Ο
Συμιακός καπετάνιος Δημήτρης Κοντός ήταν αυτός που ανακάλυψε με το
πλήρωμα του το περίφημο «Ναυάγιο των Αντικυθήρων». Το εντόπισε ΒΑ των
Αντικυθήρων στην περιοχή «Πινακάκια». Η πρώτη ανέλκυση του ναυαγίου που
έγινε την περίοδο 1900-1901 συνιστά και την πρώτη μεγάλης έκτασης
ενάλια έρευνα παγκοσμίως. Την επιχείρηση ανέλαβε και καθοδήγησε ο
καπετάνιος Δημήτρης Κοντός.
Το πλήρωμα του ανέβασε στην επιφάνεια τα ανεκτίμητης αξίας αρχαιολογικά ευρήματα με τη συνδρομή πλοίων του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού.
Τον Απρίλιο, την Μεγάλη Εβδομάδα του 1900, δύο σπογγαλιευτικά σκάφη, το «Ευτέρπη», και ο αχταρμάς «Καλλιόπη» με καπετάνιο τον Δημήτριο Κοντό με το πλήρωμα του, δύτες και ναύτες, ξεκινάνε το ταξίδι από την Σύμη με προορισμό την Μπαρμπαριά (Βόρειο Αφρική) για να αλιεύσουν σφουγγάρια.
Στη πορεία του ταξιδίου λόγω σφοδρής κακοκαιρίας, ο καπετάνιος αποφασίζει να αγκυροβολήσουν μέχρι να κοπάσει η θαλασσοταραχή ΒΑ των Αντικυθήρων ή Τσιριγότο (όπως ήταν η ενετική ονομασία εκ του Cerigotto). Το σημείο βρισκόταν στην περιοχή «Πινακάκια», 25 μέτρα από το ακρωτήριο «Γλυφάδια».
Οι σφουγγαράδες και το καΐκι τους στην περιοχή όπου ανακάλυψαν το ναυάγιο.
Τη Μεγάλη Τρίτη 4 Απριλίου, αφού είχε καλμάρει ο καιρός, ο καπετάνιος έδωσε εντολή σε ένα δύτη του, τον Ηλία Λυκοπάντη (γνωστό και ως Σταδιώτη) να βουτήξει για να δει αν έχει κάτω σφουγγάρια. Δεν περνάνε ελάχιστα λεπτά και ο δύτης αμέσως δίνει σήμα να τον ανεβάσουν επάνω. Έδειχνε αλαφιασμένος και αμέσως ενημερώνει τον Δημήτριο Κοντό τι είχε δει.
«Ο
υποφαινόμενος αλιεύων σπόγγους εν ελληνικοίς ύδασιν ανεύρον εν τω βυθώ
της θαλάσσης δεξιάν χείρα χαλκού αγάλματος κατά τι μεγαλειτέραν του
φυσικού», έγραφε ο καπετάνιος στην πρώτη αναφορά του.
Βουτάει και ο καπετάνιος, έμπειρος βουτηχτής και αυτός και εντυπωσιάζεται από το αρχαίο ναυάγιο που αντίκρυσε στον επικλινή βυθό βάθους 42 μέτρων.
Αμέσως ξεχωρίζει ένα μπρούτζινο άγαλμα χωμένο στον βυθό από το οποίο αποσπά το δεξί χέρι και το ανεβάζει στο πλοίο. Όλο το πλήρωμα και οι δύτες θαυμάζουν το καλοφτιαγμένο χέρι. Στην συνέχεια βάζει σημάδια στη θέση του ναυαγίου και συνεχίζουν το ταξίδι. Επιστρέφοντας μετά από έξι μήνες, στην Σύμη όπου εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό Τουρκική κατοχή το συζητάει με τους δημογέροντες του νησιού και αποφασίζεται να ενημερώσει την Ελληνική κυβέρνηση.
Στις 7 Νοεµβρίου 1900, ο Δημήτριος Κοντός µε έγγραφο του ενηµέρωνε τον Σπυρίδωνα Στάη, υπουργό Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως σχετικά µε τα αρχαίο αντικείµενο το οποίο ανέσυρε από τη θαλάσσια περιοχή των Αντικυθήρων, ενώ καταδύονταν για δική τους εργασία :
«Ο υποφαινόμενος αλιεύων σπόγγους εν ελληνικοί ύδασιν άνευρον εν τω βυθώ της θαλάσσης δεξιάν χείρα χαλκού αγάλματος κατά τι μεγαλειτέραν του φυσικού.»
Ζητούσε επίσης από τη Γενική Εφορεία Αρχαιοτήτων την άδεια να συνεχίσει την ανέλκυση με δικά του έξοδα: «ιδία δαπάνη να ερευνήσω και ανασύρω εκ του βυθού της θαλάσσης τα τυχόν εκεί υπάρχοντα άλλα αρχαία αντικείμενα». Και στην συνέχεια ρώτησε: «ποία έσται η αμοιβή ην θέλω λάβει παρά της Ελληνικής Κυβερνήσεως εν η περιπτώσει αι ερευναί μου ήθελον στεφτεί υπό επιτυχίας.»
Στις 7 Νοεμβρίου 1900, η απάντηση ήταν άµεση και θετική και υπογραφόταν από τον Υπουργό Σπυρίδωνα Στάη. Ο Υπουργός ενηµέρωσε τον καπετάνιο ότι το κράτος ήταν πρόθυµο να συνδράµει µε την αποστολή πολεµικού πλοίου και µε οποιοδήποτε άλλο µέσο προκειµένου να ανελκυθούν από τον πυθµένα τα αρχαία αγάλµατα και διευκρίνισε ότι «επειδή δε η υπηρεσία ην θέλετε παράσχει τω Εθνικώ ημών Μουσείω είναι μεγάλην, διαβεβαιούμεν υμάς ότι η χορηγηθησόμενη υμίν αμοιβή θα είναι γενναία.»
Το ναυάγιο χρονολογείται στο 60-50 π.Χ. περίπου, ενώ το φορτίο του χρονολογείται από τον 4ο έως και τον 1ο αιώνα π.Χ.
Στις 21 Νοεμβρίου 1900, ο Υπουργός ζήτησε από τον ομόλογο του επί των ναυτικών την συνδρομή πολεμικού πλοίου. Η κακοκαιρία εμπόδισε τον απόπλου του σπογγαλιευτικού καΐκιού και του οπλιταγωγού «Μυκάλη» μέχρι τις 24 Νοεμβρίου 1900. Η ανέλκυση παρουσίασε τεράστιες δυσκολίες, λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών και της αδυναμίας παραμονής των δυτών στο βυθό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το «Μυκάλη» πλοίο μεγάλου εκτοπίσματος δεν μπορούσε να πλησιάσει τις ακτές και στις 27 Νοεμβρίου 1900 επέστρεψε με όσα αρχαία είχαν ανελκυσθεί.
Στις 29 Νοεμβρίου 1900, το σπογγαλιευτικό καΐκι και το ατμόπλοιο «Σύρος» προσέγγισε τον τόπο του ναυαγίου όπου και απέστειλε τηλεγραφική αναφορά προς την Γενική Εφορεία Αρχαιοτήτων. Δυστυχώς όμως η κακοκαιρία τους ανάγκασε να αποκλεισθούν στον όρμο του Αγίου Νικολάου Κυθήρων για αρκετές ημέρες : «ευρισκόμεθα αποκεκλεισμένοι εν όρμο Αγίου Νικολάου, περί ανελκύσεως αρχαίων ούδε σκέψις δύναται να γίνη ένεκα φοβερωτάτης τρικυμίας επικρατούσης ενταύθα».
Τελικά το «Σύρος» αναχώρησε για τον Πειραιά και τα ανελκυσθέντα αρχαία, προκαλώντας διαμαρτυρία του καπετάνιου προς το υπουργείο : «αδύνατον να εργασθώμεν χωρίς συνδρομήν. Η εργασία χρειάζετε υπομονήν. Απαντήσατε. Δημήτριος Κοντός».
Στις 8 Ιανουαρίου 1901, σε τηλεγράφημα αναγγέλθηκε η ανέλκυση του «Έφηβου των Αντικυθήρων». Για την ρυμούλκηση των βαρέων αγαλμάτων χρησιμοποιήθηκαν ξανά στον τόπο του ναυαγίου το «Μυκάλη», συνοδευόμενο από το «Σύρος» και μια σκεπαστή φορτηγίδα με γερανό, ενώ λίγο αργότερα προστέθηκε και μια μικρή τορπιλοθέτιδα «Αιγιάλεια». Οι Έφοροι Αρχαιοτήτων που είχαν µεταβεί στην περιοχή για να παρακολουθήσουν από κοντά τις εργασίες του Δημ. Κοντού και των δυτών, ενηµέρωναν σχεδόν καθηµερινά, µέσω τηλεγραφηµάτων, το Υπουργείο σχετικά µε την πορεία των εργασιών. Όλα τα αντικείµενα που ανασύρονταν από το βυθό, συντάσσoνταν κατάλογός τους και αποστέλλονταν, επίσης τηλεγραφικά . Στις εργασίες όταν είχε παρευρεθεί και ο νομικός σύμβουλος του υπουργού Σπυρίδωνα Στάη, ο οποίος στο ημερολόγιό του μεταξύ άλλων είχε γράψει και τα εξής :
«Είναι ακατάληπτος η φιλοπατρία των αγαθών νησιωτών, οι οποίοι όχι μόνο αδέσποτον αρχαιολογικόν θησαυρόν κατέδειξαν, αλλά και με μόχθους και κινδύνους, των οποίων την φρίκην τίποτε δεν δύναται να περιγράψει, τον αποσπούν από βάθους 35 οργυών και τον προσφέρουν στο Έθνος. Ένα μέρος των θησαυρών, εάν επώλουν εις το εξωτερικόν, θα ήρκει διά να απαλλαγούν το υπόλοιπον του βίου των, των βασάνων και των κινδύνων του φοβερότερου των επαγγελμάτων»
Φωτογραφία
του 1900: οι σφουγγαράδες της Σύμης με επικεφαλής τον Δημήτρη Κοντό
βουτούν στο σημείο του αρχαίου ναυαγίου στα Αντικύθηρα
Η απόφαση για αποζημίωση του καπετάνιου
Στις 26 Φεβρουαρίου 1901, ο Αντιπρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας γνωστοποίησε προς το υπουργείο την διάθεση να καταβάλει 500 δραχμές σε καθένα από τους επτά δύτες.
Ο υπουργός Σπ. Στάης απάντησε με ευχαριστήριο επιστολή προς την Αρχαιολογική Εταιρεία με Αρ. Πρωτ. 3303/26-2-1901. Στις 18 Οκτωβρίου 1901, μετά το πέρας της ανέλκυσης ο υπουργός συγκάλεσε την αρχαιολογική επιτροπή για τον καθορισμό της αμοιβής καπετάνιου και δυτών σύµφωνα µε το Άρθρο 37, µεταφρασµένο από την αγγλική του Νόµου ΒΜΧς «Περί Αρχαιοτήτων».
Το πρακτικό της Αρχαιολογικής επιτροπής 81/27-10-1901 έγραφε :
«η επιτροπή έχουσα υπ’ όψιν το άρθρο 37 του νόμου ΒΧΜΣ’ της 24 Ιουλίου 1899 σκεφθείσα ότι ο Δημήτριος Ελ. Κοντός υπέδειξε τον εν τω θαλάσση τόπον, ενω εκείτοντο τα αρχαία και ανέλαβε να παράσχει εις το Κράτος την εαυτού συνδρομήν πρός ανέλκυση αυτών, ανέλαβε δηλ. δι’ ιδίων δυτών και ιδία δαπάνη να ανελκύσει αυτά, σταθμήσασα την επιστημονικήν αξίαν των υπ’ αυτού ανελκυσθέντων χαλκών, μαρμάρινων και λοιπών αρχαίων, τας καταβληθείσας υπό τούτου εργασίας και γινομένας δαπάνας, αποφαίνεται όπως χορηγηθεί τω Δημ. Ελ. Κοντώ αμοιβή υπό του κράτους εν όλω εκατον πεντήκοντα χιλιάδες (150.000) δια την υπόδειξιν και εργασίαν προς ανέλκυση των περίων ο λόγος αρχαία.»
Κατά την διαδικασία καταβολής δεν έλειψαν και διαφωνίες.
Στις 8 Νοεμβρίου 1901, οι δύτες προχώρησαν σε συντηρητική κατάσχεση με Αρ. Πρωτ. του υπουργείου Οικονομικών 114114/8-11-1901 κατά του Κοντού, με σκοπό την εξασφάλιση της αμοιβής τους. Οι οικονομικές οφειλές προς τους δύτες τακτοποιήθηκαν σύντομα.
«Ο υποφαινόμενος αλιεύων σπόγγους εν ελληνικοίς ύδασιν ανεύρον εν τω βυθώ της θαλάσσης δεξιάν χείρα χαλκού αγάλματος κατά τι μεγαλειτέραν του φυσικού», έγραφε ο καπετάνιος στην πρώτη αναφορά του.
Στη
φωτογραφία εκπρόσωποι της κυβέρνησης, άνδρες του Πολεμικού Ναυτικού και
σφουγγαράδες πάνω στη «Μυκάλη» έξω από τα Αντικύθηρα (Χειμώνας
1900-1901). Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Το απελπισμένο γράμμα στον πρωθυπουργό για βοήθεια
Στις 24 Μαΐου 1914, ο καπετάνιος συντάσσει μια επιστολή και την αποστέλλει στο Πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο :
«Του αναφέρει ότι είχε ζημιωθεί 14.500 χρυσές δραχμές, καθώς είχε χρεωθεί ο ίδιος τον εξοπλισμό, την αμοιβή των δυτών, του πληρώματος και είχε αναγκασθεί να εγκαταλείψει την Σύμη και την σπογγαλιεία για περισσότερο από ένα χρόνο.
Μεταξύ άλλων ανέφερε: «μετά περιφρονήσεως απέρριψα την αδράν αμοιβήν ην ξένοι μοι προσέφερον, όπως υποδείξω απλώς την θέσιν των αγαλμάτων, ην υπέκρυψα μετ’ άκρου ζήλου και φιλοπατρίας».
Επίσης ανέφερε ότι η επιτροπή όφειλε σύμφωνα μετά άρθρα 10 και 11 του νόμου «Περί Αρχαιοτήτων», να καθορίσει την αμοιβή του στο ½ της αξίας των ευρημάτων.
Από τις 150.000 δραχμές της αμοιβής : «εξών αφ’ ού επλήρωσα όλα τα γεγόμενα έξοδα είς τροφάς, μισθούς δυτών και πληρώματα και άλλα διάφορα, δεν μοι απέμειναν εί μόλις 10.000 χιλιάδων χρυσών δραχμών, αίτινες ήσαν μισθός ενός απλού διευθυντού αλλά δεν επήρκεσαν καν να καλύψωσι την ζημίαν».
Ήταν τόσα πολλά τα έξοδα της ανέλκυσης της οποίας είχε αναλάβει ο Δημ. Κοντός με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να ανακάμψει οικονομικά και επιπλέον όταν επέστρεψε στο επάγγελμα του σπογγαλιέως, κατά μία τραγική συγκυρία, στην διάρκεια κατάδυσης με σκάφανδρο να υποστεί παράλυση.
Στην συναισθηματικά φορτισμένη επιστολή προς τον Πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο κατέληγε: «Πάντων ούτως εχόντων προστρέχω ευσεβάστως προς την υμ. Εξοχότητα και ικετεύω Αυτήν ταπεινώς να ευαρεστηθή και λαμβάνουσα σοβαρώς οίκτον προς ούτω δεινώς αδικηθέντα πτωχόν οικογενειάρχην, αξίωση με της δεούσης θεραπείας….χάριν της πενομένης οικογενείας μου, ην πλέον αδυνατώ να προστατεύσω, ως εκ της παραλυτικής καταστάσεως μου….»
Η απάντηση ήλθε μετά από 6 μήνες.
Στις 29 Δεκεμβρίου 1914, έγγραφο του Υπουργού Εκκλησιαστικών και Δημοσία ς Εκπαιδεύσεως Ιωάννου Τσιριμώκου με Αρ. Πρωτ. 36640/29-111914 προς την Δημαρχία Σύμης αναφέροντας ότι η αποζημίωση του Κοντού και των δυτών ορθώς έγινε,σύμφωνα με το άρθρο 37 του Νόμου «Περί Αρχαιοτήτων» και ότι η κυβέρνηση δεν ήταν δυνατόν να προσφέρει σημπληρωματική αποζημίωση: «το ελληνικόν κράτος υπεβλήθει προσθέτως και εις δαπάνας, ευρεθέν εις την ανάγκην να κρατεί προς τούτο υπαλλήλους και ατμόπλοια καθ όλον το διάστημα των εργασιών. Και επί τούτου δέον να ληφθεί υπ όψει ότι η κατάστασις του αρχαιολογικού ταμείου είνε τοιαύτη ώστε να μη επιτρέπη ατυχώς ουδέ την ελάχιστην έκτακτον δαπάνην».
Ένας από τους βουτηχτάδες έχασε τη ζωή του και άλλοι δυο έμειναν παράλυτοι
Ο Έφηβος των Αντικυθήρων, γύρω στα 340-330 π.Χ. Έχει ερμηνευτεί κατά καιρούς ως Απόλλωνας, Λόγιος Ερμής, Ηρακλής
Το πολύ δύσκολο εγχείρημα, στέφθηκε με επιτυχία, παρά τις φοβερές δυσκολίες και τα θύματα που θρήνησαν όλοι. Οι εργασίες διήρκησαν συνολικά δέκα μήνες, με την βοήθεια πλοίων του Βασιλικού Ναυτικού από τις 24 Νοεμβρίου 1900 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1901, με φοβερή κακοκαιρία και με τραγικές απώλειες. Στις 9 Μαΐου 1901, σε τηλεγράφημα ανακοινώθηκε ότι:
«Κατάτην εργασίαν απέθανεν ο δύτης Γεώργιος Κριτικός ή Νεοφώτιστος».
Στις 31 Μαΐου 1901, εξίσου συγκλονιστική στη λιτότητα της υπήρξε και η αναφορά προς την Εφορεία Αρχαιοτήτων: «η εργασία όμως βαίνει πολύ βραδέως, ένεκα της ασθενείας τινών δυτών, οίτινες νοσηλεύονται. Εργάζονται δε μόνον πέντε.»
Οι Συμιακοί δύτες καταδύονταν σε βάθος 65-70 μέτρα, όπου παρέμεναν έως 5 λεπτά,ενώ χρειάζονταν 3 επιπλέον λεπτά για την ανάδυση και την κατάδυση. Ήταν επομένως αναγκασμένοι, σε πολλαπλές καταδύσεις καθημερινά, αντιμέτωποι με τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, με το βάθος, με την ιλύ του βυθού, αλλά και με το μεγάλο βάρος των αντικειμένων. Στο τέλος του χειμώνα του 1901 ήταν προφανής η σωματική καταπόνηση τους και δικαιολογημένα τα αιτήματα τους για διαστήματα ανάπαυλας.
Καμία αρχαιολογική ανακάλυψη δεν θα είχε συμβεί, χωρίς τον καπετάνιο Δημήτριο Κοντό, το πλήρωμά του και τους δύτες του, και ο θησαυρός των Αντικυθήρων θα βρισκόταν ακόμη στο βυθό της θάλασσας. Ανακάλυψαν το ναυάγιο και διακινδύνευσαν τις ζωές τους, στην πρώτη προσπάθεια να διασώσουν αντικείμενα από ένα βυθισμένο πλοίο. Μια τολμηρή περιπέτεια από την οποία δεν επέστρεψαν όλοι.
Δείτε το πιο διάσημο από τα ευρήματα που ανέσυρε το 1901 ο Κοντός από τον βυθό των Αντικυθήρων. Ο «Μηχανισμός των Αντικυθήρων» εξακολουθεί να γοητεύει τους επιστήμονες με τα μυστικά που αποκαλύπτει. Ο εκπληκτικής ευφυΐας αρχαίος υπολογιστής μπορούσε να απεικονίσει, προβλέποντας σε βάθος δεκαετιών, το ουράνιο στερέωμα, τις θέσεις του ήλιου και της σελήνης, τις φάσεις της σελήνης, ακόμα και εκλείψεις.
Πηγή : Δημήτριος Κοντός – Η πρώτη ανέλκυση. Από την σελίδα μνήμης που δημιούργησε ο δισέγγονός του Στέργιος Κοντός.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ, 1900-1901
Άρθρα Εφημερίδων. ΕΣΤΙΑ – ΣΚΡΙΠ – ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ – ΣΦΑΙΡΑ, 1901-1902
ΤΕΥΧΟΣ 1&2 – ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΦΙΜΕΡΙΣ, 1902
Ο ΘΥΣΑΥΡΟΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ. Ι. Ν. ΣΒΟΡΩΝΟΣ, 1903
¨ΣΕΛΙΔΕΣ¨– ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΛΥΚΟΥΔΗΣ, 1920
Ο ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ. ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΖΟΣ,1994
Decoding the Heavens : Solving the mystery of the world’s first computer. JO MARCHANT, 2008
«…ανέφερα εγγράφως…» ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ – ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΝΗΜΕΙΩΝ, 2008
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ. Το πλοίο, οι θυσαυροί, ο μηχανισμός. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ- ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, 2012
Το πλήρωμα του ανέβασε στην επιφάνεια τα ανεκτίμητης αξίας αρχαιολογικά ευρήματα με τη συνδρομή πλοίων του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού.
Τον Απρίλιο, την Μεγάλη Εβδομάδα του 1900, δύο σπογγαλιευτικά σκάφη, το «Ευτέρπη», και ο αχταρμάς «Καλλιόπη» με καπετάνιο τον Δημήτριο Κοντό με το πλήρωμα του, δύτες και ναύτες, ξεκινάνε το ταξίδι από την Σύμη με προορισμό την Μπαρμπαριά (Βόρειο Αφρική) για να αλιεύσουν σφουγγάρια.
Στη πορεία του ταξιδίου λόγω σφοδρής κακοκαιρίας, ο καπετάνιος αποφασίζει να αγκυροβολήσουν μέχρι να κοπάσει η θαλασσοταραχή ΒΑ των Αντικυθήρων ή Τσιριγότο (όπως ήταν η ενετική ονομασία εκ του Cerigotto). Το σημείο βρισκόταν στην περιοχή «Πινακάκια», 25 μέτρα από το ακρωτήριο «Γλυφάδια».
Τη Μεγάλη Τρίτη 4 Απριλίου, αφού είχε καλμάρει ο καιρός, ο καπετάνιος έδωσε εντολή σε ένα δύτη του, τον Ηλία Λυκοπάντη (γνωστό και ως Σταδιώτη) να βουτήξει για να δει αν έχει κάτω σφουγγάρια. Δεν περνάνε ελάχιστα λεπτά και ο δύτης αμέσως δίνει σήμα να τον ανεβάσουν επάνω. Έδειχνε αλαφιασμένος και αμέσως ενημερώνει τον Δημήτριο Κοντό τι είχε δει.
Βουτάει και ο καπετάνιος, έμπειρος βουτηχτής και αυτός και εντυπωσιάζεται από το αρχαίο ναυάγιο που αντίκρυσε στον επικλινή βυθό βάθους 42 μέτρων.
Αμέσως ξεχωρίζει ένα μπρούτζινο άγαλμα χωμένο στον βυθό από το οποίο αποσπά το δεξί χέρι και το ανεβάζει στο πλοίο. Όλο το πλήρωμα και οι δύτες θαυμάζουν το καλοφτιαγμένο χέρι. Στην συνέχεια βάζει σημάδια στη θέση του ναυαγίου και συνεχίζουν το ταξίδι. Επιστρέφοντας μετά από έξι μήνες, στην Σύμη όπου εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό Τουρκική κατοχή το συζητάει με τους δημογέροντες του νησιού και αποφασίζεται να ενημερώσει την Ελληνική κυβέρνηση.
Στις 7 Νοεµβρίου 1900, ο Δημήτριος Κοντός µε έγγραφο του ενηµέρωνε τον Σπυρίδωνα Στάη, υπουργό Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως σχετικά µε τα αρχαίο αντικείµενο το οποίο ανέσυρε από τη θαλάσσια περιοχή των Αντικυθήρων, ενώ καταδύονταν για δική τους εργασία :
«Ο υποφαινόμενος αλιεύων σπόγγους εν ελληνικοί ύδασιν άνευρον εν τω βυθώ της θαλάσσης δεξιάν χείρα χαλκού αγάλματος κατά τι μεγαλειτέραν του φυσικού.»
Ζητούσε επίσης από τη Γενική Εφορεία Αρχαιοτήτων την άδεια να συνεχίσει την ανέλκυση με δικά του έξοδα: «ιδία δαπάνη να ερευνήσω και ανασύρω εκ του βυθού της θαλάσσης τα τυχόν εκεί υπάρχοντα άλλα αρχαία αντικείμενα». Και στην συνέχεια ρώτησε: «ποία έσται η αμοιβή ην θέλω λάβει παρά της Ελληνικής Κυβερνήσεως εν η περιπτώσει αι ερευναί μου ήθελον στεφτεί υπό επιτυχίας.»
Στις 7 Νοεμβρίου 1900, η απάντηση ήταν άµεση και θετική και υπογραφόταν από τον Υπουργό Σπυρίδωνα Στάη. Ο Υπουργός ενηµέρωσε τον καπετάνιο ότι το κράτος ήταν πρόθυµο να συνδράµει µε την αποστολή πολεµικού πλοίου και µε οποιοδήποτε άλλο µέσο προκειµένου να ανελκυθούν από τον πυθµένα τα αρχαία αγάλµατα και διευκρίνισε ότι «επειδή δε η υπηρεσία ην θέλετε παράσχει τω Εθνικώ ημών Μουσείω είναι μεγάλην, διαβεβαιούμεν υμάς ότι η χορηγηθησόμενη υμίν αμοιβή θα είναι γενναία.»
Στις 21 Νοεμβρίου 1900, ο Υπουργός ζήτησε από τον ομόλογο του επί των ναυτικών την συνδρομή πολεμικού πλοίου. Η κακοκαιρία εμπόδισε τον απόπλου του σπογγαλιευτικού καΐκιού και του οπλιταγωγού «Μυκάλη» μέχρι τις 24 Νοεμβρίου 1900. Η ανέλκυση παρουσίασε τεράστιες δυσκολίες, λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών και της αδυναμίας παραμονής των δυτών στο βυθό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το «Μυκάλη» πλοίο μεγάλου εκτοπίσματος δεν μπορούσε να πλησιάσει τις ακτές και στις 27 Νοεμβρίου 1900 επέστρεψε με όσα αρχαία είχαν ανελκυσθεί.
Στις 29 Νοεμβρίου 1900, το σπογγαλιευτικό καΐκι και το ατμόπλοιο «Σύρος» προσέγγισε τον τόπο του ναυαγίου όπου και απέστειλε τηλεγραφική αναφορά προς την Γενική Εφορεία Αρχαιοτήτων. Δυστυχώς όμως η κακοκαιρία τους ανάγκασε να αποκλεισθούν στον όρμο του Αγίου Νικολάου Κυθήρων για αρκετές ημέρες : «ευρισκόμεθα αποκεκλεισμένοι εν όρμο Αγίου Νικολάου, περί ανελκύσεως αρχαίων ούδε σκέψις δύναται να γίνη ένεκα φοβερωτάτης τρικυμίας επικρατούσης ενταύθα».
Τελικά το «Σύρος» αναχώρησε για τον Πειραιά και τα ανελκυσθέντα αρχαία, προκαλώντας διαμαρτυρία του καπετάνιου προς το υπουργείο : «αδύνατον να εργασθώμεν χωρίς συνδρομήν. Η εργασία χρειάζετε υπομονήν. Απαντήσατε. Δημήτριος Κοντός».
Στις 8 Ιανουαρίου 1901, σε τηλεγράφημα αναγγέλθηκε η ανέλκυση του «Έφηβου των Αντικυθήρων». Για την ρυμούλκηση των βαρέων αγαλμάτων χρησιμοποιήθηκαν ξανά στον τόπο του ναυαγίου το «Μυκάλη», συνοδευόμενο από το «Σύρος» και μια σκεπαστή φορτηγίδα με γερανό, ενώ λίγο αργότερα προστέθηκε και μια μικρή τορπιλοθέτιδα «Αιγιάλεια». Οι Έφοροι Αρχαιοτήτων που είχαν µεταβεί στην περιοχή για να παρακολουθήσουν από κοντά τις εργασίες του Δημ. Κοντού και των δυτών, ενηµέρωναν σχεδόν καθηµερινά, µέσω τηλεγραφηµάτων, το Υπουργείο σχετικά µε την πορεία των εργασιών. Όλα τα αντικείµενα που ανασύρονταν από το βυθό, συντάσσoνταν κατάλογός τους και αποστέλλονταν, επίσης τηλεγραφικά . Στις εργασίες όταν είχε παρευρεθεί και ο νομικός σύμβουλος του υπουργού Σπυρίδωνα Στάη, ο οποίος στο ημερολόγιό του μεταξύ άλλων είχε γράψει και τα εξής :
«Είναι ακατάληπτος η φιλοπατρία των αγαθών νησιωτών, οι οποίοι όχι μόνο αδέσποτον αρχαιολογικόν θησαυρόν κατέδειξαν, αλλά και με μόχθους και κινδύνους, των οποίων την φρίκην τίποτε δεν δύναται να περιγράψει, τον αποσπούν από βάθους 35 οργυών και τον προσφέρουν στο Έθνος. Ένα μέρος των θησαυρών, εάν επώλουν εις το εξωτερικόν, θα ήρκει διά να απαλλαγούν το υπόλοιπον του βίου των, των βασάνων και των κινδύνων του φοβερότερου των επαγγελμάτων»
Η απόφαση για αποζημίωση του καπετάνιου
Στις 26 Φεβρουαρίου 1901, ο Αντιπρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας γνωστοποίησε προς το υπουργείο την διάθεση να καταβάλει 500 δραχμές σε καθένα από τους επτά δύτες.
Ο υπουργός Σπ. Στάης απάντησε με ευχαριστήριο επιστολή προς την Αρχαιολογική Εταιρεία με Αρ. Πρωτ. 3303/26-2-1901. Στις 18 Οκτωβρίου 1901, μετά το πέρας της ανέλκυσης ο υπουργός συγκάλεσε την αρχαιολογική επιτροπή για τον καθορισμό της αμοιβής καπετάνιου και δυτών σύµφωνα µε το Άρθρο 37, µεταφρασµένο από την αγγλική του Νόµου ΒΜΧς «Περί Αρχαιοτήτων».
Το πρακτικό της Αρχαιολογικής επιτροπής 81/27-10-1901 έγραφε :
«η επιτροπή έχουσα υπ’ όψιν το άρθρο 37 του νόμου ΒΧΜΣ’ της 24 Ιουλίου 1899 σκεφθείσα ότι ο Δημήτριος Ελ. Κοντός υπέδειξε τον εν τω θαλάσση τόπον, ενω εκείτοντο τα αρχαία και ανέλαβε να παράσχει εις το Κράτος την εαυτού συνδρομήν πρός ανέλκυση αυτών, ανέλαβε δηλ. δι’ ιδίων δυτών και ιδία δαπάνη να ανελκύσει αυτά, σταθμήσασα την επιστημονικήν αξίαν των υπ’ αυτού ανελκυσθέντων χαλκών, μαρμάρινων και λοιπών αρχαίων, τας καταβληθείσας υπό τούτου εργασίας και γινομένας δαπάνας, αποφαίνεται όπως χορηγηθεί τω Δημ. Ελ. Κοντώ αμοιβή υπό του κράτους εν όλω εκατον πεντήκοντα χιλιάδες (150.000) δια την υπόδειξιν και εργασίαν προς ανέλκυση των περίων ο λόγος αρχαία.»
Κατά την διαδικασία καταβολής δεν έλειψαν και διαφωνίες.
Στις 8 Νοεμβρίου 1901, οι δύτες προχώρησαν σε συντηρητική κατάσχεση με Αρ. Πρωτ. του υπουργείου Οικονομικών 114114/8-11-1901 κατά του Κοντού, με σκοπό την εξασφάλιση της αμοιβής τους. Οι οικονομικές οφειλές προς τους δύτες τακτοποιήθηκαν σύντομα.
«Ο υποφαινόμενος αλιεύων σπόγγους εν ελληνικοίς ύδασιν ανεύρον εν τω βυθώ της θαλάσσης δεξιάν χείρα χαλκού αγάλματος κατά τι μεγαλειτέραν του φυσικού», έγραφε ο καπετάνιος στην πρώτη αναφορά του.
Το απελπισμένο γράμμα στον πρωθυπουργό για βοήθεια
Στις 24 Μαΐου 1914, ο καπετάνιος συντάσσει μια επιστολή και την αποστέλλει στο Πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο :
«Του αναφέρει ότι είχε ζημιωθεί 14.500 χρυσές δραχμές, καθώς είχε χρεωθεί ο ίδιος τον εξοπλισμό, την αμοιβή των δυτών, του πληρώματος και είχε αναγκασθεί να εγκαταλείψει την Σύμη και την σπογγαλιεία για περισσότερο από ένα χρόνο.
Μεταξύ άλλων ανέφερε: «μετά περιφρονήσεως απέρριψα την αδράν αμοιβήν ην ξένοι μοι προσέφερον, όπως υποδείξω απλώς την θέσιν των αγαλμάτων, ην υπέκρυψα μετ’ άκρου ζήλου και φιλοπατρίας».
Επίσης ανέφερε ότι η επιτροπή όφειλε σύμφωνα μετά άρθρα 10 και 11 του νόμου «Περί Αρχαιοτήτων», να καθορίσει την αμοιβή του στο ½ της αξίας των ευρημάτων.
Από τις 150.000 δραχμές της αμοιβής : «εξών αφ’ ού επλήρωσα όλα τα γεγόμενα έξοδα είς τροφάς, μισθούς δυτών και πληρώματα και άλλα διάφορα, δεν μοι απέμειναν εί μόλις 10.000 χιλιάδων χρυσών δραχμών, αίτινες ήσαν μισθός ενός απλού διευθυντού αλλά δεν επήρκεσαν καν να καλύψωσι την ζημίαν».
Ήταν τόσα πολλά τα έξοδα της ανέλκυσης της οποίας είχε αναλάβει ο Δημ. Κοντός με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να ανακάμψει οικονομικά και επιπλέον όταν επέστρεψε στο επάγγελμα του σπογγαλιέως, κατά μία τραγική συγκυρία, στην διάρκεια κατάδυσης με σκάφανδρο να υποστεί παράλυση.
Στην συναισθηματικά φορτισμένη επιστολή προς τον Πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο κατέληγε: «Πάντων ούτως εχόντων προστρέχω ευσεβάστως προς την υμ. Εξοχότητα και ικετεύω Αυτήν ταπεινώς να ευαρεστηθή και λαμβάνουσα σοβαρώς οίκτον προς ούτω δεινώς αδικηθέντα πτωχόν οικογενειάρχην, αξίωση με της δεούσης θεραπείας….χάριν της πενομένης οικογενείας μου, ην πλέον αδυνατώ να προστατεύσω, ως εκ της παραλυτικής καταστάσεως μου….»
Η απάντηση ήλθε μετά από 6 μήνες.
Στις 29 Δεκεμβρίου 1914, έγγραφο του Υπουργού Εκκλησιαστικών και Δημοσία ς Εκπαιδεύσεως Ιωάννου Τσιριμώκου με Αρ. Πρωτ. 36640/29-111914 προς την Δημαρχία Σύμης αναφέροντας ότι η αποζημίωση του Κοντού και των δυτών ορθώς έγινε,σύμφωνα με το άρθρο 37 του Νόμου «Περί Αρχαιοτήτων» και ότι η κυβέρνηση δεν ήταν δυνατόν να προσφέρει σημπληρωματική αποζημίωση: «το ελληνικόν κράτος υπεβλήθει προσθέτως και εις δαπάνας, ευρεθέν εις την ανάγκην να κρατεί προς τούτο υπαλλήλους και ατμόπλοια καθ όλον το διάστημα των εργασιών. Και επί τούτου δέον να ληφθεί υπ όψει ότι η κατάστασις του αρχαιολογικού ταμείου είνε τοιαύτη ώστε να μη επιτρέπη ατυχώς ουδέ την ελάχιστην έκτακτον δαπάνην».
Ένας από τους βουτηχτάδες έχασε τη ζωή του και άλλοι δυο έμειναν παράλυτοι
Το πολύ δύσκολο εγχείρημα, στέφθηκε με επιτυχία, παρά τις φοβερές δυσκολίες και τα θύματα που θρήνησαν όλοι. Οι εργασίες διήρκησαν συνολικά δέκα μήνες, με την βοήθεια πλοίων του Βασιλικού Ναυτικού από τις 24 Νοεμβρίου 1900 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1901, με φοβερή κακοκαιρία και με τραγικές απώλειες. Στις 9 Μαΐου 1901, σε τηλεγράφημα ανακοινώθηκε ότι:
«Κατάτην εργασίαν απέθανεν ο δύτης Γεώργιος Κριτικός ή Νεοφώτιστος».
Στις 31 Μαΐου 1901, εξίσου συγκλονιστική στη λιτότητα της υπήρξε και η αναφορά προς την Εφορεία Αρχαιοτήτων: «η εργασία όμως βαίνει πολύ βραδέως, ένεκα της ασθενείας τινών δυτών, οίτινες νοσηλεύονται. Εργάζονται δε μόνον πέντε.»
Οι Συμιακοί δύτες καταδύονταν σε βάθος 65-70 μέτρα, όπου παρέμεναν έως 5 λεπτά,ενώ χρειάζονταν 3 επιπλέον λεπτά για την ανάδυση και την κατάδυση. Ήταν επομένως αναγκασμένοι, σε πολλαπλές καταδύσεις καθημερινά, αντιμέτωποι με τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, με το βάθος, με την ιλύ του βυθού, αλλά και με το μεγάλο βάρος των αντικειμένων. Στο τέλος του χειμώνα του 1901 ήταν προφανής η σωματική καταπόνηση τους και δικαιολογημένα τα αιτήματα τους για διαστήματα ανάπαυλας.
Καμία αρχαιολογική ανακάλυψη δεν θα είχε συμβεί, χωρίς τον καπετάνιο Δημήτριο Κοντό, το πλήρωμά του και τους δύτες του, και ο θησαυρός των Αντικυθήρων θα βρισκόταν ακόμη στο βυθό της θάλασσας. Ανακάλυψαν το ναυάγιο και διακινδύνευσαν τις ζωές τους, στην πρώτη προσπάθεια να διασώσουν αντικείμενα από ένα βυθισμένο πλοίο. Μια τολμηρή περιπέτεια από την οποία δεν επέστρεψαν όλοι.
Δείτε το πιο διάσημο από τα ευρήματα που ανέσυρε το 1901 ο Κοντός από τον βυθό των Αντικυθήρων. Ο «Μηχανισμός των Αντικυθήρων» εξακολουθεί να γοητεύει τους επιστήμονες με τα μυστικά που αποκαλύπτει. Ο εκπληκτικής ευφυΐας αρχαίος υπολογιστής μπορούσε να απεικονίσει, προβλέποντας σε βάθος δεκαετιών, το ουράνιο στερέωμα, τις θέσεις του ήλιου και της σελήνης, τις φάσεις της σελήνης, ακόμα και εκλείψεις.
Πηγή : Δημήτριος Κοντός – Η πρώτη ανέλκυση. Από την σελίδα μνήμης που δημιούργησε ο δισέγγονός του Στέργιος Κοντός.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ, 1900-1901
Άρθρα Εφημερίδων. ΕΣΤΙΑ – ΣΚΡΙΠ – ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ – ΣΦΑΙΡΑ, 1901-1902
ΤΕΥΧΟΣ 1&2 – ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΦΙΜΕΡΙΣ, 1902
Ο ΘΥΣΑΥΡΟΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ. Ι. Ν. ΣΒΟΡΩΝΟΣ, 1903
¨ΣΕΛΙΔΕΣ¨– ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΛΥΚΟΥΔΗΣ, 1920
Ο ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ. ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΖΟΣ,1994
Decoding the Heavens : Solving the mystery of the world’s first computer. JO MARCHANT, 2008
«…ανέφερα εγγράφως…» ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ – ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΝΗΜΕΙΩΝ, 2008
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ. Το πλοίο, οι θυσαυροί, ο μηχανισμός. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ- ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, 2012