Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

«Ο Ιωαννίδης μου είπε…» Αποκλειστικά στοιχεία από το «αόρατο δικτάτορα» που δόθηκαν λίγο πριν τον θάνατο του...

Ο ταξίαρχος Δημήτρης Ιωαννίδης «έφυγε» στις 16 Αυγούστου 2010, αφήνοντας πίσω του πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Μίλησε όμως, τον Ιούλιο του 2009 παρακαλώντας να δημοσιευθεί η μαρτυρία του, μετά το θάνατό του. Το μόνο που ζήτησε όμως να αποκαλυφθεί πριν το θάνατό του, ήταν ο καθοριστικός αμερικανικός ρόλος στην τουρκική εισβολή. «Με εξαπάτησαν», είπε χαρακτηριστικά στον δημοσιογράφο, ο οποίος αποτύπωσε τα λεγόμενά του σε μια σειρά άρθρων με εξαιρετικό ενδιαφέρον, που δημοσιεύτηκαν στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας «Αδέσμευτος Τύπος». Όμως, ειπώθηκαν και άλλα, τα οποία δημοσιεύουμε εμείς σήμερα για πρώτη φορά στον «ΕΚ».

Ο Ιωαννίδης κατηγορεί την τότε ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και τον κατ’ ευφημισμό (όπως ο ίδιος λέει) «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» Φαίδωνα Γκιζίκη, τον πλέον ένθερμο υποστηρικτή του απριλιανού καθεστώτος («ο Φαίδωνας ήταν πολύ δικός μας άνθρωπο και αντιπαθούσε τους πολιτικούς», είπε στον Γιώργο Φράγκο), ότι ήρθαν σε επαφή με τους Αμερικάνους, οι οποίοι προσπάθησαν να «αποκοιμίσουν» την Αθήνα, κι αυτό τη δεύτερη ημέρα της τουρκικής εισβολής! Ο Γιώργος Φράγκος συνεισέφερε στο παρακάτω άρθρο, ένα πραγματικά σπάνιο ντοκουμέντο, δεδομένου ότι ο Ιωαννίδης δεν μίλησε στη διάρκεια των 35 τελευταίων ετών, που παρέμεινε έγκλειστος στις Φυλακές Κορυδαλλού.

Ποιος ήταν ο ταξίαρχος Ιωαννίδης ή ο «Μίμης ο φασαρίας»;

Ο Ταξίαρχος Ιωαννίδης, ιδεολογικός καθοδηγητής του απριλιανού καθεστώτος, όπως αρέσκετο να αποκαλεί τον εαυτό του, θυμόταν με συγκίνηση το χωριό του, το Δίλοφο Ζαγορίου Ιωαννίνων, ένα χωριό κάτω από το Βίκο, δίπλα στον ποταμό Βοϊδομάτη, αλλά και τον πατέρα του, που ήταν στρατιωτικός στο επάγγελμα βενιζελικών πεποιθήσεων και αποτελούσε γι’ αυτόν πρότυπο, που τον οδήγησε στη Σχολή Ευελπίδων, σε ηλικία μόλις 17 ετών. Μου είπε ο Ιωαννίδης:«Εκεί, Εύελπι στην πρώτη τάξη, με βρήκε η κήρυξη του πολέμου το 1940. Τον Απρίλιο του 1941, ενώ υπήρχαν διαρκείς συνεννοήσεις του διοικητή της Σχολής με τον Τσολάκογλου, τον μετέπειτα κατοχικό πρωθυπουργό, για το μέλλον μας, καθώς ήθελαν να μας αναθέσουν αστυνομικά καθήκοντα, εμείς επαναστατήσαμε και με κάθε είδους πλοιάριο, φύγαμε για την Κρήτη. Εγώ για την πράξη μου αυτή, τιμήθηκα μετέπειτα με τον Πολεμικό Σταυρό Α’ Τάξεως».

Ο Εύελπις Ιωαννίδης στον Β’ Παγκόσμιο

«Οι Ευέλπιδες που πολεμήσαμε στην Κρήτη, ήμασταν περίπου 250. Μόλις τελείωσε η Μάχη της Κρήτης, εκεί την πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου, βρήκαμε με μερικούς άλλους μια βάρκα με πετρελαιομηχανή και από τον Κίσσαμο, φτάσαμε στη Λακωνία. Από εκεί, έκανα περίπου δέκα μέρες για να φτάσω στα Πατήσια, όπου ζούσαν η μάνα μου και οι δύο μεγαλύτερες αδερφές μου. Εγώ δεν άντεξα την πείνα τον χειμώνα του 1941 και ανεβήκαμε οικογενειακώς στα Ιωάννινα, όπου τα πράγματα ήταν καλύτερα. Εκεί μέσω φίλων, ήρθα σε επαφή με τος ομάδες του νεοσύστατου ΕΔΕΣ και εγγράφηκα στη δύναμή του ως ανθυπολοχαγός διμοιρίτης. Μετά την απελευθέρωση, εντάχθηκα στον εθνικό στρατό, όπου με βρήκε ο εμφύλιος και πολέμησα στο Γράμμο και τις δύο φορές και στο Βίτσι. Τελικά, προήχθην σε υπολοχαγό. Τον Μάη του 1951, αν δεν κάνω λάθος νομίζω στις 30, συμμετείχα στο λεγόμενο κίνημα Παπάγου, στο οποίο επικεφαλής ήταν ο διοικητής της ΑΣΔΕΝ, Ηρακλής Κοντόπουλος. Τελικά, ο Παπάγος δεν ήθελε… Μας εξέφρασε μάλιστα τη δυσαρέσκειά του, με αποτέλεσμα το κίνημα να αποτύχει και εγώ να τιμωρηθώ με 4μηνη στέρηση αποδοχών και με έστειλαν ση Μακεδονία. Το 1958-59 επανήλθα στην Αθήνα, όπου τοποθετήθηκα στο γενικό επιτελείο, όπου γνώρισα τους τότε αρχηγούς, Καρδαμάκη και Νικολόπουλο, οι οποίοι με συμπάθησαν πολύ. Το 1963, με έστειλαν στον Έβρο, ως διοικητή τάγματος στην 12η Μεραρχία, στις Φέρες, όπου προήχθην σε αντισυνταγματάρχη».

Ο Ιωαννίδης στην Κύπρο

«Μετά, στις αρχές του 1965, με έστειλαν στην Κύπρο, όπου ανέλαβα τον τρίτο κλάδο της ΕΛΔΥΚ, καταστρώνοντας επιτελικά σχέδια μάχης για την περίπτωση τουρκικής εισβολής. Είχαμε τότε ΕΛΔΥΚ και Εθνοφρουρά, τουλάχιστον 20.000 άντρες, χωρίς αυτούς που μπορούσαν να επιστρατευθούν και ήταν ευκαιρία τότε να πετάξουμε στη θάλασσα τους Τούρκους. Τότε γνώρισα τον Γλαύκο Κληρίδη, τον Γεωρκάτζη, τον Τάσσο Παπαδόπουλο και άλλους. Ο Μακάριος ποτέ δε με πήγαινε, αφού είδε με κακό μάτι τον ερχομό μου και γενικά εν πήγαινε τους Ελλαδίτες αξιωματικούς. Εγώ πιστεύω ότι αυτός πίεσε να με στείλουν πίσω, πριν λήξει ο χρόνος υπηρεσίας μου (σ. σ. τριετία) στην Κύπρο».

Προετοιμασία πραξικοπήματος

«Με την επιστροφή μου στην Αθήνα, τοποθετήθηκα στη Διεύθυνση της Σχολής Ευελπίδων. Εκεί, ήρθα πιο κοντά στους αξιωματικούς που έκαναν την επανάσταση, μαζί τους επεξεργαζόμουν τα σχέδια. Θέλαμε να προλάβουμε την εκτροπή που ετοίμαζαν ο Κωνσταντίνος και οι στρατηγοί του. Εγώ διέταξα τους Ευέλπιδες να καταλάβουν τα κρατικά κτίρια στο κέντρο της Αθήνας. Για δύο χρόνια, παρακολουθούσα τα γεγονότα. Το 1969, έγινα συνταγματάρχης. Τακτικές επαφές με τους Παπαδόπουλο, Παττακό, Μακαρέζο και άλλους, είχα δύο φορές το μήνα, στο σπίτι του Λαδά, στου Ζωγράφου, όπου συζητούσαμε τα πάντα. Το 1971, με έβαλαν διοικητή στην στρατιωτική αστυνομία (σ. σ. ΕΣΑ), με αποτέλεσμα να γνωρίζω πολλά πράγματα για το στρατό και την απογοήτευση των αξιωματικών από την πολιτική Παπαδόπουλου».

Για το Πολυτεχνείο

«Ο σχεδιασμός και η εκτέλεση των επιχειρήσεων ήταν ευθύνη του Παπαδόπουλου και του Μαρκεζίνη και εντολή για επέμβαση δόθηκε από τον ίδιο, κάτι που ο ίδιος αναγνώρισε στη δίκη. Εμένα με καταδίκασαν για ηθική αυτουργία, οκτώ φορές παρακαλώ, για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου. Ήταν μια άδικη καταδίκη, αφού ποτέ κανείς από τους συγγενείς των νεκρών δεν στράφηκε εναντίον μου, ζητώντας μου αποζημίωση».

Για την καταδίκη του

«Εγώ πιστεύω ότι νομικά έπρεπε να με καταδικάσουν για τη συμμετοχή μου στο κίνημα της 21ης Απριλίου. Για το Πολυτεχνείο, άδικα κατηγορήθηκα. Καυτηριάζω τη στάση των δικαστών, αυτών που συμμετείχαν στην Ολομέλεια Εφετών που ενώ το 1973 έκριναν ως απόλυτα συνταγματικό το δημοψήφισμα του Παπαδόπουλου για την καθιέρωση της Προεδρικής Δημοκρατίας, μετά την παλινόρθωση Καραμανλή, έκριναν αυτό ως αντισυνταγματικό. Θυμάμαι με πικρία τα λόγια ενός δικαστή, “ότι τι να κάνουμε, είμαστε ανθρωπάκια, δυστυχώς υποκύψαμε σε πιέσεις”».

Για τον Χαρίλαο Φλωράκη (και την αστική Δεξιά…)

«Το ΚΚΕ πάντα διέθετε μια πολύ καλή οργάνωση, κάτι που εγώ έμαθα από πληροφορίες που είχα από την Α’ Πτέρυγα του Κορυδαλλού, την τότε “ελίτ” πτέρυγα, όπου φιλοξενούνταν οι πολιτικοί κρατούμενοι, με τον Φλωράκη να έχει σχηματίσει μια κολεκτίβα. Μέχρι κομματικό πειθαρχείο έμαθα ότι λειτουργούσε την περίοδο της επταετίας, για τους διαφωνούντες. Τα δε φαγητά που έπαιρναν οι κρατούμενοι από τους οικείους τους, συγκεντρώνονταν για το κοινό συσσίτιο. Οι τρόφιμοι τότε, έπαιρναν χρήματα αντί για κουπόνια, τα οποία έδιναν στην κομματική οργάνωση του ΚΚΕ που λειτουργούσε μέσα στις φυλακές Κορυδαλλού. Το ΚΚΕ θεωρώ ότι διατηρεί ακόμα και σήμερα τις θέσεις του και έχει ένα παράξενο έρωτα, ερωτοτροπεί με την καραμανλική Δεξιά. Θυμάμαι τον Αναστάση Παπαληγούρα, με τον πατέρα του οποίου, τον Παναγή Παπαληγούρα είχα πολύ καλή σχέση. Ο Αναστάσης, με επισκέφθηκε στο κελί μου στον Κορυδαλλό και μου υποσχέθηκε ότι θα αποφυλακιστώ. Πράγματι μετά από λίγες ημέρες, πέρασε ο σχετικός νόμος, αλλά οι δικαστές προέβαλλαν κωλύματα, ζητώντας μου να κάνω δήλωση μετάνοιας, προκειμένου να αποφυλακιστώ, κάτι που δεν έκανα, παρά το ότι πληρούσα όλους τους όρους».

Για τη φυλακή

«Θεωρώ ότι τις καλύτερες ημέρες μου στη φυλακή, τις πέρασα επί των ημερών του ΠΑΣΟΚ, καθώς με σέβονταν τόσο η διεύθυνση της φυλακής, όσο και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης. Ενώ πολύ καλή ήταν η στάση που τήρησε στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για το Κυπριακό, ο πρώην πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ, Παγορόπουλος, ο οποίος κατανόησε, όπως και οι τότε βουλευτές της ΝΔ, ο Παναγιωτόπουλος (σ. σ. Καβάλας) και ο Παπαληγούρας, τις θέσεις μου».

Για τον Φάκελο της Κύπρου

«Ο Φάκελος δεν έχει ερευνηθεί ποτέ όσο θα έπρεπε, ούτε έχει ελεγχθεί δικαστικά, για να αποδοθούν οι ποινικές ευθύνες. Εγώ κατέθεσα δύο φορές το 1975 και το 1976, ενώ το 1987 κατέθεσα ένα συμπληρωματικό υπόμνημα 28 σελίδων. Μεγάλο μέρος της αλήθειας για το τι έγινε στην Κύπρο, κρύβεται πίσω από την έκθεση του Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα, Τάσκα, που κατέθεσε ο ίδιος στο Κογκρέσο τον Σεπτέμβριο του 1974. Σε 100 και πλέον σελίδες, περιγράφονται τα πάντα και πρέπει κάποια στιγμή ο ελληνικός λαός να πληροφορηθεί την αλήθεια».

Για τον Μακάριο

«Το κυριότερο εμπόδιο για την επίλυση του Κυπριακού, ήταν ο Μακάριος, κακός άνθρωπος, εγωιστής, εγωπαθής, δεν ήθελε την Ένωση με την Ελλάδα και αντιπαθούσε ιδιαιτέρως τους Έλληνες στρατιωτικούς. Αν είχαμε άλλο Πρόεδρο, θα αρκούσε ένα απλό δημοψήφισμα και ενημέρωση της Αγγλίας, Ρωσίας και Αμερικής και το νησί θα ενωνόταν με την Ελλάδα. Εγώ πιστεύω ότι αρκετοί Τουρκοκύπριοι θα μας ψήφιζαν, γιατί ήξεραν ότι θα περνούσαν καλύτερα. Και έπειτα, ποιος σας είπε ότι φοβόμασταν τον πόλεμο με την Τουρκία; Το απόγευμα της 2ας Ιουλίου 1974, μου τηλεφώνησε έξαλλος ο Γκιζίκης, ο οποίος είχε λάβει μόλις μια επιστολή του Μακαρίου μέσω Κρανιδιώτη, που σε αυτήν ο Μακάριος μας έβριζε γράφοντας ότι η στρατιωτική δικτατορία των Αθηνών πρόδιδε τα ελληνοκυπριακά ιδεώδη στο βωμό ιδιοτελών συμφερόντων, επιβουλευόμενη την υπόσταση της Κύπρου. Ο Μακάριος ζητούσε σε αυτή, μέχρι τα μέσα Ιουλίου, να αποχωρήσουν ως μηχανορραφούντες, όλοι οι Ελλαδίτες αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς. Για μένα, ήταν τρέλα αυτό που ζητούσε ο Μακάριος, διότι θα ξεσηκωνόταν το στράτευμα. Γι’ ατό στείλαμε τον Σάββα Κωνσταντόπουλο, στις 7 Ιουλίου, για να προσπαθήσει να μεταπείσει τον Μακάριο. Γύρισε, νομίζω, στις 13 Ιουλίου, αλλά ο Μακάριος ήταν ανένδοτος και όπως μας είπε ο Σάββας, επιθυμούσε να συγκρουστεί μαζί μας. Εγώ ήδη είχα πάρει τα μηνύματά μου και την τελική απόφαση για την ανατροπή του την πήρα αφού πρώτα συζήτησα με τον Ανδρουτσόπουλο, το πρωινό της 12ης Ιουλίου. Στην Κύπρο είχαμε τον κατάλληλο άνθρωπο, τον συνταγματάρχη Πεζικού Κωνσταντίνο Κομπόκη, πραγματικό Έλληνα και καλό αξιωματικό. Ο ίδιος μου είπε ότι η κίνηση πρέπει να γίνει το αργότερο μέχρι την Δευτέρα 15 Ιουνίου, γιατί τότε ο Μακάριος θα βρισκόταν στο Προεδρικό Μέγαρο, ενώ οι μοίρες καταδρομών, διοικητές των οποίων ήταν οι Δαμασκηνός και Ραυτόπουλος, ήταν προετοιμασμένες. Ο δε αντιστράτηγος Ντενίσης, που ήταν αρχηγό της Εθνοφρουράς, ήταν εντελώς άσχετος. Σε σύσκεψη που έγινε στις 12 Ιουλίου, όλοι συμφώνησαν να προχωρήσουμε: Γκιζίκης, Μπονάνος, Παπανικολάου, Αραπάκης, οι πάντες. Δεν θέλαμε να σκοτώσουμε το Μακάριο, θέλαμε να τον κλείσουμε στο Άγιο Όρος, εκεί είχε ο Σεραφείμ γνωστούς».

Για τον Φαίδωνα Γκιζίκη

«Μου κάνει εντύπωση η στάση του Γκιζίκη, που ενώ ήταν ένθερμος υποστηρικτής του πραξικοπήματος και της επταετίας, όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε, αλλά δεν προσήλθε ούτε καν σαν μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη μας, όπως μου υποσχέθηκε. Προφανώς, έχει να κάνει με τα όσα συνέβησαν εκείνο το πρωί της 21ης Ιουλίου».

Η προδοσία

«Είχαμε οκτώ γερμανικά υποβρύχια U-209, ενώ αυτοί κάτι απομεινάρια αμερικανικά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου… Μπορούσαμε να διαλύσουμε τις τουρκικές αποβατικές δυνάμεις. Θυμάμαι ότι τα υποβρύχια του Αραπάκη απείχαν περίπου 80 μίλια από την Πάφο και τα Phantom βρίσκονταν σε επιχειρησιακή ετοιμότητα. Στη σύσκεψη που έγινε τα ξημερώματα στο γραφείο του Γκιζίκη, είπα στον Αραπάκη να βουλιάξει όλα τα τουρκικά πλοία που ήταν έξω από το λιμάνι της Κυρήνειας και στον Παπανικολάου να στείλει από την Κρήτη τα πρώτα έξι Phantom και να βομβαρδίσουν ο,τιδήποτε τουρκικό εκινείτο πάνω στο νησί. Τελικά όμως, δεν έγινε τίποτα από όλα αυτά. Μας πρόδωσαν, δεν το κρύβω, οι αρχηγοί των γενικών επιτελείων και ο Γκιζίκης. Όπως πληροφορήθηκα εκ των υστέρων, οι τρεις αρχηγοί μαζί με τον Μπονάνο και τον Γκιζίκη, συναντήθηκαν αμέσως μετά και αποφάσισαν να μην έρθουν σε αντιπαράθεση με την Τουρκία, ενώ ο Αραπάκης διέταξε τα υποβρύχια να γυρίσουν πίσω και ο Παπανικολάου να μη σηκωθεί ούτε ένα αεροπλάνο».


Δημοσιεύθηκε στον “ΕΚ” στις 5 Σεπτεμβρίου 2012, α.φ. 369





Πηγή: