμα αυτό έχει γνωσιολογικό χαρακτήρα, γιατί περιέχεται σε αυτό ο τρόπος θεώρησης των πραγμάτων, επιζητείται δηλαδή η γνώση και η κατανόηση αυτών. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Πύρρωνα, τρεις είναι οι τρόποι κατά τους οποίους οφείλουμε να εξετάζουμε ένα πράγμα:
- ως προς την γένεσή του (οποία πέφυκε τα πράγματα),
- την διάθεσή μας απέναντι σ’αυτό το ίδιο το πράγμα (τίνα χρή τρόπον ημάς προς αυτά διακείσθαι), και
- όσον αφορά στο συμπέρασμα και το όφελος που θα προκύψουν από την θεώρηση αυτή του πράγματος (τι περιέσται τοις ούτως έχουσιν).
«τα μεν ουν πράγματα φησιν αυτόν (Πύρρωνα) αποφαίνειν επίσης αδιάφορα και αστάθμητα και ανεπίκριτα, δια τούτο μήτε τας αισθήσεις ημών μήτε τας δόξας αληθεύειν ή ψεύδεσθαι».
Εδώ αποκλείεται κάθε γνώση, είτε αυτή είναι προϊόν των αισθήσεων είτε της νόησης, γιατί όλα τα πράγματα, κατά την άποψή του είναι ίσα και χωρίς διαφορές (“αδιάφορα”) και, κατά συνέπεια, οι γνώσεις μας γι’ αυτά δεν μπορεί να είναι μήτε ορθές μήτε εσφαλμένες. Σχετικά με το δεύτερο αυτό ζήτημα, ο φιλόσοφος συνιστά αποχή από οποιαδήποτε γνώμη, την οποία μπορεί να έχει ο άνθρωπος, σε ό,τι αφορά ένα κάποιο αντικείμενο, εξαιτίας ακριβώς της πλήρους αγνωσίας του. Σε τελική απόληξη, η “αφασία” αποτελεί το τρίτο και τελευταίο θέμα της γνωσιολογίας του Πύρρωνος, αλλά η αφασία αυτή, η σιωπή δηλαδή, που είναι αποτέλεσμα της παντελούς «αρρεψίας» (απουσίας ροπής προς τα πράγματα), επιφέρει την απραξία της ψυχής, με άλλα λόγια την ευδαιμονία του ανθρώπου.
Η θεωρία του Πύρρωνος επιδιώκει να τονίσει ιδιαίτερα την ηθική διδασκαλία του φιλοσόφου, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως. Το πρόβλημα της γνώσης εντάσσεται σ’ αυτό το σκεπτικό. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στο λογικό, σχετικά με ό,τι αφορά τη γνώση των πραγμάτων, απαλλάσσει ον άνθρωπο από περιττές φροντίδες και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, οδηγείται αυτός προς την αταραξία και πετυχαίνει την ποθητή γαλήνη της ψυχή.
Ο Πύρρων, ο ιδρυτής της Σκεπτικής Φιλοσοφικής Σχολής, γεννήθηκε στην ΄Ηλιδα, όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ενενηντάχρονης ζωής του (360-270 π.Χ.) μαζί με την αδελφή του, τη Φιλίστα, που ήταν μαμή. Νεαρός ακόμη μαθήτευσε στον Βρύσκιο, μαθηματικό φιλόσοφο της Μεγαρικής Σχολής του Ευκλείδη, η οποία είχε διαδεχθεί με τη σειρά της την Ηλειακή Σχολή του Φαίδωνα υπό την επίδραση, ίσως, του Αλεξίνου. Η Ηλειακή παράδοση δηλαδή και σκέψη ήταν καθοριστική στη διαμόρφωση του δικού του φιλοσοφικού στοχασμού.
Συνοδεύοντας τον Αλέξανδρο μαζί με δεκάδες άλλους επιστήμονες, φιλοσόφους, καλλιτέχνες διέσχισε ολόκληρη σχεδόν την Ασία, ήλθε σε επαφή με τους μάγους της Περσίας, μελέτησε σε βάθος το μυστικισμό της Ανατολής και έφτασε ως τις Ινδίες, όπου γνωρίστηκε με τους βραχμάνους, τους περίφημους γυμνοσοφιστές, οι οποίοι επεδίωκαν την ηθική τελείωση στην απόλυτη αταραξία (νιρβάνα) και την πλήρη υποταγή του σώματος στις λιγοστές ανάγκες της ψυχής. Η επίδρασή τους ήταν μεγάλη και στη σκέψη και στον τρόπο ζωής του Ηλείου φιλοσόφου. Με πολλούς απ’ αυτούς διατήρησε φιλικές σχέσεις μέχρι το τέλος της ζωής του.
Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου γύρισε στην πατρίδα του και για λίγο καιρό ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, στη συνέχεια όμως με τη φιλοσοφία. ΄Εζησε μέχρι τον θάνατό του πιστός, παρά τις διάφορες προκλήσεις, στη δική του φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων. Επίσης, θα μπορούσε να πει κανείς με κάθε βεβαιότητα σχεδόν ότι δέχτηκε επιδράσεις και από άλλους, προγενέστερους ΄Ελληνες φιλοσόφους, όπως τον Ευκλείδη τον Μεγαρικό, το Δημοκρίτειο φιλόσοφο Ανάξαρχο καθώς και από εκπροσώπους της αρχαίας Σοφιστικής, όπως τον Πρωταγόρα.
Ο Πύρρων επεδίωκε πάντα να ζει, όσο του ήταν βέβαια δυνατόν, σε απόλυτη συμφωνία με τις φιλοσοφικές δοξασίες του. ΄Ετσι, έζησε απλά και ταπεινά μια πραγματική ζωή φτωχού με ελάχιστες, τις απαραίτητες, ανάγκες και σύμφωνα πάντα με τα έθιμα και τις συνήθειες των φτωχών συμπατριωτών του. ΄Όπως μας πληροφορεί ο Διογένης Λαέρτιος πουλούσε καθημερινά στην αγορά της ΄Ηλιδας πουλερικά και γουρουνόπουλα για τον επιούσιο και δεν αρνιόταν ποτέ ακόμα και τις πιο ταπεινές δουλειές σε αντίθεση με πολλούς άλλους σύγχρονούς του πολίτες αδιαφορώντας πλήρως για τη γνώμη των γύρω του.
Η γνώση για τη ζωή του από νωρίς σκεπάστηκε από ένα πέπλο μυστηρίου και μύθου. Τη διδασκαλία του, τις δοξασίες του, τις θεωρίες του δεν τις κατέγραφε, όπως και ο Σωκράτης και έγιναν ευρύτερα γνωστές από τον πνευματικό του κληρονόμο, τον Τίμωνα. Πολλά περιστατικά της ιδιόρρυθμης ζωής του, για την οποία προσπαθούσε πάντα να είναι σύμφωνη με τη διδασκαλία του, έφτασαν ως εμάς με τη μορφή ανέκδοτων. Ρίχνουν όμως κάποιο φως στο σκοτάδι της πληροφόρησης που έχουμε για τον ίδιο και για το έργο του. Λέγεται ότι μονάχα δυο φορές στη ζωή του ξέφυγε (δηλαδή ταράχτηκε) από τους κανόνες που ο ίδιος είχε θεσπίσει γι’ αυτήν: τη μια, όταν τρομαγμένος σκαρφάλωσε στην κορυφή ενός δένδρου προσπαθώντας να γλιτώσει απ’ την επίθεση ενός επικίνδυνου σκύλου και την άλλη, όταν για άγνωστο σ’ εμάς λόγο νευρίασε με την επίμονη αδελφή του και κάποιος τον περιγέλασε με το γνωστό «δάσκαλε που δίδασκες!». Τότε ο φιλόσοφος γύρισε και του είπε με τη χαρακτηριστική ψυχραιμία που τον διέκρινε πως δεν ήταν δυνατόν να εξαρτήσει την απόδειξη της «αδιαφορίας» του από μια γυναίκα κι ότι με μια γυναίκα ποτέ δεν θα μπορέσεις να τα βγάλεις πέρα ατάραχος.
Κάποια από τα περιστατικά της ζωής του που έφτασαν ως εμάς δείχνουν παραδειγματικά τι εννοούσε ακριβώς όταν μιλούσε για την αταραξία. Κάποτε, παραδίδεται απ’ τις αρχαίες πηγές, ο φίλος του Ανάξαρχος, καθώς βάδιζαν μαζί στις ερημιές της ΄Ηλιδας, γλίστρησε και έπεσε στον παρακείμενο βάλτο. Ο Πύρρων, σαν να μην συνέβη τίποτε, συνέχισε ατάραχος τον περίπατό του αδιαφορώντας παντελώς για τον φίλο του που κινδύνευσε πραγματικά να πνιγεί. Το περιστατικό αυτό ο Ανάξαρχος το διηγείτο συχνά στους ακροατές του για να εκφράσει το θαυμασμό του για τον Ηλείο φιλόσοφο.
Κάποια άλλη στιγμή του άνοιξαν και του καυτηρίασαν με τα πιο επώδυνα αντισηπτικά της εποχής μια πληγή κι ο φιλόσοφος, παρά τον ανυπόφορο πόνο που ένιωθε να τον βασανίζει δεν έκανε ούτε μια σύσπαση, έναν μορφασμό στο ήρεμο και ατάραχο πρόσωπό του. ΄Εδειξε με τον πιο πρόσφορο τρόπο ότι δεν του συνέβαινε τίποτα το συνταρακτικό εκείνη τη στιγμή και τράβηξε άπειρα βλέμματα θαυμασμού πάνω του.
Συχνά αναφερόταν στον ΄Ομηρο και έλεγε ότι δεν πρέπει κανείς να στενοχωριέται ποτέ για το θάνατο γιατί, αφού ο Πάτροκλος που άξιζε περισσότερο απ’ τον καθένα μας πέθανε από το δόρυ του ΄Εκτορα τότε γιατί να ζούμε εμείς που είμαστε σαφώς κατώτεροί του κι ότι οι άνθρωποι μοιάζουν με τα φύλλα των δένδρων που πεθαίνουν το φθινόπωρο. Εδώ έχουμε μια αντίληψη και μια μεταφορά χρησιμοποιημένη ήδη από τη λυρική και τη χορική ποίηση του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ.
Αυτά διέσωσε η αρχαία παράδοση για τη ζωή του Πύρρωνα που ομολογουμένως ρίχνουν κάποιο φως και ερμηνεύουν τις δοξασίες του. Οι Ηλείοι, εκτιμώντας την προσφορά του στη Φιλοσοφία αλλά και στην πατρίδα του τον τίμησαν κυρίως ηθικά, όσο ζούσε: τον έκαναν αρχιερέα και απάλλαξαν εξ αιτίας του όλους τους φιλοσόφους από τη φορολογία. Μετά το θάνατό του όμως του ανήγειραν περικαλλές μνημείο ενώ τοποθέτησαν και την εικόνα του στη Στοά της αγοράς της ΄Ηλιδας.
Ο Σκεπτικισμός
Ο Σκεπτικισμός ως οργανωμένο φιλοσοφικό κίνημα εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στα χρόνια του Αλέξανδρου και των διαδόχων του. Σε μια εποχή – τομή δηλαδή, όταν η κρίση σε όλους τους θεσμούς, τη σκέψη, την πολιτική και τον πολιτισμό είναι κυρίαρχο φαινόμενο στον κλασικό Ελλαδικό χώρο και τον «κόσμο» του και οι αλλαγές που πρόκειται ν’ ακολουθήσουν είναι ακόμη αμφίβολες και άγνωστες. Η μορφή ακριβώς αυτού του κόσμου αλλά και το ιδεολογικό του περιεχόμενο τότε αρχίζει να αλλάζει ριζικά, από τη βάση του, οι πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές δομές παθαίνουν σιγά – σιγά ανεπανόρθωτες αλλοιώσεις.
Η πόλη – κράτος, θεσμός στον οποίο στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο η ανάπτυξη του κλασικού Ελληνικού πολιτισμού, αποδυναμώνεται αρχικά μέχρι την οριστική του διάλυση και στη θέση του εγκαθιδρύεται η νέα μορφή του κοσμοκρατορικού ιδεώδους της Μακεδονικής μοναρχίας και των μεγάλων πολυεθνικών κρατικών μηχανισμών με την κυριαρχία του Ελληνικού στοιχείου που τώρα πια είναι Ελληνιστικό.
Τις εξελίξεις αυτές και τις μεταλλαγές ή τις μεταλλάξεις τους που θα ακολουθήσουν στη συνέχεια ακόμα και μεγάλα και ισχυρά πνεύματα, όπως ο Αριστοτέλης, που τις έζησαν από κοντά, δεν θα κατορθώσουν να τις κατανοήσουν και θα εξακολουθήσουν να επιμένουν σε περασμένες μορφές ανάλυσης των γεγονότων και των ιδεολογιών, σε ξεπερασμένες μορφές πολιτικής και κοινωνικής διαβίωσης. Μόνο κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους θα γίνει κατανοητή σε μεγάλο βαθμό η αλλαγή των καιρών με τον ιστορικό προορισμό που θα δώσουν οι Στωικοί, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, στην οικουμενικότητα του Ρωμαϊκού κράτους. Με την αντίληψη αυτή θα συμφωνήσουν αργότερα και οι Χριστιανοί διανοητές και πατέρες της Εκκλησίας όταν θα τους αναγνωριστεί και επίσημα το δικαίωμα της ύπαρξης από τον Κωνσταντίνο και θα προσδώσουν έτσι την ίδια οικουμενικότητα στη Χριστιανική πλέον Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης αλλά και στην ίδια τη Χριστιανική πίστη.
Οι συνθήκες που επεκράτησαν παγκοσμίως μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου δεν ήταν δυνατόν παρά να ευνοήσουν τη διάδοση της Σκεπτικής Φιλοσοφίας, όπως επίσης και των παράλληλων προς αυτήν διδασκαλιών των Στωικών, των Επικούρειων και των Κυνικών. Η στενή επαφή του Ελληνισμού με τους λαούς της Ανατολής που εντείνονται στα χρόνια των διαδόχων ενισχύει την ιδεολογική σύγχυση και ο Συγκρητισμός και ο Εκλεκτισμός δημιουργούν καινούριες τάσεις στην ανθρώπινη σκέψη και νέες διεξόδους στην κατανόηση και επίλυση των προβλημάτων που αναφύονται καθημερινά μέσα στα πλαίσια των ανατρεπτικών αλλαγών που συμβαίνουν συνεχώς, αφού ο άνθρωπος από τούδε και στο εξής θα είναι πια πολίτης του κόσμου (κοσμοπολίτης) και όχι ενεργό και δραστήριο μέλος μιας πόλης – κράτους.
Εξάλλου, ο Σκεπτικισμός δεν γεννήθηκε από τη μια μέρα στην άλλη. Στοιχεία του προϋπήρχαν ήδη στη διδασκαλία των πρώτων σοφιστών και ιδιαίτερα του Πρωταγόρα, ο οποίος με τον υποκειμενισμό που τον διέκρινε άνοιξε το δρόμο σε νέες επιστημονικές και λογικές έρευνες. Ακόμα κι αυτή η στάση του Σωκράτη με τη θεατρική προσποίηση της άγνοιας και με την πλήρη κατάφαση της αγνωσίας (εν οίδα ότι ουδέν οίδα) καθώς και με τον απορριμματικό τρόπο της διδασκαλίας του, την περίφημη μαιευτική μέθοδο δηλαδή, θεμελιώνει με τη σειρά της την έννοια της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης που θα αποτελέσει τη βάση της διδασκαλίας των Πυρρωνιστών, με τους οποίους μάλιστα θα οδηγηθεί σε ακρότατα αρνητικές μορφές σκέψης, αφού θα αρνηθεί στο τέλος ακόμα και την ίδια της την ύπαρξη. Από την αμφιβολία αυτή όμως και σε αντίθεση προς τους Σκεπτικούς θα γεννηθεί και η πρώτη βεβαιότητα του Καρτέσιου που θα θέσει τις βάσεις για τη νεότερη Φιλοσοφία, η σκέψη δηλαδή ως προϋπόθεση της ύπαρξης («Σκέφτομαι άρα υπάρχω»).
Πηγή:
pyrron.blogspot.gr