Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ (Η ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗ – ΤΕΛΕΙΟΤΕΡΗ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ)

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Γενικά
Η Ελληνική γλώσσα έχει την πιο μακρά ιστορία από τις Ευρωπαϊκές γλώσσες. Αυτό καταμαρτυρείται από επιγραφές που έχουν βρεθεί στην Ελληνική γη και που χρονολογούνται από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ καθώς και από λογοτεχνικά κείμενα τα οποία είναι 2500 χρόνων. Όλες οι τέχνες και οι επιστήμες γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν κάνοντας χρήση της γλώσσας αυτής. Τα πρώτα κείμενα Μαθηματικών, Φυσικής, Αστρονομίας, Νομικής, Ιατρικής, Ιστορίας, Γαστρονομίας κ.α. γράφτηκαν στη γλώσσα αυτή.
Τα πρώτα θεατρικά έργα, κωμωδίες και τραγωδίες, τα έργα του Ομήρου, η Καινή Διαθήκη, καθώς και Βυζαντινά λογοτεχνικά έργα έχουν γραφτεί στην Ελληνική γλώσσα. Η πρώτη εγκυκλοπαίδεια γράφτηκε στην Ελληνική γλώσσα.


Το πλέον αξιοσημείωτο γεγονός πάντως είναι ότι το 1100 π.Χ. οι Έλληνες είχαν τη μεγαλοφυή ιδέα να δημιουργήσουν κάποια γραπτά σύμβολα κάθε ένα από τα οποία να αντιπροσωπεύει μόνο ένα φθόγγο (σε αντίθεση με το Φοινικικό αλφάβητο που ήταν συμφωνικό/ φθογγογραφικό). Αυτή η μία προς μία αναλογία γραμμάτων και φθόγγων άλλαξε το ρου της ιστορίας αφού η εφαρμογή της ιδέας αυτής αποτελεί αυτό που ονομάστηκε »Αλφάβητο».
Στην αρχή έγραφαν μόνο με κεφαλαία γράμματα, χωρίς κενά ανάμεσα στις λέξεις και δεξιόστροφα. Αυτό όμως τον 5ο π.Χ. αιώνα έδωσε τη θέση του στον αριστερόστροφο τρόπο γραφής. Έτσι, παρουσιάστηκε το πρώτο αλφάβητο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια από τους Ρωμαίους από τους οποίους και πέρασε σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο. Όλα τα Ευρωπαϊκά αλφάβητα είναι παραλλαγές του Ελληνικού αλφαβήτου.
Η Ελληνική γλώσσα είναι μια από τις ελάχιστες στον κόσμο που παρουσιάζει ομοιογενή εξέλιξη και αποτελεί φαινόμενο σπάνιο στη γλωσσολογική ιστορία του ανθρώπινου γένους διότι ομιλείται επί χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή. Η σύγχρονη Ελληνική γλώσσα διατηρεί την αρχαία γραφή και ορθογραφία των λέξεων και το 75% του λεξιλογίου της βασίζεται στην αρχαία Ελληνική γλώσσα. Είναι μια γλώσσα με μοναδικές αρετές: διαθέτει εκφραστικότητα, ευλυγισία, δύναμη συνθετική και ικανότητα παραγωγική ώστε ανάλογα με τις ανάγκες να παράγει και να συνθέτει νέες λέξεις.
Όλες οι γλώσσες χρησιμοποιούν λέξεις άλλων γλωσσών. Η Ελληνική γλώσσα επέδρασε στη διαμόρφωση των γλωσσών πολλών λαών. Η Αγγλική γλώσσα, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί σήμερα πάνω από 50.000 λέξεις Ελληνικής προέλευσης.
  • Οι πρώτοι Χριστιανικοί ύμνοι γράφτηκαν στα Ελληνικά. Όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και τα Ευαγγέλια γράφτηκαν στα Ελληνικά. Ο Απόστολος Παύλος έγραψε τις ‘Επιστολές’ του στα Ελληνικά.
  • Η πρώτη εγκυκλοπαίδεια γράφτηκε στα Ελληνικά.
  • Η ιστορία της λεξικογραφίας έχει την αρχή της 2000 χρόνια πριν στην Αρχαία Ελλάδα. Τον 5ο αιώνα π.Χ. ο Πρωταγόρας πρώτος συνέταξε ένα γλωσσάριο που περιείχε τις σπάνιες λέξεις που συναντώνται στα έργα του Ομήρου.
  • Τα πρώτα φιλοσοφικά έργα για την γέννηση της γλώσσαςγράφτηκαν από τον Πλάτωνα (427-347 BC).
  • Η πρώτη Γραμματική, η Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσας ήταν έργο του Διονυσίου Θράκα το 100 π.Χ.
  • Τα αριστουργήματα του Ομήρου, του Αριστοτέλη, του Πίνδαρου, του Ευριπίδη, του Σοφοκλή, του Αισχύλου, του Θαλή, του Αριστοφάνη, του Μένανδρου και τόσων άλλων γράφτηκαν στα Ελληνικά.
  • Ρωμαίοι αυτοκράτορες, όπως ο Μάρκος Αυρήλιος, έγραψαν στα Ελληνικά. Οι Ρωμαίοι ρήτορες στο »Αθήναιον» της Ρώμης εκφωνούσαν τους λόγους τους στα Ελληνικά.
Ελληνική Γλώσσα η Τελειότερη στα Χρονικά της Ανθρώπινης Ιστορίας
Η Ελληνική γλώσσα είναι η τελειότερη που έχει δημιουργηθεί στα χρονικά της ανθρώπινης ιστορίας. Πρόκειται για μια γλώσσα που έχει κατασκευαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει άμεση σχέση με… τη μαθηματική γλώσσα και να περικλείει μια «αφανή αρμονία«. Όπως έγραψε ο Ιάμβλιχος στα «Θεολογούμενα της αριθμητικής» («Περί δεκάδος» 64-15,20): «Ακόμα η δεκάδα γεννά τον (αριθμό) 55, ο οποίος περιέχει θαυμαστά κάλλη. Εάν δε υπολογίσεις τα ψηφία της λέξης “εν” (σ.σ.: ένα) σε αριθμούς, βρίσκεις άθροισμα 55″.
Οι πρόγονοί μας δεν χρησιμοποιούσαν ψηφία αλλά τα γράμματα της αλφαβήτου τονισμένα ως σύμβολα αριθμών (π.χ. α΄=1, β΄=2 κ.ο.κ.). Όπως είδαμε προηγουμένως, με αυτό τον τρόπο οι λέξεις μπορούν να αναλυθούν σε αριθμούς σχηματίζοντας τους «λεξαρίθμους». Έτσι καθετί προσλάμβανε ξεχωριστή σημασία μέσα από έναν συνδυασμό μαθηματικών και ονομάτων. Για παράδειγμα, ο αριθμός της χρυσής τομής προκύπτει από τους λόγους ΑΠΟΛΛΩΝ : ΑΡΤΕΜΙΣ, ΕΣΤΙΑ: ΗΛΙΟΣ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ : ΖΕΥΣ.

Ωστόσο αυτό που αποδεικνύεται πράγματι ασύλληπτο είναι το γεγονός ότι το Ελληνικό αλφάβητο κρύβει μια μυστική επίκληση! Εάν πάρουμε τα γράμματά του και τα θέσουμε στη σειρά, ως δια μαγείας εμφανίζεται μια αρχαία προσευχή που εξυμνεί το Φως και την Ψυχή! Έχουμε, λοιπόν:
«Αλ φα, βη τα Γα Αμα δε Ελ, τα εψ ιλών. Στη ίγμα, (ίνα) ζη τα, η τα, θη τα Ιώτα κατά παλλάν Δα. (Ινα) μη νυξ η, ο μικρόν (εστί) πυρός δε ίγμα ταφή εψ ιλών, φυ (οι) Ψυχή, ο μέγα (εστί)!»
Η μετάφραση έχει ως εξής:
«Νοητέ ήλιε, εσύ που είσαι το φως, έλα στη Γη. Κι εσύ, ήλιε ορατέ, ρίξε τις ακτίνες σου στον πηλό που ψήνεται. Ας γίνει ένα καταστάλαγμα για να μπορέσουν τα Εγώ να ζήσουν, να υπάρξουν και να σταθούν πάνω στην παλλόμενη Γη. Ας μην επικρατήσει η νύχτα, που είναι το μικρόν, και κινδυνεύσει να χαθεί το καταστάλαγμα της φωτιάς μέσα στην αναβράζουσα λάσπη, κι ας αναπτυχθεί η Ψυχή, που είναι το μέγιστο, το σημαντικότερο όλων.»
Τη μυστική αυτή επίκληση μαθαίνουμε να κάνουμε όλοι ασυνείδητα από την ώρα που μαθαίνουμε το Ελληνικό αλφάβητο. Επίσης έρευνες δείξανε πως οι μελέτη της αρχαιοελληνικής γλώσσας, διευρύνει τον νου. Δεν είναι τυχαίο, που σε έρευνα Αμερικανών για την τεχνητή νοημοσύνη, διαπιστώσανε πως για να επικοινωνήσουν δύο υπολογιστές μεταξύ τους και να έχουν μία λογική συζήτηση, χρειάζεται να χρησιμοποιήσουν την αρχαία Ελληνική γλώσσα και μόνο. Τελευταία καταμέτρηση μάλιστα έδειξε πως η Ελληνική γλώσσα συν της αρχαιοελληνικής, περιέχει πάνω από 6.000.000(!) λέξεις και πολλές που ακόμα δεν γνωρίζουμε ενώ π.χ. η Αγγλική φτάνει μόλις τις 40000.
Τελικά πόσα ακόμη μυστικά μπορεί να κρύβει η ελληνική γλώσσα; Πολύ περισσότερα από όσα πιστεύουμε και σίγουρα ακόμα περισσότερα από όσα μπορεί να χωρέσουν στις σελίδες ενός αφιερώματος.
Τι δεν Ξέρουμε για την Ελληνική Γλώσσα
Η Ελληνική γλώσσα δεν είναι τυχαία… Χτίστηκε πάνω στα μαθηματικά, και αυτό που ελάχιστοι ακόμα ξέρουν είναι ότι κάθε λέξη στην ελληνική έχει μαθηματικό υπόβαθρο. Τα γράμματα στην Ελληνική γλώσσα δεν είναι στείρα σύμβολα. Όρθια, ανάποδα με ειδικό τονισμό, αποτελούσαν το σύνολο των 1620 συμβόλων που χρησιμοποιούνταν στην Αρμονία (Μουσική στα νεοΕλληνικά).
Η πιο σημαντική τους ιδιότητα είναι ότι το κάθε γράμμα έχει μια αριθμητική τιμή/αξία, κάθε γράμμα είναι ένας αριθμός, οπότε κατ επέκταση και κάθε λέξη είναι ένας αριθμός. Μια τεράστια γνώση κλειδωμένη-κωδικοποιημένη μέσα λέξεις λόγω της μαθηματικών τιμών που έχουν. Ένας από τους Πρωτοπόρους επί του θέματος ήταν ο μέγιστος Πυθαγόρας.
Οι αριθμοί, τα σχήματα, η αρμονία και τα άστρα έχουν κάτι κοινό, έτσι αντίστοιχα τα μαθηματικά (αριθμοί) η γεωμετρία (σχήματα) η αρμονία(μουσική) και η αστρο-νομία (αστήρ=α-χωρίς- στήριγμα + φυσικοί νόμοι που τα διέπουν) ήταν αδελφές επιστήμες κατά τον Πυθαγόρα, που με την συγκεκριμένη σειρά που αναφέραμε ήταν η σκάλα για την εξέλιξη (=εκ -του- έλικος, DNA) του νου-ψυχής προς τον Δημιουργό. Έναν Δημιουργό που δημιούργησε βάσει αυτών των τεσσάρων επιστημών. 27 σύμβολα-αριθμοί με αριθμητική αξία συνθέτουν το Ελληνικό Αλφάβητο, 3 ομάδες από 9 σύμβολα-αριθμούς η κάθε ομάδα, με άθροισμα κάθε ομάδας 45, 450, 4.500.
ΑΛΦΑ = 1+30+500+1= 532 =>5+3+2= 10 => 1+0= 1
ΕΝ = 5+50 = 55 => 5+5 = 10 => 1+0= 1
ΟΜΙΚΡΟΝ = 70+40+10+20+100+70+50= 360, όσες και οι μοίρες του κύκλου
Για να είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τα νοήματα των εννοιών των λέξεων της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης πρέπει πρωτίστως να γνωρίζουμε κάποια πράγματα για την ίδια την Ελληνική γλώσσα.

Η αρχαία Ελληνική γλώσσα είναι η μοναδική η οποία δεν είναι βασισμένη στο ότι κάποιοι απλά καθίσαν και συμφώνησαν να ονομάζουν ένα αντικείμενο «χ» ή «ψ» όπως όλες οι υπόλοιπες στείρες γλώσσες του κόσμου. Η Ελληνική γλώσσα είναι ένα μαθηματικό αριστούργημα το οποίο θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε.
Η αρχή των πάντων είναι το ίδιο το Ελληνικό Αλφάβητο (το οποίο φυσικά δεν το πήραμε από κάποιον άλλον όπως θα δούμε παρακάτω διότι εκ των πραγμάτων δεν γίνεται). Τα γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου στο σύνολο τους ήταν 33 όσοι και οι σπόνδυλοι, οι 5 τελευταίοι σπόνδυλοι (που παίζουν τον ρόλο της κεραίας) έχουν άμεση σχέση με τον εγκέφαλο και αντιστοιχούν στα 5 τελευταία άρρητα γράμματα τα οποία γνώριζαν μόνο οι ιερείς.
Ένα από αυτά ήταν η Σώστικα (ή Γαμμάδιον) η οποία στα Λατινικά έγινε swstika και οι Ναζί το έκλεψαν και την ονομάτισαν Σβάστικα. Το σύμβολο αυτό είναι του ζωογόνου Ηλίου (Απόλλωνα), οι Ναζί το αντέστρεψαν για να συμβολίσουν το αντίθετο του ζωογόνου Ήλιου, δηλαδή του σκοτεινού θανάτου.
Υπήρχαν ακόμα κάποια γράμματα τα οποία στην πάροδο του χρόνου καταργήθηκαν όπως το Δίγαμμα (F), Κόππα (Q), Στίγμα (S’), Σαμπί (ϡ)
Ο Πυθαγόρας μας ενημερώνει για τα 3 επίπεδα της Ελληνικής γλώσσας τα οποία είναι τα εξής:
1. Ομιλών
2. Σημαίνον (α. σήμα, β. σημαινόμενο)
3. Κρύπτον (α. διαστήματα β. κραδασμός γ. λεξάριθμος δ. τονάριθμος)

Το πρώτο είναι η ομιλία
Το δεύτερο είναι η σχέση του σήματος με το σημαινόμενο που θα αναλύσουμε παρακάτω
– Το τρίτο είναι το διάστημα (απόσταση & χρόνος), ο κραδασμός (που αφυπνίζει τον εγκέφαλο μέσω ιδιοσυχνοτήτων από τους δημιουργηθέντες παλμούς – Παλλάδα Αθηνά) ο λεξάριθμος (σχέση γραμμάτων και λέξεων με αριθμούς) και ο τονάριθμος (σχέση γραμμάτων και λέξεων με μουσικούς τόνους)
Το κάθε γράμμα αντιστοιχούσε σε έναν αριθμό, αλλά και σε έναν μουσικό τόνο άρα γράμμα=αριθμός=τόνος (μουσικός), πράγμα που φανερώνει ότι στη γλώσσα μας πίσω από τα γράμματα-λέξεις υπάρχουν αριθμοί (λεξάριθμοι) και μουσικοί φθόγγοι (τονάριθμοι).
Οι 4 αδελφές επιστήμες κατά τον Πυθαγόρα ήταν:
1. Αριθμοί (Μαθηματικά)
2. Σχήματα (Γεωμετρία)
3. Μουσική (Αρμονία)
4. Αστρονομία

Οι επιστήμες αυτές είναι αλληλένδετες και βρίσκονται η μια μέσα στην άλλην όπως οι Ρωσικές μπαμπούσκες. Συνδυάστε τώρα το αλφάβητο που εσωκλείει αριθμούς και μουσικούς τόνους με τις 4 αυτές επιστήμες.
1. Αστρονομία= αστηρ + νόμος, α-στηρ = αυτό που δεν στηρίζεται, άρα αστρονομία= οι συμπαντικοί νόμοι που διέπουν αυτό που δεν στηρίζεται κάπου, οι οποίοι έχουν να κάνουν με την μουσική (αρμονία), σχήματα (γεωμετρία) αριθμούς (μαθηματικά) και όλα αυτά με τον Αιθέρα ο οποίος περιβάλει τις ουράνιες σφαίρες.
2. Ο Πυθαγόρας άκουγε την αρμονία (μουσική) των ουρανίων Σφαιρών άρα μιλάμε μια γλώσσα η οποία έχει να κάνει με την ροή του σύμπαντος.
Η Ελληνική γλώσσα είναι η μοναδική η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για Η/Υ λόγω της μαθηματικότητας και μουσικότητας όχι μόνο του Αλφαβήτου-λέξεων, αλλά και των μαθηματικών εννοιών που γεννώνται π.χ. η λέξη ΘΕΣΙΣ γίνεται: συνΘεσις, επίΘεσις, κατάΘεσις, υπόΘεσις, εκΘεσις, πρόσΘεσις, πρόΘεσις, ανάΘεσις, διάΘεσις, αντίΘεσις κτλ κτλ αν τώρα αυτές τις λέξεις τις μεταφράσουμε στα Αγγλικά είναι εντελώς άσχετες μεταξύ τους.
Το ότι δεν γίνεται το Αλφάβητο να είναι αντιγραμμένο από κάπου αλλού φαίνεται από το ότι εν έτη 2300 π.Χ. (με μελέτες της Τζιροπούλου και άλλων και όχι το 800 π.Χ.) ο Όμηρος ήδη έχει στην διάθεση του 6.500.000 πρωτογενής λέξεις (πρώτο πρόσωπο ενεστώτα & ενικού αριθμού) τις οποίες αν τις πολλαπλασιάσουμε Χ72 που είναι οι κλήσεις, θα βγάλουμε ένα τεράστιο αριθμό ο οποίος δεν είναι ο τελικός, διότι μην ξεχνάμε ότι η Ελληνική γλώσσα δεν είναι στείρα, ΓΕΝΝΑ.
Αν συγκρίνουμε τώρα π.χ. την Αγγλική γλώσσα που έχει 80.000 λέξεις εκ των οποίων το 80% είναι Ελληνικές όπως μας ενημερώνει το Πανεπιστήμιο της Ουαλίας, και μετρήσουμε ότι αυτή η στείρα γλώσσα εξελίσσεται 1000 χρόνια, μπορούμε αβίαστα να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι ο Όμηρος παραλαμβάνει μια γλώσσα η οποία έχει βάθος στον χρόνο 100.000 π.Χ. 500.000 π.Χ. ποιος ξέρει…
Όμως η απόλυτη απόδειξη είναι η ίδια η μαθηματικότητα της, η οποία δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα του πλανήτη. Μην ξεχνάμε ακόμα το ότι ο Δημιουργός χρησιμοποιεί μαθηματικά για την δημιουργία, άρα η γλώσσα μας έχει αναγκαστικά σχέση με την πηγή (root-0/1).
Πριν όμως από το «Κρύπτον» υπάρχει το «Σημαίνον», δηλαδή η σύνδεση των λέξεων με τις έννοιες αυτών. Είπανε νωρίτερα ότι οι ξένες διάλεκτοι ορίστηκαν κατόπιν συμφωνίας, δηλαδή κάποιοι συμφώνησαν ότι το τάδε αντικείμενο θα το ονομάσουν «Χ», κάτι που κάνει τις γλώσσες στείρες, άρα δεν μπορούν να γεννήσουν νέες λέξεις, άρα δεν υπάρχει μαθηματικότητα, άρα δεν δύναται να περιγράψουν νέες έννοιες που υπάρχουν στην φύση, με αποτέλεσμα ο εγκέφαλος εφόσον δεν μπορεί να περιγράψει μέσω των νέων λέξεων καινούριες έννοιες μένει στο σκοτάδι, έτσι οι νευρώνες του εγκεφάλου δεν γεννούν νέους εν αντιθέσει με όσους χρησιμοποιούν την Ελληνική.
Πως θα μπορούσε π.χ. ο Άγγλος ή ο Γάλλος ή ο Χ, Υ με μια λέξη που έχει 10 έννοιες να περιγράψει με ακρίβεια άρα και σαφήνεια μια βαθύτερη έννοια; πόσο μάλλον τις πολλαπλές πλευρές αυτής; δεν μπορεί, να λοιπόν το γιατί όλα ξεκίνησαν εδώ. Το Σημαίνον λοιπόν είναι η σύνδεση του σήματος με το σημαινόμενο, δηλαδή η ίδια η λέξη είναι δημιουργημένη με τέτοιο τρόπο που περιγράφει την έννοια που εσωκλείνει μέσα της.
Παράδειγμα: Η ονοματοδοσία της λέξης ΚΑΡΥΟΝ (Καρύδι) προέρχεται από μια παρατήρηση της φύσης (όπως όλες οι λέξεις), δηλαδή όταν δυο κερασφόρα ζώα (Κριοί, τράγοι κτλ) τρα.κάρ.ουν με τα κέρ.ατα τους ακούγεται το «κρακ» ή «καρ», ο ήχος αυτός έδωσε το όνομα «κέρας» (κέρατο) το κέρας έδωσε το όνομα κράτα ή κάρα (κεφάλι) και το υποκοριστικό αυτού το Κάρυον (μικρό κεφάλι). το Κάρυον (καρύδι) μοιάζει καταπληκτικά με το ανθρώπινο κεφάλι και το εσωτερικό του με εγκέφαλο.
Το Υ είναι η ρίζα του ρήματος ΥΩ (βρέχω) όπου υπάρχει το Υ υπάρχει κοιλότητα (ή κυρτότητα) δηλαδή θηλυκώνει κάτι, η βροχή (υγρό στοιχείο) μπαίνει (θηλυκώνεται) μέσα στην γη.
Το μουσικό – αριθμητικό αλφάβητο δημιουργεί μουσικο – μαθηματικές λέξεις οι οποίες περιγράφουν αντίστοιχες έννοιες, οι οποίες προέρχονται από την παρατήρηση της φύσεως δηλαδή της Δημιουργίας άρα κατ επέκταση του ίδιου του Δημιουργού, αλλά η ερώτηση είναι πόσες χιλιετίες μπορεί να χρειάστηκαν για να δημιουργηθεί αυτό το τέλειο μαθηματικό σύμπλεγμα που τα γράμματα είναι αριθμοί και συνάμα μουσικοί τόνοι και οι λέξεις δηλαδή το σύνολο των αριθμών και των μουσικών τόνων κρύβουν μέσα τους εκτός από σύνθετες μουσικές αρμονίες, έννοιες οι οποίες δεν είναι καθόλου τυχαίες αλλά κατόπιν εκτενέστατης παρατηρήσεως της φύσης;
Ευλόγως λοιπόν ο Αντισθένης μας υπενθυμίζει «Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις».
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Εισαγωγικά
Στις μέρες μας όπου αμφισβητούνται ακόμα και τα αυτονόητα, έχει αρχίσει να ακούγεται η άποψη ότι δεν υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες γλώσσες, αλλά ότι όλες έχουν την ίδια αξία. Αυτό είναι τόσο παράλογο να το πιστεύει κανείς, όσο το να πιστεύει ότι μπορούν σε έναν αγώνα δρόμου όλοι οι δρομείς να τερματίσουν ταυτόχρονα. Κάτι τέτοιο είναι απλά αδύνατον.

Το συγκεκριμένο παράδειγμα είναι κάτι πολύ απλό, πόσο μάλλον όταν έχουμε να κάνουμε με κάτι τόσο πολύπλοκο όσο η γλώσσα. Δηλαδή μπορεί μια γλώσσα πρωτόγονου επιπέδου με 10 διαφορετικές λέξεις να έχει την ίδια αξία με μια γλώσσα τόσο σύνθετη όσο οι σημερινές; Ποιός λογικός άνθρωπος μπορεί να το δεχτεί αυτό; Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι οι χιμπατζήδες χρησιμοποιούν μια «γλώσσα» με ένα λεξιλόγιο από τριάντα λέξεις-κραυγές.
Σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να υποβαθμίσει κάποιες γλώσσες, αλλά να αποδείξει με αντικειμενικά κριτήρια ότι δεν έχουν όλες οι γλώσσες την ίδια αξία (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η κάθε γλώσσα δεν έχει την αξία της). Υπάρχουν σήμερα περίπου 3.000 διαφορετικές γλώσσες (η πλειοψηφία των οποίων δεν έχει σύστημα γραφής). Είναι σίγουρο ότι κάθε γλώσσα έχει την δική της αξία και πρέπει να αγωνιζόμαστε όλοι ώστε όλες οι γλώσσες να επιβιώσουν.
Δυστυχώς πολλές γλώσσες έχουν ήδη εκλείψει και θα εκλείψουν και στο μέλλον, και αυτό είναι πραγματικά μια αμαρτία. Όσο αμαρτία είναι όταν εξαφανίζεται ένα είδος ζώου διότι και η γλώσσα κάτι τέτοιο είναι, ένας «ζωντανός» οργανισμός που εξελίσσεται και είτε επιβιώνει είτε χάνεται. Πρακτική δυστυχώς συνέπεια αυτού είναι να χάνονται σημαντικά κομμάτια της εξέλιξης της ανθρώπινης πορείας, για την οποία δεν έχουμε ιδιαίτερα πολλές γνώσεις.
Για πολλούς μη-Έλληνες γλωσσολόγους και ανθρώπους του πνεύματος, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Ελληνική γλώσσα (ιδιαιτέρως τα Αρχαία Ελληνικά) είναι η ανώτερη μορφή γλώσσας που έχει επινοήσει ποτέ το ανθρώπινο πνεύμα. Οι απόψεις αυτές δεν είναι αυθαίρετες, αλλά βασίζονται σε κριτήρια αντικειμενικά σχετικά με την αξιολόγηση μιας γλώσσας. Παρακάτω θα περιγράψουμε μία σειρά από ιδιότητες τις Ελληνικής γλώσσας και θα αντιπαραβάλουμε κάποιες ξένες γλώσσες (συνήθως την Αγγλική, καθώς αυτή είναι η πιό διαδεδομένη) πρός σύγκριση.
Ο Πλούτος του Λεξιλογίου
Είναι γνωστή η έκφραση που χρησιμοποιούν οι Άγγλοαμερικάνοι όταν ψάχνουν να βρούν την κατάλληλη λέξη για κάποια έννοια «Οι Έλληνες θα έχουν μια λέξη για αυτό». Φράση την οποίαν πρώτος είχε γράψει ο καθηγητής Όλιβερ Τάπλιν στο βιβλίο του «Ελληνικό πυρ».
Ενώ η Αγγλική γλώσσα έχει, βάση του μεγάλου Αμερικανικού λεξικού Merriam-Webster, περίπου 166.724 λεξίτυπους (σύμφωνα με το ίδιο λεξικό 41.214 από αυτές τις λέξεις είναι αμιγώς Ελληνικές, χωρίς να υπολογίζουμε τις σύνθετες και τις Ελληνογενείς) , η Ελληνική γλώσσα περιλαμβάνει ήδη, στην καταγραφή μέχρι λίγο πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, 1.200.000 λεξίτυπους.
Το εντυπωσιακό αυτό νούμερο προκύπτει από το έγκριτο TLG (Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσης) το οποίο ακόμα δεν έχει τελειώσει την καταγραφή όλων των Ελληνικών κειμένων. Εκτιμάται μάλιστα από την διευθύντρια του TLG, κα Μαρία Παντελιά, ότι μόλις τελειώσει η καταγραφή θα έχουν αποθησαυριστεί ίσως μέχρι και 2.000.000 λεξίτυποι.
Επιπλέον, σύμφωνα με τον κ Α. Κωσταντινίδη συγγραφέα των βιβλίων «Οι Ελληνικές λέξεις στην Αγγλική γλώσσα» και «Η οικουμενική διάσταση της Ελληνικής γλώσσης», πολλά λεξικά σταματούν την ετυμολογία της λέξης στην Λατινική ρίζα αγνοώντας το γεγονός ότι η πλειονότης των ίδιων των Λατινικών λέξεων έχουν Ελληνική ρίζα.
Πολλές Ομηρικές λέξεις σώζονται ακόμα και σήμερα στις Ευρωπαϊκές γλώσσες, και αυτές οι πάμπολλες λέξεις φυσικά δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των «αμιγώς Ελληνικών» που αναφέραμε νωρίτερα. Μία από αυτές τις λέξεις είναι το γνωστό «kiss». Ακούγεται αστεία σαν δήλωση ότι είναι στην ουσία Ελληνική λέξη ε; Και όμως, στα Αρχαία Ελληνικά, το «φιλώ» είναι «κυνέω / κυνώ», εξ’ού και το προσκυνώ (σημαίνει κάνω ένα βήμα μπροστά και δίνω ένα φιλί). Στην προστακτική το ρήμα γίνεται «κύσον με», δηλαδή «φίλησε με», όπως θα είπε και η Πηνελόπη στον Οδυσσέα όταν τον είδε να επιστρέφει στην Ιθάκη. Στα Αγγλικά θα λέγαμε «kiss me».
Ο βαθμός ομοιότητας των δύο φράσεων δεν αφήνει χώρο για αμφιβολίες. Και αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά παραδείγματα.
Η Δυνατότητα Δημιουργίας Νέων Λέξεων
Η δύναμη της Ελληνικής γλώσσας βρίσκεται στην ικανότητά της να πλάθεται όχι μόνο προθεματικά ή καταληκτικά, αλλά διαφοροποιώντας σε μερικές περιπτώσεις μέχρι και την ρίζα της λέξης (π.χ. «τρέχω» και «τροχός» παρόλο που είναι από την ίδια οικογένεια αποκλίνουν ελαφρώς στην ρίζα). Η Ελληνική γλώσσα είναι ειδική στο να δημιουργεί σύνθετες λέξεις με απίστευτων δυνατοτήτων χρήσεις, πολλαπλασιάζοντας το λεξιλόγιο.
Το διεθνές λεξικό Webster’s (Webster’s New International Dictionary) αναφέρει «Η Λατινική και η Ελληνική, ιδίως η Ελληνική, αποτελούν ανεξάντλητη πηγή υλικών για την δημιουργία επιστημονικών όρων.»  ενώ οι Γάλλοι λεξικογράφοι Jean Bouffartigue καιAnne-Marie Delrieu τονίζουν «Η επιστήμη βρίσκει ασταμάτητα νέα αντικείμενα ή έννοιες. Πρέπει να τα ονομάσει. Ο θησαυρός των Ελληνικών ριζών βρίσκεται μπροστά της, αρκεί να αντλήσει από εκεί. Θα ήταν πολύ περίεργο να μην βρεί αυτές που χρειάζεται.».
Ο Γάλλος συγγραφέας Ζακ Λακαρριέρ, έκθαμβος μπροστά στο μεγαλείο της Ελληνικής, είχε δηλώσει σχετικώς «Η Ελληνική γλώσσα έχει το χαρακτηριστικό να προσφέρεται θαυμάσια για την έκφραση όλων των ιεραρχιών με μια απλή εναλλαγή του πρώτου συνθετικού. Αρκεί κανείς να βάλει ένα παν- πρώτο- αρχί- υπέρ- ή μια οποιαδήποτε άλλη πρόθεση μπροστά σε ένα θέμα. Κι αν συνδυάσει κανείς μεταξύ τους αυτά τα προθέματα, παίρνει μια ατελείωτη ποικιλία διαβαθμίσεων. Τα προθέματα εγκλείονται τα μεν στα δε σαν μια σημασιολογική κλίμακα, η οποία ορθώνεται πρός τον ουρανό των λέξεων.»
Είναι αλήθεια ότι μπορούμε να βάλουμε και παραπάνω από μια πρόθεση μπροστά απο μία λέξη, ακριβώς όπως περιγράφει ο Γάλλος φίλος μας. Παραδείγματα συνδυασμών πολλαπλών προθέσεων με λέξεις που να δημιουργούν νέες λέξεις υπάρχουν άπειρα. Αντικαταβάλλω, επαναδιατυπώνω, αντιπαρέρχομαι, ανακατασκευάζω κτλ.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου η Θέτις θρηνεί για ότι θα πάθει ο υιός της σκοτώνοντας τον Έκτωρα «διό και δυσαριστοτοκείαν αυτήν ονομάζει». Η λέξη αυτή από μόνη της είναι ένα μοιρολόι, δυς + άριστος + τίκτω (=γεννώ) και σημαίνει όπως αναλύει το Ετυμολογικόν το Μέγα «που για κακό γέννησα τον άριστο». Ποιά άλλη γλώσσα στον κόσμο θα μπορούσε να αποδώσει σε μία μόνο λέξη τόσα πολλά και υψηλά νοήματα; Και όπως έλεγαν και οι Αρχαίοι, «το Λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν».
Προ ολίγων ετών κυκλοφόρησε στην Ελβετία το λεξικό ανύπαρκτων λέξεων (DictionnaireDes Mots Inexistants) όπου προτείνεται να αντικατασταθούν Γαλλικές περιφράσεις με μονολεκτικούς όρους από τα Ελληνικά. Π.χ. androprere, biopaleste, dysparegorete,ecogeniarche, elpidophore, glossoctonie, philomatheem tachymathie, theopempte κλπ, περίπου 2.000 λήμματα με προοπτική περαιτέρω εμπλουτισμού.
Ο Godefroi Herman, ο Γάλλος μεταφραστής των Διονυσιακών του Νόννου, ομολογεί«Πόσες φορές μεταφράζοντας δεν ανέκραξα όπως ο Ρονσάρ: Πόσο είμαι περίλυπος που η γλώσσα η Γαλλική δεν δημιουργεί λέξεις όπως η Ελληνική… ωκύμορος, δύσποτμος, ολιγοφρονείν…».

Η Ακριβολογία
Στα Αγγλικά το ρήμα και το ουσιαστικό συχνά χρησιμοποιούν ακριβώς την ίδια λέξη π.χ. «drink» που σημαίνει και «ποτό» και «πίνω». Επιπλέον τα ονόματα δεν έχουν κλίσεις, για παράδειγμα στα Ελληνικά λέμε «Ο Θεός, του Θεού, τω Θεώ, τον Θεό, ω Θεέ» ενώ στα Αγγλικά έχουμε μια μόνο λέξη για όλες αυτές τις έννοιες, το «God».
Είναι προφανές λοιπόν, ότι τουλάχιστον όσον αφορά την ακριβολογία, γλώσσες όπως τα Ελληνικά υπερτερούν σαφώς σε σχέση με γλώσσες σαν τα Αγγλικά. Είναι λογικό άλλωστε αν κάτσει να το σκεφτεί κανείς, ότι μπορεί πολύ πιο εύκολα να καθιερωθεί μια γλώσσα διεθνής όταν είναι πιο εύκολη στην εκμάθηση, από τη άλλη όμως μια τέτοια γλώσσα εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να είναι τόσο ποιοτική.
Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι η Αγγλική γλώσσα δεν μπορεί να είναι Λακωνική όπως είναι η Ελληνική, καθώς για να μην είναι διφορούμενο το νόημα της εκάστοτε φράσης, πρέπει να χρησιμοποιηθούν επιπλέον λέξεις. Για παράδειγμα η λέξη «drink» σαν αυτοτελής φράση δεν υφίσταται στα Αγγλικά, καθώς μπορεί να σημαίνει «ποτό», «πίνω», «πιές» κτλ. Αντιθέτως στα Ελληνικά η φράση «πιές» βγάζει νόημα, χωρίς να χρειάζεται να βασιστείς στα συμφραζόμενα για να καταλάβεις το νόημά της.
Παρένθεση: Να θυμίσουμε εδώ ότι στα Αρχαία Ελληνικά εκτός από Ενικός και Πληθυντικός αριθμός, υπήρχε και Δυϊκός αριθμός. Υπάρχει στα Ελληνικά και η Δοτική πτώση εκτός από τις υπόλοιπες 4 πτώσεις ονομαστική, γενική, αιτιατική και κλιτική. Η Δοτική χρησιμοποιείται συνεχώς στον καθημερινό μας λόγο (π.χ. Βάσει των μετρήσεων, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι…) και είναι πραγματικά άξιον λόγου το γιατί εκδιώχθηκε βίαια από την νεοελληνική γλώσσα. Ακόμα παλαιότερα, εκτός από την εξορισμένη αλλά ζωντανή Δοτική υπήρχαν και άλλες τρείς επιπλέον πτώσεις οι οποίες όμως χάθηκαν.
Το ίδιο πρόβλημα, σε πολύ πιο έντονο φυσικά βαθμό, έχει και η Κινεζική γλώσσα. Όπως μας λέει και ο δημοσιογράφος Α. Κρασανάκης «Επειδή οι απλές λέξεις είναι λίγες, έχουν αποκτήσει πάρα πολλές έννοιες, για να καλύψουν τις ανάγκες της έκφρασης, πρβλ π.χ.: “σι” = γνωρίζω, είμαι, ισχύς, κόσμος, όρκος, αφήνω, θέτω, αγαπώ, βλέπω, φροντίζω, περπατώ, σπίτι κ.τ.λ., «πα» = μπαλέτο, οκτώ, κλέφτης, κλέβω… «πάϊ» = άσπρο, εκατό, εκατοστό, χάνω….».
Ίσως να υπάρχει ελαφρά διαφορά στον τονισμό, αλλά δύσκολα μπορώ να φανταστώ πως θα μπορούσαν να υπάρχουν δεκάδες διαφορετικοί τονισμοί για μία μονοσύλλαβη λέξη, ώστε να διαχωρίσουν φωνητικά όλες οι πιθανές της έννοιες. Αλλά ακόμα και να υπάρχει, πως είναι δυνατόν να καταστήσεις ένα σημαντικό κείμενο (π.χ. συμβόλαιο) ξεκάθαρο;
Η Κυριολεξία
Στην Ελληνική γλώσσα ουσιαστικά δεν υπάρχουν συνώνυμα, καθώς όλες οι λέξεις έχουν λεπτές εννοιολογικές διαφορές μεταξύ τους. Για παράδειγμα η λέξη «λωποδύτης» χρησιμοποιείται για αυτόν που βυθίζει το χέρι του στο ρούχο (=λωπή) μας και μας κλέβει, κρυφά δηλαδή, ενώ ο «ληστής» είναι αυτός που μας κλέβει φανερά, μπροστά στα μάτια μας. Επίσης το «άγειν» και το «φέρειν» έχουν την ίδια έννοια. Όμως το πρώτο χρησιμοποιείται για έμψυχα όντα, ενώ το δεύτερο για τα άψυχα.
Στα Ελληνικά έχουμε τις λέξεις «κεράννυμι», «μίγνυμι» και «φύρω» που όλες έχουν το νόημα του «ανακατεύω». Όταν ανακατεύουμε δύο στερεά ή δύο υγρά μεταξύ τους αλλά χωρίς να συνεπάγεται νέα ένωση (π.χ. λάδι με νερό), τότε χρησιμοποιούμε την λέξη «μειγνύω» ενώ όταν ανακατεύουμε υγρό με στερεό τότε λέμε «φύρω». Εξ’ού και η λέξη «αιμόφυρτος» που όλοι γνωρίζουμε αλλά δεν συνειδητοποιούμε τι σημαίνει.
Όταν οι Αρχαίοι Έλληνες πληγωνόντουσαν στην μάχη, έτρεχε τότε το αίμα και ανακατευόταν με την σκόνη και το χώμα. Το κεράννυμι σημαίνει ανακατεύω δύο υγρά και φτιάχνω ένα νέο, όπως για παράδειγμα ο οίνος και το νερό. Εξ’ού και ο «άκρατος» (δηλαδή καθαρός) οίνος που λέγαν οι Αρχαίοι όταν δεν ήταν ανακατεμένος (κεκραμμένος) με νερό.
Τέλος η λέξη «παντρεμένος» έχει διαφορετικό νόημα από την λέξη «νυμφευμένος», διαφορά που περιγράφουν οι ίδιες οι λέξεις για όποιον τους δώσει λίγη σημασία. Η λέξη παντρεμένος προέρχεται από το ρήμα υπανδρεύομαι και σημαίνει τίθεμαι υπό την εξουσία του ανδρός ενώ ο άνδρας νυμφεύεται, δηλαδή παίρνει νύφη. Γνωρίζοντας τέτοιου είδους λεπτές εννοιολογικές διαφορές, είναι πραγματικά πολύ αστεία μερικά από τα πράγματα που ακούμε στην καθημερινή – συχνά λαθεμένη – ομιλία (π.χ. «ο Χ παντρεύτηκε»).
Η Ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο. Μόνον η Ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει την ζωή από τον βίο, την αγάπη από τον έρωτα. Μόνον αυτή διαχωρίζει, διατηρώντας το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον.
Η Γλώσσα Διδάσκαλος
Το εκπληκτικό είναι ότι η ίδια η Ελληνική γλώσσα μας διδάσκει συνεχώς πως να γράφουμε σωστά. Μέσω της ετυμολογίας, μπορούμε να καταλάβουμε ποιός είναι ο σωστός τρόπος γραφής ακόμα και λέξεων που ποτέ δεν έχουμε δεί ή γράψει.
Το «πειρούνι» για παράδειγμα, για κάποιον που έχει βασικές γνώσεις Αρχαίων Ελληνικών, είναι προφανές ότι γράφεται με «ει» και όχι με «ι» όπως πολύ άστοχα το γράφουμε σήμερα. Ο λόγος είναι πολύ απλός, το «πειρούνι» προέρχεται από το ρήμα «πείρω» που σημαίνει τρυπώ-διαπερνώ, ακριβώς επειδή τρυπάμε με αυτό το φαγητό για να το πιάσουμε.

Επίσης η λέξη «συγκεκριμένος» φυσικά και δεν μπορεί να γραφτεί «συγκεκρυμμένος», καθώς προέρχεται από το «κριμένος» (αυτός που έχει δηλαδή κριθεί) και όχι βέβαια από το «κρυμμένος» (αυτός που έχει κρυφτεί). Άπειρα παραδείγματα τέτοιου είδους υπάρχουν, σχεδόν ολόκληρο το λεξικό της Ελληνικής.
Άρα το να υπάρχουν πολλά γράμματα για τον ίδιο ήχο (π.χ. η, ι, υ, ει, οι κτλ) όχι μόνο δεν θα έπρεπε να μας δυσκολεύει, αλλά αντιθέτως να μας βοηθάει στο να γράφουμε πιο σωστά, εφόσον βέβαια έχουμε μια βασική κατανόηση της γλώσσας μας. Επιπλέον η ορθογραφία με την σειρά της μας βοηθάει αντίστροφα στην ετυμολογία αλλά και στην ανίχνευση της ιστορική πορείας της κάθε μίας λέξης.
Η Σοφία
Στην γλώσσα έχουμε το σημαίνον (την λέξη) και το σημαινόμενο (την έννοια). Στην Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα. Σε μια συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το σύννεφο car και το αυτοκίνητο cloud, και από την στιγμή που το συμφωνήσουμε και εμπρός να είναι έτσι. Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Για αυτόν τον λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά σαν «εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες.
Μάλιστα ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάιζενμπεργκ είχε παρατηρήσει αυτή την σημαντική ιδιότητα για την οποία είχε πεί «Η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στην γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο.»
Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης, «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις». Για παράδειγμα ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γή (άρα=γή + έχων). Και πραγματικά, ακόμα και στις μέρες μας είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δική του γή / δικό του σπίτι. Ο «βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει. Βοή=φωνή + θέω=τρέχω. Ο Αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μας λέει ότι κινείται, δεν μένει ακίνητο στον ουρανό (α + στήρ από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι).
Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για την σκέψη. Για παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος σαν συναίσθημα, σιγά σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» – ελαττώνει σαν ανθρώπους – και μας φθίνει μέχρι και τη υγεία μας. Και φυσικά όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην τελειώνει πως το λέμε; Μα φυσικά «άφθονο».
Έχουμε την λέξη «ωραίος» που προέρχεται από την «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έρθει και στην ώρα του. Ωραίο δεν είναι ένα φρούτο ούτε άγουρο ούτε σαπισμένο, και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε στα 70 της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της. Ούτε το καλύτερο φαγητό είναι ωραίο όταν είμαστε χορτάτοι, επειδή δεν μπορούμε να το απολαύσουμε. Ακόμα έχουμε την λέξη «ελευθερία» για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα» διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά. Άρα βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις την δυνατότητα να πάς όπου αγαπάς. Πόσο ενδιαφέρουσα ερμηνεία…
Το άγαλμα ετυμολογείται από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά). Άρα για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και ιατρευόμαστε.
Και πραγματικά, γνωρίζουμε όλοι ότι η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με την σωματική μας υγεία. Παρένθεση: και μια και το έφερε η «κουβέντα», η Ελληνική γλώσσα μας λέει και τι είναι άσχημο. Από το στερητικό «α» και την λέξη σχήμα μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι. Για σκεφτείτε το λίγο…
Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη Λατινική λέξη για το άγαλμα (που άλλο από Λατινική δεν είναι). Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, statuaαπό το Ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε σαν λέξη, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο. Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα.
Μια και αναφέραμε τα Λατινικά, ας κάνουμε άλλη μια σύγκριση. Ο «άνθρωπος στα Ελληνικά ετυμολογείται ώς το όν που κυττάει προς τα πάνω (άνω + θρώσκω). Πόσο σημαντική και συναρπαστική ετυμολογία που μπορεί να αποτελέσει βάση ατελείωτων φιλοσοφικών συζητήσεων. Αντίθετα στα Λατινικά ο άνθρωπος είναι «Homo» που ετυμολογείται από το χώμα.
Το όν που κυττάει ψηλά στον ουρανό λοιπόν για τους Έλληνες, σκέτο χώμα για τους Λατίνους… Υπάρχουν και άλλα παρόμοια παραδείγματα που θα μπορούσαν να αναφερθούν εδώ. Είναι λογικό στο κάτω κάτω ότι μια γλώσσα που βασίστηκε στην Ελληνική αντιγράφοντάς την, εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να έχει τα ίδια υψηλά νοήματα.
Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με την σκέψη του ανθρώπου. Όπως λέει και οGeorge Orwell στο αθάνατο έργο του «1984», απλή γλώσσα σημαίνει και απλή σκέψη. Εκεί το καθεστώς προσπαθούσε να περιορίσει την γλώσσα για να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας συνεχώς λέξεις. «Η γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν την κρίση» έγραφε ο Μιχάι Εμινέσκου, εθνικός ποιητής των Ρουμάνων. Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πνευματικά πολιτισμού. Το να μιλάς σωστά σημαίνει να σκέφτεσαι σωστά, να γεννάς διαρκώς λόγο και όχι να παπαγαλίζεις λέξεις και φράσεις.
Όπως σημειώνει και ο «δικός μας» Κωνσταντίνος Τσάτσος, πρώην Υπουργός, πρώην Πρόεδρος Δημοκρατίας και συγγραφέας, «Όσο πιό προηγμένος είναι ο πολιτισμός ενός έθνους, τόσο πιό πλούσιες σε προϊστορία, και συνεπώς και σε ουσία, είναι οι λέξεις της γλώσσας… Με την γλώσσα μεταδίδομε λογικούς συνειρμούς και διεγείρομε συναισθήματα… Κάθε λαός έχει την γλώσσα που του αξίζει. Στην γλώσσα, όπως και στα τραγούδια του, εναποθηκεύεται ο πολιτισμός του… είναι ο πιό αδιάψευστος μάρτυρας της ιστορικής του συνείδησης και της ιστορικής του συνέχειας.»
Η Μουσικότητα
Η Ελληνική φωνή κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν «αυδή». Η λέξη αυτή δεν είναι τυχαία, προέρχεται από το ρήμα «άδω» που σημαίνει τραγουδώ. Όπως γράφει και ο μεγάλος ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος:
«Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φώς

θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα
ποταμάκι που μουρμουρίζει.
Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα
στους γαλάζιους διαδρόμους 
συναντήσω αγγέλους, θα τους 
μιλήσω Ελληνικά, επειδή 
δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε 
Μεταξύ τους με μουσική.»
Ο γνωστός Γάλλος συγγραφεύς Ζακ Λακαρριέρ επίσης μας περιγράφει την κάτωθι εμπειρία από το ταξίδι του στην Ελλάδα «Άκουγα αυτούς τους ανθρώπους να συζητούν σε μια γλώσσα που ήταν για μένα αρμονική αλλά και ακατάληπτα μουσική. Αυτό το ταξίδι προς την πατρίδα – μητέρα των εννοιών μας – μου απεκάλυπτε έναν άγνωστο πρόγονο, που μιλούσε μια γλώσσα τόσο μακρινή στο παρελθόν, μα οικεία και μόνο από τους ήχους της. Αισθάνθηκα να τα έχω χαμένα, όπως αν μου είχαν πεί ένα βράδυ ότι ο αληθινός μου πατέρας ή η αληθινή μου μάνα δεν ήσαν αυτοί που με είχαν αναστήσει.»

Ο διάσημος Έλληνας και διεθνούς φήμης μουσικός Ιάνης Ξενάκης είχε πολλές φορές τονίσει ότι η μουσικότητα της Ελληνικής είναι εφάμιλλη της συμπαντικής. Αλλά και ο Γίββων μίλησε για μουσικότατη και γονιμότατη γλώσσα, που δίνει κορμί στις φιλοσοφικές αφαιρέσεις και ψυχή στα αντικείμενα των αισθήσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν ξεχωριστά σύμβολα για νότες, χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα γράμματα του αλφαβήτου.
«Οι τόνοι της Ελληνικής γλώσσας είναι μουσικά σημεία που μαζί με τους κανόνες προφυλάττουν απο την παραφωνία μια γλώσσα κατ’εξοχήν μουσική, όπως κάνει η αντίστιξη που διδάσκεται στα ωδεία, ή οι διέσεις και υφέσεις που διορθώνουν τις κακόηχες συγχορδίες»όπως σημειώνει η φιλόλογος και συγγραφεύς Α. Τζιροπούλου Ευσταθίου.
Είναι γνωστό εξ’άλλου πως όταν οι Ρωμαίοι πολίτες πρωτάκουσαν στην Ρώμη Έλληνες ρήτορες, συνέρρεαν να αποθαυμάσουν, ακόμη και όσοι δεν γνώριζαν Ελληνικά, τους ανθρώπους που «ελάλουν ώς αηδόνες». Δυστυχώς κάπου στην πορεία της Ελληνικής φυλής, η μουσικότητα αυτή (την οποία οι Ιταλοί κατάφεραν και κράτησαν) χάθηκε, προφανώς στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Να τονίσουμε εδώ ότι οι άνθρωποι της επαρχίας του οποίους συχνά κοροϊδεύουμε για την προφορά τους, είναι πιο κοντά στην Αρχαιοελληνική προφορά από ότι εμείς οι άνθρωποι της πόλεως.
Η Ελληνική γλώσσα επεβλήθη αβίαστα (στους Λατίνους) και χάρη στην μουσικότητά της. Όπως γράφει και ο Ρωμαίος Οράτιος «Η Ελληνική φυλή γεννήθηκε ευνοημένη με μία γλώσσα εύηχη, γεμάτη μουσικότητα». Και δεν είναι τυχαίο που απομνημονεύουμε ευκολότερα ένα ποίημα παρά μια σελίδα πεζογραφήματος. Και όπως ακριβώς έλεγαν και οι ίδιοι οι Ρωμαίοι, η Ελληνική γλώσσα θα παραμένει «η ευπρεπεστάτη των γλωσσών και η γλυκυτέρα είς μουσικότητα».
Άλλος ξένος καθηγητής, ο Στέφεν Ντόιτς, διαπιστώνει έκθαμβος ότι μέσα από τους στίχους του Ομήρου αναδύεται μουσική «Είναι τόσο έντεχνα συντεθειμένοι, ώστε απολαμβάνοντας την ανάγνωση απολαμβάνεις και την μουσική.». Και ο Ζάκ Μπουσάρ, Καναδός καθηγητής γράφει ότι «Η απαγγελία σέβεται τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα, δηλαδή το καλούπι του εξαμέτρου», και αναλύει «πως η ψιλή και η δασεία, η περισπωμένη και η οξεία, η μακρόχρονη λήγουσα και τα βραχύχρονα φωνήεντα… γίνονται νότες.».
Αυτόφωτη Γλώσσα
Όλοι γνωρίζουμε ότι οι Ευρωπαϊκές γλώσσες έχουν τις ρίζες τους στα Λατινικά. Αυτό που ίσως μερικοί να αγνοούν είναι ότι τα ίδια τα Λατινικά έχουν βασιστεί πάνω στα Ελληνικά. Από το ίδιο το αλφάβητο (οι Ρωμαίοι πήραν αυτούσιο και απαράλλακτο το Χαλκιδικό αλφάβητο) μέχρι και την πλειοψηφία του λεξιλογίου.
Πρίν ο Κικέρων, ο δημιουργός ουσιαστικά της Λατινικής γλώσσας, έρθει στην Ελλάδα για να σπουδάσει, οι Ρωμαίοι είχαν μερικές εκατοντάδες μόνο λέξεις με αγροτικό, οικογενειακό και στρατιωτικό περιεχόμενο. Όταν επέστρεψε στην Ρώμη, πήρε μαζί του κάποιες χιλιάδες Ελληνικές λέξεις δηλωτικές πολιτισμού και ένα «κλειδί» με το οποίο πολλαπλασίασε την αξία και την σημασία τους. Το «κλειδί» αυτό ήταν οι προθέσεις.
Για του λόγου το αληθές, να αναφέρουμε ότι το ιστορικό αυτό γεγονός το έχει τονίσει και ο διάσημος Γάλλος γλωσσολόγος Meillet «Τα Λατινικά ως λόγια γλώσσα, είναι ανάτυπο των Ελληνικών. Ο Κικέρων μεταφέρει στην Λατινική, την Ελληνική ρητορική και φιλοσοφία. Ο Χριστιανισμός ακολούθως συνετέλεσε και αυτός στην επίδραση των Ελληνικών επί των Λατινικών. Το Λατινικό λεξιλόγιο είναι μετάφραση του αντιστοίχου Ελληνικού, και για αυτό τα Λατινικά δεν παραμέρισαν τα Ελληνικά στην Ανατολή. Διότι η μίμηση δεν είχε αρκετό γόητρο ώστε να αντικαταστήσει το πρωτότυπο.».
Μόνο και μόνο όσον αφορά τους επιστημονικούς όρους, όπου η συντριπτική πλειοψηφία των λέξεων είναι Ελληνικές, οι ξένες γλώσσες στην κυριολεξία θα κατέρρεαν χωρίς την Ελληνική. Η Ελληνική είναι η μοναδική γλώσσα η οποία είναι πραγματικά αυτόφωτη χωρίς να εξαρτάται από καμία άλλη. Δύο εκ του πλήθους ξένων επιστημόνων που το έχουν διαπιστώσει αυτό είναι οι Jean Bouffartigue και Anne-Marie Delrieu.
Στο βιβλίο τους «Οι Ελληνικές ρίζες στην Γαλλική γλώσσα» διαβάζουμε «Η κατανόηση της δικής μας γλώσσης, η εκ νέου ανακάλυψη της ουσίας της – να ποιά είναι η χρησιμότητα του να γνωρίζει κανείς τις Ελληνικές ρίζες. Οι Ελληνικές ρίζες δίνουν στην Γαλλική το πιο βαθύ στήριγμά της και συγχρόνως της παρέχουν την πιο υψηλή δυνατότητα για αφαίρεση. Μακρινή πηγή του πολιτισμού μας, η Ελλάδα βρίσκεται ζωντανή μέσα στις λέξεις που λέμε. Σχηματίζει κάθε μέρα την γλώσσα μας.».
Υπάρχουν ακόμα σοβαρές απόψεις έγκριτων ξένων επιστημόνων, που υποστηρίζουν ότι μέχρι και τα Σανσκριτικά (αρχαία Ινδικά) προέρχονται από τα Ελληνικά. «Ο πρώτος ο οποίος παρετήρησε αυτήν την ομοιότητα των ριζών είναι ο Φ. Μπάγιερ (1690-1738), καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αγ. Πετρουπόλεως, καταλήγοντας στα συμπέρασμα ότι τα σανσκριτικά προέρχονται από τα Ελληνικά.» συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει στα τέλη του περασμένου αιώνος και ο Γερμανός Βορρ.
Η συντακτική ομάδα του περιοδικού «Halcon – Ιέραξ» μας λέει «Συγκρίνοντας καλά την Σανσκριτική με την αρχαία Ελληνική, εύκολα αντιλαμβανόμεθα ότι η Ελληνική όχι μόνο είναι πιο αρχαία, αλλά και ότι επί πλέον όλοι οι συντακτικοί και γραμματικοί τύποι της είναι ανώτεροι και μεγαλυτέρας γλωσσικής αξίας. Η δε σύνταξις καθ’υπόταξιν είναι καθαρά Ελληνική.».
Ας μην ξεχνάμε ότι ο Μέγας Αλέξανδρος προσπάθησε με την εκστρατεία του, εκτός όλων των άλλων, και να «συναγωνιστεί» τους Έλληνες που είχαν εκστρατεύσει στην Ανατολή πρίν από αυτόν, τον Ηρακλή και τον Διόνυσο δηλαδή. Τα «Διονυσιακά» του Νόννου, έπος το οποίο περιγράφει την εκστρατεία του Διονύσου στις Ινδίες (αντίστοιχο με αυτά του Ομήρου), σώζεται μέχρι σήμερα. Ακόμα και κατά την διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξανδρου στην Ινδία, διασώζονται απο του ιστορικούς της εποχής στοιχεία που επαληθεύουν την πανάρχαια παρουσία των Ελλήνων στις Ινδίες.
Επειδή μπορεί κάποιος να σκεφτεί σε αυτό το σημείο ότι το Ελληνικό αλφάβητο είναι Φοινικικής προελεύσεως, να αναφέρουμε απλά ότι τέτοιες αντιεπιστημονικές θεωρίες είναι προ πολλού ξεπερασμένες καθώς η αξιοπιστία τους έχει κλονιστεί σοβαρά από διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα.
Απορίας άξιον είναι το γεγονός ότι η ύπαρξη των ευρημάτων αυτών δεν αναφέρεται πουθενά στα Ελληνικά (;) σχολεία, όπου προβάλλεται ως δεδομένη και αδιαμφισβήτητη η θεωρία της Φοινικικής προελεύσεως. Ένα από τα καρφιά στο φέρετρο της θεωρίας αυτής είναι και το κεραμικό θραύσμα που βρέθηκε στην νησίδα «Γιούρα» των Βορείων Σποράδων από τον Αρχαιολόγο Α. Σαμψών.
Χρονολογήθηκε το 5.500-6.000 π.Χ. και φέρει καθαρά πάνω του εγχάρακτα τα γράμματα Α, Δ και Υ. Να σημειώσουμε εδώ ότι οι Φοίνικες προτοεμφανίστηκαν στην ιστορία το 1.300 π.Χ. Και αυτό το εύρημα δεν είναι «μόνο» του. Τα γράμματα Μ, Ν, Κ, Χ, Ξ, Π, Ο, και Ε διακρίνουμε σε πρωτοκυκλαδικά αγγεία της Μήλου τα οποία είναι της 3 π.Χ. χιλιετίας. Επιπλέον υπάρχει και η λίθινη σφραγίδα των Γιαννιτσών που ανακαλύφθηκε από τον αρχαιολόγο Π. Χρυσοστόμου η οποία χρονολογείται την 5 π.Χ. χιλιετία.
Ακόμη η επιγραφή του Δισπηλιού που ανεσύρθη από τον καθηγητή Γ. Χουρμουζιάδη χαρακτηρίστηκε ως η πρώτη γραφή του κόσμου, αφού χρονολογήθηκε από τον «Δημόκριτο» βάσει της μεθόδου του «άνθρακα 14» με απόλυτη ακρίβεια στο 5.250 π.Χ.
Τέλος να αναφέρουμε τον δίσκο της Φαιστού ο οποίος χρονολογείται (με τις πιο συντηρητικές απόψεις) στο 1.700 π.Χ. και φέρει σύμβολα τα οποία όμως είναι τυπωμέναμε κινητά στοιχεία (σφραγίδες), και για αυτόν τον λόγο το εύρημα αυτό αποτελεί το αρχαιότερο δείγμα τυπογραφίας του κόσμου. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε πηλός εξαιρετικής ποιότητος είς τον οποίον αφού απετυπώθησαν οι χαρακτήρες ο δίσκος εψήθη.
Το 1989, στο υπ αρίθμ. 16 τεύχος του αρχαιολογικού περιοδικού «NESTOR», το οποίο εκδίδει το πανεπιστήμιο της Ινδιάνας, ο καθηγητής Πώλ Φώρ ανακοινώνει ότι στην Ιθάκη του 2.700 π.Χ. μιλούσαν και έγραφαν Ελληνικά. Με την βοήθεια χαραγμένης εικόνας πλοίου επάνω στο όστρακο και σε σύγκριση με την ήδη αποκρυπτογραφημένη Γραμμική Γραφή Β’ ο καθηγητής Φώρ κατόρθωσε να διαβάσει «Νύμφη με έσωσε».
Εδιάβασε ακόμα, αναγνωρίζοντας αριθμητικά και συλλαβές «Ιδού εγώ ο Αρεάδης δίδω είς την άνασσα Θεά Ρέα 100 αίγες, 10 πρόβατα…». Σημειωτέον ότι ακόμα και σήμερα διδάσκεται στα Ελληνικά σχολεία η άποψη ότι τα χρόνια του Ομήρου δεν υπήρχε γραφή και συνεπώς τα δύο έπη (Ιλιάδα και Οδύσσεια) μεταφέρονταν από γενεά σε γενεά προφορικώς (κάτι το οποίο ούτως ή άλλως μόνο και μόνο βάσει της κοινής λογικής είναι αδύνατον).

Είς την Ελληνικήν γλώσσα τέλος παρατηρούνται όλα τα γλωσσολογικά φαινόμενα, πχ. αφομοίωση (είς φθόγγος γίνεται όμοιος με άλλον), εναλλαγή (χρησιμοποίηση άλλου φθόγγου αντ’άλλου), συγχώνευση (ενοποίηση πολλών φθόγγων), ανομοίωση (αποβολή του ενός εκ των δύο ομοίων φθόγγων της ιδίας λέξεως), ανταλλαγή (αμοιβαία αλλαγή φθόγγων) κλπ κλπ.
Ορισμένοι μάλιστα ήχοι όπως το Γ το Δ το Θ το Χ και το Ψ αποτελούν πολύ μεταγενέστερη και αποκλειστικά Ελληνική επινόηση, αφού δεν τους συναντάμε σε άλλη γλώσσα έστω και αν περιέχονται στις δανεισμένες Ελληνικές λέξεις.
Η Ιστορική Συνέχεια
Τα Ελληνικά είναι η μόνη γλώσσα στον κόσμο που ομιλείται και γράφεται συνεχώς επί 4.000 τουλάχιστον συναπτά έτη, καθώς ο Arthur Evans διέκρινε τρείς φάσεις στην ιστορία της Μηνωικής γραφής, εκ των οποίων η πρώτη απο το 2000 π.Χ. ώς το 1650 π.Χ. Μπορεί κάποιος να διαφωνήσει και να πεί ότι τα Αρχαία και τα Νέα Ελληνικά είναι διαφορετικές γλώσσες, αλλά κάτι τέτοιο φυσικά και είναι τελείως αναληθές.
Ο ίδιος ο Οδυσσέας Ελύτης είπε «Εγώ δεν ξέρω να υπάρχει παρά μία γλώσσα, η ενιαία Ελληνική γλώσσα. Το να λέει ο Έλληνας ποιητής, ακόμα και σήμερα, ο ουρανός, η θάλασσα, ο ήλιος, η σελήνη, ο άνεμος, όπως το έλεγαν η Σαπφώ και ο Αρχίλοχος, δεν είναι μικρό πράγμα. Είναι πολύ σπουδαίο. Επικοινωνούμε κάθε στιγμή μιλώντας με τις ρίζες που βρίσκονται εκεί. Στα Αρχαία.».
Ο μεγάλος διδάσκαλος του γένους Αδαμάντιος Κοραής είχε πεί «Όποιος χωρίς την γνώση της Αρχαίας επιχειρεί να μελετήσει και να ερμηνεύση την Νέαν, ή απατάται ή απατά.». Ενώ ο Γιώργος Σεφέρης γράφει «Από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε την ίδια γλώσσα.».
Παρόλο που πέρασαν χιλιάδες χρόνια, όλες οι Ομηρικές λέξεις έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα. Μπορεί να μην διατηρήθηκαν ατόφιες, άλλα έχουν μείνει στην γλώσσα μας μέσω των παραγώγων τους. Μπορεί να λέμε νερό αντί για ύδωρ αλλά λέμε υδροφόρα, υδραγωγείο και αφυδάτωση. Μπορεί να μην χρησιμοποιούμε το ρήμα δέρκομαι (βλέπω) αλλά χρησιμοποιούμε την λέξη οξυδερκής. Μπορεί να μην χρησιμοποιούμε την λέξη αυδή (φωνή) αλλά παρόλα αυτά λέμε άναυδος και απήυδησα. Τα παραδείγματα που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε εδώ είναι πραγματικά αμέτρητα.
Η Γραμμική Β’ είναι και αυτή καθαρά Ελληνική, γνήσιος πρόγονος της Αρχαίας Ελληνικής. Ο Άγγλος αρχιτέκτονας Μάικλ Βέντρις αποκρυπτογράφησε βάση κάποιων ευρημάτων την γραφή αυτή και απέδειξε την Ελληνικότητά της. Μέχρι τότε φυσικά όλοι αγνοούσαν πεισματικά έστω και το ενδεχόμενο να ήταν Ελληνική… Το γεγονός αυτό έχει τεράστια σημασία καθώς πάει τα Ελληνικά αρκετούς αιώνες ακόμα πιο πίσω στα βάθη της ιστορίας. Αυτή η γραφή σίγουρα ξενίζει, καθώς τα σύμβολα που χρησιμοποιεί είναι πολύ διαφορετικά από το σημερινό Αλφάβητο.
Παρόλα αυτά η προφορά είναι παραπλήσια, ακόμα και με τα Νέα Ελληνικά. Για παράδειγμα η λέξη «TOKOSOTA» σημαίνει «Τοξότα» (κλητική). Είναι γνωστό ότι «κ» και «σ» στα Ελληνικά μας κάνει «ξ» και με μια απλή επιμεριστική ιδιότητα όπως κάνουμε και στα μαθηματικά βλέπουμε ότι η λέξη αυτή εδώ και τόσες χιλιετίες δεν άλλαξε καθόλου. Ακόμα πιο κοντά στην Νεοελληνική, ο «άνεμος», που στην Γραμμική Β’ γράφεται «ANEMO», καθώς και «ράπτης», «έρημος» και «τέμενος» που είναι αντίστοιχα στην Γραμμική Β’ «RAPTE», «EREMO», «TEMENO», και πολλά άλλα παραδείγματα.
Υπολογίζοντας όμως έστω και με τις συμβατικές χρονολογίες, οι οποίες τοποθετούν τον Όμηρο γύρω στο 1.000 π.Χ., έχουμε το δικαίωμα να ρωτήσουμε: Πόσες χιλιετίες χρειάστηκε η γλώσσα μας από την εποχή που οι άνθρωποι των σπηλαίων του Ελληνικού χώρου την πρωτοάρθρωσαν με μονοσύλλαβους φθόγγους μέχρι να φτάσει στην εκπληκτική τελειότητα της Ομηρικής επικής διαλέκτου, με λέξεις όπως «ροδοδάκτυλος», «λευκώλενος», «ωκύμορος», κτλ;
Ο Πλούταρχος στο «Περί Σωκράτους δαιμονίου» μας πληροφορεί ότι ο Αγησίλαος ανεκάλυψε στην Αλίαρτο τον τάφο της Αλκμήνης, της μητέρας του Ηρακλέους, ο οποίος τάφος είχε ως αφιέρωμα «πίνακα χαλκούν έχοντα γράμματα πολλά θαυμαστά, παμπάλαια…». Φανταστείτε περί πόσο παλαιάς γραφής πρόκειται, αφού οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες την χαρακτηρίζουν «αρχαία»…
Φυσικά δεν γίνεται ξαφνικά, «από το πουθενά» να εμφανιστεί ένας Όμηρος και να γράψει δύο λογοτεχνικά αριστουργήματα, είναι προφανές ότι από πολύ πιο πρίν πρέπει να υπήρχε γλώσσα (και γραφή) υψηλού επιπέδου. Πράγματι, απο την αρχαία Ελληνική Γραμματεία γνωρίζουμε ότι ο Όμηρος δεν υπήρξε ο πρώτος, αλλά ο τελευταίος και διασημότερος μιάς μεγάλης σειράς επικών ποιητών, των οποίων τα ονόματα έχουν διασωθεί (Κρεώφυλος, Πρόδικος, Αρκτίνος, Αντίμαχος, Κιναίθων, Καλλίμαχος) καθώς και τα ονόματα των έργων τους (Φορωνίς, Φωκαϊς, Δαναϊς, Αιθιοπίς, Επίγονοι, Οιδιπόδεια, Θήβαις…) δεν έχουν όμως διασωθεί τα ίδια τα έργα τους.

Η Ευλυγισία
Στα Ελληνικά υπάρχει μία μεγάλη ελευθερία ως προς τον σχηματισμό προτάσεων. Για παράδειγμα η φράση «Ο κλέφτης άρπαξε την τσάντα» μπορεί να διατυπωθεί με τους εξής 6 διαφορετικούς τρόπους:

Ο κλέφτης άρπαξε την τσάντα
Ο κλέφτης την τσάντα άρπαξε
Άρπαξε την τσάντα ο κλέφτης
Άρπαξε ο κλέφτης την τσάντα
Την τσάντα άρπαξε ο κλέφτης 
Την τσάντα ο κλέφτης άρπαξε
Η σημασία αυτού δεν είναι καθόλου μικρή. Πρώτα από όλα μπορούμε με τις ίδιες ακριβώς λέξεις να τονίσουμε διαφορετικά πράγματα, αποδίδοντας πιό ακριβείς έννοιες / νοήματα. Για παράδειγμα όταν ξεκινάμε την φράση με την λέξη «άρπαξε» τότε δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στην πράξη, ενώ αν ξεκινήσουμε με την λέξη «την τσάντα» τότε δίνουμε έμφαση στο αντικείμενο. Μπορούμε να εκφράσουμε καλύτερα τις σκέψεις μας και τον ψυχικό μας κόσμο. Έχουμε πολύ μεγαλύτερη επιλογή, δεν μας περιορίζει η γλώσσα βάζοντάς μας σε καλούπια.
Δεύτερον, μπορούμε να μεταβάλλουμε την ηχητική εκφορά της κάθε φράσεως, ανάλογα ίσως και με τα συμφραζόμενα, ώστε να παράγεται κάθε φορά το πιό επιθυμητό αποτέλεσμα. Αυτή η ιδιότητα της γλώσσας, έχει άμεση επίδραση σε κάτι που αναφέραμε νωρίτερα, στην μουσικότητά της.
Οι Άγνωστες Επιδράσεις της Γλώσσας μας
Αυτό που οι Έλληνες και ο Όμηρος εγνώριζαν πρό αμνημονεύτων ετών, έρχεται να το επιβεβαιώσει η σημερινή επιστήμη.
Δηλαδή αυτό που καταγράφει ο Ιάμβλιχος «Χρήσθαι δέ και Ομήρου και Ησιόδου λέξεσιν εξειλεγμέναις πρός επανόρθωσιν» και ο Πλούταρχος στο «Δια μουσικής ιάσασθαι». Η έρευνα αυτή, η οποία υποστηρίζει ότι το να απαγγέλει κανείς στίχους του Ομήρου κάνει καλό στην καρδιά, έχει δημοσιευτεί από τα έγκριτα ξένα περιοδικά «American Journal of Physiology», «Scientific American» και «Time».
Εκτός από την καρδιά, τα αρχαία Ελληνικά φαίνεται να κάνουν καλό και στις περιπτώσεις δυσμάθειας. Τριετής έρευνα που διεξήχθη από το «Ανοικτό Ψυχοθεραπευτικό Κέντρο» δείχνει ότι τα παιδιά που μαθαίνουν αρχαία Ελληνικά έχουν σημαντική βελτίωση σε σχέση με τα άλλα παιδιά όσον αφορά δοκιμασίες στην αντιγραφή σχημάτων, διάκριση γραφημάτων, μνήμη σχημάτων, μνήμη εικόνων και συναρμολόγηση αντικειμένων. Τα παιδιά και των δύο ομάδων αξιολογήθηκαν με τις ίδιες δοκιμασίες τόσο πριν όσο και μετά από τα μαθήματα των αρχαίων Ελληνικών.
Α. Ο Όμηρος Κάνει Καλό στην… Καρδιά

Επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η απαγγελία της Οδύσσειας και της Ιλιάδας συγχρονίζει αναπνοή και παλμούς «Ο Όμηρος κάνει καλό στην καρδιά», ισχυρίζονται Ευρωπαίοι επιστήμονες, παραπέμποντας στην αφηγηματική τεχνική του μεγάλου αρχαίου επικού και στις επιδράσεις που μπορεί να έχουν τα έργα του όχι μόνο στην νόηση αλλά και στην ομαλή λειτουργία του ανθρώπινου σώματος. Σε έρευνα που δημοσιεύει το «American Journal of Physiology» υποστηρίζεται ότι ο ξεχωριστός ρυθμός, ο λεγόμενος δακτυλικός εξάμετρος, το αρχαιότερο μέτρο ποίησης με το οποίο ο Όμηρος επέλεξε να γράψει τα έπη της «Οδύσσειας» και της «Ιλιάδας», επιδρά θετικά στον συγχρονισμό της αναπνοής και των παλμών της καρδιάς όταν κάποιος τα απαγγέλλει.
Αργές ανάσες

Όπως υποστηρίζουν οι επιστήμονες, με την απαγγελία στίχων υπό αυτήν την μορφή μπορούν να επιτευχθούν αργές ανάσες που βοηθούν τόσο στην καρδιακή λειτουργία όσο και στην σωστή αναπνοή. Παρακολουθώντας συστηματικά τις αντιδράσεις του οργανισμού 20 ατόμων κατά την διάρκεια απαγγελίας στίχων από την Ομηρική «Οδύσσεια», ανακάλυψαν μια εκπληκτική επίδραση στον συγχρονισμό των αναπνοών και των καρδιακών παλμών.
«Είναι προφανές ότι το εξάμετρο βοηθά τον ανθρώπινο οργανισμό να βρεί τον δικό του σωστό ρυθμό», υποστηρίζουν οι ερευνητές. Θεωρείται μια ανακάλυψη ιδιαίτερα σημαντική, τόσο για την κατανόηση των μηχανισμών που βοηθούν στην λειτουργία της καρδιάς και της αναπνοής όσο και για την θεραπεία καρδιακών παθήσεων.
Σωστός τονισμός

Όπως έχει αποδειχθεί, επιδρούν θετικά κυρίως στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού, καθώς όταν κάποιος τα απαγγέλλει με τον σωστό τρόπο η αναπνοή του περιορίζεται σε έξι εισπνοές το λεπτό, κάτι που βοηθά την καρδιά να λειτουργεί αποτελεσματικά. Άλλες έρευνες έχουν αποδείξει ότι η απαγγελία τους μειώνει την πίεση και ευνοεί την αποτελεσματική λειτουργία των πνευμόνων.
Όσο για τα Ομηρικά έπη, οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι δεν είναι ανάγκη να διαβάσει κανείς και τους 12.000 στίχους της «Οδύσσειας», αρκεί να απαγγείλει λίγες στροφές περπατώντας και ακολουθώντας τον τονισμό των συλλαβών.
Β. Τα Αρχαία Ελληνικά Κατά Δυσλεξίας

H εκμάθηση της Αρχαίας Ελληνικής, εκτός από μέσο διατήρησης της γλωσσικής παράδοσης, αποτελεί όπλο κατά της δυσλεξίας και άλλων μαθησιακών δυσκολιών, φαινόμενα που κάνουν έντονα την εμφάνισή τους τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τα συμπεράσματα τριετούς έρευνας του Aνοικτού Ψυχοθεραπευτικού Kέντρου και του Iνστιτούτου Διαγνωστικής Ψυχολογίας.
Tα παιδιά που διδάσκονται μαθήματα Aρχαίων Eλληνικών αποκτούν σημαντικό πλεονέκτημα, έναντι αυτών που δεν παρακολουθούν, στην αντιγραφή σχημάτων, διάκριση γραφημάτων, μνήμη σχημάτων και εικόνων καθώς και στη δοκιμασία συναρμολόγησης αντικειμένων, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας. Oι σημερινοί μαθητές έρχονται σε επαφή με την Aρχαία Eλληνική γλώσσα στην πρώτη τάξη του γυμνασίου όπου κάνουν και την πρώτη τους γνωριμία με την… ψιλή, τη δασεία και την περισπωμένη.
H εκμάθηση της ιστορικής ορθογραφίας, όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα της μελέτης, συμβάλλει στη βελτίωση της ψυχοεκπαιδευτικής ανάπτυξης του παιδιού σε καίριους τομείς, όπως είναι οι αντιληπτικές και οπτικές ικανότητες, λειτουργίες που συνδέονται άμεσα με την εμφάνιση της δυσλεξίας. H έρευνα πραγματοποιήθηκε σε 50 (αγόρια και κορίτσια) παιδιά ηλικίας 6 έως 9 ετών, τα οποία φοιτούσαν σε δημόσια σχολεία της Aττικής και ανήκαν σε οικογένειες με κοινό μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο, ενώ παρακολουθούσαν παρόμοιες εξωσχολικές δραστηριότητες.
Oι δύο ομάδες ήταν απόλυτα «συμβατές» μεταξύ τους, με μοναδική διαφορά ότι η μία παρακολουθούσε δύο ώρες εβδομαδιαίως μαθήματα Aρχαίων Eλληνικών. Tα παιδιά αξιολογήθηκαν πριν από την έναρξη του σχολικού έτους και μετά την ολοκλήρωσή του, και τα αποτελέσματα ήταν τα προαναφερόμενα.
Aξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι μετά την κατάργηση του πολυτονικού συστήματος, που δεν συνοδεύτηκε από καμία απολύτως επιστημονική μελέτη, καταγράφηκε μεγάλη αύξηση κρουσμάτων μαθησιακών διαταραχών.
Είδη Γραφής
Σήμερα είναι γνωστές τρείς κατηγορίες γραφής, στις οποίες μπορούν να υπαχθούν όλες οι γνωστές γλώσσες του κόσμου. Η ιερογλυφική, η συλλαβική και η αλφαβητική. Μιλάμε πάντα για γλώσσες γραφής και ομιλίας και όχι για νοηματικές, οι οποίες και δεν ενδιαφέρουν το παρόν κείμενο.
  • Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι ιερογλυφικές. Είναι οι γραφές στις οποίες κάθε λέξη είναι και ένα ιδεόγραμμα. Είναι προφανές ότι αποτελούν την απλούστερη μορφή γραφής, χρειάζεται όμως να επινοηθεί ένα σύμβολο για κάθε έννοια. Για τον λόγο αυτό οι ιερογλυφική είναι η πρώτη γραφή που επινόησε ο άνθρωπος.
  • Στήν δεύτερη ανήκουν οι συλλαβικές γραφές, στις οποίες υπάρχει ένα σύνολο από συλλαβές οι οποίες και αποτελούν τις λέξεις. Παράδειγμα τέτοιας γραφής είναι η περίφημη Γραμμική Β΄, όπου κάθε συλλαβή αποτυπώνεται με ένα διαφορετικό σημείο-σύμβολο (88 συνολικά σημεία). Οι συλλαβικές γραφές ήταν το επόμενο βήμα στην εξέλιξη της γλώσσας. Αποτέλεσε σαφή βελτίωση αυτής των ιδεογραμμάτων και πρόδρομος της αλφαβητικής γραφής.
  • Τέλος έχουμε την Τρίτη κατηγορία, την αλφαβητική / φθογγική γραφή, την οποία χρησιμοποιούμε και σήμερα. Η ευελιξία και ακρίβεια τούτης στην απόδοση των νοημάτων, σε σχέση με τις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες, είναι χαρακτηριστική. Σε όλες τις γραφές τέτοιου τύπου χρειάζονται το πολύ 30 γράμματα, συνδυασμοί των οποίων μπορούν να αποτυπώσουν την οποιαδήποτε λέξη και έννοια.
Μπορεί κάποιος σε αυτό το σημείο να αναρωτηθεί, λοιπόν, για ποιόν λόγο αναφέρουμε την γραφή ενώ το θέμα μας είναι η γλώσσα. Ο λόγος είναι πολύ απλός. Το σύστημα γραφής έχει άμεση επίδραση στην ίδια την γλώσσα. Για παράδειγμα όταν στην Κινεζική αντιστοιχεί ένα μόνο σύμβολο σε πολλές έννοιες (π.χ. «σι» μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε από τις ακόλουθες λέξεις «γνωρίζω, είμαι, ισχύς, κόσμος, όρκος, αφήνω, θέτω, αγαπώ, βλέπω, φροντίζω, περπατώ, σπίτι κ.τ.λ.»), αυτό έχει ως συνέπεια να επηρεάζεται και ο προφορικός λόγος.
Μια γλώσσα για να θεωρείται σημαντική θα πρέπει να χαρακτηρίζεται εκτός των άλλων και από ακριβολογία. Δεν μπορεί να αφήνει χώρο για παρερμηνείες, ούτε και να παραπέμπει αυτόν που τη χρησιμοποιεί στα συμφραζόμενα μιάς λέξης για να καταλάβει το νόημά της.
Έχοντας λοιπόν υπόψιν όλα αυτά, μπορούμε αμέσως να διαπιστώσουμε ότι μια γλώσσα σαν την παραδοσιακή Κινεζική, είναι σαφώς μικρότερης γλωσσικής αξίας από τις υπόλοιπες γλώσσες του πολιτισμένου κόσμου. Ιδιαίτερα η έλλειψη της πρακτικότητάς της έχει γίνει φανερή και στους ίδιους τους Κινέζους που την χρησιμοποιούν. Το ότι η κάθε λέξη είναι ένα ιδεόγραμμα, σημαίνει ότι υπάρχουν 50.000 ιδεογράμματα τα οποία είναι παντελώς αδύνατον να μάθει κανείς.
Ακόμα και οι πιο επιφανείς Κινέζοι ακαδημαϊκοί δεν γνωρίζουν όλα τα ιδεογράμματα της γλώσσας τους. Αντίθετα μια γλώσσα σαν την δική μας μπορεί να αποτυπώσει κάθε πιθανή λέξη χρησιμοποιώντας συνδυασμούς μόλις 24 συμβόλων. Επιπλέον η γλώσσα αυτή καταντάει ένα εξοντωτικό τέστ μνήμης, αντί σαν τις Ευρωπαϊκές να είναι ένα εργαλείο που να ακονίζει το μυαλό.
Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ότι μόνο η Ελληνική γλώσσα έχει περάσει και από τα τρία αυτά στάδια στην μακραίωνη πορεία της. Αυτό το γεγονός από μόνο του λέει πολλά. Και αυτό διότι αναγκάστηκε να εξελιχθεί από μόνη της, χωρίς βοήθεια από κάποια άλλη γλώσσα, αφού δεν υπήρχε ισάξια ή ανώτερη γλώσσα από την οποία να μπορεί να δανειστεί στοιχεία.

Αποκωδικοποίησις του Ελληνικού Αλφαβήτου
Α = Αρχική δύναμις (ΑΛΦΑ = αρχικόν ηλιοφώς)
Β = Ενέργεια πάσης φύσεως (Β-ΗΤΑ = η ενέργεια που φανερώθηκε και στερεώθηκε).
Γ = Τό γαιώδες σωματίδιον (ΓΑΜΑ = η γή – τό γεμά-το)
Δ = Η Δύναμις πού δομεί καί δημιουργεί
Ε = Η εκπορευομένη δύναμις (τού φωτός)
Ζ = Η Ζωή καί η Ζέσις
Η = Η διπλή κάθοδος τής ακτινοβολίας – η φανέρωσις
Θ = Η θέασις – πάν θεώμενον
Ι  = Συνεχής κάθοδος τής δυνάμεως (τού φωτός), μικρά ποσότης – αμφίδρομος κίνησις – αφανής.
Κ = Τά κάτω
Λ = Γιά τά ουράνια ο φωτισμός ο ηλιακός, γιά τά γήινα τά υγρά
Μ = Η ορατή μας φύσις
Ν = Νούς – Νόμος καί τά Νερά στήν φύσιν
Ξ = Κ+Σ Τό Κάτω σέ έσω χώρον ή ΚΑΣΑ
Ο = Χώρος περιωρισμένος ασχέτως μεγέθους
Π = Τό Πύρ, τό πρώτον στοιχείον – τό άνωθεν – τό πατρικόν
Ρ = Ροή πρωτίστως φωτοενεργειών, υστέρως δέ πάσα άλλη Ροή
Σ = Τό εσωτερικώς θεώμενον
Τ = Η στερέωσις τής Δυνάμεως ή τής θεάσεως
Υ = Μεγάλη συσσώρευσις δυνάμεως (φωτός)
Φ = Τό Φώς
Χ = Τά χοϊκά στοιχεία – η χθών
Ψ = Π+Σ = Τό πύρ σέ έσω χώρον
Ω = Ο πλανήτης – γήινος χώρος.

Πηγή:
Θεολόγος Σημαιοφόρος

Το Ελληνικό Αλφάβητο και η Σπονδή
Τα Ελληνικά γράμματα (αφού προσθέσουμε και το εξαφανισμένο σήμερα έκτο γράμμα: Στίγμα ή Δίγαμμα) ακούγονται και γράφονται ως εξής:
ΑΛΦΑ-ΒΗΤΑ-ΓΑΜΑ-ΔΕΛΤΑ-ΕΨΙΛΟΝ-ΣΤΙΓΜΑ-ΖΗΤΑ-ΗΤΑ-ΘΗΤΑ-ΙΩΤΑ- ΚΑΠΠΑ-ΛΑΜΒΔΑ-ΜΙ-ΝΙ-ΞΙ-ΟΜΙΚΡΟΝ-ΠΙ-ΡΟ-ΣΙΓΜΑ-ΤΑΥ-ΥΨΙΛΟΝ-ΦΙ-ΧΙ-ΨΙ-ΩΜΕΓΑ.
Αποκωδικοποιώντας την γνωστή αυτή διάταξη, που έγινε σύμφωνα με τις αρχές της Ερμητικής φιλοσοφίας, έχουμε τα ακόλουθα:
ΑΛ ΦΑ, ΒΗ ΤΑ ΓΑ, (Α)ΜΑ ΔΕ (Ε)Λ ΤΑ ΕΨ ΙΛΩΝ, ΣΤ(Η) ΙΓΜΑ, ΖΗ ΤΑ, Η ΤΑ, ΘΗ ΤΑ ΙΩΤΑ ΚΑ ΠΑΛΑΜ, ΔΑ, ΜΗ ΝΥΞ Η, Ο ΜΙΚΡΟΝ, ΠΥΡΟΣ ΙΓΜΑ ΤΑΦΥ (Ε)Ψ ΙΛΩΝ, ΦΥ ΨΥΧΗ Ο ΜΕΓΑ.
Εν συνεχεία, αφού προσθέσουμε τα εννοούμενα συνδετικά και ρήματα που παραλείπονται, έχουμε την ανάδυση μιας θαυμάσιας κοσμογονικής προσευχής – επίκλησης προς την πηγή του φωτός.
ΑΛ ΦΑ, ΒΗ ΤΑ ΓΑ! ΑΜΑ ΔΕ ΕΛ ΤΑ ΕΨΙΛΩΝ, ΣΤΗ ΙΓΜΑ ΚΑΤΑ ΠΑΛΛΑΝ ΔΑ (ΙΝΑ) ΜΗ ΝΥΞΗ, Ο ΜΙΚΡΟΝ (ΕΣΤΙ) ΠΥΡΟΣ (ΔΕ) ΙΓΜΑ ΤΑΦΗ ΕΨΙΛΩΝ, ΦΥ(ΟΙ) ΨΥΧΗ, Ο ΜΕΓΑ (ΕΣΤΙ).
Αλ = Ο νοητός ήλιος
Φα-ος = Το φως
Βη = προστακτική του ρήματος βαίνω (βαδίζω, έρχομαι)
Τα = Δοτική άρθρου δωρικού τύπου τη, εις την
Γα = Γη (δωρικός τύπος)
Αμα = (επιρρ.) συγχρόνως
Έλ = ο ορατός Ήλιος, ο Ερχόμενος
Έψ = ρήμα έψομαι, εψ-ημένος, ψημένος.
Ιλών = Ιλύς (ουσιαστικό), λάσπη, πηλός
Στή = προστακτική ρήματος ίστημι.
Ίγμα = καταστάλαγμα, απόσταγμα.
Ζή = προστακτική ρήματος ζω.
Η = υποτακτική ρήματος ειμί, είμαι
Θη = προστακτική ρήματος θέτω.
Ιώτα = τα ίωγα, τα Εγώ.
Παλάν = Ρήμα πάλλω (δονούμαι, περιστρέφομαι) επίθετο παλλάς -πάλλουσι,περιστρεφόμενη (πρβλ: Παλλας Αθηνά).
Δά = άλλος τύπος της Γα, Γης (πρβλ: Δαμήτηρ, Δημήτηρ, Δήμητρα=Μητέρα γη).
Νύξ = νύκτα.
Ο = το οποί! ο, που
Φυ(οι) = ευκτική ρήματος φύω (φυτρώνω, αναπτύσσομαι).

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ…
»ΑΛ, ΕΣΥ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΦΩΣ, ΕΛΑ ΣΤΗ ΓΗ! ΚΑΙ ΕΣΥ ΕΛ ΡΙΞΕ ΤΙΣ ΑΚΤΙΝΕΣ ΣΟΥ ΣΤΗΝ ΙΛΥ ΠΟΥ ΨΗΝΕΤΑΙ (που βρίσκεται σε κατάσταση αναβρασμού). ΑΣ ΓΙΝΕΙ ΕΝΑ ΚΑΤΑΣΤΑΛΑΓΜΑ (μία ξηρά) ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΝ ΤΑ ΕΓΩ ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ, ΝΑ ΥΠΑΡΞΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΣΤΑΘΟΥΝ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ. ΑΣ ΜΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ Η ΝΥΚΤΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΙΚΡΟΝ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΕΨΕΙ ΝΑ ΤΑΦΗ (να σβήση, να χαθεί) ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΑΛΑΓΜΑ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΒΡΑΖΟΥΣΑ ΙΛΥ, ΚΑΙ ΑΣ ΑΝΑΠΤΥΧΘΕΙ Η ΨΥΧΗ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ, ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟ ΟΛΩΝ.»

Οι Φοίνικες και Ελληνικό Αλφάβητο
Μεγάλη παραφιλολογία υπάρχει περί των Φοινίκων και το Αλφάβητο το οποίο χρησιμοποιούμε, ότι δηλαδή ήρθε από εκεί κτλ, για να δούμε όμως τι λένε τα στοιχεία:
ο Αγήνορας βασιλέας του Άργους (Άργος ονόμαζαν την Πελοπόννησο αρχαιόθεν) μαζί με την βασίλισσα του Τηλέφασσα και τα παιδιά τους Κίλικα, Φοινικα, Κάδμο και Ευρώπη πήγαν προς αποικισμό στα ανατολικά παράλια, και φτιάξανε μεγάλες πόλεις όπως μεταξύ άλλων την Κιλικία (απο τον Κίλικα) και την Φοινίκη (από τον Φοίνικα).
Εκεί λοιπόν ανέπτυξαν ναυτιλία εμπόριο τέχνες κτλ κτλ, όπως συνέβαινε άλλωστε σε ολόκληρη την Μεσόγειο από Έλληνες. Πολύ αργότερα οι εχθροί αυτών, Χεταίοι, νίκησαν μετά από πολλές προσπάθειες τους Έλληνες Φοίνικες (περί του 1360 π.Χ.). Από τους ηττημένους κάποιοι σκοτώθηκαν, κάποιοι έφυγαν, και κάποιοι έμειναν υπό το καινούριο καθεστώς. Τα σημιτικά φύλλα που μετακινήθηκαν στην περιοχή κατά το 1100 π.Χ. πήραν την εξουσία (γνωστή η αυτή δράση τους) μαζί και την κληρονομιά του εμπορίου των γραμμάτων και των τεχνών…
Ἀγήνωρ δὲ παραγενόμενος εἰς τὴν Φοινίκην γαμεῖ Τηλέφασσαν καὶ τεκνοῖ θυγατέρα μὲν Εὐρώπην, παῖδας δὲ Κάδμον καὶ Φοίνικα καὶ Κίλικα.
(Ἀππολόδωρος Βιβλιοθήκη Γ’)

Επίσης:
1. Η λέξη Φοίνιξ είναι Ελληνική, είναι το πορφυρό χρώμα, από την ίδια ρίζα προέρχεται η λέξις φόνος-φοίνιος(φονικός)
2. Φοίνιξ είναι το μυθικό πτηνό το οποίο απεικονίζεται να καίγεται μέσα στην πορφυρή φωτιά και είναι γνωστό με την ρήση «εκ της τέφρας του αναγεννάται». Tο αναφέρει ο Ηρόδοτος. Στην αρχαία Ελλάδα συνδεόταν με τον Ήλιο (Απόλλωνα)
Όλη η παραφιλολογία περί Φοινικικής προέλευσης του Ελληνικού Αλφαβήτου στηρίζεται στα λόγια του Ηροδότου που λένε τα εξής:
«Οἱ δὲ Φοίνικες οὗτοι οἱ σὺν Κάδμῳ ἀπικόμενοι, τῶν ἦσαν οἱ Γεφυραῖοι, ἄλλα τε πολλὰ οἰκήσαντες ταύτην τὴν χώρην ἐσήγαγον διδασκάλια ἐς τοὺς Ἕλληνας καὶ δὴ καὶ γράμματα, οὐκ ἐόντα πρὶν Ἕλλησι ὡς ἐμοὶ δοκέειν»
Πρώτον ο Κάδμος ήταν γιος του Αγήνορα Βασιλέα του Άργους (άρα Έλλην), και δευτερον το ὡς ἐμοὶ δοκέειν σημαίνει «ως εγώ ΝΟΜΙΖΩ». Πολλοί έχουν διατυπώσει αμφιβολίες ως προς την γνησιότητα του κειμένου. Μία ακόμα ασυμβατότητα είναι ότι ο Κάδμος έχει ζήσει πολύ πριν τον Τρωικό πόλεμο, εποχή που οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι σημιτοΦοίνικες δεν έχουν εμφανισθεί στο προσκήνιο της ιστορίας, οπότε δεν είναι δυνατόν να τα εκόμισαν στην Ελλάδα ως συνοδοί του Κάδμου.
Ελληνικό το Πρώτο Αλφάβητο στον Κόσμο 
Η θεωρία ότι το Αλφάβητο είναι εφεύρεση των Φοινίκων συντηρήθηκε εκτός των άλλων με το επιχείρημα ότι ωρισμένα σύμβολα της φοινικικής γραφής μοιάζουν με τα αλφαβητικά γράμματα, π.χ. το (άλεφ) είναι αντεστραμμένο ή πλαγιαστό το ελληνικό Α κλπ. Το επιχείρημα αυτό φαινόταν ισχυρό μέχρι προ 100 ετών περίπου, όταν οι γλωσσολόγοι και οι ιστορικοί ισχυρίζονταν ακόμη ότι οι Ελληνες δεν εγνώριζαν γραφή προ του 800 π.Χ.
Γύρω στο 1900 όμως ο Αρθούρος Εβανς ανέσκαψε την Ελληνική Μινωική Κρήτη και ανεκάλυψε τις Ελληνικές Γραμμικές Γραφές, των οποίων σύμβολα ήταν ως σχήματα πανομοιότυπα προς τα 17 τουλάχιστον εκ των 24 γραμμάτων του Ελληνικού Αλφαβήτου.
Με δεδομένα
α) Ότι τα αρχαιότερα δείγματα των Ελληνικών αυτών γραφών (Γραμμική Α και Β), που στη συνέχεια ανακαλύφθηκαν και στην Πύλο, στις Μυκήνες, στο Μενίδι, στη Θήβα, αλλά και βορειότερα, μέχρι τη γραμμή του Δούναβη και χρονολογήθηκαν τότε πριν από το 1500 π.Χ. και
β) Ότι οι Φοίνικες και η γραφή τους εμφανίζονται στην ιστορία όχι πριν το 1300 π.Χ. Ο Εβανς στο έργο του Scripta Minoa διετύπωσε, πρώτος αυτός, αμφιβολίες για την αλήθεια της θεωρίας ότι οι Ελληνες έλαβαν τη γραφή από τους Φοίνικες, εκφράζοντας ταυτόχρονα την επιστημονική υποψία ότι μάλλον συνέβη το αντίθετο.
Οι αμφιβολίες για την μη προτεραιότητα των Φοινίκων έναντι των Ελλήνων στην ανακάλυψη της γραφής έγιναν βεβαιότητα, όταν ο καθηγητής Πωλ Φωρ, διεθνής αυθεντία της Προϊστορικής Αρχαιολογίας, δημοσίευσε στο Αμερικάνικο αρχαιολογικό περιοδικό, εκδόσεως του Πανεπιστημίου της Ινδιάνας, Nestor (έτος 16ον,1989,σελ.2288) ανακοίνωση, στην οποία παραθέτει και αποκρυπτογραφεί πινακίδες Ελληνικής Γραμμικής Γραφής, που βρέθηκαν σε ανασκαφές στο κυκλώπειο τείχος των Πιλικάτων της Ιθάκης και χρονολογήθηκαν με σύγχρονες μεθόδους στο 2700 π.Χ.
Γλώσσα των πινακίδων είναι η Ελληνική και η αποκρυπτογράφηση του Φωρ απέδωσε φωνητικά το συλλαβικό κείμενο ως εξής: Α]RE-DA-TI. DA-MI-U-A-. A-TE-NA-KA-NA-RE(ija)-TE.
Η φωνητική αυτή απόδοση μεταφράζεται, κατά τον Γάλλο καθηγητή πάντοτε :«Ιδού τι εγώ η Αρεδάτις δίδω εις την άνασσαν, την θεάν Ρέαν:100 αίγας, 10 πρόβατα, 3 χοίρους». Ετσι ο Φωρ απέδειξε, ότι οι Ελληνες έγραφαν και μιλούσαν Ελληνικά τουλάχιστον 1400 χρόνια πριν από την εμφάνιση των Φοινίκων και της γραφής τους στην ιστορία.
Αλλά οι αρχαιολογικές ανασκαφές στον Ελληνικό χώρο την τελευταία 12ετία απέδωσαν και άλλες πολλές και μεγάλες εκπλήξεις: Οι Έλληνες έγραφαν όχι μόνο τις συλλαβικές Γραμμική Α και Β Γραφές τους αλλά και ένα είδος γραφής πανομοιότυπης με εκείνη του Αλφαβήτου τουλάχιστον από το 6000π.Χ.
Πράγματι στο Δισπηλιό, μέσα στα νερά της λίμνης της Καστοριάς, ο καθηγητής Γ. Χουρμουζιάδης ανεκάλυψε ενεπίγραφη πινακίδα με γραφή σχεδόν όμοια με την αλφαβητική, η οποία χρονολογήθηκε με τις σύγχρονες μεθόδους του ραδιενεργού άνθρακα (C14) και της οπτικής θερμοφωταύγειας στο 5250π.Χ.
Τρία χρόνια αργότερα ο έφορος Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Ν. Σάμψων, ανασκάπτοντας το «Σπήλαιο του Κύκλωπα» της ερημονησίδας Γιούρα Αλοννήσου (Βόρειες Σποράδες), ανακάλυψε θραύσματα αγγείων («όστρακα») με γράμματα πανομοιότυπα με εκείνα του σημερινού Ελληνικού Αλφαβήτου, τα οποία χρονολογήθηκαν με τις ίδιες μεθόδους στο 5500-6000π.Χ.
Ο ίδιος αρχαιολόγος διενεργώντας το 1995 ανασκαφές στη Μήλο, ανεκάλυψε «πρωτοκυκλαδικά αγγεία» των μέσων της 3ης χιλιετίας π.Χ., που έφεραν πανομοιότυπα τα γράμματα του Ελληνικού Αλφαβήτου Χ,Ν,Μ,Κ,Ξ,Π,Ο,Ε. Είναι πρόδηλο, ότι οι αρχαιολογικές αυτές ανακαλύψεις όχι απλώς προσέδωσαν ήδη το χαρακτήρα του κωμικού στη λεγόμενη «Φοινικική Θεωρία» περί ανακαλύψεως της γραφής, αλλά ανατρέπουν εκ βάθρων ολόκληρη την επίσημη χρονολόγηση της ελληνικής Ιστορίας, όπως αυτή διδάσκεται, αλλά και την επίσημη παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού.
ΦΑΣΕΙΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Πρωτοελληνική ή προϊστορική κοινή ή προδιαλεκτική ονομάζεται συμβατικά η αρχαιότερη μορφή της Ελληνικής γλώσσας μετά τη διαφοροποίησή της από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή και πριν τη διαίρεσή της στις μετέπειτα ελληνικές διαλέκτους (Μυκηναϊκή, Δωρική, Αττική-Ιωνική, Αρκαδοκυπριακή κλπ.). Χρονικά τοποθετείται μεταξύ του 20ου και του 16ου π.Χ. αιώνα περίπου. Δεν υπάρχουν καθόλου γραπτά μνημεία της και οι γνώσεις μας γι’ αυτήν βασίζονται σε υποθέσεις γλωσσολόγων με τις μεθόδους της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας.
Η επανασύνθεση της πρωτοελληνικής στηρίζεται στις ομοιότητες και τις διαφορές των αρχαίων Ελληνικών διαλέκτων μεταξύ τους, με τις άλλες Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και με την (επίσης υποθετικά επανασυντεθειμένη) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ). Πολύτιμη βοήθεια για την επανασύνθεση και τη χρονολόγηση της πρωτοελληνικής προσέφερε η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’, η οποία μας έδωσε μια εικόνα της αρχαίας Ελληνικής 500 χρόνια αρχαιότερα από ό,τι ως τότε γνωρίζαμε.

Τόπος και Χρόνος της Πρωτοελληνικής
Άγνωστο παραμένει το κατά πόσον η «προϊστορική κοινή» ομιλούνταν εντός του σημερινού Ελλαδικού χώρου ή εάν η διαφοροποίηση των επιμέρους διαλέκτων της αρχαίας Ελληνικής είχε ήδη λάβει χώρα πριν την έλευση και εγκατάσταση των ελληνικών φύλων στον μετέπειτα ευρύτερο ελλαδικό χώρο.
Η παλαιότερη θεωρία υποστήριζε ότι οι ελληνικές διάλεκτοι είχαν διαφοροποιηθεί ήδη πριν την έλευση των Ελληνικών φύλων, τα οποία ήρθαν στον Ελλαδικό χώρο κατά «κύματα» με ορισμένους αιώνες διαφορά, με τελευταίο τους Δωριείς («κάθοδος των Δωριέων»). Η έλλειψη όμως αρχαιολογικών ευρημάτων που να επιβεβαιώνουν αλλεπάλληλες εισόδους εχθρικών μεταξύ τους φύλων δημιούργησε αμφιβολίες για την ορθότητα της υπόθεσης αυτής.
Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β αποκάλυψε ότι στη Μυκηναϊκή Ελληνική είχαν ήδη επέλθει ορισμένοι νεωτερισμοί (φωνητικές μεταβολές), οι οποίοι δεν είχαν επέλθει στη Δωρική και στις Δυτικές διαλέκτους ακόμη και στους κλασικούς χρόνους. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην πεποίθηση ότι ήδη τη Μυκηναϊκή εποχή υπήρχαν περισσότερες της μιας Ελληνικές διάλεκτοι.
Έτσι η πρωτοελληνική τοποθετείται σε ακόμη προγενέστερο στάδιο από τους Μυκηναίους, δηλαδή περί τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Από την άλλη οι ομοιότητες της Μυκηναϊκής με τη Δωρική καθιστούν πιο πιθανή την συνύπαρξη των δύο φύλων μέσα στον Ελλαδικό χώρο παρά την έλευση των Δωριέων αργότερα από κάποιον μακρινό τόπο.
Χαρακτηριστικά
Τα χαρακτηριστικά της πρωτο-ελληνικής μπορούν μόνο με υποθέσεις να ανασυνταχθούν. Για την επανασύνδεσή τους αφετηρία αποτελούν τα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των μεταγενέστερων ελληνικών διαλέκτων. Τα χαρακτηριστικά αυτά συγκρίνονται με την επανασυντεθειμένη πρωτο-ϊνδο-ευρωπαϊκή γλώσσα και γίνεται προσπάθεια να τοποθετηθούν οι διαφοροποιήσεις της ελληνικής από την πρωτο-ϊνδο-ευρωπαϊκή στον χρόνο.
Δεν είναι όμως πάντοτε βέβαιο κατά πόσον ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των διαλέκτων ανάγεται στην πρωτο-ελληνική ή αποτελεί εξέλιξη που επήλθε μετά τη διαφοροποίηση των διαλέκτων αλλά τις επηρέασε σταδιακά όλες.
Μορφολογία

• Στην πρωτοελληνική ήδη έχει αρχίσει να μειώνεται ο αριθμός των πτώσεων των ονομάτων. Ενώ στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή οι πτώσεις ήταν οκτώ (ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, κλητική, αφαιρετική, οργανική, τοπική), στη Μυκηναϊκή ήδη οι πτώσεις έχουν μειωθεί σε έξι (η αφαιρετική έχει συγχωνευθεί στη γενική και η τοπική στη δοτική) και στην κλασική αρχαία Ελληνική σε πέντε (η οργανική έχει και αυτή συγχωνευθεί στη δοτική).
Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται οργανική πληθυντικού με κατάληξη –φι, η οποία απαντά και στον Όμηρο (όχι όμως μόνο ως οργανική, αλλά και σε χρήση τοπικής ή αφαιρετικής, τόσο στον ενικό όσο και στον πληθυντικό). Υπολείμματα της τοπικής παραμένουν στη Μυκηναϊκή (di-da-ka-re = didaskalei = στον δάσκαλο, στο σχολείο) αλλά ακόμη και στην κλασική αρχαία Ελληνική (οἴκοι = στο σπίτι, Ἰσθμοῖ = στον Ισθμό), αλλά μόνο σε συγκεκριμένες ελάχιστες εκφράσεις. Έτσι γίνεται δεκτό ότι ήδη από την πρωτοελληνική είχαν αρχίσει να συγχωνεύονται οι πτώσεις (συγκρητισμός των πτώσεων).
• Οι πρωτοϊνδοευρωπαϊκές καταλήξεις της ονομαστικής πληθυντικού των θεματικών ονομάτων (πρώτη και δεύτερη κλίση της αρχαίας Ελληνικής) *-os και *-as τρέπονται στην πρωτοελληνική σε -οι και -αι κατ’ αναλογία προς τους τύπους του άρθρου (τοι>οι), το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από αρχαία δεικτική αντωνυμία. Το ίδιο ισχύει και για την κατάληξη της γενικής πληθυντικού των θηλυκών *-ason (>άων > ῶν), αντί του πρωτοϊνδοευρωπαϊκού *-a-om > *-om.
• Η πρωτοελληνική διατηρεί τα τρία γένη της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής (αρσενικό, θηλυκό ουδέτερο).
• Η πρωτοελληνική διατηρεί τους τρεις αριθμούς της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής (ενικό, δυϊκό και πληθυντικό).
ΜΥΚΗΝΑΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Η Μυκηναϊκή είναι η αρχαιότερη μορφή της Ελληνικής Γλώσσας, που μιλιόταν στην ηπειρωτική Ελλάδα, στην Κρήτη και στην Κύπρο τον 16ο με 11ο αιώνα π.χ., πριν από την εικαζόμενη Δωρική εισβολή. Τα κείμενα που έχουν διασωθεί σε αυτή τη διάλεκτο είναι οι επιγραφές στη Γραμμική Β, πού βρίσκονται στην Κρήτη και ανάγονται στον 14ο αιώνα π.Χ. ή νωρίτερα. Οι περισσότερες επιγραφές βρέθηκαν σε πήλινα αγγεία στην Κνωσό και στην Πύλο. Η διάλεκτος ονομάστηκε έπειτα Μυκηναϊκή, επειδή δείγματά της ανακαλύφθηκαν πρώτα σε παλάτι στις Μυκήνες και συνδέθηκε με τον Μυκηναϊκό πολιτισμό.
Η γραφή των πινακίδων παρέμενε επί μακρόν άγνωστη και για τη γλώσσα τους είχε διατυπωθεί κάθε πιθανή υπόθεση, η οποία την ταύτιζε με γλώσσες όπως η Ετρουσκική, η Δαλματική και πολλές άλλες. Τη λύση έδωσε ο Άγγλος Μάικλ Βέντρις (Michael Ventris), ο οποίος το 1952 αποκρυπτογράφησε τη γραφή και απέδειξε πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι η γλώσσα των πινακίδων ήταν πρώιμης μορφής Ελληνική.
Τα κείμενα των πινακίδων είναι ως επί το πλείστον κατάλογοι και αρχεία απογραφής. Δεν έχουν διατηρηθεί αφηγηματικά κείμενα ούτε, πολλώ μάλλον, ποιητικά ή μυθικά κείμενα. Εντούτοις, είναι δυνατόν να αποκτήσουμε κάποια γνώση για τον λαό που παρήγαγε αυτά τα κείμενα, καθώς και για τη Μυκηναϊκή περίοδο, λίγο πριν από την έναρξη των αποκαλούμενων Σκοτεινών Αιώνων τής Ελληνικής ιστορίας.
Σε αντιδιαστολή προς μεταγενέστερες μορφές/ποικιλίες τής Ελληνικής, η Μυκηναϊκή διέθετε επτά διακριτές πτώσεις: ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, οργανική, τοπική και κλητική (παρ’ ότι η οργανική και η τοπική εμφανίζονται μόνο υπολειμματικά, δηλ. χωρίς οργανική λειτουργία στα κείμενα, πράγμα που ερμηνεύει τη σταδιακή εξαφάνιση της μορφολογικής κατηγορίας τους).
Φωνολογία και Ορθογραφία
Η Μυκηναϊκή γλώσσα γραφόταν με την Γραμμική Β, την οποία αποτελούν περίπου 200 συλλαβικά σημάδια και λογογραφήματα. Δεδομένου ότι η Γραμμική Β προήλθε από τη Γραμμική Α, μια αποκρυπτογραφημένη γλώσσα Μινωικής πιθανώς προέλευσης ανεξάρτητης από τα Ελληνικά, δεν απεικονίζει πλήρως τη Μυκηναϊκή.
Φωνολογικά οι συστάδες του συμφώνου διαλύθηκαν ορθογραφικά, και το ρ και το λ δεν είναι , ούτε αποσαφηνισμένες για τις ελληνικές φωνολογικές κατηγορίες εκφρασμένων /άφωνων ( με εξαίρεση των οδοντικών το δ, T) και απορροφημένο / συλλαβικά-τελικό λ, μ, ν, ρ, s παραλείπεται. Το χειρόγραφο διαφοροποιεί πέντε ιδιότητες φωνηέντων, α, ε, ι, ο, u, τα ημίφωνα W και j (που μεταγράφονται επίσης και ως Y), τρία ηχηρά, μ, ν, ρ, ένα συριστικό s και έξι occlusive, π, τ, δ, Κ, q (η συνηθισμένη μεταγραφή για όλα τα χειλόφωνα) κα το ζ (που περιλαμβάνει [ Κ; ], [ γ; ] και [ δ; ] ήχοι που αργότερα εξελληνίστηκαν;).
Κατά συνέπεια * τα khrusos, «χρυσός» συλλαβίστηκαν με τα συλλαβικά σημάδια κu-RU-E’TSJ;.;.;., * gwous, «αγελάδα» με το qο-u σημαδιών;.;., και * khalkos «χαλκός» ως Κα -Κα-κο;.;.. Η Μυκηναϊκή μορφή των ελληνικών διατηρεί διάφορα αρχαΐζοντα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής κληρονομιάς της, όπως τα υπερωικά σύμφωνα που υποβλήθηκαν στις πλαίσιο-εξαρτώμενες υγιείς αλλαγές ώσπου να άρχισε το αλφαβητικό ελληνικό γράψιμο μερικές εκατοντάδες έτη αργότερα.
Γραφή
Το σώμα Μυκηναϊκής εποχής αποτελείται από περίπου 6000 ταμπλέτες και επιγραφές στη Γραμμική Β, από τη Μινωική χρονολογία στην Ελλαδική Περίοδο. Κανένα μνημείο της Γραμμικής Β ούτε μη γραμμική μεταγραφή Β δεν έχει βρεθεί ακόμα. Εάν είναι γνήσιo, το βότσαλο της Καυκανιάς, που χρονολογείται στο 17ο αιώνα Π.Χ., θα ήταν η παλαιότερη γνωστή Μυκηναϊκή επιγραφή, και ως εκ τούτου η πιο πρόωρη συντηρημένη κατάθεση της Ελληνικής γλώσσας.
Η Μυκηναϊκή Γραμμική Β’
Η Μυκηναϊκή Γραμμική Β’ γραφή ονομάστηκε έτσι από τον ανασκαφέα της Κνωσού Άρθουρ Έβανς (Α. Evans) σε αντιδιαστολή με το πρώτο είδος της μινωικής Γραμμικής Α’. Οι ομοιότητες των δύο γραμμικών γραφών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Γραμμική Β’ προέκυψε από τη Γραμμική Α’. Παράλληλα όμως με τις ομοιότητές οι δύο γραφές παρουσιάζουν και σαφείς διαφορές, οι οποίες εντοπίζονται τόσο στην εσωτερική τους δομή όσο και στην εξωτερική μορφή των συμβόλων τους.
Και οι δύο γραφές χρησιμοποιούν τον ίδιο αριθμό φωνητικών συμβόλων, ορισμένα από τα οποία είναι κοινά και στις δύο γραφές, ενώ άλλα εμφανίζονται μόνο σε μία από αυτές. Σήμερα πιστεύεται ότι η δομή της Γραμμικής Β’ προήλθε από τη Γραμμική Α’, αλλά τροποποιήθηκε προκειμένου να εκφράσει καλύτερα την Ελληνική γλώσσα.
Η Γραμμική Β’ δομείται από ομάδες φωνητικών συμβόλων, οι οποίες συνοδεύονται από ιδεογράμματα. Τα φωνητικά σύμβολα και το αντίστοιχο ιδεόγραμμα αναφέρονται στο ίδιο αντικείμενο. Τα συλλαβογράμματα, όπως ονομάζονται τα διαδοχικά φωνητικά σημεία, αναπαριστούν φωνήεντα και ανοιχτές συλλαβές με συνδυασμό ενός συμφώνου και ενός φωνήεντος, όπου το τελευταίο είναι πάντοτε φωνήεν.
Σε σαρανταπέντε από τα συνολικά ογδόντα εννέα σημεία παρατηρούνται αντιστοιχίες με σημεία της Γραμμικής Α και σε άλλα δέκα παρατηρούνται αντιστοιχίες με στοιχεία των παλαιότερων μινωικών γραφών. Εκτός από τα φωνητικά σύμβολα υπάρχουν και περισσότερα από εκατό ιδεογράμματα που παριστάνουν αντικείμενα, αριθμούς, οι οποίοι ακολουθούν το δεκαδικό σύστημα και μονάδες μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας.
Αρκετά συλλαβογράμματα, ιδεογράμματα ή μονάδες μέτρησης παραμένουν ακόμη άγνωστα. Τα κενά αυτά της αποκρυπτογράφησης συμπληρώνονται σταδιακά με την ανάγνωση περισσότερων νέων κειμένων.
Βασικά Χαρακτηριστικά της Μυκηναϊκής
Όπως ανέφερα και παραπάνω, η μυκηναϊκή είναι συλλαβογραφική γραφή. Περιλαμβάνει συλλαβογράμματα αλλά και ιδεογράμματα. Οι πινακίδες που διασώθηκαν αναφέρονται σε ανθρωπωνύμια, τοπωνύμια, γεωργική παραγωγή, γαιοκτησία, θρησκευτικές προσφορές, στρατιωτικό εξοπλισμό. Οι κανόνες γραφής της μυκηναϊκής είναι οι εξής:
  • Περιέχει τα πέντε βασικά φωνήεντα δίχως να διακρίνει μεταξύ μακρών και βραχέων.
  • Στους διφθόγγους δεν δηλώνεται το φωνήεν i παρά μόνο του.
  • Τα κλειστά σύμφωνα δηλώνονται με τα ψιλά p, t, k εκτός από το d που έχει ιδιαίτερα συλλαβογράμματα.
  • Οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι kw, gw, gwh δηλώνονται με την κλάση q.
  • Τα υγρά l, r ανήκουν στην ίδια κλάση r.
  • Τα διπλά σύμφωνα δεν δηλώνονται.
  • Στο συμφωνικό σύμπλεγμα η δήλωση του πρώτου φωνήεντος γίνεται με την ποιότητα του δεύτερου.
  • Υγρά, έρρινα και s που βρίσκονται πριν από άλλο σύμφωνο παραλείπονται.
  • Τα ληκτικά σύμφωνα παραλείπονται.
  • Υπάρχει κλάση του δίγαμμα.
Μπορούμε επιπλέον να παρατηρήσουμε ότι γραμματικά η Μυκηναϊκή διατηρεί τη γενική του ενικού σε –οiο και τον παλαιό τύπο τοπικής -ει ως δοτική. Και ακόμη, η Μυκηναϊκή διέθετε επτά διακριτές πτώσεις: ονομαστική, γενική, δοτική, οργανική, τοπική και κλιτική.
Παραδείγματα:
a-ko-so-ne = άξονες
ti-ri-po = τρίπος
wanaks = άναξ ‘άρχοντας’
marathuwon = µάραθον ‘µάραθο’
torpegja = τράπεζα ‘τραπέζι’
phasganon = φάσγανον ‘εγχειρίδιο’
gwasileus ‘τοπικός άρχοντας’ = βασιλεύς ‘βασιλιάς’
talasija: ‘αγγαρεία’ = ταλάσια ‘γνέσιµο’

Aνοµοίωση των χειλoϋπερωικών:
1) */gwunaia/ → [gunaja] ‘γυναικεία’ ku-na-ja
2) */lukwos/ → [lukos] ‘λύκος’ ru-ko
3) /gwou+kwolos/ → [gwoukolos] ‘βοσκός βοδιών’ qo-u-ko-ro
4) /eu+kwolos/ → [eukolos] ‘εύκολος’ e-u-koro
5) /ou+kwis/ → [oukis] ‘κανένας’ o-u-ki

Με αυτούς τους κανόνες αντιλαμβανόμαστε ότι η Μυκηναϊκή γραφή δεν αποτελεί μια αντιστοιχία με το ελληνικό αλφάβητο. Συνεπώς η ανάγνωση ακολουθεί την εξής διαδικασία. Μέσω των κανόνων παράγουμε όλες τις δυνατές μορφές Ελληνικής γραφής που προβολικά συμπίπτουν με τη μυκηναϊκή γραφή της λέξης. Με άλλα λόγια η συνάρτηση της παραγωγής είναι πολύμορφη. Επαναλαμβάνουμε αυτό το σχήμα με κάθε λέξη της πινακίδας.

Στο τέλος έχουμε μια συλλογή από πιθανά κείμενα. Εξετάζουμε αν συμπίπτουν με τα ιδεογράμματα, όταν αυτά υπάρχουν, και μετά κάνουμε τη σημασιολογική ανάλυση όταν αυτή είναι εφικτή. Ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, έχουμε πιθανές εκδοχές του κειμένου. Με άλλα λόγια, η ανάγνωση της Μυκηναϊκής δεν είναι απαραίτητα μοναδική, όχι μόνο ως προς τη λέξη μα και ως προς την πρόταση.
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Με τον όρο αρχαία Ελληνική γλώσσα εννοείται η Ελληνική γλώσσα των αρχαϊκών χρόνων και της κλασικής αρχαιότητας. Στο όρο περιλαμβάνεται συνήθως και η μετακλασική εποχή της Ελληνιστικής περιόδου. Ωστόσο, οι μεταλλάξεις της γλώσσας κατά την Ελληνιστική περίοδο δικαιολογούν μεθοδολογικά την διακριτή θεώρηση της αρχαίας Ελληνικής με τον όρο Ελληνιστική κοινή.
Η μελέτη της Ελληνικής γλώσσας μέσα από τις πηγές που επιβιώνουν στην προφορική εκφορά της γλώσσας και τα γραπτά τεκμήρια, μας επιτρέπει να διατρέξουμε την εξελικτική πορεία της γλώσσας, να εντοπίσουμε την ινδοευρωπαϊκή της καταγωγή, τους αρχαϊσμούς, τα προελληνικά δάνεια και να επισημάνουμε την εμφάνισή της κατά τη μυκηναϊκή εποχή. Οι κύριες φάσεις της εξελικτικής πορείας που περιγράφουν την πορεία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας είναι πέντε:
• Αρχαϊκή γλώσσα των Μυκηναϊκών χρόνων, έτσι όπως καταγράφεται στη συλλαβογράμματη γραφή που οι αρχαιολόγοι ονομάζουν Γραμμική Β΄.
• Αρχαία Ελληνική γλώσσα με την αλφαβητική γραφή και τις διαλέκτους της
• Ελληνιστική κοινή των Ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων
• Μεσαιωνική γλώσσα του Βυζαντινού Ελληνισμού, κομβικό σημείο μετουσίωσης της Ελληνικής κατά τον 15ο αιώνα.

Προϊστορία
Κατά την προϊστορική περίοδο, στα μέσα της εποχής του Χαλκού, χρησιμοποιείται στην Κρήτη πρώτη γραφή που εντοπίζεται στον Ελλαδικό χώρο: η Μινωική ιερογλυφική γραφή (20oς -17ος π.Χ. αι.).
Ακολουθεί η Γραμμική Α, η οποία θεωρείται εξέλιξη της ιερογλυφικής, καθώς φαίνεται να χρησιμοποιεί συλλαβογράμματα. Και οι δύο αυτές γραφές δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί, κατά πάσα πιθανότητα όμως είναι Πρωτοελληνικές γλώσσες που μιλούσαν όλοι οι κάτοικοι του Αιγαίου.
Η Γραμμική Β είναι ένα συλλαβικό σύστημα, που αποδίδει την πρωιμότερη και πιο αρχαϊκή φάση της ελληνικής γλώσσας (15ος – 13ος π.Χ. αι.). Βρίσκεται σε επιγραφές πήλινων πινακίδων, οι οποίες προέρχονται από τα οικονομικά και διοικητικά αρχεία τον μυκηναϊκού κόσμου.
Το Ελληνικό Αλφάβητο
Από την εποχή που εξαφανίζεται η Μυκηναϊκή συλλαβική γραφή (1200 π.Χ.), η αρχαιότερη αποδεδειγμένη Ελληνική γραφή, ως τα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα, οπότε εμφανίζονται οι πρώτες επιγραφές σε αλφάβητο, μεσολαβούν πέντε αιώνες χωρίς σχετικά αρχαιολογικά τεκμήρια.
To Ελληνικό αλφάβητο καινοτομεί ως σύστημα γραφής, καθώς εισάγει την πλήρη φωνολογική αντιστοιχία των σημείων του: κάθε γράμμα αντιπροσωπεύει έναν και μόνο φθόγγο, φωνήεν ή σύμφωνο. Έτσι, με 24 γράμματα και με τους δυνατούς συνδυασμούς τους κωδικοποιούνται οι βασικοί φθόγγοι της γλώσσας, που παράγουν συλλαβές και σχηματίζουν λέξεις.
Για το πότε ακριβώς, σε ποιο μέρος και με ποιον τρόπο δημιουργείται το Ελληνικό αλφάβητο υπάρχουν πολλές απόψεις. Κατά την απόλυτα κρατούσα γνώμη πρότυπο υπήρξε το φοινικικό, στο οποίο πρόσθεσαν τα φωνήεντα και το οποίο πρέπει να γνώρισαν οι Έλληνες, καθώς ταξίδευαν στα τέλη του 9ου π.Χ. αιώνα στην ανατολική Μεσόγειο. Μέσα στον 7ο π.Χ. αι. όλες οι Ελληνικές πόλεις-κράτη έχουν ήδη διαμορφώσει και χρησιμοποιούν η καθεμιά το δικό της αλφάβητο με κατά τόπους ιδιομορφίες.
Οι επιγραφές είναι πάντοτε με κεφαλαία, χωρίς κενά διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις, χωρίς σημεία στίξης και χωρίς τόνους. Τα αλφάβητα χωρίζονται σε τρεις κύριες ομάδες: τη Νότια (Κρήτη, Θήρα, Μήλο), την Ανατολική (ακτές Μ. Ασίας, νησιά Ανατολικού Αιγαίου, Μέγαρα, Σικυών, Κόρινθος και αποικίες τους) και τη Δυτική ομάδα (Θεσσαλία, Λοκρίδα, Εύβοια, Αρκαδία, Λακωνία και οι αποικίες τους).
Από τις αρχαϊκές επιγραφές ήδη διαπιστώνεται ο διαλεκτικός κατακερματισμός της αρχαιοελληνικής γλώσσας, ο οποίος οφείλεται στη διαμόρφωση του γεωγραφικού χώρου με τους ορεινούς όγκους και τους περίκλειστους τόπους εγκατάστασης, στη διαδοχική εμφάνιση και διασπορά των Ελληνικών φύλων, στην αρχική απομόνωση και στην πολιτική αυτοτέλεια των πρώτων οικιστικών κέντρων.
Οι Αρχαίες Διάλεκτοι
Οι αρχαίες διάλεκτοι είναι δυνατόν να ταξινομηθούν σε τρεις ενιαίες ομάδες που προσδιορίζονται με γεωγραφικά κριτήρια ως εξής:
• Ανατολική ομάδα με χαρακτηριστικό κορμό την Ιωνική-Αττική διάλεκτο (Ιωνία, Εύβοια,Κυκλάδες, Αττική, Μεθώνη Πιερίας, Θάσο, Χαλκιδική)
• Κεντρική με χαρακτηριστικότερες διαλέκτους την Αρκαδοκυπριακή (Αρκαδία, Κύπρος) και την Αιολική (Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβος και Αιολία).
• Δυτική με κορμό τη Δωρική (Ήπειρος, Μακεδονία (βλ. Κατάδεσμο της Πέλλας), Δυτική Στερεά, Πελοπόννησος, Μήλος, Θήρα, Κρήτη, Δωδεκάνησα και τα παράλια της Μ. Ασίας).

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΗ ΓΛΩΣΣΑ
Η Ελληνιστική Κοινή (κοινή εννοείται διάλεκτος) είναι η λαϊκή μορφή της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας που εμφανίστηκε στη μετακλασσική αρχαιότητα (περ. 300 π.Χ. -300 μ.Χ.) και αποτελεί την τρίτη περίοδο στην ιστορία της Ελληνικής γλώσσας. Άλλες ονομασίες της είναι Αλεξανδρινή, Ελληνιστική, Κοινή ή Ελληνική της Καινής Διαθήκης. Η Κοινή είναι σημαντική όχι μόνο για τους Έλληνες, καθώς αποτέλεσε την πρώτη τους κοινή διάλεκτο και προπομπό της δημοτικής, αλλά και για τον Δυτικό πολιτισμό, για τον οποίο αποτέλεσε την lingua francaστην περιοχή της Μεσογείου.
Η Κοινή ήταν επίσης η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα Ευαγγέλια καθώς και η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε για την διδασκαλία και εξάπλωση του Χριστιανισμού στα πρώτα χρόνια μετά Χριστόν. Η Κοινή ήταν επίσης ανεπίσημα πρώτη ή δεύτερη γλώσσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ενώ στη Δύση σταδιακά εκτοπίστηκε από τα μεσαιωνικά λατινικά (τη Λαϊκή Λατινική γλώσσα), στην Ανατολή παρέμεινε για αιώνες η καθομιλουμένη.
Η Ονομασία
Κάποιοι λόγιοι όπως ο Απολλώνιος ο Δύσκολος χρησιμοποιήσαν τον όρο Κοινή αναφερόμενοι στην Πρωτοελληνική γλώσσα, ενώ άλλοι αναφερόμενοι σε οποιαδήποτε καθομιλουμένη μορφή της Ελληνικής -δηλαδή για τη γλώσσα που κατά περιόδους διέφερε από την λόγια γλώσσα. Όταν όμως η Ελληνιστική Κοινή έγινε και γλώσσα της λογοτεχνίας της εποχής της (δηλαδή γύρω στον 1ο π.Χ. αιώνα), τότε ο διαχωρισμός άλλαξε.
Κάποιοι άρχισαν λοιπόν τότε να διαχωρίζουν τη γλώσσα ανάμεσα στην Ελληνική (σαν καθαρό απόγονο της κλασικής γλώσσας, ως μετακλασική γλώσσα των λογίων) και στην καθομιλουμένη από διάφορους λαούς, του Ελληνικού συμπεριλαμβανομένου. Άλλοι επέλεξαν διαφορετικό διαχωρισμό και ανέφεραν ως Κοινή την Αλεξανδρινή (την περὶ τῆς Ἀλεξανδρέων διαλέκτου) ή τη διάλεκτο της Αλεξάνδρειας ενώ άλλη την σχεδόν παγκόσμια γλώσσα της εποχής.
Ιστορία
Η Κοινή Ελληνιστική ξεπήδησε ως κοινή διάλεκτος μέσα στα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Υπό την ηγεσία των Μακεδόνων που κατέκτησαν τον γνωστό τότε κόσμο, η νεοσχηματισθείσα κοινή διάλεκτος ομιλούνταν τότε από την Αίγυπτο έως την λεκάνη της Ινδίας. Αν και τα επιμέρους στοιχεία της Κοινής διαμορφώθηκαν κατά την ύστερη Κλασική εποχή, στην μετά-Κλασική περίοδο μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., όταν οι ασιατικοί πολιτισμοί υπό την επιρροή της Ελληνιστικής περιόδου άρχισαν με την σειρά τους να επηρεάζουν την γλώσσα.
Για την προέλευση της Κοινής Ελληνικής οι μελετητές διαφωνούν. Οι μεν πιστεύουν ότι πράγματι προερχόταν από τον συγκερασμό των τεσσάρων βασικών διαλέκτων της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας (ή εκ των τεσσάρων συνιστώσα), άλλοι ότι αποτελεί ουσιαστικά μια μετεξέλιξη της Ιωνικής ή της Αττικής διαλέκτου.
Οι μεν υποστηρίζουν ότι στην Ελληνιστική ήταν πολύ έντονα τα Ιωνικά στοιχεία, όπως το σσ αντί του ττ και το σύμπλεγμα ρσ αντί του ρρ (θάλασσα αντί θάλαττα και ἀρσενικός αντί ἀρρενικός) ενώ οι δε θεωρούν ότι παρά τα πολλά στοιχεία από την ιωνική και άλλες διαλέκτους, ο βασικός πυρήνας της Ελληνιστικής ήταν η Αττική διάλεκτος.
Η Ελληνιστική Κοινή είχε σε γενικές γραμμές περισσότερα Ιωνικά στοιχεία στις περιοχές που κατοικούνταν κυρίως από Ίωνες ενώ αντίθετα στη Λακωνία και στην Κύπρο είχε περισσότερα λακωνικά και αρκαδικά-κυπριακά στοιχεία αντίστοιχα. Επιπλέον η λόγια γλώσσα της περιόδου εκείνης προσομοιάζει τόσο πολύ στην Αττική ώστε συχνά αναφέρεται ως Κοινή Αττική και οι περισσότεροι πλέον αποδέχονται την άποψη ότι η Ελληνιστική Κοινή είναι παιδί της Αττικής, με αρκετές βέβαια επιρροές από άλλες διαλέκτους ή και από τη μητρική γλώσσα άλλων λαών που την μιλούσαν και που σε μικρό βαθμό επίσης τη διαμόρφωναν.
Το πέρασμα στην επόμενη περίοδο, που είναι γνωστή και ως Μεσαιωνική Ελληνική, χρονολογείται από την ίδρυση της Πόλης από τον Κωνσταντίνο Α’ το 330. Η μετά-Κλασική περίοδος της Ελληνικής αναφέρεται έτσι στην δημιουργία και την εξέλιξη της Κοινής διαμέσου της όλης Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου της ιστορίας έως τις αρχές του Μεσαίωνα.
Πηγές
Οι πρώτοι που μελέτησαν την Ελληνιστική Κοινή ήταν κλασσικιστές (δηλαδή λάτρεις της Αττικής διαλέκτου) και ήταν λογικό να μην αποδέχονται τις παρεκτροπές της Ελληνιστικής από το πρότυπό τους. Την απαξίωσαν ως «παρηκμασμένη μορφή» της λόγιας Αττικής γλώσσας και δεν της έδωσαν ιδιαίτερη σημασία όσο ήταν ακόμα καιρός και διασώζονταν περισσότερα στοιχεία της. Η μεγάλη σημασία της αναγνωρίστηκε μόλις κατά τον 19ο αιώνα και οι πηγές ήταν όσα πρωτότυπα σε επιγραφές και πάπυροι είχαν διασωθεί.
Πηγή της επίσης υπήρξε η «Μετάφραση των Εβδομήκοντα», δηλαδή η σχεδόν κατά λέξη μετάφραση στα ελληνικά της Παλαιάς Διαθήκης, καθώς και η Καινή Διαθήκη που συντάχθηκε περίπου 4 αιώνες αργότερα. Αυτά τα κείμενα στόχευαν λογικά στο να γίνουν κατανοητά από το πλατύ κοινό και κατά συνέπεια πρέπει να είχαν συνταχθεί στην καθομιλουμένη της εποχής τους.
Πληροφορίες μπορούν να αντληθούν και από Αττικιστές λόγιους της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου, οι οποίοι προκειμένου να πολεμήσουν ουσιαστικά την εδραίωση της Ελληνιστικής Κοινής, εξέδιδαν έργα στα οποία συνέκριναν την «ορθή Αττική» με την «λανθασμένη Κοινή». Παρέθεταν μάλιστα και παραδείγματα και νουθετούσαν τον κόσμο για την κατά την αντίληψή τους σωστή χρήση της γλώσσας. Ένας από αυτούς ήταν και ο Φρύνιχος Αρράβιος ο οποίος κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα έγραφε χαρακτηριστικά τα εξής:
• Βασίλισσα οὐδείς τῶν Ἀρχαίων εἶπεν, ἀλλὰ βασίλεια ἢ βασιλίς. (Κανείς εκ των Αρχαίων δεν έλεγε (τη λέξη) βασίλισσα αλλά (έλεγε) βασίλεια ή βασιλίς)
• Διωρία ἑσχάτως ἀδόκιμον, ἀντ’ αυτοῦ δὲ προθεσμίαν ἐρεῖς. (Η (λέξη) διωρία είναι αισχρά αδόκιμη και αντ’ αυτής να χρησιμοποιείς την προθεσμία)
• «Πάντοτε» μὴ λέγε, ἀλλὰ «ἑκάστοτε» καὶ «διὰ παντός».
Αλλες πηγές αποτελούν οι ίδιοι οι Αττικιστές με τα γλωσσικά τους «σφάλματα», γιατί καθώς δεν μπορούσαν να είχαν τέλεια γνώση της Αττικής διαλέκτου έβαζαν στο λόγο τους κατά λάθος και στοιχεία της τότε καθομιλουμένης Ελληνιστικής Κοινής. Επίσης πηγή αποτελούν τα τυχαία ευρήματα σε επιγραφές αγγείων -που τις έγραφαν λαϊκοί καλλιτέχνες ή οι έμποροι μόνοι τους- καθώς και μερικά μεταφραστικά λεξικά ή γλωσσάρια Ελληνο-Λατινικών της Ρωμαϊκής περιόδου. Στα τελευταία αναφέρονται Ελληνικές φράσεις με τη μετάφρασή τους στα Λατινικά:
• Καλήμερον, ἦλθες; Bono die, venisti?
• Ποῦ; Ubi?
• Τί γὰρ ἔχει; Quid enim habet?
Σπουδαία πηγή τέλος αποτελεί αυτή καθαυτή η νεοελληνική και οι διάλεκτοί της, όπως η Ποντιακή διάλεκτος και η Καππαδοκική, που έχουν κρατήσει κάποια γλωσσολογικά στοιχεία τα οποία έχουν χαθεί από τη νεοελληνική. Αυτές έχουν π.χ. κρατήσει την αρχαία προφορά του η ως ε (γράφουν νύφε, τίμεσον) ενώ στην Τσακωνική έχουν κρατήσει το παρτεταμένο α αντί του η (αμέρα, αστραπά, λίμνα). Στις νότιες νησιωτικές περιοχές (στα Δωδεκάνησα) και στην Κύπρο έχει διατηρηθεί η έντονη, διπλή προφορά των διπλών όμοιων συμφώνων σε λεξεις όπως Ελλάδα, θάλασσα κ.α. Φαινόμενα σαν αυτά υποδηλώνουν ότι η προφορές και άλλα χαρακτηριστικά επιβίωσαν μέσα από την Ελληνιστική Κοινή παρά την ποικιλότητα της τελευταίας στον αχανή τότε ελληνόφωνο κόσμο.
Τύποι
Η Ελληνιστική Κοινή παρουσίαζε ποικιλία κατά τόπους, αλλά και ανάλογα με τη χρήση της. Ένας τύπος Ελληνιστικής Κοινής είναι η γλώσσα της Βίβλου. Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα της Παλαιάς Διαθήκης που έγινε γύρω στο 280 π.Χ. από λόγιους Ιουδαίους οι οποίοι μιλούσαν τα Ελληνικά, δείχνει την Ελληνιστική Κοινή της εποχής και της περιοχής τους.
Η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης έχει πολλά στοιχεία της Ελληνιστικής της περιοχής και είναι επηρεασμένη από τα Αραμαϊκά και τα εβραϊκά, οπότε δεν είναι βέβαιο ότι αντικατοπτρίζει την καθομιλουμένη Ελληνιστική Κοινή και λείπουν για παράδειγμα τα «μεν» και «δε» ενώ αφονεί ο ρηματικός τύπος «ἐγένετο» (με τη σημερινή έννοια του «έγινε»). Εντούτοις η μετάφραση αυτή εισήγαγε στοιχεία στην Ελληνιστικη Κοινή και ακόμα κι αν εξαρχής δεν ταυτιζόταν με την καθομιλουμένη, κατέληξε να επηρεάσει την τελευταία πολύ βαθιά.
Τα κείμενα της Νέας ή Καινής Διαθήκης που συντάχθηκαν τα περισσότερα εξαρχής στα Ελληνικά, δίνουν στοιχεία για την Ελληνιστική Κοινή της δικής τους εποχής (1ος αιώνας μ.Χ.) Η γλώσσα είναι αρκετά διαφορετική από της Παλαιάς Διαθήκης γιατί τα ελληνικά της Καινής Διαθήκης είναι πιο καθαρά ελληνιστικά -δεν αποτελούσαν έργο μετάφρασης αλλά συντάχθηκαν εξαρχής στην ελληνική.
Τα ελληνικά των Πατέρων της Εκκλησίας αποτελούν ένα τρίτο τύπο της Ελληνιστικής Κοινής που είναι και πιο κοντά στην καθομιλουμένη της εποχής τους.

Διαφορές με την Αττική διάλεκτο
Οι έξι αιώνες που καλύπτει ουσιαστικά η Ελληνιστική Κοινή δεν μπορεί να μην επηρέασαν τη γλώσσα τόσο στην απαρχή της όσο και στην εξέλιξή της. Οι διαφορές αφορούν στην γραμματική και στη σύνταξη, στη μορφολογία, στο λεξιλόγιο αλλά ασφαλώς και στη φωνολογία -την προφορά που πλέον είχε αλλάξει δραματικά. Αναμφίβολα όμως η Ελληνιστική Κοινή είναι πολύ πιο κατανοητή σε έναν γνώστη της νεοελληνικής σε σύγκριση με τα αρχαία Ελληνικά
Οι διαφορές της από την Αττική διάλεκτο είναι αρκετές, αλλά οι ομοιότητές της πολύ περισσότερες. Οι περισσότερες διαφορές αφορούν σε απλοποιήσεις. Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν λιγότερα επίθετα με ανώμαλα παραθετικά,αποφεύγουν επίθετα της τρίτης κλίσης όπως και μονοσύλλαβα ουσιαστικά που έχουν ανώμαλη κλίση. Αποφεύγουν επίσης τα ρήματα εις -μι και πλάθουν ή βρίσκουν και χρησιμοποιούν ρηματικούς τύπους με την κατάληξη -ω. Επίσης αντικαθίστανται οι καταλήξεις του β΄ αορίστου με τις καταλήξεις του α΄ αορίστου.
Στη σύνταξη το «ἴνα» αντικαθιστά μια σειρά από συνδέσμους και απαρέμφατα. Γίνεται ευρύτερη χρήση των υποκοριστικών χωρίς όμως αυτά να έχουν την αρχική υποκοριστική τους έννοια (π.χ. το παιδίον δεν είναι όπως στα αρχαία Ελληνικά το μικρό παιδί, αλλά γενικά το παιδί). Επίσης, επηρεασμένη από την Αραμαϊκή γλώσσα, η ελληνιστική κοινή χρησιμοποιεί συχνά το «τότε» και τη φράση-κλισέ «καί το δέ».
Το απαρέμφατο στην Κύπρο και στον Πόντο είχε μακροβιότερη ιστορία, αλλά στην Ελλάδα η χρήση του περιορίζεται δραματικά από την Ελληνιστική Κοινή. Χρησιμοποιείται πλατιά μόνον όταν μαρτυρεί σκοπό και συχνά βρίσκεται εμπρόθετο με γενική. Επίσης περιορίζεται η χρήση της παθητικής φωνής και ο κόσμος προτιμά να χρησιμοποιεί το ενεργητικό ρήμα μαζί με κάποιαν αυτοπαθή αντωνυμία.

Στην Ελληνιστική (τουλάχιστον όπως μαρτυρούν τα εκκλησιαστικά κείμενα) επέδρασαν και οι σημιτικοί τύποι σύνταξης ή σχημάτων λόγου ή και λέξεις, όπως π.χ. η λέξη σατανάς. Η λέξη άγγελος αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα επίδρασης, αφού παύει να χρησιμοποιείται τόσο συχνά με την έννοια του αγγελιοφόρου όσο του άγγελου, που είναι μεν αγγελιοφόρος του Θεού, αλλά η λέξη πλέον εννοεί το συγκεκριμένο όν, τον άγγελο, ο δε «διάβολος» παύει να σημαίνει εκείνον που ενσπείρει διαβολές, αλλά τον διάβολο του Ιώβ.
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Μεσαιωνική Ελληνική είναι η γλωσσική περίοδος που περιγράφεται και ως η τέταρτη περίοδος της ιστορίας της Ελληνικής γλώσσας. Η περίοδος αυτή τυπικά αρχίζει τον 12ο αιώνα, οπότε και εμφανίζονται κείμενα της Μεσαιωνικής δημώδους Ελληνικής και τελειώνει περίπου το1700 μ.Χ., σε μια περίοδο έντονων πολιτιστικών αλλαγών. Ως πρόγονος της μεσαιωνικής κοινής θεωρείται η Κοινή και απόγονος της η νέα Ελληνική.
Ιστορία
Η Μεσαιωνική Ελληνική προκύπτει ως αποτέλεσμα της αναγέννησης των γραμμάτων κατά τον 9ο και 10ο αιώνα μέσω της ιστοριογραφίας και της διαμόρφωσης της λαϊκής λογοτεχνίας κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, η οποία αποτελείται από την αποκαλούμενη ακριτική ποίηση και τα προδρομικά ποιήματα του Πτωχοπρόδρομου. Ωστόσο και σε αυτή την περίοδο παραμένει σε ισχυρή θέση ο αττικισμός ως επίσημη ένδειξη βυζαντινού πατριωτισμού και διαδιδόταν από την αυλή της Κωνσταντινούπολης ως σύμβολο μεγαλοπρέπειας.
Παρόλα αυτά η πίεση των Σταυροφόρων, η περιθωριοποίηση των Βυζαντινών στη Μικρά Ασία, η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και η γλωσσική πίεση -λεξιλογική κυρίως- δυτικών γλωσσών στα Δουκάτα του Μορέα της Αθήνας και της Νεαπόλεως που διαμορφώθηκαν, προκάλεσε μια διαλεκτική διαίρεση.
Σε αυτή την περίοδο μπορούμε άφοβα να κατατάξουμε ορισμένες γλωσσικές ανελίξεις, όπως τη διάρθρωση του κλιτικού συστήματος και την πολιτιγράφηση «εκτεταμένων» λεξιλογικών δανείων από άλλες γλώσες. Στην τρίτη περίοδο, από τον 15ο αι. ίσαμε το 1821, παρ’ όλη τη σχετική αφθονία υλικού, δεν μας είναι εύκολο ν’ ανακαλύψουμε γλωσσικές εξελίξεις στη ζωντανή γλώσσα. Σ’ αυτήν την περίοδο ανήκουν ο σχηματισμός της κρητικής κοινής, η αντικατάστασή της από μιαν ανερχόμενη λογοτεχνική γλώσσα στα Eφτάνησα και τα πρώτα βήματα προς τη δημιουργία της σύγχρονης κοινής δημοτικής.
Πρώτα-πρώτα, υπάρχουν λέξεις από την κλασσική αρχαιότητα, που διατήρησαν την ίδια μορφή και την ίδια σημασία, π.χ. αδελφός (παρόλο που τα πιο πολλά ιδιώματα, και συχνά η κοινή δημοτική, προτιμούν αδερφός, σύμφωνα με την κανονική φωνητική εξέλιξη), γράφω, άλλος. Ύστερα έχουμε λέξεις αλλοιωμένες στον τύπο σύμφωνα με τις φωνολογικές και μορφολογικές ανελίξεις, αλλά ταυτόσημες στη σημασία με τις αντίστοιχες κλασσικές, π.χ. μέρα, βρίσκω, ψηλός αντιστοιχούν στις αρχαίες Ελληνικές ημέρα, ευρίσκω, υψηλός.
Πλάι σ’ αυτές υπάρχουν λέξεις που διατήρησαν τον αρχαίο τύπο, άλλαξαν όμως σημασία, όπως λ.χ. μετάνοια, χώμα, στοιχίζω, φθάνω. Aκολουθεί μια κατηγορία από λέξεις που εξελίχτηκαν ομαλά στη φωνητική και στη μορφολογία τους και ταυτόχρονα άλλαξαν και σημασία, π.χ. ντρέπομαι, περιβόλι, ακριβός. Παράλληλα με αυτές τις τέσσερις ομάδες αντιστοιχούν τέσσερεις λεξιλογικές ομάδες, που προέρχονται από νεολογισμούς της μετακλασσικής κοινής.
Πρώτα οι λέξεις με συνέχεια στον τύπο και στη σημασία, π.χ. κατόρθωμα, επιστημονικός, φωτίζω. Υστερα εκείνες που αλλοιώθηκαν στον τύπο, διατήρησαν όμως τη σημασία τους, π.χ. μοιάζω, συζήτηση, ολόγυρα. Tρίτο, οι λέξεις με μορφολογική συνέχεια, αλλά με αλλαγή σημασίας. π.χ. παραμονή, λάθος, σοβαρός, περιορίζω, και τελευταία οι αλλοιωμένες και στον τύπο και στη σημασία, π.χ. άνοιξη, σηκώνω, ψωμί.
Tο επόμενο μεγάλο τμήμα του λεξιλογίου αποτελείται από νεολογισμούς της Μεσαιωνικής και πρώιμης νεοελληνικής περιόδου σχηματισμένους από κληρονομημένες ρίζες ή θέματα με τον γραμματικό μηχανισμό της παραγωγής ή της σύνθεσης, π.χ. παίρνω, μαζεύω, κορίτσι, χαμόγελο, βαρυσήμαντος, αργά.
Ένα άλλο τμήμα αποτελείται από αρχαίες ή Ελληνικές λέξεις, που ξαναμπήκαν στην προφορική γλώσσα διαμέσου της καθαρεύουσας, ή με αναλλοίωτη ή με ελαφρά αλλαγμένη σημασία, λέξεις όμως που δεν ήταν σε συχνή χρήση στα Μεσαιωνικά χρόνια, π.χ. διάστημα, πρόεδρος, αυτοκίνητο, αερίζω, εντύπωση. Είναι περιττό να προσθέσουμε πως αυτές οι λέξεις προσαρμόζονται, όταν χρειαστεί, στη φωνητική και στο τυπικό της δημοτικής.
ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Η Νέα Ελληνική ή Νεοελληνική γλώσσα (ιστορικά γνωστή και ως Ρωμαίικα), αναφέρεται στις διάφορες γλωσσικές ποικιλίες των Ελληνικών που ομιλούνται στην σύγχρονη εποχή. Η έναρξη της γλωσσικής περιόδου της Νέας Ελληνικής τοποθετείται, συμβολικά κυρίως, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, παρόλο που πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Νέας Ελληνική είχαν κάνει την εμφάνιση τους αιώνες πριν – από τον 3ο αιώνα Π.Κ.Χ. έως τον 10ο αιώνα
Κατά την περίοδο της Νέας Ελληνικής, η γλώσσα βρισκόταν σε μία κατάσταση διγλωσσίας, καθώς τοπικές διάλεκτοι συνυπήρχαν με τις επίσημες αρχαϊκές μορφές της γλώσσας. H Νεοελληνική άρχισε να παίρνει τη σημερινή της μορφή στα τέλη του 17ου αιώνα. Σήμερα, η Κοινή Νέα Ελληνική ομιλείται από περίπου 12-15 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως στην Ελλάδα και την Κύπρο, και ως γλώσσα μειονότητας σε πολλές άλλες χώρες
Ταξινόμηση
Τα Ελληνικά αποτελούν ανεξάρτητο κλάδο των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Όλες η υπάρχουσες μορφές της Νεοελληνικής, εκτός από την Τσακωνική διάλεκτο, είναι απόγονοι της Ελληνιστικής Κοινής της ύστερης αρχαιότητας. Έτσι, μπορεί αναμφίβολα να θεωρηθεί απόγονος της Αττικής διαλέκτου, η οποία ομιλούνταν στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας κατά την κλασσική εποχή. Η Τσακωνική διάλεκτος, μία απομονωμένη διάλεκτος που ομιλείται πλέον από μία μικρή ομάδα στην περιοχή της Πελοποννήσου, προήλθε από τη Δωρική διάλεκτο.
Γεωγραφική Κατανομή
Η Νεοελληνική γλώσσα ομιλείται από περίπου 12 εκατομμύρια άτομα στην Ελλάδα και την Κύπρο. Υπάρχουν επίσης πολλές παραδοσιακές ελληνόγλωσσες κοινότητες στις γειτονικές χώρες Αλβανία, Βουλγαρία και Τουρκία, στις χώρες της Μαύρης Θάλασσας (Ουκρανία, Ρωσσία, Γεωργία, Αρμενία), καθώς και σε χώρες της Μεσογείου (Ιταλία, Αίγυπτο).
Η γλώσσα ομιλείται επίσης από κοινότητες του απόδημου Ελληνισμού σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, της Βορείου Αμερικής, και στην Αυστραλία, τη Βραζιλία, την Αργεντινή και πολλές άλλες. Χώρες με αξιοσημείωτο αριθμό ατόμων που μιλούν τα Νέα Ελληνικά ως ξενόγλωσση γλώσσα αποτελούν η Σερβία, η Αλβανία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία.
Επίσημα Χαρακτηριστικά
Τα Νέα Ελληνικά είναι η επίσημη γλώσσα της Ελλάδας και ομιλείται από το 99.5% του πληθυσμού της. Είναι επίσης, μαζί με τα Τουρκικά, η επίσημη γλώσσα της Κύπρου, καθώς και μία από τις 23 επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα Ελληνικά αναγνωρίζονται επισήμως ως γλώσσα μειονότητας σε τμήματα της Ιταλίας, της Τουρκίας, της Αρμενίας, της Ουκρανίας και της Αλβανίας.
Διάλεκτοι
Οι κύριες διάλεκτοι των Νέων Ελληνικών είναι:
• Όλες οι γλωσσικές ποικιλίες της Δημοτικής
• Η Καθαρεύουσα
• Η Ποντιακή διάλεκτος
• Η Καππαδοκική διάλεκτος
• Η Κυπριακή διάλεκτος
• Η Κατωιταλική διάλεκτος
• Η Ρωμανιώτικη διάλεκτος
• Η Τσακωνική διάλεκτος
• Π Πολίτικη διάλεκτος

ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Γενικά για το Γλωσσικό Ζήτημα
Με τον όρο γλωσσικό ζήτημα εννοείται ο γλωσσικός διχασμός, σε γραπτό λόγο και καθομιλούμενη γλώσσα, ο οποίος ως αποτέλεσμα της διασποράς των δυτικών ιδεολογιών στην ελληνική κοινωνία, την ταλαιπώρησε επί σειρά ετών.
Ιστορικό

Αρχαιότητα

Ο γλωσσικός διχασμός εμφανίζεται ιστορικά κατά τον 1ο αιώνα π.X. όταν οι αττικιστές εισήγαγαν τη διγλωσσία στον Ελληνικό κόσμο, καθώς επέβαλαν μια απομίμηση της κλασικής Αττικής, η οποία αντιπαρατέθηκε με την ήδη κυρίαρχη δημώδη προφορική. Μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το κράτος των Μακεδόνων βασιλέων του υιοθετεί την Αττική διάλεκτο για τις διοικητικές, εμπορικές και διπλωματικές του ανάγκες.
Η Αττική διάλεκτος διαμορφώνεται σταδιακά σε νέα μορφή Ελληνικής γλώσσας, την Ελληνιστική ή Κοινή, η οποία θα καθορίσει αργότερα τη Βυζαντινή και νέα Ελληνική γλώσσα. Οι πολιτικές, θεσμικές και κοινωνικές αλλαγές, η επικράτηση της νέας θρησκείας, είναι οι κύριες αιτίες θεμελίωσης και επικράτησης της Κοινής, που έχει υποστεί αλλοιώσεις τόσο στη φωνητική όσο και στη μορφολογία, τη σύνταξη και το λεξιλόγιο.
Οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί επινοούν τους τόνους και, πιστεύοντας ότι με τη χρήση της αττικής θα συνεχιζόταν η παράδοση στη συγγραφή έργων, διδάσκουν τον Αττικισμό, με αποτέλεσμα τη στροφή των λογίων σε ένα τεχνητό γραπτό ιδίωμα, τη διγλωσσία και την επικράτηση ενός άκαμπτου αρχαϊσμού μεταγενέστερα.
Για τη γραπτή και προφορική μετάδοση της διδασκαλίας του Χριστιανισμού χρησιμοποιείται αρχικά η Κοινή. Η Παλαιά Διαθήκη μεταφράζεται σε αυτήν και η Καινή Διαθήκη γράφεται σχεδόν εξ ολοκλήρου αρχικά σε αυτή τη γλώσσα, αλλά αργότερα οι Τρεις Ιεράρχες χρησιμοποιούν τον αττικισμό στον επίσημο εκκλησιαστικό λόγο για λόγους συμφιλίωσης και εξοικείωσης με την Ελληνική παιδεία.
Στη συνέχεια, κατά του Βυζαντινούς χρόνους, η διγλωσσία, μεταξύ γραπτής-ομιλούμενης, Αττικής –κοινής συνετέλεσε στη χωριστή τους εξέλιξη. Ο γραπτός λόγος οδηγείται σε μια προοδευτική συντακτική στρυφνότητα, ενώ ο προφορικός απλοποιείται φωνητικά και μορφοσυντακτικά. Συγχρόνως εισάγονται νέες λέξεις δάνειες, τόσο αρχαίες όσο και από άλλους λαούς, εξαιτίας του εκχριστιανισμού τους.

Τουρκοκρατία
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας εξαιτίας της απόσχισης περιοχών του πρώην βυζαντινού κράτους, των διαφόρων κατακτητών σε περιοχές του και της απομόνωσης περιοχών του, παρατηρείται διαμόρφωση των νέων Ελληνικών καθώς και δημιουργία διαλέκτων και ιδιωμάτων, που εξασθενίζουν με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Χαρακτηριστική είναι η τάση των Ελλήνων να συνδεθούν ψυχικά με την αρχαιότητα καθώς δίνουν αρχαία ονόματα στα παιδιά τους και στα καράβια τους.
Η αρχαιολατρεία αυτή είναι συνέπεια της αναγεννητικής ορμής του έθνους που αφυπνίζεται και ζητά να στηριχτεί στην κλασσική κληρονομιά του. Η ομάδα του Μοισιόδακα και του Καταρτζή προτείνει ότι, για να απελευθερωθεί η Ελλάδα από την Οθωμανική κυριαρχία, πρέπει ο λαός να μορφωθεί, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του, που είναι ικανή να εκφράσει όλες τις ανθρώπινες γνώσεις και όλα τα αισθήματα. Στις προσπάθειες αυτές των προοδευτικών η απάντηση είναι αντίδραση και διώξεις από τους συντηρητικούς του Πατριαρχείου, που υποστηρίζουν τηναρχαΐζουσα.
Ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος
Tο ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος, στη νεότερη ιστορία του διαμορφώνει ένα εκπαιδευτικό σύστημα οργανωμένο από την Αντιβασιλεία και μεταφυτευμένο από τη Γερμανία, δημιουργημένο στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του Γερμανικού κράτους, που δεν είχαν καμία σχέση με αυτές του, ρημαγμένου απ’ τον πόλεμο, νέου Ελληνικού κράτους. Το ποια γλώσσα πρέπει να χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία αλλά και στην εκπαίδευση και στις επίσημες εκδηλώσεις, αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα. Η λαϊκή γλώσσα είναι ακαλλιέργητη, παραφθαρμένη και δεν μπορεί να εκφράσει πολυσύνθετες ιδέες.
Ο Αδαμάντιος Κοραής, κύριος εκφραστής του εκδυτικισμού στην Ελλάδα, στο ζήτημα της διένεξης για το ποια θα είναι η Εθνική γλώσσα του κράτους, ξεκινά μια τάση καθαρισμού της γλώσσας από ξένα στοιχεία και επινοεί και προτείνει την καθαρεύουσα, η οποία καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους (1834). Η αρχική σύλληψή του για την κάθαρση μιας δημώδους γλώσσας αλλά και τη διατήρηση όλου του δυναμισμού της δε πραγματώνεται.
Το 1818 ο Π. Κορδικάς, αν και ανήκει στους υποστηρικτές μιας μετριοπαθούς δημοτικής γλώσσας, εκδίδει τη Μελέτη της Κοινής Ελληνικής Διαλέκτου, με σκοπό μια πολεμική εναντίον του Κοραή. Ενισχυόμενος ο Κορδικάς από τους Φαναριώτες με συντηρητικές απόψεις προσβλέπει στην καθιέρωση μιας καθαρεύουσας «Εκκλησιαστικής», αντίστοιχης της γλώσσας των Βερσαλιών στη Γαλλία.
Η αναζήτηση της Εθνικής ταυτότητας, κοινό χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών λαών το 19ο αιώνα, θα βοηθήσει στην εμφάνιση και στην άνθηση της λαογραφίας, με αποτέλεσμα, στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, να πολλαπλασιαστούν η συλλογή και οι δημοσιεύσεις δημοτικών τραγουδιών.
Την παράδοση που δημιουργεί ο Διονύσιος Σολωμός στην έντεχνη Επτανησιακή Σχολή, θα συνεχίσουν οι Ιάκωβος Πολυλάς, Αλέξανδρος Βαλαωρίτης, κ.ά, οι οποίοι, επηρεασμένοι από τα αντίστοιχα Ευρωπαϊκά λογοτεχνικά κινήματα, καταπιάνονται με θέματα ιστορικά, κυρίως, όμως, με κοινωνικά, στα οποία βρίσκουμε ρίζες του κινήματος του δημοτικισμού και επομένως της πόλωσης που σύντομα θα στιγματίσει το γλωσσικό ζήτημα. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι στα Επτάνησα, που για αιώνες ήταν υπό Ενετική και Αγγλική κατοχή, δεν υποστηριζόταν ο αρχαϊσμός και πολύ πριν τον Σολωμό ήταν καλλιεργημένη η λαϊκή παράδοση στην ποίηση.
Πυροδοτείται, λοιπόν, για μια ακόμη φορά η αντίδραση προς τον Κοραή, που κατηγορείται από τους οπαδούς της δημώδους για τεχνητή παρέμβαση στη γλώσσα και από τους υποστηρικτές της αρχαΐζουσας ότι αρνείται τη γλωσσική παράδοση. Οι αγώνες που θα δοθούν για την επικράτηση της μιας ή της άλλης μορφής γλώσσας είναι πολλοί και συνδέονται με πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα του ελληνισμού. Στο χώρο της λογοτεχνίας, πάντως, η δημοσίευση το 1888 του έργου του Γ. Ψυχάρη «Το ταξίδι μου» δίνει ώθηση στη χρήση της δημοτικής μεταγενέστερα.
Το «ταξίδι» σημειώνει σταθμό στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος και αποτελεί το ευαγγέλιο, του νεώτερου δημοτικισμού, που χτυπά τις γλωσσικές φεουδαρχικές προλήψεις. Η εισήγηση του Ψυχάρη για μια συστηματοποιημένη πρότυπη δημοτική δίνει και μια νέα διάσταση στο γλωσσικό ζήτημα, θέτοντάς το ως ανάγκη όχι μόνο για τη μελλοντική ευημερία του Ελληνικού έθνους αλλά και την απελευθέρωση της υπόλοιπης Ελλάδας.
20ος Αιώνας

Η εφημερίδα «Ακρόπολη», με εκδότη τον Β. Γαβριηλίδη, υποστηρίζοντας τη γλωσσική μεταρρύθμιση του Ψυχάρη, ανάβει το γλωσσικό ζήτημα. Υποστηρικτές τους οι Εμμανουήλ Ροΐδης, Ι. Πολυλάς, κ.ά., χτυπούν τον αττικισμό και υπερασπίζονται με πάθος τη δημοτική ως όργανο της Ελληνικής λογοτεχνίας. Έτσι, στο τέλος του 19ου αιώνα και στην αρχή του 20ου, το γλωσσικό ζήτημα διαμορφώνεται ως προς την πολιτιστική του διάσταση και παίρνει εκτός από κοινωνικές διαστάσεις και πολιτικές και οδηγεί σε αιματηρές συγκρούσεις.
Η δημοσίευση μετάφρασης της Αγίας Γραφής (1901) σε ακραία δημοτική στην εφημερίδα Ακρόπολη από τον Αλέξανδρο Πάλλη, επιφέρει βίαιες διαμαρτυρίες από καθηγητές και φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών με αιματηρά αποτελέσματα (τα επεισόδια που έγιναν γνωστά σαν «Ευαγγελικά». Επίσης, η παράσταση της Ορέστειας του Αισχύλου στη δημοτική, από το Εθνικό θέατρο (1903), γίνεται η αιτία νέων αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων (τα λεγόμενα «Ορεστειακά»).
Οι πολέμιοι των δημοτικιστών τούς αποκαλούν χλευαστικά «μαλλιαρούς» και τους κατηγορούν ως προδότες και ότι ενεργούν κατόπιν σλαβικού σχεδίου, που αποσκοπεί να προκαλέσει διχόνοιες στον Ελληνισμό, θρησκευτικές έριδες, που θα βοηθήσουν τον προσεταιρισμό των Ελλήνων τηςΜακεδονίας από τη βουλγαρική Εξαρχία. Ο γλωσσικός και πολιτικός φανατισμός συσκοτίζει την πραγματικότητα, που ως ζητούμενο όλων είναι η απελευθέρωση της Μακεδονίας, καθώς ανέκαθεν ο δημοτικισμός ταύτιζε το έθνος με τη γλώσσα.
Την ίδια εποχή, σημαντικό γεγονός ήταν η έκδοση της λογοτεχνικής-πολιτικής εφημερίδας ‘Ο Νουμάς’ από τον Δ. Ταγκόπουλο, που αποτέλεσε άτυπο εκφραστικό όργανο του Ψυχάρη και των δημοτικιστών, έστω κι αν αργότερα Ταγκόπουλος και Ψυχάρης ήρθαν σε σύγκρουση για πολιτικούς λόγους.
Σημαντικός σταθμός αυτής της προσπάθειας ήταν η ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου το 1910, όπου συμμετείχαν ο Δημήτρης Γληνός, ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης και άλλοι, καθώς και η ίδρυση του πειραματικού Ανώτερου Παρθεναγωγείου Βόλου συνιστούν προσπάθειες για περιορισμό της αρχαιομάθειας, όπως και της ενίσχυσης φυσιογνωστικών μαθημάτων, τεχνικών, πρακτικών κ.α., που όμως προκαλούν αντιδράσεις.
Ο Δελμούζος, ιδρυτής και διευθυντής του παρθεναγωγείου, κατηγορείται για διαφθορά ηθών και διδασκαλία του κομμουνισμού και της αθεΐας, αλλά τελικά αθωώνεται. Το έθνος χωρίζεται στα δύο και το θέμα της γλώσσας αποκτά μείζονα σημασία, που υπερέχει ακόμη και της ίδιας της ιδέας της ελευθερίας του έθνους.
Οι συνεχείς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις αυτής της περιόδου, που όλες είτε δεν ψηφίστηκαν είτε έμειναν στα χαρτιά, αποσκοπούν στην προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στις κοινωνικές–οικονομικές ανάγκες της χώρας, με αποτέλεσμα σε διάστημα συνολικά 50 ετών, από την αρχή δηλαδή του 20ου αιώνα, να υπάρξουν λίγο-πολύ 9 αλληλοδιαδοχές επίσημης Εθνικής γλώσσας, πότε της καθαρεύουσας και πότε της δημοτικής.
Ειδικότερα το 1911, όταν, μετά από τέσσερις ημέρες συνεδρίασης στη βουλή ο Βενιζέλος υποχωρεί στο κατεστημένο και ορίζει την καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους, επιβεβαιώνεται η δύναμη της συντηρητικής παράταξης και της εκκλησίας. Η υποχώρησή του είναι πολιτικός και προσωπικός συμβιβασμός που υπερκερνά την πραγμάτωση των θεμελιωδών αλλαγών που εκκρεμούν στη κοινωνία.
Γενικά, η φίμωση του λόγου κυριαρχεί και ο χρήστης της δημοτικής θεωρείται ότι υποτιμά τις αξίες της παράδοσης, της θρησκείας και πολεμά τη καθιερωμένη κοινωνική τάξη πραγμάτων. Το βαθύ ρήγμα που δημιουργείται ανάμεσα στις μορφωμένες τάξεις και τον απαίδευτο λαό, αποσκοπεί στην κοινωνική διάκριση, καθώς ο λαός αποκλείεται από την εξουσία και καλλιεργείται η υπακοή στο κατεστημένο που θέλει να αποτελεί παράδοση. Η χρήση της σωστής γλώσσας δηλώνει ανωτερότητα, καθώς οι χρήστες της δεν ανήκουν στους κοινούς θνητούς που δυσκολεύονται να χειριστούν την καθαρεύουσα.
Η γλώσσα γίνεται όπλο για την άσκηση βίας και εξουσίας. Ειδικότερα κατά τη δικτατορία, οι καθαρευουσιανισμοί στόχευαν στην κοινωνική διάκριση και επομένως στη μετάδοση του μηνύματος ότι είναι ανώτεροι και πολιτικά. Η ασάφεια, κυρίως, που χαρακτήριζε το λόγο των πολιτικών τους, νομιμοποιούσε την κατοχή του βήματος και του λόγου.
Στην αντίθετη πλευρά, πάλι, οι δημοτικιστές, όπως γράφει ο Χρηστίδης στη μετάφραση του Αστικού Κώδικα και τονίζει η Άννα Φραγκουδάκη, έφτανε να γράψουν της αποβλάκωσης αντί της αποβλακώσεως για να χαρακτηριστούν αμφίβολης εθνικοφροσύνης, πράκτορες του κομμουνισμού ή και ακόμη να χάσουν κάθε ελπίδα σταδιοδρομίας σε επίσημους επιστημονικούς κύκλους.
Μετά την αποτυχία να ψηφιστούν τα Νομοσχέδια Τσιριμώκου το 1913, η πρώτη επιτυχής επίσημη κίνηση για την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση έγινε το 1917, με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της προσωρινής κυβέρνησης του Βενιζέλου, που όριζε τη δημοτική σαν τη γλώσσα που θα χρησιμοποιούνταν πλέον στις πρώτες τάξεις των σχολείων. Με την πτώση όμως των Φιλελεύθερων το1920 ο νόμος ακυρώθηκε και η καινούργια κυβέρνηση διέταξε τα αναγνωστικά του Δημοτικού που ήταν γραμμένα στη δημοτική («Τα Ψηλά Βουνά») «να καώσι ως έργα ψεύδους».
Οι δε εμπνευστές της μεταρρύθμισης απολύθηκαν από τις θέσεις τους και κατέληξαν στην εξορία. Η αντίληψη περί απειλής κατά της εθνικής κυριαρχίας από τη χρήση της δημοτικής κορυφώνεται με την πειθαρχική δίωξη του καθ. Ιωάννη Κακριδή κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, επειδή τόλμησε να δημοσιεύσει στη δημοτική και σε μονοτονικό σύστημα την πανεπιστημιακή του παράδοση.
Η κατάσταση παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια περίπου μέχρι τη δεκαετία του ’70, με σημαντικότερη ίσως εξέλιξη τη σύνταξη -από το Μανόλη Τριανταφυλλίδη- και έκδοση το 1941 της Νεοελληνικής Γραμματικής (της δημοτικής). Το 1964 η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, με τον Ευάγγελο Παπανούτσο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, έδωσε την ελευθερία στους εκπαιδευτικούς να χρησιμοποιούν όποια από τις δυο γλώσσες ήθελαν, ενώ γινόταν η διδασκαλία και των δύο.
Η «Νεοελληνική», όπως ονομάζεται τελικά, που επισημοποιείται από την κυβέρνηση Καραμανλή, είναι πολύ διαφορετική από την ακραία δημοτική του Ψυχάρη, καθώς δεν περιέχει ιδιωματισμούς και ακρότητες, αλλά συγχωνεύει στοιχεία της καθαρεύουσας. Η νομιμοποίηση δε του ΚΚΕ αφαιρεί την πολιτική διάσταση του γλωσσικού ζητήματος και παύει η κυρίαρχη σύνδεση της χρήσης της δημοτικής με τον κομμουνισμό, την αναρχία και το χάος. Πλην όμως, η καθαρεύουσα δεν είναι πλέον αποτελεσματική ως γλώσσα ούτε χρήσιμη σε καμιά εξουσία. Η κατάχρηση των μαγικών ιδιοτήτων της καθαρεύουσας από τη στρατιωτική δικτατορία του 1967 αποτελεί το κύκνειο άσμα της.
Το Γλωσσικό Ζήτημα έλαβε τέλος τη δεκαετία του ’70, μετά από σχεδόν έναν αιώνα διαμάχης. Το 1974 η κυβέρνηση Καραμανλήπαρέλειψε τη γλωσσική διάταξη στο Σύνταγμα της μεταπολίτευσης. Το 1976 ο υπουργός Παιδείας Ράλλης εισηγείται -και η κυβέρνηση Καραμανλή αποφασίζει το 1977- τη χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλες τις λειτουργίες και τα έγγραφα του κράτους.
Το γλωσσικό ζήτημα λύνεται τυπικά με την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση και στη διοίκηση και παύει πλέον να υπάρχει το φαινόμενο της διγλωσσίας που διήρκεσε 20 περίπου αιώνες και ταλαιπώρησε την Ελληνική παιδεία και κοινωνία για 143 χρόνια. Η Νέα Ελληνική που χρησιμοποιείται σήμερα, αποτελείται από συνένωση στοιχείων της δημοτικής και της καθαρεύουσας και βρίσκεται κοντά στην Ελληνιστική Κοινή των χρόνων του Χριστού.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Στην παρούσα μελέτη, έχουν αναφερθεί σχόλια για την γλώσσα μας κυρίως (για ευνόητους λόγους) ξένων συγγραφέων. Είναι κρίμα που δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε σχόλια από ένα σωρό Έλληνες συγγραφείς καθώς αμέσως το κείμενο θα χαρακτηριστεί ρατσιστικό, φασιστικό, ή οτιδήποτε άλλο. Πρέπει κάποια στιγμή αυτή η ξενομανία να σταματήσει.
Αν πεί κάτι πρώτα Έλληνας δεν του δίνουμε σημασία, ενώ αν πεί το ίδιο ακριβώς πράγμα ξένος τότε αλλάζει το πράγμα και ναι, να το πάρουμε στα σοβαρά. Τέλος, αν κάποιος επιθυμεί να αντικρούσει ή να υποβαθμίσει την μελέτη αυτή, τότε να ξέρει πως θα πρέπει πρώτα να το κάνει για τον Γκαίτε, τον Βολταίρο και ένα σωρό παγκοσμίως αναγνωρισμένα πνεύματα.

Τι Έχουν Πει Σπουδαίες Προσωπικότητες για την Ελληνική Γλώσσα


  • Ο μεγάλος Γάλλος διαφωτιστής Βολταίρος είχε πεί «Είθε η Ελληνική γλώσσα να γίνει κοινή όλων των λαών.»
  • Η Μαριάννα Μακ Ντόναλντ, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας και επικεφαλής του TLG δήλωσε «Η γνώση της Ελληνικής είναι απαραίτητο θεμέλιο υψηλής πολιτιστικής καλλιέργειας.»
  • Ιωάννης Γκαίτε (Ο μεγαλύτερος ποιητής της Γερμανίας, 1749-1832) «Άκουσα στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης το Ευαγγέλιο σε όλες τις γλώσσες. Η Ελληνική αντήχησε άστρο λαμπερό μέσα στη νύχτα.»
  • Μάρκος Τίλλιος Κικέρων (Ο επιφανέστερος άνδρας της αρχαίας Ρώμης, 106-43 π.Χ.)
  • «Εάν οι θεοί μιλούν, τότε σίγουρα χρησιμοποιούν τη γλώσσα των Ελλήνων.»
  • Φρειδερίκος Σαγκρέδο (Βάσκος καθηγητής γλωσσολογίας – Πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας της Βασκωνίας) «Η Ελληνική γλώσσα είναι η καλύτερη κληρονομιά που έχει στη διάθεσή του ο άνθρωπος για την ανέλιξη του εγκεφάλου του. Απέναντι στην Ελληνική όλες, και επιμένω όλες οι γλώσσες είναι ανεπαρκείς.» «Η αρχαία Ελληνική γλώσσα πρέπει να γίνει η δεύτερη γλώσσα όλων των Ευρωπαίων, ειδικά των καλλιεργημένων ατόμων.» «Η Ελληνική γλώσσα είναι από ουσία θεϊκή.»
  • Ερρίκος Σλήμαν (Διάσημος ερασιτέχνης αρχαιολόγος, 1822-1890) «Επιθυμούσα πάντα με πάθος να μάθω Ελληνικά. Δεν το είχα κάνει γιατί φοβόμουν πως η βαθειά γοητεία αυτής της υπέροχης γλώσσας θα με απορροφούσε τόσο πολύ που θα με απομάκρυνε από τις άλλες μου δραστηριότητες.»
  • Ίμπν Χαλντούν (Ο μεγαλύτερος Άραβας ιστορικός) «Που είναι η γραμματεία των Ασσυρίων, των Χαλδαίων, των Αιγυπτίων; Όλη η ανθρωπότητα έχει κληρονομήσει την γραμματεία των Ελλήνων μόνον.»
  • Φρανγκίσκος Λιγκόρα (Σύγχρονος Ιταλός καθηγητής Πανεπιστημίου και Πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας πρός διάδοσιν του πολιτισμού) «Έλληνες να είστε περήφανοι που μιλάτε την Ελληνική γλώσσα ζωντανή και μητέρα όλων των άλλων γλωσσών. Μην την παραμελείτε, αφού αυτή είναι ένα από τα λίγα αγαθά που μας έχουν απομείνει και ταυτόχρονα το διαβατήριό σας για τον παγκόσμιο πολιτισμό.»
  • Μάικλ Βέντρις (Ο άνθρωπος που αποκρυπτογράφησε την Γραμμική γραφή Β’) «Η αρχαία Ελληνική Γλώσσα ήτο και είναι ανωτέρα όλων των παλαιοτέρων και νεοτέρων γλωσσών.»
  • Ζακ Λάνγκ (Γάλλος Υπουργός Παιδείας) «Θα ήθελα να δώ να διδάσκονται τα Αρχαία Ελληνικά, με τον ίδιο ζήλο που επιδεικνύουμε εμείς, και στα Ελληνικά σχολεία.»
  • Σύμφωνα με τον Μπιλ Γκέιτς «Η Ελληνική με την μαθηματική δομή της, είναι η γλώσσα της πληροφορικής και της νέας γενιάς των εξελιγμένων υπολογιστών, διότι μόνο σ´ αυτήν δεν υπάρχουν όρια.»
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ 





ΠΗΓΕΣ :
(1) :
http://hellonet.teithe.gr/GR/aboutgreece/more/language_el_gr.htm
(2) :
http://gr.omg.yahoo.com/news/%CE%B4%CE%B5%CE%AF%CF%84%CE%B5-%CE%BA%CE%AC%CF%84%CE%B9-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%BE%CE%AD%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B5-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-063000482.html
(3) :
http://palio.antibaro.gr/culture/aggelhs_ellhnikh.php
(4) :
http://www.defencenet.gr/defence/o/46963
(5) :
http://blogs.sch.gr/agebi/2013/07/31/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B3%CE%BB%CF%8E%CF%83%CF%83%CE%B1-greek-language-%CE%B7-%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CF%8C%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B1/
(6) :
http://networkedblogs.com/xZd4w
(7) :
http://filologos-in-athens.blogspot.gr/2009/02/blog-post_1567.html
(8) :
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%B1_%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B3%CE%BB%CF%8E%CF%83%CF%83%CE%B1
(9) :
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%AD%CE%B1_%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B3%CE%BB%CF%8E%CF%83%CF%83%CE%B1
(10) :
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%BB%CF%89%CF%83%CF%83%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CE%BC%CE%B1
(11) :
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%82_%CE%B3%CE%BB%CF%89%CF%83%CF%83%CF%8E%CE%BD_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%AD%CE%BA%CF%84%CF%89%CE%BD_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1%CF%82
(12) :
http://abnet.agrino.org/htmls/D/D008.html
(13) :
http://rethemnosnews.gr/2011/04/2011-04-29-01-17-38/
(14) :
http://www.knossopolis.com/2011-06-26-22-50-19.html
(15) :
http://knossopolis.com/section-blog-layout/742-2011-08-25-12-21-24.html
(16) :
http://knossopolis.com/section-blog-layout/42-2010-09-07-21-51-33.html



Πηγή:
greekworldhistory.blogspot.gr