Κατ’ αρχήν να αναφέρουμε πως το όνομα της η πόλη το οφείλει στον τοπικό ήρωα Ελευσίνα. Να τι αναφέρει σχετικά ο Παυσανίας:
«Ο ήρωας Ελευσίνας, που έδωσε το όνομά του στην πόλη, άλλοι λένε πως ήταν γιός του Ερμή και της Δαείρας, κόρης του Ωκεανού και άλλοι ποιητές θεωρούν πατέρα του Ελευσίνα τον Ώγυγο.»[1]
Τα Μυστήρια της Ελευσίνας είναι θεοπαράδοτα εκ της Θεάς Δήμητρας, όπως παραδίδει ο Όμηρος στον ένα εκ των δύο ύμνων του προς την Θεά. Τα παρέδωσε η Θεά στους ανθρώπους όταν αυτή ξεκινώντας από την Κρήτη περιπλανιόταν ψάχνοντας την αρπαγμένη από τον Πλούτωνα κόρη της Περσεφόνη, και έφτασε στην Ελευσίνα – όπως παραδίδει ο Όμηρος:
«ώσπου στου αντρείου Κελεού έφτασε το παλάτι,
Άρχοντας της ευωδιαστής πόλης της Ελευσίνας.»[2]
Να ο μύθος όπως τον παραδίδει περιληπτικά ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος και αναλυτικά ο Όμηρος:
«Ο Πλούτωνας ερωτεύτηκε την Περσεφόνη και με την βοήθεια του Διός την άρπαξε κρυφά. Η Δήμητρα περιπλανιόταν νύχτα και μέρα σε όλη τη γη αναζητώντας την. Όταν έμαθε από τους Ερμιονείς ότι την απήγαγε ο Πλούτωνας, οργισμένη με τους Θεούς εγκατέλειψε τον ουρανό και με την μορφή απλής γυναίκας έφτασε στην Ελευσίνα. Πρώτα κάθισε σε μια πέτρα, που από εκείνη ονομάστηκε Αγέλαστος, δίπλα στο φρέαρ που λέγεται Καλλίχορο. Μετά πήγε στον Κελεό, που ήταν τότε βασιλιάς των Ελευσινίων. Εκεί μέσα στον οίκο του ήταν κάποιες γυναίκες, που της είπαν να καθίσει κοντά τους, και μια από αυτές, η Ιάμβη, με τα πειράγματα της έκανε τη θεά να χαμογελάσει. Για αυτό, λένε, κατά τις θεσμοφορίες οι γυναίκες πειράζονται μεταξύ τους. Ο Κελεός και η γυναίκα του Μετάνειρα είχαν έναν παίδα και αυτό το πήρε η Δήμητρα και το μεγάλωνε. Θέλοντας να κάνει το βρέφος αθάνατο, τις νύχτες το παράχωνε στο πυρ και του αφαιρούσε τις θνητές σάρκες. Καθώς ο Δημηφώντας – γιατί αυτό ήταν το όνομά του παιδός – μεγάλωνε παράδοξα κάθε μέρα, την παραφύλαξε η Μετάνειρα κι όταν την είδε να το κρύβει μέσα στο πύρ, έβαλε τις φωνές. Έτσι το βρέφος καήκε από το πύρ και η θεά φανερώθηκε ποια ήταν. Έφτιαξε στον Τριπτόλεμο, τον μεγαλύτερο για της Μετάνειρας, δίφρο που το έσερναν πτερωτοί δράκοι, και του έδωσε τον πυρό(σιτάρι)[3], με το οποίο έσπειρα όλη την οικουμένη, υψωμένος στον ουρανό. Ο Πανύασις λέει ότι ο Τριπτόλεμος ήταν γιός του Ελευσίνου. Γιατί σε αυτόν, λέει, πήγε η Δήμητρα. Ο Φερεκίδης τον ονομάζει γιό του Ωκεανού και της Γής. Όταν ο Ζεύς διέταξε τον Πλούτωνα να στείλει πίσω την κόρη, ο Πλούτωνας, για να μην μείνει πολύ καιρό κοντά στη μητέρα της, της έδωσε να φάει ένα σπυρί ροδιού. Εκείνη, επειδή δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα συνέβαινε, το έφαγε. Επειδή ο Ασκάλαφος, γιός του Απόλλωνα και της Γοργύρας, την κατηγόρησε (ότι το έφαγε επίτηδες), η Δήμητρα έβαλε πάνω του στον Άδη ένα βαρύ βράχο, και η Περσεφονη αναγκάστηκε να μένει ένα τρίτο κάθε χρόνο με τον Πλούτωνα και τον υπόλοιπο χρόνο παρά των Θεών.»[4]
Βέβαια θα πρέπει να ξέρουμε πως ο Παυσανίας αναφέρει σχετικά με την Ελευσίνα πως:
«οι Ελευσίνιοι έχουν ναό του Τριπτόλεμου και άλλο της Προπυλαίας Αρτέμιδος και του Ποσειδώνα Πατρός. Υπάρχει και φρέαρ που λέγεται Καλλίχορο, όπου για πρώτη φορά χόρεψαν και τραγούδησαν προς τιμήν της Θεάς οι γυναίκες των Ελευσινίων. Λένε ακόμα πως το Ράριο πεδίο ήταν το πρώτο που σπάρθηκε και έδωσε καρπούς και για αυτό παίρνουν από εκεί χοντροαλεσμένο κριθάρι και να φτιάχνουν γλυκά ψωμάκια για τις θυσίες. Εκεί κοντά υπάρχει το αλώνι του Τριπτόλεμου και ο βωμός.»[5]
Ενώ ο σχολιαστής του Ευριπίδη λέγει:
Scholia in Euripidem sch Or.964.8 ` to Scholia in Euripidem sch Or.964.19 ἰστέον ὅτι τῆς κόρης, ἤγουν τῆς Περσεφόνης, ἁρπασθείσης ὑπὸ τοῦ Πλούτωνος ἡ μήτηρ αὐτῆς, ἡ Δηὼ, νῆστις περιήρχετο ζητοῦσα αὐτήν. καὶ δὴ περιερχομένη καὶ ζητοῦσα αὐτὴν ὑπεδέχθη ἐν τοῖς οἴκοις τοῦ Ἱπποθόοντος ὑπὸ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Μετανείρας, ἥτις, Μετάνειρα, παρέθηκεν αὐτῇ τράπεζαν καὶ ἐκέρασεν αὐτῇ οἶνον. ἡ δὲ θεὸς οὐκ ἐδέξατο λέγουσα μὴ θεμιτὸν εἶναι πιεῖν αὐτὴν οἶνον ἐπὶ τῇ θλίψει τῆς θυγατρὸς, ἀλφίτων δὲ κυκεῶνα ἐκέλευσεν αὐτὴν κατασκευάσαι· ὃν δε ξαμένη ἔπιεν. Ἰάμβη δέ τις δούλη τῆς Μετανείρας ἀθυμοῦσαν τὴν θεὰν ὁρῶσα γελοιώδεις λόγους καὶ σκώμματά τινα ἔλεγε πρὸς τὸ γελάσαι τὴν θεόν. ἦσαν δὲ τὰ ῥήματα, ἅπερ αὕτη πρῶτον εἶπεν, ἰαμβικῷ μέτρῳ ῥυθμισθέντα ἐξ ἧς καὶ τὴν προσηγορίαν ἔλαβον ἴαμβοι λέγεσθαι. Ἰάμβη δὲ θυγάτηρ Ἠχοῦς καὶ τοῦ Πανὸς, Θρᾷσσα τὸ γένος.
Όσο αφορά την αναφορά του Απολλοδώρου ότι όταν «ο Δημηφώντας μεγάλωνε παράδοξα κάθε μέρα, παραφύλαξε η Μετάνειρα την Δήμητρα κι όταν την είδε να το κρύβει μέσα στο πύρ, έβαλε τις φωνές και έτσι το βρέφος κάηε από το πύρ και η θεά φανερώθηκε ποια ήταν», ο Όμηρος το περιγράφει με περισσότερες λεπτομέρειες ως εξής:
«Ο ήρωας Ελευσίνας, που έδωσε το όνομά του στην πόλη, άλλοι λένε πως ήταν γιός του Ερμή και της Δαείρας, κόρης του Ωκεανού και άλλοι ποιητές θεωρούν πατέρα του Ελευσίνα τον Ώγυγο.»[1]
Τα Μυστήρια της Ελευσίνας είναι θεοπαράδοτα εκ της Θεάς Δήμητρας, όπως παραδίδει ο Όμηρος στον ένα εκ των δύο ύμνων του προς την Θεά. Τα παρέδωσε η Θεά στους ανθρώπους όταν αυτή ξεκινώντας από την Κρήτη περιπλανιόταν ψάχνοντας την αρπαγμένη από τον Πλούτωνα κόρη της Περσεφόνη, και έφτασε στην Ελευσίνα – όπως παραδίδει ο Όμηρος:
«ώσπου στου αντρείου Κελεού έφτασε το παλάτι,
Άρχοντας της ευωδιαστής πόλης της Ελευσίνας.»[2]
Να ο μύθος όπως τον παραδίδει περιληπτικά ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος και αναλυτικά ο Όμηρος:
«Ο Πλούτωνας ερωτεύτηκε την Περσεφόνη και με την βοήθεια του Διός την άρπαξε κρυφά. Η Δήμητρα περιπλανιόταν νύχτα και μέρα σε όλη τη γη αναζητώντας την. Όταν έμαθε από τους Ερμιονείς ότι την απήγαγε ο Πλούτωνας, οργισμένη με τους Θεούς εγκατέλειψε τον ουρανό και με την μορφή απλής γυναίκας έφτασε στην Ελευσίνα. Πρώτα κάθισε σε μια πέτρα, που από εκείνη ονομάστηκε Αγέλαστος, δίπλα στο φρέαρ που λέγεται Καλλίχορο. Μετά πήγε στον Κελεό, που ήταν τότε βασιλιάς των Ελευσινίων. Εκεί μέσα στον οίκο του ήταν κάποιες γυναίκες, που της είπαν να καθίσει κοντά τους, και μια από αυτές, η Ιάμβη, με τα πειράγματα της έκανε τη θεά να χαμογελάσει. Για αυτό, λένε, κατά τις θεσμοφορίες οι γυναίκες πειράζονται μεταξύ τους. Ο Κελεός και η γυναίκα του Μετάνειρα είχαν έναν παίδα και αυτό το πήρε η Δήμητρα και το μεγάλωνε. Θέλοντας να κάνει το βρέφος αθάνατο, τις νύχτες το παράχωνε στο πυρ και του αφαιρούσε τις θνητές σάρκες. Καθώς ο Δημηφώντας – γιατί αυτό ήταν το όνομά του παιδός – μεγάλωνε παράδοξα κάθε μέρα, την παραφύλαξε η Μετάνειρα κι όταν την είδε να το κρύβει μέσα στο πύρ, έβαλε τις φωνές. Έτσι το βρέφος καήκε από το πύρ και η θεά φανερώθηκε ποια ήταν. Έφτιαξε στον Τριπτόλεμο, τον μεγαλύτερο για της Μετάνειρας, δίφρο που το έσερναν πτερωτοί δράκοι, και του έδωσε τον πυρό(σιτάρι)[3], με το οποίο έσπειρα όλη την οικουμένη, υψωμένος στον ουρανό. Ο Πανύασις λέει ότι ο Τριπτόλεμος ήταν γιός του Ελευσίνου. Γιατί σε αυτόν, λέει, πήγε η Δήμητρα. Ο Φερεκίδης τον ονομάζει γιό του Ωκεανού και της Γής. Όταν ο Ζεύς διέταξε τον Πλούτωνα να στείλει πίσω την κόρη, ο Πλούτωνας, για να μην μείνει πολύ καιρό κοντά στη μητέρα της, της έδωσε να φάει ένα σπυρί ροδιού. Εκείνη, επειδή δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα συνέβαινε, το έφαγε. Επειδή ο Ασκάλαφος, γιός του Απόλλωνα και της Γοργύρας, την κατηγόρησε (ότι το έφαγε επίτηδες), η Δήμητρα έβαλε πάνω του στον Άδη ένα βαρύ βράχο, και η Περσεφονη αναγκάστηκε να μένει ένα τρίτο κάθε χρόνο με τον Πλούτωνα και τον υπόλοιπο χρόνο παρά των Θεών.»[4]
Βέβαια θα πρέπει να ξέρουμε πως ο Παυσανίας αναφέρει σχετικά με την Ελευσίνα πως:
«οι Ελευσίνιοι έχουν ναό του Τριπτόλεμου και άλλο της Προπυλαίας Αρτέμιδος και του Ποσειδώνα Πατρός. Υπάρχει και φρέαρ που λέγεται Καλλίχορο, όπου για πρώτη φορά χόρεψαν και τραγούδησαν προς τιμήν της Θεάς οι γυναίκες των Ελευσινίων. Λένε ακόμα πως το Ράριο πεδίο ήταν το πρώτο που σπάρθηκε και έδωσε καρπούς και για αυτό παίρνουν από εκεί χοντροαλεσμένο κριθάρι και να φτιάχνουν γλυκά ψωμάκια για τις θυσίες. Εκεί κοντά υπάρχει το αλώνι του Τριπτόλεμου και ο βωμός.»[5]
Ενώ ο σχολιαστής του Ευριπίδη λέγει:
Scholia in Euripidem sch Or.964.8 ` to Scholia in Euripidem sch Or.964.19 ἰστέον ὅτι τῆς κόρης, ἤγουν τῆς Περσεφόνης, ἁρπασθείσης ὑπὸ τοῦ Πλούτωνος ἡ μήτηρ αὐτῆς, ἡ Δηὼ, νῆστις περιήρχετο ζητοῦσα αὐτήν. καὶ δὴ περιερχομένη καὶ ζητοῦσα αὐτὴν ὑπεδέχθη ἐν τοῖς οἴκοις τοῦ Ἱπποθόοντος ὑπὸ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Μετανείρας, ἥτις, Μετάνειρα, παρέθηκεν αὐτῇ τράπεζαν καὶ ἐκέρασεν αὐτῇ οἶνον. ἡ δὲ θεὸς οὐκ ἐδέξατο λέγουσα μὴ θεμιτὸν εἶναι πιεῖν αὐτὴν οἶνον ἐπὶ τῇ θλίψει τῆς θυγατρὸς, ἀλφίτων δὲ κυκεῶνα ἐκέλευσεν αὐτὴν κατασκευάσαι· ὃν δε ξαμένη ἔπιεν. Ἰάμβη δέ τις δούλη τῆς Μετανείρας ἀθυμοῦσαν τὴν θεὰν ὁρῶσα γελοιώδεις λόγους καὶ σκώμματά τινα ἔλεγε πρὸς τὸ γελάσαι τὴν θεόν. ἦσαν δὲ τὰ ῥήματα, ἅπερ αὕτη πρῶτον εἶπεν, ἰαμβικῷ μέτρῳ ῥυθμισθέντα ἐξ ἧς καὶ τὴν προσηγορίαν ἔλαβον ἴαμβοι λέγεσθαι. Ἰάμβη δὲ θυγάτηρ Ἠχοῦς καὶ τοῦ Πανὸς, Θρᾷσσα τὸ γένος.
Όσο αφορά την αναφορά του Απολλοδώρου ότι όταν «ο Δημηφώντας μεγάλωνε παράδοξα κάθε μέρα, παραφύλαξε η Μετάνειρα την Δήμητρα κι όταν την είδε να το κρύβει μέσα στο πύρ, έβαλε τις φωνές και έτσι το βρέφος κάηε από το πύρ και η θεά φανερώθηκε ποια ήταν», ο Όμηρος το περιγράφει με περισσότερες λεπτομέρειες ως εξής:
«Έτσι σαν είπε τό ‘βαλε με τ’ αθάνατά της τα χέρια
στον κόρφο τον ευωδιαστό κι εχάρη η ψυχή της μάνας.
Στα μέγαρα έτρεφε λοιπόν του ανδρείου Κελεού το γυιόκα
το λαμπρό Δημοφώντα, που η καλλίζωνη Μετάνειρα εγέννα.
Μεγάλωνε όμοιος με θεό δίχως να τρώει στάρι
ούτε και που εβύζαξε το μητρικό το γάλα
μα η Δήμητρα τον άλειβε σα γυιό θεού μ’ αμβροσία.
Γλυκά πάνω του φύσαγε βαστώντας τον στον κόρφο
τη νύχτα όμως σαν δαυλό στο πυρ έκρυβε μέσα
κρυφά απ τους προσφιλείς γονιούς που τό ‘χαν μέγα θαύμα
πώς έθαλλε και φούντωνε τέλειος θεός να μοιάζει.
Αγέραστο θα τον έκαμνε κι αθάνατο εκείνη
αν δεν την παραμόνευε απ τον θάλαμο τον ευώδη
μια νύχτα η καλλίζωνη Μετάνειρα μ’ αφροσύνη.
Βάζει φωνή και χτύπαγε τα δύο τα μεριά της
για το παιδί φοβούμενη, στο νου πολύ εσκοτίσθη,
ολοφυρόταν κι έλεγε κουβέντες που πετούσαν:
«Παιδί μου η ξένη, Δημοφών, σε μέγα πυρ σε κρύβει
κι εμέ σε πόνο ελεεινό και θρήνο με βυθίζει.»
Έτσι οδυρόταν λέγοντας κι άκουε των θεών η αρίστη
η καλλιστέφανη Δήμητρα. Μαζί της εχολώθη,
τ’ ανέλπιστο λατρευτό παιδί πού γέννησε αυτή στο παλάτι
μ’ αθάνατα χέρια απ το πυρ τραβά και χάμω τ’ απιθώνει.
Πολύ οργισμένη, στην καλλίζωνη Μετάνειρα τότε απαντάει:
Απειροι ανθρώποι και χαζοί,
που την καλή σαν έρθει ή κακή μοίρα δεν την νογάτε
και συ απ την αφροσύν[6]η σου τόσο πολύ εσκοτίσθης.
Μάρτυράς μου ο όρκος των θεών, τ αμείλικτο ύδωρ της
Στύγας αθάνατο κι αγέραστο για όλες του τις μέρες
θα ΄κανα γω το αγαπητό παιδί σου τιμώντας αιώνια.
Μα τώρα πια δε γίνεται θάνατο ή δεινά να γλυτώσει.
Άφθορη όμως για πάντα τιμή ότι στο γόνα μου ανέβη
θε να του μείνει και σ’ αγκαλιά δική μου ότι εκοιμήθη.
Και στη δική του επέτειο σαν θα κυλούν τα χρόνια
των ελευσίνιων τα παιδιά πόλεμο και σκληρή αμάχη
ανάμεσό τους θα προκαλούν στον άπαντα τον αιώνα.
Η Δήμητρα είμαι του λόγου μου η πολυτιμημένη
που φέρνω στους αθάνατους και στους θνητούς ανθρώπους
το πιο μεγάλο όφελος, χαρά την πιο μεγάλη.»
Να αναφέρουμε βεβαίως πως στο φρέαρ Καλλίχορον την Δήμητρα την συνάντησαν οι 4 θυγατέρες του βασιλέα της Ελευσίνας Κελεού: η Καλλιδίκη, η Κλεισιδίκη, η Δημώ και η Καλλιθόη (στ.105-110):
«Του Ελευσίνιου Κελεού θυγατέρες την είδαν τότε,
όταν πήγαιναι από εκεί ύδωρ να κουβαλήσουν
δροσερό με αγγεία χάλκινα στον οίκο του πατέρα τους.
Ήταν τέσσερος σαν θεές μες στο άνθος της νιότης,
Καλλιδίκη, Κλεισιδίκη, Δημώ και Καλλιθόη,
η μεγαλύτερη από όλες τους.»[7]
Όταν μάλιστα η ανύπαντρη και πιο άριστη στο είδος Καλλιδίκη θέλει να πληροφορήσει την με μορφή θεοείκελης γυναίκας Θεά Δήμητρα για το μέρος που αυτή βρίσκεται της λέγει (στ. 149 – 156):
«Θα σου πω ξεκάθαρα και θα σου αναφέρω
τους άνδρες που μέγα κράτος και τιμή έχουν
και του λαού τους άρχοντες, που τα τείχη της πόλης
προστατεύουν με σκέψεις τους και με ευθυκρισία.
Του συνετού Τριπτόλεμου, Διόκλου,
Πολύξεινου, και Εύμολπου αψεγάδιαστου,
του Δόλιχου και του ανδρείου, του δικου μας πατέρα (Κελεού),
οι γυναίκες όλων αυτών τους οίκους τους φροντίζουν.»[8]
Να όμως και οι Ομηρικοί στίχοι (στ. 268 – 274) που αποδεικνύουν τα λεγόμενά μας περί του θεοπαράδοτου των Μυστηρίων της Ελευσίνας:
«Η τιμημένη Δήμητρα είμαι. Πλούτο μεγάλο
και χαρά σε αθανάτους και σε θνητούς προσφέρω.
Εμπρός για χάρη μου ναό και βωμό αποκάτω
ας χτίσει όλος ο λαός στην πόλη και στο τείχος
κάτω από το Καλλίχορο σε κάποιο λόφο.
Θα σας δείξω όργια(=μυστήρια). Αν καλά αυτές γίνουν,
πολύ θα εξιλεώσετε και το δικό μου νου.»[9]
Μάλιστα ο ναός της Θεάς δημιουργήθηκε με θεία βοήθεια δαίμονος. Να οι επίμαχοι στίχοι (296 – 300):
«Κάλεσε (ο Κελεός) σε συνέλευση αυτός τον λαό
και στην ομορφοστέφανη πλούσιο ναό να δημιουργήσουν
πρόσταξε και ένα βωμό σε ψηλό λόγο επάνω.
Εκείνοι ευθύς υπάκουσαν, σαν άκουσαν τον λόγο,
κι έκαναν ότι πρόσταξε με δαίμονος βοήθεια.»[10]
Ενώ τις τελετές, που η ίδια η Θεά καθόρισε να είναι άρρητες στους ατέλεστους, τις έδειξε στους θεμιστοπόλους βασιλείς της Ελευσίνας – να οι επίμαχοι στίχοι (473 – 482):
στον κόρφο τον ευωδιαστό κι εχάρη η ψυχή της μάνας.
Στα μέγαρα έτρεφε λοιπόν του ανδρείου Κελεού το γυιόκα
το λαμπρό Δημοφώντα, που η καλλίζωνη Μετάνειρα εγέννα.
Μεγάλωνε όμοιος με θεό δίχως να τρώει στάρι
ούτε και που εβύζαξε το μητρικό το γάλα
μα η Δήμητρα τον άλειβε σα γυιό θεού μ’ αμβροσία.
Γλυκά πάνω του φύσαγε βαστώντας τον στον κόρφο
τη νύχτα όμως σαν δαυλό στο πυρ έκρυβε μέσα
κρυφά απ τους προσφιλείς γονιούς που τό ‘χαν μέγα θαύμα
πώς έθαλλε και φούντωνε τέλειος θεός να μοιάζει.
Αγέραστο θα τον έκαμνε κι αθάνατο εκείνη
αν δεν την παραμόνευε απ τον θάλαμο τον ευώδη
μια νύχτα η καλλίζωνη Μετάνειρα μ’ αφροσύνη.
Βάζει φωνή και χτύπαγε τα δύο τα μεριά της
για το παιδί φοβούμενη, στο νου πολύ εσκοτίσθη,
ολοφυρόταν κι έλεγε κουβέντες που πετούσαν:
«Παιδί μου η ξένη, Δημοφών, σε μέγα πυρ σε κρύβει
κι εμέ σε πόνο ελεεινό και θρήνο με βυθίζει.»
Έτσι οδυρόταν λέγοντας κι άκουε των θεών η αρίστη
η καλλιστέφανη Δήμητρα. Μαζί της εχολώθη,
τ’ ανέλπιστο λατρευτό παιδί πού γέννησε αυτή στο παλάτι
μ’ αθάνατα χέρια απ το πυρ τραβά και χάμω τ’ απιθώνει.
Πολύ οργισμένη, στην καλλίζωνη Μετάνειρα τότε απαντάει:
Απειροι ανθρώποι και χαζοί,
που την καλή σαν έρθει ή κακή μοίρα δεν την νογάτε
και συ απ την αφροσύν[6]η σου τόσο πολύ εσκοτίσθης.
Μάρτυράς μου ο όρκος των θεών, τ αμείλικτο ύδωρ της
Στύγας αθάνατο κι αγέραστο για όλες του τις μέρες
θα ΄κανα γω το αγαπητό παιδί σου τιμώντας αιώνια.
Μα τώρα πια δε γίνεται θάνατο ή δεινά να γλυτώσει.
Άφθορη όμως για πάντα τιμή ότι στο γόνα μου ανέβη
θε να του μείνει και σ’ αγκαλιά δική μου ότι εκοιμήθη.
Και στη δική του επέτειο σαν θα κυλούν τα χρόνια
των ελευσίνιων τα παιδιά πόλεμο και σκληρή αμάχη
ανάμεσό τους θα προκαλούν στον άπαντα τον αιώνα.
Η Δήμητρα είμαι του λόγου μου η πολυτιμημένη
που φέρνω στους αθάνατους και στους θνητούς ανθρώπους
το πιο μεγάλο όφελος, χαρά την πιο μεγάλη.»
Να αναφέρουμε βεβαίως πως στο φρέαρ Καλλίχορον την Δήμητρα την συνάντησαν οι 4 θυγατέρες του βασιλέα της Ελευσίνας Κελεού: η Καλλιδίκη, η Κλεισιδίκη, η Δημώ και η Καλλιθόη (στ.105-110):
«Του Ελευσίνιου Κελεού θυγατέρες την είδαν τότε,
όταν πήγαιναι από εκεί ύδωρ να κουβαλήσουν
δροσερό με αγγεία χάλκινα στον οίκο του πατέρα τους.
Ήταν τέσσερος σαν θεές μες στο άνθος της νιότης,
Καλλιδίκη, Κλεισιδίκη, Δημώ και Καλλιθόη,
η μεγαλύτερη από όλες τους.»[7]
Όταν μάλιστα η ανύπαντρη και πιο άριστη στο είδος Καλλιδίκη θέλει να πληροφορήσει την με μορφή θεοείκελης γυναίκας Θεά Δήμητρα για το μέρος που αυτή βρίσκεται της λέγει (στ. 149 – 156):
«Θα σου πω ξεκάθαρα και θα σου αναφέρω
τους άνδρες που μέγα κράτος και τιμή έχουν
και του λαού τους άρχοντες, που τα τείχη της πόλης
προστατεύουν με σκέψεις τους και με ευθυκρισία.
Του συνετού Τριπτόλεμου, Διόκλου,
Πολύξεινου, και Εύμολπου αψεγάδιαστου,
του Δόλιχου και του ανδρείου, του δικου μας πατέρα (Κελεού),
οι γυναίκες όλων αυτών τους οίκους τους φροντίζουν.»[8]
Να όμως και οι Ομηρικοί στίχοι (στ. 268 – 274) που αποδεικνύουν τα λεγόμενά μας περί του θεοπαράδοτου των Μυστηρίων της Ελευσίνας:
«Η τιμημένη Δήμητρα είμαι. Πλούτο μεγάλο
και χαρά σε αθανάτους και σε θνητούς προσφέρω.
Εμπρός για χάρη μου ναό και βωμό αποκάτω
ας χτίσει όλος ο λαός στην πόλη και στο τείχος
κάτω από το Καλλίχορο σε κάποιο λόφο.
Θα σας δείξω όργια(=μυστήρια). Αν καλά αυτές γίνουν,
πολύ θα εξιλεώσετε και το δικό μου νου.»[9]
Μάλιστα ο ναός της Θεάς δημιουργήθηκε με θεία βοήθεια δαίμονος. Να οι επίμαχοι στίχοι (296 – 300):
«Κάλεσε (ο Κελεός) σε συνέλευση αυτός τον λαό
και στην ομορφοστέφανη πλούσιο ναό να δημιουργήσουν
πρόσταξε και ένα βωμό σε ψηλό λόγο επάνω.
Εκείνοι ευθύς υπάκουσαν, σαν άκουσαν τον λόγο,
κι έκαναν ότι πρόσταξε με δαίμονος βοήθεια.»[10]
Ενώ τις τελετές, που η ίδια η Θεά καθόρισε να είναι άρρητες στους ατέλεστους, τις έδειξε στους θεμιστοπόλους βασιλείς της Ελευσίνας – να οι επίμαχοι στίχοι (473 – 482):
«θεμιστοπόλους βασιλείς πήγε να συναντήσει (η Δήμητρα),
έδειξε στον Τριπτόλεμο και στον ιππέα τον Διοκλή,
και στον πανίσχυρο Εύμολπο και στον ηγέτη λαών Κελεό,
την θεραπεία των ιερών, κι αποκάλυψε σ’ όλους αυτούς τα όργια
στον Τριπτόλεμο και στον Πολύξενο καθώς και στον Διοκλή
τα σεμνά, που δεν επιτρέπεται ούτε να τα παραμελήσεις ούτε να τα ερευνήσεις
ούτε να τα κοινολογήσεις[11]. Γιατί μέγα σέβας στους θεούς δένει τη γλώσσα.
Όλβιος όποιος από τους επιχθόνιους ανθρώπους τα χει δει,
ο ατελής όμως στα ιερά και ο αμέτοχος δεν έχει όμοια
μοίρα νεκρός στο μουχλιασμένο σκότος.»[12]
Όπως βλέπουμε τους βασιλείς της Ελευσίνας ο Όμηρους τους αναφέρει ως «θεμιστοπόλους».
Όμως:
Scholia in Iliadem 9.63b1.1 ` to Scholia in Iliadem 9.63b1.3 <ἀθέμιστος> = θηριώδης, ἄνομος, ὅπου καὶ Κύκλωπες θεμιστεύουσι «παίδων ἠδ᾽ ἀλόχων» (ι 115), οἱονεὶ τὸ περὶ τὴν συγγένειαν φυλάσσουσι δίκαιον.
Άρα, οι βασιλείς της Ελευσίνας ως θεμιστοπόλοι «τὸ περὶ τὴν συγγένειαν φυλάσσουσι δίκαιον».
Εν συνεχεία θα αναφέρουμε πως όταν ο Παυσανίας αναφέρεται στην Ελευσίνα λέγει εκτός των άλλων πως:
«Όνειρο μου απαγόρεψε να περιγράψω όσα υπάρχουν μέσα από το τείχος του Ιερού. Και είναι φανερό ότι οι ατέλεστοι δεν πρέπει να πληροφορούνται για όσα απαγορεύεται να δούν.»[13]
Ο Εύμολπος ήταν γιός του Ποσειδώνα και της Χιόνης. Ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος λέγει σχετικά πως:
«Η Χίονη έσμιξε με τον Ποσειδώνα, γέννησε, κρυφά από τον πατέρα της, τον Εύμολπο, και για να μην αποκαλυφθεί, έριξε το παιδί στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας όμως το πήρε και το έφερε στην Αιθιοπία, όπου το έδωσε να το μεγαλώσει η Βενθεσικύμη, που ήταν κόρη δική του και της Αμφιτρίτης. Όταν ο Εύμολπος μεγάλωσε, ο άντρας της Βενθεσικύμης του έδωσε για γυναίκα του μία από τις θυγατέρες του. Εκείνος όμως επιχείρησε να βιάσει και την αδερφή της γυναίκας του και για αυτό, διωγμένος μαζί με τον Ίσμαρο, πήγε στον Τεγύριο, βασιλιά των Θρακών, ο οποίος πάντρεψε τον γιο εκείνου με την κόρη του. Αργότερα όμως συνελήφθη συνωμοτεί εναντίον του Τεγύριου, για αυτό κατέφυγε στους Ελευσινίους και έκανε φιλία μαζί τους. Όταν πάλι τον κάλεσε ο Τέγυριος, μετά τον θάνατο του Ίσμαρου, πήγε και, αφού διέλυσε την προηγούμενη έχθρα τους, παρέλαβε τη βασιλεία. Όταν ξέσπασε πόλεμος των Αθηναίων με τους Ελευσινίους, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση των Ελευσινίων και πολέμησε μαζί τους με πολύ στρατό από Θράκες. Όταν ο Ερεχθέας ζήτησε χρησμό για το πώς θα νικήσουν οι Αθηναίοι, ο θεός απάντησε ότι θα κερδίσουν τον πόλεμο, αν σφάξει μια από τις κόρες του. Όταν αυτός έσφαξε τη μικρότερη, αυτοκτόνησαν και οι υπόλοιπες γιατί είχαν κάνει μεταξύ τους, όπως λένε κάποιοι, κρυφή συμφωνία να πεθάνουν όλες μαζί. Στην μάχη που ακολούθησε τη σφαγή ο Ερεχθέας σκότωσε τον Εύμολπο και, όταν ο Ποσειδώνας κατέστρεψε και τον Ερεχθέα και την οικία του, έγινε βασιλιάς ο Κέκροπας Β’, ο νεότερος, ο μεγαλύτερος γιός του Ερεχθέα, ο οποίος παντρεύτηκε την Μητιάδουσα, την κόρη του Ευπάλαμου, και απέκτησε ένα γιο, τον Πανδίονα τον νεότερο (τον Πανδίονα τον Β’).»[14]
Ο δε Παυσανίας αναφέρει πως:
«ο Εύμολπος ήρθε από την Θράκη και ήταν γιός του Ποσειδώνα και της Χιόνης. Η Χιόνη λένε ότι ήταν κόρη του Βορέα και της Ωρειθυίας. Ο Όμηρος δεν αναφέρει τίποτα για την καταγωγή του, αλλά στα ποιήματά του χαρακτηρίζει τον Εύμολπο ανδρείο.»[15]
Τονίζει δε πως:
«Στην μάχη Ελευσίνιων και Αθηναίων σκοτώθηκε ο Ερεχθέας, ο βασιλέας της Αθήνας, και ο Ιμμάραδος, γιός του Εύμολπου.[16] Ο πόλεμος έληξε και ορίστηκε συμφωνία οι Ελευσίνιοι να είναι στο εξής υπήκοοι της Αθήνας, αλλά να τελούν αυτοί την τελετή. Ο ίδιος ο Εύμολπος και οι κόρες του Κελεού ήταν υπεύθυνοι για την τελετή προς τις δυο Θεές, που ο Πάμφως και ο Όμηρος τις αποκαλούν το ίδιο Διογένεια, Παμμερόπη και Σαισάρα. Πεθαίνοντας ο Εύμολπος, άφησε τον νεότερο γιό του, τον Κήρυκα, για τον οποίο οι Κήρυκες οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι είναι γιός του Ερμή και της Αγλαύρου, θυγατέρας του Κέκροπα, αλλά όχι του Εύμολπου.»[17]
Ο Εύμολπος ήταν αυτός που μύησε και τον Ηρακλή, ώστε να μπορέσει ο τελευταίος να κατέβει στον Άδη. Γράφει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος:
«Όταν ήταν λοιπόν να φύγει για εκεί, πήγε στον Εύμολπο, στην Ελευσίνα, θέλοντας να μυηθεί [διότι δεν επιτρεπόταν τότε να μυούνται ξένοι και μυήθηκε αφού έγινε θετός γιός του Πυλίου[18]. Καθώς δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τα μυστήρια, επειδή δεν είχε εξαγνιστεί από τον φόνο των Κενταύρων, εξαγνίστηκε τότε από τον Εύμολπο και μυήθηκε.»[19]
Ο δε Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει πως: στην τελετή για τον Ηρακλή προΐστατο ο Μουσαίος ο υιός του Ορφέα.[20]
Συμπληρώνει επίσης πως: η Δήμητρα προς τιμήν του Ηρακλέους χώρισε τα μυστήρια στα δύο και εγκαθίδρυσε τα μικρά Ελευσίνια προς εξαγνισμό του από τον φόνο των Κενταύρων.[21]
Ο Ερχομός της Δήμητρας στην Αττική γη έγινε την εποχή που βασιλιάς στην Αθήνα ήταν ο Πανδίων, ο γιός του Εριχθόνιου! Αλλά ας δούμε ολόκληρη της ιστορία:
Κατ’ αρχήν να τονίσουμε ότι πριν τον ερχομό της Δήμητρας στην Αττική γη είχε ήδη προηγηθεί η γένεση του Έλληνα που έλαβε χώρα σύμφωνα με τον Απολλόδωρο τον Αθηναίο, μετά την εκ του Διός και δια του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα καταστροφή του χάλκινου γένους, την εποχή που βασιλιάς στην Αττική ήταν ο Κραναός ο πεθερός του Αμφικτύωνα, και ταυτόχρονα με την ακολουθούμενη εκ του Διός δημιουργία του ιερού γένους των Ηρώων το οποίο διήρκεσε 7 ή 8 γενιές μέχρι τα Τρωικά, άλλωστε όπως λέγει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, 1.50.1] ο Έλλην «ἀφ᾽ αὑτοῦ τοὺς καλουμένους Γραικοὺς προσηγόρευσεν Ἕλληνας».
Επί παραδείγματι:
ο Εύμηλος, ο οποίος εκστράτευσε εναντίον της Τροίας, ήταν γιός του Άδμητου, και αυτός του Φέρη, και αυτός του Κρηθέα, και αυτός του Αίολου, και αυτός του Έλληνα, και αυτός του Δευκαλίωνα.
ο Γλαύκος, ο οποίος εκστράτευσε εναντίον της Τροίας, ήταν γιός του Ιππόλοχου, του γιού του Βελλερεφόντη, του γιού του Γλαύκου, του γιού του Σίσυφου, του γιού του Αίολου, του γιού του Έλληνα, του γιού του Δευκαλίωνα.
Σε όλα αυτά συνηγορούν τα όσα αναφέρει ο Πλάτωνας στον «Κριτία, 109.b.1 – 110.b.2» – εκεί λέγεται ότι:
έδειξε στον Τριπτόλεμο και στον ιππέα τον Διοκλή,
και στον πανίσχυρο Εύμολπο και στον ηγέτη λαών Κελεό,
την θεραπεία των ιερών, κι αποκάλυψε σ’ όλους αυτούς τα όργια
στον Τριπτόλεμο και στον Πολύξενο καθώς και στον Διοκλή
τα σεμνά, που δεν επιτρέπεται ούτε να τα παραμελήσεις ούτε να τα ερευνήσεις
ούτε να τα κοινολογήσεις[11]. Γιατί μέγα σέβας στους θεούς δένει τη γλώσσα.
Όλβιος όποιος από τους επιχθόνιους ανθρώπους τα χει δει,
ο ατελής όμως στα ιερά και ο αμέτοχος δεν έχει όμοια
μοίρα νεκρός στο μουχλιασμένο σκότος.»[12]
Όπως βλέπουμε τους βασιλείς της Ελευσίνας ο Όμηρους τους αναφέρει ως «θεμιστοπόλους».
Όμως:
Scholia in Iliadem 9.63b1.1 ` to Scholia in Iliadem 9.63b1.3 <ἀθέμιστος> = θηριώδης, ἄνομος, ὅπου καὶ Κύκλωπες θεμιστεύουσι «παίδων ἠδ᾽ ἀλόχων» (ι 115), οἱονεὶ τὸ περὶ τὴν συγγένειαν φυλάσσουσι δίκαιον.
Άρα, οι βασιλείς της Ελευσίνας ως θεμιστοπόλοι «τὸ περὶ τὴν συγγένειαν φυλάσσουσι δίκαιον».
Εν συνεχεία θα αναφέρουμε πως όταν ο Παυσανίας αναφέρεται στην Ελευσίνα λέγει εκτός των άλλων πως:
«Όνειρο μου απαγόρεψε να περιγράψω όσα υπάρχουν μέσα από το τείχος του Ιερού. Και είναι φανερό ότι οι ατέλεστοι δεν πρέπει να πληροφορούνται για όσα απαγορεύεται να δούν.»[13]
Ο Εύμολπος ήταν γιός του Ποσειδώνα και της Χιόνης. Ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος λέγει σχετικά πως:
«Η Χίονη έσμιξε με τον Ποσειδώνα, γέννησε, κρυφά από τον πατέρα της, τον Εύμολπο, και για να μην αποκαλυφθεί, έριξε το παιδί στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας όμως το πήρε και το έφερε στην Αιθιοπία, όπου το έδωσε να το μεγαλώσει η Βενθεσικύμη, που ήταν κόρη δική του και της Αμφιτρίτης. Όταν ο Εύμολπος μεγάλωσε, ο άντρας της Βενθεσικύμης του έδωσε για γυναίκα του μία από τις θυγατέρες του. Εκείνος όμως επιχείρησε να βιάσει και την αδερφή της γυναίκας του και για αυτό, διωγμένος μαζί με τον Ίσμαρο, πήγε στον Τεγύριο, βασιλιά των Θρακών, ο οποίος πάντρεψε τον γιο εκείνου με την κόρη του. Αργότερα όμως συνελήφθη συνωμοτεί εναντίον του Τεγύριου, για αυτό κατέφυγε στους Ελευσινίους και έκανε φιλία μαζί τους. Όταν πάλι τον κάλεσε ο Τέγυριος, μετά τον θάνατο του Ίσμαρου, πήγε και, αφού διέλυσε την προηγούμενη έχθρα τους, παρέλαβε τη βασιλεία. Όταν ξέσπασε πόλεμος των Αθηναίων με τους Ελευσινίους, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση των Ελευσινίων και πολέμησε μαζί τους με πολύ στρατό από Θράκες. Όταν ο Ερεχθέας ζήτησε χρησμό για το πώς θα νικήσουν οι Αθηναίοι, ο θεός απάντησε ότι θα κερδίσουν τον πόλεμο, αν σφάξει μια από τις κόρες του. Όταν αυτός έσφαξε τη μικρότερη, αυτοκτόνησαν και οι υπόλοιπες γιατί είχαν κάνει μεταξύ τους, όπως λένε κάποιοι, κρυφή συμφωνία να πεθάνουν όλες μαζί. Στην μάχη που ακολούθησε τη σφαγή ο Ερεχθέας σκότωσε τον Εύμολπο και, όταν ο Ποσειδώνας κατέστρεψε και τον Ερεχθέα και την οικία του, έγινε βασιλιάς ο Κέκροπας Β’, ο νεότερος, ο μεγαλύτερος γιός του Ερεχθέα, ο οποίος παντρεύτηκε την Μητιάδουσα, την κόρη του Ευπάλαμου, και απέκτησε ένα γιο, τον Πανδίονα τον νεότερο (τον Πανδίονα τον Β’).»[14]
Ο δε Παυσανίας αναφέρει πως:
«ο Εύμολπος ήρθε από την Θράκη και ήταν γιός του Ποσειδώνα και της Χιόνης. Η Χιόνη λένε ότι ήταν κόρη του Βορέα και της Ωρειθυίας. Ο Όμηρος δεν αναφέρει τίποτα για την καταγωγή του, αλλά στα ποιήματά του χαρακτηρίζει τον Εύμολπο ανδρείο.»[15]
Τονίζει δε πως:
«Στην μάχη Ελευσίνιων και Αθηναίων σκοτώθηκε ο Ερεχθέας, ο βασιλέας της Αθήνας, και ο Ιμμάραδος, γιός του Εύμολπου.[16] Ο πόλεμος έληξε και ορίστηκε συμφωνία οι Ελευσίνιοι να είναι στο εξής υπήκοοι της Αθήνας, αλλά να τελούν αυτοί την τελετή. Ο ίδιος ο Εύμολπος και οι κόρες του Κελεού ήταν υπεύθυνοι για την τελετή προς τις δυο Θεές, που ο Πάμφως και ο Όμηρος τις αποκαλούν το ίδιο Διογένεια, Παμμερόπη και Σαισάρα. Πεθαίνοντας ο Εύμολπος, άφησε τον νεότερο γιό του, τον Κήρυκα, για τον οποίο οι Κήρυκες οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι είναι γιός του Ερμή και της Αγλαύρου, θυγατέρας του Κέκροπα, αλλά όχι του Εύμολπου.»[17]
Ο Εύμολπος ήταν αυτός που μύησε και τον Ηρακλή, ώστε να μπορέσει ο τελευταίος να κατέβει στον Άδη. Γράφει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος:
«Όταν ήταν λοιπόν να φύγει για εκεί, πήγε στον Εύμολπο, στην Ελευσίνα, θέλοντας να μυηθεί [διότι δεν επιτρεπόταν τότε να μυούνται ξένοι και μυήθηκε αφού έγινε θετός γιός του Πυλίου[18]. Καθώς δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τα μυστήρια, επειδή δεν είχε εξαγνιστεί από τον φόνο των Κενταύρων, εξαγνίστηκε τότε από τον Εύμολπο και μυήθηκε.»[19]
Ο δε Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει πως: στην τελετή για τον Ηρακλή προΐστατο ο Μουσαίος ο υιός του Ορφέα.[20]
Συμπληρώνει επίσης πως: η Δήμητρα προς τιμήν του Ηρακλέους χώρισε τα μυστήρια στα δύο και εγκαθίδρυσε τα μικρά Ελευσίνια προς εξαγνισμό του από τον φόνο των Κενταύρων.[21]
Ο Ερχομός της Δήμητρας στην Αττική γη έγινε την εποχή που βασιλιάς στην Αθήνα ήταν ο Πανδίων, ο γιός του Εριχθόνιου! Αλλά ας δούμε ολόκληρη της ιστορία:
Κατ’ αρχήν να τονίσουμε ότι πριν τον ερχομό της Δήμητρας στην Αττική γη είχε ήδη προηγηθεί η γένεση του Έλληνα που έλαβε χώρα σύμφωνα με τον Απολλόδωρο τον Αθηναίο, μετά την εκ του Διός και δια του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα καταστροφή του χάλκινου γένους, την εποχή που βασιλιάς στην Αττική ήταν ο Κραναός ο πεθερός του Αμφικτύωνα, και ταυτόχρονα με την ακολουθούμενη εκ του Διός δημιουργία του ιερού γένους των Ηρώων το οποίο διήρκεσε 7 ή 8 γενιές μέχρι τα Τρωικά, άλλωστε όπως λέγει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, 1.50.1] ο Έλλην «ἀφ᾽ αὑτοῦ τοὺς καλουμένους Γραικοὺς προσηγόρευσεν Ἕλληνας».
Επί παραδείγματι:
ο Εύμηλος, ο οποίος εκστράτευσε εναντίον της Τροίας, ήταν γιός του Άδμητου, και αυτός του Φέρη, και αυτός του Κρηθέα, και αυτός του Αίολου, και αυτός του Έλληνα, και αυτός του Δευκαλίωνα.
ο Γλαύκος, ο οποίος εκστράτευσε εναντίον της Τροίας, ήταν γιός του Ιππόλοχου, του γιού του Βελλερεφόντη, του γιού του Γλαύκου, του γιού του Σίσυφου, του γιού του Αίολου, του γιού του Έλληνα, του γιού του Δευκαλίωνα.
Σε όλα αυτά συνηγορούν τα όσα αναφέρει ο Πλάτωνας στον «Κριτία, 109.b.1 – 110.b.2» – εκεί λέγεται ότι:
Από την Ελευσίνα,- Μαρμάρινο αναθηματικό ανάγλυφο των Ελευσινιακών θεοτήτων
«Κάποτε οι θεοί έβαλαν σε κλήρο τις διάφορες περιοχές όλης της γης και τις μοιράστηκαν μεταξύ τους, χωρίς τσακωμούς. Δεν θα ήταν ασφαλώς σωστό να μην ξέρουν τι ανήκει στον καθένα τους ούτε να θέλουν να πάρουν με έριδες κάτι, αν και ξέρουν ότι ανήκει σε κάποιον άλλο. Αφού λοιπόν έγινε η διανομή με κλήρο, πήρε ο καθένας το μερίδιο του και κατοίκησαν στην περιοχή που κέρδισαν. Κι όταν εγκαταστάθηκαν, σαν «νομῆς ποίμνια, κτήματα καὶ θρέμματα ἑαυτῶν ἡμᾶς ἔτρεφον», χωρίς να χρησιμοποιούν όμως σωματική βία, σαν τους ποιμένες που οδηγούν τα κοπάδια στην βοσκή με χτυπήματα, αλλά επειδή ο άνθρωπος είναι ευκολοκυβέρνητο πλάσμα, κατευθύνουν, όπως το πλοίο από την πρύμνη με το πηδάλιο, αγγίζοντας την ψυχή με την πειθώ ανάλογα με τις διαθέσεις τους, και δίνοντας κατεύθυνση με αυτό τον τρόπο κυβερνούσαν όλους τους θνητούς. Άλλοι λοιπόν από τους θεούς, αφού πήραν με κλήρο διάφορους τόπους, τους τακτοποίησαν. Στον Ήφαιστο και στην Αθηνά, επειδή είχαν κοινή φύση, ως αδέλφια από τον ίδιο πατέρα, και είχαν την ίδια κατεύθυνση στην σοφία και στις τέχνες, έτυχε να πέσει στον κλήρο αυτή εδώ η περιοχή, η οποία από τη φύση της τους ταιριάζει και ήταν κατάλληλη για την αρετή και την φρόνηση τους. Έφτιαξαν λοιπόν εκεί καλούς κατοίκους και τους βοήθησαν να αντιληφθούν ποιος ήταν ο σωστότερος τρόπος για τη διακυβέρνηση της πολιτείας τους. Τα ονόματα των ντόπιων εκείνης της εποχής έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα, έχουν χαθεί όμως τα έργα τους από τις πολλές καταστροφές που έκαναν οι διάδοχοι τους και από τη φθορά του χρόνου. Όπως έχει αναφερθεί, όσοι επιζούσαν μετά από κάθε κατακλυσμό ήταν αγράμματοι ορεσίβιοι, που είχαν ακούσει μόνο τα ονόματα των παλαιών ηγετών αλλά γνώριζαν ελάχιστα πράγματα για τα έργα τους. Έτσι, προτιμούσαν να δίνουν αυτά τα ονόματα στα παιδιά τους, αγνοούσαν όμως τις αρετές και τους νόμους των προγενέστερων, εκτός από κάποιες ασαφείς πληροφορίες που είχε τύχει να ακούσουν για τον καθένα. Και επειδή ακόμα οι ίδιοι και τα παιδιά τους επί πολλές γενιές δεν είχαν τα αναγκαία μέσα για την συντήρησή τους, σκέφτονταν συνεχώς για τα πράγματα που τους έλειπαν, χωρίς να δίνουν καμία σημασία σε όσα είχαν συμβεί προηγουμένως τα περασμένα χρόνια. Οι ιστορικές γνώσεις και η έρευνα του παρελθόντος ήρθαν και τα δύο στις πόλεις αργότερα, όταν οι άνθρωποι είχαν εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την ζωή τους, και όχι πιο πριν. Με αυτό τον τρόπο διατηρήθηκαν τα ονόματα των αρχαίων αλλά όχι και τα έργα τους. Αναφέρω αυτά συμπεραίνοντας από το ότι ο Σόλωνας είπε πως οι Αιγύπτιοι ιερείς, περιγράφοντας τον πόλεμο εκείνης της εποχής, δηλαδή ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Ατλαντίνους, με αυτά ως επί το πλείστον ονόμαζαν εκείνους, όπως του «Κέκροπός τε καὶ Ἐρεχθέως καὶ Ἐριχθονίου καὶ Ἐρυσίχθονος», καθώς και πολλά άλλα που αναφέρονται σε ήρωες παλαιότερους από τον Θησέα».[22]
Δηλ. πρώτα, την εποχή που βασιλέας στην Αττική ήταν ο Κέκροπας, μοίρασαν την Γη οι Θεοί, ο Ποσειδώνας πήρε με κλήρο την Ατλαντίδα και η Αθηνά την Αθήνα και την Σάϊδα της Αιγύπτου. Έπειτα έγινε ο πόλεμος ανάμεσα στους Ατλαντίνους και τους Αθηναίους[23], την εποχή που βασιλέας στην Αθήνα ήταν ο Κέκροπας. Έπειτα έγινε ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα που επέφερε την γένεση του Έλληνα, την εποχή που βασιλιάς στην Αττική ήταν ο Κραναός ο πεθερός του Αμφικτύωνα, έπειτα η εκ του Διός δημιουργία του ιερού γένους των Ηρώων το οποίο διήρκεσε 7 ή 8 γενιές μέσα στις οποίες έγινε ο Τρωικός πόλεμος, την εποχή που βασιλιάς στην Αθήνα ήταν ο Μενεσθεύς (Μενεσθέας), ο γιός του Πετεού, που είχε πάρει μέρος και στον Τρωικό πόλεμο ως μνηστήρας της Ελένης. Άλλωστε αναφερόμενος ο Όμηρος στους Αθηναίους που εκστράτευσαν στην Τροία λέγει στην Β’ ραψωδία στ. 546 – 555 :
«Εκείνοι είχαν τας Αθήνας, την καλοκτισμένη πόλη,
τον δήμο του μεγαλόκαρδου Ερεχθέως[24] που κάποτε η Αθηνά
ανάθρεψε του Διός η θυγατέρα, και τον έτεκε η ζωοδότρα γη,
και τον εγκατέστησε στας Αθήνας[25], στον πλούσιο ναό της.
εκεί με ταύρους και αρνιά ζητούν το έλεός του
οι κούροι των Αθηναίων κάθε χρόνο.
Σε αυτούς πάλι ηγεμόνευε ο γιός του Πετεού Μενεσθεύς.
Άλλος όμοιος του επιχθόνιος δεν έγινε άνδρας
που να παρατάσσει ίππους και άνδρες ασπιδοφόρους.
Ο Νέστωρ μόνος του παράβγαινε. Γιατί ήταν προγενέστερος.»[26]
Στην συνέχεια θα πρέπει να πούμε πως σύμφωνα με τον Παυσανία:
«Οι Αθηναίοι λένε πως ο πρώτος βασιλιάς της λεγόμενης σήμερα Αττικής ήταν ο Ακταίος (Ακτεύς). Όταν ο Ακταίος πέθανε, το διαδέχτηκε στον θρόνο ο Κέκροπας, επειδή ήταν σύζυγος της κόρης του. Αυτός είχε αποκτήσει τρεις κόρες, την Έρση, την Άγλαυρο και την Πάνδροσο, και ένα γιο, τον Ερυσίχθονα, που δεν έγινε ποτέ βασιλιάς των Αθηναίων, γιατί πέθανε όσο ακόμα βασίλευε ο πατέρας τους. Στον θρόνο έπειτα διαδέχτηκε τον Κέκροπα ο Κραναός, ο πιο ισχυρός άνδρας της Αθήνας. Ο Κραναός απέκτησε, ανάμεσα σε άλλες κόρες, και την Ατθίδα, από την οποία ονομάζουν Αττική την χώρα που μέχρι τότε αποκαλούσαν Ακταία. Κάνοντας επανάσταση ενάντια στον Κραναό ο Αμφικτύονας, σύζυγος της κόρης του, τον ανέτρεψε από την εξουσία. Κι αυτός, όμως, αργότερα ανατράπηκε από τον Εριχθόνιο και τους άλλους που επαναστάτησαν μαζί του. Λένε ότι ο Εριχθόνιος δεν είχε πατέρα θνητό. Ο Ήφαιστος και η Γη ήταν γονείς του.»[27]
Βέβαια ο Παυσανίας λέγει πως:
«οι κάτοικοι του Αθηναϊκού δήμου των Αθμονέων λένε πως το ιερό της Ουρανίας Αφροδίτης που βρίσκεται εκεί ιδρύθηκε από τον Πορφυρίωνα (Πορφυρίων), βασιλιά αρχαιότερο από τον Ακταίονα(Ακταίος/Ακτεύς).»[28]
Εδώ βέβαια θα πρέπει να πούμε πως σύμφωνα με τον Παυσανία:
«ο πρώτος Κέκροπας που κυβέρνησε την Αττική ήταν εκείνος που παντρεύτηκε την κόρη του Ακταίου και μεταγενέστερος εκείνος που μετοίκησε στην Εύβοια, γιός του Ερεχθέα, γιου του Πανδίονα κι εγγονού Εριχθόνιου. Και βασίλεψε κάποιος Πανδίονας, που ήταν γιος του Εριχθονίου, κι ένας άλλος Πανδίοανς, γιός του Κέκροπα του δεύτερου. Αυτόν στέρησαν από την εξουσία Μητιονίδες κι όταν κατέφυγε στα Μέγαρα – γιατί είχε πάρει γυναίκα του την κόρη του Πύλα, του βασιλιά των Μεγάρων – έδιωξαν και τα παιδιά του. Λέγεται πως ο Πανδίονας αρρώστησε και πέθανε εκεί. Υπάρχει και μνημείο του στη Μεγαρίδα κοντά στην θάλασσα, στον βράχο που ονομάζεται της Αιθυίας Αθηνάς. Τα παιδιά του, όμως, ήρθαν από τα Μέγαρα, απομάκρυναν τους Μητιονίδες και ανέλαβε τότε τη διακυβέρνηση της Αθήνας ο Αιγέας, που ήταν ο μεγαλύτερος γιός.»[29]
Στην συνέχεια, για να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα, θα αναφέρουμε εν περιλήψει ότι όπως λέγει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος:
«Κάποτε οι θεοί έβαλαν σε κλήρο τις διάφορες περιοχές όλης της γης και τις μοιράστηκαν μεταξύ τους, χωρίς τσακωμούς. Δεν θα ήταν ασφαλώς σωστό να μην ξέρουν τι ανήκει στον καθένα τους ούτε να θέλουν να πάρουν με έριδες κάτι, αν και ξέρουν ότι ανήκει σε κάποιον άλλο. Αφού λοιπόν έγινε η διανομή με κλήρο, πήρε ο καθένας το μερίδιο του και κατοίκησαν στην περιοχή που κέρδισαν. Κι όταν εγκαταστάθηκαν, σαν «νομῆς ποίμνια, κτήματα καὶ θρέμματα ἑαυτῶν ἡμᾶς ἔτρεφον», χωρίς να χρησιμοποιούν όμως σωματική βία, σαν τους ποιμένες που οδηγούν τα κοπάδια στην βοσκή με χτυπήματα, αλλά επειδή ο άνθρωπος είναι ευκολοκυβέρνητο πλάσμα, κατευθύνουν, όπως το πλοίο από την πρύμνη με το πηδάλιο, αγγίζοντας την ψυχή με την πειθώ ανάλογα με τις διαθέσεις τους, και δίνοντας κατεύθυνση με αυτό τον τρόπο κυβερνούσαν όλους τους θνητούς. Άλλοι λοιπόν από τους θεούς, αφού πήραν με κλήρο διάφορους τόπους, τους τακτοποίησαν. Στον Ήφαιστο και στην Αθηνά, επειδή είχαν κοινή φύση, ως αδέλφια από τον ίδιο πατέρα, και είχαν την ίδια κατεύθυνση στην σοφία και στις τέχνες, έτυχε να πέσει στον κλήρο αυτή εδώ η περιοχή, η οποία από τη φύση της τους ταιριάζει και ήταν κατάλληλη για την αρετή και την φρόνηση τους. Έφτιαξαν λοιπόν εκεί καλούς κατοίκους και τους βοήθησαν να αντιληφθούν ποιος ήταν ο σωστότερος τρόπος για τη διακυβέρνηση της πολιτείας τους. Τα ονόματα των ντόπιων εκείνης της εποχής έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα, έχουν χαθεί όμως τα έργα τους από τις πολλές καταστροφές που έκαναν οι διάδοχοι τους και από τη φθορά του χρόνου. Όπως έχει αναφερθεί, όσοι επιζούσαν μετά από κάθε κατακλυσμό ήταν αγράμματοι ορεσίβιοι, που είχαν ακούσει μόνο τα ονόματα των παλαιών ηγετών αλλά γνώριζαν ελάχιστα πράγματα για τα έργα τους. Έτσι, προτιμούσαν να δίνουν αυτά τα ονόματα στα παιδιά τους, αγνοούσαν όμως τις αρετές και τους νόμους των προγενέστερων, εκτός από κάποιες ασαφείς πληροφορίες που είχε τύχει να ακούσουν για τον καθένα. Και επειδή ακόμα οι ίδιοι και τα παιδιά τους επί πολλές γενιές δεν είχαν τα αναγκαία μέσα για την συντήρησή τους, σκέφτονταν συνεχώς για τα πράγματα που τους έλειπαν, χωρίς να δίνουν καμία σημασία σε όσα είχαν συμβεί προηγουμένως τα περασμένα χρόνια. Οι ιστορικές γνώσεις και η έρευνα του παρελθόντος ήρθαν και τα δύο στις πόλεις αργότερα, όταν οι άνθρωποι είχαν εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την ζωή τους, και όχι πιο πριν. Με αυτό τον τρόπο διατηρήθηκαν τα ονόματα των αρχαίων αλλά όχι και τα έργα τους. Αναφέρω αυτά συμπεραίνοντας από το ότι ο Σόλωνας είπε πως οι Αιγύπτιοι ιερείς, περιγράφοντας τον πόλεμο εκείνης της εποχής, δηλαδή ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Ατλαντίνους, με αυτά ως επί το πλείστον ονόμαζαν εκείνους, όπως του «Κέκροπός τε καὶ Ἐρεχθέως καὶ Ἐριχθονίου καὶ Ἐρυσίχθονος», καθώς και πολλά άλλα που αναφέρονται σε ήρωες παλαιότερους από τον Θησέα».[22]
Δηλ. πρώτα, την εποχή που βασιλέας στην Αττική ήταν ο Κέκροπας, μοίρασαν την Γη οι Θεοί, ο Ποσειδώνας πήρε με κλήρο την Ατλαντίδα και η Αθηνά την Αθήνα και την Σάϊδα της Αιγύπτου. Έπειτα έγινε ο πόλεμος ανάμεσα στους Ατλαντίνους και τους Αθηναίους[23], την εποχή που βασιλέας στην Αθήνα ήταν ο Κέκροπας. Έπειτα έγινε ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα που επέφερε την γένεση του Έλληνα, την εποχή που βασιλιάς στην Αττική ήταν ο Κραναός ο πεθερός του Αμφικτύωνα, έπειτα η εκ του Διός δημιουργία του ιερού γένους των Ηρώων το οποίο διήρκεσε 7 ή 8 γενιές μέσα στις οποίες έγινε ο Τρωικός πόλεμος, την εποχή που βασιλιάς στην Αθήνα ήταν ο Μενεσθεύς (Μενεσθέας), ο γιός του Πετεού, που είχε πάρει μέρος και στον Τρωικό πόλεμο ως μνηστήρας της Ελένης. Άλλωστε αναφερόμενος ο Όμηρος στους Αθηναίους που εκστράτευσαν στην Τροία λέγει στην Β’ ραψωδία στ. 546 – 555 :
«Εκείνοι είχαν τας Αθήνας, την καλοκτισμένη πόλη,
τον δήμο του μεγαλόκαρδου Ερεχθέως[24] που κάποτε η Αθηνά
ανάθρεψε του Διός η θυγατέρα, και τον έτεκε η ζωοδότρα γη,
και τον εγκατέστησε στας Αθήνας[25], στον πλούσιο ναό της.
εκεί με ταύρους και αρνιά ζητούν το έλεός του
οι κούροι των Αθηναίων κάθε χρόνο.
Σε αυτούς πάλι ηγεμόνευε ο γιός του Πετεού Μενεσθεύς.
Άλλος όμοιος του επιχθόνιος δεν έγινε άνδρας
που να παρατάσσει ίππους και άνδρες ασπιδοφόρους.
Ο Νέστωρ μόνος του παράβγαινε. Γιατί ήταν προγενέστερος.»[26]
Στην συνέχεια θα πρέπει να πούμε πως σύμφωνα με τον Παυσανία:
«Οι Αθηναίοι λένε πως ο πρώτος βασιλιάς της λεγόμενης σήμερα Αττικής ήταν ο Ακταίος (Ακτεύς). Όταν ο Ακταίος πέθανε, το διαδέχτηκε στον θρόνο ο Κέκροπας, επειδή ήταν σύζυγος της κόρης του. Αυτός είχε αποκτήσει τρεις κόρες, την Έρση, την Άγλαυρο και την Πάνδροσο, και ένα γιο, τον Ερυσίχθονα, που δεν έγινε ποτέ βασιλιάς των Αθηναίων, γιατί πέθανε όσο ακόμα βασίλευε ο πατέρας τους. Στον θρόνο έπειτα διαδέχτηκε τον Κέκροπα ο Κραναός, ο πιο ισχυρός άνδρας της Αθήνας. Ο Κραναός απέκτησε, ανάμεσα σε άλλες κόρες, και την Ατθίδα, από την οποία ονομάζουν Αττική την χώρα που μέχρι τότε αποκαλούσαν Ακταία. Κάνοντας επανάσταση ενάντια στον Κραναό ο Αμφικτύονας, σύζυγος της κόρης του, τον ανέτρεψε από την εξουσία. Κι αυτός, όμως, αργότερα ανατράπηκε από τον Εριχθόνιο και τους άλλους που επαναστάτησαν μαζί του. Λένε ότι ο Εριχθόνιος δεν είχε πατέρα θνητό. Ο Ήφαιστος και η Γη ήταν γονείς του.»[27]
Βέβαια ο Παυσανίας λέγει πως:
«οι κάτοικοι του Αθηναϊκού δήμου των Αθμονέων λένε πως το ιερό της Ουρανίας Αφροδίτης που βρίσκεται εκεί ιδρύθηκε από τον Πορφυρίωνα (Πορφυρίων), βασιλιά αρχαιότερο από τον Ακταίονα(Ακταίος/Ακτεύς).»[28]
Εδώ βέβαια θα πρέπει να πούμε πως σύμφωνα με τον Παυσανία:
«ο πρώτος Κέκροπας που κυβέρνησε την Αττική ήταν εκείνος που παντρεύτηκε την κόρη του Ακταίου και μεταγενέστερος εκείνος που μετοίκησε στην Εύβοια, γιός του Ερεχθέα, γιου του Πανδίονα κι εγγονού Εριχθόνιου. Και βασίλεψε κάποιος Πανδίονας, που ήταν γιος του Εριχθονίου, κι ένας άλλος Πανδίοανς, γιός του Κέκροπα του δεύτερου. Αυτόν στέρησαν από την εξουσία Μητιονίδες κι όταν κατέφυγε στα Μέγαρα – γιατί είχε πάρει γυναίκα του την κόρη του Πύλα, του βασιλιά των Μεγάρων – έδιωξαν και τα παιδιά του. Λέγεται πως ο Πανδίονας αρρώστησε και πέθανε εκεί. Υπάρχει και μνημείο του στη Μεγαρίδα κοντά στην θάλασσα, στον βράχο που ονομάζεται της Αιθυίας Αθηνάς. Τα παιδιά του, όμως, ήρθαν από τα Μέγαρα, απομάκρυναν τους Μητιονίδες και ανέλαβε τότε τη διακυβέρνηση της Αθήνας ο Αιγέας, που ήταν ο μεγαλύτερος γιός.»[29]
Στην συνέχεια, για να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα, θα αναφέρουμε εν περιλήψει ότι όπως λέγει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος:
“Κέκροψ αὐτόχθων, συμφυὲς ἔχων σῶμα ἀνδρὸς καὶ δράκοντος”, ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Αττικής “καὶ τὴν γῆν πρότερον λεγομένην Ἀκτὴν ἀφ᾽ ἑαυτοῦ Κεκροπίαν ὠνόμασεν”. Στην εποχή του, λένε, αποφάσισαν οι Θεοί να καταλαμβάνουν ο καθένας από μία πόλη, όπου θα απολαμβάνουν ιδιαίτερες τιμές. Πρώτος λοιπόν έφτασε στην Αττική ο Ποσειδώνας και μπήγοντας την τρίαινα του καταμεσής στην Ακρόπολη, εμφάνισε θάλασσα, αυτή που σήμερα ονομάζεται Ερεχθηίδα. Μετά από αυτόν ήρθε η Αθηνά και, βάζοντας τον Κέκροπα για μάρτυρα ότι κατέλαβε την πόλη, φύτεψε μια ελιά, αυτή που έδειχναν μέσα στο Πανδρόσειο. Επειδή λοιπόν φιλονίκησαν οι δυο θεοί για τον τόπο, ο Ζεύς, για να τους συμφιλιώσει, όρισε για κριτές όχι τον Κέκροπα και τον Κραναό, όπως είπαν κάποιοι, ούτε τον Ερυσίχθονα αλλά τους δώδεκα θεούς. Αυτοί ως δικαστές έδωσαν τη χώρα στην Αθηνά, μετά από μαρτυρία του Κέκροπα ότι η πρώτη εκείνη φύτεψε την ελιά. Η Αθηνά λοιπόν ονόμασε την πόλη με το όνομά της, Αθήνα, ενώ ο Ποσειδώνας, οργισμένος,”τὸ Θριάσιον πεδίον ἐπέκλυσε καὶ τὴν Ἀττικὴν ὕφαλον ἐποίησε”. Ο Κέκροπας παντρεύτηκε την κόρη του Ακταίου Άγραυλο και απέκτησε ένα γιό, τον Ερυσίχθονα, που πέθανε άτεκνος, και τρείς κόρες, την Άγραυλο, την Έρση και την Πάνδροσο.»[30]
Και ποιο κάτω ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος λέγει πως :
“Μετά τον θάνατο του Κέκροπα βασιλιάς έγινε ο αυτόχθων Κραναός. Στην εποχή του λένε ότι έγινε ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα. Αυτός παντρεύτηκε «ἐκ Λακεδαίμονος Πεδιάδα τὴν Μύνητος ἐγέννησε Κρανάην καὶ Κραναίχμην καὶ Ἀτθίδα», προς τιμή της οποίας, επειδή πέθανε νέα κοπέλα, ο Κραναός ονόμασε την περιοχή Ατθίδα. Μετά έγινε βασιλιάς της Αττικής ο Αμφικτύονας, εκθρονίζοντας τον Κραναό. Αυτός, σύμφωνα με κάποιους, ήταν γιός του Δευκαλίωνα, ενώ για άλλους, αυτόχθονας. Αφού βασίλευσε για δώδεκα χρόνια, τον έδιωξε ο Εριχθόνιος. Για αυτόν μερικοί λένε ότι ήταν γιος του Ηφαίστου και της κόρης του Κραναού Ατθίδας, άλλοι του Ηφαίστου και της Αθηνάς, γεννημένος με τον ακόλουθο τρόπο : η Αθηνά πήγε να βρει τον ‘Ήφαιστο επειδή ήθελε να της φτιάξει όπλα. Εκείνος, έτσι όπως τον είχε εγκαταλείψει η Αφροδίτη, ένιωσε επιθυμία για την Αθηνά και άρχισε να την κυνηγάει. Εκείνη, δεν σώφρων και παρθένα καθώς είναι, δεν το ανέχτηκε. Έτσι ο Ήφαιστος «ἀπεσπέρμηνεν εἰς τὸ σκέλος τῆς θεᾶς. ἐκείνη δὲ μυσαχθεῖσα ἐρίῳ ἀπομάξασα τὸν γόνον εἰς γῆν ἔρριψε. φευγούσης δὲ αὐτῆς καὶ τῆς γονῆς εἰς γῆν πεσούσης Ἐριχθόνιος γίνεται» (δηλ. εκείνος εκσπερμάτωσε πάνω στο σκέλος της Αθηνάς. Αυτή, αηδιασμένη, σκούπισε το σπέρμα με μαλλί και το έριξε καταγής. Η θεά λοιπόν έφυγε, ενώ από το σπέρμα που έπεσε στη γεννήθηκε ο Εριχθόνιος). Η Αθηνά τον ανέθρεψε κρυφά από τους άλλους θεούς, σκοπεύοντας να τον κάνει αθάνατο. Τον έβαλε σε μια κίστη και τον έδωσε στην Πάνδροσο, κόρη του Κέκροπα, απαγορεύοντας της να την ανοίξει. Οι αδερφές της Πανδρόσου όμως την άνοιξαν από περιέργεια και βλέπουν το βρέφος «παρεσπειραμένον δράκοντα». Και όπως λένε κάποιοι, «ὑπ᾽ αὐτοῦ διεφθάρησαν τοῦ δράκοντος», ενώ, συμφώνα με άλλους, τις τρέλανε η Αθηνά και ρίχτηκαν από την Ακρόπολη. Τον Εριχθόνιο ανέθρεψε μέσα στο τέμενος η ίδια η Αθηνά και αυτός, αφού έδιωξε τον Αμφικτύονα, έγινε βασιλιάς της Αττικής, έστησε το ξόανο της Αθηνάς στην Ακρόπολη, καθιέρωσε την γιορτή των Παναθηναίων και παντρεύτηκε την Ναϊάδα νύμφη Πραξιθέα, από την οποία γεννήθηκε ο Πανδίονας. Αφού πέθανε ο Εριχθόνιος και θάφτηκε στο ίδιο το τέμενος της Αθηνάς, βασίλευσε ο Πανδίονας, στον καιρό του οποίου ήρθαν στη Αττική η Δήμητρα και ο Διόνυσος. Την Δήμητρα τη φιλοξένησε ο Κελεός στην Ελευσίνα, ενώ τον Διόνυσο ο Ικάριος, ο οποίος παρέλαβε το κλήμα αμπέλου και διδάχτηκε την παρασκευή του οίνου.
Θέλοντας λοιπόν να χαρίσει τα δώρα του θεού στους ανθρώπους, πήγε σε κάποιους ποιμένες, οι οποίο, αφού γεύτηκαν το ποτό και από την ευχαρίστησή τους το ήπιαν χωρίς ύδωρ και σε μεγάλη ποσότητα, νόμισαν ότι τους φαρμάκωσε και τον σκότωσαν. Την ημέρα κατάλαβαν τι είχαν κάνει και τον έθαψαν. Ένας από τους πιστούς σκύλους του Ικάριου, η Μαίρα, που τον ακολούθησε, έδειξε στην κόρη του Ηριγόνη, που έψαχνε τον πατέρα της, που είναι ο νεκρός. Εκείνη, κλαίγοντας γοερά για τον πατέρα της, κρεμάστηκε. Ο Πανδίονας παντρεύτηκε την Ζευξίππη, την αδερφή της μητέρας του, και απέκτησε δυο κόρες, την Πρόκνη και τη Φιλομήλα, και δυο παίδες δίδυμοι, τον Ερεχθέα και τον Βούτη. Όταν κάποτε ξέσπασε πόλεμος με τον Λάβδακο για τα σύνορα, κάλεσε βοηθό του από την Θράκη τον Τηρέα, γιο του Άρη, και, αφού κέρδισε τον πόλεμο με τη βοήθεια του, του έδωσε για γυναίκα την κόρη του Πρόκνη. Ο Τηρέας απέκτησε μαζί της ένα γιο, τον Ίτυ, αλλά μετά ερωτεύτηκε και τη Φιλομήλα και τη διεύθειρε, λέγοντας της ότι πέθανε η Πρόκνη, την οποία έκρυβε στα χτήματά του. Στην συνέχεια παντρεύτηκε τη Φιλομήλα και κοιμόταν μαζί της, κόβοντάς της την γλώσσα. Εκείνη τότε ύφανε γράμματα πάνω σε ένα πέπλο και με αυτά πληροφόρησε την Πρόκνη για τις συμφορές της. Εκείνη τότε, αφού έψαξε και βρήκε την αδερφή της, μετά σκότωσε τον γιό της Ίτυ και, αφού τον έβρασε, τον παρέθεσε δείπνο στον ανύποπτο Τηρέα. Στην συνέχει τράπηκε σε φυγή μαζί με την αδερφή της. Ο Τηρέας, μόλις κατάλαβε τι είχε γίνει, άρπαξε ένα τσεκούρι και τις κυνηγούσε. Όταν οι γυναίκες έφτασαν στην Δαυλία της Φωκίδας, επειδή τις είχε προφτάσει ο Τηρέας, (προσ)ευχήθηκαν στους θεούς να γίνουν πουλιά. Έτσι η Πρόκνη έγινε αηδόνι και η Φηλομήλα χελιδόνι και ο Τηρέας μεταμορφώθηκε σε τσαλαπετεινό. Μετά τον θάνατο του Πανδίονα οι γιοι του μοίρασαν την πατρική κληρονομιά. Την βασιλεία την πήρε ο Ερεχθέας και την ιεροσύνη της Αθηνάς και του Ερεχθέα Ποσειδώνα ο Βούτης. Ο Ερεχθέας παντρεύτηκε την Πραξιθέα, κόρη του Φράσιμου και της Διογένειας, κόρης του Κηφισού, και απέκτησε τρείς γιούς, τον Κέκροπα, τον Πανδίονα τον νεότερο και τον Μητίονα, και τέσσερις κόρες, την Πρόκρι, την Κρέουσα, τη Χθονία και την Ωρείθυια, την οποία άρπαξε ο Βορέας.”[31]
Και ποιο κάτω ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος λέγει πως :
“Μετά τον θάνατο του Κέκροπα βασιλιάς έγινε ο αυτόχθων Κραναός. Στην εποχή του λένε ότι έγινε ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα. Αυτός παντρεύτηκε «ἐκ Λακεδαίμονος Πεδιάδα τὴν Μύνητος ἐγέννησε Κρανάην καὶ Κραναίχμην καὶ Ἀτθίδα», προς τιμή της οποίας, επειδή πέθανε νέα κοπέλα, ο Κραναός ονόμασε την περιοχή Ατθίδα. Μετά έγινε βασιλιάς της Αττικής ο Αμφικτύονας, εκθρονίζοντας τον Κραναό. Αυτός, σύμφωνα με κάποιους, ήταν γιός του Δευκαλίωνα, ενώ για άλλους, αυτόχθονας. Αφού βασίλευσε για δώδεκα χρόνια, τον έδιωξε ο Εριχθόνιος. Για αυτόν μερικοί λένε ότι ήταν γιος του Ηφαίστου και της κόρης του Κραναού Ατθίδας, άλλοι του Ηφαίστου και της Αθηνάς, γεννημένος με τον ακόλουθο τρόπο : η Αθηνά πήγε να βρει τον ‘Ήφαιστο επειδή ήθελε να της φτιάξει όπλα. Εκείνος, έτσι όπως τον είχε εγκαταλείψει η Αφροδίτη, ένιωσε επιθυμία για την Αθηνά και άρχισε να την κυνηγάει. Εκείνη, δεν σώφρων και παρθένα καθώς είναι, δεν το ανέχτηκε. Έτσι ο Ήφαιστος «ἀπεσπέρμηνεν εἰς τὸ σκέλος τῆς θεᾶς. ἐκείνη δὲ μυσαχθεῖσα ἐρίῳ ἀπομάξασα τὸν γόνον εἰς γῆν ἔρριψε. φευγούσης δὲ αὐτῆς καὶ τῆς γονῆς εἰς γῆν πεσούσης Ἐριχθόνιος γίνεται» (δηλ. εκείνος εκσπερμάτωσε πάνω στο σκέλος της Αθηνάς. Αυτή, αηδιασμένη, σκούπισε το σπέρμα με μαλλί και το έριξε καταγής. Η θεά λοιπόν έφυγε, ενώ από το σπέρμα που έπεσε στη γεννήθηκε ο Εριχθόνιος). Η Αθηνά τον ανέθρεψε κρυφά από τους άλλους θεούς, σκοπεύοντας να τον κάνει αθάνατο. Τον έβαλε σε μια κίστη και τον έδωσε στην Πάνδροσο, κόρη του Κέκροπα, απαγορεύοντας της να την ανοίξει. Οι αδερφές της Πανδρόσου όμως την άνοιξαν από περιέργεια και βλέπουν το βρέφος «παρεσπειραμένον δράκοντα». Και όπως λένε κάποιοι, «ὑπ᾽ αὐτοῦ διεφθάρησαν τοῦ δράκοντος», ενώ, συμφώνα με άλλους, τις τρέλανε η Αθηνά και ρίχτηκαν από την Ακρόπολη. Τον Εριχθόνιο ανέθρεψε μέσα στο τέμενος η ίδια η Αθηνά και αυτός, αφού έδιωξε τον Αμφικτύονα, έγινε βασιλιάς της Αττικής, έστησε το ξόανο της Αθηνάς στην Ακρόπολη, καθιέρωσε την γιορτή των Παναθηναίων και παντρεύτηκε την Ναϊάδα νύμφη Πραξιθέα, από την οποία γεννήθηκε ο Πανδίονας. Αφού πέθανε ο Εριχθόνιος και θάφτηκε στο ίδιο το τέμενος της Αθηνάς, βασίλευσε ο Πανδίονας, στον καιρό του οποίου ήρθαν στη Αττική η Δήμητρα και ο Διόνυσος. Την Δήμητρα τη φιλοξένησε ο Κελεός στην Ελευσίνα, ενώ τον Διόνυσο ο Ικάριος, ο οποίος παρέλαβε το κλήμα αμπέλου και διδάχτηκε την παρασκευή του οίνου.
Θέλοντας λοιπόν να χαρίσει τα δώρα του θεού στους ανθρώπους, πήγε σε κάποιους ποιμένες, οι οποίο, αφού γεύτηκαν το ποτό και από την ευχαρίστησή τους το ήπιαν χωρίς ύδωρ και σε μεγάλη ποσότητα, νόμισαν ότι τους φαρμάκωσε και τον σκότωσαν. Την ημέρα κατάλαβαν τι είχαν κάνει και τον έθαψαν. Ένας από τους πιστούς σκύλους του Ικάριου, η Μαίρα, που τον ακολούθησε, έδειξε στην κόρη του Ηριγόνη, που έψαχνε τον πατέρα της, που είναι ο νεκρός. Εκείνη, κλαίγοντας γοερά για τον πατέρα της, κρεμάστηκε. Ο Πανδίονας παντρεύτηκε την Ζευξίππη, την αδερφή της μητέρας του, και απέκτησε δυο κόρες, την Πρόκνη και τη Φιλομήλα, και δυο παίδες δίδυμοι, τον Ερεχθέα και τον Βούτη. Όταν κάποτε ξέσπασε πόλεμος με τον Λάβδακο για τα σύνορα, κάλεσε βοηθό του από την Θράκη τον Τηρέα, γιο του Άρη, και, αφού κέρδισε τον πόλεμο με τη βοήθεια του, του έδωσε για γυναίκα την κόρη του Πρόκνη. Ο Τηρέας απέκτησε μαζί της ένα γιο, τον Ίτυ, αλλά μετά ερωτεύτηκε και τη Φιλομήλα και τη διεύθειρε, λέγοντας της ότι πέθανε η Πρόκνη, την οποία έκρυβε στα χτήματά του. Στην συνέχεια παντρεύτηκε τη Φιλομήλα και κοιμόταν μαζί της, κόβοντάς της την γλώσσα. Εκείνη τότε ύφανε γράμματα πάνω σε ένα πέπλο και με αυτά πληροφόρησε την Πρόκνη για τις συμφορές της. Εκείνη τότε, αφού έψαξε και βρήκε την αδερφή της, μετά σκότωσε τον γιό της Ίτυ και, αφού τον έβρασε, τον παρέθεσε δείπνο στον ανύποπτο Τηρέα. Στην συνέχει τράπηκε σε φυγή μαζί με την αδερφή της. Ο Τηρέας, μόλις κατάλαβε τι είχε γίνει, άρπαξε ένα τσεκούρι και τις κυνηγούσε. Όταν οι γυναίκες έφτασαν στην Δαυλία της Φωκίδας, επειδή τις είχε προφτάσει ο Τηρέας, (προσ)ευχήθηκαν στους θεούς να γίνουν πουλιά. Έτσι η Πρόκνη έγινε αηδόνι και η Φηλομήλα χελιδόνι και ο Τηρέας μεταμορφώθηκε σε τσαλαπετεινό. Μετά τον θάνατο του Πανδίονα οι γιοι του μοίρασαν την πατρική κληρονομιά. Την βασιλεία την πήρε ο Ερεχθέας και την ιεροσύνη της Αθηνάς και του Ερεχθέα Ποσειδώνα ο Βούτης. Ο Ερεχθέας παντρεύτηκε την Πραξιθέα, κόρη του Φράσιμου και της Διογένειας, κόρης του Κηφισού, και απέκτησε τρείς γιούς, τον Κέκροπα, τον Πανδίονα τον νεότερο και τον Μητίονα, και τέσσερις κόρες, την Πρόκρι, την Κρέουσα, τη Χθονία και την Ωρείθυια, την οποία άρπαξε ο Βορέας.”[31]
Όμως και τα των Καβείρων Μυστήρια είναι θεοπαράδοτα εκ της Ρέας/Δήμητρας! Απόδειξη περι αυτού είναι τα όσα λέγει ο Παυσανίας όταν αναφέρεται στον δρόμο από την Θήβα προς τα ερείπια της Ογχηστού και μας λέγει εκτός των άλλων ότι:
“προχωρώντας από την Θήβα (από τις Νηϊστές πύλες) εικοσιπέντε στάδια, υπάρχει άλσος της Καβειραίας Δήμητρας και της Κόρης, στο οποίο μπορούν να μπούν οι μυημένοι. Από το άλσος αυτό επτά στάδια περίπου είναι το ιερό των Καβείρων. Ποιοι είναι οι Κάβειροι και τι είδους δρώμενα γίνονται για αυτούς «καὶ τῇ Μητρὶ» θα τα αποσιωπίσω, και ας με συγχωρήσουν οι φιλομαθείς. Όμως τίποτα δεν με εμποδίζει να αναφέρω σε όλους όσα λένε οι Θηβαίοι για την αρχή των τελετών. Λένε ότι εδώ κοντά υπήρχε πόλη, όπου ζούσαν οι λεγόμενοι Κάβειροι. Στον Προμηθέα, έναν από τους Κάβειρους, και στον γιό του Προμηθέα Αιτναιό, φτάνοντας η Δήμητρα, τους έμαθε κάτι («ἐς γνῶσιν παρακαταθέσθαι σφίσιν»). Ποια είναι «ἡ παρακαταθήκη καὶ τὰ ἐς αὐτὴν γινόμενα» νομίζω πως είναι ανόσιο να το γράψω, όμως «Δήμητρος δ᾽ οὖν Καβειραίοις δῶρόν ἐστιν ἡ τελετή». Κατά την εκστρατεία των Επιγόνων και την άλωση της Θήβας, οι Καβειραίοι διώχτηκαν από τους Αργείους και για κάποιο διάστημα σταμάτησε και η τελετή. Αργότερα λένε πως η Πελαργή, κόρη του Ποτνιέα, και σύζηγος της Πελαργής Ισθμιάδης οργάνωσαν από την αρχή εκεί τις οργιαστικές τελετές, αλλά τις μέτέφεραν στον λεγόμενο Αλεξιάρουν. Επειδή όμως η Πελαργή έκανε τη μύηση έξω από τα παλιά σύνορα, ο Τηλώνδης και όσοι επιζούσαν από τη γενιά των Καβειριτών επέστρεψαν πάλι στην Καβειραία. Για να τιμήσουν την Πελαργή και άλλα έχουν οριστεί, σύμφωνα με χρησμό από τη Δωδώνη, αλλά και η θυσία ζώου «φέρον ἐν τῇ γαστρὶ ἱερεῖον». «τὸ δὲ μήνιμα τὸ ἐκ τῶν Καβείρων ἀπαραίτητόν ἐστιν ἀνθρώποι», όπως φάνηκε με πολλούς τρόπους. Κάποιοι ιδιώτες τόλμησαν να τελέσουν στην Ναύπακτο τα μυστήρια της Θήβας, αλλά δεν άργησαν να τιμωρηθούν. Οσοι από τον στρατό του Ξέρξη, που είχαν μείνει στην Βοιωτία με τον Μαρδόνιο, είχαν μπει στο ιερό των Καβείρων, ίσως με την ελπίδα μεγάλου κέρδους, αλλά μου φαίνεται περισσότερο από ασέβεια στους θεούς, αυτοί αμέσως παραφρόνησαν και σκοτώθηκαν πέφτοντας στην θάλασσα ή στους γκρεμούς. Κι όταν ο Αλέξανδρος νίκησε σε μάχη και έκαψε τη Θήβαϊδα, οι Μακεδόνες που μπήκαν στο ιερό των Καβείρων, βρισκόταν κι αυτό σε γη εχθρική, σκοτώθηκαν από εξ ουρανού κεραυνούς και αστραπές. Έτσι το ιερό αυτό από την αρχή ήταν άγιο.”[32]
“προχωρώντας από την Θήβα (από τις Νηϊστές πύλες) εικοσιπέντε στάδια, υπάρχει άλσος της Καβειραίας Δήμητρας και της Κόρης, στο οποίο μπορούν να μπούν οι μυημένοι. Από το άλσος αυτό επτά στάδια περίπου είναι το ιερό των Καβείρων. Ποιοι είναι οι Κάβειροι και τι είδους δρώμενα γίνονται για αυτούς «καὶ τῇ Μητρὶ» θα τα αποσιωπίσω, και ας με συγχωρήσουν οι φιλομαθείς. Όμως τίποτα δεν με εμποδίζει να αναφέρω σε όλους όσα λένε οι Θηβαίοι για την αρχή των τελετών. Λένε ότι εδώ κοντά υπήρχε πόλη, όπου ζούσαν οι λεγόμενοι Κάβειροι. Στον Προμηθέα, έναν από τους Κάβειρους, και στον γιό του Προμηθέα Αιτναιό, φτάνοντας η Δήμητρα, τους έμαθε κάτι («ἐς γνῶσιν παρακαταθέσθαι σφίσιν»). Ποια είναι «ἡ παρακαταθήκη καὶ τὰ ἐς αὐτὴν γινόμενα» νομίζω πως είναι ανόσιο να το γράψω, όμως «Δήμητρος δ᾽ οὖν Καβειραίοις δῶρόν ἐστιν ἡ τελετή». Κατά την εκστρατεία των Επιγόνων και την άλωση της Θήβας, οι Καβειραίοι διώχτηκαν από τους Αργείους και για κάποιο διάστημα σταμάτησε και η τελετή. Αργότερα λένε πως η Πελαργή, κόρη του Ποτνιέα, και σύζηγος της Πελαργής Ισθμιάδης οργάνωσαν από την αρχή εκεί τις οργιαστικές τελετές, αλλά τις μέτέφεραν στον λεγόμενο Αλεξιάρουν. Επειδή όμως η Πελαργή έκανε τη μύηση έξω από τα παλιά σύνορα, ο Τηλώνδης και όσοι επιζούσαν από τη γενιά των Καβειριτών επέστρεψαν πάλι στην Καβειραία. Για να τιμήσουν την Πελαργή και άλλα έχουν οριστεί, σύμφωνα με χρησμό από τη Δωδώνη, αλλά και η θυσία ζώου «φέρον ἐν τῇ γαστρὶ ἱερεῖον». «τὸ δὲ μήνιμα τὸ ἐκ τῶν Καβείρων ἀπαραίτητόν ἐστιν ἀνθρώποι», όπως φάνηκε με πολλούς τρόπους. Κάποιοι ιδιώτες τόλμησαν να τελέσουν στην Ναύπακτο τα μυστήρια της Θήβας, αλλά δεν άργησαν να τιμωρηθούν. Οσοι από τον στρατό του Ξέρξη, που είχαν μείνει στην Βοιωτία με τον Μαρδόνιο, είχαν μπει στο ιερό των Καβείρων, ίσως με την ελπίδα μεγάλου κέρδους, αλλά μου φαίνεται περισσότερο από ασέβεια στους θεούς, αυτοί αμέσως παραφρόνησαν και σκοτώθηκαν πέφτοντας στην θάλασσα ή στους γκρεμούς. Κι όταν ο Αλέξανδρος νίκησε σε μάχη και έκαψε τη Θήβαϊδα, οι Μακεδόνες που μπήκαν στο ιερό των Καβείρων, βρισκόταν κι αυτό σε γη εχθρική, σκοτώθηκαν από εξ ουρανού κεραυνούς και αστραπές. Έτσι το ιερό αυτό από την αρχή ήταν άγιο.”[32]
[1] Βλ. Παυσανίας «Αττικά, 1.38.7. 4 –7» :
Graeciae descriptio 1.38.7.4 ` to Graeciae descriptio 1.38.7.7 Ελευσῖνα δὲ ἥρωα, ἀφ᾽ οὗ τὴν πόλιν ὀνομάζουσιν, οἱ μὲν Ἑρμοῦ παῖδα εἶναι καὶ Δαείρας Ὠκεανοῦ θυγατρὸς λέγουσι, τοῖς δέ ἐστι πεποιημένα Ὤγυγον εἶναι πατέρα Ἐλευσῖνι·
[2] Βλ. Όμηρος «Εις Δήμητραν, στ. 96 – 97» :
Dem 96 ` to Dem 97 πρίν γ᾽ ὅτε δὴ Κελεοῖο δαΐφρονος ἵκετο δῶμα,
ὃς τότ᾽ Ἐλευσῖνος θυοέσσης κοίρανος ἦεν.
[3] Scholia mythologica 5.12.1 ` to Scholia mythologica 5.12.5 Τριπτόλεμος καὶ Κελεὸς παρὰ τῆς Δήμητρος λαβόντες τὰ σπέρματα, οἷον σῖτον καὶ κριθήν, καὶ πτερωτὸν ἅρμα δρακόντων ἔχοντες, περιῄεσαν ἀνὰ πᾶσαν τὴν γῆν παρέχοντες τὸν σῖτον ἐπὶ τὸ σπείρειν καὶ γεωργεῖν.
[4] Βλ. Απολλόδωρος ο Αθηναίος «Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Α’, 1.29.1 – 1.33.9» :
Bibliotheca 1.29.1 ` to Bibliotheca 1.33.9 Πλούτων δὲ Περσεφόνης ἐρασθεὶς Διὸς συνεργοῦντος ἥρπασεν αὐτὴν κρύφα. Δημήτηρ δὲ μετὰ λαμπάδων νυκτός τε καὶ ἡμέρας κατὰ πᾶσαν τὴν γῆν ζητοῦσα περιῄει· μαθοῦσα δὲ παρ᾽ Ἑρμιονέων ὅτι Πλούτων αὐτὴν ἥρπασεν, ὀργιζομένη θεοῖς κατέλιπεν οὐρανόν, εἰκασθεῖσα δὲ γυναικὶ ἧκεν εἰς Ἐλευσῖνα. καὶ πρῶτον μὲν ἐπὶ τὴν ἀπ᾽ ἐκείνης κληθεῖσαν Ἀγέλαστον ἐκάθισε πέτραν παρὰ τὸ Καλλίχορον φρέαρ καλούμενον. ἔπειτα πρὸς Κελεὸν ἐλθοῦσα τὸν βασιλεύοντα τότε Ἐλευσινίων, ἔνδον οὐσῶν γυναικῶν, καὶ λεγουσῶν τούτων παρ᾽ αὑτὰς καθέζεσθαι, γραῖά τις Ἰάμβη σκώψασα τὴν θεὸν ἐποίησε μειδιᾶσαι. διὰ τοῦτο ἐν τοῖς θεσμοφορίοις τὰς γυναῖκας σκώπτειν λέγουσιν. ὄντος δὲ τῇ τοῦ Κελεοῦ γυναικὶ Μετανείρᾳ παιδίου, τοῦτο ἔτρεφεν ἡ Δημήτηρ παραλαβοῦσα· βουλομένη δὲ αὐτὸ ἀθάνατον ποιῆσαι, τὰς νύκτας εἰς πῦρ κατετίθει τὸ βρέφος καὶ περιῄρει τὰς θνητὰς σάρκας αὐτοῦ. καθ᾽ ἡμέραν δὲ παραδόξως αὐξανομένου τοῦ Δημοφῶντος (τοῦτο γὰρ ἦν ὄνομα τῷ παιδί) ἐπετήρησεν ἡ <Μετάνειρα>, καὶ καταλαβοῦσα εἰς πῦρ ἐγκεκρυμμένον ἀνεβόησε· διό περ τὸ μὲν βρέφος ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἀνηλώθη, ἡ θεὰ δὲ αὑτὴν ἐξέφηνε. Τριπτολέμῳ δὲ τῷ πρεσβυτέρῳ τῶν Μετανείρας παίδων δίφρον κατασκευάσασα πτηνῶν δρακόντων τὸν πυρὸν ἔδωκεν, ᾧ τὴν ὅλην οἰκουμένην δι᾽ οὐρανοῦ αἰρόμενος κατέσπειρε. Πανύασις δὲ Τριπτόλεμον Ἐλευσῖνος λέγει· φησὶ γὰρ Δήμητρα πρὸς αὐτὸν ἐλθεῖν. Φερεκύδης δέ φησιν αὐτὸν Ὠκεανοῦ καὶ Γῆς. Διὸς δὲ Πλούτωνι τὴν Κόρην ἀναπέμψαι κελεύσαντος, ὁ Πλούτων, ἵνα μὴ πολὺν χρόνον παρὰ τῇ μητρὶ καταμείνῃ, ῥοιᾶς ἔδωκεν αὐτῇ φαγεῖν κόκκον. ἡ δὲ οὐ προϊδομένη τὸ συμβησόμενον κατηνάλωσεν αὐτόν. καταμαρτυρήσαντος δὲ αὐτῆς Ἀσκαλάφου τοῦ Ἀχέροντος καὶ Γοργύρας, τούτῳ μὲν Δημήτηρ ἐν Ἅιδου βαρεῖαν ἐπέθηκε πέτραν, Περσεφόνη δὲ καθ᾽ ἕκαστον ἐνιαυτὸν τὸ μὲν τρίτον μετὰ Πλούτωνος ἠναγκάσθη μένειν, τὸ δὲ λοιπὸν παρὰ τοῖς θεοῖς.
[5] Βλ. Παυσανίας «Αττικά, 1.38.6.1 –1.138.7.1» :
Graeciae descriptio 1.38.6.1 ` to Graeciae descriptio 1.38.7.1 Ελευσινίοις δὲ ἔστι μὲν Τριπτολέμου ναός, ἔστι δὲ Προπυλαίας Ἀρτέμιδος καὶ Ποσειδῶνος Πατρός, φρέαρ τε καλούμενον Καλλίχορον, ἔνθα πρῶτον Ἐλευσινίων αἱ γυναῖκες χορὸν ἔστησαν καὶ ᾖσαν ἐς τὴν θεόν. τὸ δὲ πεδίον τὸ Ῥάριον σπαρῆναι πρῶτον λέγουσι καὶ πρῶτον αὐξῆσαι καρπούς, καὶ διὰ τοῦτο οὐλαῖς ἐξ αὐτοῦ χρῆσθαί σφισι καὶ ποιεῖσθαι πέμματα ἐς τὰς θυσίας καθέστηκεν. ἐνταῦθα ἅλως καλουμένη Τριπτολέμου καὶ βωμὸς δείκνυται·
[6] Βλ. Όμηρος «Εις Δήμητραν, στ. 231 – 269» :
Dem 231 ` to Dem 269 Ὣς ἄρα φωνήσασα θυώδεϊ δέξατο κόλπῳ
χερσίν τ᾽ ἀθανάτοισι· γεγήθει δὲ φρένα μήτηρ.
ὣς ἡ μὲν Κελεοῖο δαΐφρονος ἀγλαὸν υἱὸν
Δημοφόωνθ᾽, ὃν ἔτικτεν ἐΰζωνος Μετάνειρα,
ἔτρεφεν ἐν μεγάροις· ὁ δ᾽ ἀέξετο δαίμονι ἶσος
οὔτ᾽ οὖν σῖτον ἔδων, οὐ θησάμενος <γάλα μητρὸς>
Δημήτηρ
χρίεσκ᾽ ἀμβροσίῃ ὡς εἰ θεοῦ ἐκγεγαῶτα,
ἡδὺ καταπνείουσα καὶ ἐν κόλποισιν ἔχουσα·
νύκτας δὲ κρύπτεσκε πυρὸς μένει ἠΰτε δαλὸν
λάθρα φίλων γονέων· τοῖς δὲ μέγα θαῦμ᾽ ἐτέτυκτο
ὡς προθαλὴς τελέθεσκε, θεοῖσι δὲ ἄντα ἐῴκει.
καί κέν μιν ποίησεν ἀγήρων τ᾽ ἀθάνατόν τε
εἰ μὴ ἄρ᾽ ἀφραδίῃσιν ἐΰζωνος Μετάνειρα
νύκτ᾽ ἐπιτηρήσασα θυώδεος ἐκ θαλάμοιο
σκέψατο· κώκυσεν δὲ καὶ ἄμφω πλήξατο μηρὼ
δείσασ᾽ ᾧ περὶ παιδὶ καὶ ἀάσθη μέγα θυμῷ,
καί ῥ᾽ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
Τέκνον Δημοφόων ξείνη σε πυρὶ ἔνι πολλῷ
κρύπτει, ἐμοὶ δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρὰ τίθησιν.
Ὣς φάτ᾽ ὀδυρομένη· τῆς δ᾽ ἄϊε δῖα θεάων.
τῇ δὲ χολωσαμένη καλλιστέφανος Δημήτηρ
παῖδα φίλον, τὸν ἄελπτον ἐνὶ μεγάροισιν ἔτικτε,
χείρεσσ᾽ ἀθανάτῃσιν ἀπὸ ἕο θῆκε πέδον δὲ
ἐξανελοῦσα πυρὸς θυμῷ κοτέσασα μάλ᾽ αἰνῶς,
καί ῥ᾽ ἄμυδις προσέειπεν ἐΰζωνον Μετάνειραν·
Νήϊδες ἄνθρωποι καὶ ἀφράδμονες οὔτ᾽ ἀγαθοῖο
αἶσαν ἐπερχομένου προγνώμεναι οὔτε κακοῖο·
καὶ σὺ γὰρ ἀφραδίῃσι τεῇς μήκιστον ἀάσθης.
ἴστω γὰρ θεῶν ὅρκος ἀμείλικτον Στυγὸς ὕδωρ
ἀθάνατόν κέν τοι καὶ ἀγήραον ἤματα πάντα
παῖδα φίλον ποίησα καὶ ἄφθιτον ὤπασα τιμήν·
νῦν δ᾽ οὐκ ἔσθ᾽ ὥς κεν θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξαι.
τιμὴ δ᾽ ἄφθιτος αἰὲν ἐπέσσεται οὕνεκα γούνων
ἡμετέρων ἐπέβη καὶ ἐν ἀγκοίνῃσιν ἴαυσεν.
ὥρῃσιν δ᾽ ἄρα τῷ γε περιπλομένων ἐνιαυτῶν
παῖδες Ἐλευσινίων πόλεμον καὶ φύλοπιν αἰνὴν
αἰὲν ἐν ἀλλήλοισι συνάξουσ᾽ ἤματα πάντα.
εἰμὶ δὲ Δημήτηρ τιμάοχος, ἥ τε μέγιστον
ἀθανάτοις θνητοῖσί τ᾽ ὄνεαρ καὶ χάρμα τέτυκται.
[7] Dem 105 ` to Dem 110 τὴν δὲ ἴδον Κελεοῖο Ἐλευσινίδαο θύγατρες
ἐρχόμεναι μεθ᾽ ὕδωρ εὐήρυτον ὄφρα φέροιεν
κάλπισι χαλκείῃσι φίλα πρὸς δώματα πατρός,
τέσσαρες ὥς τε θεαὶ κουρήϊον ἄνθος ἔχουσαι,
Καλλιδίκη καὶ Κλεισιδίκη Δημώ τ᾽ ἐρόεσσα
Καλλιθόη θ᾽, ἣ τῶν προγενεστάτη ἦεν ἁπασῶν·
[8] Dem 149 ` to Dem 156 ταῦτα δέ τοι σαφέως ὑποθήσομαι ἠδ᾽ ὀνομήνω
ἀνέρας οἷσιν ἔπεστι μέγα κράτος ἐνθάδε τιμῆς,
δήμου τε προὔχουσιν, ἰδὲ κρήδεμνα πόληος
εἰρύαται βουλῇσι καὶ ἰθείῃσι δίκῃσιν.
ἠμὲν Τριπτολέμου πυκιμήδεος ἠδὲ Διόκλου
ἠδὲ Πολυξείνου καὶ ἀμύμονος Εὐμόλποιο
καὶ Δολίχου καὶ πατρὸς ἀγήνορος ἡμετέροιο
τῶν πάντων ἄλοχοι κατὰ δώματα πορσαίνουσι·
[9] Dem 268 ` to Dem 274 εἰμὶ δὲ Δημήτηρ τιμάοχος, ἥ τε μέγιστον
ἀθανάτοις θνητοῖσί τ᾽ ὄνεαρ καὶ χάρμα τέτυκται.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι νηόν τε μέγαν καὶ βωμὸν ὑπ᾽ αὐτῷ
τευχόντων πᾶς δῆμος ὑπαὶ πόλιν αἰπύ τε τεῖχος
Καλλιχόρου καθύπερθεν ἐπὶ προὔχοντι κολωνῷ·
ὄργια δ᾽ αὐτὴ ἐγὼν ὑποθήσομαι ὡς ἂν ἔπειτα
εὐαγέως ἕρδοντες ἐμὸν νόον ἱλάσκοισθε.
[10] Dem 296 ` to Dem 300 αὐτὰρ ὅ γ᾽ εἰς ἀγορὴν καλέσας πολυπείρονα λαὸν
ἤνωγ᾽ ἠϋκόμῳ Δημήτερι πίονα νηὸν
ποιῆσαι καὶ βωμὸν ἐπὶ προὔχοντι κολωνῷ.
οἱ δὲ μάλ᾽ αἶψ᾽ ἐπίθοντο καὶ ἔκλυον αὐδήσαντος,
τεῦχον δ᾽ ὡς ἐπέτελλ᾽· ὁ δ᾽ ἀέξετο δαίμονος αἴσῃ.
[11] Μάλιστα όπως αναφέρει ο Σοφοκλής στον «Οιδίποδα επί Κολωνό, στ. 1048 – 1053» οι Ευμολπίδες ιερείς του ναού της Δήμητρας στην Ελέυσίνα άγγιζαν πάνω στην γλώσσα των μυημένων ένα χρυσό κλειδί, σύμβολο της σιωπής των αρρήτων.
OC 1048 ` to OC 1053
ἢ λαμπάσιν ἀκταῖς,
οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη
θνατοῖσιν ὧν καὶ χρυσέα
κλῂς ἐπὶ γλώσσᾳ βέβα
κε προσπόλων Εὐμολπιδᾶν·
[12] Dem 473 ` to Dem 482 ἡ δὲ κιοῦσα θεμιστοπόλοις βασιλεῦσι δ[εῖξε,]
Τριπτολέμῳ τε Διοκλεῖ τε πληξίππῳ,
Εὐμόλπου τε βίῃ Κελεῷ θ᾽ ἡγήτορι λαῶν,
δρησμοσύνην θ᾽ ἱερῶν καὶ ἐπέφραδεν ὄργια πᾶσι,
Τριπτολέμῳ τε Πολυξείνῳ τ᾽, ἐπὶ τοῖς δὲ Διοκλεῖ,
σεμνά, τά τ᾽ οὔ πως ἔστι παρεξ[ίμ]εν [οὔτε πυθέσθαι,]
οὔτ᾽ ἀχέειν· μέγα γάρ τι θεῶν σέβας ἰσχάνει αὐδήν.
ὄλβιος ὃς τάδ᾽ ὄπωπεν ἐπιχθονίων ἀνθρώπων·
ὃς δ᾽ ἀτελὴς ἱερῶν, ὅς τ᾽ ἄμμορος, οὔ ποθ᾽ ὁμοίων
αἶσαν ἔχει φθίμενός περ ὑπὸ ζόφῳ εὐρώεντι.
[13] Βλ. Παυσανίας «Αττικά, 1.38.7.1 – 1.38.7.4» :
Graeciae descriptio 1.38.7.1 ` to Graeciae descriptio 1.38.7.4 τὰ δὲ ἐντὸς τοῦ τείχους τοῦ ἱεροῦ τό τε ὄνειρον ἀπεῖπε γράφειν, καὶ τοῖς οὐ τελεσθεῖσιν, ὁπόσων θέας εἴργονται, δῆλα δήπου μηδὲ πυθέσθαι μετεῖναί σφισιν.
[14] Βλ. Απολλόδωρος ο Αθηναίος «Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Γ’, 3.201.1 – 3.205.1» :
Bibliotheca 3.201.1 ` to Bibliotheca 3.205.1 Χιόνη δὲ Ποσειδῶνι μίγνυται. ἡ δὲ κρύφα τοῦ πατρὸς Εὔμολπον τεκοῦσα, ἵνα μὴ γένηται καταφανής, εἰς τὸν βυθὸν ῥίπτει τὸ παιδίον. Ποσειδῶν δὲ ἀνελόμενος εἰς Αἰθιοπίαν κομίζει καὶ δίδωσι Βενθεσικύμῃ τρέφειν, αὐτοῦ θυγατρὶ καὶ Ἀμφιτρίτης. ὡς δὲ ἐτελειώθη, ὁ Βενθεσικύμης ἀνὴρ τὴν ἑτέραν αὐτῷ τῶν θυγατέρων δίδωσιν. ὁ δὲ καὶ τὴν ἀδελφὴν τῆς γαμηθείσης ἐπεχείρησε βιάζεσθαι, καὶ διὰ τοῦτο φυγαδευθεὶς μετὰ Ἰσμάρου τοῦ παιδὸς πρὸς Τεγύριον ἧκε, Θρᾳκῶν βασιλέα, ὃς αὐτοῦ τῷ παιδὶ τὴν θυγατέρα συνῴκισεν. ἐπιβουλεύων δὲ ὕστερον Τεγυρίῳ καταφανὴς γίνεται, καὶ πρὸς Ἐλευσινίους φεύγει καὶ φιλίαν ποιεῖται πρὸς αὐτούς. αὖθις δὲ Ἰσμάρου τελευτήσαντος μεταπεμφθεὶς ὑπὸ Τεγυρίου παραγίνεται, καὶ τὴν πρὸ τοῦ μάχην διαλυσάμενος τὴν βασιλείαν παρέλαβε. καὶ πολέμου ἐνστάντος πρὸς Ἀθηναίους τοῖς Ἐλευσινίοις, ἐπικληθεὶς ὑπὸ Ἐλευσινίων μετὰ πολλῆς συνεμάχει Θρᾳκῶν δυνάμεως. Ἐρεχθεῖ δὲ ὑπὲρ Ἀθηναίων νίκης χρωμένῳ ἔχρησεν ὁ θεὸς κατορθώσειν τὸν πόλεμον, ἐὰν μίαν τῶν θυγατέρων σφάξῃ. καὶ σφάξαντος αὐτοῦ τὴν νεωτάτην καὶ αἱ λοιπαὶ ἑαυτὰς κατέσφαξαν· ἐπεποίηντο γάρ, ὡς ἔφασάν τινες, συνωμοσίαν ἀλλήλαις συναπο λέσθαι. γενομένης δὲ μετὰ <τὴν> σφαγὴν τῆς μάχης Ἐρεχθεὺς μὲν ἀνεῖλεν Εὔμολπον, Ποσειδῶνος δὲ καὶ τὸν Ἐρεχθέα καὶ τὴν οἰκίαν αὐτοῦ καταλύσαντος, Κέκροψ ὁ πρεσβύτατος τῶν Ἐρεχθέως παίδων ἐβασίλευσεν, ὃς γήμας Μητιάδουσαν τὴν Εὐπαλάμου παῖδα ἐτέκνωσε Πανδίονα.
[15] Βλ. Παυσανίας «Αττικά, 1.38.2.8 – 1.38.3.1» :
Graeciae descriptio 1.38.2.8 ` to Graeciae descriptio 1.38.3.1 τοῦτον τὸν Εὔμολπον ἀφικέσθαι λέγουσιν ἐκ Θρᾴκης Ποσειδῶνος παῖδα ὄντα καὶ Χιό νης· τὴν δὲ Χιόνην Βορέου θυγατέρα τοῦ ἀνέμου καὶ Ὠρειθυίας φασὶν εἶναι. Ὁμήρῳ δὲ ἐς μὲν τὸ γένος ἐστὶν οὐδὲν αὐτοῦ πεποιημένον, ἐπονομάζει δὲ ἀγή 1.38.3 νορα ἐν τοῖς ἔπεσι τὸν Εὔμολπον.
[16] Εξ ου και όταν ο Παυσανίας, στα «Αττικά, 1.27.4.3 – 1.27.5.1», περιγράφει τον βράχο της Ακροπόλεως αναφέρει πως :
«Υπάρχουν δυο χάλκινα αγάλματα ανδρών να ετοιμάζονται για μάχη. Ονομάζουν τον ένα Ερεχθέα και τον άλλο Εύμολπο. Όσοι Αθηναίοι γνωρίζουν τον την ιστορία δεν ξεχνούν ότι εκείνος που σκοτώθηκε από τον Ερεχθέα είναι ο Ιμμάραδος.»
Graeciae descriptio 1.27.4.3 ` to Graeciae descriptio 1.27.5.1 ἔστι δὲ ἀγάλματα μεγάλα χαλκοῦ διεστῶτες <ἄνδρες> ἐς μάχην· καὶ τὸν μὲν Ἐρεχθέα καλοῦσι, τὸν δὲ Εὔμολπον· καίτοι λέληθέ γε οὐδὲ Ἀθηναίων ὅσοι τὰ ἀρχαῖα ἴσασιν, Ἰμμάραδον εἶναι παῖδα Εὐμόλπου τοῦτον τὸν ἀποθανόντα ὑπὸ Ἐρεχθέως.
[17] Βλ. Παυσανίας «Αττικά, 1.38.3.1 – 1.38.3.12» :
Graeciae descriptio 1.38.3.1 ` to Graeciae descriptio 1.38.3.12 γενομένης δὲ Ἐλευσινίοις μάχης πρὸς Ἀθηναίους ἀπέθανε μὲν Ἐρεχθεὺς Ἀθηναίων βασιλεύς, ἀπέθανε δὲ Ἰμμάραδος Εὐμόλπου· καταλύονται δὲ ἐπὶ τοῖσδε τὸν πόλεμον, ὡς Ἐλευσινίους ἐς τὰ ἄλλα Ἀθηναίων κατηκόους ὄντας ἰδίᾳ τελεῖν τὴν τελετήν. τὰ δὲ ἱερὰ τοῖν θεοῖν Εὔμολπος καὶ αἱ θυγατέρες δρῶσιν αἱ Κελεοῦ, καλοῦσι δὲ σφᾶς Πάμφως τε κατὰ ταὐτὰ καὶ Ὅμηρος Διογένειαν καὶ Παμμερόπην καὶ τρίτην Σαισάραν· τελευτήσαντος δὲ Εὐμόλπου Κήρυξ νεώτερος λείπεται τῶν παίδων, ὃν αὐτοὶ Κήρυκες θυγατρὸς Κέκροπος Ἀγλαύρου καὶ Ἑρμοῦ παῖδα εἶναι λέγουσιν, ἀλλ᾽ οὐκ Εὐμόλπου.
[18] Η αναφορά του Απολλόδωρου ότι ο Πυλίος ενέργησε ως θετός πατέρας του Ηρακλή επαναλαμβάνεται και από τον Πλούταρχο :
[19] Βλ. Απολλόδωρος ο Αθηναίος «Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Β’, 2.122.4 – 2.122.9» :
Bibliotheca 2.122.4 ` to Bibliotheca 2.122.9 μέλλων οὖν ἐπὶ τοῦτον ἀπιέναι ἦλθε πρὸς Εὔμολπον εἰς Ἐλευσῖνα, βουλόμενος μυηθῆναι [ἦν δὲ οὐκ ἐξὸν ξένοις τότε μυεῖσθαι, ἐπειδήπερ θετὸς Πυλίου παῖς γενόμενος ἐμυεῖτο]. μὴ δυνάμενος δὲ ἰδεῖν τὰ μυστήρια ἐπείπερ οὐκ ἦν ἡγνισμένος τὸν Κενταύρων φόνον, ἁγνισθεὶς ὑπὸ Εὐμόλπου τότε ἐμυήθη.
[20] Βλ. Διόδωρος Σικελιώτης «Ιστορική Βιβλιοθήκη, 4.25.1.7 – 4.25.1.10» :
Bibliotheca historica 4.25.1.7 ` to Bibliotheca historica 4.25.1.10 πρὸς δὲ τοῦτον τὸν ἆθλον ὑπολαβὼν συνοίσειν αὑτῷ, παρῆλθεν εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ μετέσχε τῶν ἐν Ἐλευσῖνι μυστηρίων, Μουσαίου τοῦ Ὀρφέως υἱοῦ τότε προεστηκότος τῆς τελετῆς.
[21] Βλ. Διόδωρος Σικελιώτης «Ιστορική Βιβλιοθήκη, 4.14.3.12 – 4.14.3.14» :
Bibliotheca historica 4.14.3.12 ` to Bibliotheca historica 4.14.3.14 Δημήτηρ δὲ πρὸς τὸν καθαρμὸν τοῦ Κενταύρων φόνου τὰ μικρὰ μυστήρια συνεστήσατο, τὸν Ἡρακλέα τιμῶσα.
[22] Criti 109.b.1 ` to Criti 110.b.2 Θεοὶ γὰρ ἅπασαν γῆν ποτε κατὰ τοὺς τόπους διελάγχανον—οὐ κατ᾽ ἔριν· οὐ γὰρ ἂν ὀρθὸν ἔχοι λόγον θεοὺς ἀγνοεῖν τὰ πρέποντα ἑκάστοις αὑτῶν, οὐδ᾽ αὖ γιγνώσκοντας τὸ μᾶλλον ἄλλοις προσῆκον τοῦτο ἑτέρους αὑτοῖς δι᾽ ἐρίδων ἐπιχειρεῖν κτᾶσθαι—δίκης δὴ κλήροις τὸ φίλον λαγχάνοντες κατῴκιζον τὰς χώρας, καὶ κατοικίσαντες, οἷον νομῆς ποίμνια, κτήματα καὶ θρέμματα ἑαυτῶν ἡμᾶς ἔτρεφον, πλὴν οὐ σώμασι σώματα βιαζόμενοι, καθάπερ ποιμένες κτήνη πληγῇ νέμοντες, ἀλλ᾽ ᾗ μάλιστα εὔστροφον ζῷον, ἐκ πρύμνης ἀπευθύνοντες, οἷον οἴακι πειθοῖ ψυχῆς ἐφαπτόμενοι κατὰ τὴν αὐτῶν διάνοιαν, οὕτως ἄγοντες τὸ θνητὸν πᾶν ἐκυβέρνων. ἄλλοι μὲν οὖν κατ᾽ ἄλλους τόπους κληρουχήσαντες θεῶν ἐκεῖνα ἐκόσμουν, ῞Ηφαιστος δὲ κοινὴν καὶ Ἀθηνᾶ φύσιν ἔχοντες, ἅμα μὲν ἀδελφὴν ἐκ ταὐτοῦ πατρός, ἅμα δὲ φιλοσοφίᾳ φιλοτεχνίᾳ τε ἐπὶ τὰ αὐτὰ ἐλθόντες, οὕτω μίαν ἄμφω λῆξιν τήνδε τὴν χώραν εἰλήχατον ὡς οἰκείαν καὶ πρόσφορον ἀρετῇ καὶ φρονήσει πεφυκυῖαν, ἄνδρας δὲ ἀγαθοὺς ἐμποιήσαντες αὐτόχθονας ἐπὶ νοῦν ἔθεσαν τὴν τῆς πολιτείας τάξιν· ὧν τὰ μὲν ὀνόματα σέσωται, τὰ δὲ ἔργα διὰ τὰς τῶν παραλαμβανόντων φθορὰς καὶ τὰ μήκη τῶν χρόνων ἠφανίσθη. τὸ γὰρ περιλειπόμενον ἀεὶ γένος, ὥσπερ καὶ πρόσθεν ἐρρήθη, κατελείπετο ὄρειον καὶ ἀγράμματον, τῶν ἐν τῇ χώρᾳ δυναστῶν τὰ ὀνόματα ἀκηκοὸς μόνον καὶ βραχέα πρὸς αὐτοῖς τῶν ἔργων. τὰ μὲν οὖν ὀνόματα τοῖς ἐκγόνοις ἐτίθεντο ἀγαπῶντες, τὰς δὲ ἀρετὰς καὶ τοὺς νόμους τῶν ἔμπροσθεν οὐκ εἰδότες, εἰ μὴ σκοτεινὰς περὶ ἑκάστων τινὰς ἀκοάς, ἐν ἀπορίᾳ δὲ τῶν ἀναγκαίων ἐπὶ πολλὰς γενεὰς ὄντες αὐτοὶ καὶ παῖδες, πρὸς οἷς ἠπόρουν τὸν νοῦν ἔχοντες, τούτων πέρι καὶ τοὺς λόγους ποιούμενοι, τῶν ἐν τοῖς πρόσθεν καὶ πάλαι ποτὲ γεγονότων ἠμέλουν. μυθολογία γὰρ ἀναζήτησίς τε τῶν παλαιῶν μετὰ σχολῆς ἅμ᾽ ἐπὶ τὰς πόλεις ἔρχεσθον, ὅταν ἴδητόν τισιν ἤδη τοῦ βίου τἀναγκαῖα κατεσκευασμένα, πρὶν δὲ οὔ. ταύτῃ δὴ τὰ τῶν παλαιῶν ὀνόματα ἄνευ τῶν ἔργων διασέσωται. λέγω δὲ αὐτὰ τεκμαιρόμενος ὅτι Κέκροπός τε καὶ Ἐρεχθέως καὶ Ἐριχθονίου καὶ Ἐρυσίχθονος τῶν τε ἄλλων τὰ πλεῖστα ὅσαπερ καὶ Θησέως τῶν ἄνω περὶ τῶν ὀνομάτων ἑκάστων ἀπομνημονεύεται,
[23] «πρέπει να θυμηθούμε ότι πέρασαν συνολικά εννέα χιλιάδες έτη από τότε που έγινε ο πόλεμος ανάμεσα σε εκείνους που ζούσαν έξω από τις στήλες του Ηρακλή και σε όλους εκείνους που κατοικούσαν στο μέσα μέρος» λέγει ο Πλάτων του «Κριτία, 108.e». Ο Σόλων, όμως, στον οποίο εξιστόρησε τα περί του πολέμου Ελλήνων/Αθηναίων και Ατλαντίνων, ο Αιγύπτιος Ιερέας της Αθηνάς/ Νηίθ στην πόλη Σάϊδα, πήγε στην Αίγυπτο τον 5ον π.Χ. αιώνα, ως εκ τούτου ο πόλεμος έγινε 9000 + 500 + 2011 = 11.511+ έτη πριν από σήμερα.
[24] Βλ. Σχόλια στην Ιλιάδα : <Ἐρεχθῆος> = Τοῦ βασιλέως τῶν Ἀθηναίων, τοῦ καὶ Ἐριχθονίου καλουμένου, γεννηθέντος ἐκ τοῦἩφαίστου. Οὗτος γὰρ ἐδίωκε τὴν Ἀθηνᾶν, ἐρῶν αὐτῆς· ἡ δὲ ἔφευγεν. Ὡς δὲ ἐγγὺς αὐτῆς ἐγένετο, πολλῇ ἀνάγκῃ (ἦν γὰρ χωλὸς) ἐπειρᾶτο συνελθεῖν. Ἡ δὲ, ὡς σώφρων, καὶ παρθένος, ὡς οὐκ ἠνείχετο, ἀπεσπέρμῃνεν εἰς τὸ σκέλος τῆς θεοῦ. Ἡ δὲ μυσαχθεῖσα, ἐρίῳ ἀπομάξασα τὸν γόνον, ἔῤῥιψεν εἰς γῆν. ὅθεν Ἐριχθόνιος, ὁ ἐκ τῆς γῆς ἀναδοθεὶς παῖς· κατά τινα ἐτυμολογίαν, ὡς ἀπὸ τοῦ ἐρίου, καὶ τῆς χθονός.
[25] Scholia in Iliadem 2.549.1 ` to Scholia in Iliadem 2.549.3 κὰδ δ᾽ ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν] = καθίδρυσε δὲ αὐτὸν Ἀθήνῃσιν ἐν τῷ ἰδίῳ αὑτῆς ἱερῷ <ἡ> θεὸς καὶ ἔδωκε φυλάττειν ταῖς Κέκροπος θυ γατράσιν.
[26] Il 2.546 ` to Il 2.555 Οἳ δ᾽ ἄρ᾽ Ἀθήνας εἶχον ἐϋκτίμενον πτολίεθρον
δῆμον Ἐρεχθῆος μεγαλήτορος, ὅν ποτ᾽ Ἀθήνη
θρέψε Διὸς θυγάτηρ, τέκε δὲ ζείδωρος ἄρουρα,
κὰδ δ᾽ ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν ἑῷ ἐν πίονι νηῷ·
ἔνθα δέ μιν ταύροισι καὶ ἀρνειοῖς ἱλάονται
κοῦροι Ἀθηναίων περιτελλομένων ἐνιαυτῶν·
τῶν αὖθ᾽ ἡγεμόνευ᾽ υἱὸς Πετεῶο Μενεσθεύς.
τῷ δ᾽ οὔ πώ τις ὁμοῖος ἐπιχθόνιος γένετ᾽ ἀνὴρ
κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας·
Νέστωρ οἶος ἔριζεν· ὃ γὰρ προγενέστερος ἦεν·
[27] Βλ. Παυσανίας «Αττικά : 1.2.6. 1 – 16»
Graeciae descriptio 1.2.6.1 ` to Graeciae descriptio 1.2.6.16 τὴν δὲ βασιλείαν Ἀμφικτύων ἔσχεν οὕτως. Ἀκταῖον λέγουσιν ἐν τῇ νῦν Ἀττικῇ βασιλεῦσαι πρῶτον· ἀποθανόντος δὲ Ἀκταίου Κέκροψ ἐκδέχεται τὴν ἀρχὴν θυγατρὶ συνοικῶν Ἀκταίου, καί οἱ γίνονται θυγατέρες μὲν Ἕρση καὶ Ἄγλαυρος καὶ Πάνδροσος, υἱὸς δὲ Ἐρυσίχθων· οὗτος οὐκ ἐβασίλευσεν Ἀθηναίων, ἀλλά οἱ τοῦ πατρὸς ζῶντος τελευτῆσαι συνέβη, καὶ τὴν ἀρχὴν τὴν Κέκροπος Κραναὸς ἐξεδέξατο, Ἀθηναίων δυνάμει προύχων. Κραναῷ δὲ θυγατέρας καὶ ἄλλας καὶ Ἀτθίδα γενέσθαι λέγουσιν· ἀπὸ ταύτης ὀνομάζουσιν Ἀττικὴν τὴν χώραν, πρότερον καλουμένην Ἀκταίαν. Κραναῷ δὲ Ἀμφικτύων ἐπαναστάς, θυγατέρα ὅμως ἔχων αὐτοῦ, παύει τῆς ἀρχῆς· καὶ αὐτὸς ὕστερον ὑπὸ Ἐριχθονίου καὶ τῶν συνεπαναστάντων ἐκπίπτει· πατέρα δὲ Ἐριχθονίῳ λέγουσιν ἀνθρώπων μὲν οὐδένα εἶναι, γονέας δὲ ῞Ηφαιστον καὶ Γῆν.
[28] Βλ. Παυσανίας «Αττικά, 1.14.7.10 – 1.14.7.13» :
Graeciae descriptio 1.14.7.10 ` to Graeciae descriptio 1.14.7.13 δῆμος δέ ἐστιν Ἀθηναίοις Ἀθμονέων, οἳ Πορφυρίωνα ἔτι πρότερον Ἀκταίου βα σιλεύσαντα τῆς Οὐρανίας φασὶ τὸ παρὰ σφίσιν ἱερὸν ἱδρύσασθαι.
[29] Βλ. Παυσανίας «Αττικά : 1.5.3.3 – 1.5.4.4» :
Graeciae descriptio 1.5.3.3 ` to Graeciae descriptio 1.5.4.4 πρότερός τε γὰρ ἦρξε Κέκροψ, ὃς τὴν Ἀκταίου θυγατέρα ἔσχε, καὶ ὕστερος, ὃς δὴ καὶ μετῴκησεν ἐς Εὔβοιαν, Ἐρεχθέως υἱὸς τοῦ Πανδίονος τοῦ Ἐριχθονίου. καὶ δὴ καὶ Πανδίων ἐβασίλευσεν ὅ τε Ἐριχθονίου καὶ ὁ Κέκροπος τοῦ δευτέρου· τοῦτον Μητιονίδαι τῆς ἀρχῆς ἐξελαύνουσι, καί οἱ φυγόντι ἐς Μέγαρα—θυγατέρα γὰρ εἶχε Πύλα τοῦ βασιλεύσαντος ἐν Μεγάροις—συνεκπίπτουσιν οἱ παῖδες. καὶ Πανδίονα μὲν αὐτοῦ λέγεται νοσήσαντα ἀποθανεῖν, καί οἱ πρὸς θαλάσσῃ μνῆμά ἐστιν ἐν τῇ Μεγαρίδι ἐν Ἀθηνᾶς Αἰθυίας καλουμένῳ σκοπέλῳ· οἱ δὲ παῖδες κατίασί τε ἐκ τῶν Μεγάρων ἐκβαλ[λ]όντες Μητιονίδας, καὶ τὴν ἀρχὴν τῶν Ἀθηναίων Αἰγεὺς πρεσβύτατος ὢν ἔσχεν.
[30] Βλ. Απολλόδωρος Αθηναίος «Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Γ’, 3.177.1 – 3.180.3» :
Bibliotheca 3.177.1 ` to Bibliotheca 3.180.3 Κέκροψ αὐτόχθων, συμφυὲς ἔχων σῶμα ἀνδρὸς καὶ δράκοντος, τῆς Ἀττικῆς ἐβασίλευσε πρῶτος, καὶ τὴν γῆν πρότερον λεγομένην Ἀκτὴν ἀφ᾽ ἑαυτοῦ Κεκροπίαν ὠνόμασεν. ἐπὶ τούτου, φασίν, ἔδοξε τοῖς θεοῖς πόλεις καταλαβέσθαι, ἐν αἷς ἔμελλον ἔχειν τιμὰς ἰδίας ἕκαστος. ἧκεν οὖν πρῶτος Ποσειδῶν ἐπὶ τὴν Ἀττικήν, καὶ πλήξας τῇ τριαίνῃ κατὰ μέσην τὴν ἀκρόπολιν ἀπέφηνε θάλασσαν, ἣν νῦν Ἐρεχθηίδα καλοῦσι. μετὰ δὲ τοῦτον ἧκεν Ἀθηνᾶ, καὶ ποιησαμένη τῆς καταλήψεως Κέκροπα μάρτυρα ἐφύτευσεν ἐλαίαν, ἣ νῦν ἐν τῷ Πανδροσείῳ 3.179 δείκνυται. γενομένης δὲ ἔριδος ἀμφοῖν περὶ τῆς χώρας, Ἀθηνᾷ καὶ Ποσειδῶνι διαλύσας Ζεὺς κριτὰς ἔδωκεν, οὐχ ὡς εἶπόν τινες, Κέκροπα καὶ Κραναόν, οὐδὲ Ἐρυσίχθονα, θεοὺς δὲ τοὺς δώδεκα. καὶ τούτων δικαζόντων ἡ χώρα τῆς Ἀθηνᾶς ἐκρίθη, Κέκροπος μαρτυρήσαντος ὅτι πρώτη τὴν ἐλαίαν ἐφύτευσεν. Ἀθηνᾶ μὲν οὖν ἀφ᾽ ἑαυτῆς τὴν πόλιν ἐκάλεσεν Ἀθήνας, Ποσειδῶν δὲ θυμῷ ὀργισθεὶς τὸ Θριάσιον πεδίον ἐπέκλυσε καὶ τὴν Ἀττικὴν ὕφαλον ἐποίησε. Κέκροψ δὲ γήμας τὴν Ἀκταίου κόρην Ἄγραυλον παῖδα μὲν ἔσχεν Ἐρυσίχθονα, ὃς ἄτεκνος μετήλλαξε, θυγατέρας δὲ Ἄγραυλον Ἕρσην Πάνδροσον.
[31] Βλ. Απολλόδωρος Αθηναίος «Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Γ’, 3.186.1 – 3.196.8» :
Bibliotheca 3.186.1 ` to Bibliotheca 3.196.8 Κέκροπος δὲ ἀποθανόντος Κραναὸς <ἐβασίλευσεν> αὐτόχθων ὤν, ἐφ᾽ οὗ τὸν ἐπὶ Δευκαλίωνος λέγεται κατακλυσμὸν γενέσθαι. οὗτος γήμας ἐκ Λακεδαίμονος Πεδιάδα τὴν Μύνητος ἐγέννησε Κρανάην καὶ Κραναίχμην καὶ Ἀτθίδα, ἧς ἀποθανούσης ἔτι παρθένου τὴν χώραν Κραναὸς Ἀτθίδα προσηγόρευσε. Κραναὸν δὲ ἐκβαλὼν Ἀμφικτύων ἐβασίλευσε· τοῦτον ἔνιοι μὲν Δευκαλίωνος, ἔνιοι δὲ αὐτόχθονα λέγουσι. βασιλεύσαντα δὲ αὐτὸν ἔτη δώδεκα Ἐριχθόνιος ἐκβάλλει. τοῦτον οἱ μὲν Ἡφαίστου καὶ τῆς Κραναοῦ θυγατρὸς Ἀτθίδος εἶναι λέγουσιν, οἱ δὲ Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς, οὕτως· Ἀθηνᾶ παρεγένετο πρὸς ῞Ηφαιστον, ὅπλα κατασκευάσαι θέλουσα. ὁ δὲ ἐγκαταλελειμμένος ὑπὸ Ἀφροδίτης εἰς ἐπιθυμίαν ὤλισθε τῆς Ἀθηνᾶς, καὶ διώκειν αὐτὴν ἤρξατο· ἡ δὲ ἔφευγεν. ὡς δὲ ἐγγὺς αὐτῆς ἐγένετο πολλῇ ἀνάγκῃ (ἦν γὰρ χωλός), ἐπειρᾶτο συνελθεῖν. ἡ δὲ ὡς σώφρων καὶ παρθένος οὖσα οὐκ ἠνέσχετο· ὁ δὲ ἀπεσπέρμηνεν εἰς τὸ σκέλος τῆς θεᾶς. ἐκείνη δὲ μυσαχθεῖσα ἐρίῳ ἀπομάξασα τὸν γόνον εἰς γῆν ἔρριψε. φευγούσης δὲ αὐτῆς καὶ τῆς γονῆς εἰς γῆν πεσούσης Ἐριχθόνιος γίνεται. τοῦτον Ἀθηνᾶ κρύφα τῶν ἄλλων θεῶν ἔτρεφεν, ἀθάνατον θέλουσα ποιῆσαι· καὶ καταθεῖσα αὐτὸν εἰς κίστην Πανδρόσῳ τῇ Κέκροπος παρακατέθετο, ἀπειποῦσα τὴν κίστην ἀνοίγειν. αἱ δὲ ἀδελφαὶ τῆς Πανδρόσου ἀνοίγουσιν ὑπὸ περιεργίας, καὶ θεῶνται τῷ βρέφει παρεσπειραμένον δράκοντα· καὶ ὡς μὲν ἔνιοι λέγουσιν, ὑπ᾽ αὐτοῦ διεφθάρησαν τοῦ δράκοντος, ὡς δὲ ἔνιοι, δι᾽ ὀργὴν Ἀθηνᾶς ἐμμανεῖς γενόμεναι κατὰ τῆς ἀκροπόλεως αὑτὰς ἔρριψαν. ἐν δὲ τῷ τεμένει τραφεὶς Ἐριχθόνιος ὑπ᾽ αὐτῆς Ἀθηνᾶς, ἐκβαλὼν Ἀμφικτύονα ἐβασίλευσεν Ἀθηνῶν, καὶ τὸ ἐν ἀκροπόλει ξόανον τῆς Ἀθηνᾶς ἱδρύσατο, καὶ τῶν Παναθηναίων τὴν ἑορτὴν συνεστήσατο, καὶ Πραξιθέαν νηίδα νύμφην ἔγημεν, ἐξ ἧς αὐτῷ παῖς Πανδίων ἐγεννήθη. Ἐριχθονίου δὲ ἀποθανόντος καὶ ταφέντος ἐν τῷ αὐτῷ τεμένει τῆς Ἀθηνᾶς Πανδίων ἐβασίλευσεν, ἐφ᾽ οὗ Δημήτηρ καὶ Διόνυσος εἰς τὴν Ἀττικὴν ἦλθον. ἀλλὰ Δήμητρα μὲν Κελεὸς εἰς τὴν Ἐλευσῖνα ὑπεδέξατο, Διόνυσον δὲ Ἰκάριος· ὃς λαμβάνει παρ᾽ αὐτοῦ κλῆμα ἀμπέλου καὶ τὰ περὶ τὴν οἰνοποιίαν μανθάνει. καὶ τὰς τοῦ θεοῦ δωρήσασθαι θέλων χάριτας ἀνθρώποις, ἀφικνεῖται πρός τινας ποιμένας, οἳ γευσάμενοι τοῦ ποτοῦ καὶ χωρὶς ὕδατος δι᾽ ἡδονὴν ἀφειδῶς ἑλκύσαντες, πεφαρμάχθαι νομίζοντες ἀπέκτειναν αὐτόν. μεθ᾽ ἡμέραν δὲ νοήσαντες ἔθαψαν αὐτόν. Ἠριγόνῃ δὲ τῇ θυγατρὶ τὸν πατέρα μαστευούσῃ κύων συνήθης ὄνομα Μαῖρα, ἣ τῷ Ἰκαρίῳ συνείπετο, τὸν νεκρὸν ἐμήνυσε· κἀκείνη κατοδυρομένη τὸν πατέρα ἑαυτὴν ἀνήρτησε. Πανδίων δὲ γήμας Ζευξίππην τῆς μητρὸς τὴν ἀδελφὴν θυγατέρας μὲν ἐτέκνωσε Πρόκνην καὶ Φιλομήλαν, παῖδας δὲ διδύμους Ἐρεχθέα καὶ Βούτην. πολέμου δὲ ἐξαναστάντος πρὸς Λάβδακον περὶ γῆς ὅρων ἐπεκαλέ σατο βοηθὸν ἐκ Θρᾴκης Τηρέα τὸν Ἄρεος, καὶ τὸν πό λεμον σὺν αὐτῷ κατορθώσας ἔδωκε Τηρεῖ πρὸς γάμον τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα Πρόκνην. ὁ δὲ ἐκ ταύτης γεννή σας παῖδα Ἴτυν, καὶ Φιλομήλας ἐρασθεὶς ἔφθειρε καὶ ταύτην, εἰπὼν τεθνάναι Πρόκνην, κρύπτων ἐπὶ τῶν χωρίων. αὖθις δὲ γήμας Φιλομήλαν συνηυνάζετο, καὶ τὴν γλῶσσαν ἐξέτεμεν αὐτῆς. ἡ δὲ ὑφήνασα ἐν πέπλῳ γράμματα διὰ τούτων ἐμήνυσε Πρόκνῃ τὰς ἰδίας συμφοράς. ἡ δὲ ἀναζητήσασα τὴν ἀδελφὴν κτείνει τὸν παῖδα Ἴτυν, καὶ καθεψήσασα Τηρεῖ δεῖπνον ἀγνοοῦντι παρατίθησι· καὶ μετὰ τῆς ἀδελφῆς διὰ τάχους ἔφυγε. Τηρεὺς δὲ αἰσθόμενος, ἁρπάσας πέλεκυν ἐδίωκεν. αἱ δὲ ἐν Δαυλίᾳ τῆς Φωκίδος γινόμεναι περικατάληπτοι θεοῖς εὔχονται ἀπορνεωθῆναι, καὶ Πρόκνη μὲν γίνεται ἀηδών, Φιλομήλα δὲ χελιδών· ἀπορνεοῦται δὲ καὶ Τηρεύς, καὶ γίνεται ἔποψ. Πανδίονος δὲ ἀποθανόντος οἱ παῖδες τὰ πατρῷα ἐμερίσαντο, καὶ τὴν <μὲν> βασιλείαν Ἐρεχθεὺς λαμβάνει, τὴν δὲ ἱερωσύνην τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ Ποσειδῶνος τοῦ Ἐρεχθέως Βούτης. γήμας δὲ Ἐρεχθεὺς Πραξιθέαν τὴν Φρασίμου καὶ Διογενείας τῆς Κηφισοῦ, ἔσχε παῖδας Κέκροπα Πάνδωρον Μητίονα, θυγατέρας δὲ Πρόκριν Κρέουσαν Χθονίαν Ὠρείθυιαν, ἣν ἥρπασε Βορέας.
[32] Βλ. Παυσανίας «Βοιωτικά, 9.25.5.1 – 9.26.1.1» :
Graeciae descriptio 9.25.5.1 ` to Graeciae descriptio 9.26.1.1 σταδίους δὲ αὐτόθεν πέντε προελθόντι καὶ εἴκοσι Δήμητρος Καβειραίας καὶ Κόρης ἐστὶν ἄλσος· ἐσελ θεῖν δὲ τοῖς τελεσθεῖσιν ἔστι. τούτου δὲ τοῦ ἄλσους ἑπτά που σταδίους τῶν Καβείρων τὸ ἱερὸν ἀφέστηκεν. οἵτινες δέ εἰσιν οἱ Κάβειροι καὶ ὁποῖά ἐστιν αὐτοῖς καὶ τῇ Μητρὶ τὰ δρώμενα, σιωπὴν ἄγοντι ὑπὲρ αὐτῶν συγγνώμη παρὰ ἀνδρῶν φιληκόων ἔστω μοι. τοσοῦτο δὲ δηλῶσαί με καὶ ἐς ἅπαντας ἐκώλυσεν οὐδέν, ἥντινα λέγουσιν ἀρχὴν οἱ Θηβαῖοι γενέσθαι τοῖς δρωμένοις. πόλιν γάρ ποτε ἐν τούτῳ φασὶν εἶναι τῷ χωρίῳ καὶ ἄνδρας ὀνομαζομένους Καβείρους, Προμηθεῖ δὲ ἑνὶ τῶν Καβείρων καὶ Αἰτναίῳ τῷ Προμηθέως ἀφικομένην Δήμητρα ἐς γνῶσιν παρακαταθέσθαι σφίσιν· ἥτις μὲν δὴ ἦν ἡ παρακαταθήκη καὶ τὰ ἐς αὐτὴν γινόμενα, οὐκ ἐφαίνετο ὅσιόν μοι γράφειν, Δήμητρος δ᾽ οὖν Καβειραίοις δῶρόν ἐστιν ἡ τελετή. κατὰ δὲ τὴν Ἐπιγόνων στρατείαν καὶ ἅλωσιν τῶν Θηβῶν ἀνέστησαν μὲν ὑπὸ τῶν Ἀργείων οἱ Καβειραῖοι, ἐξελείφθη δὲ ἐπὶ χρόνον τινὰ καὶ ἡ τελετή. Πελαργὴν δὲ ὕστερον τὴν Ποτνιέως καὶ Ἰσθμιάδην Πελαργῇ συνοικοῦντα καταστήσασθαι μὲν τὰ ὄργια αὐτοῦ λέγουσιν ἐξ ἀρχῆς, μετενεγκεῖν δὲ αὐτὰ ἐπὶ τὸν Ἀλεξιάρουν καλούμενον· ὅτι δὲ τῶν ὅρων ἐκτὸς ἐμύησεν ἡ Πελαργὴ τῶν ἀρχαίων, Τηλώνδης καὶ ὅσοι γένους τοῦ Καβειριτῶν ἐλείποντο κατῆλθον αὖθις ἐς τὴν Καβειραίαν. Πελαργῇ μὲν δὴ κατὰ μάν τευμα ἐκ Δωδώνης καὶ ἄλλα ἔμελλεν ἐς τιμὴν κατα στήσασθαι καὶ ἡ θυσία, φέρον ἐν τῇ γαστρὶ ἱερεῖον· τὸ δὲ μήνιμα τὸ ἐκ τῶν Καβείρων ἀπαραίτητόν ἐστιν ἀνθρώποις, ὡς ἐπέδειξε δὴ πολλαχῇ. τὰ γὰρ δὴ δρώ μενα ἐν Θήβαις ἐτόλμησαν ἐν Ναυπάκτῳ κατὰ ταὐτὰ ἰδιῶται δρᾶσαι, καὶ σφᾶς οὐ μετὰ πολὺ ἐπέλαβεν ἡ δίκη. ὅσοι δὲ ὁμοῦ Μαρδονίῳ τῆς στρατιᾶς τῆς Ξέρξου περὶ Βοιωτίαν ἐλείφθησαν, τοῖς παρελθοῦσιν αὐτῶν ἐς τὸ ἱερὸν τῶν Καβείρων τάχα μέν που καὶ χρημάτων μεγάλων ἐλπίδι, τὸ πλέον δὲ ἐμοὶ δοκεῖν τῇ ἐς τὸ θεῖον ὀλιγωρίᾳ, τούτοις παραφρονῆσαί τε συνέπεσεν αὐτίκα καὶ ἀπώλοντο ἐς θάλασσάν τε καὶ ἀπὸ τῶν κρημνῶν ἑαυτοὺς ῥίπτοντες. Ἀλεξάνδρου δέ, ὡς ἐνίκησε τῇ μάχῃ, Θήβας τε αὐτὰς καὶ σύμπασαν τὴν Θηβαΐδα διδόντος πυρί, ἄνδρες τῶν ἐκ Μακεδονίας ἐλθόντες ἐς τῶν Καβείρων τὸ ἱερὸν ἅτε ἐν γῇ τῇ πολεμίᾳ κεραυνοῖς τε ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἀστραπαῖς ἐφθάρησαν. οὕτω μὲν τὸ ἱερὸν τοῦτό ἐστιν ἐξ ἀρχῆς ἅγιον·
Graeciae descriptio 1.38.7.4 ` to Graeciae descriptio 1.38.7.7 Ελευσῖνα δὲ ἥρωα, ἀφ᾽ οὗ τὴν πόλιν ὀνομάζουσιν, οἱ μὲν Ἑρμοῦ παῖδα εἶναι καὶ Δαείρας Ὠκεανοῦ θυγατρὸς λέγουσι, τοῖς δέ ἐστι πεποιημένα Ὤγυγον εἶναι πατέρα Ἐλευσῖνι·
[2] Βλ. Όμηρος «Εις Δήμητραν, στ. 96 – 97» :
Dem 96 ` to Dem 97 πρίν γ᾽ ὅτε δὴ Κελεοῖο δαΐφρονος ἵκετο δῶμα,
ὃς τότ᾽ Ἐλευσῖνος θυοέσσης κοίρανος ἦεν.
[3] Scholia mythologica 5.12.1 ` to Scholia mythologica 5.12.5 Τριπτόλεμος καὶ Κελεὸς παρὰ τῆς Δήμητρος λαβόντες τὰ σπέρματα, οἷον σῖτον καὶ κριθήν, καὶ πτερωτὸν ἅρμα δρακόντων ἔχοντες, περιῄεσαν ἀνὰ πᾶσαν τὴν γῆν παρέχοντες τὸν σῖτον ἐπὶ τὸ σπείρειν καὶ γεωργεῖν.
[4] Βλ. Απολλόδωρος ο Αθηναίος «Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Α’, 1.29.1 – 1.33.9» :
Bibliotheca 1.29.1 ` to Bibliotheca 1.33.9 Πλούτων δὲ Περσεφόνης ἐρασθεὶς Διὸς συνεργοῦντος ἥρπασεν αὐτὴν κρύφα. Δημήτηρ δὲ μετὰ λαμπάδων νυκτός τε καὶ ἡμέρας κατὰ πᾶσαν τὴν γῆν ζητοῦσα περιῄει· μαθοῦσα δὲ παρ᾽ Ἑρμιονέων ὅτι Πλούτων αὐτὴν ἥρπασεν, ὀργιζομένη θεοῖς κατέλιπεν οὐρανόν, εἰκασθεῖσα δὲ γυναικὶ ἧκεν εἰς Ἐλευσῖνα. καὶ πρῶτον μὲν ἐπὶ τὴν ἀπ᾽ ἐκείνης κληθεῖσαν Ἀγέλαστον ἐκάθισε πέτραν παρὰ τὸ Καλλίχορον φρέαρ καλούμενον. ἔπειτα πρὸς Κελεὸν ἐλθοῦσα τὸν βασιλεύοντα τότε Ἐλευσινίων, ἔνδον οὐσῶν γυναικῶν, καὶ λεγουσῶν τούτων παρ᾽ αὑτὰς καθέζεσθαι, γραῖά τις Ἰάμβη σκώψασα τὴν θεὸν ἐποίησε μειδιᾶσαι. διὰ τοῦτο ἐν τοῖς θεσμοφορίοις τὰς γυναῖκας σκώπτειν λέγουσιν. ὄντος δὲ τῇ τοῦ Κελεοῦ γυναικὶ Μετανείρᾳ παιδίου, τοῦτο ἔτρεφεν ἡ Δημήτηρ παραλαβοῦσα· βουλομένη δὲ αὐτὸ ἀθάνατον ποιῆσαι, τὰς νύκτας εἰς πῦρ κατετίθει τὸ βρέφος καὶ περιῄρει τὰς θνητὰς σάρκας αὐτοῦ. καθ᾽ ἡμέραν δὲ παραδόξως αὐξανομένου τοῦ Δημοφῶντος (τοῦτο γὰρ ἦν ὄνομα τῷ παιδί) ἐπετήρησεν ἡ <Μετάνειρα>, καὶ καταλαβοῦσα εἰς πῦρ ἐγκεκρυμμένον ἀνεβόησε· διό περ τὸ μὲν βρέφος ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἀνηλώθη, ἡ θεὰ δὲ αὑτὴν ἐξέφηνε. Τριπτολέμῳ δὲ τῷ πρεσβυτέρῳ τῶν Μετανείρας παίδων δίφρον κατασκευάσασα πτηνῶν δρακόντων τὸν πυρὸν ἔδωκεν, ᾧ τὴν ὅλην οἰκουμένην δι᾽ οὐρανοῦ αἰρόμενος κατέσπειρε. Πανύασις δὲ Τριπτόλεμον Ἐλευσῖνος λέγει· φησὶ γὰρ Δήμητρα πρὸς αὐτὸν ἐλθεῖν. Φερεκύδης δέ φησιν αὐτὸν Ὠκεανοῦ καὶ Γῆς. Διὸς δὲ Πλούτωνι τὴν Κόρην ἀναπέμψαι κελεύσαντος, ὁ Πλούτων, ἵνα μὴ πολὺν χρόνον παρὰ τῇ μητρὶ καταμείνῃ, ῥοιᾶς ἔδωκεν αὐτῇ φαγεῖν κόκκον. ἡ δὲ οὐ προϊδομένη τὸ συμβησόμενον κατηνάλωσεν αὐτόν. καταμαρτυρήσαντος δὲ αὐτῆς Ἀσκαλάφου τοῦ Ἀχέροντος καὶ Γοργύρας, τούτῳ μὲν Δημήτηρ ἐν Ἅιδου βαρεῖαν ἐπέθηκε πέτραν, Περσεφόνη δὲ καθ᾽ ἕκαστον ἐνιαυτὸν τὸ μὲν τρίτον μετὰ Πλούτωνος ἠναγκάσθη μένειν, τὸ δὲ λοιπὸν παρὰ τοῖς θεοῖς.
[5] Βλ. Παυσανίας «Αττικά, 1.38.6.1 –1.138.7.1» :
Graeciae descriptio 1.38.6.1 ` to Graeciae descriptio 1.38.7.1 Ελευσινίοις δὲ ἔστι μὲν Τριπτολέμου ναός, ἔστι δὲ Προπυλαίας Ἀρτέμιδος καὶ Ποσειδῶνος Πατρός, φρέαρ τε καλούμενον Καλλίχορον, ἔνθα πρῶτον Ἐλευσινίων αἱ γυναῖκες χορὸν ἔστησαν καὶ ᾖσαν ἐς τὴν θεόν. τὸ δὲ πεδίον τὸ Ῥάριον σπαρῆναι πρῶτον λέγουσι καὶ πρῶτον αὐξῆσαι καρπούς, καὶ διὰ τοῦτο οὐλαῖς ἐξ αὐτοῦ χρῆσθαί σφισι καὶ ποιεῖσθαι πέμματα ἐς τὰς θυσίας καθέστηκεν. ἐνταῦθα ἅλως καλουμένη Τριπτολέμου καὶ βωμὸς δείκνυται·
[6] Βλ. Όμηρος «Εις Δήμητραν, στ. 231 – 269» :
Dem 231 ` to Dem 269 Ὣς ἄρα φωνήσασα θυώδεϊ δέξατο κόλπῳ
χερσίν τ᾽ ἀθανάτοισι· γεγήθει δὲ φρένα μήτηρ.
ὣς ἡ μὲν Κελεοῖο δαΐφρονος ἀγλαὸν υἱὸν
Δημοφόωνθ᾽, ὃν ἔτικτεν ἐΰζωνος Μετάνειρα,
ἔτρεφεν ἐν μεγάροις· ὁ δ᾽ ἀέξετο δαίμονι ἶσος
οὔτ᾽ οὖν σῖτον ἔδων, οὐ θησάμενος <γάλα μητρὸς>
Δημήτηρ
χρίεσκ᾽ ἀμβροσίῃ ὡς εἰ θεοῦ ἐκγεγαῶτα,
ἡδὺ καταπνείουσα καὶ ἐν κόλποισιν ἔχουσα·
νύκτας δὲ κρύπτεσκε πυρὸς μένει ἠΰτε δαλὸν
λάθρα φίλων γονέων· τοῖς δὲ μέγα θαῦμ᾽ ἐτέτυκτο
ὡς προθαλὴς τελέθεσκε, θεοῖσι δὲ ἄντα ἐῴκει.
καί κέν μιν ποίησεν ἀγήρων τ᾽ ἀθάνατόν τε
εἰ μὴ ἄρ᾽ ἀφραδίῃσιν ἐΰζωνος Μετάνειρα
νύκτ᾽ ἐπιτηρήσασα θυώδεος ἐκ θαλάμοιο
σκέψατο· κώκυσεν δὲ καὶ ἄμφω πλήξατο μηρὼ
δείσασ᾽ ᾧ περὶ παιδὶ καὶ ἀάσθη μέγα θυμῷ,
καί ῥ᾽ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
Τέκνον Δημοφόων ξείνη σε πυρὶ ἔνι πολλῷ
κρύπτει, ἐμοὶ δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρὰ τίθησιν.
Ὣς φάτ᾽ ὀδυρομένη· τῆς δ᾽ ἄϊε δῖα θεάων.
τῇ δὲ χολωσαμένη καλλιστέφανος Δημήτηρ
παῖδα φίλον, τὸν ἄελπτον ἐνὶ μεγάροισιν ἔτικτε,
χείρεσσ᾽ ἀθανάτῃσιν ἀπὸ ἕο θῆκε πέδον δὲ
ἐξανελοῦσα πυρὸς θυμῷ κοτέσασα μάλ᾽ αἰνῶς,
καί ῥ᾽ ἄμυδις προσέειπεν ἐΰζωνον Μετάνειραν·
Νήϊδες ἄνθρωποι καὶ ἀφράδμονες οὔτ᾽ ἀγαθοῖο
αἶσαν ἐπερχομένου προγνώμεναι οὔτε κακοῖο·
καὶ σὺ γὰρ ἀφραδίῃσι τεῇς μήκιστον ἀάσθης.
ἴστω γὰρ θεῶν ὅρκος ἀμείλικτον Στυγὸς ὕδωρ
ἀθάνατόν κέν τοι καὶ ἀγήραον ἤματα πάντα
παῖδα φίλον ποίησα καὶ ἄφθιτον ὤπασα τιμήν·
νῦν δ᾽ οὐκ ἔσθ᾽ ὥς κεν θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξαι.
τιμὴ δ᾽ ἄφθιτος αἰὲν ἐπέσσεται οὕνεκα γούνων
ἡμετέρων ἐπέβη καὶ ἐν ἀγκοίνῃσιν ἴαυσεν.
ὥρῃσιν δ᾽ ἄρα τῷ γε περιπλομένων ἐνιαυτῶν
παῖδες Ἐλευσινίων πόλεμον καὶ φύλοπιν αἰνὴν
αἰὲν ἐν ἀλλήλοισι συνάξουσ᾽ ἤματα πάντα.
εἰμὶ δὲ Δημήτηρ τιμάοχος, ἥ τε μέγιστον
ἀθανάτοις θνητοῖσί τ᾽ ὄνεαρ καὶ χάρμα τέτυκται.
[7] Dem 105 ` to Dem 110 τὴν δὲ ἴδον Κελεοῖο Ἐλευσινίδαο θύγατρες
ἐρχόμεναι μεθ᾽ ὕδωρ εὐήρυτον ὄφρα φέροιεν
κάλπισι χαλκείῃσι φίλα πρὸς δώματα πατρός,
τέσσαρες ὥς τε θεαὶ κουρήϊον ἄνθος ἔχουσαι,
Καλλιδίκη καὶ Κλεισιδίκη Δημώ τ᾽ ἐρόεσσα
Καλλιθόη θ᾽, ἣ τῶν προγενεστάτη ἦεν ἁπασῶν·
[8] Dem 149 ` to Dem 156 ταῦτα δέ τοι σαφέως ὑποθήσομαι ἠδ᾽ ὀνομήνω
ἀνέρας οἷσιν ἔπεστι μέγα κράτος ἐνθάδε τιμῆς,
δήμου τε προὔχουσιν, ἰδὲ κρήδεμνα πόληος
εἰρύαται βουλῇσι καὶ ἰθείῃσι δίκῃσιν.
ἠμὲν Τριπτολέμου πυκιμήδεος ἠδὲ Διόκλου
ἠδὲ Πολυξείνου καὶ ἀμύμονος Εὐμόλποιο
καὶ Δολίχου καὶ πατρὸς ἀγήνορος ἡμετέροιο
τῶν πάντων ἄλοχοι κατὰ δώματα πορσαίνουσι·
[9] Dem 268 ` to Dem 274 εἰμὶ δὲ Δημήτηρ τιμάοχος, ἥ τε μέγιστον
ἀθανάτοις θνητοῖσί τ᾽ ὄνεαρ καὶ χάρμα τέτυκται.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι νηόν τε μέγαν καὶ βωμὸν ὑπ᾽ αὐτῷ
τευχόντων πᾶς δῆμος ὑπαὶ πόλιν αἰπύ τε τεῖχος
Καλλιχόρου καθύπερθεν ἐπὶ προὔχοντι κολωνῷ·
ὄργια δ᾽ αὐτὴ ἐγὼν ὑποθήσομαι ὡς ἂν ἔπειτα
εὐαγέως ἕρδοντες ἐμὸν νόον ἱλάσκοισθε.
[10] Dem 296 ` to Dem 300 αὐτὰρ ὅ γ᾽ εἰς ἀγορὴν καλέσας πολυπείρονα λαὸν
ἤνωγ᾽ ἠϋκόμῳ Δημήτερι πίονα νηὸν
ποιῆσαι καὶ βωμὸν ἐπὶ προὔχοντι κολωνῷ.
οἱ δὲ μάλ᾽ αἶψ᾽ ἐπίθοντο καὶ ἔκλυον αὐδήσαντος,
τεῦχον δ᾽ ὡς ἐπέτελλ᾽· ὁ δ᾽ ἀέξετο δαίμονος αἴσῃ.
[11] Μάλιστα όπως αναφέρει ο Σοφοκλής στον «Οιδίποδα επί Κολωνό, στ. 1048 – 1053» οι Ευμολπίδες ιερείς του ναού της Δήμητρας στην Ελέυσίνα άγγιζαν πάνω στην γλώσσα των μυημένων ένα χρυσό κλειδί, σύμβολο της σιωπής των αρρήτων.
OC 1048 ` to OC 1053
ἢ λαμπάσιν ἀκταῖς,
οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη
θνατοῖσιν ὧν καὶ χρυσέα
κλῂς ἐπὶ γλώσσᾳ βέβα
κε προσπόλων Εὐμολπιδᾶν·
[12] Dem 473 ` to Dem 482 ἡ δὲ κιοῦσα θεμιστοπόλοις βασιλεῦσι δ[εῖξε,]
Τριπτολέμῳ τε Διοκλεῖ τε πληξίππῳ,
Εὐμόλπου τε βίῃ Κελεῷ θ᾽ ἡγήτορι λαῶν,
δρησμοσύνην θ᾽ ἱερῶν καὶ ἐπέφραδεν ὄργια πᾶσι,
Τριπτολέμῳ τε Πολυξείνῳ τ᾽, ἐπὶ τοῖς δὲ Διοκλεῖ,
σεμνά, τά τ᾽ οὔ πως ἔστι παρεξ[ίμ]εν [οὔτε πυθέσθαι,]
οὔτ᾽ ἀχέειν· μέγα γάρ τι θεῶν σέβας ἰσχάνει αὐδήν.
ὄλβιος ὃς τάδ᾽ ὄπωπεν ἐπιχθονίων ἀνθρώπων·
ὃς δ᾽ ἀτελὴς ἱερῶν, ὅς τ᾽ ἄμμορος, οὔ ποθ᾽ ὁμοίων
αἶσαν ἔχει φθίμενός περ ὑπὸ ζόφῳ εὐρώεντι.
[13] Βλ. Παυσανίας «Αττικά, 1.38.7.1 – 1.38.7.4» :
Graeciae descriptio 1.38.7.1 ` to Graeciae descriptio 1.38.7.4 τὰ δὲ ἐντὸς τοῦ τείχους τοῦ ἱεροῦ τό τε ὄνειρον ἀπεῖπε γράφειν, καὶ τοῖς οὐ τελεσθεῖσιν, ὁπόσων θέας εἴργονται, δῆλα δήπου μηδὲ πυθέσθαι μετεῖναί σφισιν.
[14] Βλ. Απολλόδωρος ο Αθηναίος «Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Γ’, 3.201.1 – 3.205.1» :
Bibliotheca 3.201.1 ` to Bibliotheca 3.205.1 Χιόνη δὲ Ποσειδῶνι μίγνυται. ἡ δὲ κρύφα τοῦ πατρὸς Εὔμολπον τεκοῦσα, ἵνα μὴ γένηται καταφανής, εἰς τὸν βυθὸν ῥίπτει τὸ παιδίον. Ποσειδῶν δὲ ἀνελόμενος εἰς Αἰθιοπίαν κομίζει καὶ δίδωσι Βενθεσικύμῃ τρέφειν, αὐτοῦ θυγατρὶ καὶ Ἀμφιτρίτης. ὡς δὲ ἐτελειώθη, ὁ Βενθεσικύμης ἀνὴρ τὴν ἑτέραν αὐτῷ τῶν θυγατέρων δίδωσιν. ὁ δὲ καὶ τὴν ἀδελφὴν τῆς γαμηθείσης ἐπεχείρησε βιάζεσθαι, καὶ διὰ τοῦτο φυγαδευθεὶς μετὰ Ἰσμάρου τοῦ παιδὸς πρὸς Τεγύριον ἧκε, Θρᾳκῶν βασιλέα, ὃς αὐτοῦ τῷ παιδὶ τὴν θυγατέρα συνῴκισεν. ἐπιβουλεύων δὲ ὕστερον Τεγυρίῳ καταφανὴς γίνεται, καὶ πρὸς Ἐλευσινίους φεύγει καὶ φιλίαν ποιεῖται πρὸς αὐτούς. αὖθις δὲ Ἰσμάρου τελευτήσαντος μεταπεμφθεὶς ὑπὸ Τεγυρίου παραγίνεται, καὶ τὴν πρὸ τοῦ μάχην διαλυσάμενος τὴν βασιλείαν παρέλαβε. καὶ πολέμου ἐνστάντος πρὸς Ἀθηναίους τοῖς Ἐλευσινίοις, ἐπικληθεὶς ὑπὸ Ἐλευσινίων μετὰ πολλῆς συνεμάχει Θρᾳκῶν δυνάμεως. Ἐρεχθεῖ δὲ ὑπὲρ Ἀθηναίων νίκης χρωμένῳ ἔχρησεν ὁ θεὸς κατορθώσειν τὸν πόλεμον, ἐὰν μίαν τῶν θυγατέρων σφάξῃ. καὶ σφάξαντος αὐτοῦ τὴν νεωτάτην καὶ αἱ λοιπαὶ ἑαυτὰς κατέσφαξαν· ἐπεποίηντο γάρ, ὡς ἔφασάν τινες, συνωμοσίαν ἀλλήλαις συναπο λέσθαι. γενομένης δὲ μετὰ <τὴν> σφαγὴν τῆς μάχης Ἐρεχθεὺς μὲν ἀνεῖλεν Εὔμολπον, Ποσειδῶνος δὲ καὶ τὸν Ἐρεχθέα καὶ τὴν οἰκίαν αὐτοῦ καταλύσαντος, Κέκροψ ὁ πρεσβύτατος τῶν Ἐρεχθέως παίδων ἐβασίλευσεν, ὃς γήμας Μητιάδουσαν τὴν Εὐπαλάμου παῖδα ἐτέκνωσε Πανδίονα.
[15] Βλ. Παυσανίας «Αττικά, 1.38.2.8 – 1.38.3.1» :
Graeciae descriptio 1.38.2.8 ` to Graeciae descriptio 1.38.3.1 τοῦτον τὸν Εὔμολπον ἀφικέσθαι λέγουσιν ἐκ Θρᾴκης Ποσειδῶνος παῖδα ὄντα καὶ Χιό νης· τὴν δὲ Χιόνην Βορέου θυγατέρα τοῦ ἀνέμου καὶ Ὠρειθυίας φασὶν εἶναι. Ὁμήρῳ δὲ ἐς μὲν τὸ γένος ἐστὶν οὐδὲν αὐτοῦ πεποιημένον, ἐπονομάζει δὲ ἀγή 1.38.3 νορα ἐν τοῖς ἔπεσι τὸν Εὔμολπον.
[16] Εξ ου και όταν ο Παυσανίας, στα «Αττικά, 1.27.4.3 – 1.27.5.1», περιγράφει τον βράχο της Ακροπόλεως αναφέρει πως :
«Υπάρχουν δυο χάλκινα αγάλματα ανδρών να ετοιμάζονται για μάχη. Ονομάζουν τον ένα Ερεχθέα και τον άλλο Εύμολπο. Όσοι Αθηναίοι γνωρίζουν τον την ιστορία δεν ξεχνούν ότι εκείνος που σκοτώθηκε από τον Ερεχθέα είναι ο Ιμμάραδος.»
Graeciae descriptio 1.27.4.3 ` to Graeciae descriptio 1.27.5.1 ἔστι δὲ ἀγάλματα μεγάλα χαλκοῦ διεστῶτες <ἄνδρες> ἐς μάχην· καὶ τὸν μὲν Ἐρεχθέα καλοῦσι, τὸν δὲ Εὔμολπον· καίτοι λέληθέ γε οὐδὲ Ἀθηναίων ὅσοι τὰ ἀρχαῖα ἴσασιν, Ἰμμάραδον εἶναι παῖδα Εὐμόλπου τοῦτον τὸν ἀποθανόντα ὑπὸ Ἐρεχθέως.
[17] Βλ. Παυσανίας «Αττικά, 1.38.3.1 – 1.38.3.12» :
Graeciae descriptio 1.38.3.1 ` to Graeciae descriptio 1.38.3.12 γενομένης δὲ Ἐλευσινίοις μάχης πρὸς Ἀθηναίους ἀπέθανε μὲν Ἐρεχθεὺς Ἀθηναίων βασιλεύς, ἀπέθανε δὲ Ἰμμάραδος Εὐμόλπου· καταλύονται δὲ ἐπὶ τοῖσδε τὸν πόλεμον, ὡς Ἐλευσινίους ἐς τὰ ἄλλα Ἀθηναίων κατηκόους ὄντας ἰδίᾳ τελεῖν τὴν τελετήν. τὰ δὲ ἱερὰ τοῖν θεοῖν Εὔμολπος καὶ αἱ θυγατέρες δρῶσιν αἱ Κελεοῦ, καλοῦσι δὲ σφᾶς Πάμφως τε κατὰ ταὐτὰ καὶ Ὅμηρος Διογένειαν καὶ Παμμερόπην καὶ τρίτην Σαισάραν· τελευτήσαντος δὲ Εὐμόλπου Κήρυξ νεώτερος λείπεται τῶν παίδων, ὃν αὐτοὶ Κήρυκες θυγατρὸς Κέκροπος Ἀγλαύρου καὶ Ἑρμοῦ παῖδα εἶναι λέγουσιν, ἀλλ᾽ οὐκ Εὐμόλπου.
[18] Η αναφορά του Απολλόδωρου ότι ο Πυλίος ενέργησε ως θετός πατέρας του Ηρακλή επαναλαμβάνεται και από τον Πλούταρχο :
[19] Βλ. Απολλόδωρος ο Αθηναίος «Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Β’, 2.122.4 – 2.122.9» :
Bibliotheca 2.122.4 ` to Bibliotheca 2.122.9 μέλλων οὖν ἐπὶ τοῦτον ἀπιέναι ἦλθε πρὸς Εὔμολπον εἰς Ἐλευσῖνα, βουλόμενος μυηθῆναι [ἦν δὲ οὐκ ἐξὸν ξένοις τότε μυεῖσθαι, ἐπειδήπερ θετὸς Πυλίου παῖς γενόμενος ἐμυεῖτο]. μὴ δυνάμενος δὲ ἰδεῖν τὰ μυστήρια ἐπείπερ οὐκ ἦν ἡγνισμένος τὸν Κενταύρων φόνον, ἁγνισθεὶς ὑπὸ Εὐμόλπου τότε ἐμυήθη.
[20] Βλ. Διόδωρος Σικελιώτης «Ιστορική Βιβλιοθήκη, 4.25.1.7 – 4.25.1.10» :
Bibliotheca historica 4.25.1.7 ` to Bibliotheca historica 4.25.1.10 πρὸς δὲ τοῦτον τὸν ἆθλον ὑπολαβὼν συνοίσειν αὑτῷ, παρῆλθεν εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ μετέσχε τῶν ἐν Ἐλευσῖνι μυστηρίων, Μουσαίου τοῦ Ὀρφέως υἱοῦ τότε προεστηκότος τῆς τελετῆς.
[21] Βλ. Διόδωρος Σικελιώτης «Ιστορική Βιβλιοθήκη, 4.14.3.12 – 4.14.3.14» :
Bibliotheca historica 4.14.3.12 ` to Bibliotheca historica 4.14.3.14 Δημήτηρ δὲ πρὸς τὸν καθαρμὸν τοῦ Κενταύρων φόνου τὰ μικρὰ μυστήρια συνεστήσατο, τὸν Ἡρακλέα τιμῶσα.
[22] Criti 109.b.1 ` to Criti 110.b.2 Θεοὶ γὰρ ἅπασαν γῆν ποτε κατὰ τοὺς τόπους διελάγχανον—οὐ κατ᾽ ἔριν· οὐ γὰρ ἂν ὀρθὸν ἔχοι λόγον θεοὺς ἀγνοεῖν τὰ πρέποντα ἑκάστοις αὑτῶν, οὐδ᾽ αὖ γιγνώσκοντας τὸ μᾶλλον ἄλλοις προσῆκον τοῦτο ἑτέρους αὑτοῖς δι᾽ ἐρίδων ἐπιχειρεῖν κτᾶσθαι—δίκης δὴ κλήροις τὸ φίλον λαγχάνοντες κατῴκιζον τὰς χώρας, καὶ κατοικίσαντες, οἷον νομῆς ποίμνια, κτήματα καὶ θρέμματα ἑαυτῶν ἡμᾶς ἔτρεφον, πλὴν οὐ σώμασι σώματα βιαζόμενοι, καθάπερ ποιμένες κτήνη πληγῇ νέμοντες, ἀλλ᾽ ᾗ μάλιστα εὔστροφον ζῷον, ἐκ πρύμνης ἀπευθύνοντες, οἷον οἴακι πειθοῖ ψυχῆς ἐφαπτόμενοι κατὰ τὴν αὐτῶν διάνοιαν, οὕτως ἄγοντες τὸ θνητὸν πᾶν ἐκυβέρνων. ἄλλοι μὲν οὖν κατ᾽ ἄλλους τόπους κληρουχήσαντες θεῶν ἐκεῖνα ἐκόσμουν, ῞Ηφαιστος δὲ κοινὴν καὶ Ἀθηνᾶ φύσιν ἔχοντες, ἅμα μὲν ἀδελφὴν ἐκ ταὐτοῦ πατρός, ἅμα δὲ φιλοσοφίᾳ φιλοτεχνίᾳ τε ἐπὶ τὰ αὐτὰ ἐλθόντες, οὕτω μίαν ἄμφω λῆξιν τήνδε τὴν χώραν εἰλήχατον ὡς οἰκείαν καὶ πρόσφορον ἀρετῇ καὶ φρονήσει πεφυκυῖαν, ἄνδρας δὲ ἀγαθοὺς ἐμποιήσαντες αὐτόχθονας ἐπὶ νοῦν ἔθεσαν τὴν τῆς πολιτείας τάξιν· ὧν τὰ μὲν ὀνόματα σέσωται, τὰ δὲ ἔργα διὰ τὰς τῶν παραλαμβανόντων φθορὰς καὶ τὰ μήκη τῶν χρόνων ἠφανίσθη. τὸ γὰρ περιλειπόμενον ἀεὶ γένος, ὥσπερ καὶ πρόσθεν ἐρρήθη, κατελείπετο ὄρειον καὶ ἀγράμματον, τῶν ἐν τῇ χώρᾳ δυναστῶν τὰ ὀνόματα ἀκηκοὸς μόνον καὶ βραχέα πρὸς αὐτοῖς τῶν ἔργων. τὰ μὲν οὖν ὀνόματα τοῖς ἐκγόνοις ἐτίθεντο ἀγαπῶντες, τὰς δὲ ἀρετὰς καὶ τοὺς νόμους τῶν ἔμπροσθεν οὐκ εἰδότες, εἰ μὴ σκοτεινὰς περὶ ἑκάστων τινὰς ἀκοάς, ἐν ἀπορίᾳ δὲ τῶν ἀναγκαίων ἐπὶ πολλὰς γενεὰς ὄντες αὐτοὶ καὶ παῖδες, πρὸς οἷς ἠπόρουν τὸν νοῦν ἔχοντες, τούτων πέρι καὶ τοὺς λόγους ποιούμενοι, τῶν ἐν τοῖς πρόσθεν καὶ πάλαι ποτὲ γεγονότων ἠμέλουν. μυθολογία γὰρ ἀναζήτησίς τε τῶν παλαιῶν μετὰ σχολῆς ἅμ᾽ ἐπὶ τὰς πόλεις ἔρχεσθον, ὅταν ἴδητόν τισιν ἤδη τοῦ βίου τἀναγκαῖα κατεσκευασμένα, πρὶν δὲ οὔ. ταύτῃ δὴ τὰ τῶν παλαιῶν ὀνόματα ἄνευ τῶν ἔργων διασέσωται. λέγω δὲ αὐτὰ τεκμαιρόμενος ὅτι Κέκροπός τε καὶ Ἐρεχθέως καὶ Ἐριχθονίου καὶ Ἐρυσίχθονος τῶν τε ἄλλων τὰ πλεῖστα ὅσαπερ καὶ Θησέως τῶν ἄνω περὶ τῶν ὀνομάτων ἑκάστων ἀπομνημονεύεται,
[23] «πρέπει να θυμηθούμε ότι πέρασαν συνολικά εννέα χιλιάδες έτη από τότε που έγινε ο πόλεμος ανάμεσα σε εκείνους που ζούσαν έξω από τις στήλες του Ηρακλή και σε όλους εκείνους που κατοικούσαν στο μέσα μέρος» λέγει ο Πλάτων του «Κριτία, 108.e». Ο Σόλων, όμως, στον οποίο εξιστόρησε τα περί του πολέμου Ελλήνων/Αθηναίων και Ατλαντίνων, ο Αιγύπτιος Ιερέας της Αθηνάς/ Νηίθ στην πόλη Σάϊδα, πήγε στην Αίγυπτο τον 5ον π.Χ. αιώνα, ως εκ τούτου ο πόλεμος έγινε 9000 + 500 + 2011 = 11.511+ έτη πριν από σήμερα.
[24] Βλ. Σχόλια στην Ιλιάδα : <Ἐρεχθῆος> = Τοῦ βασιλέως τῶν Ἀθηναίων, τοῦ καὶ Ἐριχθονίου καλουμένου, γεννηθέντος ἐκ τοῦἩφαίστου. Οὗτος γὰρ ἐδίωκε τὴν Ἀθηνᾶν, ἐρῶν αὐτῆς· ἡ δὲ ἔφευγεν. Ὡς δὲ ἐγγὺς αὐτῆς ἐγένετο, πολλῇ ἀνάγκῃ (ἦν γὰρ χωλὸς) ἐπειρᾶτο συνελθεῖν. Ἡ δὲ, ὡς σώφρων, καὶ παρθένος, ὡς οὐκ ἠνείχετο, ἀπεσπέρμῃνεν εἰς τὸ σκέλος τῆς θεοῦ. Ἡ δὲ μυσαχθεῖσα, ἐρίῳ ἀπομάξασα τὸν γόνον, ἔῤῥιψεν εἰς γῆν. ὅθεν Ἐριχθόνιος, ὁ ἐκ τῆς γῆς ἀναδοθεὶς παῖς· κατά τινα ἐτυμολογίαν, ὡς ἀπὸ τοῦ ἐρίου, καὶ τῆς χθονός.
[25] Scholia in Iliadem 2.549.1 ` to Scholia in Iliadem 2.549.3 κὰδ δ᾽ ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν] = καθίδρυσε δὲ αὐτὸν Ἀθήνῃσιν ἐν τῷ ἰδίῳ αὑτῆς ἱερῷ <ἡ> θεὸς καὶ ἔδωκε φυλάττειν ταῖς Κέκροπος θυ γατράσιν.
[26] Il 2.546 ` to Il 2.555 Οἳ δ᾽ ἄρ᾽ Ἀθήνας εἶχον ἐϋκτίμενον πτολίεθρον
δῆμον Ἐρεχθῆος μεγαλήτορος, ὅν ποτ᾽ Ἀθήνη
θρέψε Διὸς θυγάτηρ, τέκε δὲ ζείδωρος ἄρουρα,
κὰδ δ᾽ ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν ἑῷ ἐν πίονι νηῷ·
ἔνθα δέ μιν ταύροισι καὶ ἀρνειοῖς ἱλάονται
κοῦροι Ἀθηναίων περιτελλομένων ἐνιαυτῶν·
τῶν αὖθ᾽ ἡγεμόνευ᾽ υἱὸς Πετεῶο Μενεσθεύς.
τῷ δ᾽ οὔ πώ τις ὁμοῖος ἐπιχθόνιος γένετ᾽ ἀνὴρ
κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας·
Νέστωρ οἶος ἔριζεν· ὃ γὰρ προγενέστερος ἦεν·
[27] Βλ. Παυσανίας «Αττικά : 1.2.6. 1 – 16»
Graeciae descriptio 1.2.6.1 ` to Graeciae descriptio 1.2.6.16 τὴν δὲ βασιλείαν Ἀμφικτύων ἔσχεν οὕτως. Ἀκταῖον λέγουσιν ἐν τῇ νῦν Ἀττικῇ βασιλεῦσαι πρῶτον· ἀποθανόντος δὲ Ἀκταίου Κέκροψ ἐκδέχεται τὴν ἀρχὴν θυγατρὶ συνοικῶν Ἀκταίου, καί οἱ γίνονται θυγατέρες μὲν Ἕρση καὶ Ἄγλαυρος καὶ Πάνδροσος, υἱὸς δὲ Ἐρυσίχθων· οὗτος οὐκ ἐβασίλευσεν Ἀθηναίων, ἀλλά οἱ τοῦ πατρὸς ζῶντος τελευτῆσαι συνέβη, καὶ τὴν ἀρχὴν τὴν Κέκροπος Κραναὸς ἐξεδέξατο, Ἀθηναίων δυνάμει προύχων. Κραναῷ δὲ θυγατέρας καὶ ἄλλας καὶ Ἀτθίδα γενέσθαι λέγουσιν· ἀπὸ ταύτης ὀνομάζουσιν Ἀττικὴν τὴν χώραν, πρότερον καλουμένην Ἀκταίαν. Κραναῷ δὲ Ἀμφικτύων ἐπαναστάς, θυγατέρα ὅμως ἔχων αὐτοῦ, παύει τῆς ἀρχῆς· καὶ αὐτὸς ὕστερον ὑπὸ Ἐριχθονίου καὶ τῶν συνεπαναστάντων ἐκπίπτει· πατέρα δὲ Ἐριχθονίῳ λέγουσιν ἀνθρώπων μὲν οὐδένα εἶναι, γονέας δὲ ῞Ηφαιστον καὶ Γῆν.
[28] Βλ. Παυσανίας «Αττικά, 1.14.7.10 – 1.14.7.13» :
Graeciae descriptio 1.14.7.10 ` to Graeciae descriptio 1.14.7.13 δῆμος δέ ἐστιν Ἀθηναίοις Ἀθμονέων, οἳ Πορφυρίωνα ἔτι πρότερον Ἀκταίου βα σιλεύσαντα τῆς Οὐρανίας φασὶ τὸ παρὰ σφίσιν ἱερὸν ἱδρύσασθαι.
[29] Βλ. Παυσανίας «Αττικά : 1.5.3.3 – 1.5.4.4» :
Graeciae descriptio 1.5.3.3 ` to Graeciae descriptio 1.5.4.4 πρότερός τε γὰρ ἦρξε Κέκροψ, ὃς τὴν Ἀκταίου θυγατέρα ἔσχε, καὶ ὕστερος, ὃς δὴ καὶ μετῴκησεν ἐς Εὔβοιαν, Ἐρεχθέως υἱὸς τοῦ Πανδίονος τοῦ Ἐριχθονίου. καὶ δὴ καὶ Πανδίων ἐβασίλευσεν ὅ τε Ἐριχθονίου καὶ ὁ Κέκροπος τοῦ δευτέρου· τοῦτον Μητιονίδαι τῆς ἀρχῆς ἐξελαύνουσι, καί οἱ φυγόντι ἐς Μέγαρα—θυγατέρα γὰρ εἶχε Πύλα τοῦ βασιλεύσαντος ἐν Μεγάροις—συνεκπίπτουσιν οἱ παῖδες. καὶ Πανδίονα μὲν αὐτοῦ λέγεται νοσήσαντα ἀποθανεῖν, καί οἱ πρὸς θαλάσσῃ μνῆμά ἐστιν ἐν τῇ Μεγαρίδι ἐν Ἀθηνᾶς Αἰθυίας καλουμένῳ σκοπέλῳ· οἱ δὲ παῖδες κατίασί τε ἐκ τῶν Μεγάρων ἐκβαλ[λ]όντες Μητιονίδας, καὶ τὴν ἀρχὴν τῶν Ἀθηναίων Αἰγεὺς πρεσβύτατος ὢν ἔσχεν.
[30] Βλ. Απολλόδωρος Αθηναίος «Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Γ’, 3.177.1 – 3.180.3» :
Bibliotheca 3.177.1 ` to Bibliotheca 3.180.3 Κέκροψ αὐτόχθων, συμφυὲς ἔχων σῶμα ἀνδρὸς καὶ δράκοντος, τῆς Ἀττικῆς ἐβασίλευσε πρῶτος, καὶ τὴν γῆν πρότερον λεγομένην Ἀκτὴν ἀφ᾽ ἑαυτοῦ Κεκροπίαν ὠνόμασεν. ἐπὶ τούτου, φασίν, ἔδοξε τοῖς θεοῖς πόλεις καταλαβέσθαι, ἐν αἷς ἔμελλον ἔχειν τιμὰς ἰδίας ἕκαστος. ἧκεν οὖν πρῶτος Ποσειδῶν ἐπὶ τὴν Ἀττικήν, καὶ πλήξας τῇ τριαίνῃ κατὰ μέσην τὴν ἀκρόπολιν ἀπέφηνε θάλασσαν, ἣν νῦν Ἐρεχθηίδα καλοῦσι. μετὰ δὲ τοῦτον ἧκεν Ἀθηνᾶ, καὶ ποιησαμένη τῆς καταλήψεως Κέκροπα μάρτυρα ἐφύτευσεν ἐλαίαν, ἣ νῦν ἐν τῷ Πανδροσείῳ 3.179 δείκνυται. γενομένης δὲ ἔριδος ἀμφοῖν περὶ τῆς χώρας, Ἀθηνᾷ καὶ Ποσειδῶνι διαλύσας Ζεὺς κριτὰς ἔδωκεν, οὐχ ὡς εἶπόν τινες, Κέκροπα καὶ Κραναόν, οὐδὲ Ἐρυσίχθονα, θεοὺς δὲ τοὺς δώδεκα. καὶ τούτων δικαζόντων ἡ χώρα τῆς Ἀθηνᾶς ἐκρίθη, Κέκροπος μαρτυρήσαντος ὅτι πρώτη τὴν ἐλαίαν ἐφύτευσεν. Ἀθηνᾶ μὲν οὖν ἀφ᾽ ἑαυτῆς τὴν πόλιν ἐκάλεσεν Ἀθήνας, Ποσειδῶν δὲ θυμῷ ὀργισθεὶς τὸ Θριάσιον πεδίον ἐπέκλυσε καὶ τὴν Ἀττικὴν ὕφαλον ἐποίησε. Κέκροψ δὲ γήμας τὴν Ἀκταίου κόρην Ἄγραυλον παῖδα μὲν ἔσχεν Ἐρυσίχθονα, ὃς ἄτεκνος μετήλλαξε, θυγατέρας δὲ Ἄγραυλον Ἕρσην Πάνδροσον.
[31] Βλ. Απολλόδωρος Αθηναίος «Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Γ’, 3.186.1 – 3.196.8» :
Bibliotheca 3.186.1 ` to Bibliotheca 3.196.8 Κέκροπος δὲ ἀποθανόντος Κραναὸς <ἐβασίλευσεν> αὐτόχθων ὤν, ἐφ᾽ οὗ τὸν ἐπὶ Δευκαλίωνος λέγεται κατακλυσμὸν γενέσθαι. οὗτος γήμας ἐκ Λακεδαίμονος Πεδιάδα τὴν Μύνητος ἐγέννησε Κρανάην καὶ Κραναίχμην καὶ Ἀτθίδα, ἧς ἀποθανούσης ἔτι παρθένου τὴν χώραν Κραναὸς Ἀτθίδα προσηγόρευσε. Κραναὸν δὲ ἐκβαλὼν Ἀμφικτύων ἐβασίλευσε· τοῦτον ἔνιοι μὲν Δευκαλίωνος, ἔνιοι δὲ αὐτόχθονα λέγουσι. βασιλεύσαντα δὲ αὐτὸν ἔτη δώδεκα Ἐριχθόνιος ἐκβάλλει. τοῦτον οἱ μὲν Ἡφαίστου καὶ τῆς Κραναοῦ θυγατρὸς Ἀτθίδος εἶναι λέγουσιν, οἱ δὲ Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς, οὕτως· Ἀθηνᾶ παρεγένετο πρὸς ῞Ηφαιστον, ὅπλα κατασκευάσαι θέλουσα. ὁ δὲ ἐγκαταλελειμμένος ὑπὸ Ἀφροδίτης εἰς ἐπιθυμίαν ὤλισθε τῆς Ἀθηνᾶς, καὶ διώκειν αὐτὴν ἤρξατο· ἡ δὲ ἔφευγεν. ὡς δὲ ἐγγὺς αὐτῆς ἐγένετο πολλῇ ἀνάγκῃ (ἦν γὰρ χωλός), ἐπειρᾶτο συνελθεῖν. ἡ δὲ ὡς σώφρων καὶ παρθένος οὖσα οὐκ ἠνέσχετο· ὁ δὲ ἀπεσπέρμηνεν εἰς τὸ σκέλος τῆς θεᾶς. ἐκείνη δὲ μυσαχθεῖσα ἐρίῳ ἀπομάξασα τὸν γόνον εἰς γῆν ἔρριψε. φευγούσης δὲ αὐτῆς καὶ τῆς γονῆς εἰς γῆν πεσούσης Ἐριχθόνιος γίνεται. τοῦτον Ἀθηνᾶ κρύφα τῶν ἄλλων θεῶν ἔτρεφεν, ἀθάνατον θέλουσα ποιῆσαι· καὶ καταθεῖσα αὐτὸν εἰς κίστην Πανδρόσῳ τῇ Κέκροπος παρακατέθετο, ἀπειποῦσα τὴν κίστην ἀνοίγειν. αἱ δὲ ἀδελφαὶ τῆς Πανδρόσου ἀνοίγουσιν ὑπὸ περιεργίας, καὶ θεῶνται τῷ βρέφει παρεσπειραμένον δράκοντα· καὶ ὡς μὲν ἔνιοι λέγουσιν, ὑπ᾽ αὐτοῦ διεφθάρησαν τοῦ δράκοντος, ὡς δὲ ἔνιοι, δι᾽ ὀργὴν Ἀθηνᾶς ἐμμανεῖς γενόμεναι κατὰ τῆς ἀκροπόλεως αὑτὰς ἔρριψαν. ἐν δὲ τῷ τεμένει τραφεὶς Ἐριχθόνιος ὑπ᾽ αὐτῆς Ἀθηνᾶς, ἐκβαλὼν Ἀμφικτύονα ἐβασίλευσεν Ἀθηνῶν, καὶ τὸ ἐν ἀκροπόλει ξόανον τῆς Ἀθηνᾶς ἱδρύσατο, καὶ τῶν Παναθηναίων τὴν ἑορτὴν συνεστήσατο, καὶ Πραξιθέαν νηίδα νύμφην ἔγημεν, ἐξ ἧς αὐτῷ παῖς Πανδίων ἐγεννήθη. Ἐριχθονίου δὲ ἀποθανόντος καὶ ταφέντος ἐν τῷ αὐτῷ τεμένει τῆς Ἀθηνᾶς Πανδίων ἐβασίλευσεν, ἐφ᾽ οὗ Δημήτηρ καὶ Διόνυσος εἰς τὴν Ἀττικὴν ἦλθον. ἀλλὰ Δήμητρα μὲν Κελεὸς εἰς τὴν Ἐλευσῖνα ὑπεδέξατο, Διόνυσον δὲ Ἰκάριος· ὃς λαμβάνει παρ᾽ αὐτοῦ κλῆμα ἀμπέλου καὶ τὰ περὶ τὴν οἰνοποιίαν μανθάνει. καὶ τὰς τοῦ θεοῦ δωρήσασθαι θέλων χάριτας ἀνθρώποις, ἀφικνεῖται πρός τινας ποιμένας, οἳ γευσάμενοι τοῦ ποτοῦ καὶ χωρὶς ὕδατος δι᾽ ἡδονὴν ἀφειδῶς ἑλκύσαντες, πεφαρμάχθαι νομίζοντες ἀπέκτειναν αὐτόν. μεθ᾽ ἡμέραν δὲ νοήσαντες ἔθαψαν αὐτόν. Ἠριγόνῃ δὲ τῇ θυγατρὶ τὸν πατέρα μαστευούσῃ κύων συνήθης ὄνομα Μαῖρα, ἣ τῷ Ἰκαρίῳ συνείπετο, τὸν νεκρὸν ἐμήνυσε· κἀκείνη κατοδυρομένη τὸν πατέρα ἑαυτὴν ἀνήρτησε. Πανδίων δὲ γήμας Ζευξίππην τῆς μητρὸς τὴν ἀδελφὴν θυγατέρας μὲν ἐτέκνωσε Πρόκνην καὶ Φιλομήλαν, παῖδας δὲ διδύμους Ἐρεχθέα καὶ Βούτην. πολέμου δὲ ἐξαναστάντος πρὸς Λάβδακον περὶ γῆς ὅρων ἐπεκαλέ σατο βοηθὸν ἐκ Θρᾴκης Τηρέα τὸν Ἄρεος, καὶ τὸν πό λεμον σὺν αὐτῷ κατορθώσας ἔδωκε Τηρεῖ πρὸς γάμον τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα Πρόκνην. ὁ δὲ ἐκ ταύτης γεννή σας παῖδα Ἴτυν, καὶ Φιλομήλας ἐρασθεὶς ἔφθειρε καὶ ταύτην, εἰπὼν τεθνάναι Πρόκνην, κρύπτων ἐπὶ τῶν χωρίων. αὖθις δὲ γήμας Φιλομήλαν συνηυνάζετο, καὶ τὴν γλῶσσαν ἐξέτεμεν αὐτῆς. ἡ δὲ ὑφήνασα ἐν πέπλῳ γράμματα διὰ τούτων ἐμήνυσε Πρόκνῃ τὰς ἰδίας συμφοράς. ἡ δὲ ἀναζητήσασα τὴν ἀδελφὴν κτείνει τὸν παῖδα Ἴτυν, καὶ καθεψήσασα Τηρεῖ δεῖπνον ἀγνοοῦντι παρατίθησι· καὶ μετὰ τῆς ἀδελφῆς διὰ τάχους ἔφυγε. Τηρεὺς δὲ αἰσθόμενος, ἁρπάσας πέλεκυν ἐδίωκεν. αἱ δὲ ἐν Δαυλίᾳ τῆς Φωκίδος γινόμεναι περικατάληπτοι θεοῖς εὔχονται ἀπορνεωθῆναι, καὶ Πρόκνη μὲν γίνεται ἀηδών, Φιλομήλα δὲ χελιδών· ἀπορνεοῦται δὲ καὶ Τηρεύς, καὶ γίνεται ἔποψ. Πανδίονος δὲ ἀποθανόντος οἱ παῖδες τὰ πατρῷα ἐμερίσαντο, καὶ τὴν <μὲν> βασιλείαν Ἐρεχθεὺς λαμβάνει, τὴν δὲ ἱερωσύνην τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ Ποσειδῶνος τοῦ Ἐρεχθέως Βούτης. γήμας δὲ Ἐρεχθεὺς Πραξιθέαν τὴν Φρασίμου καὶ Διογενείας τῆς Κηφισοῦ, ἔσχε παῖδας Κέκροπα Πάνδωρον Μητίονα, θυγατέρας δὲ Πρόκριν Κρέουσαν Χθονίαν Ὠρείθυιαν, ἣν ἥρπασε Βορέας.
[32] Βλ. Παυσανίας «Βοιωτικά, 9.25.5.1 – 9.26.1.1» :
Graeciae descriptio 9.25.5.1 ` to Graeciae descriptio 9.26.1.1 σταδίους δὲ αὐτόθεν πέντε προελθόντι καὶ εἴκοσι Δήμητρος Καβειραίας καὶ Κόρης ἐστὶν ἄλσος· ἐσελ θεῖν δὲ τοῖς τελεσθεῖσιν ἔστι. τούτου δὲ τοῦ ἄλσους ἑπτά που σταδίους τῶν Καβείρων τὸ ἱερὸν ἀφέστηκεν. οἵτινες δέ εἰσιν οἱ Κάβειροι καὶ ὁποῖά ἐστιν αὐτοῖς καὶ τῇ Μητρὶ τὰ δρώμενα, σιωπὴν ἄγοντι ὑπὲρ αὐτῶν συγγνώμη παρὰ ἀνδρῶν φιληκόων ἔστω μοι. τοσοῦτο δὲ δηλῶσαί με καὶ ἐς ἅπαντας ἐκώλυσεν οὐδέν, ἥντινα λέγουσιν ἀρχὴν οἱ Θηβαῖοι γενέσθαι τοῖς δρωμένοις. πόλιν γάρ ποτε ἐν τούτῳ φασὶν εἶναι τῷ χωρίῳ καὶ ἄνδρας ὀνομαζομένους Καβείρους, Προμηθεῖ δὲ ἑνὶ τῶν Καβείρων καὶ Αἰτναίῳ τῷ Προμηθέως ἀφικομένην Δήμητρα ἐς γνῶσιν παρακαταθέσθαι σφίσιν· ἥτις μὲν δὴ ἦν ἡ παρακαταθήκη καὶ τὰ ἐς αὐτὴν γινόμενα, οὐκ ἐφαίνετο ὅσιόν μοι γράφειν, Δήμητρος δ᾽ οὖν Καβειραίοις δῶρόν ἐστιν ἡ τελετή. κατὰ δὲ τὴν Ἐπιγόνων στρατείαν καὶ ἅλωσιν τῶν Θηβῶν ἀνέστησαν μὲν ὑπὸ τῶν Ἀργείων οἱ Καβειραῖοι, ἐξελείφθη δὲ ἐπὶ χρόνον τινὰ καὶ ἡ τελετή. Πελαργὴν δὲ ὕστερον τὴν Ποτνιέως καὶ Ἰσθμιάδην Πελαργῇ συνοικοῦντα καταστήσασθαι μὲν τὰ ὄργια αὐτοῦ λέγουσιν ἐξ ἀρχῆς, μετενεγκεῖν δὲ αὐτὰ ἐπὶ τὸν Ἀλεξιάρουν καλούμενον· ὅτι δὲ τῶν ὅρων ἐκτὸς ἐμύησεν ἡ Πελαργὴ τῶν ἀρχαίων, Τηλώνδης καὶ ὅσοι γένους τοῦ Καβειριτῶν ἐλείποντο κατῆλθον αὖθις ἐς τὴν Καβειραίαν. Πελαργῇ μὲν δὴ κατὰ μάν τευμα ἐκ Δωδώνης καὶ ἄλλα ἔμελλεν ἐς τιμὴν κατα στήσασθαι καὶ ἡ θυσία, φέρον ἐν τῇ γαστρὶ ἱερεῖον· τὸ δὲ μήνιμα τὸ ἐκ τῶν Καβείρων ἀπαραίτητόν ἐστιν ἀνθρώποις, ὡς ἐπέδειξε δὴ πολλαχῇ. τὰ γὰρ δὴ δρώ μενα ἐν Θήβαις ἐτόλμησαν ἐν Ναυπάκτῳ κατὰ ταὐτὰ ἰδιῶται δρᾶσαι, καὶ σφᾶς οὐ μετὰ πολὺ ἐπέλαβεν ἡ δίκη. ὅσοι δὲ ὁμοῦ Μαρδονίῳ τῆς στρατιᾶς τῆς Ξέρξου περὶ Βοιωτίαν ἐλείφθησαν, τοῖς παρελθοῦσιν αὐτῶν ἐς τὸ ἱερὸν τῶν Καβείρων τάχα μέν που καὶ χρημάτων μεγάλων ἐλπίδι, τὸ πλέον δὲ ἐμοὶ δοκεῖν τῇ ἐς τὸ θεῖον ὀλιγωρίᾳ, τούτοις παραφρονῆσαί τε συνέπεσεν αὐτίκα καὶ ἀπώλοντο ἐς θάλασσάν τε καὶ ἀπὸ τῶν κρημνῶν ἑαυτοὺς ῥίπτοντες. Ἀλεξάνδρου δέ, ὡς ἐνίκησε τῇ μάχῃ, Θήβας τε αὐτὰς καὶ σύμπασαν τὴν Θηβαΐδα διδόντος πυρί, ἄνδρες τῶν ἐκ Μακεδονίας ἐλθόντες ἐς τῶν Καβείρων τὸ ἱερὸν ἅτε ἐν γῇ τῇ πολεμίᾳ κεραυνοῖς τε ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἀστραπαῖς ἐφθάρησαν. οὕτω μὲν τὸ ἱερὸν τοῦτό ἐστιν ἐξ ἀρχῆς ἅγιον·