Στενοχωρήθηκε πολύ η Αμάλθεια
κι ο Δίας, για να την παρηγορήσει,
ευλόγησε το κέρατο
και το έκανε «κέρας της αφθονίας»
Όπως είναι γνωστό από την αρχαία ελληνική μυθολογία, η Αμάλθεια ήταν η τροφός του Δία στο Ιδαίο Άντρο, όπου τον είχε κρύψει η μητέρα του η Ρέα για να γλυτώσει από τον πατέρα του, Κρόνο, ο οποίος έτρωγε τα παιδιά του. Άλλοτε περιγράφεται ως νύμφη Υάδα και άλλοτε ως κατσίκα, από το κέρας της οποίας τρεφόταν ο Δίας με γάλα και μέλι.
Η λέξη Αμάλθεια: α- στερητικό + μάλθος [= έλλειψη, στέρηση (βλ.
μαλθακός)], οπότε η αρχική σημασία της λέξης ήταν η μη στέρηση και κατά
συνέπεια η γενναιοδωρία.
Η λέξη αιγίδα χρησιμοποιείται σήμερα κυρίως στην έκφραση υπό την αιγίδα και σημαίνει με την επίσημη υποστήριξη (ηθική ή υλική), υπό την προστασία, φροντίδα κάποιου· όπως θα δούμε, η αρχαία σημασία ήταν: ασπίδα φτιαγμένη από δέρμα αίγας, κατσίκας, γίδας.
Στην Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας των H.G. Liddell & R. Scott, βρίσκουμε:
αἴξ, αἰγός, ὁ, ἡ, δοτ. πληθ. αἴγεσιν· I. 1. γίδα, κατσίκα, Λατ. caper, capra, σε Όμηρ. 2. αἲξ ἄγριος, αγριοκάτσικο, αίγαγρος, ο Λατ. ibex, στον ίδ. II. αἶγες, παλαιός τύπος που σημαίνει τα μεγάλα, υψηλά κύματα (πιθ. όχι από το ἀΐσσω, γιατί √ΑΙΚ αυτού του ρήματος).
Τις αίγες του βόσκει και ο έφηβος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης:
«Ἡ τελευταία χρονιὰ ποὺ ἤμην ἀκόμη φυσικὸς ἄνθρωπος ἦτον τὸ θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187… Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ᾽ ἔβοσκα τὰς αἶγας τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τὰ ὄρη τὰ παραθαλάσσια, τ᾽ ἀνερχόμενα ἀποτόμως διὰ κρημνώδους ἀκτῆς, ὕπερθεν τοῦ κράτους τοῦ Βορρᾶ καὶ τοῦ πελάγους.»
«Ἦτον ὠχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα καὶ μοῦ ἐφαίνετο νὰ ὁμοιάζη μὲ τὴν μικρὴν στέρφαν αἶγα, τὴν μικρόσωμον καὶ λεπτοφυῆ, μὲ κατάστιλπνον τρίχωμα, τὴν ὁποίαν ἐγὼ εἶχα ὀνομάσει Μοσχούλαν.» (Όνειρο στο κύμα)
Στους Liddell & R. Scott διαβάζουμε ακόμη:
αἰγίς, -ίδος, ἡ (αἴξ)· I. 1. αιγίδα ή ασπίδα του Δία, όπως περιγράφεται στην Ομήρ. Ιλ. Ε. 738 κ. ε. Η αιγίδα σε αγάλματα της Αθηνάς παρουσιάζεται ως κοντό κάλυμμα από κατσικίσιο δέρμα, καλυμμένο με λέπια, με το κεφάλι Γοργόνας και με κρόσσια που σχηματίζονται από φίδια, βλ. Ηρόδ., Δ. 189. 2. παλτό από κατσικίσιο δέρμα, σε Ευρ. II. (αἲξ II), ορμητική θύελλα, φοβερή καταιγίδα, σίφουνας, τυφώνας, σε Αισχύλ.
Στην Ε” ραψωδία της Ιλιάδας βρίσκουμε άλλη μία αναφορά:
ἣ δὲ χιτῶν᾿ ἐνδῦσα Διὸς νεφεληγερέταο
τεύχεσιν ἐς πόλεμον θωρήσσετο δακρυόεντα.
ἀμφὶ δ᾿ ἄρ᾿ ὤμοισιν βάλετ᾿ αἰγίδα θυσσανόεσσαν
δεινήν, ἣν περὶ μὲν πάντῃ Φόβος ἐστεφάνωται, ( Ιλιάδα, Ραψωδία Ε, 735)
Και ως τον χιτώνα ενδύθηκε του αστραποδόρου Δία,
στην μάχῃν την πολύθρηνον να ορμήσει οπλίζετ΄ όλη.
Στους ώμους βάζει την φρικτήν, την κροσωτήν ασπίδα,
πόχει τριγύρω την φυγήν κι η Έρις είναι μέσα
(Μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά)
Ο Νίκος Καζαντζάκης αποδίδει την αἰγίδα θυσσανόεσσαν ως κροσσωτό βροντοσκούταρο:
του Δία μετά φοράει το θώρακα του νεφελοστοιβάχτη
για τον πολύδακρο τον πόλεμο, και τ” άρματά του βάζει.
Το κροσσωτό του βροντοσκούταρο περνά στους ώμους γύρω,
το τρομερό, που στεφανώνει το περίγυρα η Φευγάλα.
Ενώ ο Αλέξανδρος Πάλλης σημειώνει:
…και στα τσαπράζα βάζοντας του Συγνεφοσυνάχτη,
φορούσε τ” άρματα να βγει στη δακροδότρα μάχη.
Πρώτα στους ώμους κρέμασε την κροσσωμένη ασπίδα,
φριχτή, που κύκλωθε παντού την τριγυρίζει ο Φόβος,
Γνωστό είναι και το γίδι, με διάφορες μεταφορικές σημασίες: μσν. γίδιν < αρχ. αἰγίδιον (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. της λ. αἴξ `κατσίκα
Στο λεξικό Σουίδα διαβάζουμε σχετικά:
Και στο Λεξικό του Δημητράκου:
Μεταξύ άλλων, καταγράφονται και οι τύποι αιγίοχος, αυτός που κρατάει ασπίδα και αιγιπόδης, ο κατσικοπόδης:
Γνωστός είναι και ο Αιγόκερως:
Η λέξη χρησιμοποιείται από τους δημοσιογράφους, με την ίδια περίπου σημασία: Σύστημα σταθερών ισοτιμιών υπό την αιγίδα του ΔΝΤ;, Χημικός πόλεμος υπό την αιγίδα του ΔΝΤ.
cigarlabelblog.wordpress.com
Πηγή:
eranistis
κι ο Δίας, για να την παρηγορήσει,
ευλόγησε το κέρατο
και το έκανε «κέρας της αφθονίας»
Όπως είναι γνωστό από την αρχαία ελληνική μυθολογία, η Αμάλθεια ήταν η τροφός του Δία στο Ιδαίο Άντρο, όπου τον είχε κρύψει η μητέρα του η Ρέα για να γλυτώσει από τον πατέρα του, Κρόνο, ο οποίος έτρωγε τα παιδιά του. Άλλοτε περιγράφεται ως νύμφη Υάδα και άλλοτε ως κατσίκα, από το κέρας της οποίας τρεφόταν ο Δίας με γάλα και μέλι.
Η λέξη αιγίδα χρησιμοποιείται σήμερα κυρίως στην έκφραση υπό την αιγίδα και σημαίνει με την επίσημη υποστήριξη (ηθική ή υλική), υπό την προστασία, φροντίδα κάποιου· όπως θα δούμε, η αρχαία σημασία ήταν: ασπίδα φτιαγμένη από δέρμα αίγας, κατσίκας, γίδας.
Στην Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας των H.G. Liddell & R. Scott, βρίσκουμε:
αἴξ, αἰγός, ὁ, ἡ, δοτ. πληθ. αἴγεσιν· I. 1. γίδα, κατσίκα, Λατ. caper, capra, σε Όμηρ. 2. αἲξ ἄγριος, αγριοκάτσικο, αίγαγρος, ο Λατ. ibex, στον ίδ. II. αἶγες, παλαιός τύπος που σημαίνει τα μεγάλα, υψηλά κύματα (πιθ. όχι από το ἀΐσσω, γιατί √ΑΙΚ αυτού του ρήματος).
Τις αίγες του βόσκει και ο έφηβος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης:
«Ἡ τελευταία χρονιὰ ποὺ ἤμην ἀκόμη φυσικὸς ἄνθρωπος ἦτον τὸ θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187… Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ᾽ ἔβοσκα τὰς αἶγας τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τὰ ὄρη τὰ παραθαλάσσια, τ᾽ ἀνερχόμενα ἀποτόμως διὰ κρημνώδους ἀκτῆς, ὕπερθεν τοῦ κράτους τοῦ Βορρᾶ καὶ τοῦ πελάγους.»
«Ἦτον ὠχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα καὶ μοῦ ἐφαίνετο νὰ ὁμοιάζη μὲ τὴν μικρὴν στέρφαν αἶγα, τὴν μικρόσωμον καὶ λεπτοφυῆ, μὲ κατάστιλπνον τρίχωμα, τὴν ὁποίαν ἐγὼ εἶχα ὀνομάσει Μοσχούλαν.» (Όνειρο στο κύμα)
Στους Liddell & R. Scott διαβάζουμε ακόμη:
αἰγίς, -ίδος, ἡ (αἴξ)· I. 1. αιγίδα ή ασπίδα του Δία, όπως περιγράφεται στην Ομήρ. Ιλ. Ε. 738 κ. ε. Η αιγίδα σε αγάλματα της Αθηνάς παρουσιάζεται ως κοντό κάλυμμα από κατσικίσιο δέρμα, καλυμμένο με λέπια, με το κεφάλι Γοργόνας και με κρόσσια που σχηματίζονται από φίδια, βλ. Ηρόδ., Δ. 189. 2. παλτό από κατσικίσιο δέρμα, σε Ευρ. II. (αἲξ II), ορμητική θύελλα, φοβερή καταιγίδα, σίφουνας, τυφώνας, σε Αισχύλ.
Στην Ε” ραψωδία της Ιλιάδας βρίσκουμε άλλη μία αναφορά:
ἣ δὲ χιτῶν᾿ ἐνδῦσα Διὸς νεφεληγερέταο
τεύχεσιν ἐς πόλεμον θωρήσσετο δακρυόεντα.
ἀμφὶ δ᾿ ἄρ᾿ ὤμοισιν βάλετ᾿ αἰγίδα θυσσανόεσσαν
δεινήν, ἣν περὶ μὲν πάντῃ Φόβος ἐστεφάνωται, ( Ιλιάδα, Ραψωδία Ε, 735)
Και ως τον χιτώνα ενδύθηκε του αστραποδόρου Δία,
στην μάχῃν την πολύθρηνον να ορμήσει οπλίζετ΄ όλη.
Στους ώμους βάζει την φρικτήν, την κροσωτήν ασπίδα,
πόχει τριγύρω την φυγήν κι η Έρις είναι μέσα
(Μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά)
Ο Νίκος Καζαντζάκης αποδίδει την αἰγίδα θυσσανόεσσαν ως κροσσωτό βροντοσκούταρο:
του Δία μετά φοράει το θώρακα του νεφελοστοιβάχτη
για τον πολύδακρο τον πόλεμο, και τ” άρματά του βάζει.
Το κροσσωτό του βροντοσκούταρο περνά στους ώμους γύρω,
το τρομερό, που στεφανώνει το περίγυρα η Φευγάλα.
Ενώ ο Αλέξανδρος Πάλλης σημειώνει:
…και στα τσαπράζα βάζοντας του Συγνεφοσυνάχτη,
φορούσε τ” άρματα να βγει στη δακροδότρα μάχη.
Πρώτα στους ώμους κρέμασε την κροσσωμένη ασπίδα,
φριχτή, που κύκλωθε παντού την τριγυρίζει ο Φόβος,
Γνωστό είναι και το γίδι, με διάφορες μεταφορικές σημασίες: μσν. γίδιν < αρχ. αἰγίδιον (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. της λ. αἴξ `κατσίκα
Στο λεξικό Σουίδα διαβάζουμε σχετικά:
Και στο Λεξικό του Δημητράκου:
Μεταξύ άλλων, καταγράφονται και οι τύποι αιγίοχος, αυτός που κρατάει ασπίδα και αιγιπόδης, ο κατσικοπόδης:
Γνωστός είναι και ο Αιγόκερως:
Η λέξη χρησιμοποιείται από τους δημοσιογράφους, με την ίδια περίπου σημασία: Σύστημα σταθερών ισοτιμιών υπό την αιγίδα του ΔΝΤ;, Χημικός πόλεμος υπό την αιγίδα του ΔΝΤ.
Το κέρας της αφθονίας
Τέλος, σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη (βλ. Βιβλίο Ιστορίας Γ” Δημοτικού), όταν ο Δίας ήταν ακόμη μικρός, παίζοντας με την Αμάλθεια μια μέρα, χωρίς να το θέλει, της έσπασε το ένα κέρατο. Στενοχωρήθηκε πολύ η Αμάλθεια κι ο Δίας, για να την παρηγορήσει, ευλόγησε το κέρατο και το έκανε «κέρας της αφθονίας». Από μέσα του έβγαινε ό,τι μπορούσε κανείς να επιθυμήσει: λαχανικά και φρούτα, μέλι, λάδι και κρασί, όλοι οι καρποί της γης κι ό,τι άλλο μπορούσε κάποιος να ζητήσει. Με το δέρμα της Αμάλθειας έντυσε την ασπίδα του, που ονομάστηκε αιγίδα, και προστάτευε όποιον την κρατούσε. Όταν πέθανε η Αμάλθεια, ο Δίας την έκανε αστέρι.
Γράφει ο Ερανιστής
Η φωτογραφία είναι από εδώ:cigarlabelblog.wordpress.com
Πηγή:
eranistis