Από τα πιο σημαντικά μνημεία της ελληνικής αρχαιότητας είναι το περίφημο θέατρο στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου, το τελειότερο και διασημότερο μνημείο του είδους, που συνδυάζει την τέλεια ακουστική, την κομψότητα και τις συμμετρικές αναλογίες, χαρακτηριστικά που εξαίρει ήδη από το 2ο αι. μ.Χ. ο περιηγητής Παυσανίας.
Κατασκευάσθηκε στη δυτική πλευρά του Κυνορτίου όρους, στα τέλη της κλασικής εποχής, γύρω στο 340-330 π.Χ., στο πλαίσιο της γενικής ανοικοδόμησης του ιερού, και χρησιμοποιήθηκε τουλάχιστον έως τον 3ο αι. μ.Χ. Σε αυτό τελούνταν οι μουσικοί, ωδικοί και δραματικοί αγώνες των Ασκληπιείων, κάθε τέσσερα χρόνια την άνοιξη, μετά τα Ίσθμια, καθώς και άλλες παραστάσεις δραμάτων, που συμπεριλαμβάνονταν στη λατρεία του Ασκληπιού. Σύμφωνα με τον Παυσανία, το θέατρο είναι έργο του Πολύκλειτου του Νεότερου, του αρχιτέκτονα που είχε κτίσει τη θόλο στο ίδιο ιερό, σχεδόν πενήντα χρόνια νωρίτερα. Ωστόσο, την άποψη αυτή δεν συμμερίζονται σήμερα όλοι οι μελετητές.
Το κοίλο του θεάτρου είναι κτισμένο στην πλαγιά του λόφου με ασβεστόλιθους και στα άκρα του στηρίζεται με πώρινους τοίχους. Η οικοδόμησή του έγινε σε δύο φάσεις. Αρχικά υπήρχε μόνο το κάτω διάζωμα, χωρητικότητας περίπου 8.000 θεατών, ενώ στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. προστέθηκε το ανώτερο τμήμα, το «επιθέατρον» και η χωρητικότητα του θεάτρου αυξήθηκε σε 13.000-14.000 θεατές. Ένα πλακόστρωτο διάζωμα, πλάτους 1,90 μ., χωρίζει το τμήμα του κοίλου, που κτίστηκε αρχικά, από το νεότερο. Το κατώτερο μέρος έχει 34 σειρές εδωλίων, που με 13 ακτινωτές κλίμακες διαιρούνται σε 12 ίσες κερκίδες, ενώ το ανώτερο αποτελείται από 21 σειρές εδωλίων, και με 12 επί πλέον ακτινωτές κλίμακες, κάθε κερκίδα του διαιρείται στα δύο. Η πρώτη και η τελευταία σειρά του αρχικού τμήματος, καθώς και η πρώτη σειρά του νέου έχουν καθίσματα με ερεισίνωτα. Το κοίλο περιβαλλόταν από ένα διάδρομο και έναν πώρινο προστατευτικό τοίχο, με είσοδο στο κέντρο του. Η ορχήστρα έχει σχήμα τέλειου κύκλου με διάμετρο 20 μ. και στο κέντρο της σώζεται η βάση για το βωμό του Διόνυσου, τη θυμέλη. Η εξαίσια αρμονία του θεάτρου οφείλεται στο μοναδικό του σχεδιασμό, βασισμένο σε κανονικό πεντάγωνο, στο οποίο εγγράφεται η ορχήστρα, καθώς και στη χρήση τριών κέντρων για τη χάραξη των καμπύλων σειρών των εδωλίων.
Το σκηνικό οικοδόμημα, που ήλθε στο φως ερειπωμένο, ήταν κτισμένο με πωρόλιθους και περιλάμβανε το προσκήνιο και μία διώροφη σκηνή, πλαισιωμένη με παρασκήνια. Αρχικά είχε δύο κιονοστοιχίες με πεσσούς, μία στην πρόσοψη του προσκηνίου, διακοσμημένη με ιωνικούς ημικίονες, και μία δεύτερη στην πίσω πλευρά της ισόγειας αίθουσας της σκηνής. Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. το οικοδόμημα διαμορφώθηκε ώστε να προσαρμοστεί στις λειτουργικές αλλαγές, που ήθελαν τους ηθοποιούς να παίζουν αποκλειστικά στο λογείο, δηλαδή στην εξέδρα πάνω από το προσκήνιο, και όχι πλέον μπροστά σε αυτό. Η μία πλευρά κλείστηκε, ενώ στην πρόσοψη του ορόφου της σκηνής διανοίχθηκαν πέντε προσβάσεις προς το λογείο. Μεταφέρθηκαν τότε από το προσκήνιο στον όροφο οι κινητοί πίνακες ζωγραφικής, που τοποθετούνταν ανάμεσα σε πεσσούς για τη διαμόρφωση του σκηνικού ανάλογα με το δράμα που παιζόταν.
Το μνημείο, αν και σκεπασμένο από επίχωση, παρέμεινε ορατό στο πέρασμα των αιώνων. Αποκαλύφθηκε πλήρως με τις ανασκαφές του Π. Καββαδία τα έτη 1881-83. Από το 1988, τη συντήρησή του ανέλαβε η Ομάδα Εργασίας Επιδαύρου. Είχαν προηγηθεί αναστηλωτικές εργασίες το 1907 στη δυτική πάροδο και τον παράπλευρο αναλημματικό τοίχο και τα έτη 1954-1963 από την τότε Διεύθυνση Αναστηλώσεως του Υπουργείου Παιδείας, με την αναδιάταξη και στερέωση εδωλίων και την ανακατασκευή αναλημματικών τοίχων. Από το 1954, το θέατρο χρησιμοποιείται κάθε καλοκαίρι για τις εκδηλώσεις των Επιδαυρίων, που περιλαμβάνουν κυρίως παραστάσεις αρχαίου δράματος και αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά γεγονότα στον κόσμο.
Πηγή:
Φανης Αμπατζης
Κατασκευάσθηκε στη δυτική πλευρά του Κυνορτίου όρους, στα τέλη της κλασικής εποχής, γύρω στο 340-330 π.Χ., στο πλαίσιο της γενικής ανοικοδόμησης του ιερού, και χρησιμοποιήθηκε τουλάχιστον έως τον 3ο αι. μ.Χ. Σε αυτό τελούνταν οι μουσικοί, ωδικοί και δραματικοί αγώνες των Ασκληπιείων, κάθε τέσσερα χρόνια την άνοιξη, μετά τα Ίσθμια, καθώς και άλλες παραστάσεις δραμάτων, που συμπεριλαμβάνονταν στη λατρεία του Ασκληπιού. Σύμφωνα με τον Παυσανία, το θέατρο είναι έργο του Πολύκλειτου του Νεότερου, του αρχιτέκτονα που είχε κτίσει τη θόλο στο ίδιο ιερό, σχεδόν πενήντα χρόνια νωρίτερα. Ωστόσο, την άποψη αυτή δεν συμμερίζονται σήμερα όλοι οι μελετητές.
Το κοίλο του θεάτρου είναι κτισμένο στην πλαγιά του λόφου με ασβεστόλιθους και στα άκρα του στηρίζεται με πώρινους τοίχους. Η οικοδόμησή του έγινε σε δύο φάσεις. Αρχικά υπήρχε μόνο το κάτω διάζωμα, χωρητικότητας περίπου 8.000 θεατών, ενώ στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. προστέθηκε το ανώτερο τμήμα, το «επιθέατρον» και η χωρητικότητα του θεάτρου αυξήθηκε σε 13.000-14.000 θεατές. Ένα πλακόστρωτο διάζωμα, πλάτους 1,90 μ., χωρίζει το τμήμα του κοίλου, που κτίστηκε αρχικά, από το νεότερο. Το κατώτερο μέρος έχει 34 σειρές εδωλίων, που με 13 ακτινωτές κλίμακες διαιρούνται σε 12 ίσες κερκίδες, ενώ το ανώτερο αποτελείται από 21 σειρές εδωλίων, και με 12 επί πλέον ακτινωτές κλίμακες, κάθε κερκίδα του διαιρείται στα δύο. Η πρώτη και η τελευταία σειρά του αρχικού τμήματος, καθώς και η πρώτη σειρά του νέου έχουν καθίσματα με ερεισίνωτα. Το κοίλο περιβαλλόταν από ένα διάδρομο και έναν πώρινο προστατευτικό τοίχο, με είσοδο στο κέντρο του. Η ορχήστρα έχει σχήμα τέλειου κύκλου με διάμετρο 20 μ. και στο κέντρο της σώζεται η βάση για το βωμό του Διόνυσου, τη θυμέλη. Η εξαίσια αρμονία του θεάτρου οφείλεται στο μοναδικό του σχεδιασμό, βασισμένο σε κανονικό πεντάγωνο, στο οποίο εγγράφεται η ορχήστρα, καθώς και στη χρήση τριών κέντρων για τη χάραξη των καμπύλων σειρών των εδωλίων.
Το σκηνικό οικοδόμημα, που ήλθε στο φως ερειπωμένο, ήταν κτισμένο με πωρόλιθους και περιλάμβανε το προσκήνιο και μία διώροφη σκηνή, πλαισιωμένη με παρασκήνια. Αρχικά είχε δύο κιονοστοιχίες με πεσσούς, μία στην πρόσοψη του προσκηνίου, διακοσμημένη με ιωνικούς ημικίονες, και μία δεύτερη στην πίσω πλευρά της ισόγειας αίθουσας της σκηνής. Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. το οικοδόμημα διαμορφώθηκε ώστε να προσαρμοστεί στις λειτουργικές αλλαγές, που ήθελαν τους ηθοποιούς να παίζουν αποκλειστικά στο λογείο, δηλαδή στην εξέδρα πάνω από το προσκήνιο, και όχι πλέον μπροστά σε αυτό. Η μία πλευρά κλείστηκε, ενώ στην πρόσοψη του ορόφου της σκηνής διανοίχθηκαν πέντε προσβάσεις προς το λογείο. Μεταφέρθηκαν τότε από το προσκήνιο στον όροφο οι κινητοί πίνακες ζωγραφικής, που τοποθετούνταν ανάμεσα σε πεσσούς για τη διαμόρφωση του σκηνικού ανάλογα με το δράμα που παιζόταν.
Το μνημείο, αν και σκεπασμένο από επίχωση, παρέμεινε ορατό στο πέρασμα των αιώνων. Αποκαλύφθηκε πλήρως με τις ανασκαφές του Π. Καββαδία τα έτη 1881-83. Από το 1988, τη συντήρησή του ανέλαβε η Ομάδα Εργασίας Επιδαύρου. Είχαν προηγηθεί αναστηλωτικές εργασίες το 1907 στη δυτική πάροδο και τον παράπλευρο αναλημματικό τοίχο και τα έτη 1954-1963 από την τότε Διεύθυνση Αναστηλώσεως του Υπουργείου Παιδείας, με την αναδιάταξη και στερέωση εδωλίων και την ανακατασκευή αναλημματικών τοίχων. Από το 1954, το θέατρο χρησιμοποιείται κάθε καλοκαίρι για τις εκδηλώσεις των Επιδαυρίων, που περιλαμβάνουν κυρίως παραστάσεις αρχαίου δράματος και αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά γεγονότα στον κόσμο.
Φανης Αμπατζης