Χειμῶνος ὥραι, τῶν σίτων
βραχέντων, οἱ μύρμηκες ἔψυχον, τέττιξ δὲ λιμώττων ἤιτει αὐτοὺς
τροφήν. Οἱ δὲ μύρμηκες εἶπον αὐτῶι· «διὰ τί τὸ θέρος οὐ
συνῆγες τροφήν;» Ὁ δὲ εἶπεν· «οὐκ ἐσχόλαζον, ἀλλ᾿ ἦιδον
μουσικῶς.» Οἱ δὲ γελάσαντες εἶπον· «ἀλλ᾿ εἰ θέρους ὥραις
ηὔλεις, χειμῶνος ὀρχοῦ.»
Χειμώνας· κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απ’ τα μυρμήγκια που έχουνε, λίγο φαΐ ζητάει.
« Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι; »
« Τραγούδαγα, δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι ».
« Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις,
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις! »
Πηγή:
100mythoi.blogspot.gr